ΑΠ 173/2025
Άρειος Πάγος (Ζ΄ Τμήμα)
Αριθ. 173/2025
Πρόεδρος: Ε. Κατσούλη, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Α. Χονδρορίζου, Αρεοπαγίτης
Εισαγγελέας: Β. Σακελλαροπούλου, Αντεισαγγελέας
Δικηγόρος: Ι. Αποστολόπουλος
Εισαγγελέας ΑΠ. Απόφαση εκκλητή και ανέκκλητη. Καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο. Αναίρεση. Προθεσμία. Απόφαση αθωωτική. Έννοια. Μη στοιχειοθέτηση εγκλήματος, λόγος άρσης αδίκου ή καταλογισμού, δικαστική άφεση ποινής, έμπρακτη μετάνοια, προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή. Διακίνηση ναρκωτικών. Εξαρτημένος χρήστης. Ο Εισαγγελέας του ΑΠ μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε εκκλητής ή ανέκκλητης απόφασης, αθωωτικής, καταδικαστικής, παύουσας οριστικά ή κηρύσσουσας απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Η εκκλητή πρωτοβάθμια απόφαση καταχωρείται στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας του Δικαστηρίου εφόσον το ζητήσει ο Εισαγγελέας του ΑΠ εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευσή της, και από την καταχώρηση αυτή άρχεται η προθεσμία για την, από αυτόν, άσκηση αναιρέσεως. Εάν μια τέτοια καταχώρηση της απόφασης δεν ζητηθεί από τον Εισαγγελέα του ΑΠ μπορεί να γίνει εντός της ιδίας προθεσμίας με πρωτοβουλία του προεδρεύοντος του δικάσαντος Δικαστηρίου, οπότε και πάλι ο Εισαγγελέας του ΑΠ μπορεί να την αναιρεσιβάλλει εντός τριάντα ημερών από την καταχώρηση. Είναι αθωωτική η απόφαση που δέχεται μη συνδρομή κάποιου αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος, ή συνδρομή κάποιου λόγου άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού, δικαστικής άφεσης της ποινής, έμπρακτης μετάνοιας ή κάποιου προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή, όπως είναι, επί του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών, η τέλεσή του από εξαρτημένο χρήστη (τοξικομανή). Στην τελευταία περίπτωση, επειδή δεν επιβάλλεται ποινή, η απόφαση λογίζεται ως αθωωτική, παρά την κατάφαση της αντικειμενικής τέλεσης του αδικήματος. Παραδεκτώς ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του ΑΠ και κατά το σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο κρίθηκαν οι κατηγορούμενοι για εξακολουθητική διακίνηση ναρκωτικών (υπό τις μορφές της αποθήκευσης, κατοχής και αγοράς τους) ατιμώρητοι, ως τοξικομανείς, διότι και η κρίση τούτη συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αθώωσή τους (Άρθρα 368, 473 § 3, 505 § 2 και 507 ΚΠΔ, και 20 § 1, 29 §§ 1 και 2, και 30 § 4 ν. 4139/2013).
(…)
Κατά το άρθρο 505 § 2 εδ. α' ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιοσδήποτε απόφασης, καταδικαστικής ή αθωωτικής ή εκείνης που παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη (ΑΠ 275/2019), εκκλητής ή ανέκκλητης (ΑΠ 395/2024, ΑΠ 1241/2023) οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 § 1 ΚΠΔ (ΑΠ 50/2023, ΑΠ 1035/2022) μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507, κατά το οποίο η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον Εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός από την καταχώρηση αυτή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς το σκοπό της διόρθωσης τυχόν εσφαλμένων αποφάσεων, δικαιούται, όπως παραπάνω εκτέθηκε, να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 § 1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και η υπέρβαση εξουσίας (άρθρ.510 § 1 στοιχ. Δ', Ε' και Θ' ΚΠΔ, ΑΠ 395/2024, ΑΠ 275/2019, ΑΠ 385/2019, ΑΠ 122/2019).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της § 3 εδ. α', δ', ε' και στ' του άρθρου 473 του ΚΠΔ, «Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου ... Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρίζονται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση αυτήν η απόφαση καθαρογράφεται εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει και στην περίπτωση αυτή, από την ως άνω καταχώριση». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι η, (όπως απαγγέλθηκε), εκκλητή απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου καταχωρίζεται στο ειδικό βιβλίο του δικαστηρίου, εφόσον το ζητήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, από την καταχώριση δε αυτή αρχίζει η κατά το άρθρο 507 ΚΠΔ προθεσμία του ενός (1) μηνός για άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Εάν δεν εκδηλωθεί η πρωτοβουλία αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για καταχώριση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας, στερείται πλέον αυτός του δικαιώματος ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, εκτός αν η απόφαση καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δικαστηρίου, που την εξέδωσε, οπότε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατ' αυτής εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καταχώρηση αυτή (ΑΠ 73/2019, ΑΠ 996/2018, ΑΠ 1104/ 2015, υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 368 ΚΠΔ: η ποινική δίκη τελειώνει: α) με την καταδίκη ή την αθώωση του κατηγορουμένου, β) με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει, γ) με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία (άρθρο 57) ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια (άρθρα 41,53,56) που απαιτείται για τη δίωξη. Η δικαστική άφεση της ποινής και η απαλλαγή λόγω έμπρακτης μετάνοιας λογίζονται ως αθώωση του κατηγορουμένου. Με την ως άνω διάταξη ορίζονται οι παραλλάσσουσες μορφές που έχει η δικαστική απόφαση ανάλογα με το διατακτικό της. Έτσι, οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων μπορεί: α) να κηρύσσουν αθώο ή ένοχο τον κατηγορούμενο, β) να παύσουν οριστικά την ποινική δίωξη, γ) να κηρύσσουν απαράδεκτη αυτήν. Καταδικαστική εξ άλλου είναι η απόφαση που κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλεται σ’ αυτόν ποινή (ΟλΑΠ 5/ 2000, ΑΠ 17/2015). Αθωωτική δε είναι η απόφαση με την οποία το δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη είτε κατά τα αντικειμενικά, είτε κατά τα υποκειμενικά της στοιχεία, όπως π. χ. όταν υφίσταται λόγος που αποκλείει το αξιόποινο της πράξεως, δηλαδή λόγος που αποκλείει την ύπαρξη κάποιου συστατικού στοιχείου της εννοίας του εγκλήματος, όπως αυτή ορίζεται υπό του άρθρου 14 § 1 ΠΚ, ήτοι την πράξη, τον άδικο αυτής χαρακτήρα, τον καταλογισμό αυτής στον πράξαντα, ή τέλος προσωπικός λόγος απαλλαγής από της ποινής, οπότε στην μεν προδικασία εκδίδεται βούλευμα απαλλακτικό, στην δε κυρία διαδικασία απόφαση αθωωτική. Επί του ανωτέρω ζητήματος, δεδομένου ότι ο ΚΠΔ δεν αναγνωρίζει άλλο είδος ενδιάμεσων αποφάσεων στις περιπτώσεις που ο ουσιαστικός νόμος, υπό ορισμένες προϋποθέσεις κρίνει την πράξη ατιμώρητη ή δεν επιβάλλεται, λόγω συνδρομής προσωπικού λόγου απαλλαγής, ποινή όπως στην περίπτωση του άρθρου 30 § 4 του ν. 4139/ 2013 κατά την οποία: 4. Δράστης, στο πρόσωπο του οποίου κατά το χρόνο της πράξης συντρέχουν οι προϋποθέσεις της § 1, αν είναι υπαίτιος τέλεσης: α. Των πράξεων του άρθρου 29 §§ 1 και 2 παραμένει ατιμώρητος, η εκδιδόμενη απόφαση κατατάσσεται στην κατηγορία των αθωωτικών αποφάσεων, παρά την κατάφαση ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος (ΑΠ 17/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη με αριθ. 26/2024 από 29.7.2024 αίτηση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά της με αριθ. …/2024 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, έχει ασκηθεί νομότυπα με δήλωση στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου, εμπρόθεσμα στις 29.7.2024, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ενός μηνός από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη η προσβαλλομένη απόφαση, στις 2.7.2024, στο κατ’ άρθρο 473 § 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, κατά τη σχετική επ'αυτής υπηρεσιακή βεβαίωση, από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον και κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, με σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και υπέρβαση εξουσίας (άρθρα 473 § 3 εδ. α', δ', ε' και στ', 474 § 4, 505 § 2 εδ. α', 507, 508 και 510 § 1 στοιχ. Δ', Ε' και Θ' ΚΠΔ). Ειδικότερα η προσβαλλόμενη ως άνω με αριθ. …/2024 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, δημοσιεύθηκε στις 15.5.2024 και όπως απαγγέλθηκε ήταν εν μέρει εκκλητή από τον καταδικασθέντα πρώτο κατηγορούμενο Y. (ον) S. του G. (ασκήσαντα την υπ’ αριθ. …/15.5.2024 έφεση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Πατρών) και τον Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, κατά το καταδικαστικό αυτής σκέλος (άρθρο 489 περ. ε' ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 109 ν. 5090/2024 με ισχύ από 1.5.2024), ενώ δεν ήταν εκκλητή κατά τα λοιπά σκέλη της (άρθρο 486 § 2 και 3 ΚΠΔ). Με το υπ’ αριθ. πρωτ. 3821/ 24.5.2024 έγγραφο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς τον Πρόεδρο του Εφετείου Πατρών, ήτοι με πρωτοβουλία του εκδηλωθείσα εντός της προθεσμίας των 30 ημερών από τη δημοσίευσή της, ζητήθηκε από τον άνω Εισαγγελέα, κατ' άρθρο 473 § 3 ΚΠΔ, η καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης αυτής στο ειδικό βιβλίο, η οποία και έλαβε χώρα στις 02-7-2024, όπως προκύπτει από τη σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση επί του σώματος αυτής, και από την επομένη της καταχώρισης αυτής στο ειδικό βιβλίο άρχισε η ανωτέρω προθεσμία (ΑΠ 73/ 2019). Με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκαν Α) αθώοι οι κατηγορούμενοι 1) (επ) Y. (ον) S. του G. για τις πράξεις: α) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού με άλλους ή κατά μόνας, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατ' εξακολούθηση, με τις μορφές της κατοχής, της αποθήκευσης και της πώλησης, τελεσθείσας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ και β) της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. 2) Δ. Δ. του Γ. για τις πράξεις: α) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού με άλλους ή κατά μόνας, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατ’ εξακολούθηση, με τις μορφές της κατοχής, της αποθήκευσης και της πώλησης, τελεσθείσας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ και β) της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. 3) Π. Π. του Γ. για τις πράξεις: α) της συνέργειας σε από κοινού ή κατά μόνας διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, τελεσθείσα χωρίς την απόκτηση της έξης της χρήσης ναρκωτικών, κατ' εξακολούθηση, με τις μορφές της κατοχής, της αποθήκευσης και της πώλησης, στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ και β) της παροχής σε άλλον περιουσιακού στοιχείου εν γνώσει του ότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνει και υποβοηθά την τέλεση εγκληματικής δραστηριότητας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 § 1 ΠΚ. 4) Μ. Π. του Κ. για τις πράξεις: α) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού με άλλους ή κατά μόνας, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατ' εξακολούθηση, με τις μορφές της κατοχής, της αποθήκευσης και της πώλησης, τελεσθείσας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ και β) της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. 5) (επ.) P. ή S. (όν.) K. του R. και της L., για τις πράξεις: α) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού με άλλους ή κατά μόνας, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατ' εξακολούθηση, με τις μορφές της κατοχής, της αποθήκευσης και της πώλησης, με συμμετοχή ως φυσικός και ηθικός αυτουργός, τελεσθείσας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ, β) της συγκρότησης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και γ) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. 6) Κ.Α. του Ι. για τις πράξεις: α) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού με άλλους ή κατά μόνας, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατ’ εξακολούθηση, με τη μορφή της πώλησης, τελεσθείσας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ και β) της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης και 7) (επ.) P. (ον) J. του L. και της Ε. για τις πράξεις: α) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού με άλλους ή κατά μόνας, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ώστε να μην μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατ’ εξακολούθηση, με τη μορφή της πώλησης, τελεσθείσας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια του άρθρου 187 ΠΚ, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ και β) της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. Β) Ατιμώρητοι ως τοξικομανείς κατ’ άρθρο 30 §§ 1 και 4α σε συνδ. με 29 § 1 ν. 4139/2013, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, οι κατηγορούμενοι: 1) ο ως άνω 2ος Δ.Δ. του Γ. για αποθήκευση και κατοχή ναρκωτικής ουσίας, 2) ο ως άνω 4ος Μ.Π. του Κ. για αποθήκευση και κατοχή ναρκωτικής ουσίας, 3) ο ως άνω 5ος (επ.) P. ή S. (όν.) K. του R. για κατοχή ναρκωτικής ουσίας και 4) ο 8ος κατηγορούμενος Μ.Γ. του Η. για παράνομη διακίνηση με τη μορφή της κατοχής και της αγοράς ναρκωτικής ουσίας. Γ) Ένοχος ο ως άνω 1ος κατηγορούμενος (επ) Υ. (ον) S. του G. Κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατά μόνας (αποθήκευση κατ' εξακολούθηση, κατοχή κατ’ εξακολούθηση, πώληση κατ' εξακολούθηση) τελεσθείσας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, με την ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ, της πράξης της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (με τη μορφή της κατοχής και της αποθήκευσης), τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 4139/ 2013, με το ελαφρυντικό του άρθρου 133 ΠΚ και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η ως άνω απόφαση του δικάσαντος πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τόσο ως προς το αθωωτικό της σκέλος (στο οποίο, κατά τα κατωτέρω ειδικότερα εκτιθέμενα, περιλαμβάνεται και το υπό στοιχείο Β κεφάλαιο αυτής, με το οποίο κρίθηκαν ατιμώρητοι ως τοξικομανείς οι ανωτέρω κατηγορούμενοι), όσο και ως προς το σκέλος της, με το οποίο, ο ως άνω πρώτος κατηγορούμενος (επ) Υ. (ον) S. του G., κηρύχθηκε ένοχος βασικής διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (με τη μορφή της κατοχής και της αποθήκευσης), τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, κατ’ άρθρο 20 του ν. 4139/2013, αντί αυτής υπό την απλά διακεκριμένη και ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της τέλεσής της στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης και κατ’ επάγγελμα, από την οποία το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ (άρθρο 20 § 2-1, 22 § 2β-1, 23 § 2 ν. 4139/2013) για την οποία εισήχθη προς εκδίκαση στο άνω Δικαστήριο, με λόγους αναίρεσης την έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και την υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ', Ε' και Θ' ΚΠΔ). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της. (…)