ΔΕΕ C-15/24 PPU/14.5.2024, με σχόλιο "Σκέψεις επί του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας", Θ. - Η. Κ. Λουκαδούνος
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Απόφαση Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 2024
(Πρώτο Τμήμα)
Υπόθεση «Stachev»
(C‑15/24 PPU)[1]
Πρόεδρος: A. Arabadjiev
Μέλη: T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin (Εισηγητής), I. Ziemele, Δικαστές
Γενικός Εισαγγελέας: A. M. Collins
Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Δήλωση αναλφάβητου υπόπτου περί παραίτησής του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, όταν ο ύποπτος δεν έχει ενημερωθεί πλήρως, κατά τρόπο που να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή του. Ενημέρωση για τη δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας. Ελλείψει μεταφοράς της σχετικής διατάξεως στην εθνική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους δεν δύνανται να την επικαλεστούν προκειμένου να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Οι σχετικές διατάξεις της Οδηγίας και του ΧΘΔΕΕ αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί για την καταλληλόλητα του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, στερείται της δυνατότητας να εκτιμήσει αν αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί κατά παράβαση των επιταγών της Οδηγίας (Άρθρα 47 ΧΘΔΕΕ, 3, 9, 12 Οδηγίας 2013/48/ΕΕ [: ενσωματωθείσας παρ’ ημίν με το ν. 4478/2017, άρθρα 47 – 53], 90 ΚΠΔ).
(…)
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
[Στις 16.12.2022 ο CH συνελήφθη από τη βουλγαρική αστυνομία ως ύποπτος για συμμετοχή σε ληστεία και ακολούθως υπέγραψε δήλωση, ότι δεν επιθυμούσε την υπεράσπισή του από δικηγόρο της επιλογής του, αλλά ούτε και από δικηγόρο διοριζόμενο από το δικαστήριο. Ωστόσο, οι συνέπειες της παραίτησής του αυτής δεν επεξηγήθηκαν στον CH, ο οποίος είναι αναλφάβητος. Αμέσως μετά τη σύλληψή του, ο CH, χωρίς να παρίσταται δικηγόρος, ομολόγησε ότι είχε μετάσχει στη διάπραξη ληστείας. Την επόμενη ημέρα του απαγγέλθηκε κατηγορία για ληστεία και διορίστηκε αυτεπαγγέλτως μέλος του δικηγορικού συλλόγου Σόφιας ως δικηγόρος του. Εν συνεχεία διατάχθηκε η προσωρινή κράτησή του. Ενδιαμέσως, δύο φορές ήρθη η προσωρινή κράτηση και αντικαταστάθηκε με την υποχρέωση του CH να εμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας του. Ισάριθμες φορές, όμως, το Δικαστήριο επέβαλε εκ νέου το μέτρο της προσωρινής κράτησης σε βάρος του. Εν συνεχεία, για τα ζητήματα που είχαν ανακύψει, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα].
(…)
38. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Τηρείται το άρθρο 12 § 2 της [Οδηγίας 2013/48], σε συνδυασμό με το άρθρο 47 § 1 του Χάρτη, όταν, βάσει εθνικής νομοθεσίας και νομολογίας, το δικαστήριο που εξετάζει κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για τη συμμετοχή του κατηγορουμένου στις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, προκειμένου να αποφασίσει για την επιβολή ή εκτέλεση προσήκοντος μέτρου καταναγκασμού, στερείται της δυνατότητας να κρίνει εάν αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παραβίαση του προβλεπόμενου στην ως άνω Οδηγία δικαιώματος του κατηγορουμένου για πρόσβαση σε δικηγόρο όταν ο [εν λόγω] κατηγορούμενος θεωρήθηκε ύποπτος και οι αστυνομικές αρχές περιόρισαν το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία; 2) Τηρείται η επιταγή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 12 § 2 της [Οδηγίας 2013/48], όταν το δικαστήριο που εξετάζει το ζήτημα της προσφορότητας του μέτρου καταναγκασμού, κατά τη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της Οδηγίας όταν ο συλληφθείς θεωρήθηκε ύποπτος και οι αστυνομικές αρχές περιόρισαν το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία; 3) Όταν το δικαστήριο το οποίο, παρά τις αντίθετες υποδείξεις ανώτερου δικαστηρίου, εξετάζει το ζήτημα της προσφορότητας του μέτρου καταναγκασμού, αποφασίζει να αποκλείσει αποδεικτικά μέσα που συνελέγησαν κατά παράβαση της [Οδηγίας 2013/48], αντιβαίνει ο αποκλεισμός αυτός στις επιταγές τις οποίες θέτει το άρθρο 12 § 2 της ως άνω Οδηγίας σε συνδυασμό με το άρθρο 47 §§ 1 και 2 του Χάρτη σχετικά με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου; 4) Έχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 § 6, στοιχ. βʹ, της [Οδηγίας 2013/48] δυνατότητα προσωρινής παρέκκλισης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά το στάδιο της προδικασίας, όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική δίκη, άμεση ισχύ στο οικείο κράτος μέλος της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, σε περίπτωση που ηεν λόγω διάταξη δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό του δίκαιο; 5) Τηρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 9 § 1, στοιχ. αʹ και βʹ, [της Οδηγίας 2013/48, ερμηνευομένου υπό το πρίσμα] τη[ς]αιτιολογική[ς] σκέψη[ς] 39 [της εν λόγω Οδηγίας], όταν υπάρχει, μεν, γραπτή παραίτηση του υπόπτου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, πλην, όμως, ο ύποπτος είναι αναλφάβητος και δεν είχε ενημερωθεί για τις πιθανές συνέπειες της παραίτησής του, ενώ, στη συνέχεια, ισχυρίζεται ενώπιον του δικαστηρίου ότι κατά τον χρόνο του περιορισμού του δικαιώματός του στην ελεύθερη κυκλοφορία δεν του γνωστοποιήθηκε από τις αστυνομικές αρχές το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραψε; 6) Όταν ο ύποπτος παραιτείται, κατά τη σύλληψή του, του προβλεπόμενου από τις διατάξεις της [Οδηγίας 2013/48] δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, απαλλάσσονται οι αρχές από την υποχρέωσή τους να τον ενημερώσουν αμελλητί, πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας με τη συμμετοχή του, για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και για τις πιθανές συνέπειες τυχόν παραίτησης από αυτό;»
(…)
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος
46. Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 3 § 6, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, ελλείψει μεταφοράς της εν λόγω διατάξεως στην εθνική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους δύνανται να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου προκειμένου να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή του προβλεπόμενου από την Οδηγία δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
47. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 2013/48 θέτει τη θεμελιώδη αρχή κατά την οποία οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά [απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, DD (Επανάληψη της εξέτασης μάρτυρα)[2], C-347/21, EU:C:2022: 692, σκ. 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
48. Η ως άνω αρχή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 3 § 2 της εν λόγω Οδηγίας, κατά το οποίο οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε κάθε δε περίπτωση από όποιο από τα τέσσερα συγκεκριμένα χρονικά σημεία που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της εν λόγω διατάξεως επέλθει πρώτο. Επιπλέον, το άρθρο 3 § 3 της εν λόγω Οδηγίας διευκρινίζει, υπό στοιχ. αʹ έως γʹ, το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
49. Οι προσωρινές παρεκκλίσεις που τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο απαριθμούνται κατά τρόπο εξαντλητικό στο άρθρο 3 §§ 5 και 6 της Οδηγίας 2013/48 [απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης)[3], C-659/18, EU:C:2020: 201, σκ. 42].
50. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3 § 6, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας, διάταξη την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην § 3 του ίδιου άρθρου δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, «όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία».
51. Όσον αφορά το ζήτημα εάν, ελλείψει μεταφοράς του άρθρου 3 § 6, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2013/48 στην εθνική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους μπορούν να επικαλεστούν τη συγκεκριμένη διάταξη έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι όταν οι διατάξεις Οδηγίας είναι, από απόψεως του περιεχομένου τους, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους μέλους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος παρέλειψε να τις μεταφέρει εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη, είτε σε περίπτωση κατά την οποία τις μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη πλημμελώς [απόφαση της 20ής Απριλίου 2023, Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Δήμος Ginosa), C-348/22, EU:C:2023:301, σκ. 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Αντιθέτως, μια Οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκληση της Οδηγίας, αυτής καθεαυτήν, έναντι αυτού (απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ., C-387/02, C-391/02 και C-403/ 02, EU:C:2005:270, σκ. 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
52. Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 3 § 6, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2013/48 δεν θεσπίζει δικαίωμα το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ιδιώτης έναντι κράτους μέλους, αλλά, αντιθέτως, επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Κατά συνέπεια, βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, μια δημόσια αρχή δεν μπορεί, ελλείψει μεταφοράς της διατάξεως αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, να την προβάλλει έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου.
53. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 § 6, στοιχ. βʹ, της Οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, ελλείψει μεταφοράς της εν λόγω διατάξεως στην εθνική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους δεν δύνανται να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου προκειμένου να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, το οποίο προβλέπεται κατά τρόπο σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτο από την Οδηγία.
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
54. Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 9 § 1 της Οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 39 της Οδηγίας, έχει την έννοια ότι τηρούνται οι απαιτήσεις της διάταξης αυτής σχετικά με την παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο όταν υπάρχει μεν γραπτή παραίτηση του υπόπτου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, πλην όμως ο ύποπτος είναι αναλφάβητος και δεν είχε ενημερωθεί για τις πιθανές συνέπειες της παραίτησής του, ισχυρίζεται δε ότι δεν του γνωστοποιήθηκε το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραψε κατά τον χρόνο της σύλληψής του.
55. Το άρθρο 9 § 1 της Οδηγίας 2013/48 προβλέπει δύο προϋποθέσεις για την παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.
56. Ειδικότερα, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 9 § 1 στοιχ. αʹ, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει να έχει ενημερωθεί σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα αυτό, διευκρινιζομένου ότι η εν λόγω ενημέρωση, η οποία μπορεί να παρασχεθεί είτε προφορικώς, είτε εγγράφως, πρέπει να είναι σαφής και επαρκής και να παρέχεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα. Επιπλέον, κατά το στοιχείο βʹ του εν λόγω άρθρου 9 § 1 η παραίτηση πρέπει να δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας.
57. Στην αιτιολογική σκέψη 39 της Οδηγίας 2013/48 διευκρινίζεται, συναφώς, ότι, κατά την ενημέρωση αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες των οικείων υπόπτων ή κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων η ηλικία τους και η ψυχική και σωματική τους κατάσταση. Με την απαίτηση, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές αυτές συνθήκες, η Οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει ότι η λήψη της απόφασης για την παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο γίνεται με πλήρη γνώση όλων των δεδομένων.
58. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 13 της Οδηγίας 2013/48 προβλέπει ότι, κατά την εφαρμογή της Οδηγίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα, στη δε αιτιολογική σκέψη 51 γίνεται συναφώς μνεία σε «υπόπτους ή κατηγορουμένους που βρίσκονται ενδεχομένως σε θέση αδυναμίας» και σε «τυχόν ενδεχόμενη αδυναμία που επηρεάζει την ικανότητά τους να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο».
59. Εν προκειμένω, πρώτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο κατηγορούμενος στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινική διαδικασία είναι αναλφάβητος.
60. Όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ένας ύποπτος ή κατηγορούμενος όπως ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης πρέπει, λόγω του αναλφαβητισμού του, να θεωρηθεί ευάλωτο άτομο κατά την έννοια του άρθρου 13 της Οδηγίας 2013/48.
61. Ωστόσο, ούτε από το άρθρο 9 § 1, ούτε από το άρθρο 13 της Οδηγίας είναι δυνατό να συναχθεί ότι το γεγονός ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος είναι αναλφάβητος αποκλείει αφ’ εαυτού τη δυνατότητά του να δηλώσει εγκύρως ότι παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Όμως, το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη στο πλαίσιο μιας τέτοιας παραίτησης.
62. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι όταν ο κατηγορούμενος παραιτήθηκε από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν του γνωστοποιηθήκαν οι ενδεχόμενες συνέπειες της εν λόγω παραίτησης.
63. Επ’ αυτού, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 9 § 1, στοιχ. αʹ, της Οδηγίας 2013/48 απαιτεί ρητώς ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να έχει λάβει ενημέρωση σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο.
64. Ως εκ τούτου, εάν αποδειχθεί ότι κατηγορούμενος όπως αυτός της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινικής διαδικασίας δεν είχε λάβει, κατά τον χρόνο της δήλωσης παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς του ως ευάλωτου ατόμου, σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η εν λόγω παραίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 9 § 1 της Οδηγίας 2013/48.
65. Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει το γεγονός ότι, εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινικής διαδικασίας ισχυρίζεται ότι δεν του είχε γνωστοποιηθεί το περιεχόμενο του εγγράφου,, το οποίο υπέγραψε κατά τη σύλληψή του.
66. Δεδομένου ότι η πτυχή αυτή αφορά την καταγραφή της παραίτησης, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 9 § 2 της Οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 40, προβλέπει ότι η δήλωση παραίτησης, η οποία μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση, καταγράφονται, μέσω της διαδικασίας καταγραφής, σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.
67. Μολονότι το άρθρο 9 § 2 παραπέμπει στο εθνικό δικονομικό δίκαιο όσον αφορά τον τρόπο καταγραφής της παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, η τεκμηρίωση που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει, ωστόσο, απαραιτήτως να καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της τήρησης των επιταγών της § 1 του εν λόγω άρθρου 9.
68. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η δήλωση παραίτησης απαιτείται να συμπληρώνεται από υπάλληλο όταν ο κρατούμενος είναι αναλφάβητος ή δεν είναι σε θέση να συμπληρώσει ο ίδιος τη δήλωση αυτή, ενώ στις σχετικές δηλώσεις βουλήσεως πρέπει να προβαίνει ο ίδιος ο κρατούμενος παρουσία ενός μάρτυρα, ο οποίος βεβαιώνει την αλήθειά τους με την υπογραφή του. Εν προκειμένω, ωστόσο, η εν λόγω δήλωση δεν φέρει ούτε την υπογραφή αστυνομικής αρχής, ούτε την υπογραφή μάρτυρα.
69. Συναφώς, εάν επιβεβαιωθεί ότι η καταγραφή της παραίτησης του κατηγορουμένου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινικής διαδικασίας έγινε κατά παράβαση του εθνικού δικονομικού δικαίου, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος υπέγραψε έγγραφο το οποίο βεβαιώνει τη φερόμενη παραίτησή του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να αποδείξει ότι η παραίτησή του από το συγκεκριμένο δικαίωμα έγινε σε πλήρη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 9 § 1 της Οδηγίας 2013/48.
70. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9 §§ 1 και 2 της Οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι η δήλωση υπόπτου, ο οποίος είναι αναλφάβητος, περί παραίτησής του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 9 § 1 όταν ο ύποπτος δεν έχει ενημερωθεί, κατά τρόπο που να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή του, για τις ενδεχόμενες συνέπειες της εν λόγω παραίτησης και όταν η παραίτηση δεν έχει καταγραφεί σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο κατά τρόπον, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η τήρηση των ως άνω απαιτήσεων.
Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος
71. Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί τρίτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 9 § 3 της Οδηγίας 2013/ 48 έχει την έννοια ότι, κατόπιν της παραίτησης ενός υπόπτου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, οι αστυνομικές αρχές εξακολουθούν να υπέχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τον ύποπτο, αμέσως πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας στην οποία συμμετέχει, για το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικηγόρο και για τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα αυτό.
72. Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση, της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2021, Vodafone Kabel Deutschland, C-484/20, EU:C:2021: 975, σκ. 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
73. Συναφώς, πρώτον, κατά το άρθρο 9 § 3 της Οδηγίας 2013/48, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι μπορούν να ανακαλέσουν παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιαδήποτε στιγμή της ποινικής διαδικασίας, και ότι ενημερώνονται σχετικά με αυτή τη δυνατότητα.
74. Από το γράμμα του εν λόγω άρθρου 9 § 3 μπορεί να συναχθεί ότι η παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο η οποία πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2013/48 παράγει τα αποτελέσματά της μέχρι την ανάκλησή της, χωρίς να είναι αναγκαία η επανάληψή της για κάθε μεταγενέστερη πράξη έρευνας.
75. Ωστόσο, στο μέτρο που το άρθρο 9 § 3 της Οδηγίας 2013/48 απαιτεί να ενημερώνονται οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σχετικά με τη δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, η συγκεκριμένη διάταξη δεν διευκρινίζει εάν η εν λόγω απαίτηση πληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε άπαξ για τη δυνατότητα αυτή ή εάν πρέπει, αντιθέτως, η σχετική ενημέρωση να παρέχεται σε κάθε επόμενο στάδιο της διαδικασίας, ή ακόμη και πριν από κάθε μεταγενέστερη πράξη έρευνας.
76. Δεύτερον, όσον αφορά το γενικότερο πλαίσιο, πρέπει να συνεκτιμηθεί το άρθρο 13 της Οδηγίας 2013/48, το οποίο απαιτεί, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της εν λόγω Οδηγίας, οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, η πολυπλοκότητα των κανόνων της ποινικής δικονομίας και ιδίως των ρυθμίσεων για τη συλλογή και τη χρήση των αποδείξεων, περιορίζει τη δυνατότητα των υπόπτων ή κατηγορουμένων, που είναι ευάλωτα άτομα, να τους κατανοήσουν πλήρως και/ή να αντιδράσουν εγκαίρως και προσηκόντως.
77. Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της Οδηγίας 2013/48, η οποία προωθεί, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και τα δικαιώματα υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48 § 2 του Χάρτη [απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης), C-659/18, EU:C:2020:201, σκ. 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
78. Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 § 3 της Οδηγίας 2013/48 απαίτηση ενημέρωσης σημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, εάν ο εξεταζόμενος από της αστυνομικές αρχές ή από άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή είναι ευάλωτο πρόσωπο, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να του υπενθυμίζουν τη δυνατότητά του να ανακαλέσει τη δήλωσή του ότι παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης έρευνας στο πλαίσιο της οποίας, λόγω της βαρύτητας και της σημασίας της συγκεκριμένης πράξης έρευνας, η απουσία δικηγόρου ενδέχεται να βλάψει ιδιαιτέρως τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου, όπως είναι η εξέταση του ενδιαφερομένου, η διαδικασία διέλευσης προσώπων για αναγνώριση, η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση ή η αναπαράσταση του εγκλήματος, πράξεις οι οποίες μνημονεύονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 3 § 3, στοιχ. βʹ καιγʹ, τηςΟδηγίας.
79. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 20 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), στην οποία διευκρινίζεται ότι, «[α]φ’ ης στιγμής δοθεί ενημέρωση σχετικά με συγκεκριμένο δικαίωμα, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να την επαναλάβουν, εκτός αν το απαιτούν οι ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης […]».
80. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9 § 3 της Οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ένα ευάλωτο, κατά την έννοια του άρθρου 13 της Οδηγίας, πρόσωπο παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, το πρόσωπο αυτό πρέπει να ενημερώνεται για τη δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας κατά τη διάρκεια της οποίας η απουσία δικηγόρου μπορεί, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της σημασίας της συγκεκριμένης πράξης, να βλάψει ιδιαιτέρως τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του εν λόγω προσώπου.
Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
81. Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας 2013/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 §§ 1 και 2 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση και εθνική νομολογία δυνάμει των οποίων δικαστήριο το οποίο εξετάζει τη συμμετοχή κατηγορουμένου σε ποινικό αδίκημα, προκειμένου να αποφανθεί για την καταλληλότητα του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, στερείται, κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τη συνέχιση της κράτησης του κατηγορουμένου, της δυνατότητας να εκτιμήσει αν αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί κατά παράβαση των επιταγών της Οδηγίας και, κατά περίπτωση, της δυνατότητας να μη λάβει υπόψη τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.
Επί του παραδεκτού
(…)
Επί της ουσίας
86. Στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό και την εκτίμηση, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων αποκτηθέντων κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (Encro Chat)[4], C-670/22, EU:C:2024:372, σκ. 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
87. Επιπλέον, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C-670/22, EU:C:2024:372, σκ. 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
88. Τούτου λεχθέντος, όσον αφορά τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανάγκη της μη συνεκτίμησης των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των επιταγών του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, του κινδύνου που συνεπάγεται το παραδεκτό τέτοιων πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων για τον σεβασμό της αρχής της αντιμωλίας και, ως εκ τούτου, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες)[5], C-746/18, EU:C:2021:152, σκ. 44].
89. Επιπλέον, το άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 50, επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και συστημάτων για το παραδεκτό των αποδείξεων, να μεριμνούν ώστε, στις ποινικές διαδικασίες, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης.
90. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 4, τελευταίο εδάφιο, της Οδηγίας 2013/48, η εν λόγω Οδηγία εφαρμόζεται πλήρως όταν ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει στερηθεί την ελευθερία του, ανεξάρτητα από το στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Επομένως, το άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας τυγχάνει εφαρμογής όταν ένα δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, που έχει επιβληθεί σε βάρος ενός κατηγορουμένου.
91. Αφετέρου, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 της Οδηγίας 2013/48, το άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του Χάρτη, ιδίως υπό το πρίσμα του δικαιώματος στην ελευθερία και την ασφάλεια, του δικαιώματος κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, καθώς και του δικαιώματος της υπεράσπισης και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, τα οποία κατοχυρώνονται αντιστοίχως στο άρθρο 6, στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48 § 2 του Χάρτη, καθώς επίσης και υπό το πρίσμα των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται, ιδίως, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950 [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, TL (Παράλειψη ορισμού διερμηνέα και παράλειψη μετάφρασης), C-242/22 PPU, EU:C:2022:611, σκ. 40].
92. Συνεπώς, πρώτον, στο άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας 2013/48 διαλαμβάνεται η απαίτηση ότι το δικαστήριο που εξετάζει κατά πόσον το μέτρο δικονομικού καταναγκασμού που έχει επιβληθεί σε βάρος ενός κατηγορουμένου είναι πρόσφορο πρέπει να έχει τη δυνατότητα, όταν αποφασίζει εάν ο εν λόγω κατηγορούμενος πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση, να εκτιμήσει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω Οδηγίας.
93. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού έχει μεν, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα να εξετάσει αν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα που απορρέουν από την Οδηγία 2013/48, πλην όμως, βάσει της εθνικής νομολογίας, δεν έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω Οδηγίας.
94. Λαμβανομένων υπόψη των όσων επισημάνθηκαν στη σκέψη 92 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας 2013/48 αντιτίθεται στην εν λόγω εθνική νομολογία.
95. Δεύτερον, όσον αφορά τις συνέπειες τις οποίες πρέπει να συναγάγει το επιληφθέν δικαστήριο, κατά την εξέταση μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που έχει επιβληθεί σε βάρος κατηγορουμένου, από το γεγονός ότι συνελέγησαν αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση των επιταγών της Οδηγίας 2013/48, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι ουδόλως η εν λόγω Οδηγία υποχρεώνει το δικαστήριο σε αυτόματη μη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών αυτών στοιχείων.
96. Αφετέρου, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία, όπως υπογραμμίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 50 και 53 της Οδηγίας 2013/ 48, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν διαπιστώνεται διαδικαστική πλημμέλεια, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν εάν η συγκεκριμένη πλημμέλεια θεραπεύθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ακολούθησε (απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Ιανουαρίου 2020, Mehmet Zeki Çelebi κατά Τουρκίας, CE:ECHR: 2020:0128JUD002758207, § 51).
97. Επομένως, σε περίπτωση που έχουν συλλεγεί αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω Οδηγίας, πρέπει να κριθεί εάν, παρά την πλημμέλεια αυτή, κατά τον χρόνο της αποφάσεως που πρέπει να λάβει το επιληφθέν δικαστήριο, η ποινική διαδικασία στο σύνολό της μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το ζήτημα αν οι καταθέσεις που λήφθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου αποτελούν αναπόσπαστο ή σημαντικό μέρος των επιβαρυντικών στοιχείων, καθώς και η ισχύς των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2016:0913JU D005054108, §§ 273 και 274).
98. Εν πάση περιπτώσει, η απορρέουσα από το άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας 2013/48 υποχρέωση να διασφαλίζεται ότι γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η αρχή της δίκαιης δίκης κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείονται από την ποινική διαδικασία αποδεικτικά στοιχεία για τα οποία ένας διάδικος δεν είναι σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις με αποτελεσματικό τρόπο [βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 14 § 7 της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 130, σ. 1), απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C-670/22, EU:C:2024:372, σκ. 130].
99. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12 § 2 της Οδηγίας 2013/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 §§ 1 και 2 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία δικαστήριο το οποίο εξετάζει τη συμμετοχή κατηγορουμένου σε ποινικό αδίκημα, προκειμένου να αποφανθεί για την καταλληλότητα του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, στερείται, κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τη συνέχιση της κράτησης του κατηγορουμένου, της δυνατότητας να εκτιμήσει αν αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί κατά παράβαση των επιταγών της Οδηγίας και, κατά περίπτωση, της δυνατότητας να μη λάβει υπόψη τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.
(…)[6].
ΣΧΟΛΙΟ
Σκέψεις επί του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας
Α. Ο ενωσιακός νομοθέτης, στην κατεύθυνση της πραγμάτωσης του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, θέσπισε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 82 § 2 ΣΛΕΕ, μεταξύ άλλων, την Οδηγία 2013/48/ΕΕ «σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας»1.
Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4478/2017. Ο εν λόγω νόμος έχει διάφορα ρυθμιστικά αντικείμενα, οι σχετικές διατάξεις απαντούν στο κεφάλαιο III αυτού2.
Β. Το ΔΕΕ έχει κληθεί ν’ αποφανθεί –στο πλαίσιο έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων– για ουσιώδη ζητήματα ερμηνείας της εν λόγω Οδηγίας. Με την απόφαση της 14ης Μαΐου 2024 στην υπόθεση C-15/24 PPU το ΔΕΕ υπογράμμισε τη σημασία της διασφάλισης της πλήρους προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων, ιδίως όταν είναι ευάλωτα άτομα, και ότι τυχόν διαδικαστικές παραβάσεις (πρέπει να) αντιμετωπίζονται δεόντως, προκειμένου να διατηρηθεί ο δίκαιος χαρακτήρας των ποινικών διαδικασιών. Κυρίαρχη θέση μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση σε συνήγορο. Κατά κοινή άλλωστε παραδοχή, το εν λόγω δικαίωμα αποτελεί ουσιαστικά θεμέλιο του κράτους δικαίου3.
Ειδικότερα, τρία είναι τα ζητήματα που έχουν ιδιαίτερο κατά τη γνώμη μου πρακτικό ενδιαφέρον:
1. Το πρώτο ζήτημα αφορά το κατά πόσον έχει άμεσο αποτέλεσμα η § 6, στοιχ. β΄ του άρθρου 3 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, που αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να εισαγάγουν την προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα σε δικηγόρο, κατά το στάδιο της προδικασίας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κατά το ιστορικό της υπόθεσης, η εν λόγω διάταξη δεν είχε μεταφερθεί στη βουλγαρική έννομη τάξη, στο πλαίσιο δε της οικείας ποινικής διαδικασίας ανέκυψε το ερώτημα αν οι βουλγαρικές αρχές μπορούσαν να την επικαλεστούν, ως διάταξη αμέσου αποτελέσματος. Το ΔΕΕ ευλόγως αποφάνθηκε αρνητικά.
Στο σκεπτικό της απόφασής του, το Δικαστήριο υπογράμμισε κατ’ αρχάς, ότι η § 1 του άρθρου 3 της Οδηγίας κατοχυρώνει τη θεμελιώδη αρχή, κατά την οποία οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά (σκ. 47). Οι δε προσωρινές παρεκκλίσεις από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, που τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν, απαριθμούνται κατά τρόπο εξαντλητικό στις §§ 5 και 6 του άρθρου 3. Έτσι, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην § 3 του ίδιου άρθρου δικαιωμάτων, στο βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, όπως «όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία» (σκ. 50).
Ακολούθως, το ΔΕΕ επανέλαβε, ότι μια Οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις σε βάρος ιδιώτη κι επομένως δεν χωρεί επίκληση των διατάξεών της έναντι αυτού. Η ως άνω διάταξη της § 6 στοιχ. β΄ του άρθρου 3 της Οδηγίας στερείται λοιπόν αμέσου αποτελέσματος. Κατά συνέπεια, ουδεμία δημόσια αρχή (δικαστική, εισαγγελική, αστυνομική) μπορεί, ελλείψει μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη, να την προβάλλει σε βάρος υπόπτου ή κατηγορουμένου (σκ. 51). Αυτό έχει σημασία στα καθ’ ημάς, καθότι δεν έχουμε συμπεριλάβει στην εσωτερική μας νομοθεσία την εν λόγω παρέκκλιση.
2. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την εγκυρότητα της παραίτησης από το δικαίωμα σε συνήγορο. Εν προκειμένω, το ΔΕΕ έκρινε ότι η παραίτηση του θιγομένου CH από το δικαίωμά του σε συνήγορο ήταν άκυρη. Για να είναι έγκυρη τέτοια παραίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 9 § 1 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, ο ύποπτος πρέπει να ενημερώνεται πλήρως, σε σαφή και κατανοητή γλώσσα, για το περιεχόμενο του εννόμου δικαιώματος και τις πιθανές συνέπειες της παραίτησής του (σκ. 56). Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, μολονότι η § 2 του άρθρου 9 παραπέμπει στο εθνικό δικονομικό δίκαιο, όσον αφορά τον τρόπο καταγραφής της παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, η τεκμηρίωση την οποία προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει «απαραιτήτως να καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της τήρησης των επιταγών της § 1 του εν λόγω άρθρου 9» (σκ. 67). Στην υπό κρίση περίπτωση, αυτές οι προϋποθέσεις δεν πληρούνταν, ιδίως λόγω του αναλφαβητισμού του θιγόμενου και της έλλειψης επαρκούς εξήγησης των συνεπειών της οικείας παραίτησης.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το άρθρο 13 της Οδηγίας προβλέπει ότι, κατά την εφαρμογή της, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων, αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα, στη δε αιτιολογική σκέψη 51 της Οδηγίας γίνεται συναφώς μνεία σε «υπόπτους ή κατηγορουμένους που βρίσκονται ενδεχομένως σε θέση αδυναμίας» και σε «τυχόν ενδεχόμενη αδυναμία που επηρεάζει την ικανότητά τους να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο» (σκ. 58). Ο κατηγορούμενος στην επίμαχη υπόθεση ήταν αναλφάβητος και γι’ αυτό έπρεπε να θεωρηθεί ευάλωτο άτομο. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει μεν αφ’ εαυτού τη δυνατότητά του να δηλώσει εγκύρως ότι παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, πρέπει όμως να λαμβάνεται δεόντως υπ’ όψιν από τις αρμόδιες αρχές (σκ. 59-61). Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να έχει λάβει σαφή ενημέρωση σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο (σκ. 63).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με την απαίτηση εκ νέου ενημέρωσης για τις συνέπειες της παραίτησης και τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής. Σχετικά το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι εάν ένα ευάλωτο άτομο, όπως εν προκειμένω ο αναλφάβητος CH, παραιτηθεί από το δικαίωμά του σε συνήγορο, οι αρχές πρέπει να του υπενθυμίζουν τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής της παραίτησης πριν από κάθε σημαντική ανακριτική πράξη, ιδιαίτερα εκείνων που θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στα δικαιώματα και τα συμφέροντά του, όπως είναι η εξέτασή του, η διαδικασία διέλευσης προσώπων για αναγνώριση, η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση ή η αναπαράσταση του εγκλήματος (σκ. 78).
Παρ’ ημίν, με το άρθρο 52 του ν. 4478/2017 προστέθηκε στο τότε άρθρο 96 του πΚΠΔ η § 3, έχουσα ως εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων που απαιτούν την υποχρεωτική παράσταση συνηγόρου, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από το διορισμό του συνηγόρου. Η παραίτηση γίνεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 και πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και να μην περιέχει όρο ή αίρεση. Ο κατηγορούμενος μπορεί να ανακαλέσει την παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.».
Με τη θέση σε ισχύ του νΚΠΔ, η εν λόγω διάταξη μεταφέρθηκε στο άρθρο 90 του ΚΠΔ, με μια σημαντική προσθήκη στο πρώτο εδάφιο: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων που απαιτούν την υποχρεωτική παράσταση συνηγόρου, ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχουν δικαίωμα να παραιτηθούν από τον διορισμό συνηγόρου, αφού προηγουμένως λάβουν προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό».
Η ανωτέρω προσθήκη ικανοποιεί περισσότερο το γράμμα και το σκοπό της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, όπως η σχολιαζόμενη απόφαση του ΔΕΕ την ερμήνευσε. Άλλωστε και κατά το ΕΔΔΑ, η παραίτηση από το εν λόγω δικαίωμα είναι κατ’ αρχήν συμβατή με την ΕΣΔΑ4. Βέβαια, η πρακτική της παραίτησης από το δικαίωμα σε συνήγορο με προδιατυπωμένο έντυπο δέχεται ευλόγως κριτική, καθώς είναι αμφίβολο αν έχει καταστεί σαφές και έχει γίνει αντιληπτό από τον ύποπτο/κατηγορούμενο το περιεχόμενο του δικαιώματος και οι συνέπειες της παραίτησής του από αυτό. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναγράφεται ρητά στο έντυπο με το οποίο ανακοινώνονται τα δικαιώματα υπεράσπισης, η δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης και ορισμού συνηγόρου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας5. Εφόσον δε πρόκειται περί αναλφάβητου προσώπου, τότε θα πρέπει να ενημερώνεται προφορικά πλήρως για τα ανωτέρω. Ειδικά σε σχέση με το δικαίωμα του υπόπτου/κατηγορουμένου να ανακαλέσει την παραίτησή του μεταγενέστερα, δεν αρκεί μόνο να προβλέπεται αυτό στην ως άνω διάταξη, αλλά θα πρέπει το πρόσωπο αυτό να ενημερώνεται πλήρως για το εν λόγω δικαίωμά του πριν από τη διενέργεια κάθε σημαντικής ερευνητικής πράξης, κάτι το οποίο δεν προβλέπεται ρητά στη διάταξη του ΚΠΔ. Αυτό κατά τη γνώμη μου συνιστά παράλειψη του νομοθέτη, καθώς ενημέρωση του υπόπτου/κατηγορουμένου δεν απαιτείται μόνο πριν την παραίτησή του από το δικαίωμα σε συνήγορο, ούτε αρκεί η άπαξ ενημέρωσή του για το δικαίωμά του να ανακαλέσει μεταγενέστερα την παραίτηση αυτή. Παρά απαιτείται να ενημερώνεται ο ύποπτος/κατηγορούμενος για το δικαίωμά του να ανακαλέσει την παραίτησή του αυτή, πριν τη διενέργεια κάθε σημαντικής ερευνητικής πράξης.
Στα καθ’ ημάς, εκτός από το άρθρο 90 ΚΠΔ, άξιο αναφοράς είναι και το άρθρο 229 του ΚΠΔ, με τίτλο «μάρτυρες κωφοί ή με σοβαρή αναπηρία λόγου», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 5023/2023 και ισχύει σήμερα. Η διάταξη αυτή παρέχει κάποια εξασφάλιση με την έννοια, ότι σε περίπτωση που ένας κατηγορούμενος (ή μάρτυρας) είναι κωφός ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου ή το πρόσωπο αυτό (κωφός ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου) δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, προβλέπονται συγκεκριμένοι τρόποι, με τους οποίους διασφαλίζεται η κατανόηση και η επικοινωνία.
3. Το τρίτο ζήτημα αφορά την αξιοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, που έχουν συλλεγεί κατά παράβαση του δικαιώματος σε συνήγορο. Το ΔΕΕ τόνισε, ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογούν, εάν χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία τέτοια αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, όταν ένα δικαστήριο αποφασίζει για την αναγκαιότητα ή νομιμότητα ενός μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, όπως η προσωρινή κράτηση, πρέπει να εξετάζει κατά πόσον αποκτήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ. Εάν διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν διακυβεύεται η δικαιότητα της διαδικασίας. Συναφώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι εθνική νομολογία που εμποδίζει τα δικαστήρια να αποκλείουν αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά παράβαση της Οδηγίας είναι ασύμβατη προς το ενωσιακό δίκαιο (σκ. 99).
Το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων, τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, η αυτονομία αυτή είναι σχετική, καθόσον, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, οι ανωτέρω εθνικοί κανόνες δεν θα πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν θα καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας). Συναφώς έχει κρίνει, ότι η ανάγκη της μη συνεκτίμησης των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των επιταγών του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, του κινδύνου που συνεπάγεται το παραδεκτό τέτοιων πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων για τον σεβασμό της αρχής της αντιμωλίας και, ως εκ τούτου, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (σκ. 88). Ειδικότερα, σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, στάθηκε στην § 2 του άρθρου 12 της Οδηγίας, η οποία επιτάσσει ότι το δικαστήριο που εξετάζει την προσφορότητα ενός μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που έχει επιβληθεί σε βάρος ενός κατηγορουμένου, θα «πρέπει να έχει τη δυνατότητα, όταν αποφασίζει εάν ο εν λόγω κατηγορούμενος πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση, να εκτιμήσει, εάν τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω Οδηγίας» (σκ. 92). Σχετικά, μάλιστα, επικαλέστηκε τη νομολογία του ΕΔΔΑ, υιοθετώντας το κριτήριο του συνολικότερου δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας6. Κι έτσι αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση που έχουν συλλεγεί αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω οδηγίας, «πρέπει να κριθεί εάν, παρά την πλημμέλεια αυτή, κατά τον χρόνο της αποφάσεως που πρέπει να λάβει το επιληφθέν δικαστήριο, η ποινική διαδικασία στο σύνολό της μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το ζήτημα αν οι καταθέσεις που λήφθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου αποτελούν αναπόσπαστο ή σημαντικό μέρος των επιβαρυντικών στοιχείων, καθώς και η ισχύς των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας» (σκ. 97).
Στα καθ’ ημάς, η αξιοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του εν λόγω δικαιώματος, επάγεται απόλυτη ακυρότητα το άρθρο 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ (παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων). Στο στάδιο αυτό της προδικασίας και της κρίσης περί προσωρινής κράτησης, τέτοια ακυρότητα, μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 174 § 1 ΚΠΔ, να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί, ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Αν εν τω μεταξύ επιβληθεί προσωρινή κράτηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 290 ΚΠΔ παρέχεται στον προσωρινώς κρατούμενο το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης. Οι ανωτέρω διατάξεις κινούνται προς την κατεύθυνση του σεβασμού των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του υπόπτου/κατηγορουμένου -πόσο μάλλον ενός ευάλωτου- στο πλαίσιο μιας δίκαιης ποινικής διαδικασίας.
Γενικότερα, πάντως, η αξιοποίηση ή μη παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όπως εν προκειμένω κατά παράβαση των δικονομικών τύπων αναφορικά με το δικαίωμα σε υπεράσπιση και διορισμό δικηγόρου, είναι ένα μείζων θέμα που απασχολεί τόσο τη θεωρία όσο και την πράξη. Γίνεται δεκτό, ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της διατύπωσης των διατάξεων των άρθρων 19 § 3 του Συντάγματος και 177 § 2 ΚΠΔ δεν μπορεί να αποκλείσει την αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου προς όφελος του κατηγορουμένου, ιδίως αν η αθωότητά του προκύπτει άμεσα από αυτό και δεν μπορεί να αποδειχθεί κατ’ άλλο τρόπο, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι υπέρ της αξιοποίησης συνηγορεί, μαζί με την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, και η ελευθερία και κατ’ επέκταση η αξιοπρέπεια του κατηγορουμένου7. Ο ίδιος, όμως, αυτός ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης κάμπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις και σε βάρος του κατηγορουμένου, όπου η απόλυτη αποδεικτική απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάλυση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και έννομη προστασία κατά το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Πράγματι, όταν ο παθών μόνο με την αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου μπορεί να προστατευθεί, η χρησιμοποίηση του μέσου αυτού επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας8.
Δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου και έχουν ληφθεί κατά παράβαση των δικονομικών τύπων, υφίσταται ειδικά στις περιπτώσεις κακουργημάτων που εμπίπτουν στη αρμοδιότητα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 587 § 4 ΚΠΔ9 ορίζεται ότι: «H διάταξη του άρθρου 65 ν. 4356/ 2015 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υποθέσεις, στις οποίες έχουν ήδη ενταχθεί τα σχετικά αποδεικτικά μέσα». Η χρήση του εν θέματι αποδεικτικού μέσου είναι επιτρεπτή, εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία10. Εδώ παρατηρούμε ότι ο Νομοθέτης, λαμβάνοντας προφανώς υπ’ όψιν την ποινική απαξία των κακουργηματικών αυτών πράξεων, έχει προβεί εκ των προτέρων σε αξιολογική στάθμιση, προκρίνοντας την αποτελεσματική διερεύνηση και εξιχνίασή τους έναντι των δικαιωμάτων υπεράσπισης υπόπτων και κατηγορουμένων και συνακόλουθα, εισήγαγε ρητή εξαίρεση στον κανόνα του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ. Η ρύθμιση αυτή εγείρει προβληματισμούς, καθότι περιορίζει τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να αποκλείουν τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και να λαμβάνουν δεόντως υπ’ όψιν τα δικαιώματα υπεράσπισης, καθώς και την υποχρέωση διασφάλισης του δικαίου χαρακτήρα της δίκης. Κυρίως, όμως, ανοίγει τη δυνατότητα επέκτασης της οικείας εξαίρεσης στο μέλλον και σε άλλα αδικήματα, με το επιχείρημα της σοβαρότητας και της απαξίας τους, καταστρατηγώντας έτσι τον κανόνα του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ.
Γ. Εν κατακλείδι, τρία είναι τα ουσιώδη θέματα στα οποία υπεισέρχεται η δημοσιευόμενη απόφαση. Πρώτον, κάθε πολίτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διατάξεις της Οδηγίας που δεν έχουν μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη. Όταν όμως οι διατάξεις αυτές γεννούν υποχρεώσεις σε βάρος του, δεν χωρεί επίκληση και εφαρμογή αυτών από δημόσια αρχή. Δεύτερον, ορθά κινείται η απόφαση στην κατεύθυνση της προστασίας ιδίως ευάλωτων ατόμων –όπως εν προκειμένω αναλφάβητου– σε σχέση με το δικαίωμα υπόπτου/κατηγορουμένου να απευθυνθεί σε συνήγορο ή και να παραιτηθεί από το δικαίωμα αυτό, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ήτοι:
α) να έχει χωρήσει ενημέρωση του υπόπτου/κατηγορουμένου ως προς το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο πριν από τη διενέργεια κάθε ερευνητικής/ανακριτικής πράξης που επηρεάζει άμεσα τα έννομα συμφέροντα του εν λόγω προσώπου, ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραιτήσεως από αυτό, καθώς και ως προς τη δυνατότητα να ανακαλέσει την παραίτησή του αυτή μεταγενέστερα σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και β) η παραίτηση να δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας. Εν αμφιβολία, θα πρέπει να προκρίνεται η ευνοϊκότερη για τον ύποπτο/κατηγορούμενο ερμηνεία. Τρίτον, αποδεικτικά στοιχεία, που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας, δεν επιτρέπεται να αξιοποιούνται εφόσον η ποινική δίκη στο σύνολό της δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη. Εθνική πάντως νομολογία –συνεπώς και νομοθεσία– που εμποδίζει τα δικαστήρια να αποκλείουν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, είναι ασύμβατη προς το ενωσιακό δίκαιο.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ – ΗΛΙΑΣ Κ. ΛΟΥΚΑΔΟΥΝΟΣ
Δικηγόρος – ΜΔΕ
[1]. Γλώσσα διαδικασίας: βουλγαρική. Η απόδοση της απόφασης στην ελληνική γλώσσα ελήφθη από την ιστοσελίδα του ΔΕΕ (https://curia.europa.eu). Επιμέλεια: Θ.–Η. Λουκαδούνος.
[2]. Δημοσιευθείσα στο ΝοΒ 2023. 454 επ.
[3]. Δημοσιευθείσα στο ΝοΒ 2020. 908 επ. με σημείωση Δ. Αρβανίτη.
[4]. Δημοσιευθείσα στο ΝοΒ 2024. 1023 επ. με παρατηρήσεις Δ. Αρβανίτη.
[5]. Δημοσιευθείσα στο ΝοΒ 2021. 1305 επ.
[6]. Σημειώνεται ότι κατά περιεχόμενο το διατακτικό της απόφασης ταυτίζεται με αυτό των ανωτέρω σκ. 53, 70, 80 και 99.
1. Για την πορεία προς τη θέσπιση της Οδηγίας βλ. Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία. Η Πρόταση Οδηγίας COM (2011) 326 τελικό του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ΠοινΔικ 2012. 766 επ., και I. Anagnostopoulos, The right of access to a lawyer in Europe: a long road ahead?, EuCLR 2014. 6 επ.
2. Αμέσως διαπιστώνει κανείς, ότι ο ν. 4478/2017 ενσωματώνει ταυτόχρονα υπερ-πληθώρα διατάξεων που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και έτσι στερείται συνοχής. Επομένως δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του ν. 4048/2012 για την τήρηση των αρχών, των διαδικασιών και των μέσων της καλής νομοθέτησης. Ενδεικτικό της έλλειψης νομοτεχνικής αρτιότητας, είναι το γεγονός, ότι, ενώ στις διατάξεις της Οδηγίας χρησιμοποιείται ο όρος «δικηγόρος», στο ν. 4478/2017 αναφέρεται άπαξ ο –άγνωστος στην ποινική μας δικονομία– όρος «νομικός παραστάτης», ενώ αλλού χρησιμοποιείται ο όρος «δικηγόρος» και αλλού ο όρος «συνήγορος». Και οι τρείς όροι αντιστοιχούν μεν στον ίδιο παράγοντα της δίκης, θα ήταν όμως ορθότερο, από άποψης νομοτεχνικής αρτιότητας, να χρησιμοποιείται ένας όρος, είτε αυτός του «συνηγόρου», είτε του «δικηγόρου». Επ’ αυτών βλ. Δ. Αρβανίτη, Τα δικαιώματα πρόσβασης σε συνήγορο και νομικής βοήθειας στην Ε.Ε., σε Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Πρακτικά 8ου συνεδρίου, Η ποινική δικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τάσεις και προκλήσεις, Αθήνα 2020, σ. 71-95, ιδίως υποσ. 66 και 69.
3. Για περαιτέρω βλ. Β. Αλεξανδρή, Ζητήματα σχετικά με το ακώλυτο δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο υπεράσπισης ως έκφανση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, ΝοΒ 2017. 1265 επ.
4. Βλ. ενδεικτικά από 12-05-2017 απόφαση ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης Simeonovi κατά Βουλγαρίας § 115, όπου και περαιτέρω νομολογιακές αναφορές.
5. Βλ. Β. Αλεξανδρή, ό.π., 1270.
6. Βλ. από 13-09-2016 απόφαση ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, §§ 273 και 274.
7. Βλ. ΑΠ 653/2013, ΑΠ 1323/2011, ΑΠ 813/2008, ΑΠ 611/ 2006 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2008, σ. 211, Α. Παπαδαμάκη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και «δίκαιη δίκη», ΠοινΔικ 2016. 452.
8. Βλ. ΣυμβΠλΑθ 934/2022 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Αρμ 2023. 76 επ., Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 471, Α. Παπαδαμάκη, ό.π. 452.
9. Η μεταβατική αυτή διάταξη προφανώς είχε θεσπιστεί, διότι με το νέο ΚΠΔ είχε καταργηθεί το άρθρο 65 του ν. 4356/2015. Η οικεία ρύθμιση επανήλθε όμως με το άρθρο 14 του ν. 4637/2019.
10. Βλ. ΣυμβΠλΑθ 934/2022 ό.π.