ΑΠ 28/2024

73
2025
04

 

Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 28/2024

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος 

Εισηγητής: Ε. Νικόπουλος, Αρεοπα­γί­της

Δικηγόροι: Α.Σ., Π. Γκολφινοπούλου

 

Σύμβαση Έργου. Απρόβλεπτες εργασίες και τέλεση δαπανών που υπερβαίνουν το κονδύλιο του προϋπολογισμού για τις απρόβλεπτες δαπάνες. Ερμηνεία του δυνάμει των άρθρων 200, 288 & 388 ΑΚ.

 

Με τη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, που ορίζει ότι «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», θεσπίζεται υπέρ του οφειλέτη και του δανειστή κανόνας αναγκαστικού δικαίου, με τον οποίο προσδιορίζεται ο τρόπος εκπληρώσεως της παροχής, κατά συνέπεια δε και το μέγεθος αυτής, όπως απαιτεί η καλή πίστη, δηλαδή η επιβαλλομένη, σε χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο, ευθύνη στις συναλλαγές, σύμφωνα και με τα συναλλακτικά ήθη. Λειτουργεί δε ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις που λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων και των θεμελιωδών νομοθετικών μεταβολών, που επήλθαν μετά την υπογραφή της συμβάσεως, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο, και παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνημένα, να προσδιορίζει την παροχή που πρέπει να εκπληρωθεί, αυξομειώνοντας και διαμορφώνοντας το συμφωνημένο μέγεθος της, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών (ΟλΑΠ 927/1982, AΠ 1647/ 2018, ΑΠ 524/2008). Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν, μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (ετεροβαρούς ή αμφοτεροβαρούς), επέρχεται μεταβολή των συνθηκών, η οποία δεν συγκεντρώνει μεν τους όρους του άρθρου 388 του ΑΚ, καθιστά όμως, την εκπλήρωση της παροχής, για κάποιο εκ των συμβαλλομένων μερών, ιδιαιτέρως επαχθή, σε βαθμό, όμως, τέτοιο, ώστε να υπερβαίνεται ο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κίνδυνος που μπορούσε να αναλάβει το συμβαλλόμενο αυτό μέρος (ΑΠ 466/2013). Η γενική ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ, αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία. Αντίθετα με τη ρήτρα του άρθρου 200 ΑΚ, που αναφέρεται στην ερμηνεία των συμβάσεων, όταν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων δεν είναι σαφείς, επιβάλλοντας ως ερμηνευτικά κριτήρια την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη με στόχο την ανεύρεση του αποφασιστικού νοήματος των δηλώσεων βουλήσεως, δηλαδή τον καθορισμό της ενυπάρχουσας στη σύμβαση αυτόνομης δικαιοπρακτικής ρυθμίσεως, η εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ έπεται της ερμηνείας της δικαιοπραξίας με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, επιβάλλοντας στα μέρη ετερόνομη ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, όταν κατά τα παραπάνω χρειάζεται να συμπληρωθούν ή να διορθωθούν για να μην προκαλούνται στο ένα μέρος δυσβάστακτες συνέπειες από τη λειτουργία του ενοχικού δεσμού. Η ρήτρα της καλόπιστης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη εκπληρώσεως των παροχών είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς δεν επιτρέπεται παραίτηση απ’ αυτή, είτε ρητή, είτε σιωπηρή. Δεν αποτελεί όμως παραίτηση η ειδικότερη συμφωνία σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, με την οποία προβλέπεται η εκπλήρωση των παροχών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκαν, ακόμη και σε περίπτωση συγκεκριμένης μελλοντικής μεταβολής των συνθηκών εκτελέσεως της συμβάσεως, διότι τότε με την ειδική αυτή συμφωνία, που βρίσκεται μέσα στα όρια της ελευθερίας των συμβάσεων και δεν αντίκειται άνευ άλλου τινός στη συναλλακτική καλή πίστη και εντιμότητα, αναλαμβάνεται από τον οφειλέτη ο σχετικός κίνδυνος και τονίζεται η ευθύνη του για την πιστή και στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση εκπλήρωση της παροχής του. Όμως και στην περίπτωση αυτή που προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη στήριξαν τη σύμβασή τους, η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ επεμβαίνει και πάλι διορθωτικά, αλλιώς θα υπήρχε ανεπίτρεπτη απ’ αυτή παραίτηση, αν η μεταβολή που επήλθε είναι τόσο μεγάλη, ώστε η εκπλήρωση πλέον της παροχής ενός των μερών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, να συνεπάγεται υπέρβαση του κινδύνου ζημίας που το μέρος αυτό πρόβλεψε και ανέλαβε, συνιστώντας, στην περίπτωση αυτή, η εμμονή στη συμφωνηθείσα εκπλήρωση της παροχής συμπεριφορά αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές (ΑΠ 494/2021, ΑΠ 670/ 2019, ΑΠ 292/2019).

Συνεπώς, η ρήτρα του άρθρ. 288 ΑΚ εφαρμόζεται και μάλιστα πολύ περισσότερο και όταν από υπαιτιότητα των μερών, κοινή ή μόνο του οφειλέτη ή του δανειστή, δεν προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της σύμβασης, ενώ η ανυπαίτια έλλειψη πρόβλεψης επισύρει την εφαρμογή του αρθρ. 388 ΑΚ με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων που το άρθρο αυτό απαιτεί. Δηλαδή, το άρθρο 288 ΑΚ εφαρμόζεται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης του άρθρ. 388 ΑΚ, που απαιτεί η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της σύμβασης, στις οποίες από κοινού τα μέρη στήριξαν τη σύναψή της, να είναι απρόβλεπτη χωρίς υπαιτιότητα των μερών, προκειμένου αυτή να μπορεί να αναπροσαρμοσθεί (ΟλΑΠ 927/1982, ΑΠ 494/2021). Σε κάθε περίπτωση, όμως, η διορθωτική επέμβαση στην ενοχή με βάση την ΑΚ 288 θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος και οπωσδήποτε να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, αντλημένα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες αντιλήψεις, καθόσον κανόνας παραμένει ότι η καλή πίστη απαιτεί την τήρηση των συμπεφωνημένων, όπως αυτά συμπληρώνονται από τις ειδικές διατάξεις του νόμου (ΑΠ 710/2022, ΑΠ 1231/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: … Συνεπώς, οι επιπλέον επικαλούμενες και μη αμφισβητηθείσες από την εναγομένη εργασίες, εντάσσονταν στις προβλεφθείσες από τη σύμβαση και τα προσαρτημένα σ’ αυτή έγγραφα, συμφωνίες, οι οποίες αφορούσαν δαπάνη επαναφοράς επί διανοίξεων οποιασδήποτε ιδιοσυστασίας εδάφους σε πλάτη μεγαλύτερα των συμβατικών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω ενόψει του καθορισθέντος συμβατικώς ως άνω περιεχομένου των υποχρεώσεων του ενάγοντος, οι συνθήκες εκτέλεσης του έργου δεν κατέστησαν διαφορετικές από τις συμβατικώς προβλεφθείσες ή τις δυνάμενες να προβλεφθούν από κάθε καλόπιστο υποψήφιο εργολήπτη, σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών και επομένως δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 200 και 288 του Αστικού Κώδικα. ... Επιπλέον ο ενάγων με σχετικό λόγο της έφεσής του προς επίρρωση του αγωγικού του ισχυρισμού περί ύπαρξης εμποδίου μεταγενέστερου την κατάρτισης της σύμβασης, που επέφερε τη θετική του ζημία, ισχυρίζεται ότι η αποκατάσταση της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε, επιβάλλεται και βάσει της § 3 του άρθρου 8 του Κανονισμού Εκτέλεσης Έργων της εναγομένης, που διέπει και την επίδικη σύμβαση. Στο άρθρο 8 του εν λόγω Κανονισμού, ορίζεται: «§ 1. Το έργο εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση και τα τεύχη και σχέδια που τη συνοδεύουν. § 2. Στην εγκεκριμένη δαπάνη του έργου περιλαμβάνεται και ποσόν για απρόβλεπτες δαπάνες (απρόβλεπτα), με το οποίο καλύπτονται οι πρώτες αναγκαίες για το έργο υπερβάσεις δαπανών που προκύπτουν...από εργασίες που είναι αναγκαίες για την τεχνικά και λειτουργικά άρτια ολοκλήρωση του έργου ... § 3. Αν η αρτιότητα ή η λειτουργικότητα του έργου επιβάλλει την αύξηση των ποσοτήτων των συμβατικών εργασιών ή την εκτέλεση εργασιών μη προβλεπομένων στη Σύμβαση, και το απαιτούμενο ποσό για την εκτέλεση τους υπερβαίνει το ποσό της εγκεκριμένης δαπάνης του έργου, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες για τα απρόβλεπτα κατά την § 2 του παρόντος άρθρου, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει και τις επί πλέον αυτές εργασίες με τις συμβατικές τιμές-εφόσον πρόκειται για αύξηση των συμβατικών ποσοτήτων-ή με νόμιμα καθοριζόμενες τιμές νέων εργασιών-εφόσον πρόκειται για εργασίες μη προβλεπόμενες στη Σύμβαση-μέχρις επιπλέον ποσοστού ίσου με το τριάντα τοις εκατό (30%) της ως άνω εγκεκριμένης δαπάνης του έργου ... § 5. Όλα τα όρια και ποσοστά του παρόντος άρθρου αναφέρονται στην εγκεκριμένη δαπάνη του έργου στην οποία όπως έχει καθορισθεί ανωτέρω έχουν συμπεριληφθεί και «οι απρόβλεπτες δαπάνες» ή «απρόβλεπτα». ..». Όμως και ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι επίδικες δαπάνες εμπίπτουν στις οριζόμενες από την § 2 του ως άνω άρθρου απρόβλεπτες δαπάνες από εργασίες που ήταν αναγκαίες για την τεχνικά και λειτουργικά άρτια ολοκλήρωση του έργου και δεν αποτελούν δαπάνες πέραν των απρόβλεπτων της § 2, για τις οποίες προβλέπεται αποζημίωση κατά τους ορισμούς της § 3 του εν λόγω άρθρου, προϋπόθεση, άλλωστε, που ούτε ο ενάγων επικαλείται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που στην ίδια κρίση κατέληξε, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθώς το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τον ενάγοντα με τον σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης του, απορριπτόμενων ως αβασίμων». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή του λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 288 ΑΚ.

Έτσι που έκρινε το εφετείο, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, εξ αιτίας ανεπαρκών και ασαφών αιτιολογιών, ως προς τη συνδρομή ή μη στην προκειμένη περίπτωση των νομίμων όρων και προϋποθέσεων που επιβάλλει ή αποκλείει, αντίστοιχα, την εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 288 ΑΚ, την οποία έτσι παραβίασε εκ πλαγίου, καθόσον δέχθηκε ασαφώς ότι οι συνθήκες εκτέλεσης του έργου δεν κατέστησαν διαφορετικές από τις συμβατικώς προβλεφθείσες ή τις δυνάμενες να προβλεφθούν από κάθε καλόπιστο υποψήφιο εργολήπτη, σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, αποκλειστικά και μόνον, επειδή οι ένδικες εργασίες εντάσσονταν στις προβλεφθείσες από τη σύμβαση και τα προσαρτημένα σ’ αυτή έγγραφα συμφωνίες, οι οποίες αφορούσαν δαπάνη επαναφοράς επί διανοίξεων οποιασδήποτε ιδιοσυστασίας εδάφους σε πλάτη μεγαλύτερα των συμβατικών, χωρίς ωστόσο: α) να προβεί σε σύγκριση των συνθηκών, υπό τις οποίες καταρτίστηκε η σύμβαση, με τις συνθήκες οι οποίες ανέκυψαν εκ των υστέρων κατά την εκτέλεση της οφειλόμενης από τον αναιρεσείοντα παροχής, ενόψει της αποκάλυψης του υποκείμενου κυβολιθόστρωτου σε σημαντικό μήκος της όδευσης κατασκευής του αγωγού, και β) χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές αναφορικά με το αν οι σχετικοί όροι της σύμβασης συνιστούσαν ειδικότερη συμφωνία των διαδίκων, με την οποία ο αναιρεσείων ανέλαβε την υποχρέωση εκπλήρωσης της παροχής του, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, ακόμη και στην περίπτωση της συγκεκριμένης ως άνω διαπίστωσης, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το σχετικό κίνδυνο, σε καταφατική δε περίπτωση, αν η μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης αποκάλυψη του υποκείμενου κυβολιθόστρωτου σε σημαντικό μήκος της όδευσης κατασκευής του αγωγού μετέβαλε ή όχι το αντικείμενο των εργασιών των ... και τη διατομή τους, με συνέπεια την αλλαγή του τρόπου κατασκευής του έργου και αν τούτο επιβάρυνε ή όχι υπέρμετρα το κόστος εκτέλεσής του σε σημείο τέτοιο που να επέρχεται υπέρμετρη ζημία του αναιρεσείοντος, η οποία υπερβαίνει τον εμπορικό κίνδυνο που αυτός ανέλαβε κατά την κατάρτιση της σύμβασης, με αποτέλεσμα, λόγω των ανωτέρω ασαφών και ανεπαρκών αιτιολογιών, να μη μπορεί να κριθεί, αν τελικώς το ανωτέρω γεγονός επέφερε τόσο μεγάλη μεταβολή των συνθηκών εκτελέσεως της συμβάσεως και των προϋποθέσεων εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής του αναιρεσείοντος, στο μέτρο που αυτή είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, που να ανέτρεψε πλήρως τις αρχικές συνθήκες εκτέλεσης του έργου και να δικαιολογεί, με αντικειμενικά κριτήρια κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις, τη δικαστική αναπροσαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος, με μετακύλιση στην αναιρεσίβλητη του επιπλέον κατασκευαστικού κόστους, αφού, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ εφαρμόζεται, υπό τη συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων, ακόμη και στην περίπτωση που προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών από τα συμβαλλόμενα μέρη. Επομένως, ο σχετικός πρώτος, από τον αριθ. 19 (κατ’ εκτίμηση και όχι από τον αριθ. 1) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος, παρελκούσης της εξέτασης του δεύτερου λόγου αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 8 § 3 του Κανονισμού Εκτέλεσης Έργων της αναιρεσίβλητης, ενόψει του ότι καταλαμβάνεται από την αναιρετική εμβέλεια του γενομένου δεκτού πρώτου λόγου. 

Δ.Γ.Σ.