Επισκόπηση Νομολογίας ΕΔΔΑ 2024: Β' ΜΕΡΟΣ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ: (επιμέλεια Βασίλης Χειρδάρης) Νομολογία κατ' άρθρο 2 (8 αποφάσεις), άρθρο 3 (14 αποφάσεις), άρθρο 4 (2 αποφάσεις), άρθρο 5 (7 αποφάσεις), άρθρο 6 (13 αποφάσεις) & άρθρο 6 παρ. 2 (2 αποφάσεις)

73
2025
02

 

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΔΔΑ 2024

Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης

 

[Β΄ ΜΕΡΟΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ]

 

Το «Νομικό Βήμα» στην προσπάθειά του να ενημερώσει το νομικό κόσμο καθιέρωσε την συνοπτική και επιγραμματική επισκόπηση των σημαντικότερων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ). Η παρούσα επισκόπηση (κατ’ άρθρο της ΕΣΔΑ) αφορά τη σημαντικότερη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για το 2024. Στο παρόν τεύχος παρουσιάζεται η ενδιαφέρουσα νομολογία του ΕΔΔΑ για τις ποινικές υποθέσεις που αφορούν τα  άρθρα 2, 3, 4, 5 και 6 της ΕΣΔΑ. Στο επόμενο τεύχος θα παρουσιαστεί η ποινική νομολογία που αφορά τις υπόλοιπες διατάξεις της ΕΣΔΑ και σε επόμενα τεύχη η νομολογία που αφορά  διοικητικές και πειθαρχικές υποθέσεις.

 

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ[1]

 

ΑΡΘΡΟ 2

 

  1.  Alkhatib κ.α. κατά Ελλάδας της 16.01. 2024 (αριθ. προσφ. 3566/16)

Θάνατος επιβάτη σκάφους που μετέφερε παράνομα μετανάστες μετά από συνεχείς πυροβολισμούς του λιμενικού. Καταδίκη για ελλιπή έρευνα και παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.

Επιβάτης τραυματίστηκε σοβαρά από λιμενικό που πυροβόλησε στη μηχανή ελεγχόμενου σκάφους κατά τη διάρκεια καταδίωξης για την αναχαίτισή του. Το σκάφος μετέφερε παράνομα μετανάστες προς την Ελλάδα. Ο συγγενής των προσφευγόντων – επιβάτης του σκάφους που δέχθηκε τους πυροβολισμούς - απεβίωσε λίγο αργότερα, αφού παρέμεινε επί μήνες στην εντατική.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι υπήρξαν  πολυάριθμες ελλείψεις στην έρευνα που διενήργησαν οι ελληνικές αρχές. Αυτό είχε οδηγήσει, ιδίως, στην απώλεια αποδεικτικών στοιχείων και επηρέασε την επάρκεια και αποτελεσματικότητα  της έρευνας. Μεταξύ άλλων, ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί εάν η χρήση θανατηφόρου βίας ήταν δικαιολογημένη ή όχι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ).

Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι: α) το Ελληνικό  κράτος δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να θεσπίσει ένα επαρκές νομοθετικό πλαίσιο που να διέπει τη χρήση δυνητικά θανατηφόρας βίας στον τομέα των επιχειρήσεων θαλάσσιας επιτήρησης, β) οι λιμενικοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι το σκάφος που παρακολουθούσαν μετέφερε επιβάτες, δεν είχαν επιδείξει την απαραίτητη επαγρύπνηση για την ελαχιστοποίηση κάθε κινδύνου για τη ζωή, γ) η ακτοφυλακή είχε χρησιμοποιήσει υπερβολική βία στο πλαίσιο ασαφών κανονισμών σχετικά με τη χρήση πυροβόλων όπλων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι η χρήση βίας ήταν «απολύτως αναγκαία» κατά την έννοια της § 2 του άρθρου 2.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επίσης παραβίαση και του ουσιαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε στους προσφεύγοντες 80.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

  1.  Akhmednabiyev και Kamalov κατά Ρωσίας της 30.01.2024 (αριθ. προσφ. 34358/16 και 58535/16)

Ποινικές έρευνες που διήρκησαν πάνω από έξη και εννέα χρόνια για δύο δολοφονίες δημοσιογράφων. Καταδίκη της Ρωσίας για παραβιάσεις του δικαιώματος στη ζωή.

Οι προσφεύγοντες είναι γιος και ανιψιός, αντίστοιχα, δύο δημοσιογράφων που δολοφονήθηκαν αφού πρώτα είχαν δεχθεί απειλές για την ζωή τους. 

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η επίσημη έρευνα για τη δολοφονία του Akhmednabiyev διήρκεσε ήδη περισσότερο από εννέα χρόνια χωρίς η εναγόμενη Κυβέρνηση να παράσχει επαρκή αιτιολογία για την καθυστέρηση.  Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα δεν ήταν αποτελεσματική. Αντιστοίχως η έρευνα για το θάνατο του δεύτερου δημοσιογράφου διήρκησε έξι χρόνια. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της έρευνας ήταν τέτοια που δεν πληρούσε τις απαιτήσεις εύλογης διάρκειας που είναι εγγενείς στη διαδικαστική υποχρέωση βάσει του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ και για τις δύο περιπτώσεις. 

Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ενώ ο Akhmednabiyev αναγνωρίστηκε ως θύμα λόγω των απειλών που δέχονταν, οι ανακριτικές αρχές δεν εξέτασαν τη δυνατότητα λήψης μέτρων για την προστασία του. Ως εκ τούτου το κράτος απέτυχε να λάβει μέτρα για την προστασία της ζωής του και έτσι παραβίασε και το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Αντιθέτως όσον αφορά τον Kamalov το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδείκνυαν ότι οι εγχώριες αρχές προέβησαν σε οποιαδήποτε αξιολόγηση των απειλών προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αποτελούσαν «πραγματικό και άμεσο» κίνδυνο για τη ζωή του και δεν προέκυψε ότι το καθ’ ου κράτος παρέλειψε να προστατέψει τη ζωή του δημοσιογράφου. Έτσι το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ ως προς την δεύτερη προσφυγή.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη στον πρώτο και 20.000 ευρώ στον δεύτερο προσφεύγοντα.

  1.  Elibashvili κατά Γεωργίας της 22.02.2024 (αριθ. προσφ. 45987/21)

Θάνατος από πνιγμό που επήλθε μετά από αστυνομική καταδίωξη. Η ανεπαρκής έρευνα των αρχών παραβίασε το διαδικαστικό σκέλος του δικαιώματος στη ζωή.

Θάνατος του γιου της προσφεύγουσας από πνιγμό σε ποτάμι, μετά από καταδίωξη από την αστυνομία, επειδή ξεπέρασε το όριο ταχύτητας. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, η αστυνομία έχασε τα ίχνη του και δεν τον αναζήτησε περαιτέρω. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του καταδιωχθέντος βρέθηκε στο ποτάμι. Η μητέρα κατήγγειλε ότι ο θάνατος του γιου της ήταν αποτέλεσμα αναποτελεσματικής έρευνας και παραβίασε το δικαίωμα στη ζωή του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η έρευνα δεν διεξήχθη από ανεξάρτητη αρχή, ότι δεν διασφαλίστηκε η διατήρηση και η εξέταση σημαντικών στοιχείων από κάμερες επιτήρησης και ότι δεν εξετάστηκαν οι αντιφάσεις και οι ελλείψεις στις καταθέσεις των αστυνομικών. Επιπλέον, όλη η διαδικασία της ποινικής έρευνας βρισκόταν σε εξέλιξη για περισσότερα από επτά έτη, χωρίς να έχει κατηγορηθεί κανείς. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η ποινική έρευνα δεν ήταν αποτελεσματική και  παραβιάστηκε  το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 2. Επιδίκασε 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

  1.  Zarema Musayeva κ.α. κατά Ρωσίας της 28.05.2024 (αριθ. προσφ. 4573/22)

Η οικογένεια πρώην δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέστη εξευτελιστική μεταχείριση και περιορισμούς λόγω της ακτιβιστικής της δραστηριότητας. Πολλαπλές παραβιάσεις της ΕΣΔΑ.

       Η πρώτη προσφεύγουσα, σύζυγος πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Τσετσενίας, απομακρύνθηκε βίαια τον Ιανουάριο του 2022 από την αστυνομία από το σπίτι της στην περιοχή Nizhniy Novgorod στη Ρωσία και μεταφέρθηκε 2.000 χιλιόμετρα μακριά στο Γκρόζνι της Τσετσενίας. Εναντίον της κινήθηκαν διοικητικές και ποινικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα τόσο η κα Musayeva όσο και ο σύζυγός της και η κόρη τους υπέστησαν κακομεταχείριση από την αστυνομία της Τσετσενίας, με επανειλημμένες δημόσιες απειλές θανάτου εναντίον τους από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Τσετσενίας, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Ramzan Kadyrov, ο οποίος υποσχέθηκε να τους «κυνηγήσει» και «να τους κόψει τα κεφάλια».

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ρωσικές αρχές, που ήταν η πηγή των απειλών θανάτου, έπρεπε να γνωρίζουν αλλά δεν έκαναν τίποτα για τον πραγματικό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή της κας Musayeva, του συζύγου της και της κόρης τους. Διαπίστωσε επίσης ότι είχαν υποστεί κακομεταχείριση από την αστυνομία της Τσετσενίας και ότι η σύλληψη και η κράτηση της κας Musayeva ήταν αυθαίρετη και αποσκοπούσε σε αντίποινα κατά της οικογένειάς της, η οποία συμμετείχε στο έργο της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αντιπολιτευτική δραστηριότητα στην Τσετσενία. Η εσπευσμένη διοικητική διαδικασία εναντίον της, χωρίς νομική εκπροσώπηση και ενώ ήταν ολοφάνερα αδιάθετη, είχε παραβιάσει τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι στις αρχές Μαρτίου 2022 οι ρωσικές αρχές σταμάτησαν να παρέχουν ενημερώσεις σχετικά με την ιατρική περίθαλψη που χορηγήθηκε στην κα Musayeva, η οποία έπασχε από διαβήτη, παρά το προσωρινό μέτρο που είχαν εκδώσει, κατά παράβαση του άρθρου 34 (δικαίωμα ατομικής προσφυγής). 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2), της απαγόρευσης απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3), του δικαιώματος σε προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5 § 1), του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1) και του περιορισμού της χρήσης των δικαιωμάτων (άρθρο 18).

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε για ηθική βλάβη 52.000 ευρώ στην προσφεύγουσα και 6.500 ευρώ στον σύζυγο και στην κόρη της ξεχωριστά.

  1.  Validity Foundation εξ ονόματος της T.J. κατά Ουγγαρίας της 10.10.2024  (προσφυγή αριθ. 31970/20) 

Αναποτελεσματική έρευνα για συνθήκες θανάτου γυναίκας με νοητική αναπηρία. Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.

Η  T.J., μια γυναίκα με σοβαρή νοητική αναπηρία, απεβίωσε το 2018 σε κρατικό οίκο κοινωνικής φροντίδας και επακολούθησε έρευνα σχετικά με τις συνθήκες θανάτου της. Είχε βρεθεί σε καθεστώς φροντίδας από ηλικία δέκα ετών. 

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχαν καταγραφεί στον κρατικό οίκο κοινωνικής φροντίδας το 2017 υποστελέχωση, ανεπαρκής ιατρική και θεραπευτική φροντίδα, ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης και υπερβολική χρήση περιοριστικών μέτρων σε μερικούς τροφίμους. Τουλάχιστον δέκα τρόφιμοι είχαν αποβιώσει στον οίκο  εκείνο το έτος. Η T.J. ήταν αδυνατισμένη και συνεχώς δεμένη στο κρεβάτι της.

Οι αρχές είχαν λάβει γνώση των ανησυχητικών συνθηκών πριν από τον θάνατό της. Η αντίδρασή τους, ωστόσο, τόσο όσον αφορά την πρόληψη της επιδείνωσης της υγείας της και του πρόωρου θανάτου και όσον αφορά την έρευνα που ακολούθησε ήταν ανεπαρκής. Ειδικότερα, η διοίκηση του κρατικού οίκου δεν είχε εκφράσει καμία ανησυχία και οι αρχές δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο για την βελτίωση των συνθηκών, ενώ η έρευνα είχε επικεντρωθεί αποκλειστικά στην άμεση αιτία του θανάτου της T.J. - πνευμονία - χωρίς να εξετάσει τις φερόμενες σοβαρές ελλείψεις στο σύστημα περίθαλψης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση τόσο του ουσιαστικού όσο και του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) και επιδίκασε 10.000 ευρώ. 

  1.  Bagirova κατά Αζερμπαϊτζάν της 10.10. 2024 (αριθ. προσφ. 9375/20)

Αναποτελεσματική έρευνα για ανθρωποκτονία. Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.

Τον Ιούλιο 2018, ο A.B. ενεπλάκη σε βίαιο περιστατικό με πυροβολισμούς εναντίον του επικεφαλής της εκτελεστικής αρχής της πόλης Ganja και του σωματοφύλακά του, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά. Μετά από αυτό, ο A.B. κατηγορήθηκε για πολλαπλά σοβαρά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε φόνο και τρομοκρατία, και κηρύχθηκε καταζητούμενο πρόσωπο. Στη συνέχεια, στα τέλη του Ιουλίου 2018, πράκτορες της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας (SSS), διεξήγαγαν επιχείρηση για τη σύλληψη του A.B. σε μοτέλ στα περίχωρα του Μπακού, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε.

Η έρευνα για τον θάνατο του A.B. ξεκίνησε αμέσως, ενώ οι εισαγγελικές αρχές ενημερώθηκαν για το περιστατικό. Πραγματοποιήθηκε αυτοψία στο τόπο του εγκλήματος, από την οποία προέκυψε ότι ο A.B. είχε αντισταθεί στη σύλληψη και είχε πυροβολήσει με όπλο εναντίον των πρακτόρων. Μια ιατροδικαστική έκθεση επιβεβαίωσε ότι το όπλο που βρέθηκε στο χέρι του A.B. είχε εκπυρσοκροτήσει, γεγονός που ο ανακριτής ερμήνευσε ως δικαιολογία για τη χρήση θανατηφόρας βίας από τους πράκτορες της SSS.

Ωστόσο, η ποινική έρευνα δημιούργησε σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την πληρότητα και αποτελεσματικότητά της. Ο ανακριτής έπαυσε την ποινική δίωξη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι πράκτορες της SSS ενήργησαν νόμιμα και ότι δεν υπήρχε παράνομη συμπεριφορά στις ενέργειές τους. Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την απόφαση αυτή, υποστηρίζοντας ότι η έρευνα ήταν ελαττωματική και δεν ασχολήθηκε επαρκώς με κρίσιμες πτυχές, όπως η ανάκριση των εμπλεκόμενων πρακτόρων της SSS και οι συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατο του αδελφού της. Τόνισε τις ασυμφωνίες στις καταθέσεις μαρτύρων και αμφισβήτησε τη νομιμότητα των στοιχείων, που έδειχναν ότι ο Α.Β. είχε αντισταθεί στη σύλληψη.

Τα εθνικά δικαστήρια επικύρωσαν την απόφαση του ανακριτή χωρίς να εξετάσουν επαρκώς τις ανησυχίες της προσφεύγουσας, αποτυγχάνοντας έτσι να παράσχουν αποτελεσματική έρευνα. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις του άρθρου 2 όσον αφορά τόσο τις διαδικαστικές όσο και τις ουσιαστικές πτυχές του δικαιώματος στη ζωή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η έρευνα για τον θάνατο του Α.Β. ήταν προδήλως ανεπαρκής, μη ανταποκρινόμενη στο πρότυπο αποτελεσματικότητας που απαιτεί η ΕΣΔΑ. Τόνισε ότι το κράτος έχει καθήκον να παρέχει μια εύλογη εξήγηση για τη χρήση θανατηφόρας βίας και ότι το βάρος της απόδειξης βαρύνει το κράτος για να αποδείξει ότι η εν λόγω βία ήταν αναγκαία και αναλογική.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι εγχώριες διαδικασίες δεν επέτρεψαν την ενδελεχή εξέταση των συνθηκών βάσει των οποίων προήλθε ο θάνατος του Α.Β., υπονομεύοντας το δικαίωμα της προσφεύγουσας σε αποτελεσματική έρευνα. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση τόσο του διαδικαστικού όσο και του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2.

Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.234 ευρώ για τα έξοδα.

  1.  Haugen κατά Νορβηγίας της 15.10.2024 (αριθ. προσφ. 59476/21)

Μη επαρκής παρακολούθηση κρατουμένου με ψυχικά προβλήματα που αυτοκτόνησε στις φυλακές. Καταδίκη για παραβίαση της προστασίας της ζωής.

Ο υιός του προσφεύγοντος, που υπέφερε  από προβλήματα ψυχικής υγείας, αυτοκτόνησε ενώ βρισκόταν σε φυλακή του Όσλο. 

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι νορβηγικές αρχές δεν είχαν κάνει όλα όσα θα μπορούσαν να αναμένονται από αυτές για να προστατεύσουν τη ζωή του υιού του προσφεύγοντος. Κατά το Στρασβούργο υφίστατο έλλειψη επαρκούς ιατρικής παρακολούθησης του αυτοκτονήσαντος μετά τη επιστροφή του από ένα νοσοκομείο στις φυλακές του Όσλο και δεν υπήρξε εμπεριστατωμένη ιατρική αξιολόγηση της ψυχικής του κατάστασης μετά την μεταφορά του μακριά από την μονάδα στενής επιτήρησης. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2). Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), δεδομένου ότι δεν υπήρχε κατάλληλο ένδικο μέσο για να εκδοθεί απόφαση για παράλειψη προστασίας του δικαιώματος στη ζωή και για χορήγηση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη ο προσφεύγων. 

Το Στρασβούργο επιδίκασε 30.000 ευρώ για την ηθική βλάβη και 6.530 ευρώ για έξοδα.

  1.  Svrtan κατά Κροατίας της 03.12.2024 (αριθ. προσφ. 57507/19)

Παράπλευρος θάνατος 12χρονου σε περιστατικό πυροβολισμών. Ανεπαρκής έρευνα. Παραβίαση δικαιώματος στη ζωή. 

O δωδεκάχρονος υιός των προσφευγόντων δολοφονήθηκε σε περιστατικό με πυροβολισμούς το 2003. Ο θύτης, S.Κ., είχε ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ, βίαιης συμπεριφοράς και ήταν ύποπτος παράνομης κατοχής πυροβόλων όπλων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν είχαν προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για να διασφαλίσουν τη δημόσια ασφάλεια και, τελικά, τη ζωή του υιού των προσφευγόντων. Η αστυνομία είχε διεξαγάγει έρευνα στο σπίτι του S.Κ. αρκετές εβδομάδες πριν από το τραγικό περιστατικό. Είχαν, ωστόσο, ερευνήσει το σπίτι μόνο για μισή ώρα, χωρίς να βρουν και να κατασχέσουν το αυτόματο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιήθηκε στους πυροβολισμούς. Πράγματι, οι αρχές δεν είχαν ανακρίνει τον S.Κ., την οικογένειά του ή γείτονες, ούτε έλαβαν οποιαδήποτε άλλα μέτρα, παρά το γεγονός ότι η αστυνομία είχε διαταχθεί να διενεργήσει περαιτέρω έρευνες, έχοντας ενημερωθεί ότι ο S.Κ. κατείχε  όπλα στην οικία του χωρίς άδεια.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) και επιδίκασε στους προσφεύγοντες 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη. 

 

ΑΡΘΡΟ 3

 

  1.  D κατά Λετονίας της 11.01.2024 (αριθ. προσφ. 76680/17)

Άτυπη ιεραρχία στις φυλακές και διαχωρισμός κρατουμένων σε κάστες. Υποδεέστερη θέση του προσφεύγοντος. Καταδίκη για  εξευτελιστική μεταχείριση.

Ο προσφεύγων είναι κρατούμενος στις φυλακές της Λετονίας. Σε αρκετές φυλακές της χώρας αυτής γίνεται άτυπος διαχωρισμός των κρατουμένους σε κάστες. Ο προσφεύγων ανήκε σε υποδεέστερη θέση με αποτέλεσμα να έχει περιορισμένη πρόσβαση σε βασικούς πόρους των φυλακών και καμία επικοινωνία με συγ­κρατούμενούς του. Άσκησε προσφυγή για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποστεί πραγματική βία ή απειλή βίας, από το προσωπικό των φυλακών ή άλλους κρατούμενους, αλλά είχε τοποθετηθεί στην υποδεέστερη κάστα και αντιμετώπιζε πολλούς περιορισμούς. Του απαγορεύτηκε να συμμετέχει  σε αθλήματα ή να χρησιμοποιεί κοινά ντους, το δε κρεβάτι του ήταν λιγότερο άνετο και ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση ταπεινών εργασιών.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο σωματικός και κοινωνικός διαχωρισμός του,  τον οδήγησε να υπομένει ψυχικό άγχος. Έκρινε ότι οι κρατικές αρχές είχαν γενική υποχρέωση να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των άτυπων ιεραρχιών, και η αποτυχία τους να προστατέψουν τον προσφεύγοντα από αυτές, συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. 

  1.  Miranda Magro κατά Πορτογαλίας της 09.01.2023 (αριθ. προσφ. 30138/21)

Ακατάλληλη φροντίδα κατά την κράτηση ψυχικά ασθενούς σε ψυχιατρείο των φυλακών. Παραβίαση των άρθρων 3 και 5 της ΕΣ ΔΑ

Κράτηση του προσφεύγοντος, η οποία είχε διαταχθεί από δικαστήρια μετά από διαπίστωση, το 2019, ότι δεν ήταν ποινικά υπεύθυνος για μια σειρά από φερόμενα ως αδικήματα λόγω της ψυχικής του διαταραχής (παρανοϊκή σχιζοφρένεια). Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε εξασφαλιστεί η κατάλληλη φροντίδα στον προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια της κράτησής του, γεγονός που είχε επιπτώσεις στην υγεία του. Διαπίστωσε επίσης ότι η κράτησή του στη φυλακή, που  ήταν ακατάλληλη για ψυχικά ασθενή, χωρίς επαρκή φροντίδα είχε προκαλέσει σύγχυση και φόβο, κατά παράβαση των δικαιωμάτων του.

Το Δικαστήριο έκρινε βάσει του άρθρου 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση των αποφάσεων) ότι οι παραβιάσεις δεν οφείλονται αποκλειστικά στις προσωπικές περιστάσεις του προσφεύγοντος, αλλά ήταν αποτέλεσμα ενός διαρθρωτικού προβλήματος. Κάλεσε το πορτογαλικό κράτος να εξασφαλίσει κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης και κατάλληλη και εξατομικευμένη θεραπεία στα ψυχικά ασθενή άτομα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 5 § 1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) και επιδίκασε ποσό 34.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

  1.  Αl-Hawsawi κατά Λιθουανίας της 16.01. 2024 (αριθ. προσφ. 6383/17)

Πολλαπλές παραβάσεις της ΕΣΔΑ (βασανιστήρια, δίκαιη δίκη κλπ) σε βάρος εικαζόμενου μέλους της Αλ Κάϊντα και κρατούμενου της CIA σε μυστικές εγκαταστάσεις.

Ο προσφεύγων δικάστηκε την περίοδο έκδοσης της απόφασης του ΕΔΔΑ ενώπιον στρατιωτικής επιτροπής των ΗΠΑ στον κόλπο του Γκουαντάναμο με την κατηγορία ότι είναι διαμεσολαβητής και οικονομικός διαχειριστής της Αλ Κάϊντα. Άσκησε προσφυγή επικαλούμενος  πολλαπλές καταγγελίες για βασανιστήρια, κακομεταχείριση και μη αναγνωρισμένη κράτηση μεταξύ των ετών 2005-2006, όταν κρατήθηκε σε μυστική εγκατάσταση στη Λιθουανία υπό τη διαχείριση της CIA. 

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η υπόθεση βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε έμμεσες αποδείξεις. Μια προσεκτική ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων στην υπόθεση Abu Zubaydah είχε ήδη επιτρέψει στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κέντρο κράτησης γνωστό ως Site Violet βρισκόταν στη Λιθουανία. Το καθ’ ου κράτος είχε επίσης εφαρμόσει ένα εξαιρετικά σκληρό καθεστώς κράτησης,  είχε ως συνήθη πρακτική το δέσιμο των ματιών, χρησιμοποίηση κουκούλας, απομόνωση, συνεχές δέσιμο ποδιών και έκθεση σε θόρυβο και φως. Τα σωρευτικά αποτελέσματα ενός τέτοιου καθεστώτος κράτησης ισοδυναμούσαν με απάνθρωπη μεταχείριση κατά την έννοια της Σύμβασης και ως εκ τούτου υπήρχε παραβίαση των άρθρων 3 και 5. 

Επιπλέον ο προσφεύγων δεν έλαβε το καθεστώς του θύματος. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το θύμα είχε το δικαίωμα να λάβει ακριβή περιγραφή της ταλαιπωρίας του και του ρόλου των υπευθύνων για τη δοκιμασία του και το λιθουανικό κοινό είχε έννομο συμφέρον να ενημερωθεί για την ποινική διαδικασία και τα αποτελέσματά της. Λόγω αυτών των ελλείψεων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Λιθουανία δεν εκπλήρωσε το καθήκον της να διεξαγάγει αποτελεσματική και διεξοδική έρευνα, κατά παράβαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Ακολούθως το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβιάσεις του άρθρου 8 λόγω της  παράνομης και μη αποκαλυφθείσας κράτησης και του άρθρου 6 § 1 γιατί οι δίκες ενώπιον της στρατιωτικής επιτροπής των ΗΠΑ δεν πληρούσαν τις πιο βασικές εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης. Τέλος διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου με αριθ. 6, γιατί ο προσφεύγων αντιμετώπιζε την θανατική ποινή και τέλος παραβίαση του άρθρου 13, γιατί  δεν είχε στη διάθεσή του κανένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο σε εθνικό επίπεδο για να διαμαρτυρηθεί για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 100.000 ευρώ για ηθική βλάβη και στην ΜΚΟ που τον εκπροσώπησε 30.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Miljak κατά Κροατίας της 16.01.2024 (αριθ. προσφ. 15681/18)

Κακομεταχείριση και τραυματισμός κρατουμένου από σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Καταδίκη για απάνθρωπη και  εξευτελιστική μεταχείριση.

Ο προσφεύγων επιλέχθηκε τυχαία για μια έρευνα στο κελί του. Ενώ  τον προειδοποίησαν να μην αγγίξει τίποτε μέσα σ΄αυτό κατά τη διάρκεια της έρευνας ρώτησε αν θα μπορούσε να πάρει τις κάλτσες του επειδή κρύωνε και, αφού κανείς δεν απάντησε, πλησίασε να τις πάρει. Εκείνη τη στιγμή, οι αστυνομικοί τον σταμάτησαν ρίχνοντάς τον στο πάτωμα και χτυπώντας τον αρκετές φορές στο κεφάλι και στο σώμα. Ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε στο νοσοκομείο για λίγες ημέρες. Στη συνέχεια υπέβαλε μήνυση κατά των σωφρονιστικών υπαλλήλων για βαριά σωματική βλάβη. Στις 31 Ιανουαρίου 2018 η Εισαγγελία την έθεσε στο αρχείο. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μήνυση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε χωρίς προσεκτικό έλεγχο όλων των σχετικών γεγονότων και η έρευνα που διεξήχθη δεν ήταν εμπεριστατωμένη. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου ο προσφεύγων είχε προσκομίσει επαρκή στοιχεία για να δημιουργήσει ισχυρό τεκμήριο ότι είχε υποστεί τις σοβαρές σωματικές βλάβες, που κατήγγειλε, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Αντίθετα η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ικανοποιητικά ότι οι τραυματισμοί του προσφεύγοντος δεν προκλήθηκαν από την κακομεταχείριση την οποία είχε υποστεί στο κελί του.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση και του ουσιαστικού σκέλους  του άρθρου 3. Επιδίκασε  δε στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Ε.L. κατά Λιθουανίας της 09.04.2024 (αριθ. προσφ. 12471/20)

Ανεπαρκής έρευνα σχετικά με καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου σε ίδρυμα. Παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τρία μεγαλύτερα αγόρια κατά τη διαμονή του σε ίδρυμα παιδιών μεταξύ 2008 και 2013, καθώς τα γονεϊκά δικαιώματα των βιολογικών του γονέων είχαν περιοριστεί με δικαστική απόφαση. Ο κηδεμόνας που του διόρισαν ανέφερε το περιστατικό στις αρχές παιδικής μέριμνας, οι οποίες με τη σειρά τους έκαναν καταγγελία στην αστυνομία. Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των αγοριών, η οποία όμως έπαυσε στο στάδιο της προανάκρισης με την αιτιολογία ότι δεν είχαν συλλεχθεί αποδείξεις από τους φερόμενους ως υπόπτους ή τον διευθυντή του ιδρύματος που να αποδεικνύουν ότι είχε διαπραχθεί έγκλημα. 

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι τόσο οι διωκτικές αρχές όσο και τα δικαστήρια ήταν απρόθυμα να διατάξουν ή να αντιμετωπίσουν ρητά την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη ψυχιατρική και ψυχολογική εξέταση σε σχέση με την εικαζόμενη κακοποίηση, παρά τα αιτήματα του προσφεύγοντος. 

Συνεπώς, οι αρχές δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους να διερευνήσουν αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς για κακομεταχείριση. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 και επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη. 

  1.  Karter κατά Ουκρανίας της 11.04.2024 (αριθ. προσφ. 18179/17)

Ομοφοβικές, λεκτικές και σωματικές επιθέσεις σε βάρος ομόφυλου. Αναποτελεσματική έρευνα των αρχών. Καταδίκη για εξευτελιστική μεταχείριση.

Αναποτελεσματική έρευνα για ομοφοβικές, λεκτικές και σωματικές επιθέσεις στον προσφεύγοντα, με κίνητρο τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ο προσφεύγων υπέστη δύο επιθέσεις το 2015 και το 2016, ενώ κυκλοφορούσε με ένα φίλο του. Υπέβαλε μηνύσεις και ασκήθηκε ποινική δίωξη, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αποτυχία των αρχών να αντιδράσουν στις καταγγελίες του προσφεύγοντος είχε υπονομεύσει τις προοπτικές της δέουσας διερεύνησης του φερόμενου εγκλήματος μίσους και διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, αναφορικά με το περιστατικό του 2015.

Κατά το Δικαστήριο ήταν σημαντικό για τις αρμόδιες εγχώριες αρχές να διεξαγάγουν έρευνα λαμβάνοντας όλα τα εύλογα μέτρα με στόχο να αποκαλυφθεί ο ρόλος πιθανών ομοφοβικών κινήτρων της επίθεσης και ότι χωρίς μια τόσο αυστηρή προσέγγιση από τις αστυνομικές αρχές, τα εγκλήματα με προκαταλήψεις θα αντιμετωπίζονταν αναπόφευκτα ισότιμα ​​με τις συνήθεις υποθέσεις και η προκύπτουσα αδιαφορία θα ισοδυναμούσε με επίσημη συναίνεση ή ακόμη και συναίνεση σε εγκλήματα μίσους. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, όσον αφορά την έρευνα για την επίθεση του 2016 και επιδίκασε 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.400 ευρώ για έξοδα.

  1.  Maisaia κατά Γεωργίας της 07.05.2024 (αριθ. προσφ. 75969/14)

Συστηματική κακοποίηση κρατουμένου στις φυλακές και έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας. Καταδίκη για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Κατόπιν καταγγελίας του προσφεύγοντος, η Ανακριτική Μονάδα του Υπουργείου Φυλακών ξεκίνησε ποινική έρευνα για κακομεταχείριση την οποία φέρεται ότι είχε υποστεί, στα χέρια δεσμοφυλάκων, την προηγούμενη ημέρα, στις φυλακές Gldani. Διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων είχε σωματικές κακώσεις. Ο ίδιος ζήτησε επανειλημμένα (τουλάχιστον τέσσερις φορές) την πρόοδο της ποινικής έρευνας. Βασιζόμενος περαιτέρω στην ιατρική γνωμάτευση που επιβεβαίωνε την ύπαρξη σημαδιών κακομεταχείρισης, ζήτησε επανειλημμένα να του χορηγηθεί η ιδιότητα του θύματος, ωστόσο οι επιστολές του έμειναν αναπάντητες. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξαν περίοδοι ανεξήγητης αδράνειας εκ μέρους των ανακριτικών αρχών και, επιπλέον, ο προσφεύγων στερήθηκε αδικαιολόγητα την απαιτούμενη διαδικαστική ιδιότητα του θύματος, γεγονός που θα του επέτρεπε να παρακολουθήσει στενά την έρευνα, να αξιολογήσει την αξιοπιστία της και να συμβάλει στην ορθή διεξαγωγή της. 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι με βάση τις σχετικές διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων σε σχέση με την ύπαρξη ενδημικού προβλήματος σωματικής κακοποίησης κρατουμένων σε διάφορα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας, υπήρξε πράγματι συστηματική κακοποίηση κρατουμένων σε ορισμένες φυλακές στη Γεωργία από εκπροσώπους των σωφρονιστικών αρχών κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Έκρινε ότι η κακομεταχείριση του προσφεύγοντος έλαβε χώρα και οφειλόταν στο εναγόμενο κράτος. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού και του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

  1.  Nițu κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 11.06.2024 (αριθ. προσφ. 11272/16)

Ανεπάρκεια ιατρικής βοήθειας και άσκηση βίας από σωφρονιστικούς υπαλλήλους σε κρατούμενο που έπασχε από ψυχικές διαταραχές. Παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. 

Κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής του ο προσφεύγων διαγνώσθηκε με διάφορες διαταραχές με αποτέλεσμα πολύ συχνά να αυτοακρωτηριάζεται. Εξαιτίας αυτού, κατά την περίοδο 2012-2016 επισκέφτηκε ψυχίατρο των φυλακών, ο οποίος του συνταγογραφούσε χάπια. Ο προσφεύγων ήταν συχνά επιθετικός προς άλλους κρατούμενους και δεσμοφύλακες, προσβάλλοντάς τους και απειλώντας τους με βία και θάνατο. Γι’ αυτό, αρκετές φορές χρειάστηκε να επέμβουν οι δεσμοφύλακες για να τον ηρεμήσουν, μερικές φορές χρησιμοποιώντας βία και χειροπέδες. Συγκεκριμένα, το βράδυ της 26 Αυγούστου 2014 του έστριψαν τα χέρια πίσω από την πλάτη του, του πέρασαν χειροπέδες και τον ξυλοκόπησαν. Στη συνέχεια απομονώθηκε σε πειθαρχικό κελί. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την αποτυχία των αρχών να του προσφέρουν την κατάλληλη ιατρική βοήθεια για τα ψυχιατρικά του προβλήματα στη φυλακή. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει τίποτα στη δικογραφία που να επιβεβαιώνει ότι είχε ληφθεί συστημική προσέγγιση προκειμένου να προσφερθεί στον προσφεύγοντα εξειδικευμένη ψυχολογική και ψυχιατρική θεραπεία με στόχο τη σταδιακή μείωση της επιθετικότητάς του και την προστασία του από τις αρνητικές επιπτώσεις των πράξεών του στην ψυχική και σωματική του υγεία. Λόγω της ιδιαίτερης ευπάθειάς του ως ατόμου με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, που δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την επιθετική του συμπεριφορά, η ανεπάρκεια κατάλληλης ψυχολογικής και ψυχιατρικής θεραπείας είχε ως αποτέλεσμα περαιτέρω βλάβη της υγείας του από τη χρήση βίας από το προσωπικό της φυλακής, το οποίο έπρεπε να βάλει τέλος στις πράξεις του.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για τα έξοδα.

  1.  İ.G. κατά ΤΟΥΡΚΙΑΣ της 27.08.2024 (αριθ. προσφ. 32887/19)

Βιασμός ανήλικου αναπήρου. Αναποτελεσματική ποινική διαδικασία με αποτέλεσμα  την παραγραφή των αδικημάτων. Καταδίκη για παραβίαση του άρθρου 3.

Τον Μάιο του 2002, ο προσφεύγων υπέστη βιασμό από τέσσερις ανηλίκους, ένας εκ των οποίων ήταν κάτω από την ηλικία της ποινικής ευθύνης. Η δικαστική διαδικασία που ακολούθησε ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού των υποθέσεων λόγω της ηλικίας των κατηγορουμένων, των μετατοπίσεων της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαστηρίων και της επακόλουθης απαλλαγής των επιτιθέμενων λόγω παραγραφής των αδικημάτων. Η χρονοβόρα διαδικασία διήρκεσε 13 έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων τα δικαστήρια δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες  με αποτέλεσμα να επέλθει παραγραφή.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνώρισε παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 3, τονίζοντας ότι η ποινική διαδικασία διήρκεσε πάρα πολύ και ότι η καθυστέρηση αυτή έδωσε την εντύπωση της κρατικής ανοχής απέναντι στα αδικήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος του. Επιδίκασε στον προσφεύγοντα περίπου 4.145 ευρώ για ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αλλά αυτός προσέφυγε στο ΕΔΔΑ αμφισβητώντας το ποσό αυτό ως ανεπαρκές υπό το πρίσμα της ταλαιπωρίας του και των περιστάσεων της υπόθεσης, και υποστηρίζοντας ότι η ποινική δίωξη που κινήθηκε κατά των επιτιθέμενων εναντίον του ήταν αναποτελεσματική, με τελικό αποτέλεσμα την ατιμωρησία τους λόγω παραγραφής των αδικημάτων.

Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι το κράτος έχει θετική υποχρέωση να θεσπίσει ένα πλαίσιο για την αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη εγκλημάτων, όπως ο βιασμός, και ότι η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση τέτοιας υπόθεσης συνιστούσε παραβίαση των υποχρεώσεων του κράτους βάσει του άρθρου 3. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ποινική διαδικασία δεν συμμορφώθηκε με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 3, διαπιστώνοντας παραβίαση. Επιπλέον, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε απωλέσει την ιδιότητα του θύματος λόγω της αποζημίωσης που επιδίκασε το Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού η τελευταία ήταν σημαντικά χαμηλότερη από αυτή που συνήθως επιδικάζει το ΕΔΔΑ σε παρόμοιες υποθέσεις. Παρ’ όλα αυτά όμως το Στρασβούργο δεν επιδίκασε πρόσθετη ικανοποίηση για ηθική βλάβη, γιατί δεν υπεβλήθη κανονικά σχετικό αίτημα από τον προσφεύγοντα. 

Στην υπόθεση, δύο δικαστές εξέφρασαν διαφωνία μέσω της μειοψηφίας τους, σχετικά με την μη επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να χορηγήσει αποζημίωση υπό το πρίσμα των εξαιρετικών περιστάσεων της υπόθεσης. Υποστήριξαν ότι ο προσφεύγων είχε δηλώσει ότι επιθυμούσε να λάβει χρηματική ικανοποίηση, γεγονός που δικαιολογούσε την εξέταση της αποζημίωσης παρά τις διαδικαστικές ελλείψεις της προσφυγής του.

  1.  Daugaard Sorensen κατά Δανίας της 15.10.2024 (αριθ. προσφ. 25650/22)

Σημαντικές ελλείψεις στη διαδικαστική αντιμετώπιση μιας καταγγελίας για βιασμό.

Απόσυρση κατηγοριών κατά του φερόμενου ως βιαστή της προσφεύγουσας, λόγω σφαλμάτων που είχαν σημειωθεί στην εισαγγελία, ιδίως με την μη συμμόρφωση με νόμιμη προθεσμία.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχαν διαπραχθεί τουλάχιστον τρία διαδοχικά σφάλματα – και αναγνωρίστηκαν - από την εισαγγελική αρχή. Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν υπεύθυνος για την παράλειψη της τήρησης της προβλεπόμενης προθεσμίας, το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο - οι κατηγορίες κατά του φερόμενου ως δράστη είχαν απορριφθεί. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα στερήθηκε αποτελεσματικής εξέτασης της υπόθεσής της ή δικαστικής επανεξέτασης σε σχέση με τον φερόμενο ως βιασμό, που είχε καταγγείλει στην αστυνομία. 

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις στη διαδικαστική απάντηση στις καταγγελίες της. Συνεπώς, η Δανία δεν είχε εκπληρώσει τα καθήκοντά της που απορρέουν από την Σύμβαση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Uzu κατά Ουκρανίας της 21.11.2024 (αριθ. προσφ. 7164/18)

Ρατσιστική επίθεση κατά ανήλικου Αφρο-ουκρανού από ομάδα ατόμων. Καταδίκη για αναποτελεσματική αστυνομική έρευνα.

Ομάδα είκοσι ατόμων επιτέθηκαν το 2015 με ρατσιστικά κίνητρα κατά του 16χρονου αφρο-ουκρανικής καταγωγής προσφεύγοντος. Η ομάδα ακολούθησε τον προσφεύγοντα στο σταθμό του μετρό κοροϊδεύοντας το χρώμα του δέρματός του και χλευάζοντάς τον με την φράση «μαϊμού, θέλεις μπανάνες;». Μόλις έφτασαν στην πλατφόρμα του σταθμού, τον πλησίασαν και του επιτέθηκαν, σπρώχνοντάς τον και χτυπώντας τον σε διάφορα σημεία του σώματός του.

Η αστυνομία δεν διεξήγαγε αποτελεσματική έρευνα, η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι που εκδόθηκε απόφαση από το ΕΔΔΑ, δηλαδή μετά από 9 χρόνια!

Κατά το Δικαστήριο όταν οποιαδήποτε στοιχεία ρατσιστικής λεκτικής βίας έρχονται στο φως κατά τη διάρκεια μιας έρευνας, πρέπει να επαληθεύονται και να γίνεται ενδελεχής έρευνα όλων των γεγονότων προκειμένου να αποκαλυφθούν τυχόν ρατσιστικά κίνητρα. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους να διενεργήσουν αποτελεσματική έρευνα και να αποκαλύψουν τυχόν ρατσιστικά κίνητρα πίσω από το περιστατικό και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο επιδίκασε 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.200 ευρώ για έξοδα.

 

  1.  Lombardi κατά Ιταλίας της 03.10.2024 (αριθ. προσφ. 80288/13)

Η μη επαρκής φροντίδα στις φυλακές κρατουμένου με κινητικά προβλήματα συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση.

  1.  Lavorgna κατά Ιταλίας της 08.11.2024 (αριθ. προσφ. 812. 436/21)

Περιορισμός ψυχιατρικού ασθενούς επί οκτώ ημέρες και δέσιμό του με ιμάντα. Εξευτελιστική μεταχείριση. Καταδίκη της Ιταλίας.

  1.  Kazachynska κατά Ουκρανίας της 07.11.2024 (αριθμ. προσφ. 79412/17)

Παράνομος εγκλεισμός γυναίκας σε ψυχιατρείο για 13 μέρες με πλαστογραφημένη συναίνεσή της. Παραβίαση των άρθρων 3 και 5 της ΕΣΔΑ.

 

ΑΡΘΡΟ 4

 

1. B.B. κατά Σλοβακίας της 24.10.2024 (προσφυγή αριθ. 48587/21)

Παραπομπή και καταδίκη διακινητή για μαστροπεία και όχι για εμπορία ανθρώπων. Καταδίκη για παραβίαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ.

Η προσφεύγουσα, μια γυναίκα Ρομά, κατήγγειλε ότι υπήρξε θύμα διακίνησης το 2010 από τη Σλοβακία στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου εργάστηκε, λόγω ανάγκης, ως ιερόδουλη για τουλάχιστον ένα έτος. Στη συνέχεια, ένα άτομο καταδικάστηκε για μαστροπεία.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κρατικές αρχές είχαν περιορίσει τις προσπάθειές τους να εξακριβώσουν τα πραγματικά περιστατικά σε εκείνα που είχαν σχέση με την αξιολόγηση των πράξεων του δράστη ως μαστροπεία, χωρίς να ερευνήσουν επαρκώς την τυχόν διάπραξη του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων. 

Κατά το Δικαστήριο τα αποδεικτικά στοιχεία έδειχναν ότι οι αρχές απέφυγαν συνειδητά να ερευνήσουν την κατηγορία για εμπορία ανθρώπων και περιόρισαν τις προσπάθειές τους στην εξέταση της κατηγορίας για μαστροπεία. Επισημαίνεται ότι το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων είναι σαφώς βαρύτερο από αυτό της μαστροπείας. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  η ποινική διαδικασία στη Σλοβακία ήταν σημαντικά ελαττωματική όσον αφορά την αντιμετώπιση από τις αρχές των κατηγοριών κατά του φερόμενου ως διακινητή της προσφεύγουσας και  διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 4.

Το Δικαστήριο επιδίκασε 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 15.000 ευρώ για έξοδα.

2. T.V. κατά Ισπανίας της 10.10.2024 (αριθ. προσφ. 22512/21)

Σοβαρές ελλείψεις στην έρευνα για εμπορία ανθρώπων και σεξουαλική εκμετάλλευση. Παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ.

 Η προσφεύγουσα είναι υπήκοος Νιγηρίας που ζει στην Ισπανία. Ισχυρίστηκε ότι η έρευνα των αρχών σχετικά με την μήνυσή της για εμπορία ανθρώπων και σεξουαλική εκμετάλλευση μεταξύ 2003 και 2007 ήταν ανεπαρκής. Η ανωτέρω κατάφερε να ξεφύγει από τους φερόμενους ως διακινητές της και υπέβαλε μήνυση το 2011.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχαν ληφθεί καθόλου μέτρα κατά τα δύο πρώτα έτη της έρευνας, ότι οι ανακριτές δεν είχαν ακολουθήσει προφανείς κατευθύνσεις έρευνας και, ότι οι αποφάσεις για την υπόθεση ήταν επιφανειακές και ανεπαρκώς αιτιολογημένες.

Οι ελλείψεις αυτές έδειξαν κατάφωρη αδιαφορία και περιφρόνηση της κρατικής υποχρέωσης να διερευνώνται σοβαρές καταγγελίες εμπορίας ανθρώπων, ένα αδίκημα με καταστροφικές συνέπειες για τα θύματά του. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 4 (απαγόρευση της δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας) και επιδίκασε  15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 12.000 ευρώ για έξοδα.

 

ΑΡΘΡΟ 5

 

  1.  Nsingi κατά Ελλάδας της 15.10.2024  (αριθ. προσφ. 27985/19)

Καταδίκη της Ελλάδας για δικαστικές αποφάσεις λόγω υπερβολικού φορμαλισμού, ερμηνείας αντίθετης με την ΕΣΔΑ  και έλλειψη αιτιολογίας.

Αλλοδαπός, που δεν είχε σχέση με το αδίκημα, κρατήθηκε με απόφαση που καταδίκασε άλλον με το ίδιο όνομα.

Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 6 Ιουνίου 2018 από την αστυνομία και, μετά την εξακρίβωση της ταυτότητάς του, καταχωρήθηκε στο όνομα ενός ατόμου που είχε καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια κάθειρξη για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών. Ο εισαγγελέας διέταξε να οδηγηθεί στη φυλακή για να εκτελεσθεί η επιβληθείσα  ποινή. 

Στις 20 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων προέβαλε αντιρρήσεις ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος, αναφέροντας ότι δεν ήταν το πρόσωπο που κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε, αλλά άλλος. Διετάχθη πραγματογνωμοσύνη και η σχετική έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων διαπίστωσε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα του προσφεύγοντος ήταν διαφορετικά από αυτόν που καταδικάστηκε. Παρ’ όλα αυτά το ποινικό δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις του και το αίτημά του για αποφυλάκιση  χωρίς αιτιολογία. 

Στη συνέχεια ο προσφεύγων  υπέβαλε νέα αίτηση. Το δικαστήριο που επελήφθη διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη και καταθέσεις μαρτύρων. Η δεύτερη  έκθεση  δακτυλικών αποτυπωμάτων επιβεβαίωσε την πρώτη, διαπιστώνοντας ότι ο καταδικασθείς ήταν διαφορετικός από τον προσφεύγοντα. Το δικαστήριο τελικά τον άφησε ελεύθερο μετά από 168 ημέρες κράτησης.

Ο προσφεύγων  μετά την αποφυλάκισή του υπέβαλε αίτημα, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα ΚΠΔ, για αποζημίωση για τις μέρες που κρατήθηκε παράνομα. Το αίτημα απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η κατάστασή του δεν ενέπιπτε σε καμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 533 του τότε ισχύοντος παλαιού ΚΠΔ και ότι το άρθρο 564 του ίδιου ΚΠΔ δεν εξασφάλιζε δικαίωμα αποζημίωσης για τους κρατουμένους, των οποίων οι αντιρρήσεις για την ταυτότητά τους  είχαν γίνει δεκτές.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η παντελής έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου της Θεσσαλονίκης είχε σαφώς παραβιάσει την αρχή της προστασίας από την αυθαιρεσία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 § 1 της ΕΣΔΑ, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι ο προσφεύγων είχε κρατηθεί, κατά το χρόνο αυτό, δυνάμει απόφασης που επέβαλε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών σε διαφορετικό πρόσωπο.

Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι, το ελληνικό δικαστήριο που απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης του προσφεύγοντος, ερμηνεύοντας το άρθρο 533 του τότε ισχύοντος πΚΠΔ με τον τρόπο που το ερμήνευσε, είχε υιοθετήσει μια υπερβολικά φορμαλιστική προσέγγιση που δεν ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του άρθρου 5 § 5 της ΕΣ ΔΑ

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε στη διάθεσή του κανένα ένδικο μέσο με το οποίο να επιδιώξει επανόρθωση για την ανωτέρω κράτησή του, παρά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7 § 5 του Συντάγματος, και διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 5 § 5 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε  8.000 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.

  1.  Aydın Sefa Akay κατά Tουρκίας της 23.04.2024 (αριθ. προσφ. 59/17) 

Προσωρινή κράτηση διεθνή δικαστή και έρευνα στην κατοικία του, παρά την ύπαρξη  διπλωματικής ασυλίας. Παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας και της ιδιωτικής ζωής.

Σύλληψη και προσωρινή κράτηση διεθνή δικαστή του Μηχανισμού Ποινικών Δικαστηρίων του ΟΗΕ, καθώς και έρευνα στην κατοικία του, μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016, παρά τη διπλωματική ασυλία του. Παρά τα αιτήματά του για αποφυλάκιση και τερματισμό της ποινικής δίωξης εναντίον του, η προσωρινή του κράτηση παρατάθηκε και τελικά καταδικάστηκε αμετάκλητα για το αδίκημα της συμμετοχής σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση. 

Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια, όταν αυτά απέρριψαν το αίτημά του για διπλωματική ασυλία. Διαπίστωσε επίσης ότι ο προσφεύγων φαινόταν να δικαιούται πλήρη διπλωματική ασυλία, συμπεριλαμβανομένου του απαραβίαστου του προσώπου του και της κατοικίας του και προστασία από κάθε μορφή σύλληψης ή κράτησης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η σύλληψή του, η προσωρινή κράτηση, η έρευνα της κατοικίας του και του προσώπου του ήταν παράνομες. Επιπλέον, τα δικαστήρια εξέτασαν για πρώτη φορά το ζήτημα της διπλωματικής ασυλίας του προσφεύγοντος μετά από οκτώ μήνες, καθιστώντας μάταιη κάθε προστασία που είχε ο προσφεύγων ως διεθνής δικαστής, και δεν το είχαν εξετάσει καθόλου σε σχέση με τις έρευνες στον ίδιο και στην κατοικία του.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 21.100 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Spišák κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας της 20.06.2024 (αριθ. προσφ. 13968/22)

Διαφορετική μεταχείριση ανηλίκου με ενήλικα κρατούμενο σχετικά με την παράταση της προσωρινής κράτησης.  Καταδίκη για δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας.

Προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος ανήλικου για διάφορα σοβαρά εγκλήματα. Ο ίδιος συνελήφθη ενώ βρισκόταν υπό επιτήρηση και, λόγω του κινδύνου υποτροπής, είχε διαταχθεί η προσωρινή του κράτηση από τις 23 Νοεμβρίου 2020 έως τις 20 Μαΐου 2021, οπότε και άρχισε να εκτίει την ποινή που του επιβλήθηκε. Η προσωρινή κράτησή του είχε παραταθεί για έξι μήνες κάποια στιγμή από τα δικαστήρια. Δεν ήταν επιλέξιμος για τρίμηνη αυτόματη επανεξέταση της κράτησής του.

Επικαλούμενος τα άρθρα 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 14 (απαγόρευση διακρίσεων), ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για την παράταση της κράτησής του και ότι δεν είχε ως ανήλικος δικαίωμα τρίμηνης επανεξέτασης της προσωρινής του κράτησης, ένα δικαίωμα που είχαν οι ενήλικες κρατούμενοι.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Κυβέρνηση δεν είχε δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείρισή του από τους ενήλικους κρατούμενους, οι οποίοι είχαν δικαίωμα αυτόματης επανεξέτασης της κράτησής τους εντός τριών μηνών. Επίσης, έκρινε ότι οποιαδήποτε διαφορά στη μεταχείριση βάσει του νόμου θα έπρεπε να έχει ως στόχο να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η ιδιαίτερη ευπάθεια των ανηλίκων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο νόμος λειτουργούσε αντίθετα προς τον στόχο αυτόν.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Padaguts κατά Ουκρανίας της 27.06.2024 (αριθ. προσφ. 62818/16)

Διαδικασία παράτασης προσωρινής κράτησης χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της ΕΣΔΑ.

Στις 23 Ιουλίου 2016 το δικαστήριο πραγματοποίησε ακρόαση κατά την οποία παρέτεινε την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος έως τις 21 Σεπτεμβρίου 2016. Το δικαστήριο ανέφερε στην απόφασή του ότι ο προσφεύγων είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στην ακροαματική διαδικασία μέσω σύνδεσης βίντεο και ότι ο συνήγορός του είχε αρνηθεί να παραστεί στην ακροαματική διαδικασία, αν και είχε ενημερωθεί κανονικά για την ημερομηνία και την ώρα της, μέσω μηνύματος SMS.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η άρνηση του προσφεύγοντος να συμμετάσχει στην ακρόαση δεν απάλλαξε τις αρχές από τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 5 § 4 να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή του δικηγόρου υπεράσπισης του προσφεύγοντος στην προαναφερθείσα ακρόαση. Επίσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόφαση για τη διεξαγωγή ακρόασης για την παράταση της κράτησης του προσφεύγοντος ελήφθη την τελευταία ημέρα ισχύος της προηγούμενης δικαστικής απόφασης για την κράτησή του, η οποία μάλιστα ήταν αργία (Σάββατο). 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 4, διότι ο προσφεύγων δεν έλαβε το πλήρες φάσμα των διαδικαστικών εγγυήσεων σε σχέση με την παράταση της προσωρινής κράτησής του, και ιδίως διότι ο δικηγόρος του στερήθηκε της ευκαιρίας να συμμετάσχει στην ακρόαση στις 23 Ιουλίου 2016, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ.

  1.  B.D. κατά Βελγίου της 27.08.24 (αριθ. προσφ. 50058/12)

Στέρηση δυνατότητας επανεξέτασης της νομιμότητας της παράτασης κράτησης ψυχικά ασθενούς. Παράνομη κράτηση.  Διαρθρωτικό πρόβλημα του Βελγίου. Καταδίκη από ΕΔΔΑ. 

Ο προσφεύγων, εισήχθη στο ψυχιατρικό παράρτημα φυλακών μετά από δικαστική απόφαση λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας. Ο εγκλεισμός του ξεκίνησε, αφού κρίθηκε ένοχος για κλοπή και απόπειρα κλοπής. Παρά τις πολλαπλές αποφυλακίσεις με αναστολή και τις περιόδους επανένταξης, ο προσφεύγων επανειλημμένα καταδικαζόταν λόγω νέων αδικημάτων, με αποτέλεσμα την παρατεταμένη κράτησή του σε ψυχιατρικές εγκαταστάσεις ακατάλληλες για τη θεραπεία του.

Tο Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση του προσφεύγοντος ήταν παράνομη, καθώς δεν πληρούσε τα απαιτούμενα νομικά πρότυπα. Ο παρατεταμένος χαρακτήρας της κράτησής του σε εγκαταστάσεις που δεν ήταν κατάλληλες για τη φροντίδα της ψυχικής του υγείας παραβίασε τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα υποκείμενα ζητήματα εντός του βελγικού συστήματος κράτησης, ιδίως όσον αφορά τη μεταχείριση των ψυχικά ασθενών, είχαν αναγνωριστεί και τεκμηριωθεί με την πάροδο των ετών, αντανακλώντας ένα διαρθρωτικό πρόβλημα, που απαιτούσε αποκατάσταση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις τόσο του άρθρου 5 § 4 όσο και του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ  και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 7.300 ευρώ για ηθική βλάβη. 

  1.  Hasanov κατά Αζερμπαϊτζάν της 10.10. 2024 (αριθ. προσφ. 12058/21)

Μη επαρκής αιτιολογία για παράταση προ­σωρινής κράτησης και ανεπαρκής ιατρική περίθαλψη κρατουμένου. Παραβιάσεις άρθρων 3 και 5 της ΕΣΔΑ. 

Ο προσφεύγων, πρώην Γενικός Εισαγγελέας και πρέσβης, εξέτιε ποινή φυλάκισης στο Μπακού κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του ΕΔΔΑ. Ισχυρίσθηκε ότι έπασχε από διάφορες χρόνιες ιατρικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων προβλημάτων της σπονδυλικής στήλης και του καρδιαγγειακού συστήματος, και ότι οι αρχές δεν του παρείχαν επαρκή ιατρική περίθαλψη κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Οι δικηγόροι του τόνισαν ότι, ενώ ο προσφεύγων έλαβε κάποια ιατρική περίθαλψη, αυτή δεν ήταν επαρκής για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων υγείας του, ιδίως κατά την αρχική περίοδο της κράτησής του από τον Αύγουστο του 2020 έως τον Ιούλιο του 2021.

Τον Ιούλιο του 2020, η Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας (SSS) ξεκίνησε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση και κατάχρηση εξουσίας από διάφορους υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος. Μετά τη σύλληψή του στις 13 Αυγούστου 2020, τα δικαστήρια ενέκριναν την κράτησή του με βάση τον κίνδυνο να παρεμποδίσει την έρευνα και να επηρεάσει μάρτυρες. Τα εθνικά δικαστήρια δικαιολόγησαν τη συνέχιση της κράτησής του για τους λόγους αυτούς, αναφέροντας το ενδεχόμενο να αλλοιώσει τα αποδεικτικά στοιχεία ή να διαφύγει.

Κατά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης, η υγεία του προσφεύγοντος φέρεται να επιδεινώθηκε σημαντικά και ο ίδιος αντιμετώπιζε έντονους πόνους τους οποίους απέδωσε στην ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη. Παρά τα αιτήματά του για εξειδικευμένη θεραπεία, οι αρχές φέρεται να του παρείχαν μόνον στοιχειώδη ιατρική φροντίδα, η οποία δεν ανταποκρινόταν στα απαιτούμενα πρότυπα περίθαλψης. Τα παράπονά του σχετικά με την κατάσταση της υγείας του απορρίφθηκαν από τις αρχές της φυλακής και δεν του παρασχέθηκε η αναγκαία ιατρική παρακολούθηση ή θεραπεία, με αποτέλεσμα να υποφέρει παρατεταμένα.

Ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κράτησής του, υποστηρίζοντας ότι τα δικαστήρια δεν είχαν παράσχει σχετική και επαρκή αιτιολογία για την παράταση της προσωρινής κράτησής του, όπως απαιτείται από το άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι η αιτιολόγηση της κράτησης πρέπει να αποδεικνύεται πειστικά από τις αρχές, ανεξάρτητα από τη διάρκειά της και διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν πράγματι παράσχει ανεπαρκή αιτιολογία για την παράταση της κράτησης του προσφεύγοντος, παραβιάζοντας έτσι τα δικαιώματά του βάσει του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε τη σημασία της επαρκούς ιατρικής περίθαλψης των κρατουμένων βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων στερήθηκε την αναγκαία ιατρική περίθαλψη κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης περιόδου της κράτησής του, η οποία είχε ως αποτέλεσμα ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, που μείωνε την αξιοπρέπειά του. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι υποχρεώσεις προστασίας του δικαιώματος στη ζωή και παροχής επαρκούς ιατρικής περίθαλψης είναι επιτακτικές και η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών από τις αρχές συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3.

Το Δικαστήριο επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.234 ευρώ για έξοδα.

  1.  Sharifov κατά Γεωργίας και Αζερμπαϊτζάν  της 05.09.2024 (αριθ. προσφ. 50513/12)

Αναποτελεσματική έρευνα για απαγωγή, κακομεταχείριση και παράνομη μεταφορά δημοσιογράφου από τη Γεωργία στο Αζερμπαϊτζάν. Παραβίαση των άρθρων 3, 5 και 8 της ΕΣΔΑ.

Ο προσφεύγων είναι δημοσιογράφος. Τον Μάιο του 2017, ισχυρίστηκε ότι απήχθη από την Τιφλίδα της Γεωργίας και μεταφέρθηκε βίαια στο Αζερμπαϊτζάν λόγω της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Η σύζυγός του κατήγγειλε αμέσως την εξαφάνισή του στην αστυνομία. Οι γεωργιανές αρχές ξεκίνησαν την ποινική έρευνα για την υποτιθέμενη απαγωγή του.

 Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε σημαντικές παραλείψεις εκ μέρους της γεωργιανής κυβέρνησης όσον αφορά τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος. Το δικαστήριο υπογράμμισε την έλλειψη διεξοδικής έρευνας στο αρχικό στάδιο, γεγονός που οδήγησε σε αδυναμία εξακρίβωσης των συνθηκών που περιέβαλλαν την εξαφάνιση του προσφεύγοντος από τη Γεωργία και την επανεμφάνισή του στο Αζερμπαϊτζάν. Σημείωσε ότι η έρευνα δεν ασχολήθηκε επαρκώς τόσο με την επίσημη εκδοχή του Αζερμπαϊτζάν - που ισχυρίσθηκε ότι ο προσφεύγων πέρασε παράνομα τα σύνορα - όσο και με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος περί απαγωγής. 

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γεωργιανές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει τη θετική τους υποχρέωσή να προστατεύουν τα άτομα, ιδίως εκείνα που συμμετείχαν σε πολιτικές διαφωνίες, και διαπίστωσε σε βάρος της Γεωργίας παραβίαση των άρθρων  3 και 5 όσον αφορά την διαδικαστική πτυχή των δικαιωμάτων.

 

Ως προς το Αζερμπαϊτζάν, ενώ το δικαστήριο έκρινε ότι η σύλληψη και η κράτηση του προσφεύγοντος δεν παραβίασε το άρθρο 5 § 1, διαπίστωσε ότι υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις όσον αφορά την αιτιολόγηση της προσωρινής του κράτησης, κρίνοντας τελικά παραβίαση του άρθρου 5 § 3. Επιπλέον, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν παραβίασαν το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8), καθώς έψαξαν το περιεχόμενο του κινητού τηλεφώνου του προσφεύγοντος χωρίς δικαστική άδεια.

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα αφενός μεν σε βάρος της Γεωργίας 10.000 ευρώ  και σε βάρος του Αζερμπαϊτζάν 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Επιδίκασε επίσης και 2.500 ευρώ για έξοδα σε βάρος καθενός των δύο κρατών. 

 

ΑΡΘΡΟ 6

 

  1.  Ugulava κατά Γεωργίας (αριθ. 2) της 01.02.2024 (αριθ. προσφ. 22431/20)[2]

Δικαστής συμμετείχε σε εκδίκαση αναίρεσης, παρά το ότι είχε διατελέσει επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας κατά την περίοδο που υφιστάμενοί του εισαγγελείς άσκησαν την επίδικη αναίρεση. Παραβίαση αντικειμενικής αμεροληψίας.

Τον Δεκέμβριο του 2013 ο προσφεύγων, που ήταν πολιτικό πρόσωπο και την επίδικη περίοδο εκτελούσε χρέη δημάρχου Τιφλίδας, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση. 

Τον Ιανουάριο του 2019 δύο εισαγγελείς της Γενικής Εισαγγελίας άσκησαν αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση εξαίρεσης για τον δικαστή  Sh.T., που συμμετείχε στο Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την αναίρεση με την αιτιολογία ότι είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας όταν η υπόθεσή του είχε εξεταστεί από το εφετείο και η αναίρεση είχε ασκηθεί από τη Γενική Εισαγγελία, στην οποία προΐστατο.

Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ποινικό Τμήμα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης ως αβάσιμο. Την ίδια ημερομηνία, η ίδια σύνθεση του Ποινικού Τμήματος με τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., τροποποίησε τον χαρακτηρισμό του αδικήματος και  καταδίκασε τον προσφεύγοντα για υπεξαίρεση αυξάνοντας την ποινή του σε εννέα έτη κάθειρξης.

Το ΕΔΔΑ έκρινε, ότι τουλάχιστον ο Sh.T. θα πρέπει να ήταν γνώστης, όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας, των εσωτερικών πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της εισαγγελίας για τον χειρισμό της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος και για την άσκηση αναίρεσης εναντίον του. 

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία  της διασφάλισης της αντικειμενικής αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές περιστάσεις, ιδίως την ύψιστη πολιτική ευαισθησία της δίκης, σε συνδυασμό με τον ρόλο και την εξουσία του πρώην Γενικού Εισαγγελέα στους υφισταμένους του εισαγγελείς και την συμμετοχή του στην σύνθεση του ανωτάτου δικαστηρίου που εξέτασε την υπόθεση του προσφεύγοντος, τα στοιχεία ήταν αρκετά για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του αναιρετικού δικαστηρίου. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του εθνικού Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 του ΕΔΔΑ.

  1.  Sacharuk κατά Λιθουανίας της 23.04.2024 (αριθ. προσφ. 39300/18)

Δικαστής που δίκασε την αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο ίδιος εκδίκασε και την υπόθεση μετ΄αναίρεση. Καταδίκη για  μη αμεροληψία δικαστηρίου. 

Καταδίκη του προσφεύγοντος για κατάχρηση εξουσίας και για παράνομη χρήση επίσημου έγγραφου επειδή είχε χρησιμοποιήσει την ταυτότητα άλλου βουλευτή για να ψηφίσει στο Κοινοβούλιο για λογαριασμό του.

Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, βάσει του Κανονισμού του Κοινοβουλίου της Λιθουανίας, μοναδική κύρωση για μια τέτοια παράβαση αποτελεί η προειδοποίηση και ότι δεν υπήρχε νομική βάση για τις διαδικασίες αναφορικά με τέτοια αδικήματα. Ισχυρίστηκε ότι η ψήφος εκ μέρους των απόντων βουλευτών από τον συνασπισμό κάποιου ή την πολιτική του ομάδα ήταν μια γενική πρακτική. Μόλις έληξε η θητεία του προσφεύγοντος και δεν είχε πλέον ασυλία, ασκήθηκε ποινική δίωξη. Αθωώθηκε, ωστόσο, μετά από αναίρεση του Εισαγγελέα, η δε υπόθεση επανεξετάστηκε και ο προσφεύγων καταδικάστηκε. Στο τελευταίο δικαστήριο ζήτησε την εξαίρεση του Προεδρεύοντος δικαστή γιατί ο ίδιος προέδρευσε και σε προγενέστερο στάδιο στην ίδια υπόθεσή του. Η αίτηση εξαίρεσης απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο που επικύρωσε την καταδίκη του το 2018 δεν ήταν αμερόληπτο, αφού συμμετείχε στην τελική σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δικαστής που είχε συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία εναντίον του σε προγενέστερο στάδιο. Κατήγγειλε επίσης ότι ήταν ο πρώτος βουλευτής που καταδικάστηκε επειδή ψήφισε στη θέση άλλου βουλευτή στο κοινοβούλιο, καθώς μέχρι τότε αυτό ήταν μια συνήθης πρακτική, και ότι δεν μπορούσε επομένως να προβλέψει ότι θα καταδικαστεί, κατά παράβαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εξετάσει την υπόθεση σε δύο στάδια, ένας δε δικαστής συμμετείχε και στις δύο συνθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατά το Στρασβούργο, η ανησυχία του προσφεύγοντος ότι ο δικαστής αυτός θα μπορούσε να είχε μια προκατειλημμένη άποψη για την ενοχή του, ήταν θεμιτή και οι αμφιβολίες του ως προς την αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένες. Επομένως, το αίτημά του για εξαίρεση του δικαστή από τη σύνθεση θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτό. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).

Αντίθετα, ο προσφεύγων θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι πράξεις του θα αποτελούσαν αδίκημα σύμφωνα με το ισχύον τότε ποινικό δίκαιο. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

  1.  Bosev κατά  Βουλγαρίας της 04.06.2024  (αριθ. προσφ. 62199/19)

Δικαστής συμμετείχε σε δικαστήριο που έκρινε την αίτηση εξαίρεσής του. Καταδίκη για μη αμεροληψία δικαστηρίου.

Ο προσφεύγων είναι δημοσιογράφος του δικαστικού ρεπορτάζ. Καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση σε χρηματική ποινή 511 ευρώ περίπου για σχόλια που έκανε σε τηλεοπτική εκπομπή για δημόσιο πρόσωπο. Άσκησε έφεση και στο εφετείο, η Πρόεδρος στην εκδίκαση της υπόθεσής του ήταν μία δικαστής κατά της οποίας  ο προσφεύγων είχε δημοσιεύσει επικριτικά άρθρα, με τα οποία αμφισβητούσε τον επαγγελματισμό και την ακεραιότητά της. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε αίτηση εξαίρεσής της. Το αίτημά του απορρίφθηκε από το δικαστήριο, στο οποίο συμμετείχε η εν λόγω δικαστής, και η απόφαση υπαγορεύθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου από την ίδια τη δικαστή που αφορούσε η εξαίρεση. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης και της ελευθερίας της έκφρασης. 

Κατά το ΕΔΔΑ οι εγχώριες διαδικασίες στις οποίες ο δικαστής αποφασίζει προσωπικά για δική του εξαίρεση – όπως συνέβαινε εν προκειμένω – συμμορφώνονται με το άρθρο 6 § 1 μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως όταν οι λόγοι εξαίρεσης  είναι απαράδεκτοι ή εντελώς άσχετοι. Εν προκειμένω, το επιχείρημα του προσφεύγοντος δεν ήταν ούτε άσχετο, ούτε εντελώς αλυσιτελές. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση του εφετείου δεν υπόκειτο σε αναίρεση εκ του νόμου. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο δεν είχε συγκρότηση «αμερόληπτου δικαστηρίου» και ότι ο τρόπος με τον οποίο είχε επιβληθεί η ποινική κύρωση στον προσφεύγοντα δεν είχε εξασφαλίσει μία από τις βασικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης, την οποία και παραβίασε (άρθρο 6 § 1). 

Έκρινε επίσης ότι η επιβολή χρηματικής ποινής στον κατηγορούμενο ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης και ο περιορισμός του δικαιώματος αυτού δεν συνοδεύτηκε από αποτελεσματικές και επαρκείς διασφαλίσεις κατά της δικαστικής αυθαιρεσίας, εξαιτίας του ότι αυτός καταδικάστηκε από μη «αμερόληπτο δικαστήριο» ως αποτέλεσμα της συμμετοχής δικαστή, που ζητήθηκε η εξαίρεσή του στην εκδίκαση της υπόθεσης αυτής.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο είχε επιβληθεί η κύρωση στον προσφεύγοντα δεν είχε εξασφαλίσει μία από τις βασικές εγγυήσεις της δίκαιης δίκης, αυτή της εκδίκασης της υπόθεσής του από «αμερόληπτο δικαστήριο». Επομένως, ο περιορισμός του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης βάσει του άρθρου 10 δεν συνοδεύτηκε από αποτελεσματικές και επαρκείς διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι λόγοι που προέβαλε η Κυβέρνηση ήταν λυσιτελείς, δεν αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι η επίμαχη παρέμβαση ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε και παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10). Επιδίκασε δε 511 ευρώ για αποζημίωση, 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ περίπου για έξοδα.

  1.  Dudek και Lazur κατά Πολωνίας και I.G. κατά Πολωνίας και 19 άλλες προσφυγές της 07.11.2024 (αριθ. προσφ. 41097/20, 39577/22, 42668/21 και 19 άλλες)

Η Πολωνία με μονομερή δήλωση αποδέχθηκε ότι σχηματισμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν συνιστούσαν ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

Όλες οι προσφυγές αφορούσαν διαδικασίες σχετικά με τους προσφεύγοντες, και τους σχηματισμούς του πολωνικού Ανώτατου Δικαστηρίου. Οι προσφεύγοντες  ισχυρίστηκαν ότι οι δικαστικοί αυτοί σχηματισμοί δεν συνιστούσαν  «ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια που είχαν συσταθεί από το νόμο». Οι προσφυγές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του δικαστικού συστήματος στην Πολωνία στο πλαίσιο μιας κατάστασης που είχε περιγραφεί από πολλούς παρατηρητές ως «κρίση του κράτους δικαίου».

Στις υποθέσεις Dudek και Lazur το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις μονομερείς δηλώσεις της Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης μιας παραδοχής παραβίασης του άρθρου 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και την προσφορά χρηματικής ικανοποίησης.

Στις άλλες υποθέσεις, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τον φιλικό διακανονισμό που συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών. 

Καθώς δεν υπήρχε λόγος να συνεχιστεί η εξέταση, το Δικαστήριο διέγραψε τις προσφυγές από τον κατάλογό του.

  1.  Saakashvili κατά Γεωργίας της 23.05.2024 (αριθ. προσφ. 6232/20 και 22394/20)

Ποινική καταδίκη πρώην Προέδρου της Γεωργίας.  Μη παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Ο προσφεύγων διετέλεσε Πρόεδρος στην Γεωργία. Αποδείχθηκε ότι συμμετείχε σε παράνομες ενέργειες,  δηλαδή επίθεση κατά βουλευτή ο οποίος έμεινε ανάπηρος και σε απονομή χάριτος  σε αξιωματικούς που είχαν διαπράξει ανθρωποκτονία. Στο πλαίσιο διερεύνησης παλαιοτέρων αδικημάτων, ο προσφεύγων παραπέμφθηκε για αυτά τα αδικήματα και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης έξι ετών. Άσκησε προσφυγή  για παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισής του στη διαδικασία εναντίον του λόγω αναξιοπιστίας των μαρτύρων, για παραβίαση του άρθρου 7 ισχυριζόμενος ότι η  άσκηση της εξουσίας προεδρικής επιείκειας, ήταν απόλυτα σύμφωνη με το εσωτερικό δίκαιο και για αδικαιολόγητο περιορισμό των δικαιωμάτων του. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος βασίστηκε  σε  σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία, τα εγχώρια δικαστήρια είχαν εκδώσει αιτιολογημένες αποφάσεις και  οι μάρτυρες όσα κατέθεσαν τα είχαν καταθέσει ενόρκως. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε κατά πλειοψηφία  ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6§1). 

Επιπλέον το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η επίμαχη  πράξη του προσφεύγοντος να απονείμει χάρη ως Πρόεδρος  είχε υποκινηθεί από την πρόθεσή του να διαστρεβλώσει την έρευνα και να παρεμποδίσει την απονομή της δικαιοσύνης σε μία υπόθεση δολοφονίας και ως εκ τούτου έκρινε,  κατά πλειοψηφία, ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7. Τέλος έκρινε ότι  και ο ανώτατος κρατικός αξιωματούχος δεν ήταν, καταρχήν, απρόσβλητος από δίωξη και κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 18 της ΕΣΔΑ. 

  1.  L.T. κατά Ουκρανίας της 06.06.2024 (αριθ. προσφ.13459/15)

Ελλιπής, υποτονική και επιζήμια υπεράσπιση κατηγορουμένης από αυτεπαγγέλτως διορισθέντες συνηγόρους. Καταδίκη για παραβίαση δίκαιης δίκης.

Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε για σωματική βλάβη από αμέλεια και διατάχθηκε η ακούσια νοσηλεία της λόγω ψυχιατρικών παθήσεων. 

Επικαλούμενη το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη/δικαίωμα νομικής συνδρομής), η L.T. ισχυρίστηκε  ότι η ποινική δίωξη εναντίον της ήταν άδικη, διότι είχε αποκλειστεί από τη δίκη της, δεν της επετράπη η πρόσβαση στη δικογραφία και οι δικηγόροι που διορίστηκαν αυτεπαγγέλτως και την εκπροσώπησαν είχαν εμφανώς παθητική στάση, και  ένας από αυτούς υποστήριξε ανοιχτά τη θέση του εισαγγελέα. Ισχυρίστηκε επιπλέον, ότι, ως πρόσωπο που υπόκειται σε ακούσια νοσηλεία με δικαστική εντολή, η μόνη δυνατότητα για αυτήν ήταν η άσκηση έφεσης  κατά της απόφασης που έπρεπε να  γίνει μέσω του συνηγόρου υπεράσπισής της και όχι αυτοπροσώπως,  ο οποίος δεν το έπραξε.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ήταν αδικαιολόγητος  ο αποκλεισμός της προσφεύγουσας από τη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πριν επιβεβαιωθεί η υποτιθέμενη ψυχική διαταραχή της από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα την αδυναμία της να αμφισβητήσει τις κατηγορίες εναντίον της και την κράτησή της. Επίσης οι δύο διορισθέντες,   από το κράτος,  συνήγοροι, την εκπροσώπησαν άκρως υποτονικά  και προδήλως επιζήμια για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της, ενώ τα εθνικά δικαστήρια δεν επέδειξαν την δέουσα επιμέλεια ως προς αυτό.   

Τέλος το Στρασβούργο  έκρινε ότι λόγω της απόφασης για ακούσια νοσηλεία δεν είχε δικαίωμα να καταθέσει έφεση αυτοπροσώπως  και ο αυτεπαγγέλτως διορισθείς συνήγορός της δεν το έπραξε. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξαν διαδικαστικές ελλείψεις στην ποινική διαδικασία που υπονόμευσαν συνολικά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 και 3 (γ) της ΕΣΔΑ, επιδίκασε δε  5.400 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.800 ευρώ για έξοδα.

  1.  Bogdan κατά Ουκρανίας της 08.02.2024 (αριθ. προσφ. 3016/16)

Η παραίτηση από το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου που υπέγραψε ο συλληφθείς, ο οποίος υπέφερε από στερητικό σύνδρομο, παραβίασε τη δίκαιη δίκη. 

Ο προσφεύγων υπέγραψε παραίτηση από το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου, ενώ βρισκόταν υπό μη επίσημα καταγεγραμμένη κράτηση και υπέφερε από συμπτώματα στέρησης ναρκωτικών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραιτηθεί από το ανωτέρω δικαίωμα και απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του για κακομεταχείριση από την αστυνομία.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να ελέγξουν επαρκώς την εγκυρότητα της παραίτησης και την ψυχική κατάσταση του προσφεύγοντος, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος λόγω της κατάστασης της υγείας του, κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος. Οι καταθέσεις του, που έγιναν ελλείψει δικηγόρου, κατέληξαν άμεσα ενοχοποιητικές και αποτέλεσαν πολύ σημαντικό μέρος των αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του. Τέλος, η Κυβέρνηση δεν κατάφερε να αποδείξει πειστικά τον ισχυρισμό της, ότι κατ' εξαίρεση και υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, ο συνολικά δίκαιος χαρακτήρας της δίκης δεν είχε πληγεί ανεπανόρθωτα από τον περιορισμό της πρόσβασης του προσφεύγοντος σε νομικές συμβουλές.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της Σύμβασης και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη.

  1.  Cătălin-Nicolae Ceort κατά Ρουμανίας της 04.07.24 (αριθ. προσφ. 47339/20)

Καταδίκη ανωτάτου εισαγγελέα για δωροδοκία. Προσφυγή με ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν στα εθνικά δικαστήρια. Απαράδεκτη η προσφυγή για μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

Ο προσφεύγων ήταν εισαγγελέας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας. Κατηγορήθηκε για δωροδοκία για να ευνοηθεί  πολιτικός και να παύσει η ποινική του δίωξη. Η υπόθεσή του εκδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και καταδικάστηκε αμετάκλητα .

Ο προσφεύγων επικαλούμενος το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, παραπονέθηκε ότι η ποινική διαδικασία εναντίον του ήταν άδικη. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει τα εγχώρια ένδικα μέσα για τις καταγγελίες του, αφού οι ισχυρισμοί του δεν προβλήθηκαν στα εθνικά δικαστήρια. Έκρινε επίσης ότι οι ισχυρισμοί του σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία, την εκτίμηση των καταθέσεων του συγκατηγορουμένου του και την παγίδευση από την αστυνομία ήταν προδήλως αβάσιμοι.

Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή.

  1.  Khachapuridze και Khachidze κατά Γεωργίας της 29.08.20224 (αριθ. προσφ. 59464/21 και 13079/22 )

Η μη κλήτευση αιτηθέντος μάρτυρα υπεράσπισης, η ανάγνωση καταθέσεων απόντων μαρτύρων και η αποβολή των κατηγορουμένων από τη διαδικασία παραβίασαν το άρθρο 6 §§ 1 και 3 της ΕΣΔΑ.

Οι προσφεύγοντες ενεπλάκησαν σε αντιπαράθεση με έναν δικαστή. Και τα δύο μέρη κατήγγειλαν στην αστυνομία επιθέσεις, γεγονός που οδήγησε σε ποινική έρευνα. Ο δικαστής G.M. κατηγόρησε τους προσφεύγοντες ότι του επιτέθηκαν λεκτικά και σωματικά, ενώ οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι αυτός τους προκαλούσε.

Στις προδικαστικές ακροάσεις, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτημα για κλήση μάρτυρα, ισχυριζόμενοι ότι η κατάθεσή του θα ήταν κρίσιμη για την τεκμηρίωση της υπεράσπισής τους ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Το δικαστήριο αρνήθηκε την κατάθεση του μάρτυρα εξ αποστάσεως και στην συνέχεια απέρριψε τα αιτήματα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, επικαλούμενο διαδικαστικούς λόγους.

Το εγχώριο δικαστήριο στηρίχθηκε για την απόφασή του σε μεγάλο βαθμό στις καταθέσεις έξι απόντων μαρτύρων, οι οποίες ανεγνώσθησαν κατά την διάρκεια της δίκης. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η εισαγγελία δεν εξασφάλισε την παρουσία των μαρτύρων αυτών και ισχυρίστηκαν ότι τα δικαιώματά τους, που απορρέουν από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, παραβιάστηκαν λόγω διαδικαστικών παρατυπιών. 

Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι τα δικαιώματα του πρώτου και δεύτερου των προσφευγόντων σε δίκαιη δίκη παραβιάστηκαν λόγω της αδυναμίας εξασφάλισης παρουσίας μαρτύρων και από την ανεπάρκεια των εθνικών δικαστηρίων να παρέχουν επαρκή αιτιολογία για τη μη κατάθεση των μαρτύρων στο ακροατήριο, υπονομεύοντας την πληρότητα της υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι υπήρξε ελλιπής αξιολόγηση των απόντων μαρτύρων, λόγω ανεπάρκειας του εθνικού δικαστηρίου να καταβάλει εύλογη προσπάθεια για την εξασφάλιση της παρουσίας τους, επηρεάζοντας αρνητικά τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη υπό την ειδικότερη έκφανσή της του δικαιώματος για επιτυχή κλήτευση και εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης και επιδίκασε στους πρώτο και δεύτερο προσφεύγοντα από 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

  1.  Ibrahimov κατά Αζερμπαϊτζάν της 26.09. 2024 (αριθ. προσφ. 62271/16)

Μη κλήτευση του αναιρεσείοντος στο Ανώτατο Δικαστήριο και ερήμην εκδίκαση της αναίρεσης. Παραβίαση δίκαιης δίκης.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη που εγγυάται το άρθρο 6 § 1, καθώς δεν είχε κληθεί στην εκδίκαση της αναίρεσής του στις 19 Απριλίου 2016 ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου και ότι ως εκ τούτου δεν μπόρεσε να παραστεί στην ακρόαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίκασε την αίτηση αναίρεσης ερήμην του. 

Η Κυβέρνηση υπέβαλε υπογεγραμμένο έγγραφο υπαλλήλου του σωφρονιστικού καταστήματος, που ανέφερε ότι είχε παραλάβει την Κλήση στις 6 Απριλίου 2016, δεν προσκομίστηκε όμως καμία απόδειξη ότι η Κλήση είχε πράγματι επιδοθεί στον αναιρεσείοντα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν πείστηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Κυβέρνηση προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι ο προσφεύγων είχε κληθεί δεόντως στην ακρόαση του Ανωτάτου δικαστηρίου. 

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι λόγω της έλλειψης ειδοποίησης σχετικά με την ακρόαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 19 Απριλίου 2016, ο προσφεύγων στερήθηκε της δυνατότητας να παρουσιάσει την υπεράσπισή του μέσω δικηγόρου. 

Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι στα πρακτικά της δίκης της 19 Απριλίου 2016 αναφέρεται ότι ο προσφεύγων είχε «κληθεί δεόντως». Ωστόσο, δεν υπήρξε καμία ένδειξη στο υλικό της δικογραφίας ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ αποφάσιζε να προχωρήσει στην ακρόαση ερήμην του προσφεύγοντος, έλεγξε αν η Κλήση για συζήτηση είχε πράγματι επιδοθεί σε αυτόν. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δε, δεν αναφέρεται στο θέμα της απουσίας του προσφεύγοντος από την ακροαματική διαδικασία.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του προσφεύγοντος να ενημερωθεί για την συζήτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του να παραστεί, να υποβάλει προφορικές παρατηρήσεις, να επιλέξει άλλον τρόπο συμμετοχής στη διαδικασία ή να ζητήσει αναβολή.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

 

  1.  Cesarano κατά Ιταλίας της 17.10.2024 (αριθμ. προσφ. 71250/16)

Μη μείωση της ισόβιας κάθειρξης σε 30 έτη πρόσκαιρη κάθειρξη. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι επιβλήθηκε η επιεικέστερη ποινή της ισόβιας κάθειρξης χωρίς απομόνωση έναντι αυτής με απομόνωση.

Απόρριψη από τα δικαστήρια του αιτήματος του προσφεύγοντος για μείωση της  ποινής της ισόβιας κάθειρξης σε 30 χρόνια κάθειρξη. Η αίτηση υπεβλήθη  με το σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος επέλεξε να δικαστεί στο πλαίσιο της λεγόμενης συνοπτικής διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος παραιτείται από ορισμένα δικονομικά δικαιώματα με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής.

Το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι τα ιταλικά δικαστήρια είχαν ορθώς εφαρμόσει την επιεικέστερη ποινή στην περίπτωση του προσφεύγοντος συγκρίνοντας όλους τους εφαρμοστέους νόμους εντός του χρονικού διαστήματος, που άρχισε από τον χρόνο που έκανε την αίτησή του για τη συνοπτική διαδικασία μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του. Τα εγχώρια δικαστήρια επέβαλαν δηλ.  αντί της ποινής της ισόβιας κάθειρξης με απομόνωση, την ποινή της ισόβιας κάθειρξη χωρίς απομόνωση, που είναι επιεικέστερη ποινή.

Αυτό απέκλειε την προσφυγή στο δικαίωμα μείωσης της ποινής σε κάθειρξη 30 ετών, η οποία ήταν διαθέσιμη στους κατηγορούμενους στο πλαίσιο της συνοπτικής διαδικασίας, αφού η δυνατότητα αυτή είχε αντικατασταθεί νομοθετικά πριν ασκήσει την αίτησή του ο προσφεύγων. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε κατά πλειοψηφία 6 ψήφων έναντι 1, ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 7 (καμία ποινή χωρίς νόμο), και ομόφωνα, ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη).

 

  1.  Σουρούλλας και Ζανέττος κατά Κύπρου της 26.11.2024 (αριθ. προσφ.  1618/18)

Δεν παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη αφού για την καταδίκη ελήφθησαν υπόψιν και άλλες αποδείξεις πλην της κατάθεσης του συνεργού των κατηγορουμένων. 

Ο πρώτος προσφεύγων καταδικάστηκε για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και ο δεύτερος  για εκβιασμό σε σχέση με μια συμφωνία πώλησης ακινήτου. Σημαντικό βάρος  στα αποδεικτικά μέσα είχε αποτελέσει η κατάθεση του Ν.Λ., ενός επιχειρηματία ακινήτων και ιδιοκτήτη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Στον Ν.Λ. είχε δοθεί ασυλία από την ποινική δίωξη αφού είχε καταθέσει, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγοντες είχαν εμπλακεί στην υπόθεση.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η δίκη δεν είχε διακυβευθεί από την λήψη υπόψιν από το δικαστήριο  της κατάθεσης του ανωτέρω, καθώς τα εθνικά δικαστήρια ήταν επιφυλακτικά στη μεταχείριση του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου και έλαβαν υπόψιν τους και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που συνέβαλαν στις καταδίκες των προσφευγόντων.

 Όσον αφορά το αίτημα αυτών να εξεταστεί το αντίγραφο της κατηγορούσας αρχής από τους σκληρούς δίσκους του N.Λ. για να αποδειχθεί η συμπαιγνία, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν εξετάσει τους ισχυρισμούς επί του θέματος και είχαν απορρίψει το αίτημα αιτιολογημένα. Τα επιχειρήματα των προσφευγόντων στο πλαίσιο αυτό ήταν εντελώς υποθετικά.

Το ΕΔΔΑ έκρινε με 5 ψήφους έναντι 2, ότι δεν παραβιάστηκαν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1) και το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (β) (εύλογος χρόνος και διευκολύνσεις για την προετοιμασία της υπεράσπισης).

 

  1.  Miron κατά Ρουμανίας της 05.11.2024 (αριθ. προσφ. 37324/16)

Συγκέντρωση, εξέταση και αξιολόγηση αποδεικτικού υλικού από ποινικά δικαστήρια ουσίας. Μη παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Στις 19 Δεκεμβρίου 2012 παραπέμφθηκε σε δίκη η προσφεύγουσα και τέσσερις άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού του Υπουργείου Εσωτερικών, με την κατηγορία της πλαστογραφίας και της κατάχρησης εξουσίας και τελικά καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλακή με αναστολή.

Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για  το δίκαιο χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας, ισχυρισθείσα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την καταδίκασε δεν είχε συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία απευθείας ούτε από τους μάρτυρες, ούτε από τους συγκατηγορουμένους της.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστές που εκδίκασαν και στα δύο επίπεδα της δικαιοδοσίας (πρωτόδικα και Εφετείο) είχαν συλλέξει αυτεπαγγέλτως στοιχεία απευθείας από τους συγκατηγορουμένους και έναν ιδιαίτερα σημαντικό μάρτυρα, η δε χρήση από τα δικαστήρια των ηχογραφημένων καταθέσεων των άλλων μαρτύρων στη λήψη των αποφάσεών τους ήταν συμβατή με τις απαιτήσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και δεν είχε θίξει την ουσία του δικαιώματος αυτού. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα της ηχητικής καταγραφής επιπροσθέτως της γραπτής καταγραφής των εν λόγω άλλων μαρτυρικών καταθέσεων είχε, στην προκειμένη περίπτωση, παράσχει μια πρόσθετη εγγύηση.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1).

 

ΑΡΘΡΟ 6 § 2

ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

 

  1.  Krátky κατά Σλοβακίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 35025/20)

Δικαστήριο, σε άλλη δίκη συγκατηγορουμένου, μνημόνευσε ολόκληρο το όνομα του προσφεύγοντος ως συναυτουργού διάπραξης αδικημάτων. Παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

Ο συγκατηγορούμενος του προσφεύγοντος έκανε συμφωνία ποινικής διαπραγμάτευσης με την Εισαγγελία και τελικά κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για παρασκευή και διακίνηση ναρκωτικών. Κατά την ανάγνωση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση, ο δικαστής ανέγνωσε το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος, το οποίο στη συνέχεια διόρθωσε αντικαθιστώντας το με τα αρχικά του. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο για τα ίδια ως άνω αδικήματα. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση που ενέκρινε τη συμφωνία ποινικής διαπραγμάτευσης ενός από τους συγκατηγορούμενους του προσφεύγοντος, αλλά και  η ίδια η συμφωνία, περιείχαν λεπτομερείς αναφορές των σχετικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του προσφεύγοντος σε αυτά ως ενός από τους δράστες και αρχηγούς της εγκληματικής οργάνωσης. Το ονοματεπώνυμό του αναφερόταν επίσης στη συμφωνία διαπραγμάτευσης. Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η μεταγενέστερη χρήση των αρχικών του ονόματός του δεν εξάλειψε την εντύπωση ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τα εγκλήματα που περιγράφονταν στην απόφαση και μάλιστα σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία των ΜΜΕ. Συνολικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες αναφορές δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή μιας «κατάστασης υποψίας» κατά του προσφεύγοντος, αλλά τον παρουσίασαν ως πρόσωπο που είχε διαπράξει ποινικά αδικήματα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6 § 2 ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 7.800 ευρώ για ηθική βλάβη και περίπου 3.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  C.O. κατά Γερμανίας της 17.09.2024 (αριθ. προσφ. 16678/22)

Επαρκώς συγκρατημένες αναφορές σε άλλη δίκη περί εμπλοκής κατηγορουμένου, που εκκρεμούσε η δίκη του. Μη διαπίστωση επιζήμιου αντικτύπου στην εν εξελίξει ποινική διαδικασία. Μη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. 

Ο προσφεύγων, κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε ένα σημαντικό σχέδιο φορολογικής απάτης, γνωστό ως σκάνδαλο «Cum-Ex». Η σχέση του προσφεύγοντος με ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που εμπλέκονταν στο σχέδιο φορολογικής απάτης που είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες για το γερμανικό δημόσιο ήταν ο λόγος που ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον αυτού και άλλων. Το περιφερειακό δικαστήριο έκρινε δύο από τους συγκατηγορούμενούς του, ενόχους για φοροδιαφυγή, συνδέοντας ρητά τις πράξεις τους με τον προσφεύγοντα και περιγράφοντας λεπτομερώς την φερόμενη εμπλοκή του. Οι αποφάσεις έκαναν εκτενείς αναφορές στο ρόλο του, περιγράφοντάς τον συχνά ως «ξεχωριστά διωκόμενο πρόσωπο» και αξιολογώντας τις πράξεις του από νομική άποψη, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη δικαστεί ή καταδικαστεί.

Ο προσφεύγων άσκησε ένδικα μέσα κατά των εν λόγω αποφάσεων, υποστηρίζοντας ότι οι λεπτομερείς περιγραφές της φερόμενης συμμετοχής του συνιστούσαν πρόωρη έκφραση ενοχής, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του στο τεκμήριο της αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 § 2. Ισχυρίστηκε ότι οι αναφορές των δικαστηρίων είχαν επηρεάσει αρνητικά τη φήμη και τη δημόσια εικόνα του, πριν να έχει την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του στο δικαστήριο.

Η Κυβέρνηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς υποστηρίζοντας ότι τα δικαστήρια απέφυγαν να προβούν σε ρητές διαπιστώσεις σχετικά με την ενοχή του και ότι το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος δεν είχε τεθεί σε κίνδυνο. Υποστήριξαν ότι τα δικαστήρια ήταν υποχρεωμένα βάσει του εσωτερικού δικαίου να παρέχουν πραγματικά πορίσματα σχετικά με την υπόθεση των συγκατηγορουμένων, τα οποία, αν και αναφέρονταν στον προσφεύγοντα, δεν αποτελούσαν προκατάληψη της ενοχής του.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία όχι μόνο του τεκμηρίου αθωότητας αλλά και των επιπτώσεων των δικαστικών εκτιμήσεων που γίνονται πριν από τη δίκη ενός κατηγορουμένου. Κάθε αναφορά που μπορεί να ερμηνευθεί ως δήλωση ενοχής πριν από τη δίκη μπορεί να υπονομεύσει τη δίκαιη δίκη και το τεκμήριο της αθωότητας. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις δικαστικές αποφάσεις είναι κρίσιμη.

Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές που έγιναν από τα ποινικά δικαστήρια ήταν επαρκώς συγκρατημένες και ότι δεν είχαν επιζήμιο αντίκτυπο στην εν εξελίξει ποινική διαδικασία του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 2, τονίζοντας ότι η απουσία ρητών διαπιστώσεων ενοχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σήμαινε ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν είχε υπονομευθεί.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ

[email protected] 



 

[1] Βλ. μεγαλύτερη ανάπτυξη των παρουσιαζόμενων αποφάσεων σε www.echrcaselaw.com 

 

[2] Ίδια  με την απόφαση αυτή και η επίσης καταδικαστική απόφαση Kezerashvili κατά Γεωργίας της 05.12.2024 (αριθ. προσφ. 11027/22), όπου η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα σε σύνθεση δικαστηρίου, που εκδίκασε αναίρεση που άσκησε υφιστάμενός του, έθεσε υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου.