Γ.Μ. Αναστασόπουλου: Η διαπάλη Κράτους Δικαίου και δικαστικής εξουσίας στην Ευρωπαϊκή ΈΝωση

73
2025
02

 

Η διαπάλη Κράτους Δικαίου και δικαστικής εξουσίας 

στην Ευρωπαϊκή Ένωση 

Γεωργίου Μ. Αναστασόπουλου

Δικηγόρου, ΜΔΕ Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου Ενέργειας,

ΜΔΕ Ευρωπαϊκού Δικονομικού Δικαίου, Υπ. ΔΝ ΔΠΘ

 

Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης συνδέεται άμεσα με το κράτους δικαίου. Το κράτος δικαίου αποτελεί οικουμενική αρχή διακυβέρνησης, θεμελιώδους σημασίας για τη διεθνή ειρήνη, ασφάλεια και πολιτική σταθερότητα[1]. Η ευρωπαϊκή διάσταση της έννοιας του κράτους δικαίου, για το οποίο όλο και συχνότερα γίνεται λόγος, κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μία από τις κοινές αξίες για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Η Συνθήκη της Λισαβόνας,  τροποποίησε το άρθρο 6 § 1 ΣΕΕ, που πλέον ως άρθρο 2 ΣΕΕ ορίζει ότι «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».

Το 1986 για πρώτη φορά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διακήρυξε ότι «η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα συνιστά κοινότητα δικαίου»[2], εγκαινιάζοντας την  ένταξη στην κοινοτική έννομη τάξη της αρχής του Κράτους Δικαίου. Ο όρος «Κοινότητα Δικαίου» απέκτησε έτσι συνταγματικό χαρακτήρα[3]. Η έννοια αυτή δομήθηκε από τον πρώτο Πρόεδρο της Επιτροπής Walter Halstein, ο οποίος αναγνωρίζει αφενός την ύπαρξη «γενεολογικού δεσμού» μεταξύ της εθνικής και της κοινοτικής έννοιας της αρχής και επιφυλάσσει αφετέρου στο ΔΕΚ την αναγκαία αυτονομία στη διαμόρφωση της κοινοτικής έννοιας της αρχής[4]. Η χρήση της εν λόγω έννοιας- «Κοινότητα Δικαίου»- αντί του «Κράτους Δικαίου» έχει ως στόχο την απεμπλοκή της νομολογίας του Δικαστηρίου στην συζήτηση της νομικής φύσης των Κοινοτήτων[5]. Αναφορικά με την νομολογιακή διάπλαση της έννοιας το Δικαστήριο περιορίζει το περιεχόμενο στα τυπικά στοιχεία της έννοιας, δηλαδή στις αρχές της νομιμότητας και του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου[6]. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ε.Ε. ο οποίος θεωρεί  ότι η έννοια του κράτους δικαίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δυνατότητα ελέγχου (revie­wability) των αποφάσεων της δημόσιας αρχής από ανεξάρτητα δικαστήρια. Η ένταξη της αρχής του Κράτους Δικαίου στις Συνθήκες καθυστέρησε αφού συντελέσθηκε μόλις το 1992 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την εναρμόνιση της Ένωσης και των κρατών της στο νέο δικαιοπολιτικό περιβάλλον. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου έχει ζωτική σημασία για την ίδια τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ): για την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τη διατήρηση ενός περιβάλλοντος φιλικού για τις επενδύσεις και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι η Συνθήκη δεν οριοθετεί ούτε ξεκαθαρίζει το περιεχόμενο της έννοιας του Κράτους Δικαίου. Αφήνει το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους να προσδιορίσει την έννοια του Κράτους Δικαίου, αφού θεωρείται κοινή αξία (ή αρχή) της συνταγματικής τους τάξης.

Η αρχή του κράτους δικαίου αποτελεί ευρωπαϊκή συνταγματική αρχή[7] και σύμφωνα με αυτή  όλες οι δημόσιες εξουσίες ενεργούν πάντοτε με βάση τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος, σύμφωνα με τις αξίες της δημοκρατίας και τα θεμελιώδη δικαιώματα και υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων. Στον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων το Κράτος Δικαίου συνεχίζει να μνημονεύεται ως αρχή, κάτι που επιτείνει τη σύγχυση γύρω από τις προθέσεις του Ευρωπαϊκού «συνταγματικού» νομοθέτη με τη χρησιμοποίηση του όρου αξία αντί του όρου αρχή[8]. Το άρθρο 51 του Χάρτη απονέμει δικαιώματα στους πολίτες και ισχύει για τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 ΣΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο προβλέπει ρητά το «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου», διασφαλίζει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.

Σε επίπεδο δευτερογενούς δικαίου  (Οδηγίες, Κανονισμοί,) που αναφέρεται στο κράτος δικαίου, η αρχή συνίσταται κυρίως στους κανονισμούς που διέπουν τις χρηματοδοτήσεις με πόρους της ΕΕ[9]. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί ο κανονισμός για την αιρεσιμότητα[10], ο οποίος θεσπίζει τους κανόνες που είναι αναγκαίοι για την προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ σε περίπτωση παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη. Τον Φεβρουάριο του 2022 το ΔΕΕ απέρριψε τις προσφυγές της Ουγγαρίας και της Πολωνίας για την ακύρωση του κανονισμού για την αιρεσιμότητα[11]. Επιβεβαίωσε ότι η νομική βάση του κανονισμού είναι κατάλληλη, ότι δεν καταστρατηγεί το άρθρο 7 ΣΕΕ, ότι σέβεται τα όρια των αρμοδιοτήτων της ΕΕ και ότι δεν παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Υπογράμμισε δε ότι «οι αξίες που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ (…) καθορίζουν την ίδια την ταυτότητα της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης. Επομένως, η Ένωση πρέπει να είναι σε θέση (…) να προασπίζεται τις εν λόγω αξίες».

Σε εθνικό επίπεδο η αρχή του κράτους δικαίου στο πεδίο της δικαστικής εξουσίας χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή κανονιστικού φορτίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θετική υποχρέωση του Κράτους να θεσμοθετεί κανόνες περί παραγραφής που δεν χαρίζονται, λόγω της υπερβολικής βραχύτητάς τους, σε όσους ζημίωσαν το δημόσιο[12]. Η αρχή του κράτους δικαίου στην ελληνική επικράτεια χρησιμοποιείται στη νομολογία της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου , ως εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας προσλαμβάνοντας μια απαγορευτική λειτουργία, είτε αποτρέποντας προληπτικά την υπερβολική διακριτική ευχέρεια των κρατικών αρχών, είτε επιβάλλοντας, χάριν παραδειγματισμού, την ανόρθωση της παρανομίας, κηρύσσοντας αντίθετες στο Σύνταγμα αθέμιτες νομιμοποιήσεις δαπανών. Η αρχή σε ορισμένες περιπτώσεις λειτουργεί ερμηνευτικά για νομοθετικές ρυθμίσεις προς την κατεύθυνση διεύρυνσης τής εκ του γράμματός της κανονιστικής της εμβέλειας[13].

Η ΕΕ έχει αναπτύξει διάφορα μέσα για την προαγωγή και τήρηση του κράτους δικαίου. Τον Απρίλιο του 2019, δημοσιεύθηκε και η  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο, «Περαιτέρω ενίσχυση του κράτους δικαίου στην Ένωση: κατάσταση και πιθανά επόμενα βήματα», όπου πρόκειται να γίνει απολογισμός του κράτους δικαίου εντός της Ένωσης, σε γενικές γραμμές, και, ταυτόχρονα, να προτείνει γραμμές προβληματισμού και βελτίωσης[14]. Η προσέγγιση της πολιτικής της ΕΕ σχετικά με το κράτος δικαίου βασίζεται σε τρεις πυλώνες: α) την προαγωγή μιας νοοτροπίας κράτους δικαίου στην ΕΕ, που συνεπάγεται την εμβάθυνση του κοινού έργου για τη διάδοση της κατανόησης του κράτους δικαίου στην Ευρώπη, β) την πρόληψη των προβλημάτων του κράτους δικαίου, την ύπαρξη της ικανότητας παρέμβασης σε πρώιμο στάδιο και την αποφυγή του κινδύνου κλιμάκωσης, συμπεριλαμβανομένου ειδικότερα του ευρωπαϊκού μηχανισμού για το κράτος δικαίου, με επίκεντρο την ετήσια έκθεση για το κράτος δικαίου, γ) την ικανότητα αποτελεσματικής κοινής αντίδρασης σε περίπτωση εντοπισμού σημαντικού προβλήματος σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα με την ύπαρξη λειτουργικής δημοκρατίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, το κράτος δικαίου είναι επίσης ένα από τα πολιτικά κριτήρια προσχώρησης στην ΕΕ. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προώθηση και η προάσπιση του κράτους δικαίου αποτελεί «κεντρική επιταγή» του έργου της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών[15]. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει αναγκασθεί να εκκινήσει την διαδικασία επί παραβάσει κατά ορισμένων κρατών - μελών.

Τα τελευταία χρόνια ο νομικός κόσμος έχει γίνει μάρτυρας συνεχών παρεμβάσεων των Κυβερνήσεων, σε πολλά κράτη-μέλη της Ε.Ε., στο έργο της δικαστικής εξουσίας είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Πολωνίας[16]  με το νόμο για το δικαστικό σώμα της 20ης Δεκεμβρίου 2019,  ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020, ο οποίος απαγόρευε στα πολωνικά δικαστήρια, μεταξύ άλλων μέσω πειθαρχικών διαδικασιών, να εφαρμόζουν απευθείας ορισμένες διατάξεις του δικαίου της ΕΕ που προστατεύουν τη δικαστική ανεξαρτησία και να παραπέμπουν προκαταρκτικές αποφάσεις για τέτοια θέματα στο Δικαστήριο. Επιπλέον η Πολωνική Κυβέρνηση επέτρεψε στο πειθαρχικό τμήμα του Tribunal Sup­remo να λαμβάνει αποφάσεις που έχουν άμεσο αντίκτυπο στους δικαστές και στον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους, όπως η άρση της ασυλίας των δικαστών με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον τους ή την παύση τους και τη συνακόλουθη προσωρινή παύση των καθηκόντων τους και μείωση του μισθού τους[17]. Η Ουγγαρία με μία σειρά μέτρων που είχε λάβει προξένησε προβλήματα στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την λειτουργία του συνταγματικού και εκλογικού συστήματος, την διαφθορά και τις συγκρούσεις συμφερόντων, όπως και στην ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης. Χαρακτηριστικό της κυβερνητικής παρεμβατικότητας αποτέλεσε ο εξαναγκασμός σε συνταξιοδότηση δικαστικών λειτουργών μέσω της μείωσης του ορίου ηλικίας[18]. Έχει παρατηρηθεί και το φαινόμενο δικαστές να διώκονται πειθαρχικά, με την αιτιολογία ότι αποστέλλουν αχρείαστα προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ[19]. Εξ΄ ίσου σημαντική ήταν και η υπόθεση Sindi­cal[20], γνωστή και ως υπόθεση των «Πορτογάλων δικαστών» , όπου το ΔΕΕ δήλωσε ρητά ότι η ανεξαρτησία των δικαστών των εθνικών δικαστηρίων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική δικαστική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 19, § 1, της ΣΕΕ. Επιπροσθέτως, η Ρουμανία με ορισμένες πρακτικές που έχει εισάγει στο εθνικό της σύστημα προσπαθεί να υπονομεύσει την δικαστική ανεξαρτησία, μέσω π.χ. κυρώσεων σε εισαγγελείς και δικαστές για την συμμετοχή τους σε δημόσιο διάλογο σχετικά με νομοθετικές ρυθμίσεις[21].

Δεν πρέπει να παραβλέπεται ωστόσο και η περίπτωση που δικαστές και τυπικά υπηρεσιακοί προϊστάμενοι ανωτάτων δικαστηρίων, υποδεικνύουν με ανακοινώσεις και δελτία τύπου στους δικαστές κατωτέρων βαθμών ή λιγότερων ετών στο σώμα,  τον τρόπο με τον οποίων πρέπει να δρούν και να εκδίδουν αποφάσεις. Τούτο ενδεχομένως σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις έρχεται σε αντίθεση με τους Κανονισμούς Λειτουργίας των Δικαστηρίων και τους Κώδικες Δεοντολογίας των Δικαστικών Λειτουργών. Οι ενέργειες αυτές θίγουν τον πυρήνα της δικαιοσύνης επηρεάζοντας την αμεροληψία των δικαστικών λειτουργών. 

Το Δικαστήριο της Ε.Ε. στην νομολογία του έχει καταστήσει σαφές το γεγονός ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι ανεξάρτητη σε όλα τα επίπεδα. Ορισμένες περιπτώσεις δικαστικού παρεμβατισμού-αν μπορούμε να τον αποκαλέσουμε έτσι- μπορούν να χαρακτηριστούν θεμιτές όταν κατά τρόπο και χρόνο συμβάλλουν στην υποβοήθηση και την αποτελεσματικότητα της έκδοσης δικαστικών αποφάσεων. Η γραμμή είναι λεπτή μεταξύ «νουθεσίας» και παρεμβατικότητας και πρέπει να κρίνεται ad hoc λαμβάνοντας υπόψη το πρωτογενές και δευτερογενές δίκαιο της Ένωσης, την νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, τις συστάσεις της Επιτροπής, καθώς και τον εθνικό συνταγματικό χάρτη κάθε κράτους μέλους. Τα τελευταία χρόνια η νομολογία του Δικαστηρίου αποτελεί τον οδηγό των εθνικών έννομων τάξεων με την χρήση της προδικαστικής παραπομπής προς επίλυση των κρίσιμων νομικών ζητημάτων, μεταξύ των οποίων και η παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου εκουσίως ή ακουσίως. 

Σημαντική είναι και η συνεισφορά του ΕΔΔΑ[22] στην διαμόρφωση του πλαισίου που αφορά τα ατομικά δικαιώματα και την σχέση τους με το κράτος-δικαίου. Στην υπόθεση Zurek κατά Πολωνίας επισημάνθηκε ότι «το γενικό δικαίωμα των δικαστών στην ελευθερία της έκφρασης για την αντιμετώπιση θεμάτων που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος δικαιοσύνης μπορεί να μετατραπεί σε αντίστοιχη υποχρέωση να εκφράζονται για την προάσπιση του κράτους δικαίου και της δικαστικής ανεξαρτησίας, όταν οι θεμελιώδεις αυτές αξίες απειλούνται. Το καθήκον αυτό έχει αναγνωριστεί, μεταξύ άλλων, από το CCJE …, από τον Ειδικό Εισηγητή του ΟΗΕ για την ανεξαρτησία των δικαστών και των δικηγόρων … και από τη Γενική Συνέλευση του ENCJ ….».

 Στην απόφαση, που εκδόθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις από το Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ένωσης (ΔΕΕ) C-554/21, C-622/21 και C-727/21[23], αναφέρεται ρητά ότι : “47.  Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία, ως «δικαστήρια» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, εντάσσονται στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ανεξαρτησία [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].48 .Ως εκ τούτου, κάθε εθνικό μέτρο ή πρακτική που αποσκοπεί στην αποφυγή ή στην άρση των αποκλίσεων στη νομολογία και στην κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφάλιση της εγγενούς στην αρχή του κράτους δικαίου ασφάλειας δικαίου πρέπει να είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ».

Μάλιστα το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «Κατά πάγια νομολογία, η ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές. Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 121].» . Οι δικαστές ως πρόσωπα  «επιβάλλεται ….να προφυλάσσονται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους. Οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το καθεστώς των δικαστών και την άσκηση του λειτουργήματός τους πρέπει, ειδικότερα, να καθιστούν δυνατό να αποκλεισθεί όχι μόνον οποιαδήποτε άμεση άσκηση επιρροής, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και πιο έμμεσες μορφές ασκήσεως επιρροής δυνάμενες να κατευθύνουν τις αποφάσεις των οικείων δικαστών, και, ως εκ τούτου, να αποκλείουν το ενδεχόμενο να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου» [24]. Το ΔΕΕ επισημαίνει και ότι πρέπει να αποφεύγονται οι παρεμβάσεις από τους προϊσταμένους-ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς στην σκ. 54 υπογραμμίζοντας ότι «..η πτυχή αυτή(ενν. ανεξαρτησίας) πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά επίσης την προστασία των δικαστών από αθέμιτη επιρροή προερχόμενη από το εσωτερικό του οικείου δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Δεκεμβρίου 2009, Parlov-Tkalčić κατά Κροατίας, CE:ECHR:2009:1222JUD002481006 § 86).

Συμπερασματικά με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω πρέπει να επισημανθεί η ύψιστη σημασία του κράτους δικαίου για την έννομη τάξη της Ένωσης. Τα κράτη-μέλη είναι υπεύθυνα και ορισμένες φορές υπόλογα για την τήρηση και μη παραβίαση την ενωσιακής αρχής. Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την επίβλεψη της κατάστασης που επικρατεί στα κράτη-μέλη λόγω της ιδιότητάς της. Σημαντικός είναι ενδεχομένως ο μηχανισμός καταγγελιών που υπάρχει για την γνωστοποίηση παραβάσεων του ευρωπαϊκού δικαίου. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης είναι σαφής και αυστηρή στο τμήμα που αφορά το κράτος δικαίου και τις παραβιάσεις από τα κράτη της Ένωσης. Οι εθνικές έννομες τάξεις πρέπει να σέβονται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, λόγω της πρωτογενούς υποχρέωσης που πηγάζει από την ΣΛΕΕ και τα εθνικά συνταγματικά κείμενα. Το ίδιο ισχύει και για τους δικαστές των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών μελών, οι οποίοι πέραν των νομίμων καθηκόντων τους (γνωμοδοτήσεις κ.λπ.), έχουν την υποχρέωση να απέχουν από οιαδήποτε ενέργεια η οποία μπορεί να πλήξει την εξουσία και την ανεξαρτησία του φυσικού δικαστή, που επιλαμβάνεται μίας υπόθεσης, ή να του δημιουργήσει φόβο ή αμφιβολία προς την κρίση, την οποία εκφέρει δια της αποφάσεώς του.

 


 

[1]. Ψήφισμα που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16 Σεπτεμβρίου 2005, 60/1, Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής του 2005, 24.10.2005, σημείο 134.

[2]. ΔΕΚ, απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, υπόθεση 294/83, Κόμμα των Οικολόγων «Πράσινοι» κατά  Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλ 1986. 1339. 

[3]. L. Pech, The Fabulous Destiny of the EC Treaty: From Treaty to Constitution to Treaty again, IrJEL 2008. 49 - 78.

[4]. Μ. Χρυσομάλλης, Η αρχή του κράτους δικαίου στην έννομη τάξη της Ε.Ε., Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σ. 25.

[5]. J. Molinier, Les principes fondateurs de l’Union européenne, ό.π.., σ. 158 – 159.

[6].Fr. Jacobs, The sovereignty of law: The European way, Cambridge University Press, Cambridge 2007, σ. 35.

[7]. Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, Επισκόπηση 02/  2024: Οι εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με το κράτος δικαίου, όπου αναφέρεται  ότι : «… η Επιτροπή εξέδωσε το 2014 ανακοίνωση σχετικά με το νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυσή του, στην οποία αναγνωρίζει το κράτος δικαίου ως συνταγματική αρχή και παρουσιάζει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο των βασικών συνιστωσών του» (σ. 12).

[8]. Μ. Χρυσομάλλης, H αρχή του Κράτους Δικαίου στην κοινοτική και ενωσιακή έννομη τάξη, Νομική Βιβλιοθήκη 2018.

[9]. Κανονισμός (ΕΕ) 2021/947 για τη θέσπιση Μηχανισμού Γειτονίας, Ανάπτυξης και Διεθνούς Συνεργασίας – Παγκόσμια Ευρώπη, κανονισμός (ΕΕ) 2021/1529 για τη θέσπιση του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας (ΜΠΒ ΙΙΙ), κανονισμός (ΕΕ) 2021/692 για τη θέσπιση του Προγράμματος «Πολίτες, Ισότητα, Δικαιώματα και Αξίες» και κανονισμός (ΕΕ) 2021/693 για τη θέσπιση του Προγράμματος «Δικαιοσύνη».

[10]. Κανονισμός (ΕΕ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης.

[11]. ΔΕΕ C-156/21 και C-157/21.

[12]. Ι. Σαρμάς, «Η αρχή του κράτους δικαίου στην πρόσφατη νομολογία της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου», Ομιλία του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννη Σαρμά στην εκδήλωση για τα 90 χρόνια από την ίδρυση της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών, διαθέσιμη εδώ: https://www.elsyn.gr/sites/de­fault/files/%CE%9F%CE%9C%CE%99%CE%9B%CE%99%CE%91%20-%20%CE%91%CE%A1%CE%A7%CE% 97%20%CE%A4%CE%9F%CE%A5%20%CE%9A%CE%A1%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%A5%CE%A3%20%CE%94%CE%99%CE%9A%CE%91%CE%99%CE%9F%CE%A5.pdf

[13]. ΕλΣυν Ολ. 2003/2020 σκέψη 10.

[14]. COM/2019/163 final.

[15]. Ανακοίνωση COM(2019) 343, σ. 1.

[16]. ΔΕΕ C-619/18, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Ιουνίου 2019.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας.

[17]. Για μία γενικότερη συζήτηση βλ. RobertGrzeszczak, Paradoxes of the Rule of Law in the EU: Challenges in Poland” σ. 79επ. στο Α. Μεταξάς, Ηκρίση τουκράτους-δικαίουστην Ε.Ε., εκδ. ΕΥΡΑΣΙΑ.

[18]. Βλ. Χ. Ράμμος, Κρίση του κράτους δικαίου στην Ευρώπη, Μία ακόμη ευρωπαϊκή κρίση ή βαθύτερη και υπαρξιακή κρίση, σ. 49επ. στο  Α. Μεταξάς, Η κρίση του κράτους-δικαίου στην Ε.Ε., εκδ. ΕΥΡΑΣΙΑ.

[19]. Απόφαση της 23.11.2021 του Τμήματος Μείζονος Σύνθεσης στην υπόθεση C-564/19.

[20]. ΔΕΕ C-64/16,  Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 27ης Φεβρουαρίου 2018. Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατά Tribunal de Contas.

[21].MORARU, M., & BERCEA, R, The First Episode in the Romanian Rule of Law Saga: Joined Cases C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 and C-397/19, Asociaţia ‘Forumul Judecătorilor din România, and their follow-up at the national level. European Constitutional LawReview, 18(1), 82-113. 

[22]. Ως προς την αναστολή βλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22.7.2021 στην υπόθεση Reczcowicz κατά Πολωνίας (αριθ. προσφυγής 43447/19), ιδίως σκ. 175-176, της 8.11.2021 στις υποθέσεις Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας (αριθ. προσφυγής 49868/19 και 57511/19, αντίστοιχα), ιδίως σκ. 209-210 και της 3.2.2022 στην υπόθεση ADVANCE PHARMA SP. Z O.O. κατά Πολωνίας (αριθ. προσφυγής 1469/20), ιδίως σκ. 223-224, και τις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Tanchev στις ενώπιον του ΔΕΕ συνεδικαζόμενες υποθέσεις C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, A.K. κατά Krajowa Rada Sądo­wnictwa και CP και DO κατά Sąd Najwyższy (σημεία 61 και 139) και στην υπόθεση C 824/18, A.B., C.D., E.F., G.H., I.J. κατά Krajowa Rada Sądownictwa (σημεία 124-125). Το γεγονός της οριστικής αποβολής του KRS από το ENCJ επισημαίνεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ, Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης, της 15.3.2022 στην υπόθεση Grzęda κατά Πολωνίας (αριθ. προσφυγής 43572/18), σκ. 59, και στις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Ράντου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, X και Y κατά Openbaar Ministerie (σημείo 3, υποσημείωση 9).

[23]. ΔΕΕ C-554/21, C-622/21 και C-727/21. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουλίου 2024, Financijska agencija κατά Hann-Investd.o.o. κ.λπ.-Αιτήσεις του Visoki trgovačkisud Republike Hrvatske για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

[24]. Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 60.