ΑΠ 959/2024

73
2025
02

 

Άρειος Πάγος (ΣΤ΄ Τμήμα)

Αριθ. 959/2024

 

Πρόεδρος: Ε. Κατσούλη, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Λ. Χατζησταύρου, Αρεοπαγίτης 

Εισαγγελέας: Μ. Γκανέ, Αντεισαγγελέας

Δικηγόρος: Δ. Ρήγας

 

Συκοφαντική δυσφήμηση. Η διάταξη του άρθρ. 363 § 1 εδ. 2 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αναφορικά με τα πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του τρίτου, αφορά και τους δικηγόρους, οι οποίοι, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών των διαδίκων  που αφορούν είτε τις υποθέσεις που χειρίζονται οι ίδιοι, είτε άλλες υποθέσεις που παρακολουθούν στο ακροατήριο του δικαστηρίου αναμένοντας την εκδίκαση των υποθέσεων που παρίστανται οι ίδιοι. Αναιρεί απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (για τα πλημμελήματα).

 

(…) Από τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του ΠΚ, με την οποία ορίζεται ότι: «Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου», προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, είναι δε επιεικέστερος ο νόμος που - στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα - οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται όχι μόνο αυτός που προσδιορίζει το είδος και το ύψος της ποινής, αλλά και κάθε διάταξη, που μπορεί να επηρεάσει την τύχη του κατηγορουμένου. Προδήλως, είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος του χρόνου τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελευταίο του ΚΠΔ (όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 156 του ν. 4855/2021), προκύπτει ότι, στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 2 του ΠΚ, τον νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας (ΟλΑΠ 3/1995, ΑΠ 1350/2022, ΑΠ 436/ 2020, ΑΠ 258/2020). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 εδ. α΄ και 363 εδ. α΄ του ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν τον ν. 5090/2024, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Όπως δε γινόταν δεκτό από τη νομολογία, ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορούσε να γίνει και με κατάθεση δικογράφου ή με επίδοση εξωδίκου μέσω δικαστικού επιμελητή, οπότε γνώση των ισχυρισμών, που περιέχονταν σ’ αυτό, λάμβαναν οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι υπάλληλοι της γραμματείας, ο δικαστικός επιμελητής και γενικά όλα τα πρόσωπα, τα οποία, από καθήκον, λάμβαναν γνώση του περιεχομένου του. Δηλαδή, στην έννοια του τρίτου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβανόταν οποιοδήποτε, πλην του δυσφημούμενου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αρκεί το γεγονός να ήταν επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδιδόταν (ΟλΑΠ 3/2021, ΑΠ 174/2023, ΑΠ 1489/2022). Ήδη, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 § 1 του ν. 5090/2024, από 1.5.2024 το άρθρο 363 του ΠΚ τροποποιήθηκε ως ακολούθως: «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Με τη νέα αυτή διάταξη, πέραν της κατάργησης της απλής δυσφήμησης, ορίζεται για τη συκοφαντική δυσφήμηση ότι, από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης, εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμ­πράττει στη διαδικασία της καταχώρισης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι, που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων ενόψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 5090/2024). Η ως άνω ρύθμιση, που αποδεσμεύει την έκφραση των απόψεων και ισχυρισμών των διάδικων μερών, ενόψει δίκης ή κατά τη διάρκεια της δίκης, γραπτώς ή προφορικώς, από το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ασφαλώς έχει εφαρμογή και στους δικηγόρους, οι οποίοι, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, λαμβάνουν γνώ­ση των ισχυρισμών των διαδίκων, που αφορούν είτε τις υποθέσεις, που χειρίζονται οι ίδιοι, είτε άλλες υποθέσεις, που παρακολουθούν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, αναμένοντας την εκδίκαση των υποθέσεων, στις οποίες παρίστανται οι ίδιοι. Όπως δε ορίζεται στον Δικηγορικό Κώδικα (ν. 4194/2013), « Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου» (άρθρ. 1 § 1), «Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της» (άρθρ. 2), επιπλέον δε, κατά το άρθρο 38 του ίδιου Κώδικα, «Ο δικηγόρος οφείλει να τηρεί αυστηρά εχεμύθεια για όσα του εμπιστεύεται ο εντολέας του κατά την ανάθεση και εκτέλεση της εντολής ή πληροφορείται κατά τη διάρκεια του χειρισμού της» (…) Αναιρεί την υπ’ αριθ. …, …/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά.