Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 3/2025
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
Αριθ. 3/2025
Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Ε. Σταυρουλάκη, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Α. Πετρόγλου, Γ. Φιλιπποπούλου, Σ. Μαυροκεφάλου, Γ. Μαθιόπουλος, Λ. Αποστολίδης, Β. Νικολετάκης, Β. Αρχιμανδρίτης, Δ. Μπούρλος, Α. Βρεττός, Ο. Αγγελοπούλου, Ξ. Κοντιάδης, Π. Στεφάνου, Χ. Μπρισκόλας, Αντιπρόεδρος ΝΣΚ
Προϋποθέσεις δικαιοδοσίας του ΑΕΔ για την άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου. Πρέπει να υφίσταται αφ’ ενός μεν ταυτότητα της ερμηνευθείσας και εφαρμοσθείσας από τα εν λόγω δικαστήρια διατάξεως τυπικού νόμου και, συνακόλουθα, ταυτότητα του κρίσιμου νομικού ζητήματος, και αφ’ ετέρου αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων των δικαστηρίων αυτών ως προς τον χαρακτηρισμό της ως ανω διατάξεως, ως σύμφωνης ή μη προς συνταγματική διάταξη (Άρθρο 100 § 1 ε΄ Σ).
Διάδικοι στη δίκη ενώπιον του ΑΕΔ είναι τα πρόσωπα που ήταν διάδικοι στη δίκη, που εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση. Οι δε διάδικοι στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που φέρεται ως αντίθετη προς την παραπεμπτική ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα τυπικού νόμου, δύνανται, επίσης, να καταστούν διάδικοι στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη, ως έχοντες έννομο συμφέρον, εφ’ οσον ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρ. 13 του ν. 345/1976. Τρίτα, σε σχέση με τις δίκες αυτές, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μπορούν να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση, εφόσον δικαιολογούν έννομο συμφέρον. Για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος, θα πρέπει το αγόμενο προς επίλυση ενώπιον του ΑΕΔ ζήτημα να εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, στον οποίο είναι διάδικο, οπότε ασκείται πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρ. 1 ν. 2479/1997.
(…) Επειδή, κατά το άρθρο 100 § 1 περ. ε΄ του Συντάγματος, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπάγεται, μεταξύ άλλων, «η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα […] διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν για αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου», όμοια, δε, διάταξη περιελήφθη στο άρθρο 6 περ. ε΄ του ν. 345/1976, σύμφωνα με το άρθρο 48 του οποίου η διαδικασία άρσεως της εν λόγω αμφισβητήσεως κινείται, μεταξύ άλλων, κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός από τα ως άνω ανώτατα δικαστήρια (§ 2). Για να στοιχειοθετηθεί αντίθεση μεταξύ των ως άνω τελειωτικών, ήτοι μη δυναμένων να αμφισβητηθούν περαιτέρω (ΑΕΔ 12/2009), αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, για την άρση της οποίας ιδρύεται αντίστοιχη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει να υφίσταται αφ’ ενός μεν ταυτότητα της ερμηνευθείσης και εφαρμοσθείσης από τα εν λόγω δικαστήρια διατάξεως τυπικού νόμου και, συνακολούθως, ταυτότητα του κρισίμου νομικού ζητήματος, και αφ’ ετέρου αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των δικαστηρίων αυτών ως προς τον χαρακτηρισμό της ως άνω διατάξεως ως σύμφωνης ή μη προς συνταγματική διάταξη (ΑΕΔ 9/2019, 1, 2/2012, 26/2010, 15/2013, 39/ 2011, 9/2009, 3/2007, 10/2005, 15, 29/1999, 25, 34/1993), η δε αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για την θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αυτών αιτιολογίες τους (ΑΕΔ 2/ 2015, 5/2013, 38/2011). Δεν συντρέχει αντίθεση, με την προαναφερθείσα έννοια και, συνεπώς, ούτε δικαιοδοσία του ΑΕΔ, όταν α) τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη νόμου, αλλά διατάξεις διαφορετικές, έστω και αν αυτές έχουν την ίδια διατύπωση, β) δεν ερμήνευσαν αποκλειστικώς και μόνον την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οι οποίες ούτε ερμηνεύθηκαν, ούτε ηδύναντο να τύχουν εφαρμογής στην υπόθεση ενώπιον του άλλου Δικαστηρίου, με συνέπεια την διαμόρφωση, συνολικώς, ενός εντελώς διαφορετικού νομικού πλαισίου και την, κατά τρόπο ουσιώδη, διαφοροποίηση του κρισίμου, ανά υπόθεση, νομικού ζητήματος, γ) το νομικό ζήτημα που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο για να λύσει το άλλο δικαστήριο το ενώπιόν του αχθέν νομικό ζήτημα, με συνέπεια να μην αναδεικνύονται μεταξύ τους τελικώς ως ασύμβατες οι περί συμφωνίας ή μη της διατάξεως του τυπικού νόμου προς το Σύνταγμα κρίσεις των ανωτάτων Δικαστηρίων, και δ) γενικώς, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (ΑΕΔ 12, 5/2021, 16/2017, 3/2016, 2/ 2015, 8, 5, 14/2013, 39/2011, 13/2007, 9/2003, 35/2001, 14, 27, 30/1999, 6/1992). Η εν λόγω ανάγκη στενής ερμηνείας των σχετικών με την στοιχειοθέτηση της δικαιοδοσίας του ΑΕΔ δικονομικών διατάξεων συνάδει, άλλωστε, με την ίδια την φύση του Δικαστηρίου αυτού ως επιφορτισμένου με δικαιοδοσία όλως ειδική, σαφώς και περιοριστικώς προβλεπομένη από το Σύνταγμα (ΑΕΔ 12/2021, 9/2003), με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα υπερβολικής τυπολατρείας και αντιθέσεως, κατά τούτο, των οικείων δικονομικών διατάξεων στο άρθρο 6 § 1 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου …
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 345/ 1976 στην δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου μπορεί να παρέμβει προσθέτως πας έχων έννομο συμφέρον (§ 1), με δικόγραφο κατατιθέμενο στην Γραμματεία του Δικαστηρίου και κοινοποιούμενο με επιμέλεια του παρεμβαίνοντος δώδεκα ημέρες πριν από την αρχική δικάσιμο σε όλους τους διαδίκους (§ 2). Εξ άλλου, σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 1 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), σε δίκη ενώπιον του ΑΕΔ, στην οποία τίθεται ζήτημα εάν διάταξη τυπικού νόμου είναι ή όχι σύμφωνη με το Σύνταγμα, έχουν δικαίωμα παρεμβάσεως φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του εν λόγω ζητήματος, εφ’ όσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, στην οποία είναι διάδικοι. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΑΕΔ 2/2015, 9/2009, 5/2007), όταν το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται άρσεως αμφισβητήσεως ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα τυπικού νόμου κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ενός από τα ανώτατα δικαστήρια, οι διάδικοι στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση είναι αυτοδικαίως διάδικοι στην ενώπιον του Α.Ε.Δ. δίκη. Περαιτέρω, οι διάδικοι στην δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που φέρεται ως αντίθετη προς την παραπεμπτική ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα τυπικού νόμου, δύνανται, επίσης, να καταστούν διάδικοι στην ενώπιον του ΑΕΔ δίκη, ως έχοντες έννομο προς τούτο συμφέρον, εφ’ όσον ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 345/1976. Τρίτα, σε σχέση με τις δίκες αυτές, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων δικαιολογούντα έννομο συμφέρον, σε σχέση με την κρίση του επιμάχου ζητήματος, μπορούν, ομοίως, να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση, υπό τις προϋποθέσεις, όμως, όχι του άρθρου 13 του ν. 345/1976 αλλά του άρθρου 1 του ν. 2479/1997, ήτοι εφ’ όσον πληρούν και την έτερη προϋπόθεση, την οποία θέτει η διάταξη αυτή, και, συγκεκριμένα, εφ’ όσον το αγόμενο προς επίλυση ενώπιον του ΑΕΔ ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, στην οποία είναι διάδικοι …
Ν.Γ.Ν.