ΑΠ 1584/2023

73
2025
04

 

Άρειος Πάγος (Α1΄ Τμήμα)

Αριθ. 1584/2023

 

Προεδρεύουσα: Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Α­ρεοπαγίτης 

Εισηγητής: Φ. Μουζάκης, Αρεοπα­γί­της

Δικηγόροι: Α. Πιστικός, Μ. Τριχιάς

 

Ανωτέρα βία. Ασθένεια δικηγόρου. Περιστατικά. Αίτηση επαναφοράς, Αναιρετικός έλεγχος της έννοιας της ανωτέρας βία. Απώλεια προθεσμίας. Συνιστά περιστατικό ανωτέρας βίας η σοβαρή ασθένεια δικηγόρου που υπέστη οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου (Αρθρ. 6 § 1 ΕΣΔΑ, 152 § 1, 559 περιπτ. 1 & 14  ΚΠολΔ).

 

(…) Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια του άρθρου 152 § 1 ΚΠολΔ, θεωρείται κάθε παρακωλυτικό της τήρησης δικονομικής προθεσμίας γεγονός, που ήταν απρόβλεπτο (ή ανεπίτρεπτο) και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και σύνεσης, συνεπαγόμενο αντικειμενικά, χωρίς, δηλαδή, οποιοδήποτε πταίσμα του διαδίκου, του πληρεξούσιου δικηγόρου του ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, μη εξαιρουμένης ούτε της ελαφράς αμέλειας των τελευταίων, την παρακώλυση του αιτούντος διαδίκου στην τήρηση της δικονομικής προθεσμίας. Κατά την εξειδίκευση της αορίστου νομικής έννοιας της ανωτέρας βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου και ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 152 § 1 ΚΠολΔ, αυτή ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια εκείνης του ουσιαστικού δικαίου. Διαφοροποιείται, όμως, έναντι της τελευταίας μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο, λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενό της, επομένως, η «δικονομική» ανώτερη βία είναι η κατάστασή της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας από μέρους του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, αδυναμίας ανταπόκρισης σε δικονομικό βάρος του, εξαιτίας της οποίας η διαδικαστική πράξη του πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Στην έννοιά της περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιο εξαιρετικής φύσης γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από τον διάδικο ούτε με την επίδειξη άκρας επιμελείας και συνέσεως, ανεξάρτητα εάν είναι εξωτερικό γεγονός ή όχι (ΟλΑΠ 29/1992, ΑΠ 275/2019, ΑΠ 178/2011, ΑΠ 366/2010, ΑΠ 518/2010, ΑΠ 1587 - 8/2009, ΑΠ 308/2007 Νόμος). Η εξειδίκευση, ειδικότερα, της έννοιας της ανώτερης βίας στο χώρο του δικονομικού δικαίου, το οποίο δεν επιδιώκει να εξισορροπήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τα δημόσια συμφέροντα της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης, αφενός, και της ασφάλειας και βεβαιότητας της διαδικασίας, αφετέρου, εναρμονίζεται και με τη θεμελιακή αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ), η οποία δεν επιτρέπει την έκπτωση του διαδίκου από την άσκηση δικονομικής ευχέρειας, αν δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα (ΑΠ 275/2019). Η αίτηση επαναφοράς, απευθυνόμενη στο κατά νόμο αρμόδιο δικαστήριο, ασκείται είτε με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις, είτε με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο και στο υποχρεωτικό περιεχόμενό της ανήκει η αναφορά των λόγων, για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η ως άνω προθεσμία, του χρόνου άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου, καθώς και των αποδεικτικών μέσων για την εξακρίβωση της αληθείας τους, ώστε να μπορέσει το δικαστήριο, χωρίς την έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, να σχηματίσει σχετική δικανική πεποίθηση (ΑΠ 275/2019, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 980/2008, ΑΠ 462/2002). Ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας, που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποτελεί ένδικο βοήθημα, χωρίς να υποκαθιστά οποιοδήποτε ένδικο μέσο, παρέχει τη δυνατότητα της, με δικαστική παρέμβαση, άρσης νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο κατάστασης, που δημιουργήθηκε από τη μη τήρηση της ορισμένης ως άνω προθεσμίας για δύο λόγους, δηλαδή την ανωτέρα βία ή το δόλο του αντιδίκου του. Περαιτέρω, γεγονός δικονομικής ανώτερης βίας αποτελεί και η αιφνίδια και απρόβλεπτη σοβαρή ασθένεια του µόνου πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου, λόγω της οποίας κατέστη αδύνατη τόσο η άσκηση της έφεσης από αυτόν, όσο και η έγκαιρη ειδοποίηση του εντολέα του για την αντικατάστασή του. Όμως, δεν συνιστά ανωτέρα βία η ελαφρά ασθένεια του δικηγόρου, η οποία δεν εµπόδιζε αυτόν να επικοινωνήσει µε άλλον δικηγόρο έστω και µη συνεργάτη του και να αναθέσει σ’ αυτόν την εντολή άσκησης του ενδίκου µέσου. Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί εντός προθεσμίας τριάντα ηµερών από την ηµέρα της άρσης του κωλύµατος που συνιστά την ανώτερη βία ή από τη γνώση του δόλου. Η αίτηση επαναφοράς γίνεται µε το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων ή µε τις προτάσεις ή µε ιδιαίτερο δικόγραφο και απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο είναι αρµόδιο για την έφεση. Πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η έφεση δεν ασκήθηκε εµπρόθεσµα, καθώς και τα αποδεικτικά µέσα για την εξακρίβωση της αλήθειάς τους. Αν η ανωτέρα βία συνίσταται σε ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, πρέπει να προσδιορίζεται το είδος και η διάρκεια της, ώστε να δύναται το δικαστήριο να κρίνει αν αποτέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης και αν τον εμπόδισε να ενεργήσει με άλλο δικηγόρο έστω και μη συνεργάτη του. Η συζήτησή της γίνεται μαζί με την συζήτηση περί του παραδεκτού της έφεσης, ενώ, αν η αίτηση γίνει δεκτή, κρίνεται παραδεκτή η έφεση, διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 2021/2017, ΑΠ 456/2013). Εξάλλου, στο χώρο του δικονομικού δικαίου η ανώτερη βία συνιστά κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, μ' αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη. Ως προς αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Όμως η συνδρομή αυτής καθαυτής της ανώτερης βίας, δηλαδή η εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας από το δικαστήριο της ουσίας, ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, για να διαπιστωθεί, αν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο υπόψη δικόγραφο ή αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεδειγμένα, δικαιολογούν την κρίση του ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός συνιστά ή όχι ανώτερη βία στο πλαίσιο ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην έννοια αυτή (ΑΠ 800/2019, ΑΠ 219/2016, ΑΠ 490/2009).

Με τον πρώτο από τους λόγους αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 152 § 1 του Κ.Πολ.Δ. κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της ανωτέρας βίας, την οποία εσφαλμένα εφάρμοσε, αφού το Εφετείο αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο για τη θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος του αντιδίκου της και, επομένως, το ως άνω δικαστήριο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. … απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, των δικογράφων των διαδίκων, καθώς και των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας, η αναιρεσείουσα επέδωσε στον ήδη αναιρεσίβλητο την υπ’ αριθ. …  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 24.5.2018, ενώ ο τελευταίος κατέθεσε την έφεσή του στο αρμόδιο τμήμα της γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την σωρευόμενη σε αυτήν αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, την 20.7.2018 και - κατόπιν της καταθέσεως του δικογράφου της στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, στις 23.7.2018, για ορισμό δικασίμου - την επέδωσε στην αναιρεσείουσα στις 25.7.2018. Μεταξύ άλλων, στη σωρευόμενη στην έφεση αίτηση επαναφοράς πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ο εκκαλών και ήδη αναιρεσίβλητος, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτησή του αυτή, ιστορούσε συγκεκριμένα ότι «Επειδή, συγκεκριμένα, εξαιτίας ανωτέρας βίας, συγκεκριμένα λόγω αιφνίδιας σωματικής νόσου του πληρεξουσίου μου δικηγόρου, ο οποίος διαρκούσης της προθεσμίας της εφέσεως υπέστη στις 09.06.2018, ήτοι κατά την 16η ημέρα της σχετικής προθεσμίας, οξύ κατώτερο έμφραγμα του μυοκαρδίου και εισήχθη στη μονάδα εμφραγμάτων της Β' Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ», από την οποία εξήλθε στις 14.06.2018 με σειρά ιατρικών οδηγιών, μεταξύ των οποίων η αυστηρή αποφυγή σωματικής κοπώσεως και η αποχή από οιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα για χρονικό διάστημα ενός (1) μηνός και ως εκ τούτου δεν κατέστη δυνατή η τήρηση της προθεσμίας ενός (1) μηνός από την επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επειδή εν όψει των ανωτέρω συντρέχει περίπτωση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ήτοι την επανέναρξη της μηνιαίας προθεσμίας για την άσκηση της εφέσεως, η οποία διεκόπη την 9η Ιουνίου 2018, από την 15η Ιουλίου 2018, ημερομηνία κατά την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου μπορούσε να ασχοληθεί εκ νέου με την επαγγελματική του δραστηριότητα και να προβεί στη διενέργεια της εξεταζόμενης διαδικαστικής ενέργειας. Επειδή προς διαπίστωση της αληθείας των αναφερομένων ως άνω λόγων, για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η τήρηση της προθεσμίας, επικαλούμαι: α) το από 14.06.2018 Εξιτήριο της Β' Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «Α.», που υπογράφεται από τον Επιμελητή …, Κ.Φ. και β) το από 18.06.2018 Ιατρικό Σημείωμα του … Λ.Ε. (.....), ως αποδεικτικά στοιχεία περί της νοσηλείας και της ακόλουθης πλήρους αδυναμίας του πληρεξουσίου δικηγόρου μου να ασκήσει τα καθήκοντά του από 09.06.2018 μέχρι και 14.07.2018». Όπως δε, αντιστοίχως, γίνεται δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (πρώτη σελίδα 3ου φύλλου, προτελευταία και τελευταία περίοδος αυτής έως και πρώτη περίοδο δεύτερης σελίδας του ιδίου φύλλου αυτής) «.... Όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο, από 14.6.2018 εξιτήριο του άνω νοσοκομείου, ο άνω πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου, και εισήχθη στην καρδιολογική κλινική του άνω νοσοκομείου, όπου υπεβλήθη στην άνω επέμβαση νοσηλεύθηκε δε έως 14.6.2018, οπότε εξήλθε με ιατρική οδηγία για αποφυγή σωματικής κόπωσης και αποχή από την εργασία του, για χρονικό διάστημα ενός μηνός μετά την έξοδό του. Οπότε η προθεσμία έφεσης των 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης (άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ) στον εκκαλούντα, η οποία είχε εκκινήσει από 24.5.2018 διεκόπη από 9.6.2018 έως και 14.7.2018, (την 16η ημέρα της προθεσμίας,) λόγω της ως άνω αιφνίδιας ασθένειας του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που συνιστά ανωτέρω βία κατά την έννοια που εκτέθηκε στην νομική σκέψη και μέχρι την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης (με τη σωρευόμενη αίτηση επαναφοράς) την 20.7.2018 στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου [και την επίδοση αυτής στην εφεσίβλητη την 25.7.2018, όπως προκύπτει από την αριθ. …/25.7.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου …, Ι.Π.], δεν είχε παρέλθει η 30ήμερη προθεσμία και ως εκ τούτου η έφεση πρέπει να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα». Υπό τις ανωτέρω παραδοχές - και αναφερόμενη η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην προηγηθείσα σε αυτή νομική σκέψη, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, «...Όμως, δεν συνιστά ανωτέρα βία η ελαφρά ασθένεια του δικηγόρου, η οποία δεν εμπόδιζε αυτόν να επικοινωνήσει με άλλον δικηγόρο έστω και μη συνεργάτη του και να αναθέσει σ’ αυτόν την εντολή άσκησης του ενδίκου μέσου (ΑΠ 2021/ 2017)» - έστω και με συνοπτικές παραδοχές δέχεται, αν και σιωπηρά, ότι, η ως άνω αιφνίδια και απρόβλεπτη ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου (που παραπάνω, διηγηματικώς, εκτίθεται ότι ήταν ο μόνος πληρεξούσιος δικηγόρος του) ότι η ασθένεια αυτή ήταν σοβαρή, αφού, όπως κατωτέρω αναφέρεται, «συνιστά ανωτέρα βία κατά την έννοια που εκτέθηκε στην άνω νομική σκέψη» (εφόσον η έννοια αυτής - ανωτέρας βίας - δεν συντρέχει, κατά την προεκτεθείσα νομική σκέψη, επί ελαφράς ασθενείας). Το γεγονός δε αυτό (της σοβαρότητας της ασθένειας - οξύ κατώτερο έμφραγμα του μυοκαρδίου), πέραν του ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν συνιστά «ελαφρά ασθένεια», ώστε να θεωρείται ότι δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας και ότι ο υποστάς αυτό είναι σωματικά και ψυχολογικά σε τέτοια κατάσταση που να του επιτρέπει να ασχολείται με τις επαγγελματικές του υποθέσεις, επιρρωνύεται (σε σχέση με τη συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας) και από ότι, με βάση τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσιβλήτου εξήλθε από την καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου «Αττικόν» με ιατρική οδηγία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην απόφαση εξιτήριο και ιατρικό σημείωμα, για αυστηρή αποφυγή σωματικής κόπωσης και αποχή από την εργασία του για χρονικό διάστημα ενός μηνός μετά την έξοδό του, ενώ, τέλος, η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, περί της συνδρομής περιπτώσεως ανωτέρας βίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, εναρμονίζεται και με τη θεμελιακή αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ), η οποία δεν επιτρέπει την έκπτωση του διαδίκου από την άσκηση δικονομικής ευχέρειας, αν δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα. Επομένως, το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 152 § 1 ΚΠολΔ, κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της «ανωτέρας βίας», ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της, την οποία ορθώς εφάρμοσε, χωρίς να απαιτούνται επιπλέον στοιχεία για την εξειδίκευσή της και δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές της αποφάσεως, συνέτρεχαν οι νόμιμες σχετικές προϋποθέσεις και, κατά συνέπεια, είναι αβάσιμος ο πρώτος, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση με εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 152 επ. ΚΠολΔ δέχθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση ανωτέρας βίας και ότι είχε υποβληθεί εμπροθέσμως η αιτούμενη από τους αναιρεσείοντες επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Για τους ίδιους δε λόγους, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος από τους λόγους αναιρέσεως, που προβάλλεται, αντιστοίχως, με βάση τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, μη απαιτουμένου οποιουδήποτε άλλου στοιχείου για το ορισμένο της αιτήσεως επαναφοράς, αφού, για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της ανωτέρας βίας, η επικληθείσα αιφνίδια και απρόβλεπτη ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσιβλήτου παρίστατο ως σοβαρή (δεδομένου ότι αναφερόταν πως εδόθησαν οι αναφερόμενες, με βάση τα επικαλούμενα ιατρικά σημειώματα, οδηγίες για «...αυστηρή αποφυγή σωματικής κοπώσεως και η αποχή από οιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα για χρονικό διάστημα ενός (1) μηνός») και αυτό εξετίθετο επαρκώς στην αίτηση επαναφοράς, τα δε λοιπά ζητήματα αποτελούσαν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και, επομένως, δεν παραβίασε τη διάταξη του ως άνω άρθρου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μη κηρύσσοντας απαράδεκτο.

Γ.Σ.Γ