ΑΠ 1252/2024
Άρειος Πάγος (Ε΄ Τμήμα)
Αριθ. 1252/2024
Πρόεδρος: Μ. Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Ε. Γιακουμάτου, Αρεοπαγίτης
Εισαγγελέας: Δ. Μητρουλιάς, Αντεισαγγελέας
Δικηγόροι: Σ. Παναγιωτάκης, Μ. Βραχά
Απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης, εκπρόθεσμο έφεσης, λόγος ανωτέρας βίας, αρνητική υπέρβαση εξουσίας: Απόρριψη έφεσης ως εκπρόθεσμης, με την αιτιολογία ότι δεν συνιστούσε γεγονός ανωτέρας βίας η αδυναμία του εκκαλούντος να λάβει αντίγραφα από τη δικογραφία και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, επειδή για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης, λόγω του καθολικού μεταβιβαστικού της αποτελέσματος, αρκούσε η επίδοση αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης, που περιείχε τον αριθμό της, την πράξη για την οποία καταδικάστηκε και τη διάταξη που την προβλέπει, καθώς και την ποινή που του επιβλήθηκε. Ωστόσο, τα περιστατικά αυτά που επικαλέστηκε ο εκκαλών (αδυναμία πρόσβασης στη δικογραφία χωρίς υπαιτιότητά του), συνιστούσαν πράγματι γεγονός ανωτέρας βίας, με την παραπάνω έννοια, ανεξαρτήτως αν η έφεση έχει πράγματι καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, αφού εναπόκειται στον εκκαλούντα ο τρόπος διαμόρφωσης των λόγων της έφεσής του και για την άσκησή της απαιτείται να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, η οποία υποχρεωτικά πρέπει να παραμένει στο οικείο δικαστικό γραφείο. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω παράνομης απόρριψης της έφεσης ως απαράδεκτης και αρνητικής υπέρβασης εξουσίας (Άρθρα 474 § 4, 476, 510 § 1 στοιχ. Η΄ και Θ΄ ΚΠΔ).
Η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, έχει ασκηθεί νομότυπα, με την επίδοση του δικογράφου της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 474 § 2Α ΚΠΔ) και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 §§ 2 και 3 εδ. α ΚΠΔ βιβλίο, σύμφωνα με τα άρθρα 462, 464, 473 §§ 2 και 3, 504 § 1 και 505 § 1 ΚΠΔ) και περιέχει ως λόγους αναίρεσης, την από το άρθρο 510 § 1 στοιχ.Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 § 1 εδ. α' και δ' ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο, την από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ παράνομη απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης και την από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Θ' ΚΠΔ αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.
Κατά την § 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε, κατά δε την § 2 του ίδιου άρθρου κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Περαιτέρω από τη γενική αρχή του δικαίου (ΑΚ 255), κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως αυτού αν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. Ανωτέρα βία είναι κάθε απρόβλεπτο γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας συνέσεως και επιμελείας, ενώ ανυπέρβλητο κώλυμα είναι το γεγονός εκείνο το οποίο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο (ΑΠ 1122/2021, ΑΠ 956/2021, ΑΠ 837/ 2020). Στην περίπτωση αυτή, για να υποχρεούται το εφετείο να ερευνήσει τη βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου και να αιτιολογήσει την απορριπτική κρίση του, ώστε η απόφασή του να μην υπόκειται σε αναίρεση για το λόγο του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, ο εκκαλών οφείλει να προβάλλει ότι η εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας ή σε άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα, τα οποία του ήταν γνωστά όταν άσκησε την έφεση και κατά το άρθρο 474 § 4 ΚΠΔ στη δήλωση ασκήσεώς της να διαλάβει, με τρόπο σαφή και ορισμένο, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον προβαλλόμενο λόγο και δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως, καθώς και τα μέσα αποδείξεως των περιστατικών αυτών. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ειδικότερα της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτα (ΑΠ 956/2021).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 321 § 6 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο οι δικογραφίες και τα πειστήρια πρέπει να παραμένουν κατά τις εργάσιμες ώρες στο οικείο δικαστικό γραφείο και των άρθρων 6 § 1 ως και 6 § 3 περ. β ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη ως και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει στην διάθεση του τον χρόνο και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασία της υπερασπίσεως του, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία και λήψης αντιγράφων, με δαπάνες του, καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Για την ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι αναγκαία αλλά και αρκεί να χορηγείται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να το ασκήσει (ΑΠ 210/2019). Η δυνατότητα αυτή και η εξ αυτής ικανοποίηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου δεν εξαντλείται με την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, αλλά διατηρείται και μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να έχει πρόσβαση ο κατηγορούμενος, που καταδικάστηκε είτε ήταν παρών στο πρωτόδικο δικαστήριο, είτε ήταν απών, να ασκήσει αποτελεσματικά το τυχόν δικαίωμα ενδίκου μέσου κατ'αυτής. Είναι, δε, αδιάφορο το γεγονός ότι η έφεση κατ' άρθρο 502 § 2 ΚΠΔ, έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή προβάλλει συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους λόγους, αφού δεν μπορεί να αποκλεισθεί στον εκκαλούντα που εκκαλεί την απόφαση στο σύνολό της, προβάλλοντας λόγο περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, να αναλύσει το αποδεικτικό υλικό με ειδική αναφορά στα στοιχεία που θεμελιώνουν τον ως άνω λόγο, αν κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό υποστηρίζει αποτελεσματικότερα την έφεσή του.
Έτσι, εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός ανωτέρας βίας που δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από τον εκκαλούντα και με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως, συνιστά και η μη παραμονή της δικογραφίας στο οικείο δικαστικό γραφείο κατά τις εργάσιμες ώρες, ώστε να έχει πρόσβαση σε αυτήν ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, ως εκκαλών, προκειμένου να ασκήσει αποτελεσματικά το τυχόν δικαίωμα ενδίκου μέσου (εφέσεως) κατά της καταδικαστικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί της εφέσεως του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της ερήμην αυτού εκδοθείσας αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, με την οποία εκείνος είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για λαθρεμπορία κατ' εξακολούθηση και αποσκοπούσε να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση από των υπ’ αυτού εισπραχθέντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα εμπορεύματα (υγραέριο κίνησης, αφού ερεύνησε τον προβληθέντα ισχυρισμό του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ότι δηλαδή η έφεσή του ήταν εμπρόθεσμη, επειδή από γεγονός ανωτέρας βίας, συνιστάμενο στην αδυναμία πρόσβασής του στη δικογραφία, λόγω μη παραμονής της τελευταίας στο οικείο δικαστικό γραφείο, εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, αναφέροντας και τα αποδεικτικά του γεγονότος ανωτέρας βίας έγγραφα, απέρριψε, στη συνέχεια, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, την έφεση, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της.
Πλην όμως, από τις παραδοχές του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι συνέτρεχε πράγματι λόγος ανωτέρας βίας που εμπόδιζε τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο να ασκήσει εμπροθέσμως την έφεσή του κατά της καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε ερήμην του, και τον λόγο αυτόν ανωτέρας βίας επικαλέστηκε στην έφεσή του, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησής της. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και του δικογράφου της παραπάνω έφεσης του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, την οποία άσκησε για λογαριασμό του δικηγόρος Λάρισας, που είχε εξουσιοδοτηθεί ειδικώς προς τούτο με την προσαρτημένη στην ως άνω έφεση εξουσιοδότηση κατά της ως άνω καταδικαστικής απόφασης, που του επιδόθηκε εγκύρως σε απόσπασμα, ο ήδη αναιρεσείων και τότε εκκαλών, για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της άσκησης της εν λόγω έφεσής του, επικαλέστηκε ότι η κατά το χρόνο εκείνο εκπρόθεσμη άσκησή της οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, άσχετο προς το πρόσωπό του. Εξέθεσε δηλαδή με τρόπο σαφή και ορισμένο τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (αδυναμία πρόσβασης στη σχετική δικογραφία, λόγω μη παραμονής της στο οικείο δικαστικό γραφείο) εκ των οποίων εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, την προσπάθειά του με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, διά της δικηγόρου του, να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφία, ώστε να ασκήσει αποτελεσματικώς και εμπροθέσμως την έφεσή του, αρχικώς μεν στις 23.01.2024, με τηλεφωνική επικοινωνία της γραμματέως, κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του, με τη δικαστή της έδρας, ακολούθως δε με την υποβολή αίτησης στον Πρόεδρο Υπηρεσίας για χορήγηση αντιγράφων της δικογραφίας, ο οποίος πράγματι αυθημερόν, χορήγησε σημείωμα για τη λήψη αντιγράφων εκ της δικογραφίας, το οποίο ωστόσο δεν μπορούσε να εκτελεσθεί, αφού η δικογραφία δεν είχε επιστραφεί από την δικαστή της έδρας στο οικείο δικαστικό γραφείο, στο οποίο επεστράφη μόλις στις 30.01.2024, οπότε ο εκκαλών, χωρίς υπαιτιότητά του, έλαβε γνώση της δικογραφίας μία ημέρα μετά τη λήξη, στις 29.01. 2024, της προθεσμίας έφεσης και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε αμέσως την επομένη, ήτοι στις 31.01.2024. Μνημονεύει δε περαιτέρω και τα αποδεικτικά μέσα, που αποδεικνύουν τα πραγματικά αυτά περιστατικά, ενώ εξετάστηκε σχετικώς στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, και η μάρτυρας δικηγόρος του.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ωστόσο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά τα προαναφερόμενα, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την έφεση, με την αιτιολογία ότι δεν συνιστούσε γεγονός ανωτέρας βίας η αδυναμία του εκκαλούντος να λάβει αντίγραφα από τη δικογραφία και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, επειδή για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης, λόγω του καθολικού μεταβιβαστικού της αποτελέσματος, αρκούσε η επίδοση αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης, που περιείχε τον αριθμό της, την πράξη για την οποία καταδικάστηκε και τη διάταξη που την προβλέπει, καθώς και την ποινή που του επιβλήθηκε. Έτσι, όμως, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ (παράνομη απόρριψη της έφεσης, ως εκπρόθεσμης), ενώ συγχρόνως υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, 510 § 1 στοιχ. Θ΄, αρνούμενο να θεωρήσει εμπρόθεσμη την έφεση και να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αφού τα ως άνω περιστατικά που επικαλέστηκε ο εκκαλών (αδυναμία πρόσβασης στη δικογραφία χωρίς υπαιτιότητά του), συνιστούσαν πράγματι γεγονός ανωτέρας βίας, με την παραπάνω έννοια, ανεξαρτήτως αν η έφεση έχει πράγματι καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, αφού εναπόκειται στον εκκαλούντα ο τρόπος διαμόρφωσης των λόγων της έφεσής του και για την άσκησή της απαιτείται να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, η οποία υποχρεωτικά πρέπει να παραμένει στο οικείο δικαστικό γραφείο.
Κατ' ακολουθίαν, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' και Θ' ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται ότι το Εφετείο απέρριψε παράνομα την έφεση ως απαράδεκτη και ότι, με το να απορρίψει την έφεσή του ως απαράδεκτη, ενώ ήταν εμπρόθεσμη, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και πρέπει, χωρίς έρευνα των λοιπών λόγων, η οποία παρέλκει, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ).