Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 6/2025
Μονομελές Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 6/2025
Δικαστής: Θ. Κουτσουμπέλα, Εφέτης
Δικηγόροι: Β. Καπερνάρος, Δ. Σκύφτας
Ανάθεση της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων αποκλειστικά στη μητέρα, λόγω αδυναμίας από κοινού άσκησης εξαιτίας συνεχών αντεγκλήσεων μεταξύ των γονέων και διαφωνιών για το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν στο πρόσωπο των τέκνων τους. Κριτήρια για την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του «βέλτιστου συμφέροντος» του τέκνου. Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας. Η από κοινού άσκηση της επιμέλειας απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ των γονέων στις επιλογές και τη διαχείριση των ανηλίκων κατά τρόπο παραγωγικό. Κρίνεται εν προκειμένω ότι συντρέχει περίπτωση κακής άσκησης της προσωρινής επιμέλειας που είχε ανατεθεί στον πατέρα, ο οποίος υποκινεί τα τέκνα του να αναπτύξουν αρνητικά αισθήματα για τη μητέρα τους και, ως εκ τούτου, την απομόνωση και απομάκρυνση από εκείνη, καθώς και ότι η αποκατάσταση του ψυχικού δεσμού μητέρας-παιδιών είναι απαραίτητη και επιβεβλημένη για την ομαλή και ορθή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών αυτών. Η απομάκρυνσή τους από το περιβάλλον του πατέρα και η ένταξή τους στο περιβάλλον της μητέρας δεν θα επιφέρει αναστάτωση και δυσφορία σε αυτά, καθόσον, αμφότεροι οι γονείς τους, κατοικούν στην ίδια περιοχή και τα τέκνα δεν θα χρειαστεί να αλλάξουν σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον (Άρθρα 1510 § 1, 1511 §§ 1 και 3, 1512, 1513, 1514, 1519, 1532 ΑΚ).
(…) Επειδή στις διατάξεις των άρθρων 1510 § 1, 1511 § 1, 1513 § 1 εδ. α΄, 1514, 1518 § 1, 1519 και 1532 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 5, 7, 8, 11, 12 και 14 του πρόσφατου ν. 4800/ 21.05.2021 (ΦΕΚ Α΄ 81), τροποποιηθέντος και του άρθρου 1519, όπως είχε προστεθεί στον Αστικό Κώδικα με το άρθρο 139 του προγενέστερου ν. 4714/2020, και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: […] Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής - οικονομικής κατάστασής τους. Το κανονιστικό δε περιεχόμενο της έννοιας αυτής του συμφέροντος του παιδιού συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθώς επίσης και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού, δηλαδή κυρίως στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια και σταθερότητα, διανοητική πρόοδο, κοινωνική ένταξη και αποδοχή, υπευθυνότητα, κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του παιδιού. Επίσης, το παιδί εξελίσσεται και μαζί του εξελίσσονται οι ανάγκες του και αναπροσδιορίζεται το συμφέρον του. Η χρονική παράμετρος για τη συγκεκριμενοποίηση του συμφέροντος του παιδιού είναι σημαντική. Ιδανικά οι γονείς πρέπει να επιδιώκουν την προαγωγή εξίσου του βραχυπρόθεσμου, του μεσοπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού. Αυτό όμως δεν είναι πάντα εφικτό. Στις περιπτώσεις που η ταυτόχρονη αυτή επιδίωξη δεν μπορεί να επιτευχθεί στον βέλτιστο βαθμό, πρέπει στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση να επιχειρείται η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση του βραχυπρόθεσμου και του μεσοπρόθεσμου συμφέροντος. Ποιο είναι το μακροπρόθεσμο συμφέρον του παιδιού είναι συχνά αβέβαιο στον σύγχρονο συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Ενόψει της καταστάσεως αυτής η θυσία του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού χάριν του μακροπρόθεσμου συμφέροντος μπορεί τελικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να αποβεί αλυσιτελής, εκτός αν κατά την επιδίωξη αυτήν τα μειονεκτήματα από τη θυσία του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος αντισταθμίζονται από την κατά το δυνατό βέβαιη προαγωγή του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του παιδιού. Η κρίση πάντως αυτή δεν μπορεί να είναι γενική και πρέπει να εκφέρεται κατά τη συγκεκριμενοποίηση του συμφέροντος συγκεκριμένου εκάστοτε παιδιού και ενόψει της λήψης συγκεκριμένης απόφασης που το αφορά και απαιτεί στάθμιση του βραχυπρόθεσμου με το μακροπρόθεσμο συμφέρον. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων ως άνω διατάξεων συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας - επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006). Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον έναν από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου, που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Εξάλλου, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Τέλος, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1532 ΑΚ, οι περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του ανηλίκου που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το κοινωνικό συμφέρον γενικότερα είναι: α) η παράβαση των καθηκόντων των γονέων, β) η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματός τους, γ) η αδυναμία τους να ανταποκριθούν σ’ αυτό. Όμως, απόλυτος εννοιολογικός διαχωρισμός των ως άνω περιπτώσεων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας είναι ως επί το πλείστον ανέφικτος, αφού οι πιο πάνω περιπτώσεις αλληλοεπικαλύπτονται. Έτσι η κατάχρηση του γονικού λειτουργήματος αποτελεί ταυτοχρόνως και παράβαση των καθηκόντων του γονέα, που από αυτό (γονικό λειτούργημα) επιβάλλονται. Παράβαση των καθηκόντων των γονέων συνιστά η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών με μέτρο κρίσης το οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων. Καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος των γονέων συνιστά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου κατά τρόπο αντίθετο ή μη εναρμονιζόμενο στο σκοπό του, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται τα προσωπικά συμφέροντα του τέκνου. Η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με θετική ενέργεια, δηλαδή με πράξη ή με παράλειψη ασκήσεως των καθηκόντων τους. Όμως, η κρίση για το αν συντρέχει κατάχρηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας θα πρέπει να στηριχθεί όχι σε μεμονωμένες πράξεις ή παραλείψεις του υποχρέου - δικαιούχου, αλλά σε μια εκτίμηση της συνολικής συμπεριφοράς του έναντι του τέκνου, εκτός εάν μια μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη είναι τόσο βαριά, ώστε να αρκεί για να στηρίζει γενική (αρνητική) κρίση. Καταχρηστικά δε, κατά τα ανωτέρω, ασκείται η επιμέλεια τέκνου, αν ο έχων την επιμέλεια γονέας παραβαίνει τα καθήκοντά του εκ της επιμέλειας με κίνδυνο να επιφέρει ως συνέπεια βλάβη στην ψυχική ή σωματική ανάπτυξη του τέκνου (ΑΠ 537/2012). Τέλος, η άσκηση της γονικής μέριμνας από τον ένα γονέα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο άλλος γονέας αποτελεί μεν κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, που μπορεί να οδηγήσει στην αφαίρεση της άσκησης από τον παραβάτη γονέα, μόνο στην περίπτωση που το συμφέρον του τέκνου το επιβάλλει (ΑΠ 157/2022 ΝΟΜΟΣ).
[…]
Με την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων-εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η εν διαστάσει σύζυγός του είναι απολύτως ακατάλληλη για την άσκηση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων τους, καθόσον, λόγω του έκλυτου και ανήθικου βίου της, αυτή θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια και την ψυχική και σωματική υγεία των τέκνων τους και ότι τα τελευταία αρνούνται να έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη μητέρα τους, καθώς αισθάνονται φόβο και αποστροφή προς το πρόσωπό της. Επίσης, αναφέρει ότι ο ίδιος δύναται να προσφέρει στα τέκνα του ασυγκρίτως υψηλότερου επιπέδου ανατροφή και ψυχική σταθερότητα. Από την άλλη πλευρά, η εναγόμενη-ενάγουσα, με την (αντίθετη) αγωγή της, εκθέτει ότι το συμφέρον των τέκνων επιβάλλει να μείνουν μαζί της, λόγω της μικρής ηλικίας τους και επειδή έχει κριθεί από τα αρμόδια όργανα η καταλληλότητα τόσο της ιδίας όσο και του περιβάλλοντος, στο οποίο τα τέκνα αυτά μεγάλωναν, για την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγησή τους, σε αντίθεση με τον εν διαστάσει σύζυγό της, ο οποίος, λόγω της εργασίας του, απουσιάζει πολλές ώρες από το σπίτι, με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να περνούν τις περισσότερες ώρες με άτομα εκτός του οικογενειακού κύκλου. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αλλά και τη προσωπική επικοινωνία της Δικαστού του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 1511 § 3 ΑΚ σε συνδ. 612 ΚΠολΔ, με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, οι γνώμες των οποίων συνεκτιμώνται, δεν είναι όμως δεσμευτικές για το Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο να τις ακολουθήσει ή να αιτιολογήσει ειδικώς τη μη αποδοχή τους ούτε είναι υποχρέωση του Δικαστηρίου να παραθέσει τη γνώμη του τέκνου στην απόφαση που θα εκδοθεί προς αποφυγή περαιτέρω όξυνσης των τεταμένων σχέσεων των διαδίκων, προέκυψε ότι τα ανήλικα τέκνα βρίσκονται σε σύγχυση ως προς το πρόσωπο της μητέρας, λόγω της έντονης διαμάχης μεταξύ αυτής και του πατέρα τους, την οποία σαφώς και εισπράττουν. Επίσης, προέκυψε ότι τα ίδια τα παιδιά επιζητούν την επαφή με τη μητέρα τους, την οποία (επαφή), ωστόσο, αποφεύγουν λόγω φόβου, καθόσον βιώνουν την απόλυτη απόρριψη ως προς τη μητέρα τους εκ μέρους του πατέρα τους αλλά και της γιαγιάς από την πατρική γραμμή, τα οποία είναι τα δύο πρόσωπα πρωταρχικής φροντίδας, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν άμεσα τα συναισθήματά τους, τον αυθορμητισμό τους και την εν γένει συμπεριφορά τους απέναντι στη μητέρα τους, προκειμένου να διατηρηθεί το κλίμα που επιβάλλεται. Έτσι, όμως, δημιουργείται στα παιδιά έλλειμμα ψυχικό, καθώς λείπει από τη ζωή τους ο δεσμός που θα καθορίσει τον τρόπο που θα σχετισθούν με τον εαυτό τους, αλλά και με τους άλλους ανθρώπους και θα προσαρμοστούν στην πραγματικότητα της ζωής. Με βάση τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι διάδικοι είναι ικανοί και κατάλληλοι να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους ως γονείς και υπεραγαπούν τα τέκνα τους, πλην όμως χρειάζονται άμεσα βοήθεια από ειδικό ψυχικής υγείας προκειμένου να διαχειριστούν τον θυμό τους ο ένας προς τον άλλον και να μάθουν να μην μεταφέρουν τις διαπροσωπικές διαφορές τους στα τέκνα τους. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι αδυνατούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου τους, εξαιτίας των μεταξύ τους συνεχόμενων διαφωνιών και αντεγκλήσεων, όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω, οι οποίες (διαφωνίες) δεν εντοπίζονται απλώς σε επιμέρους ζητήματα, αλλά στο σύνολο των ζητημάτων που αφορούν το πρόσωπο των ανηλίκων τέκνων τους, για τα οποία, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 1512 ΑΚ, αδυνατούν να εξεύρουν κοινά αποδεκτές λύσεις. Κατόπιν τούτου και δεδομένου ότι παρίσταται επιτακτική η αποτροπή του κινδύνου διαρκούς προσφυγής των γονέων στο Δικαστήριο για την επίλυση των μεταξύ τους διαφωνιών σε ζητήματα συνδεόμενα με τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και αναγκών του ανηλίκου τέκνου τους, που ενίοτε θα αποβαίνει σε βάρος των συμφερόντων των ανηλίκων στις περιπτώσεις που οι υποθέσεις τους χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης και δεν επιδέχονται αναβολής και προς αποφυγή ματαίωσης της ικανοποίησής τους, κρίνεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το βέλτιστο συμφέρον των ανηλίκων τέκνων, στο οποίο και μόνο αποβλέπει το Δικαστήριο (άρθρο 1511 ΑΚ) και όχι στην ικανοποίηση των επιθυμιών των διαδίκων, επιβάλλει, κατά παρέκκλιση από την από κοινού και εξίσου άσκηση της επιμέλειας των τέκνων (άρθρο 1513 ΑΚ), να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου τους αποκλειστικά στην εκκαλούσα εναγομένη-ενάγουσα (άρθρο 1514 § 3 ΑΚ), η οποία, συνεπικουρούμενη, ιδίως, από τη μητέρα της, η οποία κατοικεί στην ίδια οικοδομή με αυτή, είναι σε θέση να προσφέρει στα τέκνα της ένα ήρεμο και ομαλό περιβάλλον, που θα συμβάλει θετικά στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, όπως άλλωστε έκανε τόσο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, οπότε ασκούσε την επιμέλεια των ως άνω τέκνων από κοινού με τον ενάγοντα-εναγόμενο, όσο και καθ’ ο χρόνο ασκούσε η ίδια την επιμέλεια των τέκνων εν τοις πράγμασι, ήτοι από 18.04.2016 έως 24.01.2017. Ο ισχυρισμός δε του εκκαλούντος ενάγοντος-εναγομένου, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, ότι η εν διαστάσει σύζυγός του διήγε ανήθικο βίο, δε φρόντιζε τα τέκνα τους και τα κακοποιούσε σεξουαλικά είναι απορριπτέος, καθώς, σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα, δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος κατ’ ουσία. Αντίθετα, η από κοινού άσκηση της επιμέλειας του τέκνου θα επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξή τους και διατήρηση περιβάλλοντος εντάσεων, εξαιτίας της άνω αποδειχθείσας διαρκούς διαφωνίας των γονέων τους και της μη σύγκλισης των απόψεών τους σε ζητήματα που αφορούν στο πρόσωπό τους, ενόψει του ότι η από κοινού άσκηση της επιμέλειας απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ των γονέων στις επιλογές και στη διαχείριση των ανηλίκων κατά τρόπο παραγωγικό, συνθήκη η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, αντιθέτως προβλέπεται να ενταθούν οι διενέξεις και τριβές μεταξύ των γονέων. Επιπρόσθετα, κρίνεται ότι η απομάκρυνση των παιδιών από το περιβάλλον του πατέρα και η ένταξή τους στο περιβάλλον της μητέρας δε θα επιφέρει αναστάτωση και δυσφορία στα ανήλικα τέκνα, καθόσον δεν θα χρειαστεί να αλλάξουν σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον, καθόσον αμφότεροι οι γονείς τους κατοικούν στη … Αττικής. Επίσης η εκκαλούσα εναγόμενη-ενάγουσα μητέρα είναι άτομο συγκροτημένο και ισορροπημένο, που προσπαθεί με υπομονή και καρτερικότητα να ανταπεξέλθει στις δυσμενείς συνέπειες του έγγαμου βίου της, χωρίς να πιέζει τα παιδιά της˙ το Δικαστήριο κρίνει ότι ο απαιτούμενος χρόνος της προσαρμογής στο περιβάλλον της μητέρας θα είναι επίπονος. Η αποκατάσταση του ψυχικού δεσμού μητέρας-παιδιών είναι απαραίτητη και επιβεβλημένη για την ομαλή και ορθή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών αυτών, ώστε κρίνεται προτιμότερο να υποστούν αυτά μία αλλαγή στη ζωή και την καθημερινότητά τους, παρά να αποξενωθούν πλήρως από τη μητρική στοργή και φροντίδα και να ζουν διαρκώς ένα συναισθηματικό κενό, συνεκτιμωμένου ότι η μητέρα απουσιάζει από τη ζωή τους τα τελευταία χρόνια και ο εκκαλών ενάγων-εναγόμενος δεν έχει επιδιώξει μέχρι σήμερα ούτε, όμως, και σκοπεύει να δημιουργήσει ένα κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, προκειμένου τα παιδιά να έλθουν σε επαφή με τη μητέρα τους. Ο πατέρας τρέφει και αυτός αισθήματα αγάπης για τα τέκνα του, τα οποία φροντίζει και αγαπά και τους παρέχει όλα τα αναγκαία μέσα για μια άνετη και ασφαλή διαβίωση. Ωστόσο, λόγω της πολύωρης επαγγελματικής του ενασχόλησης, έχει αναθέσει μεγάλο μέρος του λειτουργικού του καθήκοντος της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου των τέκνων του στη μητέρα του και γιαγιά των παιδιών, … Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι υποκινεί τα τέκνα του να αναπτύξουν αρνητικά αισθήματα γι’ αυτήν και, ως εκ τούτου, επί τω τέλει την απομόνωση και απομάκρυνση από τη μητέρα τους, το οποίο συνιστά κακή άσκηση της προσωρινής επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων του, ενώ είναι απαραίτητο τα παιδιά να μεγαλώνουν σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και σταθερότητας, με πρόσωπο αναφοράς και τους δύο γονείς τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε την από 16.3.2017 αγωγή του εκκαλούντος ενάγοντος-εναγομένου και δέχθηκε την από 4.10.2018 αγωγή της εφεσίβλητης ενάγουσας-εναγομένης μητέρας ως ουσιαστικά βάσιμη, ορθά έκρινε και δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως όλοι οι λόγοι της ένδικης εφέσεως και ο πρόσθετος λόγος έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η ένδικη έφεση στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη. Επίσης πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της σχέσης των διαδίκων ως συζύγων.
Χ.Κ.