ΑΠ 1708/2023

73
2025
04

 

Άρειος Πάγος (Α2΄ Τμήμα)

Αριθ. 1708/2023

 

Πρόεδρος: Θ. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος 

Εισηγήτρια: Π. Γκουδή-Νινέ, Αρεοπα­γί­της

Δικηγόροι: Π. Αβρίθης, Δ. Δρόσος 

 

Σύμβαση έργου. Αμοιβή εργολάβου. Υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου και υπολογισμός τοκοδοσίας επί ΦΠΑ. Ημερομηνία έναρξης τοκοφορίας απαίτησης (Άρθρα 1-4, 8, 14, 16, 19, 21, 35-36 ν. 2859/2000- Κώδικας ΦΠΑ, 361, 425, 681, 694 ΑΚ, 69, 559, 580 ΚΠολΔ).

 

(…) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι, με τη σύμβαση έργου, ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης και να παραδώσει τούτο, εκπληρώνοντας την κύρια συμβατική υποχρέωσή του και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου, ήτοι την περιέλευση του έργου στη δική του σφαίρα εξουσίασης. Ο εργολάβος, κατ’ εξαίρεση από τις γενικές αρχές που ισχύουν στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, έχει, έναντι του κυρίου του έργου, υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος τόσο την κύρια υποχρέωσή του, δηλαδή εκείνη της κατασκευής του έργου, όσο και κάθε άλλη υποχρέωση, η οποία, βάσει συμβατικού όρου (άρθρο 361 ΑΚ), ανάγεται σε κύρια υποχρέωση, δηλαδή υποχρεούται σε προεκπλήρωση. Μόλις δε προβεί σε εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεών του, δικαιούται να ζητήσει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου (ΑΠ 381/ 2021, ΑΠ 778/2013, ΑΠ 1788/2013) … Στην προ­κείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 124/2020 απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) διατηρεί επιχείρηση χωματουργικών εργασιών και τεχνικών έργων στην Κω. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της συνήψε την 23.3.2005 με την εναγόμενη (αναιρεσείουσα) εταιρία σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει εντός του οικοπέδου του ξενοδοχείου «...» εργασίες εκσκαφής και διαμόρφωσης χώρων, ενόψει ανακαίνισης του ξενοδοχείου. Με βάση το ως άνω συμφωνητικό η δήλη ημέρα στην οποία οι εργασίες έπρεπε να ολοκληρωθούν ήταν η 30.6. 2005 και η αμοιβή συμφωνήθηκε στο ποσό των 50.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ, ενώ συμφωνήθηκε ότι θα καταβληθεί σταδιακά κατά την πρόοδο των εργασιών. Όπως αποδείχθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο οποίος είναι σύζυγός της και έχει άμεση γνώση, καθώς είναι αυτός που χειρίζεται τα μηχανήματα στην επιχείρηση της συζύγου του, το έργο αφορούσε στην πραγματικότητα εργασίες σε δύο γειτονικά ξενοδοχεία, τα οποία ανήκαν στην εναγόμενη εταιρία, γεγονός που δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της εναγόμενης, ότι πρόκειται για άλλη εταιρία, ισχυρισμός που δεν προβλήθηκε καν κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (πρέπει να σημειωθεί ότι το ΦΕΚ που προσκομίζεται από την εκκαλούσα αφορά το έτος 2013-2014, δηλαδή πολύ μεταγενέστερα της σύμβασης). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έργο ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2005, όπως και είχε συμφωνηθεί, αλλά παρά το γεγονός αυτό στην ενάγουσα καταβλήθηκε το ποσό των 27.800 ευρώ μόνο. Η εναγόμενη εταιρία μετά την ολοκλήρωση του έργου αρνήθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό της αμοιβής της ενάγουσας παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Λόγω της μη πληρωμής της αμοιβής η ενάγουσα δεν εξέδωσε τιμολόγιο παρά μόνο το έτος 2010. ( ...). Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη ανέθεσε το 2006 στην ως άνω εταιρία να διενεργήσει χωματουργικές εργασίες έναντι αμοιβής περίπου 75.000 ευρώ, συνεπώς δεν είναι δυνατό, με βάση τους κανόνες της λογικής, να αφορούν οι εργασίες αυτές το έργο της ενάγουσας, το οποίο και αν ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί, πάντως είχε καταβληθεί ήδη ποσό 27.800 ευρώ. (…) Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εκτέλεσε το έργο, ενώ η εναγόμενη δεν κατέβαλε την συμφωνηθείσα αμοιβή, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος (εννοεί η εναγομένη) να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 28.200 ευρώ, νομιμότοκα από την 30.6.20005, δήλη ημέρα παράδοσης του έργου. Εφόσον τα ίδια έκρινε και η εκκαλούμενη, δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Για αυτό όλοι οι λόγοι της εφέσεως που αναφέρονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων πρέπει να απορριφθούν». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας - εναγομένης κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης ως ουσιαστικά βάσιμη και είχε υποχρεώσει την αναιρεσείουσα να καταβάλει σ’ αυτή το πιο πάνω ποσό των 28.200 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της εκτέλεσης και παράδοσης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης του ανατεθέντος σ’ αυτήν έργου, ώστε να δικαιούται το υπόλοιπο της αμοιβής της ποσού 22.200 ευρώ, διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 681 και 694 του Α.Κ., και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, περί συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, με τις υποστηρίζουσες την ως άνω κρίση αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές: α) Ότι συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης και της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, στις 23.3.2005, σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα ανέλαβε να εκτελέσει στο οικόπεδο του ξενοδοχείου «...» της εναγομένης εργασίες εκσκαφής έναντι αμοιβής 50.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ (6.000 ευρώ), β) Ότι ως δήλη ημέρα παράδοσης του έργου συμφωνήθηκε η 30.6.2005, η δε αμοιβή συμφωνήθηκε να καταβληθεί σταδιακά και να εξοφληθεί με την παράδοση του έργου, γ) Ότι οι εργασίες εκτελέσθηκαν σε δύο γειτονικά ξενοδοχεία που ανήκαν και αυτά στην εναγομένη και όχι σε άλλη εταιρία και δ) Ότι το έργο ολοκληρώθηκε από την ενάγουσα και όχι από την εταιρία «Αφοί ... Ο.Ε.», και παραδόθηκε, όπως είχε συμφωνηθεί, τον Ιούνιο του 2005, ενώ η εναγομένη έναντι της αμοιβής κατέβαλε μόνο το ποσό των 27.800 ευρώ και, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, αρνήθηκε να καταβάλει το υπόλοιπο της αμοιβής. Επομένως, ο πρώτος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι δεν έχει νόμιμη βάση, διαλαμβάνοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, είναι αβάσιμος.

(…) Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1,  3 § 1, 4, 8 § 1, 14 § 1, 16 §§ 1 και 2, 19 § 1, 21, 35 § 1 και 36 του ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (ΦΕΚ Α' 248), ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο το ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α' 125) που εισήγαγε τον ανωτέρω φόρο στη χώρα, με τις επελθούσες αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του, οι οποίες ως ειδικές, υπερισχύουν αυτών του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 425 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι «τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», σαφώς προκύπτει, ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά ΦΠΑ, ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του, εφ’ όσον ο εργολάβος προβεί στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σ’ αυτά ΦΠΑ στην αρμόδια ΔΟΥ, εντός των χρονικών ορίων που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον επιδιώξει από αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικώς, κατ’ εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 170/2021, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 659/2014), εκτός αν ο εργοδότης επικαλεσθεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του (ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 1598/2011). Σε περίπτωση δε, που κατά το χρόνο παράδοσης του έργου δεν έχει εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο ή η απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον εργολάβο, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής (ήτοι στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει την φορολογική αξία (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά (ΑΠ 164/2020, ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 80/1999). Η εν λόγω απαίτηση του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την οφειλή του φόρου προστιθέμενης αξίας μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά την διάταξη του άρθρου 69 § 1 περ. ε΄ του ΚΠολΔ (ΑΠ 164/2020, ΑΠ 1113/ 2017). Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση καταβολής της ως άνω οφειλής, δεν αρκεί η στο μέλλον εξόφληση της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εργοδότη, αλλά απαιτείται επί πλέον και η έκδοση από τον εργολάβο, κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής του, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου (ΑΠ 732/2022, ΑΠ 164/2020, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 1113/2017). Αυτονόητη προϋπόθεση της απαίτησης αυτής προς καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας, ως παρεπομένης στη κύρια οφειλή της αμοιβής του εργολάβου για την από αυτόν παροχή υπηρεσιών, είναι η ύπαρξη της τελευταίας αυτής απαίτησης του εργολάβου έναντι του εργοδότη (ΑΠ 1113/2017). Το ποσό αυτό υποχρεούνται να καταβάλει ο εργοδότης - εναγόμενος με το νόμιμο τόκο από την ημέρα έκδοσης από τον εργολάβο - ενάγοντα του σχετικού τιμολογίου παροχής υπηρεσιών και παράδοσης αυτού στον εναγόμενο μέχρι την πλήρη εξόφληση (ΑΠ 732/2022).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 και 9 του ΚΠολΔ, αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας - εναγομένης ως προς το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας της απαίτησης της αντιδίκου της και την υποχρέωσε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 28.200 ευρώ (22.200 ευρώ ως κεφάλαιο και 6.000 ευρώ ως ΦΠΑ του τιμολογίου) νομιμότοκα από 30.6.2005 (παράδοση του έργου), ενώ η ενάγουσα εξέδωσε το τιμολόγιο για το εκτελεσθέν έργο στις 25.1.2010 και συνεπώς η υποχρέωσή της προς καταβολή τόκων, τουλάχιστον, επί του ΦΠΑ γεννήθηκε μετά την έκδοση τιμολογίου και η όχλησή της έγινε με την αγωγή και ότι έτσι επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ωστόσο, με τις ως άνω αιτιάσεις, εκτιμώμενες ενιαίως, προβάλλεται ουσιαστικά η από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αφού η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή των διατάξεων περί ΦΠΑ, ήτοι για επιδίκαση τόκων επί του ποσού του ΦΠΑ για τον προγενέστερο, της έκδοσης του σχετικού παραστατικού για την απαίτηση (αμοιβή) της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας, χρόνο.

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, η τοκοδοσία επί του ποσού του ΦΠΑ γεννάται από την ημέρα έκδοσης από τον εργολάβο - ενάγοντα του σχετικού παραστατικού για το εκτελεσθέν έργο και παράδοσης αυτού (παραστατικού) στον εναγόμενο μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το εκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη, λόγω μη πληρωμής της αμοιβής της, εξέδωσε το σχετικό τιμολόγιο το έτος 2010, χωρίς, όμως, να αναφέρει συγκεκριμένη ημερομηνία, καθώς και την παράδοση αυτού στην αναιρεσείουσα, παρόλα αυτά έκρινε ότι η τελευταία υποχρεούται να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το συνολικό ποσό των 28.200 ευρώ (22.200 ευρώ ως κεφάλαιο και 6.000 ευρώ ως ΦΠΑ του τιμολογίου) νομιμότοκα από 30.6. 2005, ημερομηνία παράδοσης του έργου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο επιδίκασε και το ποσό 6.000 ευρώ (ΦΠΑ του τιμολογίου) νομιμότοκα από 30.6. 2005, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2 § 1, 3 § 1,  4,  8 § 1, 14 § 1, 16 §§ 1 και 2, 19 § 1, 21, 35 § 1 και 36 του ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», δεδομένου ότι, κατά τις ως άνω ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το σχετικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εκδόθηκε από την αναιρεσίβλητη σε χρόνο μεταγενέστερο και συγκεκριμένα το έτος 2010.

Γ.Σ.Γ