ΠλΟλΑΠ 2/2025

73
2025
04

 

Άρειος Πάγος

(Πλήρης Ολομέλεια)*

Αριθ. 2/2025

 

Πρόεδρος: Ι. Κλάπα-Χριστοδουλέα

Εισηγητής: Ε. Θεοδωρακοπούλου, Αρεοπαγίτης 

Εισαγγελέας: Α. Ζήσης, Αντεισαγγελέας

Δικηγόροι: Γ. Νικολακόπουλος, Σ. Παναγιωτάκης, Ι. Μακρής

 

Αντισυνταγματικότητα νόμου, αμνηστία, ειδική παραγραφή, κρυπτοαμνηστία: Αναδρομική και οριστική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων εγκλημάτων (που αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν με βάση ελέγχους των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και για ορισμένα πρόσωπα (αιρετών και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού), με αποτέλεσμα την άρση του αξιοποίνου αυτών, με την οριστική παύση των ποινικών και πειθαρχικών διώξεων εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασίας καταλογισμού σε βάρος τους και στην εξαφάνιση των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν. Η διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 είναι αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 47 § 4 και 26 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη και είναι βάσιμος ο μοναδικός από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγος για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αντίθετη μειοψηφία κατά την οποία η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Άρθρα 26 και 47 Σ, 67 και 68 ν. 4735/2020, 510 § 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ).

 

Παραδεκτά εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' Βαθμού). Η αίτηση αυτή παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια κατόπιν ομόφωνης απόφασης του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 § 2 εδ. γ' περ. γ' του ν. 4938/2022 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), στο οποίο ορίζεται ότι .... «Στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται: .... γ) οι περιπτώσεις που το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού» (επομένως, και εξ αντιδιαστολής, και όταν τμήμα του ΑΠ καταφάσκει την αντισυνταγματικότητα νόμου), προκειμένου να κριθεί το ζήτημα αν η διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 αντιβαίνει στα άρθρα 4 § 1, 26 και 47 §§ 3, 4 του Συντάγματος, όπως δέχθηκε και η προαναφερθείσα απόφαση. Με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών [...], ενώ κατά δε τη διάταξη του άρθρου 93 § 4 του Συντάγματος «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Η έρευνα όμως της αντισυνταγματικότητας ή μη ενός κανόνος δικαίου θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ και σύνεση, καθώς και με θεσμική προσέγγιση, ενόψει του ότι και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη νομοθετική λειτουργία πηγάζει και αυτή από τον κυρίαρχο λαό, έκφραση της δήλωσης του οποίου και συνιστά. 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 47 §§ 3 και 4 του Συντάγματος: «3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Αμνηστία, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αποτελεί μία πολιτειακή πράξη, που οδηγεί σε αναδρομική εξάλειψη του αξιόποινου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων, με αποτελέσματα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την αναδρομική εξαφάνιση των τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της. Από την αμνήστευση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν δεν επηρεάζεται η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθ' εαυτών. Η αμνήστευση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί. Επομένως, με την αμνηστία παρέχεται νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αμνηστίας είναι ότι η χορήγηση αυτής περιορίζεται, με τη διάταξη της § 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, μόνο στα «πολιτικά εγκλήματα», με σκοπό τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, υπό την προϋπόθεση, πάντως, της αυξημένης ως άνω πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών. Αντιθέτως, η αμνηστία για τα «κοινά εγκλήματα» αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο είτε ατομικό, είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επ' αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Είναι, συνεπώς, η αμνηστία για τα κοινά εγκλήματα ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) και, για το λόγο αυτό, απαγορεύεται με την ως άνω διάταξη του άρθρου 47 § 4 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 11/2011, ΟλΑΠ 12/2001). Περαιτέρω, η παραγραφή, η οποία, επίσης, επέρχεται μετά την πράξη, είναι απλή περίσταση, η οποία ανεξάρτητα από τους όρους υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης, εκ της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στο νόμο (άρθρα 111 επ. του ΠΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρα 310 § 1 περ. β' και 368 περ. β' του ΚΠΔ), χωρίς να επιφέρει αναδρομική εξαφάνιση και του αξιόποινου της πράξης. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής, είναι η εκ της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Ποίος είναι ο χρόνος, εκ της παρέλευσης του οποίου επέρχεται η αποδυνάμωση αυτή, ορίζεται κάθε φορά στο νόμο και, κατά την επιλογή του χρόνου αυτού, ο νομοθέτης, δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η προβλεπόμενη στον Ποινικό Κώδικα παραγραφή και οι λοιποί λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου διακρίνονται σαφώς από την περιστασιακή αμνηστία, διότι εκείνοι δεν θεσπίζονται εκ των υστέρων για την κατάργηση των ποινικών συνεπειών ορισμένων διαπραχθέντων ήδη εγκλημάτων, αλλά αφορούν απροσώπως την πράξη. Εκτός από τη συνήθους διάρκειας γενική παραγραφή του ΠΚ, θεσπίζεται για ορισμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, παραγραφή μεγαλύτερης ή μικρότερης της συνήθους διάρκειας (όπως για τα εγκλήματα του Τύπου), καθώς και η ειδική παραγραφή. Ειδικότερα, ο θεσμός της ειδικής παραγραφής, που αποτελεί ένα λόγο εξάλειψης του αξιόποινου, αν και δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά, αναγνωρίζεται στη νομολογία (ΟλΑΠ 11/2001, ΟλΑΠ 672/1982) και στη θεωρία ως ένας αυτοτελής θεσμός μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής. Ως νομική του βάση θεωρείται το ίδιο το Σύνταγμα και συγκεκριμένα η αναγνώριση από αυτό της αρμοδιότητας στη Βουλή να αποφασίζει για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τη θεμελίωση αξιοποίνου και την άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής. Για το λόγο αυτό, γίνεται δεκτό ότι ο νομοθέτης μπορεί να επαυξάνει ή να μειώνει τον χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων, τάσσοντας προϋποθέσεις ή αιρέσεις για την εξάλειψη του αξιοποίνου, εφόσον αυτό επιβάλλεται για την αποτελεσματικότερη, κατά την γνώμη του, άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής και υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις έχουν γενικό χαρακτήρα. Η εν λόγω παραγραφή χρησιμοποιείται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις, κατά την κρίση του νομοθέτη, έχουν αποδυναμώσει, στην συγκεκριμένη περίπτωση, τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή της ποινής. Η συνάφεια της ειδικής παραγραφής με την αμνηστία έγκειται στο γεγονός ότι και οι δύο θεσμοί οδηγούν σε εξάλειψη του αξιοποίνου. Ωστόσο, οι θεσμοί αυτοί δεν πρέπει να ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους, γιατί έχουν σημαντικές διαφορές και συγκεκριμένα η ειδική παραγραφή: α) θεσπίζεται μόνο στο πλαίσιο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής, με στόχο την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και των φυλακών, και, ευρύτερα, την ελάφρυνση της ποινικής δικαιοσύνης, χωρίς να αποβλέπει αποκλειστικά στην εκτόνωση των πολιτικών εντάσεων, όπως η αμνηστία, β) χορηγείται και για κοινά εγκλήματα, σε αντίθεση με την αμνηστία που αναγνωρίζεται μόνο στα πολιτικά εγκλήματα, γ) θεσπίζεται για κατηγορίες εγκλημάτων, που ορίζονται με γενικά κριτήρια (όπως π.χ. όλα τα εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, εφόσον τελέσθηκαν μέχρι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, πρβλ. και ΟλΑΠ 672/1982), σε αντίθεση με την αμνηστία που χορηγείται για εγκλήματα που προσδιορίζονται με βάση ιδιότητες που αφορούν τους δράστες ή τους στόχους τέλεσης της πράξης, δ) εξαλείφει υπό όρους το αξιόποινο, δηλαδή εφόσον ο δράστης δεν τελέσει έγκλημα εντός ορισμένης προθεσμίας, ενώ η αμνηστία εξαφανίζει αναδρομικά και οριστικά το αξιόποινο ήδη από τον χρόνο της χορήγησής της και ε) μπορεί να οδηγήσει σε εξάλειψη του αξιοποίνου μόνο όταν δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη, ενώ η αμνηστία εξαλείφει το αξιόποινο ακόμη και των εγκλημάτων για τα οποία έχουν εκδοθεί αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις. Εξάλλου, τα δικαστήρια, κατά την έρευνα της συνταγματικότητας των νόμων (άρθρο 93 § 4 του Συντάγματος), ελέγχουν, αν συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, η οποία θεσπίζει ειδική παραγραφή, που είναι επιτρεπτή σε όλα τα εγκλήματα, υποκρύπτει αμνηστία, που είναι επιτρεπτή μόνον επί πολιτικών εγκλημάτων, γιατί το ζήτημα αν πρόκειται για αμνηστία ή ειδική παραγραφή, είναι ζήτημα νομικό, εξαρτώμενο από τη φύση και τις συνέπειες του μέτρου. Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης (λ.χ. «εξάλειψη του αξιοποίνου», «ειδική παραγραφή»), η οποία (ονομασία) μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου (Ολ ΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 11/2001, 12/2001). Δεν μπορεί δε ο έλεγχος αυτός να θεωρηθεί αμφισβήτηση της ειλικρίνειας του νομοθέτη και έλεγχος των σκέψεων και των ελατηρίων του, αφού ο νομοθετικός του μέτρου χαρακτηρισμός, μπορεί να είναι και εσφαλμένος και, πάντως, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί συνταγματική υποχρέωση των δικαστηρίων. Επομένως, εναπόκειται στην ερμηνευτική εργασία του δικαστή να διαπιστώσει, με χρήση καθαρά νομικών κριτηρίων, αν μία συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, με την οποία εξαλείφεται το αξιόποινο μη πολιτικών εγκλημάτων ορισμένης κατηγορίας προσώπων, συνιστά συνταγματικά απαγορευμένη αμνηστία (με τη μορφή, δηλαδή, της «συγκεκαλυμμένης αμνηστίας» ή «κρυπτοαμνηστίας») κοινών εγκλημάτων (τουτέστιν όταν με την εισαγωγή προσωπικών αναφορών που εξατομικεύουν τις περιπτώσεις παραβιάζεται ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας μιας ποινικής ρύθμισης εξαιρώντας από την εφαρμογή του νόμου συγκεκριμένα πρόσωπα), αποτρέποντας με τον τρόπο αυτόν την άλλως και εντέχνως, μέσω της δήθεν ειδικής παραγραφής, παράκαμψη και περιγραφή του νόμου (fraude a la loi) και συγκεκριμένα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 47 § 4 Συντάγματος, ή, αντιθέτως, αν θεσπίζει πράγματι επιτρεπόμενη ειδική παραγραφή, που εντάσσεται στον χώρο της νομοθετικής πολιτικής, για τον έλεγχο του ουσιαστικού περιεχομένου της οποίας η δικαστική λειτουργία δεν διαθέτει οιαδήποτε αρμοδιότητα, ακόμη και αν έκρινε ότι αυτή η νομοθετική πολιτική είναι πρόχειρη και ασυνεπής. Ειδικότερα, για την θέσπιση ειδικής παραγραφής, με νομοθετική ρύθμιση, πρέπει, όπως προεκτέθηκε, να πληρούνται οι εξής όροι: α) η εξάλειψη του αξιοποίνου να ισχύει για κατηγορίες εγκλημάτων, που προσδιορίζονται με γενικά κριτήρια (συνήθως αναγόμενα στο ύψος της ποινής και το χρονικό διάστημα τέλεσης) και όχι με αναφορά σε ιδιότητες συγκεκριμένων προσώπων, τα οποία, εξαιρούμενα, μέσω της ρύθμισης, από την εφαρμογή του νόμου, απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης, β) η συγκεκριμένη διάταξη νόμου να υπηρετεί πράγματι την άσκηση μίας αντεγκληματικής πολιτικής, όπως είναι π.χ. η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων ή των φυλακών, γ) η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση να οδηγεί σε εξάλειψη του αξιόποινου εγκλημάτων, για τα οποία δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη και δ) η ρύθμιση αυτή να εξαλείφει υπό όρους το αξιόποινο, εφόσον δηλαδή ο δράστης δεν τελέσει άλλο έγκλημα εντός ορισμένης προθεσμίας (ΟλΑΠ 672/1982). Κατά συνέπεια, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά όλοι οι προαναφερόμενοι όροι, τότε, πράγματι, μία ειδική διάταξη νόμου, που εξαλείφει το αξιόποινο συγκεκριμένων κοινών εγκλημάτων, θεσπίζει επιτρεπόμενη ειδική παραγραφή. Εάν, όμως, ελλείπει έστω και ένας από τους ανωτέρω όρους, τότε η εν λόγω διάταξη συνιστά απαγορευμένη συνταγματικά αμνηστία και όχι ειδική παραγραφή, οπότε και πρέπει η διάταξη αυτή να κριθεί αντισυνταγματική και η ποινική διαδικασία να συνεχισθεί. 

Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (ΦΕΚ Α' 197/12.10.2020) με τίτλο «Δαπάνες ενταλμάτων γενομένων επί τη βάσει ελέγχων Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου», ορίζονται τα εξής: «Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους». [...] Ο σκοπός που αυτή εξυπηρετεί αποτυπώνεται στη (συνοπτική) αιτιολογική έκθεσή της, σύμφωνα με την οποία: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπείται να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις εκείνες δαπανών πληρωμής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως α' και β' βαθμού, οι οποίες εκτελέστηκαν τόσο βάσει ενταλμάτων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από τους ίδιους τους ΟΤΑ και ελέγχθησαν προληπτικώς από το Ελεγκτικό Συνέδριο έως και τη λήξη του προληπτικού ελέγχου (31.7. 2019). Πρόκειται για δαπάνες η πληρωμή των οποίων κρίθηκε νόμιμη από τις καθ’ ύλην αρμόδιες  Υπηρεσίες  Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών. Ως εκ τούτου, δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας του δικαίου να διώκονται αιρετοί και υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες των οικονομικών υπηρεσιών των ως άνω φορέων, οι οποίοι καλοπίστως προέβησαν στην ενταλματοποίηση και πληρωμή των δαπανών αυτών έχοντας τη διαβεβαίωση της νομιμότητάς τους από τα μοναδικά αρμόδια όργανα δημοσιονομικού ελέγχου». Ακολούθως, όμως, στις 5.11.2020 (δηλαδή εντός 23 ημερών από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου), ψηφίστηκε το άρθρο 93 του ν. 4745/2020 (ΦΕΚ A' 214/6.11. 2020), που προβλέπει ότι: «Η αληθής έννοια του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (Α' 197) καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο περιπτώσεις που έχουν ελεγχθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τη λήξη του προληπτικού ελέγχου και οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους από τους ΟΤΑ α' και β' βαθμού, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου προκάλεσαν δολίως τη θεώρησή τους ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους». Η τελευταία αυτή διάταξη εισήχθη προς ψήφιση (ως άρθρο 68 και τελικώς ψηφίσθηκε ως άρθρο 93) στο σχέδιο νόμου «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις επιταγές της § 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις», κατά δε την σχετικώς κατατεθείσα έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αφού πρώτα γίνεται αναφορά στην προτεινόμενη νέα (ως ερμηνευτικού χαρακτήρα) ρύθμιση σε συνάρτηση με την προγενέστερη του ως άνω άρθρου 67 ν. 4735/2020, τελικώς, αναφέρεται σε αυτήν ότι «Το προτεινόμενο άρθρο 68 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου τις περιπτώσεις που τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 67 του ν. 4735/ 2020 προκάλεσαν δολίως τη θεώρηση των ενταλμάτων πληρωμής ή εάν διαπιστωθεί έλλειμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν. 4735/ 2020, εφόσον δεν συγκρούεται µε το άρθρο 26 του Συντάγματος, εφαρμόζεται σε συνδυασμό µε το προτεινόμενο άρθρο 68 του παρόντος, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου του άρθρου 67 συστέλλεται, και το προτεινόμενο άρθρο 68 συνιστά αυστηρότερη διάταξη νόμου σε σχέση µε το άρθρο 67 του ν. 4735/2020.

Συνεπώς, το προτεινόμενο άρθρο 68 δεν εφαρμόζεται αναδρομικά σε πράξεις που τελέσθηκαν προ της έναρξης ισχύος του. Όπως σαφώς προκύπτει από το ανωτέρω περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, η συγκεκριμένη διάταξη οδηγεί σε αναδρομική και οριστική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων εγκλημάτων (που αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν με βάση ελέγχους των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και για ορισμένα (συγκεκριμένα) πρόσωπα (αιρετών και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού), με αποτέλεσμα την άρση του αξιοποίνου αυτών, με την οριστική παύση των ποινικών και πειθαρχικών διώξεων εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους και στην εξαφάνιση των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν. Είναι φανερό ότι η ως άνω ρύθμιση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της ειδικής παραγραφής των αναφερόμενων σ' αυτήν εγκλημάτων, αφού δεν συντρέχουν οι παρατιθέμενοι στην προηγούμενη νομική σκέψη όροι, που απαιτούνται για την ύπαρξη αυτής. Κατ' αρχήν, με την ανωτέρω διάταξη δεν εξαλείφεται το αξιόποινο κοινών εγκλημάτων προσδιοριζόμενων με γενικά κριτήρια, αλλά, αντιθέτως, «αίρεται» το αξιόποινο μόνο των συγκεκριμένων πράξεων, στις οποίες αυτή (διάταξη) αναφέρεται, ήτοι των εγκλημάτων ορισμένης κατηγορίας προσώπων (αιρετών και υπαλλήλων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού), σχετιζόμενων άμεσα με τις ιδιότητες των συγκεκριμένων αυτών προσώπων, αφού αφορούν τις πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι την 31.7.2019. Ακόμη, ο σκοπός θέσπισης της ανωτέρω διάταξης, όπως αυτός αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεσή της κατά τα προεκτεθέντα, είναι η ικανοποίηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ώστε να μην διώκονται «αιρετοί και υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες των οικονομικών υπηρεσιών των ως άνω φορέων, οι οποίοι καλοπίστως προέβησαν στην ενταλματοποίηση και πληρωμή των δαπανών αυτών...». Ο σκοπός, όμως, αυτός ουδόλως σχετίζεται με μέτρα αντεγκληματικής ή σωφρονιστικής πολιτικής, όπως είναι η αποσυμφόρηση των φυλακών και η ελάφρυνση της ποινικής δικαιοσύνης, που άμεσα συνάπτεται με τον θεσμό της ειδικής παραγραφής, αλλά ούτε συνέχεται με αυτήν ταύτην την επίκληση της ασφάλειας δικαίου, που αποτελεί ουσιαστική έκφραση της αρχής του Κράτους Δικαίου, η οποία (ασφάλεια δικαίου) επιβάλλει σαφήνεια των κανόνων δικαίου και σταθερότητα των εννόμων καταστάσεων προς αποφυγή του κινδύνου ή αβεβαιότητας ως προς το ισχύον δίκαιο ή απότομης μεταβολής ως προ τον τρόπο εφαρμογής του. Τέλος, η με την εν λόγω διάταξη εξάλειψη του αξιοποίνου δεν συνδέεται με κάποιον όρο, αλλά παρέχεται αναδρομικά και με οριστικό τρόπο, συνέπεια, όμως, που, όπως προεκτέθηκε, γίνεται δεκτή στη χορήγηση της αμνηστίας. Από όλα τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, εισάγεται νομοθετική ρύθμιση που υποκρύπτει αμνηστία, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη των προσώπων που έχουν την συγκεκριμένη ιδιότητα των αιρετών και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού (των ασκούντων καθήκοντα σχετιζόμενα με πληρωμές ενταλμάτων), κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής κατηγορία ή και αμετάκλητη καταδίκη, γεγονός το οποίο αντιβαίνει ευθέως στη διάταξη του άρθρου 47 § 4 του Συντάγματος, που ορίζει πως δεν δύναται να χορηγηθεί αμνηστία σε κοινά εγκλήματα, ενώ αντιβαίνει και στο άρθρο 26 § 3 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Η νομοθετική αυτή εύνοια δεν ονομάζεται μεν στο νόμο αμνηστία ή ειδική παραγραφή, ενόψει όμως της φύσεως και των έννομων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας, που απαγορεύεται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 47 § 4 του Συντάγματος. Τα ως άνω επιρρωννύονται και από το ότι μετά τη ψήφιση της  διάταξης του ως άνω άρθρου 67 του ν. 4735/ 2020, επακολούθησε η ως άνω δήθεν ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 93 ν. 4745/2020, που περιόρισε το πεδίο εφαρμογής της πρώτης, η οποία όμως ως αυστηρότερη δεν μπορεί να έχει αναδρομική εφαρμογή, φαινόμενο που δεν εντοπίζεται στο παρελθόν νομοθετικά (σε κάθε περίπτωση δε δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη ασφάλεια δικαίου κατά την προαναφερθείσα έννοια) στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θεσπίζει με συγκεκριμένες προϋποθέσεις ειδικές παραγραφές, καθιστώντας βάσιμη την άποψη ότι η ως άνω διάταξη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «φωτογραφική», δεδομένου ότι εντοπίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων που διέπραξαν σε ορισμένο χρόνο εγκληματικές πράξεις. Εξάλλου, και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής επί του σχετικού άρθρου του ως άνω μεταγενέστερου σχεδίου νόμου «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010.... και άλλες διατάξεις», με την από 4.11.2020 έκθεσή της, διατυπώνοντας την κρίση της ότι «Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν. 4735/2020, εφόσον δεν συγκρούεται µε το άρθρο 26 του Συντάγματος, εφαρμόζεται σε συνδυασμό µε το προτεινόμενο άρθρο 68 του παρόντος, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου του άρθρου 67 συστέλλεται ...», εκφράζει επιφύλαξη για το εάν η εν λόγω ρύθμιση του άρθρου 67 του ν. 4735/ 2020 είναι σύμφωνη με το άρθρο 26 του Συντάγματος. Σε γενικό δε και αφηρημένο επίπεδο, η θέσπιση τέτοιων διατάξεων, όπως η προαναφερθείσα, αποδεικνύει τη σχέση έντασης της εκάστοτε νομοθετικής-εκτελεστικής λειτουργίας με την επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη δικαιοδοτική λειτουργία και συνεπάγεται την εξαΰλωση της τελευταίας και την εν τέλει ανενέργειά της σε συγκεκριμένες υποθέσεις, οι οποίες εντάσσονται πλήρως στο πεδίο της λειτουργίας της.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' βαθμού) δέχθηκε ως προς την αναφορά των προαναφερθεισών ρυθμίσεων των άρθρων 67 και 93 ότι «η δεύτερη αυτή διάταξη που ψηφίστηκε ως «επεξηγηματική τροπολογία» ουσιαστικά αποτελεί καινούργια διάταξη που της δίδεται αναδρομική ισχύ ως ερμηνευτική, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, δεν ήταν ασαφής ή αμφίβολη κατά την ακριβή της έννοια, ώστε να χρήζει ερμηνείας. Η προσφυγή δε στην αυθεντική ερμηνεία νόμου, πρέπει να περιορίζεται σ' αυτές μόνο τις περιπτώσεις και να μην επεκτείνεται και σε άλλες, όπου η «αυθεντικά ερμηνευόμενη» με νεότερο νόμο διάταξη δεν παρουσιάζει ασάφεια ή αμφιβολία σχετικά με την έννοιά της. Από τη διαπίστωση, και μόνο, ότι συγκεκριμένες επιλογές του νομοθέτη και κυρίως με τον τρόπο που αυτές αποτυπώθηκαν στο νόμο ήταν πρόχειρες, ίσως δικαιοπολιτικά άστοχες και μη εναρμονισμένες με τις περί δικαίου και ηθικής κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, κατέληξε ότι με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, νομοθετείται ειδική παραγραφή των προαναφερθέντων αδικημάτων των κατηγορουμένων, η οποία δεν αντίκειται στα άρθρα 26 και 47 § 4 Σ αλλά είναι συνταγματική, και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων για τις αξιόποινες πράξεις (κακουργήματα): α) της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά ν.π.δ.δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και β) της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά ν.π.δ.δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, [...] και αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που διενεργήθηκαν κατόπιν ελέγχου της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ).

 Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, εσφαλμένα εφαρμόσθηκε από το ως άνω δικαστήριο η διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, ως αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 47 § 4 και 26 του Συντάγματος. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη υπ' αριθ. 6/2024 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' βαθμού) πλήττεται γιατί εφάρμοσε την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, πρέπει να γίνει δεκτή, αφού είναι βάσιμος ο μοναδικός από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγος της για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Πρέπει, δε, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, ήτοι των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου Αλεξάνδρας Αποστολάκη και Αριστείδη Βαγγελάτου, των Αρεοπαγιτών Στέφανου - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλου, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστου, Ελένης Χροναίου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρου Μάλαινου, Χρυσούλας Πλατιά, Φώτιου Μουζάκη, Ελπίδας Σιμιτοπούλου, Αικατερίνης Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελίας Γιακουμάτου, Μερόπης Τζουγκαράκη, Ιφιγένειας Ματσούκα, Νίκης Κατσιαούνη, Μαρίας Πετσάλη, Βαΐας Ζαρχανή, Σπυριδούλας Λιάτη, Ηλία Γιαρένη, Δέσποινας Βασιλοδημητράκη, Παρασκευής Γρίβα, Γεώργιου Μικρούδη, Ευαγγελίας Γίτση, Αθανασίου Νικολό­πουλου, Ειρήνης Νικολάου, Παναγιώτη Μπολ­τέτσου και Ιωάννας Στρατσιάνη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνου που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ).

Κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη όμως είκοσι επτά (27) μελών του Δικαστηρίου, ήτοι της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα, των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου Ασημίνας Υφαντή, Μαρουλιώς Δαβίου, Μαρίας Κουφούδη, Αγάπης Τζουλιαδάκη και Μαρίας Σιμιτσή-Βετούλα, των Αρεοπαγιτών Χρήστου Κατσιάνη, Αγαθής Δερέ, Κλεόβουλου - Δημήτριου Κοκκορού, Ευτύχιου Νικόπουλου, Γεώργιου Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, Μιχαήλ Αποστολάκη, Αντιγόνης Τζελέπη, Απόστολου Φωτόπουλου, Ερασμίας Λιούλη, Στυλιανής Μπλέτα, Ελένης Θεοδωρακοπούλου, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Αικατερίνης Πατσιαρά, Παναγιώτη Φιλόπουλου, Ελένης-Παναγιώτας Λεβεντέλλη, Χριστίνας Τζίμα, Άλκηστις Σιάννου, Βασιλικής Μουγιάντση, Κωνσταντίας Εμμανουηλίδου και Παναγιώτας Γιαννακοπούλου, στις §§ 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνηστίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και - κατά την καθιερωμένη έννοιά της - ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι` αυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρ. 368 ΚΠΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως, η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της (ΟλΑΠ 672/1982). Από το άλλο μέρος η παραγραφή που και αυτή επέρχεται μετά την πράξη - σύμφωνα με την ουσιαστική θεωρία που ασπάζεται ο Ποινικός μας Κώδικας- είναι απλή περίσταση που, ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στον νόμο (άρθρα 111 επ. ΠΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρ. 368 ΚΠΔ), δεν εξαφανίζει όμως το αξιόποινο της πράξης αναδρομικά. Εξάλλου, στην περίπτωση της παραγραφής, η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι πρωτογενής και όχι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, όπως στην αμνηστία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η λόγω της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Το ποιος είναι ο χρόνος, η πάροδος του οποίου επιφέρει αυτή την αποδυνάμωση, ορίζεται κάθε φορά από τον νομοθέτη. Στην επιλογή του χρόνου αυτού ο νομοθέτης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Εκτός από τη γενική παραγραφή του ΠΚ, θεσπίζονται και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του Τύπου), ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου (βλ. ΟλΑΠ 421/1964). Η εν λόγω παραγραφή θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν - στη συγκεκριμένη περίπτωση - αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί «κεκαλυμμένη» έκφραση του άλλου. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών - σε μία συγκεκριμένη περίπτωση - υπήρχε μόνο στο όνομα, ενώ θα διαπιστωνόταν ταύτισή τους ως προς τη φύση και τις έννομες συνέπειες. Άλλωστε, στη νομολογία δεν έγινε δεκτό ότι η ειδική παραγραφή είναι συγκαλυμμένη αμνηστία ούτε διαπιστώθηκε ποτέ καμία αντίθεση των νόμων, που κατά καιρούς θέσπισαν ειδικές παραγραφές, προς τα Συντάγματα τόσο του 1952 όσο και του 1975. Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι είναι βασική η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής και εντοπίζεται στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του και η καταδίκη γι’ αυτό, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής (επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση, που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μην εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 § 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν τον νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα ότι διάταξη νόμου που σαφώς θεσπίζει ειδική παραγραφή αξιόποινης πράξης και ομιλεί για εξάλειψη και μόνο του αξιοποίνου, την οποία συνδέει με την πάροδο ορισμένου (του κατά την κρίση του νομοθέτη ενδεδειγμένου) χρόνου, συνιστά «κρυπτοαμνηστία», την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. Έτσι ο δικαστής θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του και μόνο και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, και θα υποκαθιστούσε στον ρόλο του τον νομοθέτη, επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για τον σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά. Με τον τρόπον αυτόν όμως η δικαιοσύνη «παρενείρει εαυτήν εις εντελώς ξένα, νομοθετικά, καθήκοντα» (Ολ ΑΠ 11/2001). [...] Στην προαναφερθείσα σχετικώς κατατεθείσα έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αφού πρώτα γίνεται αναφορά στην προτεινόμενη νέα (ως ερμηνευτικού χαρακτήρα) ρύθμιση σε συνάρτηση με την προγενέστερη του ως άνω άρθρου 67 ν. 4735/2020, εν τέλει, αναφέρεται σε αυτήν ότι: «Το προτεινόμενο άρθρο 68 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου τις περιπτώσεις που τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 67 του ν. 4735/ 2020 προκάλεσαν δολίως τη θεώρηση των ενταλμάτων πληρωμής ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν. 4735/2020, εφόσον δεν συγκρούεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος, εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το προτεινόμενο άρθρο 68 του παρόντος, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου του άρθρου 67 συστέλλεται, και το προτεινόμενο άρθρο 68 συνιστά αυστηρότερη διάταξη νόμου σε σχέση με το άρθρο 67 του ν. 4735/ 2020. Συνεπώς, το προτεινόμενο άρθρο 68 δεν εφαρμόζεται αναδρομικά σε πράξεις που τελέσθηκαν προ της έναρξης ισχύος του». 

Περαιτέρω δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο νομοθέτης με τις ανωτέρω διατάξεις επέλεξε τη θέσπιση ειδικής παραγραφής και επέβαλε αποκλειστικά και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου πράξεων, με συντόμευση του χρόνου παραγραφής τους, ως μέτρο για την εύρυθμη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την παύση της ανασφάλειας δικαίου που προκαλεί η ύπαρξη ποινικών εκκρεμοτήτων σε βάρος των παραπάνω προσώπων για πράξεις αυτών (έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής), όταν όμως για αυτές τις πράξεις έχει προηγηθεί έλεγχος και έχουν κριθεί νόμιμες από τις αρμόδιες αρχές και δεν υφίσταται καταλογισμός ήτοι εντοπισμός ελλειμμάτων. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, δεν προκύπτει κανένα στοιχείο από εκείνα που χαρακτηρίζουν την αμνηστία, ούτε δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου η εικόνα ότι θεσπίζεται αμνηστία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ρύθμιση που κατά τη φύση και τις έννομες συνέπειές της ταυτίζεται με την αμνηστία. Το γεγονός ότι καθιερώνεται αποκλειστικά και μόνο εξάλειψη του αξιοποίνου, που συνδέεται με την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων, και ότι η πρόβλεψη του νομοθέτη εξαντλείται στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης, αποκλείει κάθε σκέψη για θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο ευθύ ή συγκαλυμμένο. Και τούτο καθόσον η ανωτέρω διάταξη: α) αφορά αδιακρίτως μία ευρύτατη κατηγορία υπαλλήλων και ειδικότερα πλέον των αιρετών εκτείνεται σε όλα τα πρόσωπα που συνδέονται με υπαλληλική σχέση με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, β) περιλαμβάνει όλα τα σχετικά αδικήματα που φέρεται ότι έχουν τελεσθεί πριν την 31η.7.2019, ήτοι δεν προβλέπει χρόνο έναρξης της παραγραφής και συγκεκριμένη περίοδο εντός της οποίας τα εν λόγω αδικήματα υποπίπτουν σε παραγραφή αλλά μόνο καταληκτική ημερομηνία, ενώ το αντίθετο (ήτοι η πρόβλεψη από το νομοθέτη συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος) θα δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητα της εν λόγω διάταξης, διότι θα περιλάμβανε συγκεκριμένες διαχειριστικές περιόδους, κατά τις οποίες τη διοίκηση των Περιφερειών - Νομαρχιών την είχαν πρόσωπα από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και γ) αφορά μεν συγκεκριμένα αδικήματα και ειδικότερα αδικήματα που συνδέονται με τη διαδικασία έκδοσης και πληρωμής χρηματικών ενταλμάτων από αιρετούς και υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, πλην όμως και στο παρελθόν ο νομοθέτης είχε θεσπίσει το καθεστώς εξαλείψεως του αξιοποίνου για συγκεκριμένη κατηγορία αδικημάτων, χωρίς να έχουν κριθεί ως αντισυνταγματικές αυτές οι διατάξεις, με χαρακτηριστική την περίπτωση του άρθρου 25 του ν. 2721/1999 που αφορούσε τις κινητοποιήσεις των αγροτών για την επίλυση των αιτημάτων τους, με κατάληψη του οδοστρώματος δημοσίων οδών και αποκλείοντας την κυκλοφορία. Επιπροσθέτως ο νομοθέτης για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης και την εξάλειψη του αξιοποίνου των εν λόγω αδικημάτων θέτει δικλείδα ασφαλείας αυξημένων εγγυήσεων με την επιπλέον προϋπόθεση ότι τα σχετικά χρηματικά εντάλματα που συνδέονται με τα εν λόγω αδικήματα, έχουν εγκριθεί για τη νομιμότητά τους από τις αρμόδιες Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Επομένως η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, και συγκεκριμένα στα άρθρα 4 § 1, 26 και στις §§ 3 και 4 του άρθρου 47. Επομένως, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, ορθώς εφαρμόσθηκε από το δικαστήριο της ουσίας, η διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, ως μη αντικειμένη στο Σύνταγμα. Συνακόλουθα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του ΑΠ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφαρμόζοντας τη μη αντικειμένη στο Σύνταγμα διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/ 2020, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια του άρθρου 510 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ.

Αναιρεί την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' βαθμού). Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.


 


* Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Κλάπα-Χρι­στοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μ. Λεπενιώτη, Α. Υφαντή, Μ. Δαβίου, Μ. Κουφούδη, Α. Τζουλιαδάκη, Α. Αποστολάκη, Μ. Σιμιτσή-Βετούλα και Α. Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρους, Χ. Κατσιάνη, Γ. Κατσιμαγκλή, Κ. Πρίγγουρη, Σ. – Σ. Πανταζόπουλο, Π. Τσούμαρη, Π. Βενιζελέα, Σ. Κουτσοχρήστο, Ε. Χροναίου, Σ. Πλαστήρα, Α. Δερέ, Κ. – Δ. Κοκκορό, Γ. Σχοινοχωρίτη, Ε. Νικόπουλο, Γ. Παπαγεωργίου, Σ. Μάλαινο, Χ. Πλατιά, Β. Πάπαρη, Φ. Μουζάκη, Ε. Σιμιτοπούλου, Μ.-Μ. Δερεχάνη, Α. Χονδρορίζου, Λ. Χατζησταύρου, Ε. Γιακουμάτου, Μ. Τζουγκαράκη, Ι. Ματσούκα, Π. Λυμπερόπουλο, Μ. Αποστολάκη, Ν. Κατσιαούνη, Φ. Μηλιώνη, Α. Τζελέπη, Μ. Γιαννακοπούλου, Α. Φωτόπουλο, Μ. Πετσάλη, Ε. Λιούλη, Ζ. Καραχάλιου, Β. Ζαρχανή, Σ. Λιάτη, Σ. Μπλέτα, Η. Γιαρένη, Ε. Θεοδωρακοπούλου - Εισηγήτρια, Δ. Βασιλοδημητράκη, Ι. Αποστολόπουλο, Α. Πατσιαρά, Π. Φιλόπουλο, Π. Γρίβα, Γ. Μικρούδη, Ε. Γίτση, Α. Νικολόπουλο, Ε.-Π. Λεβεντέλη, Μ. Τατσέλου, Ε. Νικολάου, Π. Μπολτέτσο, Ι. Στρατσιάνη, Χ. Τζίμα, Α. Σιάννου, Β. Μουγιάντση, Κ. Εμμανουηλίδου και Π. Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.