Μονομελούς Εφετείου Αθηνών 4339/2024
Μονομελές Εφετείο Αθηνών
Αριθ. 4339/2024
Δικαστής: Π. Λεβενιώτης, Εφέτης
Δικηγόρος: εκκαλών αυτοπροσώπως – Α. Σαλπιγκτή
Κώδικας Περί Δικηγόρων. Αμοιβές. Διάκριση σύμβασης εργολαβικής αμοιβής από σύμβαση καταβολής πρόσθετης αμοιβής στο Δικηγόρο σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της υπόθεσης (success fee). Κρίση ότι δεν επήλθε επιτυχής έκβαση της διαφοράς, σε περίπτωση ακύρωσης ταμειακών βεβαιώσεων για τυπικούς και όχι για ουσιαστικούς λόγους, διότι μόνο στη δεύτερη περίπτωση θα απεκόμιζε ο εντολέας ουσιαστικό όφελος [Άρθρα 1, 2 § 2, 38, 39, 46, 49, 63, 91, 92, 94 & 170 ν.δ. 3026/1954 (Κώδικας Περί Δικηγόρων)].
[…] Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 2, 38, 39, 46, 49, 63, 91, 92, 94 και 170 του ν.δ. 3026/1954 «Κώδικας περί δικηγόρων» (που έχει εφαρμογή λόγω του κρίσιμου χρόνου στην παρούσα περίπτωση), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. ΑΚ, προκύπτει, ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε σχέση εξάρτησης, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ τους σχέση χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή και δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποία εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβή για κάθε εργασία δικαστική ή εξώδικη. Η αμοιβή του δικηγόρου για τις υπηρεσίες που πρόσφερε καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα του, ο οποίος οφείλει την αμοιβή, εφόσον έδωσε την εντολή επ’ ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν είναι διάδικος. Αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία, το ελάχιστο της αμοιβής ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. του ΚΔικ (ΑΠ 1309/ 2012). Κατά τη διάταξη του άρθρου 92 § 3 του ίδιου Κώδικα, επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, ως και συμφωνία περί αμοιβής δι' εκχωρήσεως ή μεταβιβάσεως μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας. Η τοιαύτη συμφωνία δεν δύναται να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης. Κατά δε τη διάταξη της § 5 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή, ούτε αυτός ούτε ο κατά τον αυτόν ή άλλου βαθμό συμπληρεξούσιος ή υποκατάστατος. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 201 ΑΚ συνάγεται: α) ότι η συμφωνία περί εργολαβίας δίκης είναι έγκυρη όταν περιέχει ρητώς, προς άρση κάθε αμφιβολίας, τον όρο ότι ο δικηγόρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας ή την ανατεθείσα εργασία μέχρι περατώσεως αυτής και ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα λάβει αμοιβή, β) ότι η αμοιβή του δικηγόρου, ο οποίος ανέλαβε εργολαβικά τη διεξαγωγή της δίκης ή τη διεκπεραίωση της εργασίας, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό 20% του αντικειμένου της δίκης, γ) ο χρόνος υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς είναι εκείνος της τελεσιδικίας ή ο τυχόν συμφωνηθείς μεταγενέστερος τοιούτος, από τον οποίο γεννάται η αξίωση αμοιβής του δικηγόρου, δ) ότι δεν τίθενται περιορισμοί ως προς το είδος της αμοιβής, η οποία μπορεί να τελεί «εξ οιασδήποτε αιρέσεως», σύμφωνα με την απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, παρά μόνο ως προς το ύψος αυτής (20%), ε) ότι η σχετική απαίτηση τελεί υπό την αναβλητική αίρεση και γεννιέται όταν διεξαχθεί επιτυχώς η δίκη ή επιλυθεί με συμβιβασμό η διαφορά ή περατωθεί η εργασία, στ) ότι μόνο η αμοιβή του δικηγόρου εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση της έκβασης της δίκης, όχι δε και η αξίωση για την καταβολή των εξόδων, η οποία, πλην από αντίθετη συμφωνία, είναι ανεξάρτητη από το άνω αποτέλεσμα, και ζ) ότι επί εργολαβίας της δίκης, ο δικηγόρος δικαιούται την αμοιβή του (20%) και επιπλέον τη δικαστηριακή δαπάνη, καθώς και τα άλλα έξοδα, που δαπάνησε εξ ιδίων για τη δίκη, εκτός αντίθετης συμφωνίας (ΑΠ 133/ 2018, ΑΠ 1309, 1310/2012). Ως επιτυχής έκβαση της δίκης, άρα και ως πλήρωση της αιρέσεως, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, νοείται το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ο εντολέας έχει τελεσίδικα δικαιωθεί από τις ενέργειες του εντολοδόχου δικηγόρου με ικανοποιητική δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς (ΑΠ 396/2017, ΑΠ 730/2015, ΑΠ 1778/2013). Η σχετική περί εργολαβίας δίκης συμφωνία δεν προϋποθέτει για το κύρος της την τήρηση έγγραφου τύπου, αφού η δικονομικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 95 § 2 εδ. α' του ΚΠΔ, με την οποία περιοριζόταν η απόδειξη της συμφωνίας αυτής μόνο με έγγραφα ή όρκο ή ομολογία, θεωρείται κατηργημένη από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 38 του ΕισΝΚΠολΔ και, συνεπώς, επί εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ δικηγόρου και εντολέα για την αμοιβή του πρώτου είναι εφαρμοστέα ως προς τα μέσα αποδείξεως, σύμφωνα με τα άρθρα 677 § 1 και 681 ΚΠολΔ, η διάταξη του άρθρου 671 § 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία η απόδειξη γίνεται και με μάρτυρες, καθώς και με ένορκες βεβαιώσεις τρίτων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου (ΟλΑΠ 40/1988). Εξάλλου, το εργολαβικό δίκης διακρίνεται σαφώς από τις συναφείς αλλά όχι ταυτόσημες συμβατικές διευθετήσεις της δικηγορικής αμοιβής, όπως η συμφωνία τύπου «Succes fee». Με τις εναλλακτικές διευθετήσεις αυτές προβλέπεται ορισμένη πρόσθετη αμοιβή για το δικηγόρο σε περίπτωση επιτυχούς περαίωσης της υπόθεσης ή έκβασης της δίκης, ως προσαύξημα της αρχικής συμβατικά καθορισμένης αμοιβής, π.χ. υπό την μορφή ορισμένου πρόσθετου ποσού κατ’ αποκοπήν ή ως ποσοστά επί του εισπραττόμενου ή τέλος ως αυξημένη χρονοχρέωση. Οι εν λόγω συμβατικές διευθετήσεις προσιδιάζουν προς το εργολαβικό δίκης κατά το σημείο ότι μέρος της αμοιβής τελεί και εν προκειμένω υπό την αίρεση της επιτυχούς περάτωσης της υπόθεσης, όμως διαφοροποιούνται κατά το γεγονός ότι η αίρεση καλύπτει μέρος μόνο της αμοιβής και ο δικηγόρος δεν παραιτείται του δικαιώματος να λάβει αμοιβή ανεξάρτητα από την έκβαση της υπόθεσης (Π. Γιαννόπουλος, Η Δικηγορική Αμοιβή, 2016, σ.184). Εξάλλου, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα της υπάρξεως κενού ή αμφιβολίας, σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς για την ερμηνευτική αποσαφήνιση του νοηματικού περιεχομένου της δικαιοπρακτικής δηλώσεως βουλήσεως ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΟλΑΠ 26/ 2004, ΑΠ 71/2016, 1134/ 2015, 756/2014). Οι διατάξεις των ως άνω άρθρων αποσκοπούν στην ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως και η μία από αυτές συμπληρώνει την άλλη. Η πρώτη εξαιρεί το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης βουλήσεως, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, η δε δεύτερη εξαιρεί το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα και κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως και από τον τρίτο. Ωστόσο, το δικαστήριο, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαμβάνοντας υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βουλήσεως, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, όταν είναι απλά επιχειρήματα, χωρίς να οδηγούν υποχρεωτικά στην παραδοχή της προβαλλόμενης ερμηνευτικής άποψης (ΑΠ 776/2013, ΕφΑθ 2323/2023, δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) … Ο δεύτερος εναγόμενος, υπό τη διττή ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης υπό εκκαθάριση ΕΠΕ και εγγυητή αυτής, κατήρτισε με τον ενάγοντα σύμβαση που χαρακτηρίζεται ως σύμβαση έμμισθης εντολής και όχι ως σύμβαση εργολαβίας δίκης γιατί δεν περιλαμβάνεται στη σύμβαση όρος περί μη λήψης αμοιβής του ενάγοντος σε περίπτωση μη επιτυχούς έκβασης των δικών που έχει αναλάβει να διεκπεραιώσει έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με αντικείμενο τον εν γένει δικαστικό και εξώδικο χειρισμό των υποθέσεων της πρώτης εναγομένης και δη την άσκηση ανακοπών, αιτήσεων αναστολής, αιτήσεων για χορήγηση προσωρινών διαταγών, τη συζήτησή τους σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης κατά των ταμειακών βεβαιώσεων και ατομικών ειδοποιήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, που εκδόθηκαν με βάση την εκχώρηση από την εκμισθώτρια της πρώτης εναγομένης ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…»,, στο Ελληνικό Δημόσιο των φερομένων ως οφειλομένων μισθωμάτων, των μισθωτικών ετών … για τη μίσθωση ακινήτου, που εκμισθώθηκε σε αυτήν με το από … μισθωτήριο. Η δε δικηγορική αμοιβή του, η οποία θα προκαταβαλλόταν πριν από την εκτέλεση των εκάστοτε παρακάτω αναφερόμενων ενεργειών, συμφωνήθηκε ως εξής στο ποσό των: [α] … Ευρώ πλέον ΦΠΑ για τη σύνταξη ανακοπών – αιτήσεων αναστολής κατά των σχετικών πράξεων ταμειακής βεβαίωσης και ατομικών ειδοποιήσεων, [β] … Ευρώ πλέον ΦΠΑ νια κάθε παράσταση - μετάβαση του ενάγοντος στη Σύρο ή εκτός Αθηνών για τον οποιονδήποτε λόγο αφορώντα την παρούσα υπόθεση, [γ] … Ευρώ πλέον ΦΠΑ για τη σύνταξη εφέσεων και … Ευρώ πλέον ΦΠΑ για τη σύνταξη προτάσεων επί των εφέσεων του εντολέα και … Ευρώ πλέον ΦΠΑ για τη σύνταξη προτάσεων επί των τυχόν ασκηθησόμενων εφέσεων από το Δημόσιο και αν καταστεί αναγκαία η μετάβαση του ενάγοντος στην Σύρο για τη συζήτηση των ανωτέρω εφέσεων, τότε η αμοιβή του θα προσαυξάνεται κατά … Ευρώ πλέον ΦΠΑ , [δ] … Ευρώ πλέον ΦΠΑ για τη σύνταξη και συζήτηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου και Εφετείου, [ε] … Ευρώ πλέον ΦΠΑ για τη σύνταξη αναίρεσης και Ευρώ πλέον ΦΠΑ .. για παράσταση και προτάσεις ή σημείωμα στον Άρειο Πάγο και σε περίπτωση που ασκηθεί αναίρεση από το Δημόσιο, τότε η αμοιβή του ενάγοντος για παράσταση και προτάσεις ή σημείωμα στον Άρειο Πάγο συμφωνείται στο ποσό των … Ευρώ πλέον ΦΠΑ …, [στ] … Ευρώ πλέον ΦΠΑ … για κάθε αναβολή της υπόθεσης, υπό τον όρο ότι ο ενάγων θα μετακινηθεί στη Σύρα και … Ευρώ πλέον ΦΠΑ …. σε κάθε άλλη περίπτωση και [ζ] … Ευρώ πλέον ΦΠΑ … για τη σύνταξη και συζήτηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου. Η εν λόγω εντολή ρητά συμφωνήθηκε ανέκκλητη, ως αφορώσα και το συμφέρον του ίδιου του ενάγοντος ως εντολοδόχου, σε περίπτωση όμως ανάκλησής της τότε οι εναγόμενοι θα όφειλαν τις συμφωνηθείσες με το συμφωνητικό αυτό αμοιβές. Περαιτέρω, με το από …. ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο παρέπεμπε στο από … συμφωνητικό ως προς τις υποθέσεις τις οποίες αναλάμβανε να χειριστεί ο ενάγων, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση αμετάκλητης ολικής ευδοκίμησης των ανακοπών ακύρωσης ταμειακών βεβαιώσεων ή/ και ατομικών ειδοποιήσεων από το δικαστήριο ή επίτευξης παρόμοιου δικαστικού ή εξώδικου συμβιβασμού ο ενάγων δικαιούται επιπλέον αμοιβής ανερχόμενης σε ποσοστό 8% επί του εκχωρηθέντος μισθώματος, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 293.470 Ευρώ για το έτος 2011 και στο ποσό των 293.470 Ευρώ για το έτος 2012, πλέον ΦΠΑ 23%. Ενώ, σε περίπτωση μερικής ευδοκίμησης των ανακοπών, ή επίτευξης παρόμοιου δικαστικού ή εξώδικου συμβιβασμού στις ως άνω υποθέσεις, τότε η πιο πάνω ποσοστιαία αμοιβή του ενάγοντος θα υπολογίζεται επί της διαφοράς μεταξύ των αρχικώς οφειλομένων ποσών και των τελικά από το Δικαστήριο προσδιορισθησόμενων ή εξώδικα συμφωνηθησόμενων ως οφειλόμενων ποσών, χωρίς τους τόκους και τις τυχόν άλλες επιβαρύνσεις εκ μέρους του Δημοσίου. Ακολούθως, με βάση τα ως άνω συμφωνητικά ο ενάγων συνέταξε και υπέγραψε για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, τις από ..-..-…. ανακοπές κατά του Ελληνικού Δημοσίου με αίτημα την ακύρωση των υπ' αριθ. …/..-..-…. και ../… ατομικών ειδοποιήσεων, καθώς επίσης και των με υπ’ αριθ. …/..-..-…. και …/..-..-…. ταμειακών βεβαιώσεων του Προϊσταμένου της ΔΟΥ …., οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../..-..-….και …/..-..-…. αντίστοιχα. Κατόπιν διαδοχικών αναβολών κατά τη δικάσιμο της ..ης-..-…., στην οποία ο ενάγων παραστάθηκε και εκπροσώπησε την ανακόπτουσα, και ήδη πρώτη εναγόμενη, καταθέτοντας σχετικές προτάσεις, συνεκφωνήθηκαν και συζητήθηκαν τα προαναφερόμενα ένδικα βοηθήματα. Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/…. απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία, αφού συνεκδίκασε τις ανωτέρω υποθέσεις, έκανε δεκτές τις ένδικες ανακοπές και ακύρωσε τις υπ’ αριθμ. …/..-..-…. και …./..-..-… ταμειακές βεβαιώσεις χρεών της ΔΟΥ … καθώς και τις υπ' αριθ. …/..-..-…. και ../..-..-…. ατομικές ειδοποιήσεις χρεών, με την αιτιολογία ότι τόσο στις ανωτέρω ατομικές ειδοποιήσεις χρεών όσο και στις ταμειακές βεβαιώσεις χρεών της ΔΟΥ Μυκόνου υπάρχει ατελής και αόριστος καθορισμός της απαίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον αναγράφεται η ελλιπής σημείωση ότι πρόκειται για εκχώρηση μισθωμάτων, χωρίς ωστόσο να εκτίθεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ιδίως δε δεν διευκρινίζονται οι επιμέρους μήνες και το οικονομικό μισθωτικό έτος στο οποίο αντιστοιχούν τα εκχωρηθέντα μισθώματα, δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη από την παραπάνω οικονομική εφορία, ώστε να προβεί στη βεβαίωση της σχετικής οφειλής, όπως επίσης παραλείπεται η συγκεκριμενοποίηση της οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους, ήτοι η ευδοκίμηση των ανακοπών και η ακύρωση των ως άνω ταμειακών βεβαιώσεων χρεών της ΔΟΥ Μυκόνου σε βάρος της ανακόπτουσας και ήδη εναγομένης και εφεσίβλητης της παρούσας δίκης έγινε για τυπικούς και όχι ουσιαστικούς λόγους, που να ανάγονται στην ύπαρξη ή όχι των επιδίκων οφειλών . Κατά της ανωτέρω απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από ..-..-…. και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ../..-..-…. έφεσή του ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου, συζητηθείσα κατά τη δικάσιμο της ..ης-..-…., στην οποία παραστάθηκε νομότυπα ο ενάγων με δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ προκαταθέτοντας σχετικές προτάσεις. Στη συνέχεια, το Μονομελές Εφετείο Αιγαίου με την υπ’ αριθ. ../…. απόφασή του δέχτηκε τυπικά την ανωτέρω έφεση, απορρίπτοντας αυτήν κατ’ ουσίαν και επιβάλλοντας σε βάρος του Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη πρωτοβάθμια απόφαση, ενώ παρήλθε άπρακτη η προθεσμία άσκησης αναίρεσης από το Ελληνικό Δημόσιο, κατόπιν επίδοσης της ως άνω απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου, που έλαβε χώρα με σχετική εντολή του ενάγοντος. Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο σε εκτέλεση της ανωτέρω αμετάκλητης απόφασης προέβη αφενός μεν στη διαγραφή των υπ' αριθμ. …./….και …./…. ταμειακών βεβαιώσεων, αφετέρου δε στην επανάληψη της διαδικασίας με την εκ νέου ταμειακή βεβαίωση των ως άνω ποσών εις βάρος της πρώτης των εναγομένων για την ίδια αιτία (βλ. ιδίως το υπ' αριθ. πρωτ. …../..-..-…. έγγραφο της ΑΑΔΕ με θέμα «ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΑΣΙΑΣ» σε συνδυασμό με την καρτέλα στοιχείων οφειλών εκτός ρύθμισης της πρώτης εναγόμενης από το «taxisnet»)…. Με βάση τα ανωτέρω, ως προελέχθη, οι διάδικοι συμφώνησαν με το από ..-..-…. συμφωνητικό ότι «σε περίπτωση αμετάκλητης ολικής ευδοκίμησης των ανακοπών ακύρωσης ταμειακών βεβαιώσεων ή/και ατομικών ειδοποιήσεων από το δικαστήριο ή επίτευξης παρόμοιου δικαστικού ή εξώδικου συμβιβασμού ο ενάγων δικαιούται επιπλέον αμοιβής ανερχόμενης σε ποσοστό 8% επί του εκχωρηθέντος μισθώματος, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 293.470 Ευρώ για το έτος 2011 και στο ποσό των 293.470 Ευρώ για το έτος 2012, πλέον ΦΠΑ 23%.». Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου με τη συγκεκριμένη διατύπωση και το περιεχόμενο του επίμαχου και ουσιώδους για την έκβαση της δίκης όρου περί απόληψης της δικηγορικής αμοιβής επί αμετάκλητης ολικής ευδοκίμησης των ένδικων ανακοπών, είναι σαφές ότι η επιπλέον αμοιβή του ενάγοντος συμφωνήθηκε μόνο για την περίπτωση που ακυρώνονταν αμετάκλητα επί της ουσίας οι ένδικες ταμειακές βεβαιώσεις χρεών ή/και ατομικών ειδοποιήσεων της ΔΟΥ …, πράγμα που ήταν και ο αληθινός σκοπός της άσκησης των αναφερομένων ενδίκων βοηθημάτων των ανακοπών, αφού μόνο στην περίπτωση αυτή οι ανακόπτοντες θα αποκόμιζαν ουσιαστικό όφελος και θα θεμελιωνόταν το έννομο συμφέρον τους για την διεξαγωγή των εν λόγω δικών , οπότε θα κρινόταν ότι οι εντολείς εναγόμενοι και εφεσίβλητοι έχουν τελεσίδικα δικαιωθεί από τις ενέργειες του ενάγοντος και εκκαλούντος δικηγόρου με ικανοποιητική δικαστική ή εξώδικη επίλυση της διαφοράς, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι με την ευδοκίμηση των ασκηθέντων από αυτόν ανακοπών επιτεύχθηκε η εξάλειψη των βαρών που είχαν επιβληθεί σε βάρος της ατομικής περιουσίας του δευτέρου των εναγομένων και εφεσίβλητων, πλην όμως ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκόμισε για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό αυτό, αλλά αντιθέτως από το δεύτερο εναγόμενο και εφεσίβλητο προσκομίζονται τα σχετικά από ..-...-…. και από ..-..-…. αντίγραφα των κτηματολογικών φύλλων του κτηματολογικού γραφείου…, από τα οποία προκύπτει πλήθος κατασχέσεων και εγγεγραμμένων προσημειώσεων υποθήκης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του δευτέρου των εφεσίβλητων που επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Ν.Γ.Ν.