ΑΠ 1726/2023

73
2025
04

 

Άρειος Πάγος (Γ΄ Τμήμα)

Αριθ. 1726/2023

 

Πρόεδρος: Μ. Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρος 

Εισηγήτρια: Α. Δερέ, Αρεοπα­γί­της

Δικηγόροι: Δ. Τοπαλίδης, Πάρεδρος ΝΣΚ, Α. Χαριστός

 

Περιουσίες Ισραηλινών που εκδιώχθηκαν λόγω φυλετικών διακρίσεων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνιμων κατοίκων Ελλάδος, και απωλέσθησαν χωρίς να αφήσουν κληρονόμους περιέρχονται αυτοδίκαια στον Οργανισμό Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος (ΟΠΑΕ), που ιδρύθηκε με το β.δ. της 29/29 Μαρτίου 1949 με σκοπό την διοίκηση των περιουσιών αυτών και την απόδοση αυτών στους τυχόν κληρονόμους των. Τα περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας αυτής είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας, καθόσον ο ανωτέρω Οργανισμός θεωρείται κληρονόμος των πάλαι ποτέ κυρίων των εγκαταληφεισών περιουσιών Ισραηλιτών, δυνάμενος να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά παντός τρίτου και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ εφαρμογήν του ανωτέρω β.δ. και του άρθρου μόνου του α.ν. 846/1946.

 

Με το άρθρο μόνο του α.ν. 846/1946 «περί καταργήσεως του κληρονομικού δικαιώματος του Κράτους επί των εκκειμένων Ισραηλιτικών περιουσιών» ορίσθηκε στη μεν § 1 ότι «επί κληρονομιών Ισραηλιτών Ελλήνων υπηκόων, απωλεσθέντων κατά την διάρκειαν του πολέμου, συνεπεία των φυλετικών διωγμών εκ μέρους του εχθρού, εφ’ όσον ούτοι δεν κατέλιπον εκ διαθήκης κληρονόμους ή συγγενείς εξ αδιαθέτου κληρονόμους, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 12 του νόμου 2310/1920 “περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής”, αι δε σχολάζουσαι κληρονομίαι περιέρχονται εις ιδρυθησόμενον δια β.δ. νομικόν πρόσωπον, όπερ θα έχει ως σκοπόν την περίθαλψιν και αποκατάστασιν των Ισραηλιτών της Ελλάδος», στη δε § 2 ότι «δια β.δ. εκδοθησομένων προτάσει των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων κανονισθήσονται αι λεπτομέρειαι εφαρμογής του παρόντος». Σε εκτέλεση του άρθρου αυτού, εκδόθηκε το β.δ. της 29/29 Μαρτίου 1949 «περί ιδρύσεως του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος» (ΟΠΑΙΕ), σύμφωνα με το άρθρο 2, του οποίου σκοπός του Οργανισμού είναι η περίθαλψη και αποκατάσταση των διασωθέντων Ισραηλιτών εκ του Γερμανικού Διωγμού, οι οποίοι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα την 1η Σεπτεμβρίου 1939, με το άρθρο 5 § 1 του οποίου ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το διοικητικόν συμβούλιον αυτού διοικεί πάσας εν γένει τας υποθέσεις του Οργανισμού, διαχειρίζεται την ανήκουσαν εις τον οργανισμόν κινητήν και ακίνητον περιουσίαν και νέμεται ταύτην και γενικώς υποκαθίσταται εις όλα τα δικαιώματα, ενοχικά και εμπράγματα, νομής ή οιαδήποτε άλλα, υφιστάμενα υπέρ του τέως δικαιούχου της εγκαταλελειμμένης περιουσίας (ΑΠ 343/1982). Περαιτέρω, για τη διαχείριση αυτή εξακολούθησαν να ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 8 § 1 του ως άνω β.δ. «Πάσαι οι διατάξεις των ν. 2/1944, 377/1945 και 808/ 1945, αι αφορώσαι την υπό του Δημοσίου διαχείρισιν των εγκαταλελειμμένων Ισραηλιτικών ως και οι σχετικές αρμοδιότητες, ισχύουν εφεξής υπέρ του δια του παρόντος ιδρυομένου Οργανισμού», ήτοι οι διατάξεις των ν. 2/1944, 377/1945 και 808/1945. Όμως, οι διατάξεις αυτές, μετά την ίδρυση του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος, «ισχύουν εφεξής υπέρ του Οργανισμού αυτού» και όχι υπέρ του Δημοσίου, δεδομένου ότι κατά την § 2 του ίδιου άρθρου «αι διαχειριζόμεναι εγκαταλελειμμένας Ισραηλιτικάς περιουσίας Δημόσιαι Υπηρεσίαι, Οργανισμοί και οιαδήποτε νομικά και φυσικά πρόσωπα, οφείλουν να παραδώσουν εις την Διοίκησιν του Οργανισμού τα υπό την διαχείρισιν αυτών περιουσιακά στοιχεία, ως και παν σχετικόν έγγραφον», εντός προθεσμίας «μη δυναμένης να υπερβή το τρίμηνον». Συναφώς, επίσης, ορίζεται στην § 3 του ίδιου άρθρου 8 ότι «αι διατάξεις των ανωτέρω νόμων (2/1944, 377/1945 και 808/1945), στο μέτρο που αφορούν την εις τους επανεμφανιζομένους Ισραηλίτας, επιτρόπους, επιμελητάς αυτών κλπ. απόδοσιν των μεσεγγυημένων ή άλλως παρακρατουμένων ισραηλιτικών περιουσιών, δεν μεταβάλλονται δια του παρόντος». Η ισχύς τους αυτή περιορίζεται, όμως, στο πλαίσιο της σχέσης των εν λόγω προσώπων όχι πλέον με το Δημόσιο κλπ., αλλά με το μόνο πλέον αρμόδιο για τα ζητήματα αυτά νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που είναι ο ιδρυθείς με το β. δ. της 29/29 Μαρτίου 1949 (κατ’ εξουσιοδότηση του α.ν. 846/1946) «ΟΠΑΙΕ». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των νόμων 2/1944 (άρθρ. 1 και 2 § 3 εδ. β) και 808/1945 (άρθρ. 2), σαφώς, συνάγεται ότι ο ιδρυθείς «Οργανισμός Περίθαλψης και Αποκατάστασης Ισραηλιτών Ελλάδος», υποκατασταθείς στη θέση του Δημοσίου, ως προς τη διαχείριση των εγκαταλελειμμένων ισραηλιτικών περιουσιών και το, κατά το ν. 2310/1920, κληρονομικό δικαίωμα του Κράτους, επιλαμβάνεται της διαχείρισης μέχρι την απόδοσή τους στους δικαιούχους, ως εντολοδόχος αυτών. Προκειμένου για περιουσίες που ανήκουν σε αποβιώσαντες, ο Οργανισμός ενεργεί υπό την αυτήν ιδιότητα, δηλαδή ως αντιπρόσωπος των κληρονόμων μέχρι την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας των τριών μηνών, δυνάμενη να παραταθεί επί εξάμηνο, από τη δημοσίευση του διατάγματος, προς υποβολή αίτησης από τους προβάλλοντες κληρονομικά δικαιώματα ή την απόρριψη αυτής, ως προφανώς αβάσιμης, από το διοικητικό συμβούλιό του, μη έχων πρότερον νομή ιδίω ονόματι επί των κληρονομιαίων και μη δυνάμενος, πριν την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, να αρχίσει κτητική ή αποσβεστική παραγραφή αντιτακτέα κατά του κληρονόμου. Μόνο, επομένως, από την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας άπρακτης, ήτοι χωρίς την υποβολή αίτησης ή την απόρριψή της ως αβάσιμης, ο Οργανισμός άρχεται εκ του νόμου να νέμεται ως κληρονόμος (pro herede) την περιουσία αυτή που βρίσκεται στην κατοχή του, παύοντας, έκτοτε, να τη διαχειρίζεται στο όνομα και για λογαριασμό των κληρονόμων του απωλεσθέντος Ισραηλίτη, Έλληνα υπηκόου, αξιώντας υπέρ εαυτού κληρονομικό δικαίωμα. Σε ό,τι αφορά την, από το νόμο, περιέλευση των ως άνω σχολαζουσών κληρονομιών στον ΟΠΑΙΕ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου μόνου α.ν. 846/1946 και του β.δ. της 29/29 Μαρτίου 1949 (άρθρ. 2, 5, 7 και 8), γίνεται δεκτό ότι ο, δυνάμει των ως άνω διατάξεων, ιδρυθείς ΟΠΑΙΕ θεωρήθηκε ως υποκατάστατος κληρονόμος των κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου απωλεσθέντων και μη καταλιπόντων εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης κληρονόμους Ισραηλίτες (ΑΠ 511/1978). Δηλαδή, ο ΟΠΑΙΕ καθίσταται κληρονόμος από το νόμο των εν λόγω προσώπων, «αντί» του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο θα καλείτο στην κληρονομία τους, κατά το μη εφαρμοζόμενο, εν προκειμένω, άρθρο 12 ν. 2310/1920. Το δικαίωμά του αυτό, ως ex lege κληρονόμου, δεν μπορεί να αντιτάξει ο ΟΠΑΙΕ μόνο έναντι των τυχόν εκ των υστέρων (μετά την κατά το άρθρο 7 του β.δ. της 29/29.3. 1949 διαδικασία) εμφανιζόμενων κληρονόμων των ισραηλιτών που χάθηκαν κατά τα χρόνια του φυλετικού διωγμού τους (άρθρα 7 § 3 και 8 §§ 1 και 3 του ίδιου β.δ.). Το από το νόμο κληρονομικό αυτό δικαίωμα του ΟΠΑΙΕ είναι όμως αντιτάξιμο έναντι κάθε άλλου προσώπου και έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, του οποίου καταργήθηκε, με τις προαναφερόμενες διατάξεις, το γενικώς αναγνωριζόμενο σε αυτό από το νόμο κληρονομικό δικαίωμα. Σε ό,τι αφορά τη νομή του ΟΠΑΙΕ επί των πραγμάτων (κινητών και ακινήτων), που ανήκουν στις κατά τα ως άνω περιερχόμενες σε αυτόν κληρονομικές περιουσίες, αυτή αναγνωρίζεται ρητά και στο προαναφερόμενο άρθρο 5 § 1 του β.δ. 29/29.3.1949 («το διοικητικόν συμβούλιον αυτού ... διαχειρίζεται την ανήκουσαν εις τον Οργανισμόν κινητήν και ακίνητον περιουσίαν και νέμεται ταύτην...») και στο άρθρο 7 § 2 του ίδιου β.δ. («... Ο Οργανισμός επιλαμβάνεται της νομής και διαχειρίσεως της εγκαταλελειμμένης περιουσίας»). Πρόκειται, δηλαδή, για αναγνωριζόμενη ευθέως από το νόμο νομή, ανεξαρτήτως φυσικού, επί του πράγματος, εξουσιασμού (πλασματική νομή), η οποία είναι αντιτάξιμη κατά τα ως άνω (ΑΠ 735/ 2016, ΑΠ 511/1978). Η έννοια της πλασματικής νομής έγκειται στην εξασφάλιση σε ένα πρόσωπο ορισμένων πλεονεκτημάτων της νομής, μεταξύ των οποίων της προστασίας, κατά τις διατάξεις για τη νομή, και του αποκλεισμού της δυνατότητας να αποκτήσει άλλος νομή πάνω στο ίδιο πράγμα, και, έτσι, ότι τα πράγματα επί των οποίων ασκείται πλασματικά η νομή, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (πρβλ. ΑΠ 789/2021, ΑΠ 9/2019), έστω και αν δεν είναι «εκτός συναλλαγής», κατά το άρθρο 966 ΑΚ, ούτε μπορεί να αντιταχθεί κατά του ανωτέρω Οργανισμού η εικοσαετής παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής (πρβλ. ΟλΑΠ 15/2004, ΑΠ 855/ 2021, ΑΠ 181/2017), που προβλέπεται, γενικώς, από τις διατάξεις των άρθρων 249, 251, 1094 και 1095 ΑΚ, και επέρχεται από μόνη την παράλειψη του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του επί μία εικοσαετία (ΑΠ 338/2022, ΑΠ 590/201, πρβλ. ΑΠ 855/ 2021). Ο ως άνω Οργανισμός δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει το θάνατο του Ισραηλίτη δικαιοπαρόχου του, γιατί ο θάνατος αυτός έγινε κατά μαχητό τεκμήριο, και μετά τη πάροδο άπρακτης της κατά τα εκτιθέμενα τρίμηνης (ή εξάμηνης προθεςμίας) από την ίδρυσή του, αποκτά αυτοδικαίως, ως υποκατάστατος κληρονόμος, τη κληρονομία των Ισραηλιτών αυτών χωρίς να απαιτείται για τη κτήση της κληρονομίας υπεισέλευση σ’ αυτή ρητή ή σιωπηρή (ΑΠ 735 /2016, ΑΠ 343/1982, ΑΠ 511/1978, ΑΠ 1227/1975). Ενόψει των προαναφερθέντων, η πλασματική νομή του ανωτέρω ν.π.δ., ακόμη και αν δεν υπάρχει (αρχικά ή/και μεταγενέστερα από πραγματική νομή) φυσικός εξουσιασμός επί των κληρονομιαίων ακινήτων των εκδιωχθέντων, για φυλετικούς λόγους, κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Ισραηλιτών, Ελλήνων, το ανεπίδεκτο χρησικτησίας επί των ακινήτων αυτών και η μη παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής του ανωτέρω ν.π.δ.δ., που είναι αντιτάξιμη εναντίον όλων, κατά τα ως άνω, δηλαδή και του Δημοσίου, προκύπτουν ευθέως και αμέσως από τις προαναφερθείσες διατάξεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο ειδικός σκοπός του ανωτέρω ν.π.δ.δ. αποκατάστασης και περίθαλψης των επιζώντων Ελλήνων Ισραηλιτών.

Κ.Γ.