ΣτΕ 461/2024

73
2025
02

 

Συμβούλιο Επικρατείας 

(Γ΄ Τμήμα, 7μελής)

Αριθ. 461/2024

 

Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος

Εισηγήτρια: Ε. Γεωργούτσου, Σύμβουλος

Δικηγόροι: Β. Παπαδημητρίου, Γ. Σιούτη, Β. Ζυγούρη, Π. Μίληση, ΝΣΚ

 

Εισπρακτικές εταιρείες δικηγόρων. Οχλήσεις σε οφειλέτες. Στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται και η διαμεσολάβησή του για την αναζήτηση συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Αν, όμως, ο δικηγόρος επιδείξει συμπεριφορά μη συμβατή με τη δεοντολογία του δικηγορικού λειτουργήματος, τότε στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς. Τέτοια συμπεριφορά μπορεί να αποτελέσει και η προφορική επικοινωνία του δικηγόρου απ’ ευθείας με τον οφειλέτη του εντολέα του, η οποία επαναλαμβάνεται με συστηματικό τρόπο χωρίς περαιτέρω έγγραφη όχληση και εφ’ όσον δεν προκύπτει σαφώς ότι και τα δύο μέρη επιθυμούν την προφορική επικοινωνία με σκοπό την επίτευξη εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Οι υποχρεώσεις αυτές δεσμεύουν και τη δικηγορική εταιρεία και τα μέλη της. Όταν, στο πλαίσιο χειρισμού συγκεκριμένης υπόθεσης, τελείται πειθαρχικό παράπτωμα από τον δικηγόρο (εταίρο διαχειριστή ή μη, ή εξωτερικό συνεργάτη της δικηγορικής εταιρείας), υπέχει πειθαρχική ευθύνη ο ίδιος ο χειριστής της υπόθεσης, εν όψει της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα της πειθαρχικής ευθύνης, ακόμη και όταν για την τέλεση του παραπτώματος διενεργούνται διαδικαστικές πράξεις από τους βοηθούς αυτού-μη δικηγόρους (Άρθρα 1, 5, 36, 37, 41, 56, 140, 141, 147, 148, 152, 153 και 156 ΚΔικ, 1, 5, 7, 38 – 40 ΚΔεοντΔικ, 14 §§ 2, 3 και 4 ΚΔιοικΔ).

Πειθαρχική ευθύνη συνεργάτιδας δικηγόρου και όχι του διαχειριστή της δικηγορικής εταιρείας. Η πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου είναι προσωπική. Επαρκώς θεμελιώνεται η πειθαρχική ευθύνη της δικηγόρου-εξωτερικής συνεργάτιδας της δικηγορικής εταιρείας, όταν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος. Αντιθέτως, δεν καθίσταται σαφής η πραγματική βάση της πειθαρχικής κρίσης αναφορικά με την εμπλοκή του διαχειριστή της δικηγορικής εταιρείας, διότι τα ίδια αυτά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν σαφώς πειθαρχικά ελεγκτέα συμπεριφορά του. Ούτε στη σύμβαση, που η δικηγορική εταιρεία είχε υπογράψει με την Τράπεζα, περιγράφονται πειθαρχικά κολάσιμες ενέργειες (όπως, ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης για εξώδικη επίλυση των διαφορών δι’ επανειλημμένων τηλεφωνικών κλήσεων προς τον οφειλέτη της και άσκηση σε αυτόν ψυχολογικής πίεσης), ούτε προκύπτουν στοιχεία που αφορούν τη λειτουργία της δικηγορικής εταιρείας κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δικηγορικό λειτούργημα. Και ναι μεν η δικηγορική εταιρεία αποτελεί οπωσδήποτε τον εντολοδόχο κάθε εντολής για παροχή νομικής υπηρεσίας, όμως, κάθε δικηγόρος, είτε διαχειριστής είτε εταίρος είτε συνεργάτης αυτής, διαθέτει ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης που αναλαμβάνει, η δε ανάθεση διεξαγωγής συγκεκριμένης υπόθεσης σε αυτόν δεν μπορεί να οδηγήσει στην κατά τεκμήριο στοιχειοθέτηση πειθαρχικής ευθύνης του διαχειριστή της εταιρείας [Μειοψηφία].

 

(…) 5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με τα από 9.3.2016 και 5.4.2016 έγγραφα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή διαβιβάσθηκαν στον ΔΣΑ, αντιστοίχως, οι από 23.2. 2016 και 4.3.2016 αναφορές του Α.Κ.**, κατά του οποίου η Τράπεζα Χ φέρεται να έχει απαιτήσεις από πιστωτική κάρτα εκδοθείσα από την πρώην Τράπεζα Ψ. Με την πρώτη αναφορά, ο εγκαλών ανέφερε ότι «Τ[ο] χρονικό διάστημα από 1.1. 2016 έως και σήμερα και διάφορες μέρες και ώρες καλούμαι στο κινητό 69…. από διάφορα άγνωστα σε μένα άτομα τα οποία παραβιάζοντας το απόρρητο των επικοινωνιών, τον νόμο 2472/1997, τον νόμο 2251/1994 και έχοντας παράνομη ή πλαστογραφημένη εντολή ενόχλησης από πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό ενεργούντες με βία, απάτη ή απειλή να συναινέσω σε απολύτως άδικες παράνομες αθέμιτες και κακόβουλες κλήσεις τους, στην διαβεβαίωση ότι θα καταβάλω συγκεκριμένα χρήματα προς παράνομο εγκληματικό τοκογλυφικό όφελος των εντολέων τους σχετικά με δανειακές συμβάσεις. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΕΧΩ ΛΑΒΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΙ­ΚΟΣΙ ΚΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ Α... Δικηγορικό Γραφείο ... και η φερόμενη εντολέας αυτής ονόματι Β, φερόμενη ότι ενεργούσε προς το συμφέρον της Χ Τράπεζας με καλεί και μου έχει αφήσει φωνητικά μηνύματα στο κινητό να τους καλέσω εγώ όταν δεν τους απαντώ. Στις 1.2.2016 εκλήθηκα στις 16.16 μμ από την Β στο κινητό ….από το κινητό 69… και στις 3.2.2016 ώρα 15.00 μμ από το τηλέφωνο 210... και στις 2.2.2016 ώρα 12.24 μμ στο ίδιο ανωτέρω κινητό από το τηλέφωνο 210... από την Β, ... Η Τράπεζα Χ ΕΧΕΙ ΕΚΔΟΣΕΙ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ ****/2010 ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ την οποία έχω ανακόψει νόμιμα, γεγονότα που γνωρίζει η Τράπεζα αφού παραστάθηκε σε όλες τις δίκες με δικηγόρο. Επιπλέον έχω ασκήσει ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ … ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ Η ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΡΤΩΝ ΤΗΣ Τράπεζας Χ στις ανωτέρω καταγγε[λ]λόμενες δικηγόρους ή μη δικηγόρους είναι και συνιστά το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης...και της παράνομης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων αφού ο σκοπός της επεξεργασίας είναι άδικος, παράνομος και ανήθικος αφού δεν συνάδει με την νομιμότητα αλλά με σκοπό την εκβίαση και την απόσπαση απατηλής υπόσχεσης αναγνώρισης χρέους. ... ΚΑΤΟΠΙΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΙΤΟΥΜΑΙ με βάση τις επιταγές του νόμου την άσκηση της ποινικής δίωξης, τον έλεγχο της νομιμότητος της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων ...τον έλεγχο της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων στην ανωτέρω δικηγορική εταιρεία για παράνομη απαίτηση με αισχρό και ανήθικο περιεχόμενο και την ενημέρωσή μου που ορίζει ο νόμος. ...». Με τη δεύτερη αναφορά, ο εγκαλών απευθύνεται προς τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών (με κοινοποίηση εγγράφων προς τον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, στο ΣΔΟΕ και σε άλλες αρχές), αναφέρει δε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «... ΣΑΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΩ ότι συνεχίζονται οι αθέμιτες κλήσεις στο κινητό μου 69... και πιο συγκεκριμένα χτες 3.3.2016 έλαβα κλήση από κινητό 69... ανήκον στην Α και σήμερα από 210… που ανήκει στην δικηγορική εταιρεία Ω, από το χρονικό διάστημα 10 το πρωί έως 11.30 πμ της 4.3.2016. ΣΑΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΩ ΝΑ ΠΡΟΒΕΙΤΕ ΜΕ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΗΝ διάνοιξη του καταλόγου κλήσεων τις χρονικές περιόδους που ρητά αναφέρονται στην μήνυσή μου, και στην ταυτοποίηση των τηλεφώνων…ΚΑΤΟΠΙΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΙΤΟΥΜΑΙ με βάση τις επιταγές του νόμου την άσκηση ποινικής δίωξης, τον έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων στην ανωτέρω δικηγορική εταιρεία για παράνομη απαίτηση με αισχρό και ανήθικο περιεχόμενο και την ενημέρωσή μου όπως ορίζει ο νόμος. … ΑΙΤΟΥΜΑΙ ΝΑ ΔΙΑΝΟΙΓΕΙ ο κατάλογος κλήσεων του κινητού μου 69[…] ... και η παρούσα μήνυση να συσχετιστεί με λοιπές που εκκρεμούν στο προσαγόμενο θέμα. ... Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΘΑ ΔΙΑΒΙΒΑΣΤΕΙ ΣΤΟ ΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΔΟΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΙΚΑ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΑΝ ΕΧΟΥΝ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΦΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Δικηγορική Εταιρεία Ω & Συνεργάτες, ... έχει νόμιμα καταχωρημένο καταστατικό ... και να επιβληθούν τα αναλογούντα πρόστιμα πέραν της ασκήσεως ποινικών και πειθαρχικών διώξεων από την εισαγγελία και τον Δικηγορικό ΣύλλογοΑθηνών. ...».

6. Επειδή, περαιτέρω, μετά τη διαβίβαση των ανωτέρω δύο αναφορών στον ΔΣΑ, συντάχθηκαν τα β.δ. 170/23.3.2016 και β.δ. 276/ 13.5. 2016 έγγραφα, επί των οποίων έχουν σημειωθεί αντίστοιχα, οι από 7.4.2016 και 12.7.2016 χειρόγραφες παραγγελίες από τον Πρόεδρο του ΔΣΑ για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Στο πλαίσιο της εν λόγω εξέτασης σε σχέση με την ως άνω πρώτη αναφορά, η αιτούσα Α υπέβαλε το από 25.4.2016 υπόμνημα, με το οποίο προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι «... στα πλαίσια της οικονομικής της δραστηριότητας, η Τράπζα Χ, πρώην Τράπεζα Ψ ανέθεσε στη δικηγορική εταιρεία «Ω και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» την παροχή νομικών υπηρεσιών για υποθέσεις της που, μεταξύ άλλων, αφορούσαν την εξωδικαστική και δικαστική επιδίωξη της ικανοποίησης των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της, τη δικαστηριακή εκπροσώπησή της και την εν γένει εξωδικαστική και δικαστική διαχείριση των υποθέσεών της. Μεταξύ δε των υποθέσεων που ανατέθηκαν στην ανωτέρω δικηγορική εταιρεία στις 19.07.2013, ήταν και η επίμαχη υπόθεση διεκδίκησης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του αναφέροντος [Ζ], η οποία απέρρεε από την από 04.12.1998 σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, την οποία αυτός είχε συνάψει με την πρώην Τράπεζα Ψ. Επειδή, από την χρήση της κάρτας αυτής και την μη τήρηση από τον οφειλέτη των όρων της σύμβασης και την μη εξόφληση των δόσεων κατά το συμφωνημένο χρόνο προέκυψε εις βάρος του λογιστικό υπόλοιπο, …, ανατέθηκε κατά την άνω ημερομηνία στην δικηγορική εταιρεία «Ω και Συνεργάτες», η εξωδικαστική και σε περίπτωση μη επίτευξής της, η δικαστική ικανοποίηση της άνω απαίτησης της Τράπεζας. Ήδη δε κατά τον χρόνο της ανάθεσης της υπόθεσης είχε εκδοθεί, με ενέργειες συναδέλφου στον οποίο είχε ανατεθεί η υπόθεση πριν την ανάληψή της από την δικηγορική εταιρεία, η με αριθμό ****/2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πατρών, η οποία επιδόθηκε νομίμως στον οφειλέτη ... Κατά της άνω διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης άσκησε την από 30.09.2010 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2010 ανακοπή του, .. Με την με αριθμό ***/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών απορρίφθηκε η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι και επικυρώθηκε η υπ’ αριθμόν ****/2010 διαταγή πληρωμής. Επίσης ο οφειλέτης άσκησε την από 05.10.2010 ... …/2010 αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της άνω διαταγής, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό **/2011 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Πατρών, η οποία δέχθηκε την αίτηση και ανέστειλε την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της άνω ανακοπής, πλην, όμως, η απόφαση αυτή έπαψε να ισχύει αυτοδικαίως μετά την ως άνω υπ’ αριθμόν ***/2014 Ειρηνοδικειακή απόφαση. ... Στο πλαίσιο [συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών] ..., η άμεση συνεργάτης μου και παρέχουσα γραμματειακή υποστήριξη στην δικηγορική εταιρεία, κα. Β, επικοινώνησε, κατόπιν εντολής μου, με τον οφειλέτη με σκοπό τη μεταφορά πρότασης προς συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και την αποτροπή της επιβάρυνσης, τόσο του ίδιου όσο και της εντολέως μας, από ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης και συναφή έξοδα ... Η πρόταση αφορούσε την πλήρη διαγραφή των τόκων και σύμφωνα πάντα με τις εντολές της Τράπεζας, η δυνατότητα αποδοχής της πρότασης από τον οφειλέτη εξέπνεε στο τέλος του μήνα Φεβρουαρίου 2016, γεγονός που καθιστούσε επιτακτική την άμεση μεταφορά της προς αυτόν προκειμένου να μπορεί να την εξετάσει και να αποφασίσει περί της αποδοχής ή μη αυτής. Έτσι, η κα. Β επικοινώνησε για πρώτη φορά στις αρχές Φεβρουαρίου με τον αναφέροντα και του μετέφερε την ανωτέρω πρόταση. Ο οφειλέτης επέδειξε ενδιαφέρον και γνωστοποίησε στην ανωτέρω ότι, κατόπιν συνεννόησης με τον δικηγόρο του, θα μετέβαινε σε κατάστημα της Τράπεζας προκειμένου να λάβει την πρόταση και εγγράφως. Καθώς δεν υπήρξε απάντηση από τον οφειλέτη η κα. Β τον κάλεσε περί τα μέσα του ιδίου μήνα, προκειμένου να ενημερωθεί σχετικά με τις προθέσεις του. Ο αναφέρων διέκοψε τη συζήτηση απ’ αρχής της επικοινωνίας, χωρίς να απαντήσει επί της συμβιβαστικής πρότασης. Τέλος, επειδή εξέπνεε η προθεσμία ισχύος της ως άνω πρότασης εντός του Φεβρουαρίου, του γνωστοποιήθηκε το γεγονός αυτό με τηλεφωνικό μήνυμα, το οποίο έμεινε αναπάντητο. Οι ανωτέρω επικοινωνίες έγιναν με ευπρέπεια, ειλικρίνεια, διακριτικότητα και σεβασμό στο πρόσωπο του οφειλέτη, ... . ... [Ό]σον αφορά τόσο την ιδιότητά μου ως πληρεξουσίας δικηγόρου της Τράπεζας όσο και την χορηγηθείσα εντολή, αυτή αποδεικνύεται ευχερώς τόσο από το προσκομιζόμενο ... πληρεξούσιο ... από την Τράπεζα Χ προς εμένα, όσο και από την 02.01. 2013 σύμβαση εντολής της Τράπεζας Χ με τη δικηγορική εταιρεία και την από 01.04.2007 σύμβαση έμμισθης εντολής μου με τη δικηγορική εταιρεία. Όσον αφορά το σκέλος της αναφοράς του οφειλέτη στο οποίο ισχυρίζεται ότι δήθεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του ν. 2472/ 1997, πρέπει να γίνει μνεία ότι ο αναφέρων, πέραν της επίμαχης αναφοράς, ..., υπέβαλε και εις βάρος του νομίμου εκπροσώπου της άνω δικηγορικής εταιρείας εγκλήσεις, ... και οι οποίες τέθηκαν στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθώς εκδόθηκαν επ’ αυτών οι με αριθμούς …/2013 και …/ 2015 κατ’ άρθρο 47 ΠΚ απορριπτικές διατάξεις, με τις οποίες κριθήκαν αυτές πρόδηλα αβάσιμες και ανεπίδεκτες δικαστικής εκτίμησης. ...  Τέλος, όσον αφορά τους ισχυρισμούς του αναφέροντος περί δήθεν παράνομης απαίτησης της εντολέως Τράπεζας, όπως ο ίδιος συνομολογεί, για την οφειλή του αυτή έχει εκδοθεί η με αριθμό ****/ 2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πατρών. ...». Στη συνέχεια, ο διενεργήσας την προκαταρκτική εξέταση απηύθυνε στον Πρόεδρο του ΔΣΑ την από 14.6.2016 εισήγηση, στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Ο καταγγέλλων αιτιάται την αθέμιτη επανειλημμένη τηλεφωνική όχλησή του από την καταγγελλόμενη μέσω της γραμματέως της, κας. Β, προκειμένου να προβεί σε ρύθμιση οφειλής του προς την Τράπεζα Χ. Αιτιάται, περαιτέρω, την παράνομη γνωστοποίηση στην καταγγελλόμενη εκ μέρους της Τράπεζας Χ των προσωπικών του δεδομένων και την περαιτέρω επεξεργασία τους. Αιτιάται, τέλος, ότι η καταγγελλόμενη ενήργησε εκβιαστικώς σε βάρος του και υπέρ των συμφερόντων της εντολέως της Τράπεζας Χ, γνωρίζοντας τον παράνομο χαρακτήρα των αξιώσεών της εναντίον του. Από τα υπομνήματα που κατέθεσαν τα διάδικα μέρη, από τις προφορικές εξηγήσεις που παρείχαν η συνήγορος του καταγγέλλοντα, ... και αυτοπροσώπως η καταγγελλόμενη, καθώς και από τα προσκομισθέντα από αμφότερα τα μέρη έγγραφα προέκυψαν ενδείξεις αθέμιτης και αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς της καταγγελλόμενης σχετικώς με τις ανωτέρω τηλεφωνικές οχλήσεις, η οποία πρέπει να ελεγχθεί περαιτέρω πειθαρχικώς. Αντιθέτως δεν προέκυψε παράβαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων, εφόσον η παραχώρησή τους αφορούσε την εκτέλεση της εντολής που ανατέθηκε στην καταγγελλόμενη για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει η εντολέας της (απαντητικό έγγραφο υπ’ αριθ. …/29.6.2000 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων). Σύμφωνα με τα ανωτέρω εισηγούμαι την αρχειοθέτηση της κατηγορίας της παράβασης του Νόμου περί Προσωπικών Δεδομένων και την αναβολή αορίστως του πειθαρχικού ελέγχου για την ισχυριζόμενη εκβιαστική συμπεριφορά της καταγγελλόμενης σε βάρος του καταγγέλλοντα, μέχρι την τελεσιδικία της επίδικης διαφοράς ενώπιον των αρμοδίων αστικών και ποινικών Δικαστηρίων, στα οποία έχει εισαχθεί αυτή προς κρίση. Εισηγούμαι τέλος την παραπομπή της εγκαλουμένης δικηγόρου στο Πειθαρχικό Συμβούλιο από κοινού με τους εταίρους της Δικηγορικής Εταιρείας «Ω και ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ», Δ και Ε, της οποίας η εγκαλουμένη είναι έμμισθη συνεργάτης, εφόσον ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της». Κατόπιν τούτου, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, και αφού λήφθηκε υπόψη η υποβληθείσα ως άνω αναφορά, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ, με την από 15.6.2016 πράξη του, άσκησε πειθαρχική δίωξη κατ’ άρθρο 153 § 1 του Κώδικα Δικηγόρων κατά των ήδη αιτούντων, δικηγόρων «διότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως πειθαρχικού παραπτώματος».

7. Επειδή, περαιτέρω, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης σε σχέση με τη δεύτερη αναφορά, ο ως άνω εγκαλών [Ζ] υπέβαλε στον Πρόεδρο του ΔΣΑ το από 26.10.2016 υπόμνημα, στο οποίο αναφέρει ότι, σε συνέχεια των προγενέστερων καταγγελιών του, στις 24.5.2016 και ώρα 13.11.37 έλαβε γραπτό μήνυμα στο κινητό του από σταθερό τηλέφωνο που ανήκει στη δικηγορική εταιρεία «Ω και Συνεργάτες» και χρησιμοποιεί η τρίτη αιτούσα με ενοχλητικό, παράνομο και αθέμιτο περιεχόμενο, συνυπέβαλε δε σχετικές εικόνες από την εκτύπωση του μηνύματος στο κινητό του («Παρακαλώ επικοινωνήστε με το δικηγορικό γραφείο Α στο τηλέφωνο ...»). ... Επίσης, οι αιτούντες υπέβαλαν το από 8.12.2016 κοινό υπόμνημα με το οποίο υποστήριξαν ότι δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικώς η δικηγορική εταιρεία, ούτε ο νόμιμος εκπρόσωπός της, λαμβανομένου υπόψη ότι ο τελευταίος δεν είχε καμία απολύτως συμμετοχή στην εν γένει νομική διαχείριση της κρίσιμης υπόθεσης, η δε τρίτη αιτούσα επανέλαβε τα ως άνω αναφερόμενα, δηλαδή ότι η κ. Β, συνεργάτης της ίδιας, επικοινώνησε για πρώτη φορά με τον εγκαλούντα στις αρχές Φεβρουαρίου, οπότε ο οφειλέτης επέδειξε ενδιαφέρον, περί τα μέσα του ίδιου μήνα, οπότε ο ίδιος διέκοψε τη συζήτηση απ’ αρχής, και με μήνυμα εντός του Φεβρουαρίου, το οποίο έμεινε αναπάντητο. Κατά την αιτούσα, η ανωτέρω επικοινωνία έγινε με ευπρέπεια, ειλικρίνεια, διακριτικότητα και σεβασμό στο πρόσωπο του οφειλέτη. Ακολούθως, ο διενεργήσας την αντίστοιχη προκαταρκτική εξέταση απηύθυνε στον Πρόεδρο του ΔΣΑ την από 15.6.2017 εισήγηση, στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Το μέλος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Η, ... Αφού έλαβε υπ’ όψη το αίτημα του αιτούντα στην υπ’ αριθ. αναφορά του. Αφού μελέτησε τις απόψεις των αναφερόμενων Δικηγόρων και τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, μεταξύ των οποίων και το από 8.12. 2016 υπόμνημα των αναφερόμενων και σκέφθηκε κατά το νόμο. Αφού εξέτασε προφορικά και τις δύο πλευρές την 1.11.2016. Κατά την εν λόγω εξέταση εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως ο αναφέρων και εκ των αναφερομένων η Δικηγόρος Α, η οποία εκπροσώπησε και τους έτερους δύο των αναφερομένων. Τα εξεταζόμενα στην παρούσα καταγγελία πειθαρχικά παραπτώματα των εγκαλουμένων φέρονται ότι τελέστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 4.3. 2016. Επί της με αριθμό β.δ. 170/23.3.2016 καταγγελίας του ίδιου εγκαλούντος κατά της ίδιας εγκαλουμένης για τα ίδια πειθαρχικά παραπτώματα, για το χρονικό διάστημα από 1.1. 2016 έως 23.2.2016, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, μετά την από 14.6. 2016 Εισήγηση ... και ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη με την υπ’ αριθ. …/2016 Πράξη του Προέδρου του ΔΣΑ. Για τους λόγους αυτούς και λόγω συναφείας των δύο (2) καταγγελιών, κατά τα άνω εκτεθέντα, που αφορούν ίδια χρονικά διαστήματα εντός των οποίων φέρονται να έχουν τελεστεί τα ίδια πειθαρχικά παραπτώματα εισηγούμαι να παραπεμφθεί στο Πειθαρχικό Συμβούλιο η εγκαλουμένη και έμμισθη Δικηγόρος στην Δικηγορική Εταιρεία με την Επωνυμία «Ω και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» ... εφόσον ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, από κοινού με τους διαχειριστές και εταίρους της εν λόγω Δικηγορικής Εταιρείας Δικηγόρους Αθηνών, Δ ... και Ε... ». Κατόπιν τούτου, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, και αφού λήφθηκε υπόψη η σχετική αναφορά του εγκαλούντος, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ, με την από 16.6.2017 πράξη του, άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των αιτούντων δικηγόρων «διότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως πειθαρχικού παραπτώματος».

8. Επειδή, στη συνέχεια, κατά τη συνεδρίαση της 25.10.2017 του 1ου Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ οι ως άνω δύο πειθαρχικές υποθέσεις συνεκδικάσθηκαν ως συναφείς και συντάχθηκε το από 15.2.2018 κατηγορητήριο, σύμφωνα με το οποίο: «... Ι. Αναφερόμενο ιστορικό. Ο εγκαλών στις ... αναφορές του, ισχυρίζεται ότι το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως και 3.3.2016 που έχει συνταχθεί και η πρώτη αναφορά του προς τη Γενική Γραμματεία καταναλωτή, έχει δεχθεί περισσότερες από 20 κλήσεις από το δικηγορικό γραφείο των εγκαλουμένων είτε δια συνεργατών του δικηγορικού γραφείου των δικηγόρων ή υπαλλήλων μη δικηγόρων επιδεικνύοντας μη αρμόζουσα συμπεριφορά, τείνουσα στην ψυχολογική πίεσή του, ως οφειλέτη, προκειμένου αυτός να αναγκαστεί να καταβάλει χρήματα σχετικά με δανειακές συμβάσεις του. Αναφέρει τηλεφωνικές κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν τις μεσημεριανές ώρες και συγκεκριμένα στις 1.2.2016 δέχθηκε τηλεφωνική κλήση από τη συνεργάτιδα των εγκαλουμένων κ. Β στις 16:16, στις 3.2.2016 ώρα 15:00, στις 2.2.2016 ώρα 12:24 πάλι από την κ. Β. Επιπλέον αναφέρει ότι η τράπεζα Χ έχει εκδώσει σε βάρος του την υπ’ αριθ. ****/2010 διαταγή πληρωμής την οποία έχει ανακόψει νόμιμα, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι εγκαλούμενοι σύμφωνα με την αναφορά του αφού όπως αναφέρει ο εγκαλών, η τράπεζα παραστάθηκε με δικηγόρο σε όλες τις δίκες. Στην από 4.3.2016 καταγγελία του αναφέρει ότι δέχθηκε στις 3.3.2016 πολλές τηλεφωνικές κλήσεις από τις 10:00 το πρωί έως τις 11:30 π.μ. της επόμενης ημέρας (4.3.2016) και σε διάφορες ώρες. Με την συμπεριφορά τους οι εγκαλούμενοι δικηγόροι αφενός προκάλεσαν βλάβη στα συμφέροντα του εγκαλούντος κι αφετέρου έδωσαν αφορμή για σχόλια σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος, υποπίπτοντας σε μια σειρά παραπτωμάτων τόσο του Κώδικα Δικηγόρων, όσο και του Κώδικα Δεοντολογίας. ΙΙ. Νομική υπαγωγή των πειθαρχικά ελεγκτέων πράξεων των ελεγκτέων δικηγόρων. Με αυτά τα δεδομένα οι εγκαλούμενοι δικηγόροι πρέπει να ελεγχθούν πειθαρχικά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 περ. α και β´, 36  § 1,  37,  41, 140 § 1 και § 2γ και 142 του νόμου 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) και άρθρα 5, 7 περ. γ και ε, 38 περ, β´ και ε´, 39 και 40 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος». Προς αντίκρουση του ως άνω κατηγορητηρίου, οι αιτούντες υπέβαλαν το από 19.3.2018 κοινό απολογητικό υπόμνημα με το οποίο ισχυρίστηκαν ότι οι δύο πρώτοι από αυτούς, ως εκ της ιδιότητας που φέρουν εντός της δικηγορικής εταιρείας, δεν σχετίζονται με την επίδικη υπόθεση και, άρα, δεν υπέχουν σχετική πειθαρχική ευθύνη, η δε τρίτη αιτούσα επανέλαβε όσα είχε διατυπώσει στα υπομνήματα που υπέβαλε κατά τις προκαταρκτικές εξετάσεις σε σχέση με τις επίμαχες αναφορές. Τέλος, εκδόθηκαν οι … και …/21.3. 2018 προσβαλλόμενες αποφάσεις (προφανώς από παραδρομή αναφέρεται σε αυτές ότι εκδόθηκαν στις 7.3.2018) του 1ου τμήματος του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ.

9. Επειδή, ειδικότερα, με την …/2018 προσ­βαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: «... Από τα στοιχεία της με αριθμό ./2016 πειθαρχικής δικογραφίας, το σύνολο των εγγράφων και την ενώπιον του Συμβουλίου ακροαματική διαδικασία, προέκυψαν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εγκαλούντα από 1.1.2016 έως 22.3.2016 δέχθηκε περισσότερες από 20 κλήσεις από το δικηγορικό γραφείο των εγκαλουμένων και πολλές φορές ώρες μεσημεριανές. Αναφέρει ότι ενώ η τράπεζα έχει εκδώσει διαταγή πληρωμής σε βάρος του και την είχε ανακόψει νόμιμα, πράγμα, το οποίο αν και γνώριζαν οι εγκαλούμενοι, συνέχισαν να τον ενοχλούν τηλεφωνικώς. Οι εγκαλούμενοι ισχυρίζονται ότι η Τράπεζα Χ ανέθεσε στις 13.10.2013, στο γραφείο τους υπόθεση που αφορούσε ληξιπρόθεσμη οφειλή του εγκαλούντα, η οποία απέρρεε από την από 4.12.1998 σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας που είχε συνάψει ο εγκαλών με την πρώην Ψ Τράπεζα. Η υπόθεση ανατέθηκε στο δικηγορικό τους γραφείο με σκο­πό την εξωδικαστική και σε περίπτωση που αυτή δεν ήταν εφικτή την δικαστική ικανοποίηση της ως άνω απαίτησης. Ήδη δε κατά τον χρόνο της ανάθεσης, είχε εκδοθεί, με ενέργειες άλλου δικηγόρου που είχε την υπόθεση, πριν την αναλάβει το γραφείο των εγκαλουμένων η με αριθ. ****/2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών κατά της οποίας ο εγκαλών άσκησε την από 30.9.2010 με αριθ. κατάθεσης …/2010 ανακοπή του. Με την με αριθ. ***/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών απορρίφθηκε η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και επικυρώθηκε η υπ’ αριθ. …/2010 διαταγή πληρωμής. Επίσης ο εγκαλών άσκησε και αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά της παραπάνω διαταγής επί της οποίας εκδόθηκε η **/2011 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δέχθηκε την αίτηση και ανέστειλε την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ως άνω ανακοπής, πλην όμως η απόφαση αυτή έπαψε να ισχύει αυτοδικαίως μετά την ως άνω υπ’ αριθ. ***/2014 Απόφαση του Ειρηνοδικείου. Προκειμένου να λυθεί συμβιβαστικά η υπόθεση και για την αποτροπή από ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης και έξοδα για τις δύο πλευρές, οι εγκαλούμενοι επικοινώνησαν με τον εγκαλούντα με σκοπό να του μεταφέρουν συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς. Ανέθεσαν σε συνεργάτη του γραφείου τους να επικοινωνήσει μαζί του στις αρχές Ιανουαρίου 2016 και να του μεταφέρει την πρόταση. Ο εγκαλών έδειξε ενδιαφέρον ως προς την πρόταση και τους ενημέρωσε ότι θα μετέβαινε σε κάποιο κατάστημα τράπεζας, ώστε να λάβει την πρόταση εγγράφως. Παρ’ όλα αυτά οι εγκαλούμενοι μέσω των συνεργατών τους συνέχιζαν να τον καλούν και συνολικά για περισσότερες από 20 φορές, μάλιστα η κα. Β επικοινώνησε στις αρχές Φεβρουαρίου για τρεις συνεχόμενες ημέρες, πιέζοντάς τον έτσι ψυχολογικά, ώστε να αποδεχθεί την πρόταση. Παράλληλα του έστειλαν και μήνυμα στο κινητό. Με τα δεδομένα αυτά, το Συμβούλιο καταλήγει ομόφωνα στην κρίση, ότι οι εγκαλούμενοι είναι ένοχοι και ότι πρέπει να τους επιβληθεί η ποινή της επίπληξης».

10. Επειδή, ακολούθως, με την …/2018 προσ­βαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: «... Από τα στοιχεία της με αριθμό …/2017 πειθαρχικής δικογραφίας, το σύνολο των εγγράφων και την ενώπιον του Συμβουλίου ακροαματική διαδικασία, προέκυψαν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εγκαλούντα από 1.1. 2016 έως 3.3.2016 δέχθηκε περισσότερες από 20 κλήσεις από το δικηγορικό γραφείο των εγκαλουμένων και πολλές φορές ώρες μεσημεριανές. Αναφέρει ότι ενώ η τράπεζα έχει εκδώσει διαταγή πληρωμής σε βάρος του και την είχε ανακόψει νόμιμα, πράγμα το οποίο αν και γνώριζαν οι εγκαλούμενοι, συνέχισαν να τον ενοχλούν τηλεφωνικώς. Οι εγκαλούμενοι ισχυρίζονται ότι η Τράπεζα Χ ανέθεσε στο γραφείο τους υπόθεση που αφορούσε ληξιπρόθεσμη οφειλή του εγκαλούντα η οποία απέρρεε από την από 4.12.1998 σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας που είχε συνάψει ο εγκαλών με την πρώην Ψ Τράπεζα. Η υπόθεση ανατέθηκε στο δικηγορικό τους γραφείο με σκοπό την εξωδικαστική και σε περίπτωση που αυτή δεν ήταν εφικτή την δικαστική ικανοποίηση της ως άνω απαίτησης. Ήδη δε κατά τον χρόνο της ανάθεσης, είχε εκδοθεί, με ενέργειες άλλου δικηγόρου που είχε την υπόθεση, πριν την αναλάβει το γραφείο των εγκαλουμένων η με αριθ. ****/2010 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πατρών κατά της οποίας ο εγκαλών άσκησε την από 30.9.2010 με αριθ. κατάθεσης …/2010 ανακοπή του. Με την με αριθ. ***/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών απορρίφθηκε η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και επικυρώθηκε η υπ’ αριθ. ****/2010 διαταγή πληρωμής. Άσκησε και αίτηση αναστολής εκτέλεσης της άνω διαταγής επί της οποίας εκδόθηκε η **/2011 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δέχθηκε την αίτηση και ανέστειλε την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ως άνω ανακοπής, πλην όμως η απόφαση αυτή έπαψε να ισχύει αυτοδικαίως μετά την ως άνω υπ’ αριθ. ***/2014 Απόφαση του Ειρηνοδικείου. Προκειμένου να λυθεί συμβιβαστικά η υπόθεση για την αποτροπή από ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης και έξοδα για τις δύο πλευρές, οι εγκαλούμενοι επικοινώνησαν με τον εγκαλούντα με σκοπό να του μεταφέρουν συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς. Ανέθεσαν σε συνεργάτη του γραφείου τους να επικοινωνήσει μαζί του στις αρχές Ιανουαρίου 2016 και να του μεταφέρει την πρόταση. Ο εγκαλών έδειξε ενδιαφέρον ως προς την πρόταση αφού τους ενημέρωσε ότι θα μετέβαινε σε κάποιο κατάστημα τράπεζας ώστε να λάβει την πρόταση εγγράφως. Παρ’ όλα αυτά οι εγκαλούμενοι μέσω των συνεργατών τους, συνέχιζαν να τον καλούν και συνολικά για περισσότερες από 20 φορές, μάλιστα η κα. Β επικοινώνησε στις αρχές Φεβρουαρίου για τρεις συνεχόμενες ημέρες, πιέζοντας τον έτσι ψυχολογικά, ώστε να αποδεχθεί την πρόταση. Παράλληλα του έστειλαν και μήνυμα στο κινητό. Με τα δεδομένα αυτά, το Συμβούλιο καταλήγει ομόφωνα στην κρίση, ότι οι εγκαλούμενοι είναι ένοχοι και ότι πρέπει να τους επιβληθεί η ποινή της επίπληξης».

11. Επειδή, περαιτέρω, στο Κεφαλαίο Η΄ με τίτλο «Πειθαρχικό Δίκαιο» του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, A΄ 208) ορίζεται ότι: Άρθρο 141 «Παραγραφή» [όπως η § 3 ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 20 του ν. 4745/2020, Α΄ 214/6.11. 2020] «1. ...2. ...3. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται με την υποβολή της αναφοράς, ο χρόνος της αναστολής αυτής δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου συλλόγου καθορίζεται το ύψος του παραβόλου που απαιτείται για την υποβολή της ως άνω αναφοράς». Άρθρο 147 «Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια» [όπως ίσχυε κατά τον χρόνο συγκρότησης των, εν προκειμένω, πειθαρχικών συμβουλίων] «1. Τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια είναι πενταμελή και συγκροτούνται ως ακολούθως: α) Εντός του μηνός Μαρτίου, μετά τη διεξαγωγή των αρχαιρεσιών των δικηγορικών συλλόγων, η συντονιστική επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων μετά από πρόταση ενός ή περισσότερων συλλόγων αποφασίζει τον αριθμό των πειθαρχικών συμβουλίων στην έδρα κάθε πολιτικού εφετείου και τον αναγκαίο αριθμό μελών, τακτικών και αναπληρωματικών, για τη συγκρότησή τους. Με πρόταση των διοικητικών συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων της έδρας κάθε πολιτικού εφετείου και κατά την αναλογία των μελών κάθε συλλόγου, συντάσσεται κατάλογος με πενταπλάσιο του αναγκαίου αριθμού μελών για το πειθαρχικό συμβούλιο στην έδρα κάθε πολιτικού εφετείου για την επόμενη θητεία. ... β) Εντός του μηνός Μαρτίου γίνεται δημόσια κλήρωση των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου στην έδρα κάθε πολιτικού εφετείου με απόφαση του Προέδρου Εφετών και την παρουσία αυτού και των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της περιφέρειας αυτού. 2. ... 5. Η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων συντάσσει Κανονισμό Λειτουργίας των πειθαρχικών συμβουλίων, ο οποίος εγκρίνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και δημοσιεύεται στο Νομικό Βήμα. Στον Κανονισμό λειτουργίας μπορεί να προβλεφθεί η δημιουργία περισσότερων πειθαρχικών τμημάτων στην έδρα κάθε πολιτικού Εφετείου». Άρθρο 152 «Προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση» (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 61 του ν. 4745/ 2020) «1. Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου ευθύς ως λάβει αναφορά με την οποία καταγγέλλονται πειθαρχικά επιλήψιμες πράξεις δικηγόρου ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής σχετικά με την τέλεση τέτοιων πράξεων, παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής πειθαρχικής εξέτασης, αναθέτοντάς τη σε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. .… 2. Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και κατά το δυνατόν σύντομη και σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει πέραν των τριάντα (30) ημερών. Περατώνεται είτε με γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται, είτε με πράξη με την οποία τίθεται η υπόθεση στο αρχείο. 3. Το μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης φροντίζει έτσι ώστε να μην προσβάλλεται δυσανάλογα η τιμή και η υπόληψη του δικηγόρου, του οποίου η συμπεριφορά ερευνάται. 4. Ανώνυμες καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως. 5. Σε περίπτωση που η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης, ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου την αρχειοθετεί με συνοπτική αιτιολογία και ανακοινώνει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου την πράξη αρχειοθέτησης. 6. ...». Άρθρο 153 [όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 62 του ν. 4745/2020] «1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου από τον Πρόεδρο του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος. 2. Το έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης μαζί με το πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου αποστέλλονται αμέσως στον Πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου. ...». Περαιτέρω, μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης, η § 1 του ως άνω άρθρου 153 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4745/2020 ως εξής: «1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου αποκλειστικώς από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εφόσον από την αιτιολογημένη έκθεση της προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτουν σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο δικηγόρο. Δεν διώκεται πειθαρχικώς δικηγόρος εκ μόνης της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ή εταίρου Δικηγορικής Εταιρείας για τις πράξεις ή παραλείψεις αυτής, ως νομικού προσώπου. …». Άρθρο 156 «1. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας και της απολογίας του πειθαρχικά διωκόμενου ακολουθεί η διάσκεψη των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου για τη λήψη οριστικής απόφασης. 2. Η απόφαση συντάσσεται εγγράφως….και πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη. …”.

12. Επειδή, ακολούθως, δυνάμει της ως  άνω § 5 του άρθρου 147 του Κώδικα Δικηγόρων καταρτίσθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων [έγκριση από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων κατά τη συνεδρίαση της 15.12.2013 του από 14.12.2013 Σχεδίου Κανονισμού Λειτουργίας Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων που εκπόνησε η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και δημοσίευση του εν λόγω Κανονισμού στο Νομικό Βήμα (τόμος 61, σ. 2806 επ.)]. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 8 «Πρόσκληση μελών» του ως άνω Κανονισμού «1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται σε συνεδρίαση μετά από πρόσκληση του Προέδρου αυτού. Στην πρόσκληση αναγράφεται ο χρόνος και ο τόπος της συνεδρίασης, καθώς και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Η πρόσκληση μπορεί να αφορά περισσότερες της μίας συνεδριάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου. 2. Ο ασκών χρέη Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου κοινοποιεί την πρόσκληση στα Μέλη μέσω ταχυδρομείου ή με τηλεομοιοτυπία (fax) ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ή άλλο πρόσφορο μέσο, τουλάχιστον 48 ώρες πριν από την πρώτη συνεδρίαση στην οποία αφορά. 3. Εφόσον ένα Μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει δηλώσει εγγράφως κώλυμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις που θα διεξαχθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, δεν απαιτείται πρόσκλησή του στις συνεδριάσεις της εν λόγω περιόδου. 4. Αν υπάρχουν πλημμέλειες ως προς την πρόσκληση Μέλους, το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νόμιμα, αν το συγκεκριμένο Μέλος είναι παρόν και δεν αντιλέγει για την πραγματοποίηση της συνεδρίασης. 5. Κατά τη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και με αιτιολογημένη απόφαση η προσθήκη θεμάτων στην ημερήσια διάταξη, εφόσον υπάρχει απαρτία και τα παριστάμενα Μέλη συμφωνούν». Εξ άλλου, στη περ. στ της § 2 του άρθρου 5 «Γραμματεία Πειθαρχικού Συμβουλίου» του αυτού Κανονισμού ορίζεται ότι: «2. Ενδεικτικά, η Γραμματεία έχει, ιδίως, τα ακόλουθα καθήκοντα: α. ... στ. Αποστέλλει, κατά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, την Ημερήσια Διάταξη στα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου και επιμελείται την έγκαιρη ανάρτησή της στην ιστοσελίδα του οικείου Συλλόγου, τηρουμένης της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων».

13. Επειδή, οι αιτούντες, με την κρινόμενη αίτηση και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, προβάλλουν τις ακόλουθες διαδικαστικές πλημ­μέλειες: α) Οι κρίσιμες αναφορές, με τις οποίες κινήθηκε η πειθαρχική διαδικασία, δεν έχουν υποβληθεί νομοτύπως, καθόσον δεν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 141 § 3 του Κώδικα Δικηγόρων παράβολο, ενώ, κατά τους αιτούντες, δεν ασκεί επιρροή, σε σχέση με την τήρηση της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, το γεγονός ότι οι εν λόγω αναφορές υποβλήθηκαν στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και διαβιβάσθηκαν, περαιτέρω, στον ΔΣΑ ο οποίος, πάντως, όφειλε να καλέσει τον αναφέροντα να καταβάλει το παράβολο. Ο λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως, διότι δεν προβλέπεται ακυρότητα της διαδικασίας σε περίπτωση μη καταβολής του παραβόλου, ενώ, σε κάθε περίπτωση, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του Κώδικα Δικηγόρων, το παράβολο καταβάλλεται επί υποβολής της αναφοράς απ’ ευθείας στον δικηγορικό σύλλογο και όχι σε δημόσια αρχή και διαβίβασής της, περαιτέρω, στον εν λόγω σύλλογο, οπότε ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου, όπως συνέβη, εν προκειμένω, λαμβάνει γνώση της υπό διερεύνηση πειθαρχικώς ελεγκτέας συμπεριφοράς από ανακοίνωση δημόσιας αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 152 § 1 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. β) Η πειθαρχική διαδικασία δεν κινήθηκε με συγκεκριμένη έγγραφη παραγγελία του Προέδρου του ΔΣΑ, όπως τούτο επιβάλλεται από τον αυστηρώς τυπικό χαρακτήρα της εν λόγω διαδικασίας και από λόγους διαφάνειας και προστασίας των εγκαλουμένων. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί διότι, μετά τη διαβίβαση των σχετικών αναφορών από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή στον ΔΣΑ, συντάχθηκαν τα β.δ. 170/23.3.2016 και β.δ. 276/ 13.5.2016 έγγραφα, επί των οποίων αναγράφονται χειρογράφως οι αντίστοιχες από 7.4.2016 και 12.7.2016 έγγραφες παραγγελίες του Προέδρου του ΔΣΑ προς διενέργεια προκαταρκτικών εξετάσεων, οι οποίες ανατέθηκαν αντίστοιχα σε μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου (Ρ 9ο τμήμα και Η 8ο τμήμα). Στα ως άνω έγγραφα αναφέρεται, επίσης, ο χρόνος τέλεσης των προς διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων, καθώς και τα ατομικά στοιχεία του αναφέροντος. γ) Το συνταχθέν πόρισμα δεν φέρει επαρκείς ενδείξεις για την πειθαρχική ευθύνη. Ο λόγος είναι απορριπτέος, καθόσον μετά το πέρας των διενεργηθεισών προκαταρκτικών εξετάσεων, στο πλαίσιο των οποίων λήφθηκαν υπόψη τα υπομνήματα, οι προφορικές εξηγήσεις των εμπλεκομένων μερών και τα στοιχεία εν γένει του φακέλου, συντάχθηκαν οι σχετικές εισηγήσεις στις οποίες προσδιορίζονται κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν, κατά την άποψη των εισηγητών, συγκεκριμένη πειθαρχικώς ελεγκτέα συμπεριφορά των αιτούντων. Εξ άλλου, αν θεωρηθεί ότι με τον ως άνω λόγο αμφισβητείται η ουσιαστική κρίση των αρμοδίων οργάνων για την επάρκεια των ενδείξεων προς περαιτέρω εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας, ο λόγος αυτός προβάλλεται απαραδέκτως στην ακυρωτική δίκη. δ) Η ασκηθείσα πειθαρχική δίωξη με τα …/2016 και …/2016 έγγραφα του Προέδρου του ΔΣΑ είναι άκυρη διότι οι υποβληθείσες μετά το πέρας των προκαταρκτικών εξετάσεων εισηγήσεις δεν στηρίζονται σε στοιχεία αποδεικτικά των κρίσιμων αναφορών, κυρίως, όμως, διότι τα έγγραφα άσκησης πειθαρχικής δίωξης δεν περιγράφουν οιοδήποτε, συγκεκριμένο κατά τόπο και χρόνο, πραγματικό περιστατικό που να στοιχειοθετεί την πειθαρχικώς ελεγκτέα συμπεριφορά. Τα ως άνω υποστηριζόμενα πρέπει να απορριφθούν. Και τούτο, διότι, από τις κρίσιμες αναφορές του εγκαλούντος, μνεία των οποίων γίνεται ρητώς στα οικεία έγγραφα άσκησης πειθαρχικής δίωξης, σε συνδυασμό με τις ως άνω αιτιολογημένες, όπως εκτέθηκε, εισηγήσεις προκύπτουν κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του επίδικου πειθαρχικού παραπτώματος, οι δε αιτούντες είχαν αποδεδειγμένα λάβει πλήρη γνώση αυτών των περιστατικών, όπως προκύπτει από την υποβολή υπομνημάτων και την παροχή προφορικών εξηγήσεων στο πλαίσιο της οικείας προκαταρκτικής εξέτασης. ε) Το κατηγορητήριο είναι άκυρο ως αόριστο, καθόσον δεν προσδιορίζεται το ιστορικό και το νομικό μέρος οιασδήποτε κατηγορίας που αντιστοιχεί σε προβλεπόμενο στον Κώδικα Δικηγόρων πειθαρχικό παράπτωμα. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι στο από 18.1.2018 κατηγορητήριο περιγράφονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά κατά χρόνο και τόπο  τα οποία, κατά τη Διοίκηση, στοιχειοθετούν την επίδικη πειθαρχικώς ελεγκτέα συμπεριφορά. Εξ άλλου, ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών ανήκει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο. στ) Η επίδικη πειθαρχική διαδικασία πάσχει, καθόσον δεν προσκομίσθηκε το οικείο αποδεικτικό στοιχείο αναφορικά με τη δημοσίευση της απόφασης συγκρότησης και ορισμού των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου που εξέδωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Τα ως άνω υποστηριζόμενα πρέπει να απορριφθούν διότι, κατά την κείμενη νομοθεσία, για το κύρος των προσβαλλόμενων αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν απαιτείται η προσκομιδή στοιχείου δημοσίευσης πράξεων σχετικώς με τη συγκρότηση του ως άνω συμβουλίου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, από τα προσκομισθέντα από τον ΔΣΑ στοιχεία προκύπτει δημοσίευση της απόφασης συγκρότησης των τμημάτων του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ και του ορισμού των μελών τους. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 § 1 του ως άνω Κανονισμού Λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων προβλέφθηκε ότι στο Εφετείο Αθηνών θα λειτουργούν δέκα (10) τμήματα του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Στις 31.3.2014, σύμφωνα με την περ. β της § 1 του ως άνω άρθρου 147 του Κώδικα Δικηγόρων, διενεργήθηκε δημόσια κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών μελών των δέκα τμημάτων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου στην έδρα του Εφετείου Αθηνών, το δε πρακτικό κλήρωσης δημοσιεύθηκε στο Νομικό Βήμα (τόμος 62, σ. 1076 επ.) και ζ) Η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν είναι νόμιμη διότι, κατά την κρίσιμη συνεδρίαση, απουσίαζαν τα τακτικά μέλη - δικηγόροι Κ και Λ, τα οποία αντικαταστάθηκαν από τα αναπληρωματικά μέλη Μ και Ν, χωρίς να προκύπτει από το σώμα των προσβαλλόμενων αποφάσεων ότι τα απόντα τακτικά μέλη είχαν προσκληθεί νομοτύπως, όπως τούτο επιβάλλεται από το άρθρο 148 §§ 2 και 3 του Κώδικα Δικηγόρων σε συνδυασμό με το άρθρο 14 §§ 2, 3 και 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, καθώς και αν απουσίαζαν λόγω κωλύματος. Ο λόγος είναι απορριπτέος, καθόσον τηρήθηκε, εν προκειμένω, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων των Δικηγορικών Συλλόγων (βλ. σκέψη 12), η κατά νόμο προδικασία της νόμιμης και εμπρόθεσμης πρόσκλησης των απόντων τακτικών μελών Κ και Λ, με αποτέλεσμα η απουσία αυτών από την κρίσιμη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να μην καθιστά μη νόμιμη τη σύνθεσή του (πρβλ. ΣτΕ 1446/2020, 3494/2015, 2636/2011). Ειδικότερα, η τήρηση του ως άνω τύπου της διαδικασίας προκύπτει από τα αποσταλέντα από τον ΔΣΑ στο Δικαστήριο ακόλουθα στοιχεία: α) το από 16.3.2018 ομαδικό ηλεκτρονικό μήνυμα από τη Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου, πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση στις 21.3.2018, προς τα τακτικά μέλη του 1ου Πειθαρχικού Τμήματος ΔΣΑ …, αλλά και τα αναπληρωματικά τους … σε σχέση με την ημερήσια διάταξη της οικείας συνεδρίασης (έκθεμα), και β) ατομικές προσκλήσεις προς όλους τους ανωτέρω (απουσιάζει πρόσκληση του αναπληρωματικού μέλους Ξ).

14. Επειδή, στον Κώδικα Δικηγόρων ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1 «1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου. 2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή». Άρθρο 5 «Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του: α) Υπερασπίζεται το Σύνταγμα… καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. β) Ακολουθεί τις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες δεοντολογίας, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά κατά την άσκηση της δικηγορίας και διατυπώνονται στον Κώδικα. γ)...». Άρθρο 36 [όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο] «1. Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, στα δικαστήρια, τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα διεθνή δικαστήρια, στα πειθαρχικά και υπηρεσιακά συμβούλια, καθώς και η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Επίσης η παροχή νομικών συμβουλών προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η σύνταξη γνωμοδοτήσεων προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο και Αρχή. Στο έργο αυτού περιλαμβάνεται και η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης στο πλαίσιο του νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας. ... 2. …». Στη συνέχεια, μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, με το άρθρο 56 του Κεφαλαίου ΙΖ´ «Άλλες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» του Μέρους Τρίτου «Άλλες διατάξεις» του ν. 4745/2020 (Α΄ 214/6.11.2020) η § 1 του ως άνω άρθρου 36 αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι η αντιπροσώπευση και η υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, ... . Στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας, για την επίτευξη δε της λύσης αυτής, ο δικηγόρος επικοινωνεί και με τον οφειλέτη του εντολέα ή τον δικηγόρο αυτού στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών και πάντα σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Επαγγέλματος. ...». Άρθρο 37 «1. ... 2. ... 3. Ο δικηγόρος οφείλει: α) να εκτελεί τα καθήκοντά του με ευσυνειδησία και επιμέλεια, β) να επιχειρεί το συμβιβασμό υποθέσεων που είναι δεκτικές συμβιβασμού, γ) να μην παρελκύει τις δίκες». Άρθρο 41 [όπως η περίπτωση α´ του άρθρου αυτού ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 § 7 του ν. 4205/2013, Α´ 242/ 6.11.2013]: «Ο δικηγόρος τηρεί: α) Τον ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως αυτός καταρτίζεται και εγκρίνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος. Μέχρι την κατάρτιση και έγκρισή του, ισχύει σε όλη την Επικράτεια ο Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως εγκρίθηκε με την από 4.1.1980 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και δημοσιεύτηκε στον Κώδικα Νομικού Βήματος στον τόμο του 1986. β) Τον “Καταστατικό χάρτη θεμελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού νομικού επαγγέλματος και Κώδικα Δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους δικηγόρους” του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο βαθμό που οι διατάξεις δεν αντιβαίνουν στον Κώδικα». Άρθρο 140 «Πειθαρχικά παραπτώματα» (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο) «1. Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή πράξη, ενέργεια ή παράλειψη του δικηγόρου, στο πλαίσιο του λειτουργήματός του ή και έξω από αυτό, εφόσον αυτή: α) ..., β) ..., γ) αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις διατάξεις κωδίκων δεοντολογίας, εσωτερικών κανονισμών του οικείου δικηγορικού συλλόγου, αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου και των Γενικών Συνελεύσεων αυτού, δ) … ε) θίγει το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. 2. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικηγόρου αποτελούν: α) ... β) ... γ) Η εν γένει αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά του. δ) ... 3. ...». Στη συνέχεια, μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, το  πρώτο  εδάφιο  της § 1 του άρθρου 140 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 του ν. 4745/2020 και έχει ως εξής: «1. Το πειθαρχικό παράπτωμα έχει αυστηρώς προσωποπαγή χαρακτήρα και συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του δικηγόρου, που μπορεί να του καταλογιστεί εφόσον αυτή: ...».

15. Επειδή, περαιτέρω, στον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως εγκρίθηκε με την από 4.1.1980 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ και δημοσιεύθηκε στον Κώδικα Νομικού Βήματος (τόμος 1986), και εφαρμοζόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 41 περ. α εδ. β του ως άνω Κώδικα Δικηγόρων, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1 «Ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, και ένας από τους τρεις παράγοντες του τρίπτυχου της λειτουργίας και της απονομής της Δικαιοσύνης (Δικαστικοί Λειτουργοί, Δικηγόροι, Δικαστικοί υπάλληλοι). ...». Άρθρο 5 «Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση ν’ ασκεί το Λειτούργημά του με οδηγό τη συνείδησή του και το νόμο, να συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια και σύμφωνα με τις παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος, τόσο κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, όσο και στην ιδιωτική του ζωή. ...». Άρθρο 7 «Ο Δικηγόρος πρέπει κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του: α) ... β) Να καταβάλλει προσπάθεια για συμβιβαστική επίλυση των διαφορών. γ) Να υπερασπίζεται τις υποθέσεις που αναλαμβάνει με ευθύτητα, ευσυνειδησία και επιμέλεια. δ) ... ε) Να τηρεί ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων, τόσο στις προφορικές, όσο και στις γραπτές δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, όχι μόνον προς τον αντίδικο συνάδελφο, αλλά και προς τους αντίδικους διαδίκους, τους μάρτυρες και όλους τους παράγοντες της δίκης, της διαιτησίας, του συμβιβασμού και κάθε άλλης διαδικασίας. ... θ) Ν’ αποφεύγει κάθε στρεψοδικία και κακόπιστες ενέργειες και να περιφρουρεί πάντοτε το κύρος του Δικηγορικού Λειτουργήματος». Άρθρο 38 «α) Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση ν’ αποφεύγει κάθε επικοινωνία με τον αντίδικο και κάθε συζήτηση σχετική με την υπόθεση, χωρίς την έγκριση του εντολέα του. Αν ο αντίδικος έχει αναθέσει την υπόθεση σε Δικηγόρο, σε κάθε σχετική συζήτηση πρέπει να καλείται και ο Δικηγόρος του. β) Απαγορεύεται στο Δικηγόρο, στον οποίο ανατέθηκε η υπεράσπιση μιας υποθέσεως, ν’ απευθύνει τηλεφωνήματα ή επιστολές μ’ εκβιαστικό ή απειλητικό περιεχόμενο στον αντίδικό του. Επιτρέπεται μόνον ν’ ανακοινώσει στον αντίδικο ότι του ανατέθηκε η άσκηση των νόμιμων ενεργειών και να τον καλέσει να τακτοποιήσει, αν θέλει, εξώδικα την υπόθεση. γ) ... .ε) Ο Δικηγόρος πρέπει να σέβεται τον αντίδικό του και να συμπεριφέρεται προς αυτόν με ευγένεια. Ν’ αποφεύγει προσβλητικές φράσεις και γενικά οξύτητα εκφράσεων, καθώς και κάθε υποτιμητική για τον αντίδικο ενέργεια ή διατύπωση, που δεν είναι αναγκαία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του. στ) ... ζ) ... ». Άρθρο 39 «Ο Δικηγόρος πρέπει όχι μόνο κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, αλλά και στον ιδιωτικό του βίο να έχει αξιοπρέπεια, ώστε να μην προκαλούνται σχόλια και δυσφήμιση σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος. ...». Άρθρο 40 «Η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Κώδικα Δικηγόρων ή άλλους νόμους και από τον Κώδικα Δεοντολογίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 66 έως 79 του Κώδικα Δικηγόρων».

16. Επειδή, οι αιτούντες, με την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώνεται με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, προβάλλουν ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά δεν υπάγονται στο πραγματικό οιουδήποτε κανόνα δικαίου που να συγκροτεί πειθαρχικό παράπτωμα. Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς τους, από τα άρθρα 7 περ. β και 38 περ. β και ε του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος σε συνδυασμό με το άρθρο 36 § 1 του Κώδικα Δικηγόρων τόσο υπό την αρχική μορφή της εν λόγω παραγράφου όσο και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 56 του ν. 4745/2020 δεν προκύπτει απαγόρευση ή ποσοτικός περιορισμός στην απ’ ευθείας τηλεφωνική επικοινωνία του δικηγόρου με τον οφειλέτη του εντολέα του κατά τη διαμεσολάβησή του για αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης σε υπόθεση δεκτική συμβιβασμού που του έχει ανατεθεί και υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι οι επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές επαφές διενεργούνται με ευπρέπεια. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως υποστηρίζεται, η πέραν της μίας φοράς τηλεφωνική επικοινωνία της τρίτης από τους αιτούντες, μέσω υπαλλήλου της δικηγορικής εταιρείας, με τον εγκαλούντα Α.Κ. χωρίς να αποδίδεται, σύμφωνα με τα στοιχεία της πειθαρχικής δικογραφίας, ο,τιδήποτε επιλήψιμο στην εν λόγω επικοινωνία δεν συνιστά, εν όψει και των διδαγμάτων της κοινής πείρας σχετικώς με τη φύση της διαφοράς (καταβολή ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών σε τράπεζα), υπέρβαση των ορίων κατά την επιδίωξη εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς και, κατ’ ακολουθίαν τούτων, δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σε αυτούς πειθαρχικό παράπτωμα.

17. Επειδή, στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται και η διαμεσολάβησή του για αναζήτηση συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς στο πλαίσιο του νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 36 § 1 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ, άλλωστε, το άρθρο 56 του ν. 4745/ 2020 που μνημονεύεται στο δικόγραφο πρόσθετων λόγων και με το οποίο αντικαταστάθηκε η πιο πάνω παράγραφος, ανεξαρτήτως ότι δεν καταλαμβάνει την ένδικη διαφορά, πάντως δεν προστίθεται με αυτό νέα ουσιαστική ρύθμιση στην ως άνω διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων, απλώς, αυτή διευκρινίζεται και αναπτύσσεται περισσότερο. Όμως, αν κατά την άσκηση του ως άνω έργου του δικηγόρου και, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το δικηγορικό επάγγελμα έχει τον χαρακτήρα δημοσίου λειτουργήματος που συνδέεται, ως εκ της φύσεώς του, με την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης, το κύρος της οποίας πρέπει να διαφυλάσσεται, ο δικηγόρος επιδείξει συμπεριφορά μη συμβατή με τη δεοντολογία του δικηγορικού λειτουργήματος, τότε στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς (πρβλ. ΣτΕ 2236/ 2019, 325/2018 κ.ά.). Τέτοια, μάλιστα, συμπεριφορά, με την οποία παραβιάζονται τα άρθρα 5, 36 § 1 εδ. τρίτο, 37 § 3 περ. α και β και 41 του ΚΔικ, καθώς και τα άρθρα 5, 7 περ. γ και ε και 38 περ. β και ε του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, μπορεί να αποτελέσει και η προφορική επικοινωνία του δικηγόρου απ’ ευθείας με τον οφειλέτη του εντολέα του, η οποία επαναλαμβάνεται με συστηματικό τρόπο χωρίς περαιτέρω έγγραφη όχληση και εφόσον δεν προκύπτει σαφώς ότι και τα δύο μέρη επιθυμούν την προφορική επικοινωνία με σκοπό την επίτευξη εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Κατόπιν τούτων, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους αιτούντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξ άλλου, η διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 41 του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος που προστέθηκε με την από 11.11.2014 απόφαση του Δ.Σ. του ΔΣΑ, με την οποία προβλέφθηκε ως αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα η όχληση από τον δικηγόρο και δη τηλεφωνικά του οφειλέτη του εντολέα του πέραν της μιας φοράς προς ενημέρωση της οφειλής του και διερεύνηση της δυνατότητας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, την οποία το πρώτον επικαλείται ο καθ’ ου με την ΕΠ …/26.3.2021 συμπληρωματική έκθεση απόψεων προς το Δικαστήριο, ουδεμία επιρροή ασκεί στην κρινόμενη υπόθεση, προεχόντως για τον λόγο ότι αυτή δεν λήφθηκε υπόψη και δεν εφαρμόσθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

18. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούνται αιτιολογίας, καθόσον δεν προσδιορίζονται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα ο χρόνος και το περιεχόμενο των τηλεφωνικών κλήσεων που στοιχειοθετούν την αποδοθείσα σε έκαστο των αιτούντων αναξιοπρεπή συμπεριφορά, αλλά, αντιθέτως, έγιναν δεκτοί ακρίτως οι ισχυρισμοί του εγκαλούντος.

19. Επειδή, η διττή φύση του δικηγορικού λειτουργήματος (δημόσιο λειτούργημα και ελευθέριο επάγγελμα) δεν παραλλάσσει όταν τούτο ασκείται από δικηγορική εταιρεία, η οποία αποτελεί ειδική μορφή άσκησης δικηγορίας κατά τα οριζόμενα στο Τμήμα Γ΄ του Κεφαλαίου Ε΄ του Κώδικα Δικηγόρων. Ειδικότερα, από τη συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του ως άνω Κώδικα [Κεφάλαια Α΄ «Γενικό Μέρος» (άρθρα 1-9) και Δ΄ «Δικαιώματα και Υποχρεώσεις του Δικηγόρου» (άρθρα 34-41)] προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν ή από άλλους νόμους και από τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος δεσμεύουν και τη δικηγορική εταιρεία, καθώς και τα μέλη της, η δε παράβαση των εν λόγω υποχρεώσεων αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα που τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Πειθαρχικού Δικαίου του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο ορίζεται ρητώς στο άρθρο 40 του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος. Κατόπιν τούτου, όταν, στο πλαίσιο χειρισμού συγκεκριμένης υπόθεσης, τελείται πειθαρχικό παράπτωμα, όπως η επίδειξη συμπεριφοράς μη συμβατής με τη δεοντολογία του δικηγορικού επαγγέλματος, από τον δικηγόρο είτε εταίρο (διαχειριστή ή μη), είτε εξωτερικό συνεργάτη δικηγορικής εταιρείας, υπέχει πειθαρχική ευθύνη ο ίδιος ο δικηγόρος - χειριστής της υπόθεσης εν όψει της αρχής του προσωποπαγούς χαρακτήρα της πειθαρχικής ευθύνης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο πρώτο εδάφιο της § 1 του άρθρου 140 του Κώδικα Δικηγόρων, ακόμη και όταν για την τέλεση του παραπτώματος διενεργούνται διαδικαστικές πράξεις από τους βοηθούς αυτού-μη δικηγόρους (υπαλλήλους). Εν όψει των ανωτέρω, η αντικατάσταση της ως άνω διάταξης της § 1 του άρθρου 140 του Κώδικα Δικηγόρων με το άρθρο 57 του ν. 4745/2020 ουδεμία νέα κανονιστική ρύθμιση εισάγει με τη ρητή αναγνώριση της αυστηρώς προσωποπαγούς φύσης του πειθαρχικού παραπτώματος. Περαιτέρω, εκτός από τα μέλη-εταίρους και τους συνεργάτες-μη εταίρους της δικηγορικής εταιρείας, και η ίδια η εταιρεία, κατά νόμον εντολοδόχος όλων των νομικών υποθέσεων που ανατίθενται στα μέλη και στους συνεργάτες της, σύμφωνα με τα άρθρα 48 § 4 και 55 § 1 του Κώδικα Δικηγόρων, δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος κατά τον Κώδικα Δικηγόρων, άλλους ειδικούς νόμους και τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος. Συγκεκριμένα, όταν τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα δέχονται ως πειθαρχικώς ελεγκτέα, συμπεριφορά η οποία δεν αφορά τον χειρισμό μίας συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά τη λειτουργία της δικηγορικής εταιρείας κατά τρόπο που δεν συνάδει με το δημόσιο λειτούργημα που ασκούν, κατά τα προεκτεθέντα, οι εν λόγω εταιρείες, όπως όταν, στο πλαίσιο εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς που εμπίπτει στο έργο του δικηγόρου (βλ. άρθρα 36 και 37 του Κώδικα Δικηγόρων, καθώς και 7 και 38 του Κώδικα Δεοντολογίας), επιδεικνύεται συμπεριφορά που προσιδιάζει στον σκοπό ο οποίος επιδιώκεται από τις κεφαλαιουχικές εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις (άρθρο 3 του ν. 3758/2009 - Α΄ 68), τότε τίθεται ζήτημα ευθύνης του νομίμου εκπροσώπου της. Στην εν λόγω περίπτωση, η εφαρμογή των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου του Κώδικα Δικηγόρων στον διαχειριστή της δικηγορικής εταιρείας την οποία αυτός διοικεί και διαχειρίζεται, δεν είναι αντίθετη στο άρθρο 140 § 1 του εν λόγω Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 57 του ν. 4745/2020, ούτε  στο  άρθρο  153 § 1 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4745/2020. Και τούτο, διότι παραβάσεις της δικηγορικής εταιρείας σε οργανωτικό και δομικό επίπεδο, οι οποίες, από τη φύση τους, δεν αφορούν και δεν μπορούν να αποδοθούν στον μεμονωμένο χειρισμό συγκεκριμένης υπόθεσης από δικηγόρο είτε εταίρο (διαχειριστή ή μη), είτε συνεργάτη της εταιρείας, εμπίπτουν στη διαχειριστική αρμοδιότητα του διαχειριστή αυτής και, άρα, συνδέονται ευθέως με το πρόσωπό του. Επίσης, η ως άνω διάταξη του άρθρου 62 του ν.4745/2020 ουδεμία νέα κανονιστική ρύθμιση εισάγει, αλλά, κατ’ ουσίαν, επαναλαμβάνει τον προσωποπαγή χαρακτήρα της πειθαρχικής ευθύνης, εφόσον, ναι μεν μόνη η ιδιότητα του διαχειριστή δεν αρκεί για πειθαρχικό έλεγχο αυτού για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη της εταιρείας ως εντολοδόχου συγκεκριμένων νομικών υποθέσεων, δεν αποκλείεται όμως η πειθαρχική ευθύνη αυτού για παραβάσεις της δικηγορικής εταιρείας που εμπίπτουν στη σφαίρα διαχείρισης των εργασιών της, και, ως εκ τούτου, συνδέονται, κατά τα ανωτέρω, ευθέως με το πρόσωπό του. Άλλωστε, για τον λόγο αυτόν, κατά τα προεκτεθέντα, ο εταίρος-μη διαχειριστής της δικηγορικής εταιρείας ο οποίος έχει μεν το δικαίωμα, κατά το άρθρο 54 § 1 του Κώδικα Δικηγόρων, της αυτοπρόσωπης πληροφόρησης για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων σχετικά με τη διαχείριση, αλλά δεν έχει ο ίδιος αρμοδιότητα διοίκησης και εκπροσώπησης της εταιρείας, ευθύνεται πειθαρχικώς μόνο για παράβαση στο πλαίσιο νομικών υποθέσεων που χειρίζεται ο ίδιος, την ίδια δε πειθαρχική ευθύνη υπέχει και ο συνεργάτης δικηγόρος-μη εταίρος.

20. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου είναι προσωπική και θεμελιώνεται όταν αυτός, στο πλαίσιο χειρισμού συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν τηρεί τις απορρέουσες από την εν γένει νομοθεσία περί δικηγόρων υποχρεώσεις διενεργώντας πειθαρχικώς επιλήψιμες πράξεις ή παραλείψεις. Κατόπιν τούτου και υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα, νομίμως και επαρκώς θεμελιώνεται η πειθαρχική ευθύνη της τρίτης από τους αιτούντες - εξωτερικής συνεργάτη της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «Ω και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία», καθόσον στις προσβαλλόμενες αποφάσεις εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, προσδιοριζόμενα κατά περιεχόμενο και χρόνο βάσει των στοιχείων των οικείων φακέλων, που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου σε αυτήν πειθαρχικού παραπτώματος· κατόπιν τούτου, καθίσταται σαφής η πραγματική βάση, επί της οποίας ερείδεται η επίδικη κρίση και η επιβληθείσα στην ανωτέρω ποινή, στην οποία κατέληξε το πειθαρχικό συμβούλιο. Κατά τα λοιπά, απαραδέκτως αμφισβητείται η ακυρωτικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του ως άνω πειθαρχικού οργάνου, καθώς και η εκτίμηση από αυτό του αποδεικτικού υλικού. Είναι δε, κατόπιν των ανωτέρω, απορριπτέα όσα προβάλλονται περί ανάγκης διενέργειας συμπληρωματικής ανάκρισης κατά το άρθρο 154 του Κώδικα Δικηγόρων. Περαιτέρω, αναφορικά με τους λοιπούς δύο αιτούντες, οι οποίοι είναι εταίροι στην ως άνω δικηγορική εταιρεία (ο πρώτος από αυτούς και διαχειριστής της), το πειθαρχικό συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη, όπως αναφέρεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, τα στοιχεία των πειθαρχικών δικογραφιών και το σύνολο των εγγράφων, συνήγαγε την κρίση ότι οι ανωτέρω από κοινού με την τρίτη αιτούσα προέβησαν στις προαναφερθείσες ενέργειες κατά τον χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης, καθόσον δέχθηκε ότι με τη συνδρομή συνεργατών του γραφείου τους επικοινώνησαν κατ’ επανάληψη τηλεφωνικώς με τον εγκαλούντα ασκώντας σε αυτόν ψυχολογική πίεση προς επίτευξη του επιδιωκόμενου συμβιβασμού, με αποτέλεσμα οι εν λόγω ενέργειες να στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε καθένα από αυτούς πειθαρχικώς επιλήψιμη συμπεριφορά. Όμως, λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων εγγράφων, τα οποία εκτιμήθηκαν ως περιληφθέντα στους οικείους πειθαρχικούς φακέλους, και ειδικότερα, α) των από 23.2.2016 και από 4.3.2016 κρίσιμων, εν προκειμένω, αναφορών του εγκαλούντος, στις οποίες μνημονεύεται ειδικώς το όνομα της τρίτης αιτούσας ως εγκαλουμένης - χειρίστριας της υπόθεσής του, β) του από 25.4.2016 υπομνήματος της ανωτέρω και του από 8.12.2016 κοινού με τους λοιπούς αιτούντες υπομνήματος στο πλαίσιο των διενεργηθεισών άτυπων προκαταρκτικών εξετάσεων, σύμφωνα με τα οποία η συγκεκριμένη υπόθεση ανατέθηκε μόνο στην τρίτη αιτούσα, η δε υπάλληλος που επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εγκαλούντα ήταν «άμεση συνεργάτης» της· επίσης, στο ως άνω από 8.12.2016 κοινό υπόμνημα οι δύο πρώτοι αιτούντες αμφισβήτησαν τη συμμετοχή τους στον χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης, γ) των από 14.6.2016 και από 15.6.2017 εισηγήσεων των διενεργησάντων την προκαταρκτική εξέταση για τις πιο πάνω δύο αναφορές με τις οποίες έγινε δεκτό ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, η τρίτη αιτούσα «ενεργούσε κατ' εντολή και για λογαριασμό της [δικηγορικής εταιρείας]» και δ) του από 15.2.2018 κατηγορητηρίου, στο οποίο αναφέρεται ότι ο εγκαλών είχε δεχθεί κλήσεις από το δικηγορικό γραφείο των εγκαλουμένων «είτε δια συνεργατών του δικηγορικού γραφείου των δικηγόρων ή υπαλλήλων μη δικηγόρων», δεν καθίσταται σαφής η πραγματική βάση, επί της οποίας ερείδεται η επίδικη κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου όσον αφορά την εμπλοκή των ανωτέρω δύο αιτούντων κατά τον χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη. Και τούτο, διότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν περιγράφουν σαφώς, βάσει των στοιχείων των φακέλων, τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν, εν προκειμένω, την πειθαρχικώς επιλήψιμη συμπεριφορά αυτών, δηλαδή επανειλημμένες από μέρους τους τηλεφωνικές οχλήσεις προς τον οφειλέτη-εγκαλούντα μέσω συνεργατών του γραφείου τους. Εξ άλλου, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι αποδόθηκε στους ανωτέρω πειθαρχική ευθύνη κατ’ επίκληση της από 02.01. 2013 σύμβασης εντολής μεταξύ της τράπεζας A. και της πιο πάνω δικηγορικής εταιρείας, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την εν γένει νομική διαχείριση των υποθέσεων της εντολέως της, πέραν του ότι στην εν λόγω σύμβαση δεν περιγράφονται πειθαρχικώς κολάσιμες ενέργειες (όπως ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης της εντολοδόχου εταιρείας για εξώδικη επίλυση των διαφορών της εντολέως της δι’ επανειλημμένων τηλεφωνικών κλήσεων προς τον οφειλέτη της και άσκηση σε αυτόν ψυχολογικής πίεσης), ούτε, άλλωστε, μπορούν να συναχθούν από αυτήν. Περαιτέρω, από τον φάκελο της υπόθεσης δεν προκύπτουν στοιχεία μη αφορώντα μεν τον χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά τη λειτουργία της δικηγορικής αυτής εταιρείας κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δημόσιο λειτούργημα που ασκούν οι εν λόγω εταιρείες, τα οποία, μόνο σε σχέση με τον πρώτο από τους αιτούντες λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, θα μπορούσαν να θεμελιώσουν, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, πειθαρχικώς επιλήψιμη συμπεριφορά αυτού και ευθύνη του για παραβάσεις της δικηγορικής εταιρείας σε οργανωτικό και δομικό επίπεδο. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, ναι μεν η δικηγορική εταιρεία αποτελεί οπωσδήποτε τον εντολοδόχο κάθε εντολής για παροχή νομικής υπηρεσίας (βλ. άρθρα 55 § 1 και 48 § 4 του Κώδικα Δικηγόρων), όμως, κάθε δικηγόρος, είτε διαχειριστής, είτε εταίρος, είτε συνεργάτης αυτής διαθέτει ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης που αναλαμβάνει χωρίς να υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον νόμο (βλ. άρθρο 5 περ. ε του πιο πάνω Κώδικα), ως αρωγός δε της δικαιοσύνης καλείται να παράσχει με επιστημονική ανεξαρτησία (βλ. άρθρο 48 § 1 του πιο πάνω Κώδικα) τη νομική προστασία που χρειάζεται ο εντολέας. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι οι έγγραφες εντολές των εντολέων - πελατών προς τη δικηγορική εταιρεία λογίζεται, κατά νόμον, ότι παρέχονται σε αυτήν, δεν μπορεί, σε περίπτωση ανάθεσης διεξαγωγής συγκεκριμένης υπόθεσης σε δικηγόρο που συνεργάζεται με την κατά νόμο εντολοδόχο δικηγορική εταιρεία, να οδηγήσει άνευ ετέρου στην κατά τεκμήριο στοιχειοθέτηση πειθαρχικής ευθύνης του διαχειριστή, πολλώ μάλλον του απλού εταίρου αυτής. Ειδικότερα, στην ένδικη υπόθεση, η δέσμευση που ανέλαβε η τρίτη από τους αιτούντες δυνάμει της από 01.04.2007 σύμβασης έμμισθης εντολής που συνήψε με την προαναφερθείσα δικηγορική εταιρεία ότι έχει «την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες της για την επίλυση όλων των νομικών υποθέσεων των πελατών της εντολέως της και … να προσφέρει τις υπηρεσίες της κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στη φύση των εργασιών και τις ανάγκες της εντολέως της» δεν καθιστά αυτομάτως πειθαρχικώς ελεγκτέους τους ως άνω δύο αιτούντες στην περίπτωση κατά την οποία, όπως στην προκείμενη, η ανωτέρω δεν τήρησε τις κατά νόμο υποχρεώσεις της κατά τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης υπόθεσης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του εγκαλούντος που της είχε ανατεθεί, και για την οποία είχε δοθεί εντολή από την εντολέα τράπεζα προς την εντολοδόχο αυτής δικηγορική εταιρεία των ανωτέρω αιτούντων. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής και Β. Ανδρουλάκης και η Πάρεδρος Σ. Παπακωνσταντίνου. Σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα άποψη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, α. οι δύο πρώτοι αιτούντες συμμετείχαν ως εταίροι σε δικηγορική εταιρεία (εκ των οποίων ο πρώτος με την ιδιότητα του διαχειριστή της), β. η δε τρίτη εκ των αιτούντων, σύμφωνα με την από 1.4.2007 σύμβαση έμμισθης εντολής, προσλήφθηκε από την εν λόγω δικηγορική εταιρεία «ως δικηγόρος με έμμισθη εντολή παροχής νομικών υπηρεσιών για αόριστο χρόνο με πάγια μηνιαία αμοιβή», ανέλαβε δε την «υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες της για την επίλυση όλων των νομικών υποθέσεων των πελατών της εντολέως» και δεσμεύθηκε «να προσφέρει τις υπηρεσίες της κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στη φύση των εργασιών και τις ανάγκες της εντολέως», γ. η Τράπεζα Α. (πρώην Ε. Τράπεζα) ανέθεσε στο δικηγορικό γραφείο των αιτούντων την παροχή νομικών υπηρεσιών για τις υποθέσεις της και την εν γένει εξωδικαστική και δικαστική διαχείριση των υποθέσεών της, μεταξύ δε των υποθέσεων που ανατέθηκαν στο εν λόγω δικηγορικό γραφείο είναι η υπόθεση ληξιπρόθεσμης οφειλής που απέρρεε από την από 4.12.1998 σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας που είχε συνάψει ο εγκαλέσας με την πρώην Ε. Τράπεζα, με σκοπό, κατ’ αρχάς, την εξωδικαστική επίλυση της υποθέσεως, δ. κατά τη συνεκδίκαση των επίδικων υποθέσεων, το πειθαρχικό συμβούλιο, από τα στοιχεία των πειθαρχικών δικογραφιών, το σύνολο των εγγράφων και την ενώπιόν του ακροαματική διαδικασία, συνήγαγε ότι οι εγκαλούμενοι και ήδη αιτούντες «επικοινώνησαν με τον εγκαλέσαντα με σκοπό …», «ανέθεσαν σε συνεργάτη του γραφείου τους να επικοινωνήσει … και να μεταφέρει την πρόταση», ότι ο εγκαλέσας «τους ενημέρωσε ότι θα μετέβαινε σε κάποιο κατάστημα τράπεζας …», ότι «παρ’ όλα αυτά οι εγκαλούμενοι μέσω των συνεργατών τους, συνέχιζαν να τον καλούν … μάλιστα η κα. Β επικοινώνησε στις αρχές Φεβρουαρίου για τρεις συνεχόμενες ημέρες … πιέζοντάς τον έτσι ψυχολογικά ώστε να αποδεχθεί την πρόταση. Παράλληλα του έστειλαν και μήνυμα …» και ότι οι τηλεφωνικές αυτές οχλήσεις προς τον εγκαλέσαντα συνεχίστηκαν μέχρι τις 3.3.2016 (σύμφωνα με την …/2018 προσβαλλόμενη απόφαση) και μέχρι τις 22.3.2016 (σύμφωνα με την …/2018 προσβαλλόμενη απόφαση). Με τα δεδομένα αυτά οι προσβαλλόμενες αποφάσεις φέρουν νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, δεδομένου ότι περιλαμβάνουν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την πειθαρχικώς επιλήψιμη, αναξιοπρεπή και θίγουσα το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος, συμπεριφορά εκάστου εκ των αιτούντων. Και τούτο, διότι κατά την ανέλεγκτη ακυρωτικώς ουσιαστική κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου διαπιστώθηκε ότι, στο πλαίσιο των αναφερθεισών συμφωνιών, οι αιτούντες προέβησαν από κοινού, δηλαδή συνέπραξαν στις προπεριγραφείσες ενέργειες (με χρήση συνεργατών [γραμματέως] και των μέσων [τηλεφώνου] του δικηγορικού γραφείου τους), οι οποίες συνιστούν ψυχολογική πίεση προς τον οφειλέτη - εγκαλέσαντα, προσδιοριζόμενες συγκεκριμένα κατά περιεχόμενο και κατά χρόνο, που εντάσσονται στην παροχή υπηρεσιών εν γένει διαχειρίσεως των υποθέσεων της μνησθείσας Τράπεζας που ανέλαβε το γραφείο των δύο πρώτων εκ των αιτούντων και στην παροχή υπηρεσιών για την επίλυση όλων των νομικών υποθέσεων των πελατών της εν λόγω δικηγορικής εταιρείας που ανέλαβε η τρίτη εκ των αιτούντων. Με τις ενέργειες αυτές οι αιτούντες δεν τήρησαν τις αναφερθείσες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία περί δικηγόρων, μεταξύ των οποίων (βλ. 17η σκέψη) είναι η υποχρέωση διαφυλάξεως του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος και ειδικότερα η αποφυγή προφορικής επικοινωνίας με τον οφειλέτη του εντολέα των δικηγόρων που επαναλαμβάνεται με συστηματικό τρόπο και εφόσον δεν προκύπτει σαφώς ότι και τα δύο μέρη επιθυμούν την προφορική αυτή επικοινωνία με σκοπό την επίτευξη εξωδικαστικής επιλύσεως της διαφοράς, όπως συνέβη εν προκειμένω με τις προπεριγραφείσες επίδικες ενέργειες με τις οποίες ασκήθηκε ψυχολογική πίεση στον οφειλέτη - εγκαλέσαντα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Άλλωστε, η νόμιμη και επαρκής θεμελίωση της πειθαρχικής ευθύνης της τρίτης εκ των αιτούντων δεν μπορεί να στηριχθεί σε εκ μέρους της «συνομολόγηση» τελέσεως από αυτήν των επίδικων παραπτωμάτων. Και τούτο, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις απέδωσαν σε αυτήν πειθαρχική ευθύνη με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά με τους άλλους δύο αιτούντες, που συνιστούν, κατά την κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου, σύμπραξή τους στη διενέργεια των επιλήψιμων ενεργειών, χωρίς να στηρίζονται ειδικά για την εν λόγω αιτούσα σε εκ μέρους της «συνομολόγηση» της διενέργειας από αυτήν των σχετικών πράξεων, «συνομολόγηση» που δεν μπορεί παραδεκτώς ο ακυρωτικός δικαστής να συναγάγει από τα στοιχεία του φακέλου, διότι προϋποθέτει κατ’ ουσίαν εξέταση της υποθέσεως. Σε κάθε περίπτωση, η εκδοχή ότι αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς από την Διοίκηση η πειθαρχική ευθύνη, αυτοτελώς, της τρίτης εκ των αιτούντων, θα είχε ως συνέπεια να θεμελιώνεται νομίμως και επαρκώς και η πειθαρχική ευθύνη των δύο πρώτων αιτούντων. Και τούτο, διότι οι πειθαρχικά επιλήψιμες ενέργειες της τρίτης εκ των αιτούντων αφορούν παροχή υπηρεσιών για την επίλυση των νομικών υποθέσεων των πελατών της δικηγορικής εταιρείας των δύο πρώτων αιτούντων, και συγκεκριμένα της Τράπεζας ... Bank (πρώην ... Τράπεζας) σχετικά με την ληξιπρόθεσμη οφειλή του εγκαλέσαντος, εντάσσονται δε στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών που ανέλαβε η εν λόγω αιτούσα έναντι της δικηγορικής εταιρείας των δύο πρώτων αιτούντων με την από 1.4.2007 σύμβαση, με τη δέσμευση να τις προσφέρει «κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στη φύση των εργασιών και τις ανάγκες» της εν λόγω δικηγορικής εταιρείας. Κατά συνέπεια, κατά τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης υποθέσεως της ληξιπροθέσμης οφειλής που αφορούσε η εντολή της μνησθείσας Τράπεζας που είχε δοθεί στο γραφείο των δύο πρώτων αιτούντων, η οποία διενεργήθηκε με τις προαναφερθείσες ενέργειες της εντολοδόχου τους, τρίτης εκ των αιτούντων, οι δύο αυτοί αιτούντες ευθύνονται πειθαρχικά, ως εντολοδόχοι της Τράπεζας, λόγω της μη τηρήσεως εκ μέρους τους, κατά την εκτέλεση της εντολής προς αυτούς, όλων των προαναφερθεισών υποχρεώσεων που απορρέουν από τη νομοθεσία περί δικηγόρων και ειδικότερα της υποχρεώσεως αποφυγής ενεργειών που συνιστούν άσκηση ψυχολογικής πιέσεως στον οφειλέτη - εγκαλέσαντα, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι δύο αυτοί αιτούντες δεν ισχυρίζονται συγκεκριμένα ότι οι αναφερθείσες ενέργειες της τρίτης εκ των αιτούντων εκφεύγουν των ορίων της εντολής του γραφείου τους προς την εν λόγω δικηγόρο. Επί πλέον, η υποχρέωση συμπεριφοράς των δικηγόρων με αξιοπρέπεια και με τρόπο που δεν θίγει το κύρος του λειτουργήματός τους κατά την εκπλήρωση καθηκόντων τους στο πλαίσιο εκτελέσεως εντολής που τους έχει δοθεί δεν μπορεί να συγκαλύπτεται με την ανάθεση χειρισμού της υποθέσεως, που αφορά η εντολή, σε άλλον συνεργάτη τους, ο οποίος προβαίνει σε ενέργειες αναξιοπρεπείς και θίγουσες το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος, έχοντας αναλάβει τη δέσμευση να προσφέρει τις υπηρεσίες του κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στη φύση των εργασιών και τις ανάγκες του δικηγορικού γραφείου τους. Και τούτο, διότι κατά τον τρόπο αυτόν η ευθύνη που βαρύνει τους εντολοδόχους δικηγόρους για την εκτέλεση της εντολής κατά τρόπο σύμφωνο με τις αναφερθείσες διατάξεις του κώδικα δικηγόρων και του κώδικα δεοντολογίας του δικηγορικού λειτουργήματος, θα μετετίθετο σε συνεργάτη τους δικηγόρο παρά την υποχρέωσή τους να ασκούν τα καθήκοντά τους με ευθύτητα, ευσυνειδησία και με αποφυγή κάθε κακόπιστης ενέργειας, σύμφωνα με τις αναφερθείσες διατάξεις, όπως εν προκειμένω. Πάντως η πειθαρχική ευθύνη του πρώτου εκ των αιτούντων θεμελιώνεται νομίμως και επαρκώς στην ιδιότητά του ως διαχειριστή της εν λόγω δικηγορικής εταιρείας, δεδομένου ότι από τα προαναφερθέντα προκύπτει επαναλαμβανόμενος και συστηματικός χειρισμός δικηγορικής υποθέσεως κατά παράβαση του νόμου (κώδικα δικηγόρων σε συνδυασμό με τον σχετικό κώδικα δεοντολογίας), αφού η τρίτη εκ των αιτούντων ενήργησε βάσει της από 1.4.2007 συμβάσεως που περιέχει την υποχρέωσή της να παρέχει τις υπηρεσίες της κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στην φύση των εργασιών και τις ανάγκες της εν λόγω δικηγορικής εταιρείας, όπως δεν αμφισβητείται. Πιο συγκεκριμένα, τα ανωτέρω εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του ως διαχειριστή της δικηγορικής εταιρείας σχετικά με τη λειτουργία της κατά την εκτέλεση της εντολής της Τράπεζας Α.**, αφορούν δε ευθύνη του για παραβάσεις της δικηγορικής εταιρείας που ανάγονται στη σφαίρα της δραστηριότητάς της και, ως εκ τούτου, θεμελιώνουν πειθαρχική ευθύνη στο πρόσωπό του. Συνεπώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά τη μειοψηφήσασα άποψη, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως προς όλους τους αιτούντες και πάντως ως προς τον πρώτο εκ των αιτούντων, Ε.