ΑΠ 1168/2024

73
2025
04

 

Άρειος Πάγος (Γ΄ Τμήμα)

Αριθ. 1168/2024

 

Πρόεδρος: Μ. Δαβίου, Αντιπρόεδρος

Εισηγήτρια: Μ. Τζουγκαράκη, Αρεοπαγίτης

Δικηγόροι: Α. Αργυράκη, Χ. Γιωτοπούλου, ΝΣΚ

 

Δωδεκάνησα. Δορυάλωτες και μη νήσοι. Δημόσιες και Ιδιωτικές γαίες σύμφωνα με το Οθωμανικό Δίκαιο. Εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Φύση του προικοσύμφωνου στον Χριστιανικό πληθυσμό της Ελλάδας επί Τουρ­κοκρατίας (ν. 2100/1952). 

 

[…] Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης με την κρινόμενη αναίρεση απόφασης του Εφετείου προκύπτουν οι αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές ότι γαίες φύσης εραζί-εμιριέ ή αρζί-μιρί, δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τασσαρούφ), δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα, από της εποχής του Τούρκου κατακτητή Σ.Σ. μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (περί συστάσεως ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στα Δωδεκάνησα), εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο Τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με την «σπάθη και το δόρυ». Ότι στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, μεταξύ των οποίων και η Σύμη, που δεν ήταν «δορυάλωτα», δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο Τούρκος κατακτητής Σ.Μ., όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στις ιδιοκτησίες τους ως γαίες «μουλκ» (ελεύθερης ιδιοκτησίας). Και ότι, συνεπώς, το επίδικο ακίνητο αποτελεί ιδιωτική ιδιοκτησία, ως έκταση αγροτικού χαρακτήρα και όχι περιουσία του Δημοσίου, ως δημόσια γαία. Ακολούθως, δέχθηκε ότι δεν αποδεικνύεται η κτήση συγκυριότητας της αναιρεσείουσας επ’ αυτού με κληρονομία από τους γονείς της και με γονική παροχή και δωρεά από τη μητέρα της και τη θεία της αντίστοιχα, διότι δεν αποδεικνύεται η κυριότητα της απώτατης δικαιοπαρόχου της. Ειδικότερα δέχθηκε ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη του πρώτου τίτλου ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, ήτοι του από 26.10.1897 προικοκαταλόγου του Αρχιερατικού Επιτρόπου Σύμης Δωδεκανήσου της Α. χήρας Ι.Ψ., του οποίου γίνεται επίκληση, αλλά δεν προσκομίζεται, ενώ παραλείπεται η προσκόμιση και της επικαλούμενης υπ’ αριθ. …/14.2.1997 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ΑΠ και συνεπώς δεν αποδεικνύεται η κυριότητα της απώτερης δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας.[…].

 

[… ]Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, γίνεται ρητή διαβεβαίωση ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα προσκομισθέντα με επίκληση ενώπιον του Εφετείου έγγραφα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, ωστόσο γεννώνται αμφιβολίες αν το Εφετείο συνεκτίμησε κατά την μόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος τα προαναφερόμενα νομίμως μεταγραφέντα συμβολαιογραφικά έγγραφα, στα οποία μνημονεύονται ρητά ο από 26.10.1897 προικοκατάλογος και η υπ’ αριθ. …/14.2.1997 πράξη αποδοχής της κληρονομίας. Ειδικότερα, το Εφετείο δεν έχει προβεί με την προσβαλλόμενη απόφαση σε σχολιασμό των μεταγενέστερων αυτών συμβολαίων και ούτε απέκρουσε τους προγενέστερους κτητικούς τίτλους (συ)γκυρότητας της αναιρεσείουσας, που υποδηλώνουν την εγκατάσταση των προσώπων που αναφέρονται σ’ αυτούς στο ακίνητο που αφορούν και την εξουσίαση αυτού εκ μέρους τους. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι συνεκτίμησε την φύση του προικοσύμφωνου στον Χριστιανικό πληθυσμό της Ελλάδας επί Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα ότι ήταν μια άτυπη συμφωνία σχετικά με την παροχή προίκας και αποτελούσε ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο έγραφε συνήθως ο ιερέας της ενορίας του προικοδότη και για μεγαλύτερο κύρος το επικύρωνε ο εκεί Μητροπολίτης ή ο Αρχιερατικός Επίτροπος με την υπογραφή του. Επίσης δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη την μη αμφισβήτηση από το αναιρεσίβλητο της γνησιότητας των ανωτέρω μεταβιβαστικών (συγ)κυριότητας συμβολαίων, τα οποία έχουν συνταχθεί για το επίδικο ακίνητο και αναφέρουν τον τρόπο κτήσης του ποσοστού (συγ)κυριότητας της αναιρεσείουσας και όλων των δικαιοπορόχων της επί του επίδικου ακινήτου. Όλα τα ανωτέρω αποτελούν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν αποφασιστικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού. Επομένως, είναι βάσιμος ο λόγος αυτός της αναίρεσης και πρέπει να γίνει δεκτός, η δε αναιρετική εμβέλεια αυτού στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών διατυπουμένων με την ένδικη αίτηση λόγων αναίρεσης […]. 

Μ.Χ.