ΑΠ 1882/2023
Άρειος Πάγος (Δ΄ Τμήμα)
Αριθ. 1882/2023
Πρόεδρος: Μ. Παπαχίου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Γ. Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτης
Δικηγόρος: Κ. Μπίτσιος (Εκουσία Δικαιοδοσία)
Κακή σύνθεση Δικαστηρίου. Εκδίκαση υπόθεσης στο Εφετείο από διαφορετική σύνθεση μετά την έκδοση απόφασης επανάληψης κατά την διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ. Ακυρότητα. Ιδρύεται αναιρετικός λόγος για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, όταν το Μονομελές Εφετείο, που δίκασε την υπόθεση μετά από απόφαση επανάληψης της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ συγκροτήθηκε από διαφορετικό δικαστή, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι (όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή), που θα πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση ή στα πρακτικά (Άρθρο 559 αριθ. 2 και 109 § 1 ΚΠολΔ και 8 εδ. α΄ Σ).
(…) Με το άρθρο 559 αριθμός 2 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας». Ο αναιρετικός αυτός λόγος, συνδεόμενος με την επιταγή του άρθρου 8 εδάφιο α' του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος», αλλά και με τη διάταξη του άρθρου 109 § 1 του ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι «δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν χωρίς τη θέλησή του, ο δικαστής που ορίζει ο νόμος γι’ αυτόν», ιδρύεται μόνον όταν η σχετική πλημμέλεια βαρύνει τη σύνθεση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου υπάρχει, αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Οργανισμού των Δικαστηρίων, ή ειδικών νόμων, που αφορούν τη σύνθεσή του, δηλαδή την κατά νόμο σύστασή του για την ασκούμενη από αυτό δικαιοδοτική αρμοδιότητα και την αναπλήρωση των κωλυομένων μελών του. Περαιτέρω, με το άρθρο 254 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 9 του ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α 109), τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 § 3 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165) και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 2 του αυτού άρθρου από 1.1.2016 και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση, ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 με την απόφαση για την επανάληψη της συζήτησης μπορεί επιπλέον, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, να διαταχθεί και η εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε πλευρά κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. 2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο». Με την τελευταία αυτή διάταξη, και για τη διαφύλαξη της αμεσότητας της διαδικασίας, εισάγεται καταρχήν υποχρέωση εκδίκασης της υπόθεσης από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, δηλαδή εκείνου, που με την απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο για νομικούς ή φυσικούς λόγους. Επομένως, η διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύει τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμός 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 689/2022, ΑΠ 1404/ 2022, ΑΠ 1095/2020, 428/2020, AΠ 26/2019, AΠ 502/2017). Συναφώς, κατά το άρθρο 305 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει, μεταξύ άλλων, τη σύνθεση του δικαστηρίου. Η απόδειξη δε της κακής σύνθεσης γίνεται από την απόφαση ή από τα πρακτικά, ενόσω δεν προσβάλλονται για πλαστότητα (ΑΠ 689/2022, ΑΠ 1095/2020, ΑΠ 428/2020, AΠ 26/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την, παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 § 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα εξής: Με την από 31.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/1.11.2016 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αιτούσα και ήδη αναιρεσείουσα ζήτησε να αναγνωριστεί, ως προς αυτή μόνο, το δεδικασμένο που απορρέει από τη με ημερομηνία έκδοσης 30 Αυγούστου 2015 αμετάκλητη απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου της Πολιτείας …(…) των …., με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο της το θήλυ νήπιο με το ονοματεπώνυμο Μ. Κ. – Σ. (S.), φυσικό τέκνο άγνωστου πατρός και της B. Z.-P., το οποίο γεννήθηκε στην πόλη … (…) της Πολιτείας …(…), στις 18-12-2014. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθ. …/2017 οριστική του απόφαση, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έκρινε νόμιμη την αίτηση και ακολούθως την απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της πρωτόδικης αυτής οριστικής απόφασης η αναιρεσείουσα άσκησε την από 15.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/17.1.2018, έφεσή της ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Το Δικαστήριο αυτό, συζήτησε την υπόθεση στις 10.5.2018 και εξέδωσε την υπ' αριθ. …/2018 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση και ακολούθως έκρινε ότι πρέπει να επαναληφθεί η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση ή πιστοποιητικό από το Οικογενειακό Δικαστήριο της Πολιτείας … (…) των …., από το οποίο να προκύπτει ότι η από 30 Αυγούστου 2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού απέκτησε ισχύ δεδικασμένου και κατόπιν αυτού ανέβαλε τη συζήτηση επί της ουσίας της έφεσης, προκειμένου να προσκομισθεί, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, η ανωτέρω βεβαίωση ή πιστοποιητικό. Στη συνέχεια και, κατόπιν της από 15.1. 2019 κλήσης της αναιρεσείουσας, η από 15.1.2018 έφεσή της συζητήθηκε, εκ νέου, στο ίδιο ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στις 28.3.2019, το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθ. …/2020 απόφασή του, με την οποία ανακλήθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. …/2018 μη οριστική απόφαση, έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση, εξαφανίσθηκε η άνω εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, διακρατήθηκε η υπόθεση και δικάσθηκε η από 31.10.2016 ένδικη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Κατά την ως άνω επαναληφθείσα ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της από 15.1.2018 έφεσης της αναιρεσείουσας, που είναι συνέχεια της προηγούμενης συζήτησης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και αμφότερες μαζί θεωρούνται ως μία (ενιαία) συζήτηση (ΑΠ 689/2022, ΑΠ 1628/2018, ΑΠ 869/ 2017), το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ενώ έπρεπε να έχει την ίδια σύνθεση, κατά μεν τη συζήτηση της υπόθεσης στις 10.5.2018, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/2018 μη οριστική απόφασή του και τα ταυτάριθμα με αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Δ.Κ.**, Εφέτη, κατά δε τη συζήτηση αυτής στις 28.3.2019, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/2020 τελεσίδικη απόφασή του και τα ταυτάριθμα με αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, συγκροτήθηκε από το Δικαστή Π.Κ.**, Εφέτη, χωρίς να αναφέρεται στην τελευταία απόφαση ή στα ταυτάριθμα με αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ο λόγος της μη συγκρότησής του με την ίδια σύνθεση και ειδικότερα της μη συγκρότησής του από τη Δικαστή Δ.Κ.**, Εφέτη, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Επομένως, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 2 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Σ.Λ.