Επισκόπηση πρόσφατης Νομολογίας ΣτΕ 2024: Αποφάσεις και Τμημάτων με επιμέλεια Κωνσταντίνου Π. Σαμαρτζή
EΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣτΕ
Επιμέλεια: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Δικηγόρος
ΤΜΗΜΑΤΩΝ
1503/2024 (Δ΄ Τμ.) – Πρoεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος – Εισηγήτρια: Τ. Βαρουφάκη, Πάρεδρος
Προσυμβατικό στάδιο δημόσιων διαγωνισμών. Αρμοδιότητα. Ναι μεν, όταν ένα σχέδιο αγοράς μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων υπηρεσιών κατά τμήματα, λαμβάνεται μεν υπ’ όψη, όσον αφορά το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η εκτιμώμενη συνολική αξία των τμημάτων αυτών, για την εφαρμογή, όμως, των περί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των δικαστηρίων διατάξεων του εθνικού δικαίου δεν γίνεται τέτοιος υπολογισμός, βασιζόμενος στη συνολική εκτιμώμενη αξία.
Προληπτικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δικαστικός έλεγχος από τα διοικητικά δικαστήρια. Οι αποφάσεις όλων των αρμοδίων σχηματισμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες εκδίδονται στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας δεν αποτελούν αποφάσεις δικαστικές και δεν υποκαθιστούν τον δικαστικό έλεγχο που ασκείται από τα αρμόδια δικαστήρια, όπως το ΣτΕ, επί της διαδικασίας που καταλήγει στη σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων. Και ναι μεν αποκλείεται η ευθεία προσβολή ενώπιον του ΣτΕ απόφασης οποιουδήποτε σχηματισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του ως άνω προληπτικού ελέγχου, οι πράξεις, όμως, της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, οι οποίες εκδίδονται σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσβάλλονται παραδεκτώς ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από όσα έκρινε το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση της ανωτέρω, μη δικαιοδοτικής, αλλά διοικητικής (ελεγκτικής) αρμοδιότητάς του.
Μη δέσμευση της ΕΑΔΗΣΥ από τις κρίσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η ΕΑΔΗΣΥ οφείλει να εκφέρει ιδία αιτιολογημένη κρίση επί όλων των τιθέμενων ενώπιόν της ζητημάτων, μη δεσμευόμενη, όπως άλλωστε και το επιλαμβανόμενο, στη συνέχεια, αρμόδιο δικαστήριο, από τη μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του διενεργηθέντος προληπτικού ελέγχου. Και τούτο, διότι στην ΕΑΔΗΣΥ δεν έχει ανατεθεί απλώς ο έλεγχος νομιμότητας των σχετικών με τη διαδικασία σύναψης των συμβάσεων πράξεων, αλλά ο προδικαστικός έλεγχος των πράξεων αυτών και η αντιμετώπιση όλων των τιθέμενων ενώπιόν της ζητημάτων, προκειμένου οι σχετικές υποθέσεις να εισαχθούν εκκαθαρισμένες ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο καλείται να αποφανθεί με δύναμη δεδικασμένου για τα αγόμενα ενώπιόν του διοικητικής φύσης ζητήματα, μη δεσμευόμενο από την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του διενεργηθέντος προληπτικού ελέγχου[1].
1508/2024 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Μ. Φασιλάκη, Πάρεδρος
Δημόσιες συμβάσεις. Απόψεις της αναθέτουσας αρχής επί της προδικαστικής προσφυγής. Η προδικαστική προσφυγή περιέχει τις νομικές και πραγματικές αιτιάσεις που στοιχειοθετούν την προβαλλόμενη παρανομία. Η αναθέτουσα αρχή (ή, κατά περίπτωση, ο αναθέτων φορέας) δύναται να εκθέσει τις επί της προσφυγής απόψεις της, παραθέτοντας, μάλιστα, και συμπληρωματική αιτιολογία. Στη συνέχεια η ΕΑΔΗΣΥ, επιλαμβανομένη της εν λόγω προσφυγής, κρίνει αποκλειστικώς τα θιγόμενα με αυτήν θέματα, τους ισχυρισμούς και τα στοιχεία που επικαλούνται ο προσφεύγων, η αναθέτουσα αρχή και ο τυχόν παρεμβαίνων, περιοριζόμενη εντός του πλαισίου των προβαλλομένων με την προσφυγή αιτιάσεων και των ισχυρισμών προς αντίκρουσή τους, χωρίς να έχει εξουσία να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη ή να προβεί η ίδια στην οφειλομένη ενέργεια καθ’ υποκατάσταση της αναθέτουσας αρχής.
Αντίκρουση των απόψεων της αναθέτουσας αρχής από τον παρεμβαίνοντα. Δεν θεσπίζεται για τον παρεμβαίνοντα υποχρέωση αντίκρουσης της τυχόν βλαπτικής συμπληρωματικής αιτιολογίας, που περιέχεται στις απόψεις της αναθέτουσας αρχής επί της προδικαστικής προσφυγής, αντίστοιχη με την υποχρέωση του προσφεύγοντος επί ποινή οριστικοποίησης της επίμαχης αιτιολογίας. Διότι, ο τρίτος δικαιούται να ασκήσει αίτηση αναστολής και ακύρωσης κατά της απόφασης της ΕΑΔΗΣΥ, ανεξαρτήτως εάν έχει προηγουμένως ασκήσει παρέμβαση προς διατήρηση της ισχύος προσβαλλόμενης με την προσφυγή πράξης. Στην περίπτωση αυτήν, ο μη παρεμβάς τρίτος προβάλλει παραδεκτώς με την αίτηση αναστολής και ακύρωσης λόγους, προς αντίκρουση όσων δέχθηκε η ΕΑΔΗΣΥ επί του αχθέντος ενώπιόν της με την προσφυγή ζητήματος, όπως προσδιορίσθηκε κατά την προδικαστική διαδικασία και δίχως αυτό να μπορεί να μεταβάλλεται ή να διευρύνεται με νέες, αυτοτελείς αιτιάσεις. Το ίδιο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο για τον βλαπτόμενο, ο οποίος άσκησε μεν παρέμβαση ενώπιον της ΕΑΔΗΣY, δίχως όμως να αντικρούσει με υπόμνημα βλαπτική για τα συμφέροντά του αιτιολογία περιεχόμενη στις απόψεις της αρχής. Τούτο ισχύει με τον περιορισμό ότι, όσον αφορά την επίμαχη συμπληρωματική αιτιολογία, δεν μπορεί να γίνει κατ’ επίκληση, το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου, πραγματικών περιστατικών και ουσιαστικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προβληθεί ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ [Μειοψηφία].
Ανακριβής δήλωση στο ΕΕΕΣ. Ανακριβής δήλωση του διαγωνιζομένου σχετικά με τη (μη) συνδρομή λόγων αποκλεισμού, η οποία περιλαμβάνεται στο υποβαλλόμενο ΕΕΕΣ, συνεπάγεται, με τη διαπίστωσή του, την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να θέσει εκτός διαγωνισμού τον διαγωνιζόμενο, η δήλωση του οποίου δια του ΕΕΕΣ διαπιστώνεται ότι είναι αντικειμενικά ανακριβής. Εφ’ όσον δε κρίσιμος χρόνος για τον εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής έλεγχο και διαπίστωση της συνδρομής ή μη του λόγου αποκλεισμού στο πρόσωπο του διαγωνιζομένου, κατ’ εκτίμηση των παρατιθέμενων από αυτόν στοιχείων, είναι ο χρόνος υποβολής του ΕΕΕΣ, αυτός είναι και ο κρίσιμος χρόνος γένεσης του διαφορετικού και αυτοτελούς λόγου αποκλεισμού λόγω απόκρυψης πληροφοριών στις δηλώσεις διά του ΕΕΕΣ, ο οποίος δεν δύναται να αναιρεθεί μεταγενεστέρως με την παροχή συμπληρωματικών στοιχείων ή διευκρινίσεων σχετικά με τους λόγους, που τον οδήγησαν στην υποβολή τέτοιας δήλωσης.
■
1529/2024 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Ε. Αντωνόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ό. Ζύγουρα, Σύμβουλος
Απόρρητο των επικοινωνιών. Στις αρμοδιότητες της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) περιλαμβάνεται και η επιβολή κυρώσεων για την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως αν παρέχει υπηρεσίες σχετικές με την αλληλογραφία και την επικοινωνία ή σχετίζεται με την παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Η παραβίαση του απορρήτου επισύρει σε βάρος των παρόχων ταχυδρομικών υπηρεσιών τις κυρώσεις του άρθρου 11 του ν. 3115/2003, ακόμη και αν αυτοί έχουν μεν προβεί σε κάποιες ενέργειες προς διασφάλιση του απορρήτου και την αποτροπή των παραβιάσεων, οι ενέργειες όμως αυτές αποδεικνύονται κατ’ αποτέλεσμα ανεπαρκείς. Εφ’ όσον ορισμένο ζήτημα ρυθμίζεται από πολιτική Διασφάλισης του Απορρήτου των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών (ΠΔΑ ΤΥ), που έχει εκπονηθεί από τον πάροχο και εγκριθεί από την ΑΔΑΕ, η συμμόρφωση του παρόχου προς την υποχρέωσή του για τη διασφάλιση του απορρήτου θα κριθεί εν όψει του συνόλου των σχετικών συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων, αλλά και των κρίσιμων διατάξεων της ανωτέρω πολιτικής διασφάλισης του απορρήτου.
■
1532/2024 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Α. Ρωξάνα, Σύμβουλος
Αίτηση ακύρωσης πειθαρχικής ποινής μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία. Το γεγονός ότι η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή έχει ήδη εκτελεσθεί, δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι από την επιβολή της επίδικης πειθαρχικής ποινής υφίσταται, πέραν της περιουσιακής βλάβης, ηθική μείωση. Για τον ίδιο λόγο, το έννομο συμφέρον δεν επηρεάζεται ούτε από το ότι ο ελεγχόμενος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας.
Μυστικότητα διαδικασίας ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ). Ο κανόνας της μυστικότητας της ΕΔΕ συνιστά ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας, που διασφαλίζει αφ’ ενός την αποτελεσματικότητα, αντικειμενικότητα και αμεροληψία κατά τη συλλογή των στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού αδικήματος και την τυχόν παραπομπή του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η διάπραξή του και, αφ’ ετέρου, την προστασία των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων προσώπων. Ο κανόνας αυτός αφορά και την εξέταση των μαρτύρων. Συνεπώς, η παράσταση κατά την εξέταση μαρτύρων προσώπου άλλου πλην του διενεργούντος την ΕΔΕ, του γραμματέα και του μάρτυρα, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που καθιστά άκυρη την ΕΔΕ, καθώς και την περαιτέρω, θεμελιούμενη επ’ αυτής, πειθαρχική διαδικασία.
■
1536/2024 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, - Εισηγήτρια: Ε. Κουλεντιανού, Σύμβουλος
Πειθαρχική δίωξη. Κλήση σε απολογία. Στην κλήση σε απολογία του πειθαρχικώς διωκομένου υπαλλήλου πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς, κατά τόπο και χρόνο, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το παράπτωμα για το οποίο κατηγορείται. Η ακριβής περιγραφή των πραγματικών περιστατικών αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, που σκοπό έχει να παράσχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να αποκρούσει την κατηγορία που τον βαρύνει, η πλημμελής δε τήρηση του τύπου αυτού ή η παράλειψή του συνεπάγεται την ακυρότητα όλης της εν συνεχεία πειθαρχικής διαδικασίας, εκτός αν ο πειθαρχικώς διωκόμενος υπάλληλος παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και απολογηθεί χωρίς σχετική επιφύλαξη ή αν υποβάλει έγγραφη ανεπιφύλακτη απολογία στο Συμβούλιο.
Αμεροληψία Πειθαρχικών Συμβουλίων. Τα διοικητικά όργανα πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα διοικητικά όργανα δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης όχι μόνον όταν έχουν προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης ή συγγενικό δεσμό ή ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερόμενους, αλλά και όταν, γενικότερα, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ευλόγως η υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και, κατά συνέπεια, προειλημμένη γνώμη για την υπόθεση ή το πρόσωπο που πρόκειται να κρίνουν.
Επιβολή πειθαρχικής ποινής από το ΣτΕ. Το ΣτΕ, όταν κρίνει επί προσφυγής ουσίας, ερευνά εξ υπαρχής την πειθαρχική υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία και προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο, σε ιδία διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και στην υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Το δικαστήριο κρίνει, ύστερα από νέα στάθμιση του αποδεικτικού υλικού, αν στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα και, σε καταφατική περίπτωση, αποφαίνεται για την προσήκουσα πειθαρχική ποινή, εκτιμώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το παράπτωμα και λαμβάνοντας υπ’ όψη την εν γένει υπηρεσιακή εικόνα του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του και τις τυχόν συντρέχουσες ελαφρυντικές περιστάσεις και την έμπρακτη μετάνοια.
Ελαφρυντικές περιστάσεις. Η έννοια της παραπομπής στις περί ελαφρυντικών περιστάσεων διατάξεις του Ποινικού Κώδικα είναι ότι ο πειθαρχικός δικαστής ερευνά απλώς, εάν συντρέχουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ελαφρυντικές περιστάσεις, εκτιμώντας και άλλα στοιχεία, όπως τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος και τις συνθήκες τέλεσής του, δυνάμενος να δεχθεί ή όχι τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων, η δε επίκληση και μόνον αυτών από τον διωκόμενο υπάλληλο δεν καθιστά υποχρεωτική την αποδοχή τους από το πειθαρχικό όργανο και δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε μείωση της επιβλητέας ποινής.
■
1545/2024 (Β΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Κ. Μαρίνου, Σύμβουλος
Τεκμήριο κοινοποίησης και συστημένη επιστολή. Το τεκμήριο νόμιμης κοινοποίησης, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 § 5 του ΚΦΔ και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα, δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, ήτοι εφ’ όσον αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή. Στην περίπτωση αυτή, υπό το φως των συνταγματικών αρχών του Κράτους Δικαίου, της φανερής δράσης της Διοίκησης, της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η φορολογική Διοίκηση οφείλει να αποδείξει με κάθε πρόσφορο τρόπο την πραγματική παραλαβή της πράξης από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν.
■
1561/2024 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπροέδρος, Εισηγητής: Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδρος
Δημόσιες συμβάσεις προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού. Οι συμβάσεις που συνάπτονται στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας με αντικείμενο την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού ή έργα, προμήθειες και υπηρεσίες, που αφορούν άμεσα στρατιωτικό εξοπλισμό, καθώς και οι συμβάσεις που συνάπτονται στον ειδικό τομέα της μη στρατιωτικής ασφάλειας αλλά φέρουν χαρακτηριστικά προσιδιάζοντα σε εκείνα των συμβάσεων άμυνας, εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Οδηγίας 2009/81/ΕΚ - και συνεκδοχικά του ν. 3978/2011 - αποκλειομένης της εφαρμογής της Οδηγίας 2004/24/ΕΕ. Ωστόσο, οι διατάξεις της Οδηγίας 2009/81/ΕΚ δεν εφαρμόζονται στις ανωτέρω συμβάσεις εφ’ όσον αυτές διέπονται, μεταξύ άλλων, από ειδικούς διεθνείς διαδικαστικούς κανόνες και, συνεπώς, δεν έχουν εφαρμογή επί των τελευταίων αυτών συμβάσεων οι νομοθετικές διατάξεις (ουσιαστικού ή δικονομικού περιεχομένου) με τις οποίες μεταφέρθηκαν οι ανωτέρω Οδηγίες στην εσωτερική έννομη τάξη.
Αρμόδιο δικαστήριο. Οι διαφορές, που αναφύονται μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των ενδιαφερομένων για την ανάθεση της σύμβασης κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας, οι οποίες εξαιρούνται από την Οδηγία 2009/81/ΕΚ για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσης τήρησης ειδικών διεθνών διαδικαστικών κανόνων για την ανάθεση της σύμβασης, υπάγονται στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ.
■
1579/2024 (Ε΄ Τμ.) - Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Χ. Παπανικολάου, Σύμβουλος
Πράξεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα περισσοτέρων Τμημάτων του ΣτΕ. Αν με το ίδιο δικόγραφο προσβάλλονται πράξεις, που ανήκουν στην αρμοδιότητα περισσότερων Τμημάτων του ΣτΕ, ο καθορισμός του αρμόδιου Τμήματος προηγείται κάθε άλλου θέματος, η δε υπόθεση εισάγεται στο σύνολό της στο Τμήμα, που είναι αρμόδιο για τη χρονολογικώς προγενέστερη πράξη και εκδικάζεται από αυτό.
Προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά μη δημοσιευτέας ούτε κοινοποιηθείσας πράξης. Η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά ατομικής διοικητικής πράξης μη δημοσιευτέας, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στους αιτούντες, κινείται από τον χρόνο που οι ενδιαφερόμενοι έλαβαν πλήρη γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης και του περιεχομένου της. Το συγκεκριμένο χρονικό σημείο της πλήρους γνώσης μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή δύναται να τεκμαίρεται κατ’ εκτίμηση των στοιχείων κάθε υπόθεσης. Τέτοια στοιχεία συνιστούν το εύλογο ενδιαφέρον των αιτούντων, οι εκάστοτε ιδιαίτερες περιστάσεις, καθώς και το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την έναρξη υλικών ενεργειών εκτέλεσης της πράξης έως την άσκηση αιτήσεως ακύρωσης. Εφ’ όσον προβλέπεται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας, το χρονικό σημείο συντέλεσης των διατυπώσεων αυτών λαμβάνεται υπ’ όψη για τον σχηματισμό τεκμηρίου γνώσης σε συνδυασμό με τα ανωτέρω κριτήρια, καθώς και με την πάροδο ικανού χρόνου μέχρι την κατάθεση αιτήσεως ακυρώσεως.
■
1587/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλος
Παράλειψη νομοθέτησης και ευθύνη του Δημοσίου. Εκ του ότι ο νομοθέτης, είτε με νόμο, είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από την εκ μέρους της Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος.
Παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης. Παράλειψη νομοθέτησης συντρέχει και στην περίπτωση που η θέσπιση κατ’ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, σε διοικητικό όργανο που καθίσταται αρμόδιο για την έκδοση κανονιστικής πράξης, η οποία περιλαμβάνει κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, η παράλειψη είναι παράνομη όταν, είτε η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφ’ όσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, όπως στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος καθιερώνει αμέσως και ευθέως ένα δικαίωμα, καταλείπει δε απλώς στον εξουσιοδοτούμενο από αυτόν κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για τη ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος, ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος.
Καθιέρωση δικαιώματος. Εάν πρόκειται για περίπτωση που αφορά την καθιέρωση ενός δικαιώματος προς παροχή, δεν εμποδίζεται ο εξουσιοδοτών νόμος να αναγνωρίσει εξαρχής και αμέσως αυτό το δικαίωμα, με την έννοια ότι το θεωρεί, από την έναρξη της ισχύος του νόμου, ως παρεχόμενο, καταλείποντας απλώς στο εξουσιοδοτούμενο όργανο την περιορισμένη εξουσία να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες δικαίου, αναγκαίους για την περαιτέρω ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή, δεν συγχωρείται να καθίσταται το δικαίωμα αυτό, στην ουσία, ανενεργό διά της παράλειψης της επιτασσόμενης συμπληρωματικής κανονιστικής ρύθμισης αυτού, όταν η σχετική επιταγή της εξουσιοδότησης δεν επιτρέπει μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος. Συνεπώς, εάν ο εξουσιοδοτών νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος, το οποίο παρέχεται αμέσως από αυτόν, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς τον νόμο, από την παράλειψη δε αυτή δημιουργείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.
Εξαγορά μεταφοράς συντελεστή δόμησης. Γεννάται αμέσως και ευθέως υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου για τη, μεταξύ άλλων, εξαγορά από τους δικαιούχους των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που κατείχαν και κατέστησαν αυτοδικαίως άκυροι, η υποχρέωση δε αυτή του Δημοσίου υφίσταται ανεξάρτητα από την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, αφού η παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς και του τρόπου υπολογισμού της αποζημίωσης προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, καθιστώντας στην ουσία κενή περιεχομένου τη διάταξη του άρθρου 17 § 2 Σ.
■
1592/2024 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Σ. Παπακωνσταντίνου, Πάρεδρος
Έννομο συμφέρον για προσβολή κανονιστικής πράξης. Για την άσκηση αίτησης ακύρωσης απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον κάθε προσώπου για την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων και τη σύννομη άσκηση της εξουσίας της Διοίκησης, τόσο κατά την έκδοση ατομικών πράξεων όσο και κατά την άσκηση της κανονιστικής της αρμοδιότητας, ούτε συμφέρον μελλοντικό ή απλώς ενδεχόμενο. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα, δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των έννομων αποτελεσμάτων, που επέρχονται από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία έχει και επικαλείται ο αιτών. Η προβολή ισχυρισμών για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και τεκμηριωμένο. Ειδικότερα, στην περίπτωση προσβολής κανονιστικής πράξης πρέπει είτε να προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, είτε ο αιτών να επικαλείται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, και να αποδεικνύει ότι θίγεται από τις προσβαλλόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις.
Το ΑΦΜ ως περιεχόμενο δικογράφου. Ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) εκείνου, που ασκεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που απαιτείται να αναγράφονται και, μάλιστα, επί ποινή ακυρότητας στο δικόγραφο.
Εφαρμογή Διεθνούς Σύμβασης. Τα ελληνικά δικαστήρια, προκειμένου να εφαρμόσουν Διεθνή Σύμβαση, πρέπει να διαπιστώσουν αν η σύμβαση αυτή έχει κυρωθεί με νόμο και αν έχει τεθεί σε ισχύ (στο εσωτερικό της Χώρας) κατά τους όρους της, δοθέντος ότι, αν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, οι όροι της Διεθνούς Σύμβασης αποτελούν μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και είναι, συνεπώς, εφαρμοστέοι. Οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος εφαρμόζονται και για τις προ αυτού κυρωθείσες Διεθνείς Συμβάσεις οι οποίες έχουν τυπική ισχύ ανώτερη του κοινού νόμου, εφ’ όσον όμως εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά τον χρόνο έναρξης εφαρμογής του Συντάγματος του 1975.
Κανονιστική πράξη που επαναλαμβάνει διατάξεις νόμου. Κατά το μέρος που κανονιστική πράξη περιορίζεται στην απλή επανάληψη των δεσμεύσεων, που καθορίζονται ευθέως από διατάξεις τυπικού νόμου (χωρίς να περιέχει και νέες ρυθμίσεις λεπτομερειακού χαρακτήρα προς συμπλήρωση των περιεχόμενων στον νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων), ουδεμία νέα ρύθμιση εισάγει και ουδεμία έννομη συνέπεια επάγεται και, ως εκ τούτου, στερείται εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης.
Κοινωφελής σκοπός. Το κριτήριο χαρακτηρισμού ενός σκοπού ως κοινωφελούς αναζητείται κυρίως στο αν ο σκοπός αυτός εξυπηρετεί, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, το κοινό γενικά, και όχι ορισμένο κύκλο προσώπων, δηλαδή αποβλέπει στην εξυπηρέτηση γενικότερης ανάγκης, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν με την εκπλήρωση του σκοπού παρέχεται ωφέλεια που θεραπεύει τις ανάγκες ευρύτερης ομάδας ατόμων, έτσι ώστε η εκπλήρωση του σκοπού να ενδιαφέρει κατ’ εξοχήν το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, η έννοια του κοινωφελούς σκοπού είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει κάθε σκοπό, πλην του καθαρά ιδιωτικού.
Ερμηνεία μονομερών δικαιοπραξιών. Οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ θεσπίζουν γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους, κατά την ερμηνεία των μονομερών δικαιοπραξιών όσο και των συμβάσεων αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις των δηλώσεων, λαμβανομένης υπ’ όψη της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, έχουν δε εφαρμογή σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό ή αμφιβολία για την έννοια της ερμηνευόμενης δικαιοπραξίας, λόγω αοριστίας ή ατελούς διατύπωσης της δικαιοπρακτικής δήλωσης βούλησης.
Καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη. Η καλή πίστη εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή, την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος. Τα συναλλακτικά ήθη εξαίρουν το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή, την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλουν η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ τα συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας.
■
1597/2024 (Γ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Τ. Βαρουφάκη, Πάρεδρος
Οι αποφάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστών είναι δικαστικώς ανέλεγκτες. Τόσο η απόφαση του Δ.Σ. της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) περί κύρωσης του Πίνακα διδασκόντων, όσο και η κατ’ επίκληση αυτής εκδιδόμενη απόφαση του Γενικού Διευθυντή της Σχολής περί ανάθεσης διδασκαλίας συνιστούν πράξεις Αρχών, ενταγμένων στην οργάνωση της δικαστικής λειτουργίας. Διότι η ΕΣΔι συνιστά θεσμό που έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση της Δικαιοσύνης, τα δε μέλη του Δ.Σ. της εν λόγω Σχολής έχουν, κατά πλειοψηφία, την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, ενώ και ο Γενικός Διευθυντής αυτής έχει την ιδιότητα του ανώτατου δικαστικού λειτουργού, ασκούν δε, κατ’ αποκλειστική αρμοδιότητα, τα καθήκοντά τους για τη ρύθμιση των ζητημάτων εκπαίδευσης των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών, υπό την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Η λήψη των αποφάσεων, με τις οποίες επιλέγονται οι διδάσκοντες στην ΕΣΔι και ανατίθεται σε αυτούς η διδασκαλία των προβλεπομένων στο οικείο πρόγραμμα μαθημάτων, συνιστά ιδιαίτερο δικαστικό καθήκον και ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης, και δη σε εσωτερικό ζήτημα αυτής. Επομένως, οι ως άνω αποφάσεις του Δ.Σ. της ΕΣΔι και του Γενικού Διευθυντή αυτής, ως πράξεις δικαστικών αρχών, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης, ακόμη και αν το περιεχόμενό τους δεν αναφέρεται αμιγώς σε θέματα δικαιοδοτικής φύσης.
■
1600/2024 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, Σύμβουλος, Εισηγητής: Β. Γκέρτσος, Πάρεδρος
Ανάκληση διοικητικής πράξης. Δεν επιτρέπεται η ανάκληση ακόμη και παράνομης διοικητικής πράξης, από την οποία δημιουργήθηκε υπέρ του διοικούμενου πραγματική κατάσταση δεκτική εφ’ εξής έννομης προστασίας μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την έκδοσή της, ο εύλογος δε αυτός χρόνος δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 5 ετών. Ανάκληση της πράξης, μετά την πάροδο του χρόνου τούτου, επιτρέπεται μόνον εάν συνέτρεξε δόλος του διοικούμενου κατά την έκδοσή της ή συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος.
Ανάκληση παράνομου διορισμού. Ειδικά η ανάκληση πράξης παράνομου διορισμού υπαλλήλου είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική, ακόμη και μετά την πάροδο 5ετίας από τη δημοσίευσή της, εφ’ όσον ο υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε την παρανομία, δηλαδή με δόλο συνέβαλε στην έκδοση της πράξης διορισμού. Η δόλια συμπεριφορά του διορισθέντος του στερεί, κατ’ αρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του. Δεδομένης δε της υποχρέωσης της Διοίκησης να ανακαλέσει την πράξη διορισμού είναι νομικά αδιάφορο και δεν εξετάζεται κατά την έκδοση της ανακλητικής πράξης αν, βάσει των λοιπών προσόντων του, ο παρανόμως διορισθείς θα παρέμενε διοριστέος και χωρίς τη λήψη υπ’ όψη των προσόντων που, λόγω της δόλιας συμπεριφοράς του, ελήφθησαν υπ’ όψη από τη Διοίκηση και οδήγησαν ή συνέβαλαν στον παράνομο διορισμό του.
Εξαίρεση. Κάμψη των ανωτέρω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό, σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας. Στην περίπτωση αυτήν, η Διοίκηση, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, έχει δύο δυνατότητες: είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό, είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον (ex nunc). Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, εφ’ όσον, πάντως, δεν πρόκειται για στοιχεία που προκύπτουν, χωρίς αμφισβήτηση, από τον υπηρεσιακό του φάκελο και γίνεται επίκληση των στοιχείων αυτών από τον υπάλληλο.
■
1616/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Π. Καρλή, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Θ. Ζιάμου, Πάρεδρος
Πράξεις εφαρμογής. Με την έκδοση της πράξης εφαρμογής καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων, που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γη, σε ποσοστό ανάλογο με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας, για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, καθώς και οι υποχρεωτικές μεταβολές, όπως μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων. Η πράξη εφαρμογής αποτελεί ταυτόχρονα πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη. Η πράξη εφαρμογής, μετά την κύρωσή της, καθίσταται οριστική και αμετάκλητη και δεν ανακαλείται παρά μόνον υπό ειδικότατες, νομοθετικώς προβλεπόμενες προϋποθέσεις.
Εισφορά σε γη. Εφ’ όσον έχει προηγηθεί ρυμοτομική απαλλοτρίωση, με την ειδική διοικητική διαδικασία του ν. 1337/1983, για την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων καθορίζεται, συγχρόνως, η έκταση, για την οποία ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δικαιούται αποζημίωσης λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, ο υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης και, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωση, η αντιστοιχούσα στις ιδιοκτησίες εισφορά σε γη. Από την εισφορά αυτή εξαρτάται το ύψος της τυχόν οφειλόμενης αποζημίωσης για τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση και ο τρόπος εκπλήρωσης της σχετικής υποχρέωσης, προτού δε τηρηθεί η συνάδουσα προς τη φύση των εν λόγω απαλλοτριώσεων ειδική αυτή διαδικασία, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί εάν, κατ’ αρχήν, οφείλεται χρηματική αποζημίωση και, σε καταφατική περίπτωση, ποιος είναι υπόχρεος για την καταβολή της και το πιθανολογούμενο ύψος της.
Πότε περιέρχεται ακίνητο σε Δήμο. Στις περιπτώσεις που, μετά την πράξη εφαρμογής, εξακολουθεί να οφείλεται αποζημίωση λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, όπως όταν αφαιρείται αναγκαστικά ένα ακίνητο χωρίς να αντιπαρέχεται άλλο ακίνητο στον ιδιοκτήτη του ή όταν αφαιρείται τμήμα του ακινήτου μεγαλύτερο εκείνου του ποσοστού της υποχρεωτικής εισφοράς σε γη, δεν επέρχονται στις βαρυνόμενες ιδιοκτησίες οι αναφερόμενες στην πράξη εφαρμογής εμπράγματες μεταβολές προτού ολοκληρωθούν οι ανωτέρω διαδικασίες και καταβληθεί η αποζημίωση. Συνεπώς, τα νέα ακίνητα, που διαμορφώνονται με την πράξη εφαρμογής, δεν μπορούν να καταληφθούν παρά μόνον εφ’ όσον έχουν καταβληθεί οι σχετικές αποζημιώσεις, με την καταβολή δε της αποζημίωσης συντελείται η απαλλοτρίωση και επέρχεται έκτοτε, με πρωτότυπο τρόπο, στους οικείους ΟΤΑ η κτήση του ακινήτου και, αντίστοιχα, η απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος τρίτου από αυτό, καθώς και η αυτοδίκαιη λύση των ενοχικών συμβάσεων που σχετίζονται με αυτό.
■
1618/2024 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, Σύμβουλος, Εισηγητής: Ε. Μελισσαρίδης, Πάρεδρος
Αίτηση ανάκλησης διοικητικών πράξεων μετά από ακύρωση όμοιας. Στις περιπτώσεις που, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοίκησης χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, γεννάται υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάσει τη νομιμότητα της ατομικής διοικητικής πράξης, της οποίας ζητείται η ανάκληση, και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από τον νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από εκτίμηση και των λόγων δημοσίου συμφέροντος, που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων, που αποκτήθηκαν καλόπιστα, και του χρόνου, που διέρρευσε από την έκδοσή της.
Αφετηρία προθεσμίας. Ως αφετηρία για τον υπολογισμό του ευλόγου χρόνου, εντός του οποίου δικαιολογείται η υποβολή του αιτήματος της ανάκλησης, πρέπει να θεωρείται ο χρόνος δημοσίευσης εκείνης της δικαστικής απόφασης με την οποία διαπιστώθηκε το πρώτον αμετακλήτως η αντίστοιχη πλημμέλεια της κανονιστικής πράξης ή διάταξης επί της οποίας στηρίχθηκαν οι ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις, και όχι ο χρόνος δημοσίευσης τυχόν μεταγενέστερων δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες επιβεβαιώθηκε η ανωτέρω κρίση.
■
1647/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, - Εισηγητής : Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλος
Διαδικασία αποζημίωσης λόγω περιορισμού της ιδιοκτησίας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Για τη διεκδίκηση αποζημίωσης του ιδιοκτήτη ακινήτου, επί του οποίου επιβάλλονται μέτρα περιοριστικά της ιδιοκτησίας με σκοπό την προστασία των στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος, απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, επί του οποίου αποφαίνεται ο Υπουργός Πολιτισμού, με πράξη εκδιδόμενη ύστερα από γνώμη της οικείας Επιτροπής. Η Διοίκηση οφείλει να διαλάβει ειδική κρίση, εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής μιας από τις προβλεπόμενες στον νόμο δυνατότητες, δηλαδή: απ’ ευθείας εξαγοράς, αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή καταβολής αποζημίωσης, εν όψει και του ισχύοντος στην περιοχή του ακινήτου πολεοδομικού καθεστώτος. Η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης.
Άσκηση αγωγής. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να ασκήσει το δικαίωμά του με την τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας και δεν δικαιούται να ασκήσει αγωγή. Μπορεί όμως, αντί της αίτησης ακύρωσης ή μετά την ακύρωση της πράξης του Υπουργού Πολιτισμού, να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης με βάση το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, ισχυριζόμενος ότι η πράξη αυτή, που δέχεται μόνο εν μέρει ή απορρίπτει την αίτησή του, είναι παράνομη και ζημιογόνος για τον ίδιο.
Κινητά που χαρακτηρίζονται μνημεία. Η παραπάνω διαδικασία δεν εφαρμόζεται αναλογικά και ως προς τα κινητά, που έχουν χαρακτηριστεί νεότερα μνημεία.
Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής στο Εφετείο. Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς στον δεύτερο βαθμό και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής με την έφεση. Οι ισχυρισμοί, με τους οποίους μεταβάλλεται η γενεσιουργός αιτία της αξίωσης το πρώτον με μεταγενέστερα της αγωγής δικόγραφα (υπόμνημα, πρόσθετοι λόγοι, έφεση), είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, το δε απαράδεκτο αυτό δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε στην κατ’ έφεση δίκη, ακόμη και αν ο εκκαλών (αρχικώς ενάγων) προβάλλει ότι ήταν δικαιολογημένη η μη προβολή τέτοιων ισχυρισμών, που μεταβάλλουν, δηλαδή, την ιστορική και νομική βάση της αγωγής πρωτοδίκως.
■
1668/2024 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Μ. Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Σούκη, Πάρεδρος
ΚΕΑΟ. Σκοπός ίδρυσης. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Ελλάδα μέσω του Υπουργείου Εργασίας προς το ΔΝΤ, η ίδρυση του ΚΕΑΟ αποσκοπεί στην ενοποίηση των διαδικασιών βεβαίωσης και είσπραξης των ασφαλιστικών οφειλών, με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για όλους τους κοινωνικοασφαλιστικούς φορείς προς τον σκοπό καταπολέμησης της εισφοροδιαφυγής, επιτάχυνσης είσπραξης των ασφαλιστικών οφειλών και μη περαιτέρω απώλειας των σχετικών εσόδων, που έθεταν σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών.
Πράξη βεβαίωσης οφειλής. Κατά το στάδιο της εν ευρεία εννοία βεβαίωσης της οφειλής, ο ασφαλιστικός φορέας εντοπίζει τις καθυστερούμενες οφειλές και συντάσσει σχετική Πράξη Βεβαίωσης Οφειλής, ήτοι ειδική διοικητική πράξη καταγραφής οφειλών, που συνιστά την καταλογιστική πράξη και τον νόμιμο τίτλο κατ’ άρθρο 2 του ΚΕΔΕ. Από την έκδοση της ως άνω καταλογιστικής πράξης, η καθυστερούμενη οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη, οπότε διαβιβάζεται από τον ασφαλιστικό οργανισμό στο ΚΕΑΟ και εκκινεί το στάδιο της εν στενή εννοία βεβαίωσης της οφειλής, οπότε καθεμία Πράξη Βεβαίωσης Οφειλής, κατόπιν ελέγχου πληρότητας των στοιχείων από το πληροφοριακό σύστημα του ΚΕΑΟ, λαμβάνει (με ηλεκτρονικό τρόπο) μοναδικό αριθμό, εγγράφεται στο ειδικό ηλεκτρονικό μητρώο εσόδων του ΚΕΑΟ και καθίσταται, πλέον, εκτελεστός τίτλος κατά τον ΚΕΔΕ.
Οφειλές προς τον ΟΑΕΕ. Προκειμένου περί ασφαλιστικών οφειλών προς τον ΟΑΕΕ, τα όργανα του τελευταίου διατηρούν, και υπό το καθεστώς του θεσμού του ΚΕΑΟ (αρμοδίου πλέον για την εν στενή εννοία βεβαίωση και τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης), την αρμοδιότητα έκδοσης της οικείας καταλογιστικής πράξης, η οποία ονομάζεται πλέον Πράξη Βεβαίωσης Οφειλής, αποτελεί τον κατ’ άρθρο 2 του ΚΕΔΕ νόμιμο τίτλο στο πλαίσιο της εν ευρεία εννοία βεβαίωσης της οφειλής και υποχρεωτικώς κοινοποιείται στον καθ’ ου οφειλέτη.
Ενδικοφανής προσφυγή. Όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής ένστασης, ενδικοφανούς προσφυγής ή ενδίκου βοηθήματος, αυτή εξακολουθεί να υφίσταται (χωρίς, όμως, ανασταλτικό αποτέλεσμα).
■
1681/2024 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Εμμανουηλίδης, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Φ. Νέγρης, Πάρεδρος
Πρόσθετος φόρος κατόπιν ανεύρεσης συμπληρωματικών στοιχείων. Παραγραφή. Το δικαίωμα του Δημοσίου, κατόπιν διενέργειας ελέγχου, για έκδοση και κοινοποίηση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ, καθώς και επιβολή πρόσθετου φόρου λόγω ανακρίβειας της οικείας δήλωσης, παραγράφεται, κατ’ αρχήν, με την πάροδο 5ετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου έληξε η προθεσμία για την υποβολή της εκκαθαριστικής δήλωσης. Κατ’ εξαίρεση, η παραγραφή καθίσταται 10ετής, μεταξύ άλλων, αν, από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ μετά την ως άνω 5ετία, εξακριβώνεται ότι ο φόρος που προκύπτει είναι μεγαλύτερος από αυτόν που προσδιορίζεται με την αρχική πράξη ή αν η δήλωση ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις, που τη συνοδεύουν, αποδεικνύονται ανακριβή, εφ’ όσον τα εν λόγω στοιχεία δεν είχε υπ’ όψη της δικαιολογημένα η φορολογική αρχή κατά την ανωτέρω 5ετία. Δεν αποτελούν, επομένως, «συμπληρωματικά στοιχεία» εκείνα, τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της 5ετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπ’ όψη από αυτήν, είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους εντός της ίδιας 5ετίας.
Συμπληρωματικά στοιχεία. Τέτοια συμπληρωματικά στοιχεία δεν αποκλείεται να είναι επίσημα ή ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, που τηρούν τρίτες επιχειρήσεις ή και άλλα έγγραφα, όπως έγγραφα άλλης ΔΟΥ ή άλλης δημοσίας υπηρεσίας, από τα οποία αποδεικνύεται, κατά την κρίση της φορολογικής αρχής ή των διοικητικών δικαστηρίων, η εικονικότητα των τιμολογίων που εξέδιδε ή λάμβανε και καταχώριζε ο φορολογούμενος, η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων, που τηρούσε, και η απόκρυψη απ’ αυτόν εισοδήματος. Δεν αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο έγγραφο άλλης δημόσιας υπηρεσίας, ακόμη και αν από το έγγραφο αυτό αποδεικνύεται η εικονικότητα φορολογικού στοιχείου, όταν η αρμόδια φορολογική αρχή μπορούσε ευχερώς να διαπιστώσει την εικονικότητα του επίμαχου φορολογικού στοιχείου σε προγενέστερο χρόνο, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας που προβλέπονται στον νόμο, ιδίως εν όψει επαρκών ενδείξεων ως προς την ύπαρξη της φορολογικής παράβασης, οι οποίες οδηγούν σε εντοπισμένο έλεγχο.
Υποχρέωση ελέγχου. Σε περίπτωση που, εντός της 5ετούς προθεσμίας παραγραφής, περιέρχονται στη φορολογική αρχή, από άλλη φορολογική αρχή, πληροφορίες περί της πιθανότητας συναλλαγές αφορώσες φορολογούμενο, υπαγόμενο στην αρμοδιότητά της, να είναι εικονικές, η πρώτη είναι υποχρεωμένη, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, να προβεί σε σχετικό έλεγχο και έκδοση και κοινοποίηση των οικείων καταλογιστικών πράξεων εντός της ως άνω προθεσμίας και δεν μπορεί να αναμείνει, για την έναρξη του ελέγχου και την έκδοση και κοινοποίηση των σχετικών πράξεων, την ολοκλήρωση του ελέγχου από την άλλη φορολογική αρχή.
Παράλειψη ελέγχου. Μη επιμήκυνση της παραγραφής. Σε περίπτωση που η αρμόδια για τον λήπτη φορολογικών στοιχείων φορολογική αρχή, παρά το γεγονός ότι έλαβε γνώση για την πιθανότητα της εικονικότητας των στοιχείων αυτών, δεν προχωρήσει, παραλλήλως και συγχρόνως με την αρμόδια για τον εκδότη των στοιχείων αρχή, στον απαιτούμενο έλεγχο σε συνεργασία και με την άλλη αυτή αρχή, αν τούτο είναι αναγκαίο (π.χ. ανταλλάσσοντας εγκαίρως πληροφορίες, πραγματοποιώντας εγκαίρως διασταυρωτικούς ελέγχους) και δεν εκδώσει και κοινοποιήσει καταλογιστικές πράξεις εντός της 5ετούς προθεσμίας παραγραφής, η έκθεση ελέγχου ή άλλο πληροφοριακό έγγραφο της φορολογικής αρχής, που είναι αρμόδια για τον εκδότη των εικονικών στοιχείων, δεν αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιμήκυνση της 5ετούς προθεσμίας παραγραφής σε 10ετή και την έκδοση και κοινοποίηση καταλογιστικών πράξεων σε βάρος του λήπτη των στοιχείων μετά την πάροδο της 5ετίας.
■
1687/2024 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: M. Γκορτζολίδου, Σύμβουλος, Εισηγητής: Θ. Αραβάνης, Σύμβουλος
Κοινόχρηστοι χώροι με τροποποίηση του σχεδίου πόλης. Ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη έγκρισης ή τροποποίησης του σχεδίου πόλης ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των χώρων αυτών. Έως τον χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης με την καταβολή της αποζημίωσης, δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα και, επομένως, ο ιδιοκτήτης διατηρεί ακέραια τα δικαιώματά του. Η έγκριση και η τροποποίηση σχεδίου πόλης πρέπει να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πόλης από άποψη υγιεινής, ασφάλειας, οικονομίας και αισθητικής και στην αρτιότερη διαρρύθμισή της, στην οποία συμβάλλει προεχόντως η δημιουργία και επαύξηση κοινοχρήστων χώρων, μεταξύ των οποίων, ιδίως, οι χώροι πρασίνου, που αποτελούν βασικό στοιχείο του πολεοδομικού σχεδιασμού. Η έγκριση και η τροποποίηση των ρυμοτομικών σχεδίων και η επιβολή όρων και περιορισμών δόμησης και χρήσης των ακινήτων πρέπει να δικαιολογούνται με βάση πολεοδομικά κριτήρια, η σχετική δε εκτίμηση, η οποία πρέπει να είναι ειδικότερη επί εντοπισμένης τροποποίησης, μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, πρέπει δε να αντιμετωπίζει ουσιώδεις ισχυρισμούς, που υποβλήθηκαν με τις ενστάσεις των ενδιαφερομένων κατά τη διοικητική διαδικασία.
Άρση απαλλοτρίωσης και αρρύθμιστα ακίνητα. Σε περίπτωση άρσης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης λόγω της διατήρησης πολεοδομικών δεσμεύσεων πέραν του ευλόγου χρόνου χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, το αρμόδιο όργανο, μετά την άρση, οφείλει να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθ’ όσον, με μόνη την άρση της απαλλοτρίωσης ή του βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο, αλλά παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει άνευ ετέρου το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει, αν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του. Εν όψει της εκτίμησης αυτής, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει, αν η ιδιοκτησία πρέπει να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφ’ όσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη.
■
1695/2024 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, Σύμβουλος, Εισηγητής: Ε. Αργυρός, Πάρεδρος
Αρχή της ισότητας. Η αρχή της ισότητας αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του Κράτους Δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζουν, με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο, τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμιά από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων, που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων, που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες.
Αρχή της αξιοκρατίας. Πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις. Η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Και μπορεί μεν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, όταν οι τιθέμενοι περιορισμοί αφορούν την πρόσβαση σε δημόσια θέση, η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη η ανάγκη, που επιβάλλει την κατ’ εξαίρεση θέσπιση των περιορισμών για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτούς σκοπού.
Ειδικοί φρουροί. Στο ένστολο προσωπικό της ΕΛΑΣ, η οποία αποτελεί στρατιωτικώς οργανωμένο σώμα, εντάσσονται, ως ιδιαίτερη κατηγορία, οι ειδικοί φρουροί, οι οποίοι ασκούν μεν καθήκοντα που είναι ειδικότερα και μερικότερα σε σχέση με τη γενική αστυνομική αρμοδιότητα, που έχει ανατεθεί στο αστυνομικό προσωπικό, τα καθήκοντα, όμως, αυτά είναι αστυνομικής φύσης και ανάλογα με εκείνα που ανατίθενται στο αστυνομικό προσωπικό της ΕΛΑΣ. Εξάλλου, οι ειδικοί φρουροί δεν υπάγονται στις περί μονιμότητας συνταγματικές διατάξεις και τις σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις, αλλά υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς αυστηρής ιεραρχίας και πειθαρχίας, αυξημένης υπηρεσιακής ετοιμότητας και επιφυλακής και διαρκούς διατεταγμένης υπηρεσίας, ενώ ασκούν τα καθήκοντά τους υπό τις ίδιες συνθήκες επικινδυνότητας με τις υπόλοιπες κατηγορίες ένστολου προσωπικού της ΕΛΑΣ.
Ενωσιακό δίκαιο. Απαγόρευση των διακρίσεων στην απασχόληση λόγω ηλικίας. Τα κράτη-μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν λαμβάνουν μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/78, η οποία συγκεκριμενοποιεί στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας την κατοχυρωμένη με το άρθρο 21 του Χάρτη αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, πρέπει να ενεργούν τηρώντας την εν λόγω Οδηγία. Η απαγόρευση των διακρίσεων ως προς την ηλικία, στην οποία αποβλέπει η εν λόγω Οδηγία, τυγχάνει εφαρμογής σε όλα τα πρόσωπα, στο σύνολο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και, μάλιστα, στην πρώτη περίπτωση ανεξάρτητα από την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί το Δημόσιο, δηλαδή ως εργοδότης ή ως δημόσια αρχή. Απόκλιση συγχωρείται στην περίπτωση που, εν όψει της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων και του πλαισίου εντός του οποίου αυτές ασκούνται, οι φυσικές ικανότητες των υποψηφίων αποτελούν χαρακτηριστικό συνδεόμενο με την ηλικία τους, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό ουσιώδους σημασίας σε σχέση με την ικανότητα άσκησης των εν λόγω δραστηριοτήτων και εφ’ όσον η προϋπόθεση αυτή είναι ανάλογη και ο επιδιωκόμενος σκοπός θεμιτός. Η μέριμνα για την εξασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και της εύρυθμης λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας συνιστά θεμιτό σκοπό.
Εξαιρέσεις. Αποκλίσεις από την απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης για όλους τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της ανωτέρω Οδηγίας συγχωρούνται στην περίπτωση που, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται αυτές, ένα από τα απαριθμούμενα στο άρθρο 1 της Οδηγίας χαρακτηριστικά αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφ’ όσον ο επιδιωκόμενος στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση αυτή είναι ανάλογη. Η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, όταν ένα γνώρισμα, που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με μια ειδική ανάγκη, συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση. Η παρέκκλιση από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και θα πρέπει να εξετάζεται πάντοτε αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Σωματικές ικανότητες ειδικών φρουρών και ηλικία. Η άσκηση των καθηκόντων από τους ειδικούς φρουρούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο ένστολο προσωπικό της ΕΛΑΣ, καθώς και η διαρκής ετοιμότητα στην οποία το προσωπικό αυτό πρέπει να τελεί για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, ευρισκόμενο σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του, προϋποθέτουν υψηλών προδιαγραφών σωματικές ικανότητες, οι οποίες αποτελούν ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, κατά την έννοια του άρθρου 4 § 1 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, και οι οποίες φθίνουν με την αύξηση της ηλικίας.
Ηλικιακό όριο ένταξης στο αστυνομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων. Οι ειδικοί φρουροί, με τη συμπλήρωση 5ετούς υπηρεσίας, έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο αστυνομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων με τον βαθμό του αστυφύλακα, έχουν δε τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του βαθμού αυτού, ο οποίος αποτελεί την κατώτερη βαθμίδα αστυνομικού υπαλλήλου στην ιεραρχία. Συνεπώς, η θέσπιση εύλογου ανώτατου ηλικιακού ορίου για τη συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής προς διορισμό, προκειμένου οι επιλεγέντες να δύνανται να ασκήσουν τα ανωτέρω καθήκοντα επί ικανό χρονικό διάστημα, το οποίο καταλαμβάνει τα 5 έτη υπηρεσίας τους στον βαθμό των ειδικών φρουρών, αλλά και το χρονικό διάστημα μετά την ένταξή τους στον βαθμό του αστυφύλακα, εξυπηρετεί τον θεμιτό σκοπό της διασφάλισης της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της ΕΛΑΣ και αποτελεί ρύθμιση πρόσφορη, αναγκαία και ανάλογη προς τον σκοπό αυτό.
■
1709/2024 (Α΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλος
Άδεια κινηματογράφου. Η κινηματογραφική επιχειρηματική δραστηριότητα υπόκειται σε καθεστώς προληπτικού ελέγχου διενεργούμενου κατά στάδια. Ειδικότερα, για την εγκατάσταση και λειτουργία κινηματογράφων, είτε σε κλειστό, είτε σε ανοιχτό χώρο, απαιτείται προηγούμενη άδεια δημοτικών οργάνων, η οποία διακρίνεται σε άδεια εγκατάστασης του κινηματογράφου και σε άδεια λειτουργίας του κινηματογράφου, χορηγούμενη μετά τη λήξη των εργασιών της εγκατάστασης αυτού και κατόπιν της διαπίστωσης της ακριβούς τήρησης των προϋποθέσεων υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια εγκατάστασης. Για την αξιολόγηση της αίτησης χορήγησης άδειας εγκατάστασης κινηματογράφου, τα δημοτικά όργανα εστιάζουν σε ζητήματα που συνάπτονται με τον χώρο για τον οποίο ζητείται η εγκατάσταση κινηματογράφου και στον οποίο προορίζεται η λειτουργία του. Το αρμόδιο Συμβούλιο Επιθεώρησης Θεάτρων - Κινηματογράφων, κατόπιν παραπομπής της σχετικής αίτησης και ύστερα από τον ανωτέρω προέλεγχο των δημοτικών οργάνων, γνωμοδοτεί επί της αίτησης άδειας εγκατάστασης ερευνώντας την κινηματογραφική εγκατάσταση στον συγκεκριμένο χώρο επί τη βάσει των υποβληθέντων σχεδίων, υποδεικνύοντας, εάν συντρέχει λόγος, τις προσθήκες, τροποποιήσεις ή βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν από τον ενδιαφερόμενο.
Μεταβολή του προσώπου του φορέα. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο προτίθεται να ασκήσει τη δραστηριότητα, εξετάζεται στο τελικό στάδιο της έκδοσης της άδειας λειτουργίας του κινηματογράφου επ’ ονόματί του, απλώς προς καθορισμό του φορέα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον νόμο και την παρασχεθείσα άδεια. Δεν απαγορεύονται μεταβολές στο πρόσωπο-φορέα της επιχείρησης, που υπέβαλε την αίτηση για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης (και, ακολούθως, λειτουργίας) κινηματογράφου όχι μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας με την έκδοση της σχετικής άδειας λειτουργίας επ’ ονόματί του, αλλά και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης χορήγησης άδειας εγκατάστασης. Ως εκ τούτου, διαδικασία αδειοδότησης, η οποία άρχισε με την υποβολή αίτησης φυσικού προσώπου για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης κινηματογράφου, μπορεί να συνεχιστεί από νομικό πρόσωπο με σχετική δήλωση του διαχειριστή ή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, ο οποίος αποδέχεται τις τυχόν υποδείξεις του Συμβουλίου Επιθεώρησης.
■
1714/2024 (Ε΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Θ. Κανελλοπούλου, Πάρεδρος
Λατομεία εντός δασικών εκτάσεων. Μεταξύ των επιτρεπτών επεμβάσεων περιλαμβάνεται η εκμετάλλευση διά της εξόρυξης λατομείων εντός δασών ή δασικών εκτάσεων, η έγκριση χώρων για την εναπόθεση στείρων και η διάνοιξη οδών προσπέλασης για την εξυπηρέτηση των υφιστάμενων λατομικών δραστηριοτήτων ή την πρόσβαση σε αυτές. Δεν αποκλείεται η επέκταση των ορίων ήδη παραχωρημένης προς εκμετάλλευση λατομικής δημόσιας δασικής έκτασης με την προσθήκη εντός αυτής όμορων ή και συνεχόμενων ιδιωτικού χαρακτήρα δασικών εκτάσεων για την εξυπηρέτηση της λατομικής δραστηριότητας, στην οποία περιλαμβάνεται και η εναπόθεση στείρων υλικών που προέρχονται από τη διαδικασία εξόρυξης.
Προϋποθέσεις. Οι ανωτέρω εκτάσεις πρέπει να έχουν χωρική συνέχεια με την αρχικώς παραχωρηθείσα έκταση, η οποία δεν απαιτείται να είναι άμεση ως προς όλη την έκταση αυτήν, αλλά μπορεί να αποτελείται και από πλείονα επιμέρους τεμάχια, συνεχόμενα μεταξύ τους, ορισμένα τουλάχιστον, όμως, από τα οποία εφάπτονται με την αρχικώς παραχωρηθείσα έκταση. Οι, κατά τα ανωτέρω, κατ’ εξαίρεση επιτρεπτές από τη δασική νομοθεσία επεμβάσεις υπόκεινται στους περιορισμούς της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, που προβλέπει ορισμένη διοικητική διαδικασία, με την οποία παρέχεται στα αρμόδια όργανα η δυνατότητα να εκτιμούν εκ των προτέρων τις αναμενόμενες συνέπειες για το περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα ή δραστηριότητες και, εν όψει των συνεπειών αυτών, της φύσης και της σημασίας των τυχόν θιγομένων οικοσυστημάτων ή μεμονωμένων στοιχείων, του χαρακτήρα και του σκοπού του συγκεκριμένου έργου ή δραστηριότητας και των υφισταμένων μέσων αποτροπής, άρσης ή μείωσης της πιθανολογουμένης βλάβης του περιβάλλοντος, να κρίνουν εάν και με ποιους όρους μπορεί να πραγματοποιηθεί το έργο ή η δραστηριότητα, ώστε να μην παραβιάζονται οι αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και της προληπτικής δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος.
Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Ουσιώδες στοιχείο της ανωτέρω διαδικασίας αποτελεί η εκπόνηση και η υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), ενώ η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση της πράξης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων, υπό τους οποίους και μόνον είναι επιτρεπτή η κατασκευή του έργου ή η ανάπτυξη της δραστηριότητας, για τα οποία πρόκειται, στη συγκεκριμένη θέση. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και όταν ζητείται η τροποποίηση της αρχικής έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, εφ’ όσον από την τροποποίηση δύναται, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, να επέλθουν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον, ή παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές των δεδομένων, επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων.
■
1733/2024 (Β΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Κ. Κουσούλης, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Ν. Νικολάκης, Πάρεδρος
Κοινωνική ασφάλιση και Σύνταγμα. Η κοινωνική ασφάλιση αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση των εργαζομένων, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του εργαζόμενου πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων ασφαλιστικών κινδύνων (όπως είναι το γήρας, ο θάνατος, η αναπηρία, η ασθένεια, η ανεργία), με γνώμονα αφ’ ενός την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσης, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ’ ετέρου, τη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων, οι οποίοι με την εργασία τους συνέβαλαν στη δημιουργία του δημόσιου πλούτου, ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερου σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Εφ’ άπαξ παροχές. Μεταξύ των παροχών, οι οποίες κατατείνουν στον ανωτέρω σκοπό, δεν είναι μόνον οι περιοδικές παροχές (συντάξεις, κύριες και επικουρικές, μερίσματα, βοηθήματα), αλλά και οι εφ’ άπαξ παροχές που χορηγούνται κατά τη συνταξιοδότηση, οι οποίες είναι δημοσίου δικαίου κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, υπαγόμενες και αυτές στο καθεστώς προστασίας του άρθρου 22 § 5 Σ. Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που οι εφ’ άπαξ παροχές χορηγούνται από φορείς κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι οργανώνονται από τον νομοθέτη ως ν.π.ι.δ., προερχόμενα από μετατροπή ν.π.δ.δ., συνοδευόμενη από μεταφορά της περιουσίας τους στα ν.π.ι.δ., εφ’ όσον τα τελευταία εξακολουθούν να αποτελούν φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή εφ’ όσον η υπαγωγή στην ασφάλισή τους είναι υποχρεωτική για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι καταβάλλουν υποχρεωτικώς ασφαλιστικές εισφορές ορισμένου ύψους, διέπονται δε από ειδικό κανονιστικό πλαίσιο.
Ανταποδοτικός χαρακτήρας. Το ασφαλιστικό κεφάλαιο, από το οποίο αντλούνται οι εφ’ άπαξ παροχές, εφ’ όσον σχηματίζεται αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνο των ασφαλισμένων, είτε και του εργοδότη που τους απασχολεί, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους των εισφορών του τελευταίου, φέρει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού φορέα και η διασφάλιση της ακεραιότητας του ασφαλιστικού του κεφαλαίου αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη, ο οποίος, όταν διαπιστώνει μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, εγκυμονούσα κινδύνους για τη βιωσιμότητα αυτού, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, όπως είναι η αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και ο επανακαθορισμός των προϋποθέσεων θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος.
Επένδυση ασφαλιστικών εισφορών. Η απόφαση περί επένδυσης των εισφορών των ασφαλισμένων σε κινητές αξίες και ακίνητα δεν συνιστά εκδήλωση πλήρους διαχειριστικής ελευθερίας του ΤΑ ΠΕΤΕ, το οποίο, μολονότι ν.π.ι.δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αποτελεί φορέα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, αλλά αποσκοπεί στην προστασία, εν όψει της διαπιστούμενης μεταβολής των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, του ασφαλιστικού κεφαλαίου από πληθωριστικούς και συναφείς κινδύνους, που συνεπάγονται την απομείωση της αξίας του και επηρεάζουν, κατ’ επέκταση, τη βιωσιμότητα του φορέα, συνιστάμενη στη δυνατότητά του να εκπληρώνει στο διηνεκές και με ίδιους, κατ’ αρχήν, πόρους, δηλαδή χωρίς κρατική χρηματοδότηση, τον θαλπόμενο στο Σύνταγμα καταστατικό του σκοπό, δηλαδή τη χορήγηση (δημοσίου δικαίου) εφ’ άπαξ κοινωνικοασφαλιστικών παροχών. Για τον λόγο αυτό, το προϊόν του επενδυτικού χαρτοφυλακίου περιλαμβάνεται, κατά ρητή πρόβλεψη του καταστατικού του Ταμείου, μεταξύ των πόρων του, μέσω των οποίων εκπληρώνει τον καταστατικό του σκοπό, εντασσόμενο στο ασφαλιστικό του κεφάλαιο.
Φορολόγηση περιουσίας ασφαλιστικού ταμείου. Οι πρόσοδοι από την (κινητή και ακίνητη) περιουσία του ΤΑΠΕΤΕ, η οποία έχει διαμορφωθεί διαχρονικά προεχόντως από την απόδοση του κεφαλαίου, που προέκυψε από τις καταβαλλόμενες εισφορές των εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα, συνιστούν έσοδά του, που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη της εκπλήρωσης του σκοπού του και, για τον λόγο αυτό, δεν αποτελούν αντικείμενο του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και οντοτήτων.
■
1754/2024 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Σ. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Μ. Δρίβα, Πάρεδρος
Δικαίωμα στην περιουσία. Με το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσης, καθώς και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται συνεπώς και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφ’ όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφ’ όσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του Κράτους.
Κοινωνικές παροχές. Το άρθρο 1 του ΠΠΠ δεν δημιουργεί δικαίωμα για απόκτηση περιουσίας. Εάν, όμως, το Κράτος θεσπίσει ένα καθεστώς κοινωνικής προστασίας που προβλέπει τη χορήγηση συγκεκριμένης κοινωνικής παροχής, ανεξάρτητα εάν η χορήγησή της εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών ή όχι, η σχετική νομοθετική πρόβλεψη δημιουργεί ένα περιουσιακό συμφέρον, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής για τα πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται. Η προσχώρηση σε ένα δημόσιο σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν σημαίνει ότι το σύστημα αυτό αποκλείεται να μεταβληθεί, είτε ως προς τις προϋποθέσεις απονομής συγκεκριμένης παροχής, είτε ως προς το ύψος αυτής, ύστερα από συνεκτίμηση των κοινωνικών συνθηκών και των μεταβαλλόμενων αντιλήψεων ως προς τις κατηγορίες προσώπων, που χρειάζονται τέτοιου είδους προστασία.
Νομοθετικές επεμβάσεις. Για να είναι μια επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό σύμφωνη με τις υπερκείμενες διατάξεις για τον σεβασμό της περιουσίας, πρέπει η επέμβαση αυτή να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος. Η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος, υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο.
Αρχή της αναλογικότητας. Η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι αναγκαία, πρόσφορη και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε να διασφαλίζεται η απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του γενικού συμφέροντος και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συνεκτιμωμένου και ότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας συνιστούν εκδήλωση της αλληλεγγύης της κοινωνίας προς τα πιο ευάλωτα μέλη της.
Λήψη σύνταξης ανασφάλιστου και συνταξιοδότηση από άλλον ασφαλιστικό φορέα. Εάν στο πλαίσιο επανάκρισης ήδη συνταξιούχου ανασφάλιστου υπερήλικα, με βάση το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, διαπιστωθεί ότι αυτός συνταξιοδοτείται από άλλον ασφαλιστικό φορέα, αλλοδαπό ή ημεδαπό ή το Δημόσιο, διακόπτεται η καταβολή ολόκληρου του ποσού της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα μόνον αν η σύνταξη, που λαμβάνει αυτός από τον άλλο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο, είναι ανώτερη του καθοριζόμενου από τον νόμο ποσού της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα. Αν το ποσό αυτό είναι κατώτερο του καθοριζόμενου από τον νόμο ποσού της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα, αυτός δικαιούται την παροχή, το ύψος της οποίας ανέρχεται στο ποσό της διαφοράς, που προκύπτει μετά την αφαίρεση από το ποσό της σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα του ποσού της σύνταξης, που λαμβάνει από τον άλλο φορέα. Η ρύθμιση αυτή, ακόμη και αν συνεπάγεται μείωση (περικοπή) του ποσού της ήδη χορηγούμενης σύνταξης ανασφάλιστου υπερήλικα, δεν αντίκειται σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις ή αρχές.
■
1792/2024 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Παπαϊωάννου, Πάρεδρος
Τροποποίηση διακήρυξης και παράταση του διαγωνισμού. Μεταβολές, ακόμη και σημαντικές, στο περιεχόμενο της διακήρυξης και των συμβατικών τευχών, στα οποία περιλαμβάνονται όλοι οι γενικοί και ειδικοί όροι διενέργειας της διαδικασίας ανάθεσης και εκτέλεσης της σύμβασης, επιτρεπτώς, κατ’ αρχήν, επιχειρούνται και μετά την προκήρυξη του διαγωνισμού, υπό την επιφύλαξη ότι: (α) δεν πρέπει είναι τόσο ουσιώδεις, ώστε να προσελκύουν προσφέροντες οι οποίοι, χωρίς αυτές, δεν θα ήταν σε θέση να υποβάλουν προσφορά, περίπτωση που συντρέχει, ιδίως, όταν το είδος ή η έκταση των μεταβολών ανατρέπει τη συνολική ταυτότητα της σύμβασης, όπως έχει διαμορφωθεί με την προκήρυξη της διαδικασίας ανάθεσης, (β) πρέπει, αφ’ ενός, να αποτελούν αντικείμενο επαρκούς δημοσιότητας, ώστε να λαμβάνουν γνώση υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στον ίδιο χρόνο όλοι οι ενδιαφερόμενοι και, αφ’ ετέρου, να επιχειρούνται πριν από την υποβολή των προσφορών και (γ) επί σημαντικών μεταβολών (όπως είναι, μεταξύ άλλων, αυτές που αφορούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προς εκτέλεση έργου), γεννάται υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να χορηγήσει εύλογη παράταση της προθεσμίας υποβολής προσφορών, ώστε να παρέχεται στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς η δυνατότητα να προσαρμόσουν, αντιστοίχως, την προσφορά τους. Η εύλογη διάρκεια της παράτασης κρίνεται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των μεταβολών και σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων.
[1]. Contra: ΟλΕλΣυν 1201/2024.