Π.Κ. Μάζη: Η Δικαιοσύνη σε κρίση

73
2025
02

 

Η Δικαιοσύνη σε κρίση

Παναγιώτη Κ. Μάζη

Δ.Ν. Δικηγόρου 

 

Τον τελευταίο καιρό έχουμε γίνει μάρτυρες  ενός εξαιρετικά σοβαρού σκανδάλου που έχει ξεσπάσει με τις υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων διαφόρων Πολιτικών και Κρατικών Λειτουργών, οι οποίες διενεργήθηκαν από την «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών» χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου, που επιτάσσει να χωρεί άρση του σχετικού απορρήτου αποκλειστικά και μόνο, όταν πρόκειται για λόγους κρατικής ασφάλειας ή ύπαρξης ενδείξεων διάπραξης σοβαρού ποινικού αδικήματος, και εφόσον έχει παρασχεθεί προηγουμένως συναίνεση για την άρση από  τον αρμόδιο Εισαγγελικό Λειτουργό. Προφανώς δε, το ότι οι εν λόγω παράνομες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις έγιναν νομιμοφανώς, δηλ. κατόπιν λήψεως της απαιτούμενης στο νόμο εισαγγελικής συναίνεσης, δεν σημαίνει κι ότι επήλθε ίαση της παρανομίας, επειδή περιβλήθηκαν έναν επιφανειακά νομότυπο μανδύα!  Έτσι, η Δικαστική Εξουσία έγινε στόχος δυσμενών σχολίων, κάτι, που, δυστυχώς, αποτελεί φαινόμενο συχνά επαναλαμβανόμενο, με διάφορες κάθε φορά εκφάνσεις. Διέρχεται επομένως η Δικαιοσύνη στη χώρα μας βαθιά κρίση, η οποία έχει θεσμικό και διαχρονικό χαρακτήρα, που οφείλεται ασφαλώς στην ατελή κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της έναντι της Εκτελεστικής Εξουσίας, για την οποία είναι υπόλογοι αποκλειστικά όσοι είχαν την ευθύνη των εκάστοτε συνταγματικών αναθεωρήσεων, που επιμελώς- αλλά και ιδιοτελώς-  απέφυγαν να προβούν στην εξαφάνιση του αίτιου της κακοδαιμονίας. Συγκεκριμένα, όπως μας δόθηκε η ευκαιρία επανειλημμένως να επισημάνουμε[1], παρά το ότι σε όλα τα Συντάγματα, με αρχή εκείνο της Επιδαύρου έως αυτό που ισχύει σήμερα, με ρητές κάθε φορά διατάξεις διακηρυσσόταν και διακηρύσσεται η ανεξαρτησία της Δικαστικής Λειτουργίας, εντούτοις, ουσιαστικά, αυτή ποτέ δεν επιτεύχθηκε ολοκληρωτικά, και τούτο, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, εξαιτίας ρητών επίσης συνταγματικών ορισμών, οι οποίοι προκαλούσαν και συνεχίζουν να προκαλούν τη φαλκίδευσή της με το να θεσπίζεται επαναληπτικά ότι η επιλογή της «ηγεσίας» της Δικαιοσύνης γίνεται από την εκάστοτε Κυβέρνηση. Ειδικότερα, στο άρθρο 90. 5 του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 ορίζεται ότι οι προαγωγές ειδικά στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατ’ επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου  ανώτατου δικαστηρίου, όπως ο νόμος ορίζει, καθώς το ίδιο και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με συνέπεια έτσι η Εκτελεστική Εξουσία να διορίζει κατά το δοκούν, χωρίς κανένα κριτήριο αξιοκρατίας και υποχρέωση αιτιολόγησης της κρίσης της – μιας και η Πράξη της, με ρητή στο ίδιο άρθρο διάταξη, ορίζεται ανέλεγκτη, μη υποκείμενη σε προσβολή στο Συμβούλιο της Επικρατείας- οποιουσδήποτε αυτή προκρίνει. Φυσικά, το ότι με νόμους που ψηφίστηκαν πρόσφατα, ορίστηκε ότι της κυβερνητικής επιλογής προηγείται διαδικασία της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για έκφραση γνώμης, καθώς το ίδιο κι από την Ολομέλεια των οικείων Ανώτατων Δικαστηρίων, καμιά ουσιαστική διαφοροποίηση δεν επήλθε, αφού πάντως δέσμευση νομική για την Κυβέρνηση δεν προκαλείται, μιας και πρόκειται για απλή έκφραση γνώμης και στις δύο περιπτώσεις. Η εξάρτηση συνεπώς της Δικαστικής Λειτουργίας από την Εκτελεστική εξακολουθεί και σήμερα να είναι ουσιώδης και καταθλιπτική. Άμεσες, και ιδιαίτερα εξουθενωτικές, για την ανεξαρτησία της συνέπειες, που οφείλονται στην εν λόγω «ρύθμιση», και που έχουν επισημανθεί εδώ από καιρό, είναι, μεταξύ άλλων, οι εξής βαρυσήμαντες:

- Δημιουργία στην κοινή γνώμη, και ευλόγως, της πεποίθησης, ότι οι επιλεγέντες πρόσκεινται κομματικά στην Κυβέρνηση, των οποίων έτσι η κρίση, λόγω και της οφειλόμενης εκ μέρους τους ευγνωμοσύνης για τη γενόμενη στο πρόσωπό τους προτίμηση, δεν μπορεί να είναι ανεπηρέαστη, ιδίως σε υποθέσεις που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η Διοίκηση, με μοιραίο αποτέλεσμα τη μείωση του κύρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, κοντολογίς αυτής της ίδιας της Δικαιοσύνης, της οποίας οι αποφάσεις συχνά χλευάζονται για το λόγο αυτό.

- Υπονόμευση περαιτέρω του κύρους του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, και όποιου άλλου Δικαστηρίου ή Δικαστικού Οργάνου, στο οποίο μετέχουν κατά νόμο οι επιλεγέντες, των οποίων η ψήφος βάλλεται συχνά ως κατευθυνόμενη από τη Διοίκηση. 

- Πρόκληση καταθλιπτικής κατάστασης στους ίδιους τους επιλεγέντες, οι οποίοι, παρά το ότι ενδέχεται να άξιζαν πράγματι να τύχουν της επιλογής έναντι των άλλων συναδέλφων τους, γίνονται συχνά δέκτες δυσμενών σχολίων και διαδόσεων ότι αυτοί την προκάλεσαν με παραστάσεις τους στους διαδρόμους και στα πολιτικά γραφεία των κρατούντων.

- Δημιουργία κλίματος δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας στο Δικαστικό Σώμα, ιδίως στους δικαστές που έχουν περιορισμένες αντοχές, με στόχο την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, με αντίστοιχη πρόκληση πειρασμού στους κατά βαθμό ανώτερους στο να κατευθύνουν τους κατώτερους και να τους καταστήσουν ευάλωτους κι αυτούς σε πιέσεις της Διοίκησης, πολύ περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι η τελευταία είναι σε θέση να τους επηρεάζει και με πολλούς άλλους πλάγιους τρόπους, όπως π.χ. μέσω αναθέσεως σε αυτούς καθηκόντων συμβούλων σε αμειβόμενες διοικητικές θέσεις, όπως όμως ακόμη μέσω υποσχέσεως- ιδίως στους απ’ αυτούς ανώτατους- διορισμού τους μετά τη συνταξιοδότησή τους επικεφαλής Οργανισμών και Επιχειρήσεων του Δημόσιου Τομέα κ.λπ., με αδρές αποδοχές.

- Πρόκληση απογοήτευσης στους νεοδιοριζόμενους δικαστές, οι οποίοι επιλέγουν το Δικαστικό Λειτούργημα, κινούμενοι από υψηλά ιδανικά, αποβλέποντας να υπηρετήσουν σ’ αυτό αποκλειστικά για να απονείμουν το Δίκαιο, όταν γρήγορα συνειδητοποιούν ότι για να εξελιχθούν σκόπιμο είναι να ελιχθούν και να εξασφαλίσουν την εύνοια των κρατούντων, προκειμένου να προτιμηθούν για να προαχθούν στις επίζηλες θέσεις των Αντιπροέδρων και του Προέδρου των Ανώτατων Δικαστηρίων. Και για να μη νομίσει ο αναγνώστης ότι η περιγραφή αυτή της κατάστασης αφίσταται της πραγματικότητας, δεν έχει παρά να διαβάσει το πρόσφατα εκδοθέν αυτοβιογραφικό πόνημα του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. κ. Φίλη Αρναούτογλου[2]), όπου και έσωθεν η έγκυρη αποκαλυπτική μαρτυρία. Και είναι ασφαλώς προς τιμή της μεγάλης πλειοψηφίας των Δικαστών μας που εννοούν να τηρούν ευόρκως το καθήκον τους και να παραμένουν ανένδοτοι και ανεπηρέαστοι στις οποιεσδήποτε πιέσεις.

- Αλλά και πέρα απ’ αυτά· ηλίου φαεινότερο, βέβαια, είναι ότι, αφού συνήθως μερικοί από εκείνους που συγκροτούν εκάστοτε το Υπουργικό Συμβούλιο δεν τυγχάνουν Νομικοί, ακόμη και καλοπροαίρετοι να είναι, να μη μπορούν να κρίνουν ποιοι είναι οι αξιότεροι για προαγωγή, και συχνά γινόμαστε μάρτυρες του φαινομένου να επιλέγονται δικαστές, «πηδώντας», κατά το κοινώς λεγόμενο, 5 ή 10 ή και 15 ακόμη αρχαιότερούς τους, χωρίς να προκύπτει από πουθενά ότι αυτό οφείλεται  σε  αξιοκρατικά κριτήρια.       

Η ανεξαρτησία επομένως της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, για την οποία τόσο συχνά και μεγαλόστομα γίνεται λόγος από τους Πολιτικούς μας, στην οποία ομνύουν και διακηρύσσουν ότι τάχα σέβονται και υπολήπτονται, αποτελεί κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος μύθο και ταυτόχρονα έλλειμμα δημοκρατικής συγκρότησης της Πολιτείας από δική τους υπαιτιότητα, και στην πραγματικότητα, όπως σωστά παρατηρήθηκε, πουθενά αυτή δεν είναι τόσο εξαρτημένη στην πολιτική εξουσία όσο στην Ελλάδα[3]. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι όλοι ανεξαίρετα, όσοι έχουν ασχοληθεί αρμοδίως μέχρι σήμερα με το ζήτημα, και συγκεκριμένα, πέρα από άτομα, οι Ολομέλειες των Ανώτατων Δικαστηρίων, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και οι διάφορες Νομικές Εταιρίες, έχουν θεωρήσει την ισχύουσα «ρύθμιση», ως τη χειρότερη που θα μπορούσε να υπάρξει, τασσόμενοι υπέρ της αντικατάστασής της μέσω σχετικής συνταγματικής αναθεώρησης[4]. Ότι ακόμη, σημειωτέον, παρά το ότι κατά τις εργασίες της Βουλής για τη σύνταξη του νέου Συντάγματος του 1975 ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορηματικά αντιτάχτηκε στην επαναφορά της αντίστοιχης διάταξης του Συντάγματος του 1911, διακηρύσσοντας (απόλυτα σωστά) ότι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης απαιτεί τη διάρρηξη της οποιασδήποτε σχέσης ανάμεσα σ’ αυτή και την εκτελεστική εξουσία[5], όταν αργότερα η παράταξή του ανήλθε στην εξουσία και προέβη σε αναθεώρηση του Συντάγματος, διόλου δεν προχώρησε στη διόρθωση του κακού, κι αυτό παρά το ότι έγκαιρα, έντονα και δημόσια, προκλήθηκε και προσκλήθηκε να το πράξει από τον επιστημονικό νομικό κόσμο[6].

Η λύση που θα μπορούσε να προκριθεί είναι, κατά τη γνώμη μας, και απλή και εύκολη, και συγκεκριμένα: Η επιλογή μεν του Προέδρου του κάθε ανώτατου Δικαστηρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να γίνεται είτε από αυτούς τους ίδιους τους ανώτατους δικαστές με μυστική ψηφοφορία, Αντιπρόεδροι δε να γίνονται οι αρχαιότεροι με βάση την επετηρίδα, είτε- όπως και σχετικά πρόσφατα προτάθηκε από την Επιτροπή «για ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα» των Νίκου Αλιβιζάτου, Παναγή Βουρλούμη, Γιώργου Γεραπετρίτη, Γιάννη Κτιστάκι, Στέφανου Μάνου και Φίλιππου Σπυρόπουλου- από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (όσον αφορά και πάλι μόνο τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), με επιλογή από κατάλογο τριών υποψηφίων, ο οποίος να καταρτίζεται από την Ολομέλεια του (κάθε) Ανώτατου Δικαστηρίου. Όπως δε προτείνεται επίσης από την εν λόγω Επιτροπή, η αναθεώρηση θα πρέπει να συνοδευτεί με τροποποίηση και της σχετικής με το όριο ηλικίας αποχώρησης των δικαστών διάταξης του Συντάγματος, με ορισμό του 75ου έτους. Προσέτι, για ριζική αποκοπή κάθε δεσμού των Δικαστικών Λειτουργών με τη Διοίκηση και αποφυγής του κινδύνου επηρεασμού της κρίσης τους, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να θεσπιστεί επιπρόσθετα και απαγόρευση διορισμού τους σε οποιαδήποτε έμμισθη δημόσια θέση επί μια 5ετία από την αποχώρησή τους από το Δικαστικό Σώμα (με εξαίρεση τη θητεία στο ΑΣΕΠ και στις Ανεξάρτητες Αρχές του άρθρου 101Α του Συντάγματος). Μόνο έτσι θα καταστεί εφικτή η ελευθέρωση της Δικαστικής Λειτουργίας από τον σφικτό εναγκαλισμό της με την εκτελεστική Εξουσία που της έχει επιβληθεί, και η ανάδειξή της σε μια πράγματι ανεξάρτητη και ισότιμη  έναντι εκείνης Αρχή, όπου οι Δικαστές θα είναι «Κύριοι του Οίκου» τους. Και ας 
μου επιτραπεί να προσθέσω πως θα πρέπει πρωτίστως αυτοί οι ίδιοι να αξιώσουν από τους κυβερνώντες και τα λοιπά κόμματα του Κοινοβουλίου, μέσω των συνδικαλιστικών τους Ενώσεων, την πραγματοποίηση της εν λόγω συνταγματικής αναθεώρησης, μιας κι αυτή θα συντελέσει ευθέως και απολύτως στην απρόσκοπτη και ανεπηρέαστη επιτέλεση του υψηλού έργου τους της απονομής της Δικαιοσύνης, και συνακόλουθα στην έκλειψη του ιδιαίτερα σημαντικού «ελλείμματος Δημοκρατίας», που προκαλείται από τη μη δυνατότητα, με βάση το ισχύον συνταγματικό καθεστώς, εφαρμογής στον τόπο μας της, απαραίτητης γι’ αυτή την ίδια την ύπαρξή της, Αριστοτελικής αρχής της διάκρισης των Εξουσιών. 

 


[1]. Βλ. σχετικό άρθρο μας στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 6.6.2008 (στο ένθετο «Το Βήμα των Ιδεών») με τίτλο Μύθος τα περί ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, με αναδημοσίευσή του στη Δίκη έτους 2008 σ. 701 επ., επιστολή μας στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 20.6.2019 κλπ. 

[2]. Ελέγχοντας το «πόθεν έσχες» των Πολιτικών, έκδ. Πληθώρα, 2018.

 

[3]. Δέδες, στο 1ο τεύχ. της ΕΝΟΒΕ, έκδ. Σάκκουλα Θεσ/κη 1988 σ. 44 επ.

[4]. Βλ. ενδεικτ., Φίλιππο Δωρή, ΝοΒ 2023. 305 επ., Η «κερκόπορτα» του άρθρου 90 § 5 του Συντάγματος και η πολιτική επικαιρότητα των τηλεφωνικών υποκλοπών (με περαιτέρω παραπομπές σε σύμφωνες θέσεις), Στ. Ματθία, ΕλλΔνη 1988. 741επ, Ακηδεμόνευτη Δικαιοσύνη, Γ. Βελλή, εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 11.7.2007, Ζητήματα Δικαιοσύνης, ΑγησΜπακόπουλο, ΕλλΔνη 1986. 9 επ., Η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, Δημ. Κυριτσάκη, ΕλλΔνη 1996. 972 επ., Εισήγηση στην «Εταιρία Δικαστικών Μελετών», Αρ. ΟικονομίδηΠροβλήματα Δικαιοσύνης στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» της 29.12.1989 (ή: Δικαιοσύνη – Κοινωνία, Προβληματισμοί και οράματα, σ. 16 επ. εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα), Γ. Μητσόπουλο, ΕλλΔνη 1999. 1 επ., Θέματα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, Ιω. Μανωλεδάκη, εφημερίδα «Το Βήμα» της 3.7.2007 (στο ένθετο «Το Βήμα των Ιδεών»), τον ίδιο, στο  1ο τεύχ. της ΕΝΟΒΕ, έκδ. Σάκκουλα Θεσ/κη 1988 σ. 54 επ., Κων/νοΚεραμέα, ΕλλΔνη 1999. 1217επ, Ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, Κων/νο Κλαμαρή, ΕλλΔνη 1986. 19 επ., Η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας έναντι επεμβάσεων της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας,Κώστα Μπέη, στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 18.6.2008, Ο καημός για δικαστική ανεξαρτησία, Βασ. Βενέτη, στη 2η έκδ. 2001 ΔΣΠειρ. σ. 58-59, Τομές στα προβλήματα της Δικαιοσύνης, Κώστα Χορομίδη, στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 24.2.2005, Η Δικαστική Λειτουργία και η αναθεώρηση του Συντάγματος, τον ίδιο, Αρχείο Νομολογίας 1989 σ. 545 επ., τον ίδιο, Αρμ 1982. 562 επ., τον ίδιο, ΝοΒ 1980. 1422 επ. 

[5]. Πρακτικά Γ΄ Αναθεωρ. Βουλής, Συνεδρ. ΙΙ Α/10.5. 1975 σ. 607.

[6]. Συγκεκριμένα, με πρωτοβουλία των Θανάση Καΐση, Καθηγητή του ΑΠΘ, Κώστα Χορομίδη, δικηγόρου Θεσ/κης και του γράφοντος, στάλθηκε και δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο της Αθήνας και της Θεσ/κης στις 6.3.2001 έκκληση προς τα κόμματα 65 Νομικών της χώρας, μεταξύ των οποίων οι Καθηγητές των Νομικών Σχολών Γ. Μητσόπολος, Γ. Κουμάντος, Ιω. Μανωλεδάκης, Έφη Μανωλεδάκη-Κουνουγέρη, Μαριάνος Καράσης, Νικ. Κλαμαρής, Π. Κορνηλάκης, Θανάσης Παπαχρίστος, Χαρ. Απαλαγάκη, Θανάσης Πουλιάδης, να προβούν στην αναθεώρηση της επίμαχης διάταξης του Συντάγματος.