Τριμελούς Εφετείου Αθηνών 2938/2024, με παρατηρήσεις "Η εγκυρότητα της δήλωσης αποποίησης κληρονομίας πριν από την έκπτωση προπορευόμενου κληρονόμου" Χ. Ι. Κατσογιάννου
Τριμελές Εφετείο Αθηνών
(8ο Τμήμα)
Αριθ. 2938/2024
Δικαστής: Α. Μουμουζιά, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγήτρια: Ε. Κούσβα, Εφέτης
Δικηγόροι: Π. Ζιάκα, Γ. Μπάμπαλος
Αποποίηση κληρονομίας πριν από την έκπτωση προπορευόμενου κληρονόμου. Έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του αποποιηθέντος απώτερου συγγενούς στην ασκηθείσα από τον εγγύτερο αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας λόγω πλάνης περί το δίκαιο. Εάν ο κληρονόμος καλείται μετά από έκπτωση άλλου προπορευόμενου κληρονόμου, η αποποίηση μπορεί να γίνει και πριν από την έκπτωση του τελευταίου, καθόσον η επαγωγή στον κληρονόμο αυτόν ανατρέχει στον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Η αποποίηση του εναγομένου, καλούμενου στην τρίτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, πριν από την έκπτωση άλλου προπορευόμενου κληρονόμου, εν προκειμένω της ενάγουσας, η οποία -ούσα ανήλικη κατά τον χρόνο της επαγωγής- κλήθηκε, κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, στην πρώτη τάξη (διαδοχή κατά ρίζες) και δεν αποποιήθηκε, λόγω πλάνης περί το δίκαιο, την κληρονομία, είναι νόμιμη και έγκυρη, καθόσον η επαγωγή σε αυτόν ανατρέχει στον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Ως εκ τούτου, ο εναγόμενος δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής ακύρωσης πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, διότι αυτή στρέφεται κατά εκείνου στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση της ενάγουσας, καθώς και κατά του δανειστή της κληρονομίας [Άρθρα 1847, 1851, 1856, 1857 ΑΚ, 68 ΚΠολΔ].
Ερημοδικία λόγω μη προσήκουσας παράστασης. Επί εφέσεως ασκηθείσας από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση αυτήν ισχύει όχι μόνον για τον ερημοδικασθέντα διάδικο, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό. Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στον δεύτερο βαθμό, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού, έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σε αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, να μην λαμβάνονται υπ’ όψιν. Εάν ο μη προσηκόντως, κατά τα ανωτέρω, παριστάμενος είναι ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών [Άρθρα 242 § 2, 524 §§ 2 και 4, 528 ΚΠολΔ].
1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 242 § 2, 524 §§ 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως τα δύο τελευταία άρθρα ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τον αριθ. 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και άρθρο 44 §§ 1 και 2 του ν. 3994/2011, αντίστοιχα, και εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η έφεση ασκήθηκε μεταγενέστερα της ισχύος των ως άνω νόμων, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για τον διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, ή ενόψει της ισχύος κατά τον χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271 § 3, 272 § 1 ΚΠολΔ) αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 724/2021, ΑΠ 635/ 2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 548/2018, ΑΠ 476/ 2017, ΑΠ 11/2016, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1546/ 2013, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 252/2009, ΑΠ 866/2008, ΕφΠειρ 160/2022, ΕφΔωδ 72/ 2022, ΕφΔωδ 28/2020, ΕφΑθ 2475/2019, ΕφΠειρ 123/2016 - Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού, έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σ’ αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, να μην λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 93/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 160/2022 ό.π., ΕφΔωδ 72/2022 ό.π., ΕφΔωδ 28/2020 ό.π., ΕφΑθ 2475/2019 ό.π., ΕφΠειρ 123/2016 ό.π.). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 3 ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ’ ουσίαν, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 724/2021, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 11/2016, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, ΕφΑθ 2475/2019 ό.π., ΕφΠειρ 123/2016 ό.π., Σαμουήλ, Η Έφεση 2003, σ. 400 - 401, § 1051, 1052, Μ. Μαργαρίτη-Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ [2η έκδοση-2018], άρθρο 528, αριθ. 11, Κ. Οικονόμου, Η Έφεση [2017], άρθρο 528, αριθ. 11, X. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο [2016], άρθρο 242, αριθ. 3, Β. Βαθρακοκοίλη, Η Έφεση [2015], σ. 518, αριθ. 2067-2069). Αντίθετα, αν ο μη προσηκόντως, κατά τα ανωτέρω, παριστάμενος είναι ο εφεσίβλητος, εφόσον ο τελευταίος καταθέσει προτάσεις και δεν παραστεί κατά την εκφώνηση της έφεσης, έχοντας υποβάλει σχετική δήλωση κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, αυτός δεν λαμβάνει κανονικά μέρος στη συζήτηση της έφεσης, θεωρείται δικονομικά απών και συνεπώς δικάζεται ερήμην, πλην όμως η διαδικασία χωρεί σαν να ήταν παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 4 του ΚΠολΔ, εφόσον έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλήτευσής του, κατ’ άρθρο 271 § 1 σε συνδ. με τη διάταξη του άρθρου 524 § 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 724/2021 ό.π., ΑΠ 93/2013 ό.π., ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013, 132, ΑΠ 845/2012 ό.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε κατά του εκκαλούντος εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 8.2.2021 (αριθ. εκθ. καταθ. .../.../8.2.2021) αγωγή, και ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, την ακύρωση λόγω πλάνης της γενόμενης εκ μέρους της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς του αποβιώσαντος στις 19.5.2008 παππού της, ...... του ..... . Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην του τέταρτου εναγομένου ήδη εκκαλούντος, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 11/2024 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η οποία δεχόμενη ως κατά τεκμήριο ομολογουμένης από τον τέταρτο εναγόμενο της ιστορικής βάσης της αγωγής, έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο πρωτοδίκως ηττηθείς τέταρτος εναγόμενος με τους λόγους της ένδικης από 12.3.2024 (αριθ. εκθ. καταθ. .../..../29.3.2024) έφεσης, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζήτηση της κρινόμενης έφεσης, ο εκκαλών παραστάθηκε εκπροσωπούμενος από την πληρεξούσια δικηγόρο του …, η οποία εμφανίστηκε στο δικαστήριο, ενώ η εφεσίβλητη παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου της ότι συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνησή της. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στη νομική (I) σκέψη, στην περίπτωση, κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ· η δε υποβολή τέτοιας δήλωσης από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο συνιστά μη προσήκουσα παράστασή του. Επομένως, εφόσον η εφεσίβλητη δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, η επίσπευση της οποίας έγινε με επιμέλειά της (βλ. την υπ’ αριθ. ..../3.4.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ....), πρέπει αυτή να δικασθεί ερήμην, έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, μη λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών και ενστάσεών της που περιέχονται σε αυτές, η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και η εφεσίβλητη παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).
II. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο τον θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα, όμως, αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από τον νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρο 1847 ΑΚ), δικαιούται, δηλαδή, ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε. Η αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει - δεν δέχεται - την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου και συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο, είναι δε ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του Δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 § 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή, όμως, από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρο 1847 § 1 εδ. β ΑΚ). Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από τον νόμο (άρθρο 1850 εδ. β ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομιάς. Η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρο 1856 ΑΚ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 § 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Δεν αποκλείεται, όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 § 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στον λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 § 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρα 140 επ., 147 επ., 150 επ. ΑΚ), που εφαρμόζονται ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 §§ 2-4 ΑΚ. Έτσι, εφόσον πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η, με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή, δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί την μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (ΟλΑΠ 858/1990 ΕλλΔνη 1991. 983, ΑΠ 1496/2023, ΑΠ 22/2022, ΑΠ 827/2017 - ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, υπάρχει πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται: α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 33/2023, ΑΠ 842/2022 areiospagos.gr, ΑΠ 22/2022, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 572/2016, ΑΠ 1041/2015 - ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Τα ως άνω γεγονότα, όταν πρόκειται για κληρονομιά που επάγεται σε ανήλικο, κρίνονται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και έπρεπε αυτός (εκπρόσωπος) να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομιάς, για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος, η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά των προσώπων που είναι ανήλικα. Έχει δε κριθεί ότι η εκ μέρους των νόμιμων αντιπροσώπων άγνοια της προθεσμίας αποποίησης ή η εσφαλμένη γνώση τους ως προς τη διάρκειά της, που στηρίζεται σε παροχή εσφαλμένων νομικών συμβουλών δικηγόρου, καθιστούν την πλασματική αποδοχή κληρονομιάς ακυρώσιμη λόγω ουσιώδους πλάνης ως προς το δίκαιο (πρβλ. ΑΠ 842/2022 ό.π., ΕφΘ 268/2020 Αρμ 2021. 1128). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1851 ΑΚ «Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι άκυρη, αν έγινε πριν από την επαγωγή ή από πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής. Επίσης είναι άκυρη, αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της κληρονομιάς». Κατά το εδ α΄ της ανωτέρω διάταξης η πριν από την επαγωγή, δηλαδή το θάνατο του κληρονομουμένου (1711 εδ. γ΄ ΑΚ), αποδοχή ή αποποίηση της κληρονομιάς είναι άκυρη, γιατί ο θάνατος του κληρονομουμένου συνιστά τη μόνη προϋπόθεση γέννησης του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου και κατ’ ακολουθίαν και της δυνατότητας αποδοχής ή της δήλωσης μη άσκησής του. Αφετήριο σημείο της αποδοχής ή της αποποίησης της κληρονομιάς είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου ή, επί αφάντου, ο χρόνος κήρυξης της αφάνειας και, συνεπώς, και από τη γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου ή τη δημοσίευση της διαθήκης, είναι έγκυρη η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς, δηλαδή για το έγκυρο της αποδοχής δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της ΑΚ 1847 § 1, καθόσον αυτή αναφέρεται στο αφετήριο σημείο έναρξης της προθεσμίας αποποίησης και όχι στην δυνατότητα δήλωσης της προς τούτο βούλησης του κληρονόμου. Αν ο κληρονόμος καλείται μετά από έκπτωση άλλου προπορευόμενου κληρονόμου, η αποποίηση μπορεί να γίνει και πριν από την έκπτωση του τελευταίου, καθόσον η επαγωγή στον κληρονόμο αυτόν ανατρέχει στον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου (1856 εδ. γ΄, 1863 εδ. γ΄ΑΚ) [Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔ, § 39 αριθ. 24 σ. 677, Μπαλή, § 165, Ν. Παπαντωνίου, ΚληρΔ § 199 III σ. 89, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ - Κληρονομικό Δίκαιο (Άρθρα 1710-1870), τόμ. 6α, 2009, άρθρο 1851, σ. 607, Ν. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο, 6η έκδ., 2023, § 6, σ. 208, Σπυριδάκης, Κληρονομικό Δίκαιο, 4η έκδ., 2018, σ. 386]. Τέλος, η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΟλΑΠ 25/2008) και η έλλειψή της, η οποία εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ), έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (ΑΠ 604/2009 ΕλλΔνη 2011. 381, ΑΠ 45/2007 Δ 38. 583). Για τη θεμελίωση της κατά κανόνα νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι είναι φορέας του επιδίκου δικαιώματος και ο εναγόμενος της υποχρέωσης, χωρίς να απαιτείται ειδική μνεία στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 1425/2010 ΝοΒ 2011. 579). Η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος (ως προς την εν λόγω προϋπόθεση του παραδεκτού της), ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια, και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεώς του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως (ΑΠ 915/2021, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 59/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 19.5.2008 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο παππούς της … του …, καταλείποντας, κατά τον χρόνο του θανάτου του, ως πλησιέστερους συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του … και τα τρία τέκνα του, ήτοι τον πατέρα της, …, και τους θείους της … και …, οι οποίοι άπαντες αποποιήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά καθόσον υπήρχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές του αποβιώσαντος προς το ελληνικό δημόσιο και τρίτους πιστωτές. Ότι κατόπιν των νομότυπων και εμπρόθεσμων αποποιήσεων της κληρονομιάς από τους ανωτέρω εξ αδιαθέτου κληρονόμους της πρώτης τάξεως, στην κληρονομιά του αποβιώσαντος κλήθηκε η ίδια, ως μοναδικό τέκνο του ......... Ότι ύστερα από την αποποίηση των κληρονόμων της πρώτης τάξης αποποιήθηκαν και οι λοιποί συγγενείς, ήτοι οι επόμενοι τη τάξει κληρονόμοι και οι ρίζες αυτών αφού ουδείς επιθυμούσε να προβεί σε αποδοχή της κληρονομιάς. Ότι κατά τον χρόνο της επαγωγής ήταν ανήλικη και για τον λόγο αυτό οι ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς της, … και …, απευθύνθηκαν σε δικηγόρο, στον οποίο έδωσαν εντολή να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την αποποίηση της κληρονομιάς του … στο όνομα και για λογαριασμό της ίδιας, ως ανηλίκου τέκνου τους. Ότι κατόπιν ενημέρωσης ότι η ίδια, ως ανήλικη, δεν βαρύνεται με τα χρέη της κληρονομιάς εφόσον αποποιηθεί σε χρονικό διάστημα ενός έτους (13.10.2020 μέχρι 13.10.2021) και δη εντός της τασσόμενης τετράμηνης προθεσμίας από την ενηλικίωσή της, οι γονείς της δεν προέβησαν σε κάποια άλλη ενέργεια. Ότι στις 7.12.2020 τόσο η ίδια όσο και οι γονείς της ενημερώθηκαν για πρώτη φορά από τη λογίστριά τους ότι οι τελευταίοι όφειλαν να αποποιηθούν για λογαριασμό της ιδίας, ως ανηλίκου τέκνου, την κληρονομιά του αποβιώσαντος παππού της εντός της νόμιμης προθεσμίας, μετά την παρέλευση της οποίας η ίδια έχει αποδεχτεί την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής. Ότι την ίδια ενημέρωση είχε και από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας του Ειρηνοδικείου Ν. Ιωνίας στις 10.12.2020. Ότι οι γονείς της, μη γνωρίζοντας τους νομικούς κανόνες που διέπουν την αποποίηση της κληρονομιάς και έχοντας την πεποίθηση πως η ίδια, ως ανήλικο τέκνο τους, δεν βαρύνεται με τα χρέη της κληρονομιάς, δεν προέβησαν σε αποποίηση για λογαριασμό της, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία απογραφής της κληρονομιάς εντός έτους από την ενηλικίωσή της και η ίδια να θεωρείται πλέον, κατά πλάσμα του νόμου, ότι την αποδέχτηκε. Ότι μέχρι την ανωτέρω ενημέρωσή τους από τη λογίστρια και το Ειρηνοδικείο Ν. Ιωνίας, τόσο οι γονείς της όσο και η ίδια, βρίσκονταν σε νομική πλάνη, ήτοι πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής κληρονομιάς, αφού εσφαλμένα πίστευαν ότι δεν βαρύνεται με τα χρέη της κληρονομιάς εφόσον αποποιηθεί εντός της τασσόμενης τετράμηνης προθεσμίας από την ενηλικίωσή της και δεν γνώριζαν ότι όφειλαν να προβούν στη δήλωση αποποίησης εντός τετραμήνου από την επαγωγή κατόπιν άδειας από το Δικαστήριο. Ότι η ανωτέρω πλάνη είναι ουσιώδης διότι υπήρχε διάσταση μεταξύ της βούλησης και της δήλωσης, καθόσον η βούληση των γονέων της, ως ασκούντων τη γονική μέριμνα της ίδιας, ήταν η αποξένωσή της από την κληρονομιά του αποβιώσαντος παππού της, …, και από κάθε ευθύνη της, ως ανήλικης, από τα χρέη της κληρονομιάς· εάν δε είχαν σωστή ενημέρωση, θα είχαν προβεί εντός της τετράμηνης προθεσμίας από τον χρόνο επαγωγής σε όλες τις νόμιμες ενέργειες για την αποποίηση της κληρονομιάς για λογαριασμό της. Με βάση τα ως άνω αναφερόμενα περιστατικά, η ενάγουσα στρεφόμενη κατά του εκκαλούντος, πρώτου ξαδέρφου του κληρονομούμενου, και των λοιπών κληρονόμων της τρίτης τάξης, στους οποίους θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την ευδοκίμηση της αγωγής, δοθέντος ότι δεν υφίστανται κληρονόμοι της δεύτερης τάξης, ζήτησε επικαλούμενη έννομο συμφέρον να ακυρωθεί, λόγω ουσιώδους πλάνης, η εκ μέρους της πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς του αποβιώσαντος στις 19-5-2008 παππού της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις αναφερομένες στη νομική (II) σκέψη της παρούσας διατάξεις των άρθρων 140, 141, 154, 155, 1710, 1813, 1814, 1816, 1819, 1846, 1847 § 1 εδ. α΄, 1850, 1856, 1857 ΑΚ, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ειδικότερα από όλα τα έγγραφα που ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης (ΟλΑΠ 42/2012, ΑΠ 1821/ 2008 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 19-5-2008 απεβίωσε στην Αθήνα, ο … του …, κάτοικος όσο ζούσε … Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της πρώτης τάξης (άρθρο 1813 εδ. α΄ ΑΚ), κατά τον χρόνο του θανάτου του, ήταν η σύζυγός του … το γένος …, και τα τέκνα του: α) …, πατέρας της ενάγουσας, β) … και γ) … Οι ανωτέρω εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος αποποιήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1848 ΑΚ, με σχετική δήλωσή τους ενώπιον της γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. .../8.7.2008, .../17.7.2008, .../ 15.9.2008 και .../6.8.2008 εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά τις ανωτέρω αποποιήσεις στην κληρονομιά του αποβιώσαντος … κλήθηκε, κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, στην πρώτη τάξη (διαδοχή κατά ρίζες) σύμφωνα με τα άρθρα 1856 και 1813 εδ. β΄ ΑΚ, η ενάγουσα, θυγατέρα του …, η οποία κατά τον χρόνο του θανάτου ήταν ανήλικη, και δεν αποποιήθηκε την κληρονομιά. Ακολούθως, ο εναγόμενος … του …, πρώτος ξάδερφος του κληρονομούμενου, ως κληρονόμος στην τρίτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής (άρθρο 1816 ΑΚ), στις 18.12.2008 προέβη σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς του αποβιώσαντος, …, συνταχθείσας της με αριθμό .../2008 έκθεσης αποποίησης κληρονομιάς του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η ανωτέρω αποποίηση του εναγομένου πριν την έκπτωση άλλου προπορευόμενου κληρονόμου και εν προκειμένω της ενάγουσας, η οποία κατά τα ανωτέρω κλήθηκε, κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, στην πρώτη τάξη (διαδοχή κατά ρίζες), είναι νόμιμη και έγκυρη καθόσον η επαγωγή σε αυτόν (τέταρτο εναγόμενο) ανατρέχει στον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στη νομική (II) σκέψη της παρούσας. Ως εκ τούτου, ο τελευταίος δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής, κατά τους βάσιμους περί τούτου ισχυρισμούς του, αφού η αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς στρέφεται κατά εκείνου στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος, καθώς και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (ΑΠ 885/2022 ό.π.).
Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τον εκκαλούντα - τέταρτο εναγόμενο και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για κατ’ ουσίαν έρευνα (άρθρο 535 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτόν. Τέλος, η ενάγουσα πρέπει, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του τέταρτου εναγομένου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, καθόσον ο τελευταίος, λόγω της ερημοδικίας του, δεν υποβλήθηκε σε τέτοια πρωτοδίκως, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος του εκκαλούντος (άρθρα 183, 176, 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα. Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την ερήμην δικαζόμενη εφεσίβλητη κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502§ 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η εγκυρότητα της δήλωσης αποποίησης κληρονομίας πριν από την έκπτωση προπορευόμενου κληρονόμου
Ι. Ιστορικό και διατακτικό της απόφασης
Η δημοσιευόμενη υπ’ αριθμ. 2938/2024 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών έκρινε επί εφέσεως συγγενούς καλούμενου στην τρίτη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής (πρώτου εξαδέλφου του κληρονομουμένου·ΑΚ 1816) κατά της -εκδοθείσας ερήμην του- οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή συγγενούς κληθείσας στην πρώτη τάξη (εγγονής του κληρονομουμένου· ΑΚ 1813) με αίτημα να ακυρωθεί η εκ μέρους της πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος πάππου της λόγω πλάνης περί το δίκαιο. Η αγωγή στρεφόταν κατά του εκκαλούντος και των λοιπών καλούμενων στην τρίτη τάξη συγγενών. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη, ούσα ανήλικη κατά τον χρόνο της επαγωγής (2008), ισχυρίσθηκε ότι οι γονείς της, πιστεύοντας εσφαλμένα, κατόπιν σχετικής νομικής συμβουλής, ότι η προθεσμία αποποίησης για εκείνη εκκινεί από την ενηλικίωσή της, δεν αιτήθηκαν από το δικαστήριο, εντός τετραμήνου από την αποποίηση της κατάχρεης κληρονομίας του πάππου της από τον πατέρα της, τη χορήγηση σε αυτούς άδειας αποποίησης για λογαριασμό της, με αποτέλεσμα εκείνη να έχει αποδεχθεί πλασματικώς την κληρονομία του, ενώ η πραγματική βούλησή τους ήταν να αποξενωθεί παντελώς από αυτήν. Κρίθηκε, ορθώς, ότι ο εκκαλών δεν συγκαταλέγεται στα παθητικώς νομιμοποιούμενα πρόσωπα της εν λόγω αγωγής, καθότι είχε ήδη εγκύρως αποποιηθεί την κληρονομία, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου και τις αποποιήσεις των ενηλίκων της πρώτης τάξης, δίχως να έχει κληθεί η τρίτη τάξη στη διαδοχή και παρά το γεγονός ότι είχε ήδη χωρήσει πλασματική αποδοχή από την εφεσίβλητη. Ως εκ τούτου, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς τον εκκαλούντα και απέρριψε την αγωγή ως προς αυτόν.
ΙΙ. Δογματική θεμελίωση
Παρά τη διαδεδομένη στην πράξη αντίληψη, στις περιπτώσεις κλήσεως κληρονόμου μετά από έκπτωση άλλου προπορευόμενου, δεν απαιτείται από τον απώτερο, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, συγγενή να αναμένει την αποποίηση του εγγύτερου, προκειμένου να αποποιηθεί. Ο Αστικός Κώδικας αναγνωρίζει κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου στους εξ αίματος συγγενείς του κληρονομουμένου, οι οποίοι καλούνται στη διαδοχή κατά σειρά προτεραιότητας, κατατασσόμενοι σε τάξεις ανά γενεά (ΑΚ 1813 επ.), ώστε ορισμένοι συγγενείς να προηγούνται των λοιπών και να μην καλείται στην κληρονομία συγγενής της επόμενης τάξης, εφόσον υπάρχει έστω και ένας συγγενής προγενέστερης (διαδοχή τάξεων, ΑΚ 1819)[1]. Για την κατανομή δε της κληρονομίας εντός των τάξεων προβλέπεται κατά ρίζες διαδοχή και καθιερώνεται προτεραιότητα ανάμεσα στους κατιόντες της ίδιας ρίζας, με αποκλεισμό του απώτερου κατιόντος από τον εγγύτερο. Πρόκειται περί συστήματος καθορισμού της σειράς κλήσεως των συγγενών στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος, όχι όμως και της σειράς αποποιήσεως της κληρονομίας του εκ μέρους τους.
Το κληρονομικό δικαίωμα γεννάται με τον θάνατο του κληρονομουμένου (ΑΚ 1710, 1711 εδ. γ΄, 1846)[2], γι’ αυτό, ως προς την αποποίηση κληρονομίας, δέον να γίνεται διάκριση μεταξύ αποποίησης προ του θανάτου του κληρονομουμένου και αποποίησης μετά τον θάνατο αλλά πριν από την έκπτωση του εγγύτερου προς τον κληρονομούμενο συγγενούς και τη συνακόλουθη κλήση του απώτερου στη διαδοχή. Η πρώτη αποποίηση είναι άκυρη (AK 1851 εδ. α΄, περ. α΄ και 1711 εδ. γ΄), διότι το κληρονομικό δικαίωμα δεν έχει ακόμη γεννηθεί και, συνεπώς, δεν χωρεί άσκησή του ή παραίτηση από αυτό[3]. Η δεύτερη όμως, ως συντελούμενη μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, είναι έγκυρη, διότι ο θάνατος συνιστά την αποκλειστική προϋπόθεση γέννησης του κληρονομικού δικαιώματος και, ως εκ τούτου, το εναρκτήριο χρονικό σημείο άσκησης του δικαιώματος αποποίησης της κληρονομίας[4]. Χρόνος επαγωγής είναι πάντοτε ο χρόνος θανάτου, ακόμη και επί διαδοχικών επαγωγών[5]. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση κληρονόμου καλούμενου μετά από έκπτωση άλλου προπορευόμενου, η δήλωση αποποίησής του υποβάλλεται εγκύρως και πριν από την έκπτωση του τελευταίου, λ.χ. λόγω αποποίησης, δίχως να απαιτείται να υποβληθεί εκ νέου μετά την έκπτωση του προπορευόμενου κληρονόμου[6], διότι η επαγωγή στον μεταγενεστέρως καλούμενο κληρονόμο ανατρέχει στον χρόνο θανάτου (ΑΚ 1856 εδ. γ΄)[7]. Για τον ίδιο λόγο δεν θα πρέπει να απορρίπτονται και οι αιτήσεις χορήγησης άδειας αποποίησης κληρονομίας για λογαριασμό δικαιοπρακτικώς ανικάνων, όταν διαπιστώνεται ότι δεν έχουν αποποιηθεί ακόμη όλοι οι προπορευόμενοι συγγενείς, λαμβανομένων μάλιστα υπ’ όψιν των δαπανών και της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται η επανάληψη της σχετικής δικαστικής διαδικασίας για τους αιτούντες.
Κατά τα προρρηθέντα, το δικαίωμα αποποίησης υπάρχει πριν αρχίσει να τρέχει η προθεσμία αποποίησης του άρθρου 1847 ΑΚ, με αποτέλεσμα να είναι αδιάφορο για την εγκυρότητα της αποποίησης το γεγονός ότι αυτή συντελείται προ της ενάρξεως της αποσβεστικής προθεσμίας αποποίησης[8]. Η τελευταία έχει τεθεί προς το συμφέρον όχι μόνον των δανειστών της κληρονομίας, ώστε να αίρεται σε βραχύ χρόνο η αβεβαιότητα περί το πρόσωπο του οριστικού κληρονόμου κατά του οποίου μπορούν να στραφούν και να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, αλλά και των προσώπων που έπονται στην κληρονομική διαδοχή, αφού και εκείνα έχουν εύλογο ενδιαφέρον να γνωρίζουν το συντομότερο δυνατόν αν θα κληθούν στην κληρονομία, καθώς και των προσωρινών κληρονόμων, δεδομένου ότι συνιστά γι’ αυτούς μια «προθεσμία διασκέψεως» (spatium deliberandi), της οποίας το αφετήριο χρονικό σημείο δεν είναι σταθερό, διότι συνδέεται με το υποκειμενικό στοιχείο της εκ μέρους τους γνώσης της επαγωγής και του λόγου αυτής. Η κατ’ άρθρον 1847 ΑΚ προθεσμία αποποίησης παρέχεται στους τελευταίους, προκειμένου να έχουν στη διάθεσή τους ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να ενημερωθούν για την κατάσταση της κληρονομίας, ιδίως για το μέγεθος του παθητικού της, και να αποφασίσουν αν θα την αποδεχθούν ή όχι[9]. Εκ των προδιαληφθέντων προκύπτει ότι η εν λόγω προθεσμία υπηρετεί τις αρχές της ταχείας και σταθερής ένταξης των κληρονομιαίων στην περιουσία του κληρονόμου, με αποτέλεσμα να ικανοποιούνται, κατ’ επέκτασιν, τα γενικότερα αιτήματα της ασφάλειας των συναλλαγών και της ασφάλειας δικαίου[10]. Στην περίπτωση της αποποίησης που δηλώνεται πριν από την έναρξη της σχετικής προθεσμίας, δεν θίγονται οι ως άνω σκοποί της ρύθμισης του άρθρου 1847 ΑΚ. Υπό το πρίσμα όσων ήδη ελέχθησαν περί την γένεση του κληρονομικού δικαιώματος, καθώς και από την προρρηθείσα ratio του άρθρου 1847 § 1 εδ. α΄ ΑΚ εν συνδυασμώ προς το άρθρο 1850 εδ. α΄ ΑΚ, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο κληρονόμος οφείλει να αποποιηθεί πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης, αλλά δεν εμποδίζεται να το πράξει πριν από την έναρξή της[11]. Το άρθρο 1847 § 1 εδ. α΄ ΑΚ, θέτοντας ως αναγκαίους όρους για την κλήση του κληρονόμου στην κληρονομία του αποβιώσαντος τη γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής[12], ορίζει το εναρκτήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας αποποίησης αλλά όχι και της δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος αποποίησης. Σε πλήρη συμφωνία προς τα ανωτέρω, η δημοσιευόμενη απόφαση κάνει δεκτό ότι το άρθρο 1847 § 1 ΑΚ αναφέρεται στο «σημείο έναρξης της προθεσμίας αποποίησης και όχι στην δυνατότητα δήλωσης της προς τούτο βούλησης του κληρονόμου. Αν ο κληρονόμος καλείται μετά από έκπτωση άλλου προπορευόμενου κληρονόμου, η αποποίηση μπορεί να γίνει και πριν από την έκπτωση του τελευταίου, καθόσον η επαγωγή στον κληρονόμο αυτόν ανατρέχει στον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου»[13].
Περαιτέρω, το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός της αποποίησης του προπορευόμενου κληρονόμου, ως αναγκαία προϋπόθεση για να παράξει η αποποίηση του επόμενου κληρονόμου έννομες συνέπειες, συνιστά νομική αίρεση/αίρεση δικαίου (conditio juris), ήτοι προϋπόθεση που τίθεται από τον νόμο («νόμω εξυπακουομένη»[14]), και όχι γνήσια αίρεση. Ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στις αιρέσεις του άρθρου 1851 εδ. β΄ ΑΚ που θίγουν το κύρος της αποποίησης[15]. Η αποποίηση που γίνεται υπό την αίρεση της έκπτωσης προπορευόμενου κληρονόμου ή υπό την αίρεση της κλήσης στην κληρονομία είναι έγκυρη. Κατά συνέπεια, είναι ισχυρή η δήλωση «αποποιούμαι, εάν εξέπεσε/εάν εκπέσει ο πριν από εμένα καλούμενος» ή «αποποιούμαι, εάν καλούμαι στην κληρονομία»[16]. Σε απόλυτη σύμπλευση προς τα ανωτέρω τελεί και η θέση του Συνηγόρου του Πολίτη, την οποία διατύπωσε σε έγγραφό του απευθυνόμενο προς την ΑΑΔΕ, όταν πολίτης ζήτησε τη συνδρομή του Συνηγόρου προκειμένου να γίνουν δεκτές από τις αρμόδιες ΔΟΥ δηλώσεις αποποίησης κληρονομίας που υπέβαλε προτού αποποιηθούν οι κληρονόμοι της προηγούμενης τάξης[17].
Κατ’ ακολουθίαν όσων ελέχθησαν, θα είναι ισχυρή λ.χ. η αποποίηση του κληρονόμου της δεύτερης τάξης, η οποία λαμβάνει χώρα μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, αλλά πριν από την αποποίηση όλων των κληρονόμων της πρώτης τάξης[18]. Το αυτό εκρίθη και στην υπ’ αριθμ. 285/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών[19], το οποίο, δικάσαν ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ορθώς παρέσχε άδεια αποποίησης στους γονείς για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους, -έστω και αν δεν είχαν αποποιηθεί ακόμη την εν λόγω κληρονομία οι προπορευόμενοι σε πρώτη και δεύτερη τάξη-, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση που «έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1851 εδ. α΄ και 1856 εδ. γ΄ ΑΚ», καθώς είχε απορρίψει την αίτηση «ως ουσία αβάσιμη, επειδή έκρινε πως δεν αποδεικνύεται ότι έχουν προβεί όλοι οι καλούμενοι στην πρώτη τάξη της προμνημονευθείσας εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής σε νομότυπη και εμπρόθεσμη αποποίηση της ανωτέρω κληρονομίας». Σημειωτέον πάντως ότι, σε περίπτωση υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας αποποίησης στον απώτερο συγγενή, πριν από την έκπτωση του εγγύτερου, θα πρέπει να θεμελιώνεται η αναγκαιότητα της αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας, ήτοι η συνδρομή εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του απώτερου, για λογαριασμό του οποίου ζητείται η άδεια.
Ομοίως, κατά συνέπεια, κρίνεται ισχυρή και η αποποίηση του εκκαλούντος στη δημοσιευομένη, η οποία έλαβε χώρα μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου και πριν από την αποποίηση όλων των κληρονόμων της πρώτης τάξης, ήτοι πριν κληθεί η τρίτη τάξη στη διαδοχή. Η αποποίησή του όμως φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε αφού είχε ήδη χωρήσει πλασματική αποδοχή εκ μέρους της εφεσίβλητης. Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, το γεγονός αυτό όχι μόνον δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της αποποίησης, αλλά ενισχύει τη θέση ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις που προκαλούν εύλογη ανασφάλεια στους μεταγενεστέρως καλούμενους στη διαδοχή, η αποποίηση που γίνεται υπό την αίρεση της έκπτωσης προπορευόμενου κληρονόμου είναι πρακτικώς σκόπιμο να λαμβάνει χώρα, για λόγους αποτελεσματικότερης προστασίας των συμφερόντων τους.
ΙΙΙ. Πρακτική σκοπιμότητα
Προκειμένου να καταδειχθεί η πρακτική σημασία της δυνατότητας του απώτερου συγγενούς να αποποιείται, δίχως να υποχρεούται να αναμένει την αποποίηση ή να παρακολουθεί τις ενέργειες των εγγύτερων προς τον κληρονομούμενο συγγενών, λεκτέα τα κάτωθι: Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους ή δεν έχουν καλές σχέσεις ή επαφές, με αποτέλεσμα να μην είναι ευχερές, ιδίως επί πολυμελών οικογενειών, να πληροφορούνται ή να παρακολουθούν αν κάποιος συγγενής αποποιείται και πότε. Η κατάσταση για τους απώτερους συγγενείς καθίσταται δυσχερέστερη όταν προπορεύονται στη διαδοχή δικαιοπρακτικώς ανίκανα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτήν ο καλούμενος στη διαδοχή μετά τα εν λόγω πρόσωπα δεν είναι εύκολο να παρακολουθεί εάν και πότε έχει υποβληθεί αίτημα περί χορήγησης άδειας αποποίησης, εάν και πότε παρασχέθηκε η άδεια και πότε η αποποίηση έλαβε χώρα, προκειμένου να προσδιορίσει την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης για τον ίδιο[20].Τούτο δε ιδίως μετά τη θέσπιση της ρύθμισης του άρθρου 35 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ A΄ 43/23.03.2021), η οποία παρέχει στον ανήλικο κληρονόμο ενιαύσια προθεσμία αποποίησης από την ενηλικίωσή του[21], με αποτέλεσμα να υφίστανται πλέον ως προς την αποποίηση ανηλίκων οι εξής τρεις δυνατότητες:
(α) Ο ανήλικος κληρονόμος μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Ν. 4786/2021, να αναμένει μέχρι την ενηλικίωσή του, για να αποποιηθεί εντός ενός έτους από αυτήν. Προηγήθηκε της θέσπισης της εν λόγω διάταξης η -επί σειρά ετών- αντικρουόμενη νομολογία ΑΠ και ΣτΕ ως προς την προθεσμία αποποίησης για τα ανήλικα πρόσωπα, και, ειδικότερα, ως προς το εάν το άρθρο 1912 ΑΚ παρέχει σε αυτά το δικαίωμα να αποποιηθούν την κληρονομία εντός έτους από την ενηλικίωσή τους. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παγία νομολογία του ΑΠ –σε πλήρη δε εναρμόνιση προς τις αρχές που διέπουν το κληρονομικό δίκαιο και κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων του ΑΚ–, η προθεσμία αποποίησης έτρεχε και κατά ανήλικου προσώπου (ΑΚ 1847 § 3, 279 και 258 §1), οπότε οι νόμιμοι αντιπρόσωποί του όφειλαν να προβούν στην εμπρόθεσμη κατ’ άρθρον 1847 ΑΚ αποποίηση της κληρονομίας για λογαριασμό του, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 ΑΚ[22]. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, κατά την έννοια του άρθρου 1912 ΑΚ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 1847, 1850, 1527, 1902 και 1903 ΑΚ, εφόσον ο ενηλικιωθείς κληρονόμος έχει προθεσμία ενός έτους από την ενηλικίωσή του για να συντάξει απογραφή της κληρονομίας «δικαιούται, πολλώ μάλλον, εντός της αυτής ετήσιας προθεσμίας, να αποποιηθεί την κληρονομία»[23]. Ο νομοθέτης, διά του άρθρου 35 του Ν. 4786/2021, παρενέβη επί της σχετικής διχοστασίας, προκρίνοντας τη θέση του ΣτΕ[24]. Σημειωτέον ότι, όταν η σχετική διχογνωμία ήχθη ενώπιον του ΑΕΔ, προς άρση της σχετικής αμφισβήτησης, εκείνο απέρριψε την αίτηση λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, κρίνοντας ότι δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων ΑΠ και ΣτΕ ως προς την έννοια τυπικού νόμου, καθώς εμφανίζεται διαφοροποίηση τόσο ως προς το νομικό ζήτημα που επέλυσαν όσο και ως προς τις νομικές διατάξεις που προς τούτο χρησιμοποίησαν[25]. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην υπόθεση επί της οποίας εξεδόθη η εδώ δημοσιευόμενη απόφαση, κατά τους ισχυρισμούς που προτάθηκαν στην αγωγή, η εσφαλμένη νομική συμβουλή που είχε παρασχεθεί στους νομίμους αντιπροσώπους της ενάγουσας-εφεσίβλητης ως προς την ύπαρξη δικαιώματος αποποίησης μετά την ενηλικίωσή της και οδήγησε στην εκ μέρους της πλασματική αποδοχή της κληρονομίας λόγω άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης, ήταν σύμφωνη με τη νομολογία του ΣτΕ. Εν προκειμένω, πάντως, ο θάνατος του πάππου της εφεσίβλητης, η αποποίηση του πατέρα της και η συνακόλουθη κλήση αυτής στην κληρονομία έλαβαν χώρα το έτος 2008, η ενηλικίωσή της τον Οκτώβριο του έτους 2020 και η άσκηση της αγωγής ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της τον Φεβρουάριο του έτους 2021, ένα μήνα περίπου πριν από τη δημοσίευση του ν. 4786/2021. Εάν θεωρήσουμε το άρθρο 35 ως γνήσια ερμηνευτική διάταξη και, ως εκ τούτου, εφαρμοστέα αναδρομικά (βλ. για τον σχετικό προβληματισμό κατωτέρω υπό γ), φαίνεται ότι καταλάμβανε και την εν λόγω υπόθεση και ότι η εφεσίβλητη είχε ακόμη χρονικό περιθώριο προκειμένου να αποποιηθεί νομίμως (μέχρι τον Οκτώβριο 2021).
(β) Οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του ανήλικου κληρονόμου μπορούν, ακολουθώντας την μέχρι πρότινος παγία διαδικασία επί αποποιήσεως ανηλίκων, να υποβάλουν αίτηση ενώπιον του αρμόδιου (πλέον) Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρα 739, 740 § 1, 797 ΚΠολΔ) για χορήγηση άδειας αποποίησης για λογαριασμό του ανηλίκου, εντός της τασσόμενης από το άρθρο 1847 ΑΚ προθεσμίας, κατά τα άνω. Η εν λόγω δυνατότητα ακολουθείται στην πράξη, ακόμη και μετά τη ρύθμιση του άρθρου 35 του ν. 4786/2021[26], και τα δικαστήρια, συντρεχουσών των νομίμων προϋποθέσεων, κάνουν δεκτές τις σχετικές αιτήσεις[27]. Φαίνεται μάλιστα ότι προκρίνεται ως επιλογή από τους συνηγόρους και τους εντολείς τους για λόγους ταχύτερης εκκαθάρισης των κληρονομικών σχέσεων, ασφάλειας των συναλλαγών και αποτελεσματικότερης προστασίας των συμφερόντων των εμπλεκόμενων προσώπων. Τούτο δε διότι η επιλογή της δυνατότητας αποποιήσεως εντός έτους από την ενηλικίωση παρατείνει την αβεβαιότητα και επιτρέπει τη διατήρηση -επί μακρόν στις περισσότερες περιπτώσεις- μιας οικονομικής εκκρεμότητας που μπορεί να αποβεί εις βάρος όχι μόνον των μεταγενεστέρως καλούμενων στη διαδοχή και των δανειστών της κληρονομίας, αλλά και του ίδιου του προσωρινού κληρονόμου, ο οποίος δεν αποκλείεται μετά την ενηλικίωσή του, και λόγω της παρόδου ετών από τον θάνατο και την αποποίηση του αμέσως προπορευόμενου συγγενούς του, να μην ενημερωθεί σχετικώς από παράλειψη των οικείων του ή να αμελήσει να προβεί στην αποποίηση ή, εν γένει, να αδρανήσει λόγω άγνοιας ή πλάνης περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας.
(γ) Οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του ανήλικου κληρονόμου μπορούν να ακολουθήσουν την ως άνω -παγία μέχρι πρότινος- διαδικασία, αιτούμενοι τη χορήγηση άδειας αποποίησης για λογαριασμό του, όποτε το επιθυμούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ανηλικότητας. Όπως προκύπτει από το άρθρο 35 του ν. 4786/2021, η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης δεν τρέχει εις βάρος των ανηλίκων και έτσι δεν υφίσταται πλέον περιθώριο για πλασματική αποδοχή κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας[28]. Μετά τη θέσπιση της εν λόγω διάταξης θεωρείται ότι το δικαίωμα του ανηλίκου να αποποιηθεί την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία εντός έτους από την ενηλικίωση συντρέχει παράλληλα με το δικαίωμα να αποποιηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ανηλικότητας[29]. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 872/2021 απόφαση της Κοινής Ολομέλειας των Ειρηνοδικείων Καβάλας, Παγγαίου και Θάσου[30], «… από 23.3.2021 (έναρξη ισχύος του ν. 4786/2021) οι αιτήσεις για χορήγηση άδειας προς αποποίηση που υποβάλλονται από τους νομίμους εκπροσώπους ανικάνου προς δικαιοπραξία, όπως είναι και οι γονείς ανηλίκου κληρονόμου, εμπροθέσμως υποβάλλονται καθ’ όλη την διάρκεια της ανικανότητος και της ανηλικότητος και έτσι αποκλείεται η απόρριψή τους για τον λόγο ότι παρήλθε το τετράμηνο προς αποποίηση[31]. Τέλος, από 23.3.2021, ο ανίκανος για δικαιοπραξία από της παύσεως της ανικανότητος[32] και ο ανήλικος κληρονόμος από της ενηλικιώσεώς του και για ένα έτος μετά από αυτήν, δύναται να αποποιείται την κληρονομία με αίτησή του προς το αρμόδιο δικαστήριο. Υπαγόμενες στην νέα ρύθμιση περιπτώσεις, συνιστούν i. όταν ο κληρονομούμενος απεβίωσε από 23.3.2021 και εντεύθεν και ii. όταν η προθεσμία αποποιήσεως κατά το προηγούμενο νομικό καθεστώς δεν έληξε έως 23.3.2021». Στην εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 35 του ν. 4786/2021 δεν έχει αναδρομική ισχύ, διότι «αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ψευδοερμηνευτικής διατάξεως, καθόσον δεν συντρέχει διαφωνία στη νομολογία ή στη νομική θεωρία ούτε υπάρχει ασάφεια της ερμηνευομένης διατάξεως του άρθρου 1912 του ΑΚ και ως τέτοια θα πρέπει να ισχύει μόνον από της νομοθετήσεώς της και εντεύθεν, ήτοι από 23.3.2021»[33]. Η θέση αυτή συνιστά την κρατούσα στη θεωρία[34] και ορθότερη γνώμη· δεν υποστηρίζεται όμως από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία αντιθέτως κρίνει ότι η διάταξη είναι πράγματι ερμηνευτική[35] και, ως εκ τούτου, έχει αναδρομική ισχύ[36], ανατρέχει δηλαδή σε χρόνο πριν από την 23.03.2021 και, πιο συγκεκριμένα, στην έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 1912 ΑΚ που ερμηνεύει[37] (ήτοι στις 23.02.1946)[38].
Τούτων λεχθέντων, καθίσταται σαφές ότι, ιδίως μετά τον Ν. 4786/2021, είναι πλέον ιδιαιτέρως δυσχερές για τους μεταγενεστέρως καλούμενους να παρακολουθούν την πορεία των αποποιήσεων και να ενημερώνονται γι’ αυτές, ώστε να μπορέσουν και εκείνοι να αποποιηθούν. Όπως ευστόχως επισημαίνεται: «Βεβαίως εάν αποποιηθούν μετά την πάροδο της τετράμηνης προθεσμίας από την αποποίηση του προηγούμενου κληρονόμου αλλά εντός τετραμήνου από το χρονικό σημείο που έλαβαν γνώση αυτής, η αποποίηση είναι μεν έγκυρη, μπορεί όμως να δημιουργήσει στους ίδιους αίσθημα ανασφάλειας, διότι κινδυνεύουν να εναχθούν από τους δανειστές της κληρονομίας, οπότε σε μία ενδεχόμενη δίκη θα πρέπει να αποδείξουν ότι η αποποίηση έγινε εμπροθέσμως εντός της νόμιμης προθεσμίας από τη γνώση της προηγούμενης αποποίησης»[39].
Η μόλις ανωτέρω περιγραφείσα δυσχερής κατάσταση για τους μεταγενεστέρως καλούμενους μπορεί να προκύψει και επί πλασματικής αποδοχής του προπορευόμενου κληρονόμου, δοθέντος ότι είναι σύνηθες πλέον να εκδίδονται αποφάσεις που ακυρώνουν την εν λόγω αποδοχή λόγω πλάνης περί το δίκαιο. Ως εκ τούτου, καθίσταται σφόδρα πιθανόν, ενώ έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή κατάχρεης κληρονομίας από προπορευόμενο κληρονόμο (ενδεχόμενο το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, δεν συντρέχει πλέον κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας), αυτή η κατάσταση μελλοντικά να ανατραπεί. Λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν του ενδεχομένου να μην εναχθούν οι επόμενοι κληρονόμοι στην αγωγή ακύρωσης[40], καθώς η εναγωγή τους δεν φαίνεται να είναι αναγκαία για το παραδεκτό αυτής[41], το αίσθημα ανασφάλειας εντείνεται. Eάν τυχόν, σε μια τέτοια περίπτωση, ο απώτερος κληρονόμος αποποιηθεί μετά (και παρά) την πλασματική αποδοχή του προγενέστερου, όπως φαίνεται ότι συνέβη στη δημοσιευομένη, η αποποίησή του είναι έγκυρη[42], σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω (υπό ΙΙ), αλλά οι έννομες συνέπειές της θα επέλθουν μετά την ακύρωση της αποδοχής και την αποποίηση του πλασματικώς αποδεχθέντος, δίχως να απαιτείται για το «νομότυπο» αυτής να επανυποβληθεί. Τούτο δε, διότι, ως προελέχθη, από την έκπτωση του προπορευόμενου κληρονόμου εξαρτάται μόνον η παραγωγή των εννόμων συνεπειών της αποποίησης και όχι το κύρος της σχετικής δήλωσης. Εν προκειμένω, η δήλωση αποποίησης φαίνεται ότι γίνεται υπό την (σιωπηρώς συναγόμενη) αίρεση της έκπτωσης του πλασματικώς αποδεχθέντος προπορευόμενου κληρονόμου· ως τέτοια, δε, είναι έγκυρη, σύμφωνα με την ανάπτυξη που προηγήθηκε, μόνον όμως εάν επακολουθήσει η έκπτωση, η αποποίηση θα επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της, καθώς τότε θα πληρωθεί η conditio juris από την οποία αυτά εξαρτώνται. Τούτων λεχθέντων, εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή και αυτή στη συνέχεια ακυρωθεί, ο ήδη αποποιηθείς δεν θα κληθεί στη διαδοχή μετά την έκπτωση του πλασματικώς αποδεχθέντος και, γι’ αυτόν τον λόγο, όπως ορθώς έκρινε η δημοσιευομένη, δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην αγωγή ακύρωσης (έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του αποποιηθέντος απώτερου συγγενούς στην ασκηθείσα από τον εγγύτερο αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας)[43].
Κατά συνέπεια, η αποποίηση συγγενούς πριν από την κλήση του στη διαδοχή μπορεί να τον απαλλάξει από ταλαιπωρίες και κόστος, οικονομικό και ψυχικό, αλλά και από τον κίνδυνο τυχόν καταδίωξής του και γενικότερα διενέργειας οιασδήποτε εις βάρος του διαδικασίας, οχλήσεως ή διεκδικήσεως από τους δανειστές της κληρονομίας ή καταλογισμού σε αυτόν των οφειλών της[44].
ΙV. Καταληκτικές παρατηρήσεις
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η δημοσιευομένη έκρινε ορθώς ότι η «αποποίηση του εναγομένου πριν την έκπτωση άλλου προπορευόμενου κληρονόμου και εν προκειμένω της ενάγουσας, η οποία κατά τα ανωτέρω κλήθηκε, κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, στην πρώτη τάξη (διαδοχή κατά ρίζες), είναι νόμιμη και έγκυρη, καθόσον η επαγωγή σε αυτόν (τέταρτο εναγόμενο) ανατρέχει στον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, (…). Ως εκ τούτου, ο τελευταίος δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής, κατά τους βάσιμους περί τούτου ισχυρισμούς του, αφού η αγωγή ακύρωσης πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς στρέφεται κατά εκείνου στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος, καθώς και κατά του δανειστή της κληρονομιάς».
Η εγκυρότητα της δήλωσης αποποίησης κληρονομίας πριν από την έκπτωση προπορευόμενου κληρονόμου ευρίσκει εδραία θεμελίωση στις διατάξεις του ΑΚ και τις αρχές που διέπουν το κληρονομικό δίκαιο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τέτοιες αποποιήσεις απαντούν όλο και συχνότερα στην πράξη, ιδίως όσο επικρατούν καταστάσεις αβεβαιότητας, όπως οι προπεριγραφείσες, που προκαλούν εύλογη ανασφάλεια στους μεταγενεστέρως καλούμενους στη διαδοχή. Ο εφαρμοστής του δικαίου, αποφεύγοντας την τυπολατρική προσκόλληση σε πρακτικές που δεν ερείδονται στον νόμο και κρίνοντας με γνώμονα την ελευθερία του υποκειμένου να μην καθίσταται κληρονόμος άνευ της θελήσεώς του («ουδείς άκων κληρονόμος»), οφείλει να μεριμνά ώστε να μην υποβάλλονται οι καλούμενοι στην κληρονομική διαδοχή αποβιώσαντος σε επιπρόσθετες και περιττές ταλαιπωρίες, ενώ έχουν ήδη διατυπώσει συνειδητώς –συνήθως για λόγους αποτελεσματικότερης προστασίας των συμφερόντων τους–, νομοτύπως αλλά και νομίμως, τη βούλησή τους να απεμπλακούν από μια κατάχρεη κληρονομία. Αποφάσεις, όπως η δημοσιευομένη και άλλες που επιχειρήθηκε να αναδειχθούν ανωτέρω, καταδεικνύουν ότι μέρος της νομολογίας οδεύει ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Ι. ΚΑΤΣΟΓΙΑΝΝΟΥ
Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
■
[1]. Βλ. Γ. Μπαλή, ΚληρΔίκ5, § 118· Ν. Παπαντωνίου, ΚληρΔίκ5, σ. 349 επ.· Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 26 αριθ. 18 επ.· Ι. Σπυριδάκη, Η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, 1999, σ. 31 επ., 49-50· Ν.Λιβάνη, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, Εισαγ. παρατ. άρθρων 1813-1824 αριθ. 11-12, 15-18 και άρθρο 1819 αριθ. 1· Ζ. Τσολακίδη, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, Εισαγ. παρατ. άρθρων 1813-1824 αριθ. 2, 14-15, 19 και άρθρο 1819 αριθ. 1 επ.· Α.-Ν. Κουκούλη, σε Λεοντή ΔΕΑΚ ΙΙ, Εισαγ. παρατ. άρθρων 1813-1824 αριθ. 2 και άρθρο 1819 αριθ. 1.
[2]. Περί την γένεση και τη φύση του κληρονομικού δικαιώματος βλ., αντί άλλων, Γ. Μπαλή, ΚληρΔίκ5, § 11.
[3]. Βλ. Γ. Μπαλή, ΚληρΔίκ5, § 165 υπό (β)· Απ.Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 39 αριθ. 24· Π. Φίλιο, ΚληρΔίκ8, § 50, Β, 2· Αστ. Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1849-1851 αριθ. 22· Δ. Φλάμπουρα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, άρθρο 1851 αριθ. 1· ΜΠρΠατρ 285/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕιρΠατρ 20/2021 ΕλλΔνη 2023, 900 με παρατ. Γ. Αναγνωστόπουλου. Για το δικαίωμα αποποίησης ως μέσον παραίτησης από το κληρονομικό δικαίωμα βλ. Στ. Κουμάνη, Η αποποίηση της κληρονομίας, 2015, σ. 98-99.
[4]. Βλ. Γ. Μπαλή, ΚληρΔίκ5, § 165 υπό (β)· Αστ. Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1849-1851 αριθ. 23· Ν. Παπαντωνίου, ΚληρΔίκ5, σ. 89· Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 39 αριθ. 24· Ν. Ψούνη, ΚληρΔίκ6, σ. 208· Στ. Κουμάνη, Η αποποίηση της κληρονομίας, σ. 157· Γ. Σχοινοχωρίτη, Ζητήματα κληρονομικού δικαίου ενώπιον του Ειρηνοδικείου, ΕλλΔνη 2017, 1304 επ., 1311· Δ. Φλάμπουρα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, άρθρο 1851 αριθ. 1· ΜΠρΠατρ 285/2019ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕιρΠατρ 20/2021 ΕλλΔνη 2023, 900 με σύμφωνες παρατ. Γ. Αναγνωστόπουλου.
[5]. Βλ. Γ. Μπαλή, ΚληρΔίκ5, § 14· Ν. Παπαντωνίου, ΚληρΔίκ5, σ. 63-64· Π. Φίλιο, ΚληρΔίκ8, § 26, Α, 1· Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Νέα ρύθμιση για την προθεσμία αποποίησης κληρονομίας που επάγεται σε ανήλικο (άρθρο 35 ν. 4786/2021), σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, τόμ. ΙΙ, 2022, σ. 1289. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ι. Σπυριδάκη (Η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, σ. 51-52), με τον θάνατο του κληρονομουμένου επέρχεται «πλασματική επαγωγή» της κληρονομίας, ήτοι ενεργοποιείται το κληρονομικό δικαίωμα όλων των κληρονόμων όλων των τάξεων, η κλήση των οποίων στην κληρονομία και η επαγωγή της σε αυτούς γίνεται συγχρόνως και αφηρημένα: «Όμως η συγκεκριμένη ικανοποίηση των κληρονομικών δικαιωμάτων εξαρτάται από τη σειρά προτεραιότητας μεταξύ των τάξεων και εντός κάθε τάξης, δηλαδή από τη σειρά προτεραιότητας εξαρτάται η “πραγματική επαγωγή” της κληρονομίας. Η εξ αδιαθέτου κλήση όλων των κληρονόμων όλων τάξεων (…) τελεί υπό τη (νομική) αίρεση που ισχύει για καθένα δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονόμο, ότι δεν θα υπάρξει άλλος που προηγείται και τον αποκλείει».
[6]. Βλ. αντιθέτως την ΤριμΕφΑθ 946/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία έκρινε -ανακριβώς, κατά τα εδώ εκτιθέμενα- ότι είναι άκυρη η αποποίηση που είχε δηλωθεί από συγγενή καλούμενο στη δεύτερη τάξη, πριν από την έκπτωση ανηλίκων προπορευόμενων της πρώτης τάξης, «ως γενόμενη προ της επαγωγής». Η δεύτερη όμως αποποίησή του, που ασκήθηκε «νομότυπα» κατά το δικαστήριο, ήτοι μετά την έκπτωση των προπορευόμενων κληρονόμων, ήταν εκπρόθεσμη, με αποτέλεσμα να επέλθει στο πρόσωπό του πλασματική αποδοχή της κληρονομίας λόγω πλάνης περί το δίκαιο.
[7]. Βλ. Γ. Μπαλή, ΚληρΔίκ5, § 165 υπό (β)· Ν. Παπαντωνίου, ΚληρΔίκ5, σ. 89· Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 39 αριθ. 24· Ν. Ψούνη, ΚληρΔίκ6, σ. 208· Αστ. Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1849-1851 αριθ. 23-24· Ι. Καράκωστα, ΑΚ, άρθρο 1851 αριθ. 787· Δ. Φλάμπουρα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, άρθρο 1851 αριθ. 2· Στ. Κουμάνη, Η αποποίηση της κληρονομίας, σ. 103 και 157· Γ. Αναγνωστόπουλο, Ζητήματα εγκυρότητας δήλωσης αποποίησης κληρονομίας που λαμβάνει χώρα πριν από την αποποίηση του προπορευομένου κατά τη σειρά της κληρονομικής διαδοχής κληρονόμου – Παρατηρήσεις στην ΕιρΠατρ 20/2021, ΕλλΔνη 2023. 900-902· ΜΠρΠατρ 285/2019ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕιρΘεσ 592Ε/2020 Αρμ 2021. 593 με παρατ. Α.-Ν. Λιόντα· επίσης Γνμδ ΝΣΚ (Γ΄) 640/22.09.1992, σ. 4, διαθέσιμη, κατόπιν αναζήτησης, στην ιστοσελίδα του ΝΣΚ (www.nsk.gr).
[8]. Βλ. Ν. Παπαντωνίου, ΚληρΔίκ5, σ. 89· Ν. Ψούνη, ΚληρΔίκ6, σ. 208· Στ. Κουμάνη, Η αποποίηση της κληρονομίας, σ. 113· Γ.Σχοινοχωρίτη, ΕλλΔνη 2017. 1311· Ευ. Μαργαρίτη, σε Λεοντή ΔΕΑΚ ΙΙ, άρθρο 1847 αριθ. 4.
[9]. Για τον σκοπό της κατ’ ΑΚ 1847 προθεσμίας αποποίησης βλ. Αστ. Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1847-1848 αριθ. 7-8· Ν. Παπαντωνίου, ΚληρΔίκ5, σ. 88· Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 39 αριθ. 12· Ν. Ψούνη, ΚληρΔίκ6, σ. 200· Αντ. Καραμπατζό, Η παραίτηση από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, 2011, σ. 117· Στ.Κουμάνη, Η αποποίηση της κληρονομίας, σ. 77 επ., 113 επ.· Δ.Φλάμπουρα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, άρθρο 1847 αριθ. 5.
[10]. Βλ. Αντ. Καραμπατζό, Κτήση και αποποίηση της κληρονομίας κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο και το νυν ισχύον δίκαιο του ΑΚ (Σκέψεις με αφορμή την ΑΠ 810/2010), ΧρΙδΔ 2011. 474 επ., 476. Για την ικανοποίηση των αρχών αυτών από την προβλεπόμενη στην ΑΚ 1847 τετράμηνη προθεσμία αποποίησης βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1291 και υποσ. 14.
[11]. Βλ. επίσης ΕιρΠατρ 20/2021 ΕλλΔνη 2023. 900 (με παρατ. Γ. Αναγνωστόπουλου): «… η προθεσμία της αποποίησης έχει ταχθεί υπέρ και όχι κατά του κληρονόμου, ο οποίος πρέπει να αποποιηθεί προ της παρελεύσεώς της, δεν εμποδίζεται, όμως, να το πράξει και πριν ακόμη αυτή αρχίσει».
[12]. Για αυτήν την «επιεική», κατά τον Καθηγητή Ν. Παπαντωνίου, για τον κληρονόμο πρόβλεψη της ΑΚ 1847 § 1 εδ. α΄ βλ. τον ίδιο, ΚληρΔίκ5, σ. 88-89· Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 39 αριθ. 13-14· Στ.Κουμάνη, Η αποποίηση της κληρονομίας, σ. 78-79, 138-139.
[13]. Βλ. ομοίως Αστ. Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου, άρθρα 1849-1851 αριθ. 23-24 και ΜΠρΠατ 285/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Εναρκτήριο δηλαδή χρονικό σημείο της αποδοχής ή της αποποιήσεως της κληρονομίας συνιστά ο χρόνος του θανάτου του κληρονομουμένου, δίχως να τίθεται έτερη προϋπόθεση. Επομένως, αν η αποδοχή ή η αποποίηση λάβει χώρα μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, θα είναι έγκυρη, ακόμη κι αν ο κληρονόμος δεν έχει πληροφορηθεί το θάνατο του κληρονομουμένου ή τη δημοσίευση της διαθήκης αυτού, δοθέντος ότι η ρύθμιση του άρθρου 1847 § 1 ΑΚ αναφέρεται στην έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως και όχι στη δυνατότητα δηλώσεως της σχετικής βουλήσεως του κληρονόμου».
[14]. Γ. Μπαλής, ΚληρΔίκ5, § 165 υπό (δ).
[15]. Βλ. Αστ. Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1849-1851 αριθ. 29· Δ. Φλάμπουρα, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, άρθρο 1851 αριθ. 8· Ν. Ψούνη, ΚληρΔίκ6, σ. 210· ΕιρΠατρ 20/2021 ΕλλΔνη 2023. 900 (με παρατ. Γ. Αναγνωστόπουλου): «Περαιτέρω, αιρέσεις που συνεπάγονται ακυρότητα της αποποίησης είναι κατά την κρατούσα άποψη, την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, μόνον οι γνήσιες αιρέσεις (π.χ. αποποίηση υπό την προϋπόθεση ότι η κληρονομιά δεν έχει χρέη) και όχι οι λεγόμενες αιρέσεις δικαίου, δηλαδή εκείνες που αφορούν σε αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός το οποίο, όμως, είναι εκ του νόμου αναγκαίο για να επέλθουν τα αποτελέσματα της δήλωσης βουλήσεως του κληρονόμου περί αποποιήσεως. Η δήλωση αποποίησης που γίνεται για την περίπτωση αποποίησης του προπορευόμενου κληρονόμου περιλαμβάνει τέτοια μη απαγορευόμενη αίρεση δικαίου, αφού εξαρτάται από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, η επέλευση του οποίου αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο όρο για να ισχύσει η αποποίηση»· επίσης την από 04.09.2024 Εγκύκλιο της ΑΑΔΕ με ΑΔΑ: 91ΓΤ46ΜΠ3Ζ-ΡΚΩ (κατωτέρω υποσ. 17).
[16]. Έτσι Ν. Ψούνη, ΚληρΔίκ6, σ. 210· Αστ. Γεωργιάδης, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 1849-1851 αριθ. 29· Δ. Φλάμπουρας, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, άρθρο 1851 αριθ. 8.
[17]. Με τη θέση αυτή του Συνηγόρου του Πολίτη συμπορεύεται και η θέση της ΑΑΔΕ/Διεύθυνση Εφαρμογής Φορολογίας Κεφαλαίου και Περιουσιολογίου (Αριθ. Πρωτ. ΔΕΦΚ Β 1191560 ΕΞ 2017/22.12.2017). Σε ανταπόκριση του εν λόγω εγγράφου του Συνηγόρου η Διεύθυνση Εισπράξεων και Επιστροφών της ΑΑΔΕ, με έγγραφό της προς τις εμπλεκόμενες ΔΟΥ (Αριθ. πρωτ.: Δ.Ε.Ε. Ε 1059942 ΕΞ 2022/05.07.2022), έδωσε τις απαραίτητες διευκρινίσεις επί του νομικού ζητήματος, καθώς και οδηγίες για τη διευθέτηση του θέματος και την αποδοχή των δηλώσεων αποποίησης κληρονομίας που υπεβλήθησαν από τον πολίτη. Οι εν λόγω ΔΟΥ ανταποκρίθηκαν άμεσα, κάνοντας τις σχετικές δηλώσεις αποδεκτές. Βλ. https://www.synigoros.gr/el/category/default/post/ synopsh-diamesolabhshs-or-apodoxh-dhlwsewn-apopoihshs-klhronomias-apo-d.o.y.-prin-thn-apopoihsh-proporeyomenoy-klhronomoy.
Ομοίως υπέρ της εγκυρότητας της αποποίησης της κληρονομίας από πρόσωπο ως προς το οποίο δεν έχουν συντρέξει ακόμη όλες οι προϋποθέσεις για την κλήση του στην κληρονομία, η από 04.09.2024 Εγκύκλιος της ΑΑΔΕ με ΑΔΑ: 91ΓΤ46ΜΠ3Ζ-ΡΚΩ, στην οποία παρέχονται, μεταξύ άλλων, διευκρινίσεις προς τις ΔΟΥ και τους φορολογούμενους για την ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ σχετικά με την αποποίηση κληρονομίας.
[18]. Στ. Κουμάνης, Η αποποίηση της κληρονομίας, σ. 157, καθώς και σ. 103: «Έτσι λ.χ. ο εγγονός που κληρονομεί λόγω αποποίησης του μοναδικού τέκνου του κληρονομουμένου, αποκτά το δικαίωμα αποποίησης και πριν από την αποποίηση του αρχικού κληρονόμου· ομοίως και ο κληρονόμος του κληρονόμου αποκτά το δικαίωμα και πριν από τον θάνατο του αρχικού κληρονόμου. Η θέση αυτή ευνοεί τον κληρονόμο και συνάδει προς τη γενική θέση».
[19]. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[20]. Έτσι Β. Βάθης, Η αποποίηση κληρονομίας υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης, 2018, σ. 60.
[21]. «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ, π.δ. 456/1984, Α΄ 164), ο κληρονόµος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσµίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονοµία». Για τις αδυναμίες αυτής της διάταξης και, κατ’ επέκτασιν, της εν λόγω νομοθετικής επιλογής, καθώς και για τα πρακτικά προβλήματα που επιφέρει, βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Νέα ρύθμιση για την προθεσμία αποποίησης κληρονομίας που επάγεται σε ανήλικο (άρθρο 35 ν. 4786/2021), σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, τόμ. ΙΙ, 2022, σ. 1289 επ. = ΝοΒ 2021, 1405 επ.· Ζ. Τσολακίδη, Αποποίηση κληρονομίας από ανηλίκους μετά τον ν. 4786/2021, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, τόμ. ΙΙ, 2022, σ. 1795 επ. = ΧρΙδΔ 2021. 725 επ.· Ι. Κατρά, Προθεσμία αποποίησης κληρονομίας από ανήλικο και η νέα διάταξη του άρθρου 35 του ν. 4786/2021, ΕλλΔνη 2021. 334 επ.· Ευ. Μαργαρίτη, Προθεσμία αποποίησης κληρονομίας εκ μέρους ανήλικων κληρονόμων μετά το ν. 4786/ 2021 - Ένας ψευδοερμηνευτικός νόμος ρήγμα στο Δόγμα του Κληρονομικού Δικαίου, ΕΦΑΠΟΛΔ 2021. 403 επ.· Σ.-Σ. Κικιδόπουλο, Η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 35 ν. 4786/2021 και τα προβλήματα που δημιουργεί στην κληρονομική διαδοχή ή η επίλυση ενός ανύπαρκτου προβλήματος, ΕΦΑΠΟΛΔ 2021. 411 επ.· Α. Μαστροπέρρο, Η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 35 του ν. 4786/2021 και οι συνέπειές της στο πεδίο του κληρονομικού δικαίου, ΕΦΑΠΟΛΔ 2022. 524 επ.· Χρ. Ανυφαντή, Ο ερμηνευτικός (ή μη) χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 35 του ν. 4786/2021 – Παρατηρήσεις στην ΠΠρΘ 14687/2023, ΕλλΔνη 2024. 576, 583· επίσης Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 39 αριθ. 18.
[22]. Βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1087/2011, 1211/2008, 338/2004, 493/2003 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.
[23]. Βλ. ενδεικτ. ΣτΕ 1884/2015, 371/2014, 2862/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· αναλυτικότερα για την εν λόγω διχογνωμία με παραπομπές στη σχετική νομολογία βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1296-1297· Ζ. Τσολακίδη, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1798, 1799, 1804 επ.· Ι. Κατρά, ΕλλΔνη 2021. 334 επ.· Σ. Κουμάνη, Η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας κατ’ ΑΚ 1847 των ανίκανων προς δικαιοπραξία προσώπων, Αρμ 2015. 1449 επ.
[24]. Βλ. την από 17.03.2021 Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου, σ. 6-8. Πρβλ. την εύλογη κριτική των εκπροσώπων της επιστήμης που παραπέμπονται ανωτέρω στην υποσ. 21 κατά της εν λόγω νομοθετικής επιλογής-παρέμβασης.
[25]. Βλ. ΑΕΔ 5/2021 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.
[26]. Η δυνατότητα υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας αποποίησης κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας (βλ. και κατωτέρω υπό γ) διατηρείται· βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1302-1303 και 1307.
[27]. Έτσι ενδεικτ. ΜΠρΑθ (Περιφερειακή έδρα Αμαρουσίου) 20134/2025 αδημ.· ΜΠρΚορ 130/2025 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΕιρΑθ 347/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «παρ’ ότι αυτός δικαιούται να προβεί σε αποποίησή της εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ, σύμφωνα με το άρθρο 35 ν. 4786/2021, κρίνεται ότι είναι προς το συμφέρον του να του χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια αποποίησης, λόγω των χρεών της κληρονομιάς και προς αποφυγή άσκοπων ταλαιπωριών και δαπανών»· EιρΑμαρ 29/2024 αδημ.
[28]. Βλ. Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 38 αριθ. 18 και § 43 αριθ. 74· Ζ. Τσολακίδη, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1814· επίσης Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1302: «Προφανώς σκοπός της διάταξης είναι να μην υποστούν τις δυσμενείς έννομες συνέπειες της πλασματικής αποδοχής οι ανήλικοι». Για την εξ αυτού του λόγου απόρριψη των σχετικών αγωγών ακύρωσης ως μη νόμιμων· βλ. ΕφΔωδεκ 254, 159, 17/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Πρβλ. όμως Ελ. Καστρήσιο, Αποδοχή και αποποίηση της κληρονομιάς ανίκανων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία (απόπειρα ερμηνείας μιας ερμηνευτικής διάταξης), ΧρΙδΔ 2024. 486 επ., 501-502, 506.
[29]. Έτσι ρητώς ΤριμΕφΑνΚρητ 83/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Βλ. και υποσ. 26.
[30]. ΝοΒ 2022. 562. Βλ. ομοίως ΕιρΛαμ 16/2024, ΕιρΡόδ 90/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕιρΘ 638Ε/2022 ΕλλΔνη 2023, 896 με σύμφ. παρατ. Ι. Κατρά.
[31]. Βλ. ομοίως ΜΠρΠειρ 397/2024 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· επίσης ΕιρΛαμ 29/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[32]. Για το ζήτημα αν εντάσσονται στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 35 του Ν. 4786/2021 εν γένει τα δικαιοπρακτικώς ανίκανα, και όχι μόνον τα ανήλικα, πρόσωπα, βλ. Ζ. Τσολακίδη, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1808-1810.
[33]. Βλ. επίσης ΠΠρΘ 14687/2023 ΕλλΔνη 2024. 576 (με παρατ. Χρ. Ανυφαντή και Γ. Αναγνωστόπουλου): «… αν και δεν υπήρχε ασάφεια του άρθρου 1912 ΑΚ, που να απαιτεί κάποιου είδους ερμηνεία, η διάταξη του άρθρου 35 του ν. 4786/2021 αποτελεί επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να εναρμονιστεί η νομολογία των πολιτικών και διοικητικών Δικαστηρίων στο ζήτημα της προθεσμίας αποποίησης των ανήλικων, και όπως αναφέρεται, κατά πιστή αντιγραφή από την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου: “... το ζήτημα τέμνεται κατά τα κριθέντα από το ΣτΕ, εισάγεται δε ερμηνευτική διάταξη ...”. Ενόψει των ανωτέρω, κατά την άποψη που υιοθετεί ως ορθή το παρόν Δικαστήριο, η νέα διάταξη δεν είναι ερμηνευτική, αν και εμφανίζεται ως τέτοια (ψευδοερμηνευτική), αλλά αποτελεί μια νέα ουσιαστικού δικαίου ρύθμιση και ως τέτοια, σύμφωνα με το άρθρο 77 § 2 του Συντάγματος, ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του, ήτοι από 23.3.2021»· περαιτέρω τις σύμφωνες παρατηρήσεις Χρ. Ανυφαντή, ΕλλΔνη 2024, 583.
[34]. Βλ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1304 επ· την ίδια, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1496/2023 ΧρΙδΔ 2024. 208 επ.· Ι. Κατρά, ΕλλΔνη 2021. 338· Ευ. Μαργαρίτη, ΕΦΑΠΟΛΔ 2021. 403 επ., ιδ. 409-410· Α. Μαστροπέρρο, ΕΦΑΠΟΛΔ 2022. 524 επ., 526· Αντίθ. οι Ν. Αλιβιζάτος, Προθεσμία για την αποποίηση κληρονομίας από ενηλικούμενο κληρονόμο – Έννοια ερμηνευτικού νόμου (γνμδ.), ΝοΒ 2022. 2054 επ. και Ελ. Καστρήσιος, ΧρΙδΔ 2024. 504-505.
[35]. Όπως εξάλλου τιτλοφορείται, ως «ερμηνευτική διάταξη για κληρονόμους που ενηλικιώνονται» (βλ. και την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4786/2021, σ. 21), και περιγράφεται και στην από 17.03.2021 Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου, «ως γνησίως ερµηνευτική, κατά το άρθρο 77 του Συντάγματος».
[36]. Βλ. ΑΠ 1664/2024 (www.areiospagos.gr)· AΠ 361/2024 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ· ΑΠ 1496/2023 ΧρΙδΔ 2024, 206 με αντίθ. παρατ. Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή. Από τη νμλγ. των δικαστηρίων της ουσίας βλ. ομοίως ΤριμΕφΑνΚρητ 83/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΘ 2043/2021 ΕλλΔνη 2022, 1769 με αντίθ. παρατ. Ι. Κατρά· ΠΠρΘ 11806/2024, ΠΠρΡόδ 84/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[37]. ΑΠ 1664/2024, 1496/2023, όπ.π.
[38]. Βλ. περαιτέρω Ζ. Τσολακίδη, σε Τιμ. Τόμ. Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου, σ. 1798.
[39]. Β. Βάθης, Η αποποίηση κληρονομίας υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης, σ. 60-61.
[40]. Για την παθητική νομιμοποίηση στην αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας βλ. Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔίκ3, § 23 αριθ. 35· Στ. Κουμάνη, Η αποποίηση της κληρονομίας, σ. 336 επ.· τον ίδιο, Η παθητική νομιμοποίηση στην αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομίας λόγω πλάνης, Αρμ 2016. 567· Β. Βάθη, Η αποποίηση κληρονομίας υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης, σ. 90 επ., ιδ. 92 επ.· Γ. Αναγνωστόπουλο, Ζητήματα παραδεκτού και παθητικής νομιμοποίησης της αγωγής για ακύρωση πλασματικής αποδοχής κληρονομίας, Παρατηρήσεις στην ΠΠρΘ 14687/2023, ΕλλΔνη 2024. 585· Ελ. Κώνστα, Ακύρωση της πλασματικής αποδοχής λόγω πλάνης, Παρατηρήσεις στην ΠΠρΗλ 11/2020 ΕλλΔνη 2021. 697· Χρ. Κατσογιάννου, Ακύρωση πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας λόγω πλάνης περί το δίκαιο – Αυτοτελής αποποίηση κατά προσαύξηση μερίδας, Παρατηρήσεις στις ΑΠ 827/2017, ΤρΕφΠειρ 31/2018 και ΠΠρΑθ 373/2018, ΝοΒ 2018. 1034, με περαιτέρω παραπομπές.
[41]. Βλ. Γ. Αναγνωστόπουλο, ΕλλΔνη 2024. 586: «Ωστόσο η αποδοχή της άποψης περί υποχρεωτικής εναγωγής των δανειστών και προαιρετικής εναγωγής των επόμενων κληρονόμων προκύπτει αναμφιβόλως από το αιτιολογικό των αποφάσεων επί αγωγών ακύρωσης πλασματικής αποδοχής. Σε άπασες αυτές όπως προκύπτει από το προεισαγωγικό τους τμήμα εναγόμενος είναι μόνο ο δανειστής της κληρονομίας (συνήθως το ελληνικό δημόσιο ή τραπεζική ανώνυμη εταιρία) χωρίς στην συνέχεια να κηρύσσεται απαράδεκτο από την έλλειψη εναγωγής των επόμενων κληρονόμων ή χωρίς να γίνεται μνεία στον έλεγχο του παραδεκτού της απόφασης ότι από το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης των διαδίκων ή άλλα έγγραφα δεν προέκυψαν περαιτέρω κληρονόμοι του ενάγοντος ώστε να είναι υποχρεωτικό να εναχθούν και αυτοί».
[42]. Πρβλ. και ΕιρΘεσ 592Ε/2020 Αρμ 2021. 593 (με παρατ. Α.-Ν. Λιόντα): σε υπόθεση στην οποία εκκρεμούσε ακόμη το ζήτημα της ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονόμου της πρώτης τάξης (η αγωγή είχε απορριφθεί σε πρώτο βαθμό και επρόκειτο να ασκηθεί έφεση) και κρίθηκε άκυρη (καίτοι όχι ορθώς· βλ. παρατ. Α.-Ν. Λιόντα, Αρμ 2021. 595) η δήλωση αποποίησής της υπό την αίρεση της τελεσίδικης ακύρωσης της αποδοχής της, δόθηκε άδεια να αποποιηθούν τα ανήλικα τέκνα της (: «Παρά το γεγονός ότι η Σ.Λ. εξακολουθεί να διατηρεί την ιδιότητα της μοναδικής κληρονόμου των γονέων της, προέβη το 2019 από κοινού με τον σύζυγό της Σ.Κ. στην αποποίηση της κληρονομιάς του πατρός της Δ.Λ., για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους Δ.Κ. και Α.Κ., με βάση την προσκομιζόμενη … έκθεση δήλωσης αποποίησης ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και μετά την έκδοση της προσκομιζόμενης ... απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία χορηγήθηκε σ' αυτούς η σχετική άδεια του Δικαστηρίου. Επισημαίνεται ότι δήλωση αποποίησης του κληρονόμου, ο οποίος καλείται στην κληρονομιά μετά την για οποιονδήποτε λόγο έκπτωση του προηγούμενου κληρονόμου, είναι ισχυρή και πριν από την έκπτωση του τελευταίου»), καθώς και (με την εδώ παραπεμπόμενη απόφαση) τα μικρανίψια της δεύτερης τάξης· περαιτέρω ΕιρΡόδ 121/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία έκρινε ότι δεν συνέτρεχε έννομο συμφέρον για τη χορήγηση άδειας αποποίησης σε μικρανιψιό της αποβιώσασας, προκειμένου να αποποιηθεί για λογαριασμό του τέκνου του, λόγω υπάρξεως ενός σημαντικού αριθμού συγγενών της πρώτης τάξης (εγγόνων), που δεν είχαν καταθέσει δήλωση αποποίησης και, ως εκ τούτου, είχαν καταστεί κληρονόμοι. Aξίζει να επισημανθεί πάντως ότι η αίτηση αυτή θα έπρεπε να απορριφθεί ούτως ή άλλως, καθώς το τέκνο του μικρανιψιού δεν καλείται στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.
[43]. Βλ. αντιθ. ΤριμΕφΑθ 2198/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[44]. Βλ. περαιτέρω Β. Βάθη, Η αποποίηση κληρονομίας υπό το πρίσμα της οικονομικής κρίσης, σ. 59-61, ο οποίος επισημαίνει, σ. 61: «Με δεδομένη την επιθετικότητα και την υπεροπλία των δανειστών, οι οποίοι κατά κανόνα είναι τραπεζικά ιδρύματα, το δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η δυνατότητα των υποψήφιων κληρονόμων να αποποιούνται την κληρονομιά (…) χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αναμένουν την προηγούμενη αποποίηση εκ μέρους των πλησιέστερων από αυτούς συγγενών κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, αποκτά ιδιαίτερη πρακτική σημασία, διότι τους απαλλάσσει από την ταλαιπωρία και τα πιθανά έξοδα παρακολούθησης των προηγούμενων αποποιήσεων, επιπλέον δε και από τον κίνδυνο μιας δικαστικής ενέργειας εναντίον τους από τους δανειστές της κληρονομιάς».