ΕΔΔΑ 51774/17/19.11.2024, με σχόλιο "Το ΕΔΔΑ και ο έλεγχος των δικονομικών κανόνων των εθνικών εννόμων τάξεων", Δ. Ι. Αναγνώστου
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Απόφαση Δικαστηρίου της 19.11.2024
Υπόθεση ΤΣΙΩΛΗΣ
κατά
ΕΛΛΑΔΟΣ
(Αριθ. προσφυγής 51774/17)
Πρόεδρος: Ρ. Ρ. Vilanova
Μέλη: J. Schukking, D. Pavli, P. Roosma, Ι. Κτιστάκις, A. Zlind, O. M. Arnardóttir, Δικαστές
Δικηγόροι: Ι. Κάντζιος, Σ. Τρεκλής, Πάρεδρος ΝΣΚ
Η κρίση του ΕΔΔΑ για την αντίθεση του άρθρου 53 § 3 π.δ. 18/1989 που αφορά τους λόγους παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως προς το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Η άρνηση βαθύτερου σχετικού ελέγχου.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
α) Γενικές αρχές
Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τις καταγγελίες του προσφεύγοντος από την άποψη του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης (βλ. Kurşun κατά Τουρκίας, αριθ. 22677/10, § 93, 30 Οκτωβρίου 2018, και Cañete de Goñi κατά Ισπανίας, αριθ. 55782/00, § 33, ΕΔ ΔΑ 2002-VIII). Παραπέμπει, συναφώς, στην ανακεφαλαίωση της νομολογίας του σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στην υπόθεση Zubac κατά Κροατίας ([GC] αριθ. 40160/12, §§ 76-79, 5 Απριλίου 2018).
Ειδικότερα, το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να συστήσουν εφετεία ή ακυρωτικά δικαστήρια. Ωστόσο, όπου υπάρχουν τέτοια δικαστήρια, πρέπει να τηρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 – για παράδειγμα, η εγγύηση στους διαδίκους ενός πραγματικού δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη για τον καθορισμό των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους (ibid., § 80, με περαιτέρω παραπομπές). Ωστόσο, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κατά πόσον οι πολιτικές επιλογές στις οποίες προέβησαν τα συμβαλλόμενα μέρη και καθορίζουν τους περιορισμούς της πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι κατάλληλες ή όχι. Η αποστολή του περιορίζεται στο να καθορίσει εάν οι επιλογές στον τομέα αυτό έχουν συνέπειες σύμφωνες με τη Σύμβαση.
Ομοίως, ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν είναι να επιλύει διαφορές σχετικά με την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου που ρυθμίζει την πρόσβαση αυτή, αλλά να ελέγχει αν τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ερμηνείας είναι συμβατά με τη Σύμβαση (ό.π., § 81, με περαιτέρω παραπομπές). Ο τρόπος με τον οποίο το άρθρο 6 § 1 εφαρμόζεται στα εφετεία ή στα ακυρωτικά δικαστήρια εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχετικής διαδικασίας και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των διαδικασιών που διεξάγονται σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη και ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου σε αυτές (§ 82, με περαιτέρω παραπομπές).
Είναι παγιωμένο στη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η «υπερβολική τυπολατρία» μπορεί να αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν ιδιαίτερα αυστηρή ερμηνεία ενός δικονομικού κανόνα, εμποδίζοντας την εξέταση της αγωγής του προσφεύγοντος επί της ουσίας, με τον επακόλουθο κίνδυνο παραβίασης του δικαιώματός του για αποτελεσματική προστασία των δικαστηρίων (αυτόθι, § 97). Η αξιολόγηση μιας καταγγελίας υπερβολικής τυπολατρίας στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων θα είναι συνήθως το αποτέλεσμα της εξέτασης της υπόθεσης στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης αυτής (ibid., § 98). Κατά την εκτίμηση αυτή, το Δικαστήριο έχει συχνά τονίσει τα ζητήματα της «ασφάλειας δικαίου» και της «ορθής απονομής της δικαιοσύνης» ως δύο κεντρικά στοιχεία για τη διάκριση μεταξύ υπερβολικής τυπολατρίας και αποδεκτής εφαρμογής των διαδικαστικών διατυπώσεων. Ειδικότερα, έχει κρίνει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο θίγεται όταν οι κανόνες παύουν να εξυπηρετούν τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και, αντιθέτως, συνιστούν ένα είδος εμποδίου που εμποδίζει το διάδικο να επιτύχει την επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσής του από το αρμόδιο δικαστήριο (βλ. για παράδειγμα, Zubac, ό.π., § 98, Kart κατά Τουρκίας [GC] της 03.12.2009, αριθ. 8917/05, § 79, Arrozpide Sarasola κ.λπ. κατά Ισπανίας της 23.10.2018, αριθ. 65101/16 κ.λπ., § 98 και Ευσταθίου κ.α. κατά Ελλάδας της 27.07.2006, αριθ. 36998/02, § 24).
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, το άρθρο 6 απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να αιτιολογούν επαρκώς τους λόγους στους οποίους βασίζονται οι αποφάσεις τους (βλ. Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατάΠορτογαλίας [GC] της 06.11. 2018 αριθ. 55391/13 κλπ § 185). Χωρίς να απαιτείται λεπτομερής απάντηση σε κάθε επιχείρημα, η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι ένας διάδικος σε δικαστική διαδικασία μπορεί να αναμένει συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στους ισχυρισμούς που είναι καθοριστικοί για την έκβαση της εν λόγω διαδικασίας (αυτόθι, § 185, με περαιτέρω παραπομπή).
Ο βαθμός στον οποίο ισχύει η υποχρέωση αιτιολόγησης μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τη φύση της απόφασης. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, η ποικιλία των ισχυρισμών που μπορεί να προβάλει ένας διάδικος ενώπιον των δικαστηρίων και οι διαφορές που υφίστανται στα συμβαλλόμενα κράτη όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις, τους εθιμικούς κανόνες, τις νομικές γνωμοδοτήσεις και την παρουσίαση και σύνταξη των αποφάσεων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα του κατά πόσον ένα δικαστήριο παραβίασε την υποχρέωση αιτιολόγησης, που απορρέει από το άρθρο 6 § 1, μπορεί να κριθεί μόνο υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης (βλ. Gorou κατά Ελλάδας της 20.03.2009 (αριθ. 2) [GC], αριθ. 12686/03, § 37, με περαιτέρω παραπομπές).
β) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση
63. Η διαφορά στην παρούσα υπόθεση αφορά το δικαίωμα αποζημίωσης όταν έχουν επιβληθεί περιορισμοί ιδιοκτησίας για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων του παραδεκτού. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η πρόσβαση του προσφεύγοντος σε δικαστήριο με σκοπό τον προσδιορισμό των πολιτικών του δικαιωμάτων περιορίστηκε έτσι από την απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.
i) Θεμιτός σκοπός
64. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση αίτησης αναίρεσης καθορίζονται στο άρθρο 53 § 3, του π.δ. με αριθ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 § 1 του ν. 3900/2010. Απαιτούσαν από τον αναιρεσείοντα να προβάλει συγκεκριμένα επιχειρήματα (τα οποία έπρεπε να περιληφθούν στην αίτηση αναίρεσης) σχετικά με i) την έλλειψη νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή ii) το γεγονός ότι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετη προς τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή με τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 13 και 35 ανωτέρω). Η τροποποίηση εισήχθη προκειμένου να επιταχυνθούν σημαντικά οι δικαστικές διαδικασίες και να μειωθεί ο μεγάλος αριθμός αιτήσεων αναίρεσης που δεν εγείρουν σημαντικά νομικά ζητήματα (όπως εξηγείται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αριθ. 3900/2010 – βλ. σκέψη 35 ανωτέρω).
65. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει αναπτύξει νομολογία σχετικά με τις προαναφερθείσες απαιτήσεις (βλ. σκέψεις 25-26 και 37-38 ανωτέρω). Συνήγαγε, για παράδειγμα, από το άρθρο 53 § 3 ότι ο αναιρεσείων – όταν προβάλει «κάθε λόγο αναίρεσης» – θα πρέπει να εγείρει ένα «συγκεκριμένο νομικό ζήτημα» για το οποίο είτε δεν θα πρέπει να υπάρχει σχετική νομολογία, είτε τα σχετικά πορίσματα της προσβαλλόμενης απόφασης θα πρέπει να είναι αντίθετα προς τη νομολογία, που θα πρέπει να είναι «κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς». Απαιτούσε επίσης οι αποφάσεις που αφορούν το ίδιο κρίσιμο νομικό ζήτημα να θεωρούνται ότι αποτελούν σχετική «νομολογία» – και όχι απλώς αποφάσεις που αφορούν ανάλογο ή παρόμοιο ζήτημα. Επιπλέον, απαιτείτο από τον αναιρεσείοντα να μνημονεύσει ειδικώς την απόφαση, για το ίδιο νομικό ζήτημα, στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αντίθετη.
66. Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και στην παροχή στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της δυνατότητας να ασκεί αποτελεσματικά τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Παπαϊωάννου, § 41). Το Δικαστήριο κρίνει περαιτέρω ότι επιδίωκαν επίσης τον θεμιτό σκοπό της διατήρησης του ρόλου του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου στη διασφάλιση της ενοποίησης της νομολογίας και, ως εκ τούτου, της συμμόρφωσης με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω, βλ. επίσης Trevisanato κατά Ιταλίας της 15.09.2016, αριθ. 32610/07, §§ 36-37).
67. Το ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια είναι αν η εφαρμογή των απαιτήσεων αυτών στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος, ήταν ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς ή αν έθιγε την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη, όπως εγγυάται το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
ii) Αναλογικότητα του περιορισμού
α) Επί της απορρίψεως του τρίτου λόγου αναίρεσης
Μολονότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει τη νομική συλλογιστική που ακολούθησε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, κατά την εφαρμογή δικονομικών κανόνων, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν την υπερβολική τυπολατρία που μπορεί να αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο προσφεύγων, κατά την προβολή του τρίτου λόγου για την άσκηση αναίρεσης, έθεσε το ζήτημα ότι το εθνικό δίκαιο, όπως εφαρμόστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε σχέση με την αξίωσή του, δεν ήταν επαρκώς προβλέψιμο και ακριβές όσον αφορά την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής. Επικαλέστηκε το γεγονός ότι ακολούθησε την παρέλευση μιας «εύλογης περιόδου» – μια αφηρημένη έννοια που δημιούργησε αβεβαιότητα. Υποστήριξε ότι αυτό ήταν αντίθετο με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης και τα πορίσματα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετα με τις αποφάσεις Forminster Enterprises Limited, Ρεβελιώτη και Κοκκίνη (βλ. σκέψεις 17-18 και 21 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι οι αναφερθείσες αποφάσεις «δεν [αφορούσαν] το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου [είχε] αποφανθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου» (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω).
Το Δικαστήριο παρατηρεί περαιτέρω ότι οι προαναφερθείσες υποθέσεις Κοκκίνης και Ρεβελιώτη αφορούσαν προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας λόγω του τρόπου με τον οποίο τα αρμόδια δικαστήρια είχαν ερμηνεύσει και εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία οι προσφεύγοντες μπορούσαν να λάβουν αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Η σχετική περίοδος θεωρήθηκε ότι ξεκίνησε από τη στιγμή που τα δικαστήρια είχαν αποφασίσει τελικά για τις υποθέσεις των προσφευγόντων και όχι από το πολύ προγενέστερο χρονικό σημείο κατά το οποίο οι διοικητικές αρχές είχαν απορρίψει παράνομα τα αιτήματα των προσφευγόντων για την καταβολή των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Το κριτήριο αυτό, το οποίο εξαρτούσε την καταβολή από τη δραστηριότητα των ίδιων των διοικητικών δικαστηρίων, φαινόταν τυχαίο και ικανό να οδηγήσει σε αντιφατικά και ανεπαρκώς αιτιολογημένα αποτελέσματα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος δικαίου – μία από τις θεμελιώδεις αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας και εγγενής σε όλα τα άρθρα της Σύμβασης – απαιτεί το σημείο έναρξης ή λήξης των προθεσμιών παραγραφής να είναι σαφώς καθορισμένο και να συνδέεται με συγκεκριμένα και αντικειμενικά γεγονότα. Από την άλλη, όταν ο καθορισμός της ημερομηνίας από την οποία ένας διάδικος μπορεί να επιδιώξει τις αξιώσεις του εξαρτάται από «τυχαία, απρόβλεπτα γεγονότα εκτός της σφαίρας επιρροής του», οι επιταγές του κράτους δικαίου είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν (βλ. προαναφερθείσες υποθέσεις Κοκκίνης, § 34, και Ρεβελιώτη, § 32).
Δεν απόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει το βάσιμο του υπό κρίση λόγου αναίρεσης. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφανθούν επί τέτοιων ζητημάτων. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην παρατήρηση ότι δεν είναι αναγκαίο να διενεργηθεί τέτοια εξέταση προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί – ιδίως εκείνοι που αφορούν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που παραθέτει ο προσφεύγων – ήταν εν πάση περιπτώσει λυσιτελείς (βλ. mutatis mutandis, Nikolay Genov κατά Βουλγαρίας της 13.07.2017, αριθ. 7202/09, § 29 και Ruiz Torija κατά Ισπανίας της 9 Δεκεμβρίου 1994, § 30, σειρά A αριθ. 303-Α). Σύμφωνα με το άρθρο 91 του ν. 2362/1995, η πενταετής προθεσμία παραγραφής αξίωσης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση αυτή και κατέστη απαιτητή ενώπιον των δικαστηρίων (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η αξίωση αποζημίωσης του προσφεύγοντος είχε προκύψει – ελλείψει ειδικής διάταξης για περιπτώσεις όπως η παρούσα υπόθεση – μετά την παρέλευση «εύλογου χρονικού διαστήματος» από την επιβολή του προαναφερθέντος περιοριστικού μέτρου (βλ. σκέψεις 11-12 ανωτέρω). Προφανώς, αυτή η «εύλογη προθεσμία» μετά την οποία θεωρήθηκε ότι γεννήθηκε η αξίωση άσκησε επιρροή στην έναρξη της προθεσμίας παραγραφής. Η ακριβής διάρκεια αυτής της «εύλογης προθεσμίας» δεν προβλεπόταν σε καμία νομική διάταξη, αλλά προβλεπόταν δικαστικά σε πέντε έτη. Θα μπορούσε ευλόγως να αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών ερμηνειών. Από την άλλη, οι προαναφερθείσες υποθέσεις Κοκκίνης και Ρεβελιώτη αφορούσαν κατ’ ουσίαν το ίδιο νομικό ζήτημα, καθόσον αφορούσαν την ανάγκη να καθοριστεί σαφώς το σημείο έναρξης των προθεσμιών παραγραφής και να συνδεθεί με συγκεκριμένα και αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά αντί να εξαρτάται από τυχαία, απρόβλεπτα γεγονότα – ακόμη και αν το Δικαστήριο είχε αποφανθεί επί διαφορετικών ειδών αξιώσεων και καταστάσεων στις υποθέσεις αυτές.
Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, περιοριζόμενο να επισημάνει, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, ότι οι επικαλούμενες αποφάσεις «δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είχε αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο». Παρά τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθούν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ως ακυρωτικού δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή της νομολογίας και η δυνατότητα επιβολής αυστηρότερων προϋποθέσεων για να κηρυχθεί παραδεκτή μία αίτηση αναίρεσης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Παπαϊωάννου, § 49), η προσφυγή σε προϋπόθεση που απορρέει από τη νομολογία όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού μιας αίτησης αναίρεσης θα απαιτούσε επαρκή αιτιολογία (βλ. mutatis mutandis, Tourisme d’affaires κατά Γαλλίας της 16.02.2012, αριθ. 17814/10, § 30).
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν διευκρίνισε πρακτικά γιατί θεώρησε ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν αφορούσαν το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που αφορά η παρούσα υπόθεση, και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο ενόψει της απαίτησης ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή και αυστηρότητα υποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που εγγυάται η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της (βλ. για παράδειγμα, Paun Jovanović κατά Σερβίας της 07.02.2023, αριθ. 41394/15, § 108 και Wagner και J.M.W.L. κατά Λουξεμβούργου της 28.06.2007, αριθ. 76240/01, § 96). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο προσφεύγων υποστήριξε ρητά ότι οι διαπιστώσεις του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετες με τη νομολογία του Δικαστηρίου και παραβίαζαν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο εφάρμοσε με συνέπεια την πάγια και γνωστή νομολογία του και ότι η έννοια της επίμαχης απαίτησης είχε αποσαφηνιστεί. Ωστόσο, δεν διευκρίνισε πώς ο προσφεύγων αναμενόταν να έχει εντοπίσει τη νομολογία σχετικά με το ίδιο νομικό ζήτημα όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, και κυρίως, των διοικητικών δικαστηρίων, δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε καμία προσβάσιμη βάση δεδομένων, στην οποία ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του είχε πρόσβαση. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο προσφεύγων όσον αφορά την πρόσβαση στην εγχώρια νομολογία, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο υιοθέτησε μια τυπολατρική προσέγγιση κατά την εφαρμογή των διαδικαστικών απαιτήσεων και κατά τον τρόπο με τον οποίο απέρριψε τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος. Η προσέγγιση αυτή δεν αποδείχθηκε αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά τυπολατρική (βλ. για παράδειγμα, απόφαση Xavier Lucas κατά Επιτροπής κατά Γαλλίας της 09.06. 2022, αριθ. 15567/20, § 57).
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο φόρτος εργασίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν πιθανόν να προκαλέσει δυσχέρειες στη συνήθη λειτουργία της επεξεργασίας των αιτήσεων αναίρεσης, το γεγονός παραμένει ότι οι περιορισμοί στην πρόσβαση στα ακυρωτικά δικαστήρια δεν μπορούν να περιορίζουν, μέσω μιας υπερβολικά τυπολατρικής ερμηνείας, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο κατά τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται ως προς την ίδια του την ουσία (βλ. Zubac, ό.π., § 98, Succi κ.α. κατά Ιταλίας της 28.10.2021, αριθ. 55064/11 και 2 κ.α., § 81, Vermeersch κατά Βελγίου της 16.02.2021, αριθ. 49652/10, § 79, Ευστρατίου κ.α. κατά Ελλάδας της 19.11.2020, αριθ. 53221/14, § 43 και Trevisanato, ό.π., § 38).
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι η απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, επειδή έκρινε ότι οι αποφάσεις του επικαλούμενου Δικαστηρίου δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είχε αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό και εμπόδισε τον προσφεύγοντα να εξετάσει το δικαστήριο την ουσία των αιτημάτων του.
β) Επί της απορρίψεως του πρώτου λόγου αναίρεσης
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 53, § 3, του π.δ. με αριθ. 18/1989, «Η αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας […]». (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε διευκρινίσει στη νομολογία του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται με συγκεκριμένο τρόπο και ότι ένας λακωνικός ισχυρισμός σχετικά με την παντελή έλλειψη σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό του νομικού ζητήματος στο οποίο αναφέρθηκε, ήταν αόριστος και ανεπαρκής. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος προς στήριξη του παραδεκτού αίτησης αναίρεσης για έλλειψη νομολογίας εν γένει έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν προσδιόριζε αυτοτελώς και επακριβώς το προβαλλόμενο νομικό ζήτημα και τη λυσιτέλειά του για την επίλυση της διαφοράς (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω).
Εν προκειμένω, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αιτιολόγησε την απόρριψη των ισχυρισμών του προσφεύγοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπολόγισε εσφαλμένα την προθεσμία παραγραφής και κατά παράβαση της υφιστάμενης νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Έκρινε ότι η προαναφερθείσα απόφαση με αριθ. 749/2011 αφορούσε το ζήτημα της παραγραφής αξίωσης αποζημίωσης στηριζόμενης στην αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου και όχι το επίμαχο νομικό ζήτημα σχετικά με το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης αποζημίωσης βάσει του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Επιπλέον, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν είχε εφαρμόσει τις διατάξεις του ν. 261/1968 περί της «εύλογης προθεσμίας» ανακλησης διοικητικών αποφάσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν έκρινε σχετικές τις άλλες αποφάσεις που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, οι οποίες αφορούσαν το ζήτημα αν μια περίοδος μεγαλύτερη των πέντε ετών μπορούσε να θεωρηθεί «εύλογη» όσον αφορά την ανάκληση διοικητικών αποφάσεων.
Ταυτοχρόνως, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι οι ισχυρισμοί της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής και τη διάρκεια της «εύλογης προθεσμίας» ήταν εσφαλμένοι και ότι, επικουρικώς, δεν υπήρχε νομολογία επί των εν λόγω νομικών ζητημάτων. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, το ζήτημα αυτό ήταν καθοριστικό για την απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου σχετικά με το αν θα δεχθεί ή όχι την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος και θα αποφανθεί επί της ουσίας και απαιτούσε συγκεκριμένη και ρητή απάντηση. Ελλείψει τέτοιας απαντήσεως, είναι αδύνατον να εξακριβωθεί αν το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απλώς αμέλησε να εξετάσει την αιτίαση ή αν την απέρριψε κατά την εξέτασή της και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, για ποιους λόγους (βλ. Hiro Balani κατά Ισπανίας της 9 Δεκεμβρίου 1994, § 28, σειρά A αριθ. 303-Β).
Το Δικαστήριο επισημαίνει, ειδικότερα, ότι ο προσφεύγων αναφέρθηκε ρητά, κατά την προβολή του παραδεκτού του πρώτου λόγου αναίρεσης, στην έλλειψη σχετικής νομολογίας βάσει της οποίας να μπορεί να συναχθεί ότι η προθεσμία παραγραφής της αξίωσής του αποζημίωσης άρχισε μετά την παρέλευση «εύλογης προθεσμίας» και στη διαπίστωση ότι πέντε έτη πρέπει να είναι η διάρκεια αυτής της «εύλογης προθεσμίας» (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω). Αναφέρθηκε επίσης, κατά την ανάπτυξη του τρίτου λόγου αναίρεσης, σε αυτή την προβαλλόμενη έλλειψη επαρκώς προσιτής νομολογίας όσον αφορά τον καθορισμό του τι συνιστά «εύλογη προθεσμία» («όπως θα αναφερόταν ιδίως στο σχετικό τμήμα για το παραδεκτό» – βλ. σκέψη 18 ανωτέρω). Το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι ο προσφεύγων προσδιόρισε τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που εγείρονται με τα επιχειρήματά του και τη σημασία τους για τη διαφορά του, δηλαδή το σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής όσον αφορά αξίωση αποζημίωσης βάσει του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος και τη διάρκεια της «εύλογης προθεσμίας». Θα περίμενε κανείς ευλόγως ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο θα τις εξέταζε. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν δέχεται το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα ήταν τόσο ασαφείς και συγκεχυμένοι που δεν ήταν απαραίτητο για το δικαστήριο να τους παραπέμψει, καθώς μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι τα επιχειρήματα σχετικά με την έλλειψη νομολογίας διατυπώθηκαν με επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω).
Ο προσφεύγων όφειλε να προσκομίσει νομολογία με την οποία ήταν αντίθετοι οι ισχυρισμοί της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή να επικαλεστεί την έλλειψη νομολογίας. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι οι αποφάσεις που εξέδωσε η διοικητική δικαιοσύνη δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο έντυπο ή προσβάσιμη βάση δεδομένων, που να περιέχει το σύνολο της νομολογίας στην οποία είχε πρόσβαση ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του. Αυτό θα εμπόδιζε σημαντικά την ικανότητά του να βρει τη σχετική νομολογία, ακόμη και αν ο προσφεύγων είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Το να θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο παραδεκτό και να αναμένεται ότι ο προσφεύγων θα έχει τεκμηριώσει περαιτέρω το επιχείρημά του ότι δεν υπήρχε σχετική νομολογία δεν είναι μόνο παράλογο, αλλά συνιστά και δυσανάλογη επιβάρυνση γι’ αυτόν.
Το Δικαστήριο λαμβάνει περαιτέρω υπόψη το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι σκοπός της διάταξης περί παραδεκτού ήταν να καταστεί δυνατή η απόρριψη αναιρέσεων επι νομικών θεμάτων που είχαν ήδη επιλυθεί. Ωστόσο, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν ισχυρίστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το νομικό ζήτημα είχε ήδη επιλυθεί, επισημαίνοντας προηγούμενη νομολογία που θα είχε επίσης διαψεύσει τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη σχετικής νομολογίας.
Είναι σημαντικό να αιτιολογείται από το εθνικό δικαστήριο η εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, διότι έτσι μπορεί να ελεγχθεί ότι έχει επιτευχθεί «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ, αφενός, της εύλογης μέριμνας για τη διασφάλιση της τήρησης των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την άσκηση αιτήσεως αναίρεσης και, αφετέρου, του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (βλ. Ghrenassia κατά Λουξεμβούργου της 07.12. 2021, αριθ. 27160/19, §§ 34-37). Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης και λαμβανομένης υπόψη της απόρριψης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο των ισχυρισμών του προσφεύγοντος (κατά την υποβολή του πρώτου λόγου αναίρεσης) σχετικά με την υποτιθέμενη έλλειψη σχετικής νομολογίας, δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της θεμιτής μέριμνας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου να διασφαλίζει την τήρηση των διαδικαστικών απαιτήσεων που διέπουν την άσκηση αίτησης αναίρεσης και, αφετέρου, του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
γ) Επί της απορρίψεως του δεύτερου λόγου αναίρεσης
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ο νόμος δεν προέβλεπε σαφή και προκαθορισμένη προθεσμία παραγραφής βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι, όσον αφορά τη συγκεκριμένη αξίωσή του, έπρεπε να ισχύσει εικοσαετής προθεσμία παραγραφής. Επιπλέον, προς στήριξη του ισχυρισμού του ότι ο δεύτερος λόγος αναίρεσης ήταν παραδεκτός, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι: «Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, πρέπει να εφαρμοστεί αυτός που αναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω» (βλ. σκέψεις 16-20 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε τον λόγο απαράδεκτο, διότι δεν καθόρισε το νομικό ζήτημα κατά τρόπο ανεξάρτητο και ακριβή και τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω νομικό ζήτημα ήταν καθοριστικό για την επίλυση της επίμαχης διαφοράς.
Το Δικαστήριο παραπέμπει στην απαίτηση που προβλέπει ο νόμος να προβάλλει ο αναιρεσείων συγκεκριμένα επιχειρήματα προς στήριξη του ισχυρισμού ότι δεν υφίσταται νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τη σχετική νομολογία. Ο προσφεύγων δεν το έπραξε, αλλά περιορίστηκε να παραπέμψει αόριστα στις προηγούμενες παρατηρήσεις του, χωρίς να αναφέρει σε ποια επιχειρήματα και σε ποια νομολογία αναφερόταν. Λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας απαίτησης και της απάντησης του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου σε σχέση με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, η απόρριψη αυτού του λόγου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπερβολικά τυπολατρική απόφαση που εμπόδισε την εξέταση της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Succi κ.λπ., §§ 102-05).
iii) Συμπέρασμα
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι i) η πολύ συσταλτική ερμηνεία από το δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναίρεσης όσον αφορά την πλήρωση της προϋπόθεσης κατά την οποία η επικαλούμενη νομολογία πρέπει να είναι αυτή που έχει διατυπωθεί για το ίδιο νομικό ζήτημα, ii) η απουσία οποιασδήποτε απάντησης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος και οι κρίσιμες παρατηρήσεις του προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη σχετικής νομολογίας και iii) η έλλειψη προσβάσιμης συνολικής βάσης δεδομένων νομολογίας, απέκλεισαν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Αυτό έθιξε την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο με σκοπό τον καθορισμό των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του (βλ., για παράδειγμα, Ghrenassia, ό.π., § 37, Λούλη-Γεωργοπούλου κατά Ελλάδας της 16.03.2017, αριθ. 22756/09, §§ 47-48 και Dumitru Gheorghe κατά Ρουμανίας της 12.04.2016, αριθ. 33883/06, § 34 12 Απριλίου 2016).
(…)
ΣΧΟΛΙΟ
Το ΕΔΔΑ και ο έλεγχος των δικονομικών κανόνων των εθνικών εννόμων τάξεων
Η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ της 19.11.2024 Τσιώλης κατά Ελλάδος με αριθ. 51774/17 έγινε πολύ ευμενώς δεκτή, όχι μόνον από την νομική κοινότητα, αλλά και γενικώτερα, ως σημαντική συμβολή στην προστασία του κράτους δικαίου. Με αυτήν θεωρήθηκε ουσιαστικά, αν και όχι ευθέως, ότι αντίκεινται στις πρόνοιες του άρθρ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ οι λόγοι παραδεκτού αιτήσεως αναιρέσεως του άρθρ. 53 § 3 π.δ. 18/1989. Κατ’ αποτέλεσμα, η θετική αυτή ανταπόκριση μπορεί να θεωρηθεί απολύτως δικαιολογημένη, πάντως, η αιτιολογία της αποφάσεως δεν φαίνεται να είναι συνεπής μεθοδολογικά ως προς την ερμηνεία τη διατάξεως του άρθρ. 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο σχολιασμός της αποφάσεως του ΕΔΔΑ περιορίζεται στο πολύ σημαντικό, κατά την κρίση μας, ζήτημα της συμβατότητας των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 53 § 3 και 4 π.δ. 18/1989, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 11 § 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213). Στις §§ 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α ́ 8), όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 § 1 του ν. 3900/2010 (Α ́ 213) και περαιτέρω η § 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15§ 2 του ν. 4446/2016 (Α ́ 240) προς την διάταξη του άρθρ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ και την πρόσβαση στο Δικαστήριο. Με την παραπάνω διάταξη του π.δ. 18/1989, όπως κατά τα παραπάνω ισχύει, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου ικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Ειδικότερα, ο αναιρεσείων, κατά την νομολογία του ΣτΕ, βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να προβάλει και να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Εξάλλου, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων επικαλείται έλλειψη νομολογίας ή αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, θα πρέπει η έλλειψη ή η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. ΣτΕ 1445, 879, 322/2022, 2147, 2138, 1200/2021, 2935, 1076, 365/2020, 2007/2019, 2621/ 2018, 2679/2017 κ.ά.). Τέλος, όπως, παγίως πάντοτε, έχει κριθεί, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του παραδεκτού της αίτησης αναιρέσεως μόνον η επίκληση αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλων δικαστηρίων, όταν αυτή γίνεται απλώς και μόνον για την ενίσχυση της βασιμότητας προβαλλομένων λόγων αναίρεσης και όχι, ειδικώς, για τη θεμελίωση του παραδεκτού της αίτησης αναιρέσεως (βλ. ΣτΕ 1445, 538/2022, 2153, 865/2021, 2666, 1470/ 2020, 1372, 924/2019, 495/2018 κ.ά.).
Το ΕΔΔΑ στην συγκεκριμένη περίπτωση έκρινε στις σκέψεις 72, 73, 74 ότι το ΣτΕ εφήρμοσε, εν προκειμένω, «υπερβολικά φορμαλιστική» ερμηνεία των συγκεκριμένων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου και έτσι παραβιάστηκε στην ουσία του το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο. Συγκεκριμένα, έκρινε: «72. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας εφάρμοσε με συνέπεια την πάγια και γνωστή νομολογία του και ότι η έννοια της επίμαχης απαίτησης είχε αποσαφηνιστεί. Ωστόσο, δεν καθόρισε πώς ο προσφεύγων θα έπρεπε να έχει εντοπίσει τη νομολογία σχετικά με το ίδιο νομικό ζήτημα, όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, και κυρίως των διοικητικών δικαστηρίων, δεν δημοσιεύονταν σε κανένα επίσημο περιοδικό ή σε καμία προσβάσιμη βάση δεδομένων στην οποία ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του είχε πρόσβαση. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο προσφεύγων στην πρόσβαση στην εθνική νομολογία, υιοθέτησε μια τυπολατρική προσέγγιση κατά την εφαρμογή των διαδικαστικών απαιτήσεων και κατά τον τρόπο με τον οποίο απέρριψε τον τρίτο λόγο αναιρέσεως του προσφεύγοντος επί νομικών ζητημάτων. Η προσέγγιση αυτή δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά τυπολατρική (βλέπε, για παράδειγμα, Xavier Lucas κατά Γαλλίας, αριθ. 15567/20, § 57, 9 Ιουνίου 2022).
73. Ακόμα και αν ο φόρτος εργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν πιθανό να προκαλέσει δυσκολίες στη συνήθη λειτουργία της επεξεργασίας των αναιρέσεων, παραμένει γεγονός ότι οι περιορισμοί στην πρόσβαση στα ακυρωτικά δικαστήρια δεν μπορούν να περιορίσουν, με υπερβολικά φορμαλιστική ερμηνεία, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο κατά τρόπο ή σε βαθμό που το δικαίωμα αυτό να παραβιάζεται στην ουσία του (βλέπε Zubac, ό.π., § 98- Succi κ.λπ. κατά Ιταλίας, αριθ. 55064/11 και 2 άλλες, § 81, 28 Οκτωβρίου 2021- Vermeersch κατά Βελγίου, αριθ. 49652/10, § 79, 16 Φεβρουαρίου 2021- Ευστρατίου και άλλοι κατά Ελλάδας, αριθ. 53221/14, § 43, 19 Νοεμβρίου 2020- και Trevisanato, ό.π., § 38).
74. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να απορρίψει τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος επί νομικών ζητημάτων, επειδή έκρινε ότι οι αποφάσεις του επικαλούμενου Δικαστηρίου δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, επί του οποίου είχε αποφανθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό και εμπόδισε τον προσφεύγοντα να εξετάσει το δικαστήριο αυτό την ουσία των αιτημάτων του».
Η υπερβολικά «φορμαλιστική ερμηνεία» στηρίχτηκε, κατά το σχετικό σκεπτικό του Δικαστηρίου (σκέψεις 79, 80, 81), στο ότι δεδομένου ότι οι αποφάσεις που εκδίδει η διοικητική δικαιοσύνη δεν εκδίδονται σε κάποιο επίσημο περιοδικό ή σε κάποια προσβάσιμη βάση δεδομένων, που να περιέχει το σύνολο της νομολογίας, το έργο του διαδίκου καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές και έτσι η απαίτηση τεκμηριώσεως του επιχειρήματος ότι δεν υπάρχει σχετική νομολογία «δεν είναι μόνο παράλογο, αλλά απαιτεί και δυσανάλογη επιβάρυνση για τον ίδιο». Ειδικά, οι κρίσιμες σκέψεις εκθέτουν ότι: «79. Ο προσφεύγων όφειλε να προσκομίσει νομολογία με την οποία ήταν αντίθετες οι κρίσεις της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή να προβάλει την απουσία νομολογίας. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι οι αποφάσεις που εξέδωσε η διοικητική δικαιοσύνη δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο περιοδικό ή σε καμία προσβάσιμη βάση δεδομένων, που να περιέχει το σύνολο της νομολογίας στην οποία είχε πρόσβαση ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του. Αυτό θα δυσχέραινε σημαντικά την ικανότητά του να βρει τη σχετική νομολογία, ακόμη και αν ο προσφεύγων εκπροσωπούνταν από δικηγόρο. Το να θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν διατυπώθηκε με παραδεκτό τρόπο και να αναμένεται από τον προσφεύγοντα να έχει τεκμηριώσει περαιτέρω το επιχείρημά του ότι δεν υπήρχε σχετική νομολογία δεν είναι μόνο παράλογο, αλλά συνιστά και δυσανάλογη επιβάρυνση για τον ίδιο.
80. Το Δικαστήριο σημειώνει περαιτέρω το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο σκοπός της διάταξης περί παραδεκτού ήταν να επιτρέψει την απόρριψη αναιρέσεων επί νομικών ζητημάτων που είχαν ήδη επιλυθεί. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν υποστήριξε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το νομικό ζήτημα είχε ήδη επιλυθεί, παραπέμποντας σε προηγούμενη νομολογία που θα είχε επίσης καταρρίψει τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη σχετικής νομολογίας.
81. Είναι σημαντικό να αιτιολογείται από το εθνικό δικαστήριο η εφαρμογή του εθνικού δικαίου, καθώς έτσι μπορεί να ελεγχθεί ότι έχει επιτευχθεί «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ της εύλογης μέριμνας για τη διασφάλιση της τήρησης των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την άσκηση προσφυγής επί νομικών ζητημάτων αφενός, και του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο αφετέρου (βλ. υπόθεση Ghrenassia κατά Λουξεμβούργου, αριθ. 27160/19, §§ 34-37, 7 Δεκεμβρίου 2021). Δεδομένων των περιστάσεων της υποθέσεως, και λαμβανομένης υπόψη της απορρίψεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος (κατά την υποβολή του πρώτου λόγου της αναιρέσεώς του) σχετικά με την υποτιθέμενη έλλειψη σχετικής νομολογίας, δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της θεμιτής ανησυχίας του Συμβουλίου της Επικρατείας να διασφαλίσει την τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που διέπουν την άσκηση αναιρέσεως και, αφετέρου, του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο».
Εν πρώτοις, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την πάγια θέση του ότι είναι τα εθνικά δικαστήρια κατ’ αρχήν αρμόδια να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει το νομικό σκεπτικό που ακολούθησε το ΣτΕ κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, όμως υπό τον όρο να αποφεύγουν τον υπερβολικό φορμαλισμό. Έτσι, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, «κατά την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν τον υπερβολικό φορμαλισμό που μπορεί να αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης ενός πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης».
Τελικώς κρίθηκε με τις παραπάνω σκέψεις ότι η ερμηνευτική προσέγγιση από το ΣτΕ ήταν «φορμαλιστική» ή «τυπολατρική» και έτσι περιορίστηκε «στην ουσία του» το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο.
Η πρώτη σχετική παρατήρηση ανάγεται στο ότι το ΣτΕ δεν φαίνεται να επιχείρησε κάποια «ερμηνευτική προσέγγιση» στην σχετική διάταξη των §§ 3 και 4 του άρθρ. 53 π.δ. 18/1989, κατά τα παραπάνω, αλλά εφήρμοσε επακριβώς τις σχετικές προϋποθέσεις παραδεκτού, οι οποίες μάλιστα προήλθαν από εισήγηση του ίδιου του ΣτΕ. Όπως είχαμε εκθέσει και σε σχόλιό μας (ΝοΒ 72(2024). 98 επ.), σκοπός της εισαγωγής της νέας αυτής ρυθμίσεως, όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως είναι, κατά την υιοθετηθείσα πρόταση της Διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ που αποτυπώθηκε στο σχετικό με αριθμό 4/2010 Πρακτικό, η «ενότητα της νομολογίας». Να τονισθεί, κατ’ αρχάς, ότι η συγκεκριμένη διάταξη αποτυπώνει, πράγματι, ακριβώς την σχετική πρόταση της παραπάνω Διοικητικής Ολομέλειας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Μία πιο εξειδικευμένη ανάλυση του σκοπού του νομοθετήματος επιχειρείται από την πρώην Πρόεδρο του ΣτΕ, Ειρήνη Σαρπ, η οποία (βλ. Εισαγωγικό Σημείωμα στο συλλογικό έργο «Σημαντικές αποφάσεις του ΣτΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, Επιστ. Εποπτεία Ειρ. Σαρπ, Σπύρος Βλαχόπουλος, Λούση Κιουσοπούλου, σ. 5-6) θεωρεί κυρίως ότι «με τις ρυθμίσεις αυτές επιδιώχθηκε, για λόγους εύρυθμης και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, σε πρώτη φάση η αποσυμφόρηση του ΣτΕ από μεγάλο όγκο εκκρεμών –κυρίως αναιρετικών υποθέσεων που(...) έθεταν νομικά ζητήματα που είχαν ήδη επιλυθεί (...) προκειμένου το Δικαστήριο να μπορεί να εκπληρώνει αποτελεσματικότερα την αποστολή του (...)».
Κατά συνέπεια, μπορεί να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι το ΕΔΔΑ εσφαλμένα θεωρεί ότι το ΣτΕ οδηγήθηκε σε «τυπολατρική» ή «φορμαλιστική» ερμηνευτική προσέγγιση, αφού δεν επρόκειτο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, παρά για απλή εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως.
Η διαπίστωση ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, δηλαδή της ελλείψεως του συνόλου της νομολογίας δημοσιευμένης σε επίσημο περιοδικό ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων, η απαίτηση από τον διάδικο να προσκομίσει νομολογία με την οποία θα ήταν αντίθετες οι κρίσεις της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή να προβάλει την απουσία νομολογίας, «δεν είναι μόνο παράλογη αλλά αποτελεί δυσανάλογη επιβάρυνση του ιδίου», ουσιαστικά καταλογίζεται πλημμέλεια νομοθέτη και όχι της ερμηνείας που έδωσε το ΣτΕ.
Πάντως, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας δεν γνώριζε το γεγονός ότι δεν υπάρχει δημοσιευμένο, σε επίσημο νομικό περιοδικό ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων, το σύνολο της νομολογίας που έχει εκδώσει η διοικητική δικαιοσύνη, όταν πρότεινε την εισαγωγή της διατάξεως στον δικονομικό μηχανισμό του άρθρ. 53 του π.δ. 18/1989.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το ΕΔΔΑ θα μπορούσε αντί της αιτιολογίας περί «τυποκρατικής ή φορμαλιστικής ερμηνείας» που δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, κατά τα παραπάνω, να εφαρμόσει την διαμορφωμένη ήδη νομολογία του, η οποία δέχεται ότι ναι μεν τα κράτη είναι κατ’ αρχάς ελεύθερα να διαμορφώνουν τους όρους προσβολής των αποφάσεων των δικαστηρίων τους, υπό την προϋπόθεση, όμως, να μην πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματος προσφυγής στην δικαιοσύνη εξαιτίας δικονομικών κανόνων πολύ αυστηρών, μεταξύ των οποίων και οι προϋποθέσεις του παραδεκτού (17.1.2006 Barbier κατά Γαλλίας, 21.5. 2002 Peltier κατά Γαλλίας).
Μεθοδολογικά και δογματικά ορθότερο, σύμφωνα και με την παραπάνω νομολογία, θα ήταν να θεωρηθεί η συγκεκριμένη περί παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως διάταξη του άρθρ. 53 § 3 π.δ. 18/1989 ως πλήττουσα τον πυρήνα του δικαιώματος προσφυγής στην δικαιοσύνη, αφού, άλλωστε, όπως εκτίθεται και στην συγκεκριμένη απόφαση, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αιτούντα, προκειμένου να κριθεί ως παραδεκτή η αίτησή του, αποτελούν κατά την ίδια την απόφαση «παράλογη και δυσανάλογη» επιβάρυνσή του.
Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση αυτή που θα έθετε εκποδών την κρίσιμη διάταξη του άρθρου 53 § 3 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, ως αντίθετη με τις πρόνοιες του άρθρ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ, δεν θα αντιμετώπιζε στην ουσία του το ζήτημα του εάν οι παραπάνω προϋποθέσεις παραδεκτού για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ μπορούν να συνυπάρχουν με το δεδομένο ότι στην ελληνική έννομη τάξη η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου. Το ζήτημα, μάλιστα, της αντιθέσεως αυτής έχει τεθεί και στην συγκεκριμένη υπόθεση, χωρίς όμως να απαντηθεί ειδικά από το ΕΔΔΑ.
Έτσι, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η παραπάνω απόφασή του ΕΔΔΑ δεν πληροί τους όρους που η νομολογία του έχει ήδη θέσει (9/12/94 Ruiz Torijaκατά Ισπανίας), ότι δηλαδή οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων θα πρέπει να έχουν αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη και τέτοια δεν συνιστούν οι αποφάσεις (μεταξύ των οποίων και η συγκεκριμένη), οι οποίες φαίνεται να δέχονται μάλλον αξιωματικώς ότι το άρθρο 53 § 3 του π.δ. 18/1989 δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, αφού κατά το τελευταίο αυτό, η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου.
Να σημειωθεί, μάλιστα, ότι, όπως έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ σε σειρά αποφάσεών του, η αλλαγή της νομολογίας των δικαστηρίων δεν πλήττει την ασφάλεια του δικαίου (πράγμα που δέχεται και η πάγια νομολογία του ΣτΕ) και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ελέγχου αποφάσεων εθνικών δικαστηρίων από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι: «Επειδή η μεταστροφή της νομολογίας επί ζητημάτων ερμηνείας κανόνων του θετικού δικαίου αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με το δικαιοδοτικό έργο και αναγκαίο μέσο για την περαιτέρω εξέλιξή του, τα δε δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία προς πραγματοποίησή της. Κατά συνέπεια, η νομολογιακή μεταστροφή δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από το Σύνταγμα (ΟλΣτΕ 1738/2017) και την ΕΣΔΑ αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης -από τις οποίες άλλωστε δεν απορρέει δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας (απόφαση του ΕΔ ΔΑ της 29.1.2019, Orlen Lietuva Ltd. κατά Λιθουανίας, 45849/13, σκ. 80), παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22.5.2018, Jureša κατά Κροατίας, 24079/11, σκ. 44, της 30.10.2010, της 12.1.2016, Borg κατά Μάλτας, 37537/13, σκ. 111, S.S. Balikliçeşme Beldesi Tarim Kalkinma Kooperatifi και λοιποί κατά Τουρκίας, 35703/05, σκ. 28)».
Τελικώς, τόσο κατά την νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά και κατά την νομολογία του ΣτΕ, ο διάδικος δεν μπορεί να προστατευθεί, εάν πλήττεται δικαίωμά του από την αλλαγή νομολογίας, αφού σε αυτήν μπορεί να προχωρήσει το δικαστήριο και κυρίως το Ανώτατο Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, το ΕΔΔΑ δεν επιχείρησε να κρίνει, εάν θα ήταν δυνατόν να θεμελιωθεί λόγος απαραδέκτου που να συνδέεται με την ύπαρξη νομολογίας αντίθετης με τους νομικούς ισχυρισμούς του διαδίκου, εφόσον η νομολογία δεν θεωρείται πηγή δικαίου. Το βασικό και τελικό ερώτημα είναι εάν τόσο το άρθρ. 6 § 1 της ΕΣΔΑ, αλλά και οι σχετικές διατάξεις του εσωτερικού μας δικαίου, οδηγούνται περισσότερο προς την προστασία της «ορθής απονομής της δικαιοσύνης», κατά την φρασεολογία του ΕΔΔΑ, και οδηγούν στην απόλυτη ελευθερία του δικαστή, παρά προς αυτήν της προστασίας ενός ατομικού δικαιώματος, εντασσόμενου στην θεσμική εγγύηση της παροχής εννόμου προστασίας. (ίδ. Σβώλου-Βλάχου Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τ. Β’, σ. 116, Αντ. Μανιτάκη Η διπλή νομική φύση του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, Δ 13. 594 επ., Δ. Αναγνώστου, Το συλλογικό έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, ΤοΣ σ. 694 επ.).
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ι. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ,
Δικηγόρος Δ.Ν., Paris I Panthéon Sorbonne