Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών 4165, 4692/2024

73
2025
04

 

Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών 

(Γ΄ Τμήμα)

Αριθ. 4165, 4692/2024

 

Πρόεδρος: Κ. Φελεκίδου, Πρόεδρος Εφετών

Εισαγγελέας: Ε.-Θ. Συροπούλου, Αντεισαγγελέας

Δικηγόροι: Κ. Παπαδάκης, Χ. Ντιβανίδης, Α. Λιανός, Μ. Κουτσογιάννη, Ν. Μυγιάκη

 

Γνωστοποίηση μαρτύρων υποστηρίζοντος την κατηγορία προς τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα. Η έννοια της δημόσιας συνεδρίασης του άρθρου 326 ΚΠΔ είναι αυτή που έχει οριστεί από την Εισαγγελία για εκδίκαση της υπόθεσης ως αρχική ημέρα δικασίμου και όχι εκείνη η οποία προκύπτει μετά από διακοπή αυτής από την αρχικά ορισθείσα σε μεταγενέστερη δικάσιμο. Εκπρόθεσμη η γνωστοποίηση των μαρτύρων υποστηρίζοντος την κατηγορία αν λάβει χώρα σε προθεσμία όχι προ της αρχικής δικασίμου, αλλά προ της μετά διακοπή αυτής. Ακυρότητα της διαδικασίας από την τυχόν εξέταση μαρτύρων υποστήριξης κατηγορίας που γνωστοποιήθηκαν εκπρόθεσμα, εφόσον ο κατηγορούμενος αντιλέξει. Διακεκριμένη απάτη φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος από πολιτικούς μηχανικούς και εκτιμητές με υπερεκτίμηση αξίας ακινήτων υποψηφίων δανειοληπτών για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας τους. Έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης. Η εκτίμηση του μηχανικού δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος, με την έννοια ότι αποτελεί αξιολογική κρίση και εκτίμηση ως διατύπωση γνώμης και έκφραση μιας γενικής κρίσης, ενώ το παραπεμπτικό βούλευμα δεν αναφέρει ότι συνοδευόταν από συγκεκριμένη ψευδή παράσταση. Μη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης. Κήρυξη αθώων των κατηγορουμένων (Άρθρα 386 § 1 ΠΚ, 326 ΚΠΔ).

 

(…) Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 326 του ΚΠΔ: «1. Ο αρμόδιος εισαγγελέας πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδει στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο, κατάλογο των μαρτύρων που θα εξεταστούν. Ο κατάλογος αυτός μπορεί να καταγραφεί στο σώμα και μάλιστα στο τέλος του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης για εμφάνιση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 353 § 1 και 363 δεν χρειάζεται η επίδοση καταλόγου σύμφωνα με αυτό το άρθρο. - 2. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας για τους μάρτυρες που κλητεύει ο ίδιος. ...», ενώ σύμφωνα με εκείνη του άρθρου 353 § 1 του ίδιου κώδικα: «Αν το δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει μάρτυρας που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το όνομα δεν γνωστοποιήθηκε, και τη μαρτυρία του τη θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του, εφόσον δεν αντιλέγει ο κατηγορούμενος. Διαφορετικά, διατάσσει τη διακοπή της δίκης έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες». Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 213 § 1 του ΣτρΠΚ και στις διαδικασίες ενώπιον των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη εξ αυτών καθιερώνεται υποχρέωση τόσο του Εισαγγελέα όσο και του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας για γνωστοποίηση προς τον κατηγορούμενο των ονομάτων των ουσιωδών εξεταστέων στην επικείμενη ακροαματική διαδικασία μαρτύρων τουλάχιστον πέντε ημέρες προ αυτής, ώστε με τον τρόπο αυτόν να εξασφαλίζεται η προετοιμασία της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, αποτρέποντας ενδεχόμενο αιφνιδιασμό του σχετικά με τα πρόσωπα που θα καταθέσουν στο ακροατήριο. Κατ’ εξαίρεση του κανόνα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, κατά κυριαρχική κρίση, να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέταση μάρτυρα που δεν κλητεύθηκε ή το όνομά του δε γνωστοποιήθηκε στον κατηγορούμενο, αρκεί η εξέταση αυτή να είναι αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. Ο μάρτυρας αυτός πρέπει να είναι ουσιώδης, να συνδέεται δηλαδή ιστορικά και προσωπικά με το αντικείμενο της κρινόμενης υποθέσεως και ειδικότερα με τα γεγονότα που πρέπει να αποδειχθούν. Η διάταξη του άρθρου 353 ΚΠΔ τυγχάνει εφαρμογής αφενός σε κάθε πρόσωπο, του οποίου η μαρτυρία κρίνεται αναγκαία, επομένως και σε πρόσωπα που δεν εξετάσθηκαν ποτέ ως μάρτυρες στα πλαίσια της προδικασίας της υποθέσεως, αφετέρου και ήδη παρόντα στο ακροατήριο. Η άμεση εξέταση του μάρτυρα αυτού πραγματοποιείται μόνο εφόσον δεν αντιλέγει ο κατηγορούμενος, διότι σε μια τέτοια περίπτωση διατάσσεται υποχρεωτικά η διακοπή της δίκης. [βλ. σχετ. Χ. Σεβαστίδη "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ν. 4620/2019, Ερμηνεία κατ' άρθρο" τ. IV έκδ. 2021 σ. 203-204, 634- 639]. 3). Εξάλλου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η έννοια της δημόσιας συνεδρίασης, που αναφέρεται στο παραπάνω άρθρο, είναι αυτή που έχει ορισθεί από την Εισαγγελία για την εκδίκαση της υπόθεσης ως αρχική ημέρα δικασίμου και όχι εκείνη η οποία προκύπτει μετά από διακοπή αυτής από την αρχικά ορισθείσα σε μεταγενέστερη δικάσιμο, με τον τρόπο δε αυτό, ήτοι με την εκπρόθεσμη γνωστοποίηση των μαρτύρων και την εξέτασή τους, παρά τις αντιρρήσεις που εκφράζει ο κατηγορούμενος, θεμελιώνεται ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία είναι σχετική, προκαλείται δηλαδή εφόσον ο κατηγορούμενος δεν αντιλέξει στην εξέταση των μαρτύρων, των οποίων η γνωστοποίηση έλαβε χώρα εκπρόθεσμα. 

Στην προκείμενη περίπτωση, η ένδικη υπόθεση είχε προσδιορισθεί για την δικάσιμο της 21.10.2024, ύστερα από αναβολή της αρχικής δικασίμου (15.01.2024), οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε λόγω αποχής των δικηγόρων. Περαιτέρω, στις 21.10.2024, πριν την εκδίκαση της υπόθεσης εκφωνήθηκαν και τα ονόματα των μαρτύρων που κλήτευσε ο εισαγγελέας, δηλώθηκε η παράσταση για την στήριξης της κατηγορίας, χωρίς τότε να ζητηθεί γνωστοποίηση (νέων) μαρτύρων και έκθεση επίδοσης αυτής, οπότε και διακόπηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (22.11.2024), εξαιτίας της απουσίας των μαρτύρων του κατηγορητηρίου. Και μπορεί, βέβαια, στο μεσοδιάστημα (14.11.2024), η παρισταμένη προς υποστήριξη της κατηγορίας … [Τράπεζα] να επέδωσε στους κατηγορούμενους την από 13.11.2024 Εξώδικη Γνωστοποίηση Μαρτύρων, με την οποία τους γνωστοποιούσε ότι στα πλαίσια της παρούσας δίκης θα εξετάσει ως μάρτυρες τους εκεί αναφερομένους: (…), ωστόσο, πρόκειται για πρόσωπα διαφορετικά από τους μάρτυρες που είχε προτείνει κατά την υποβολή της έγκλησης, οι οποίοι μάλιστα είχαν εξετασθεί κατά την προδικασία, ώστε θα ήταν δυνατό να κληθούν από την Εισαγγελία και να περιληφθούν στους μάρτυρες του κατηγορητηρίου. Επομένως, πρόκειται για μία γνωστοποίηση εκπρόθεσμη, ως εκ τούτου δε απορριπτέα, κατά τα ανωτέρω, εφόσον δεν επιδόθηκε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας των πέντε ημερών πριν από την αρχική δικάσιμο της υπόθεσης, 21.10.2024, αλλά μετά την πάροδο εικοσαημέρου από την διακοπή της, έστω προ πενθημέρου από την μετά διακοπή δικάσιμο, πολλώ δε μάλλον κι εφόσον η δικογραφία πλέον βρίσκεται εις χείρας της Γραμματέως της Έδρας, γεγονός που προκαλεί βλάβη στα υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων, ως και οι ίδιοι παραπονούνται σχετικά. Επιπρόσθετα δε, ουδόλως προέκυψε, ούτε άλλωστε έγινε σχετική προς τούτου επίκληση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η μαρτυρία των εν λόγω προσώπων κρίνεται αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας στην υπό κρίση περίπτωση, Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός των κατηγορούμενων περί μη εξέτασης των προτεινόμενων μετά τη διακοπή από τη συνήγορο της προς στήριξη της κατηγορίας τράπεζα μαρτύρων κατηγορίας, κατά το διατακτικό.

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 386 § 1 ΠΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την κύρωση του νέου Ποινικού Κώδικα με το ν. 4619/2019 και με τις αλλαγές που επέφερε το άρθρο 92 του ν. 4855/ 2021 (ΦΕΚ Α΄ 215/12.11.2021) «1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού (ΟλΑΠ 1/2020*, ΑΠ 13/2020, ΑΠ 1354/2011, ΑΠ 546/2009), β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντα, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 13/2020, ΑΠ 1354/2011, ΑΠ 546/ 2009). (…) Επομένως, η παραπάνω διάταξη καταλαμβάνει όλα τα εγκλήματα που περιέχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση ως στοιχείο την περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, αφού αναφέρεται αδιακρίτως στο «έγκλημα» και συνακόλουθα έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι, η περιουσιακή βλάβη, που, κατά προεκτεθέντα, υπάρχει σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης, ήτοι της πράξης, παράλειψης ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης, που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της λόγω αυτής πράξης, παράλειψης ή ανοχής του πλανηθέντος. Έχει κριθεί δε σχετικά ότι γεγονότα στα πλαίσια του εγκλήματος της απάτης συνιστούν μεταξύ άλλων και η φερεγγυότητα του δράστη, ο οποίος επικαλούμενος αυτήν ψευδώς παραπλανά τον παθόντα και τον δανειοδοτεί για την αγορά συγκεκριμένου ακινήτου, αφού στην περίπτωση αυτή, ο μεν αφερέγγυος δράστης λαμβάνει δάνειο μεγαλύτερο της αξίας του ακινήτου που αγοράζει, το οποίο αδυνατεί λόγω της αφερεγγυότητάς του να εξοφλήσει, ο δε παθών υφίσταται περιουσιακή βλάβη, αφού το ακίνητο, που συνήθως είναι υποθηκευμένο υπέρ του, καλύπτει μέρος μόνο του δανείου που χορήγησε (ΟλΑΠ 1/ 2020, Α΄ Δημοσίευση Νόμος). Εξάλλου, το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται και έτσι υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο άλλο από το περιουσιακώς βλαπτόμενο, αρκεί ο απατώμενος να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη, το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρόκειται για την αποκαλούμενη στη θεωρία «τριγωνική» απάτη, στην οποία, ενόψει του ότι το αδίκημα που τυποποιείται στο άρθρο 386 του ΠΚ προστατεύει το έννομο αγαθό της περιουσίας, αμέσως παθών από αυτή αλλά και αντιστοίχως αποκλειστικά νομιμοποιούμενος προς παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στην θεωρία γνώμη, είναι ο φορέας της περιουσίας που ζημιώθηκε ως άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης, ήτοι της πράξης, παράλειψης ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη (πρβλ. Α. Χαραλαμπάκη, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία Κατ’ άρθρο, Τόμος δεύτερος, Έκδοση 2021, σ. 3135-3136 και εκεί παραπομπές σε θεωρία). Τέλος, από την αντιπαραβολή των διατάξεων του νΠΚ και πΠΚ προκύπτει ότι για την απάτη σε βαθμό κακουργήματος λόγω ποσού, η διάταξη του άρθρου 386 § 1 εδ. β' του ισχύοντος ΠΚ είναι εν μέρει ευμενέστερη και εν μέρει δυσμενέστερη από εκείνη του προϊσχύσαντος ΠΚ. Είναι δυσμενέστερη, ως προς την ποινή, καθότι προβλέπει κάθειρξη έως δέκα έτη και αθροιστικά χρηματική ποινή, ενώ η προϊσχύσασα προέβλεπε μόνο ποινή κάθειρξης, είναι, όμως, ευμενέστερη ως προς την αντικειμενική υπόσταση, κατά το ότι για το χαρακτηρισμό της πράξης ως κακούργημα απαιτεί περιουσιακή ζημία άνω των 120.000 ευρώ, ενώ κατά την προϊσχύσασα αρκούσε διαζευκτικά περιουσιακή ζημία ή περιουσιακό όφελος άνω του ποσού των 120.000 ευρώ, έστω και αν η περιουσιακή ζημία δεν το υπερέβαινε (ΑΠ 1487/2023, 735/2023). Επιεικέστερη η διάταξη του νΠΚ, ως προς την ποινή, αλλά και διότι δεν τυποποιείται πλέον η διακεκριμένη μορφή του πλημμελήματος της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία (ΑΠ 224/2022). (…)

Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι, η ένδικη υπόθεση εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο ως ακολούθως: Μετά την κατάθεση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών της από 15.3.2011 έγκλησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην Αθήνα νομίμως εκπροσωπούμενης, μεταξύ άλλων κατά των εδώ κατηγορουμένων και παντός άλλου συνυπαίτιου, διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης με την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος όλων των κατηγορουμένων για τις ανωτέρω πράξεις, η οποία περατώθηκε νόμιμα. Συγκεκριμένα, η κατηγορία συνίστατο στο ότι, στον Ωρωπό Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 28.6.2007 έως 19.1.2009, από κοινού ενεργώντας, οι …, ως μηχανικοί συνεργαζόμενοι με το κατάστημα Σκάλας Ωρωπού της εγκαλούσας …, ο … ως διαμεσολαβητής τραπεζικών προϊόντων και ο … ως ασφαλιστικός σύμβουλος στην … και μεσολαβητής για την πώληση τραπεζικών δανείων, προκάλεσαν τη χορήγηση και εκταμίευση από την εγκαλούσα τράπεζα δεκάδων δανείων παριστάνοντας εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα ως αληθή και συγκεκριμένα υπερεκτιμώντας την εμπορική αξία των προς πώληση ακινήτων, με αποτέλεσμα να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ποσού 8.265.221,22 ευρώ. Με το με αριθμό …/ 2016 βούλευμα, το συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των ως άνω κατηγορουμένων για τις παραπάνω πράξεις, ακολούθως ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε (την από 26.4.2016 και με αριθμό έκθεσης …/ 2016) αίτηση για αναίρεση τού πιο πάνω βουλεύματος, ενώ με το με αριθμό …/2016 βούλευμα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή η εν λόγω αίτηση αναίρεσης και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλη σύνθεση. Ακολούθως, με τη με αριθ. …/2017 εισαγγελική πρόταση εισήχθη εκ νέου η υπόθεση στο αρμόδιο Συμβούλιο, το οποίο με το με αριθ. …/2017 βούλευμά του παρήγγειλε συμπληρωματική κύρια ανάκριση, προκειμένου να διερευνηθεί: 1) το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας και του ρόλου των δανειοληπτών στην όλη υπόθεση, για το οποίο αδίκημα έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, 2) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από οικονομολόγο - πιστοποιημένο εκτιμητή ακίνητης περιουσίας από τούς εγγεγραμμένους στον πίνακα πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Αθηνών, 3) να ενεργηθεί οποιαδήποτε άλλη ανακριτική πράξη κρίνει σκόπιμη ο Ανακριτής για τη διαλεύκανση της υπόθεσης γενικά, και ειδικότερα των εξής ζητημάτων: α) αν είχαν δοθεί οδηγίες και, σε καταφατική περίπτωση, ποιες οδηγίες είχαν δοθεί στους δύο κατηγορούμενους εκτιμητές από την … [τράπεζα] όσον αφορά στον τρόπο και τη μέθοδο εκτίμησης τα δανειοδοτούμενων ακινήτων, β) ποιος ο σκοπός των επιμέρους δανείων, δηλαδή αφορούσαν σε αγορά οικοπέδου ή ανοικοδόμηση, γ) ποια διαδικασία ακολουθεί η … [τράπεζα] όταν πρόκειται για δάνειο με σκοπό την ανοικοδόμηση ακινήτου, εκταμιεύεται απευθείας όλο το ποσό ή σταδιακά, αναλόγως με την πρόοδο των εργασιών και αν τηρήθηκε στην επίδικη περίπτωση, δ) ποιο είναι σήμερα το ποσό των ληξιπρόθεσμων δόσεων των επίδικων δανείων για κάθε ένα ξεχωριστά, ε) έχει προβεί η … [τράπεζα] σε νομικές ενέργειες αστικής φύσεως εναντίον των οφειλετών δανειοληπτών των επίδικων δανείων και αν ναι σε ποιες, στ) να γίνει άνοιγμα λογαριασμών κατηγορουμένων εκτιμητών και διαμεσολαβητών, προκειμένου να διερευνηθεί αν εμφιλοχώρησαν εμβάσματα κατά την κρίσιμη περίοδο εκταμίευσης των επίδικων δανείων (πιθανή δωροδοκία) και ζ) να διερευνηθεί αν προκύπτουν στοιχεία, ώστε να ασκηθεί συμπληρωματική ποινική δίωξη κατ' άρθρο 250 ΚΠΔ για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης με τη συμμετοχή και των δανειοληπτών. Αναφορικά με το ζήτημα της πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα και με το με αριθ. πρωτ. …/18 έγγραφο της Ανακρίτριας του 32ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, ουδείς εκ των πραγματογνωμόνων εκ του καταλόγου αποδέχθηκε το αίτημα περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί σχετικά με την συγκεκριμένη κατηγορία, ότι η έγκριση για τη χορήγηση των δανείων δινόταν κάθε φορά από την Διεύθυνση Κτηματικής Πίστης της εγκαλούσας. Συγκεκριμένα, το κατάστημα Σκάλας Ωρωπού λάμβανε τα απαραίτητα στοιχεία από κάθε υποψήφιο δανειολήπτη (Ε1, Ε9, βεβαίωση αποδοχών, οικογενειακή κατάσταση, σκοπός δανείου κ.λπ.), τα διαβίβαζε ηλεκτρονικά στην ανωτέρω Διεύθυνση, η οποία, κατόπιν αξιολόγησης, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων (εισόδημα, ακίνητη περιουσία, καταθέσεις, δάνεια, οικογενειακή κατάσταση), προέβαινε στην έγκριση του δανείου. Δηλαδή, οι αρμόδιες κεντρικές υπηρεσίες της … [τράπεζας] εγκρίνουν τη χορήγηση δεκάδων δανείων για την αγορά οικοπέδων στις συγκεκριμένες περιοχές (Αυλίδα, Σκάλα Ωρωπού), γνωρίζοντας όλα τα δεδομένα (αντικειμενικές αξίες, εμπορικές αξίες, συμβολαιογραφικό τίμημα, πιστοληπτική ικανότητα και φερεγγυότητα δανειοληπτών, μελλοντική ανοικοδόμηση), οι δε συνεργαζόμενοι με αυτήν μηχανικοί και διαμεσολαβητές για την πώληση στεγαστικών δανείων (και εδώ κατηγορούμενοι), αντίστοιχα, είχαν επιλεγεί από κατάλογο που κατάρτιζε η Κεντρική Υπηρεσία της ... [τράπεζας], και είχαν πιστοποιηθεί από την Κεντρική Υπηρεσία της ίδιας της εγκαλούσας, η οποία ενέκρινε τη χορήγηση των εν λόγω δανείων, χωρίς να εξαρτήσει τη χορήγηση μέρους αυτών από πρόσθετες εγγυήσεις, όπως για παράδειγμα από την παρακολούθηση των σχετικών με την πορεία των οικοδομικών εργασιών στο οικόπεδο κάθε δανειολήπτη στοιχείων, ως θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο, δηλαδή, χωρίς να απαιτείται πιστοποίηση εκτελεσθέντων έργων, στα διάφορα στάδια, από τον αρμόδιο μηχανικό-εκτιμητή της τράπεζας. Τέλος, δεδομένου ότι, η επελθούσα στον εκ της απάτης παθόντα περιουσιακή βλάβη δέον όπως τελεί σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την παραπλανητική συμπεριφορά του υπαιτίου, υπό την έννοια ότι η επελθούσα ζημία θα πρέπει να προκύπτει ευθέως και αποκλειστικώς ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη, ο επιβαλλόμενος προς θεμελίωση του εν λόγω αδικήματος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης, που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της λόγω αυτής πράξης, παράλειψης ή ανοχής του πλανηθέντος. δεν κατέστη σαφής από την επισκόπηση του κατηγορητηρίου˙ θα πρέπει να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί περί έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου και κατά συνέπεια, περί μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της απάτης, προεχόντως καθόσον δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποδιδόμενης πράξης για την οποία κατηγορούνται και της ζημίας της τράπεζας, πολλώ δε μάλλον κι εφόσον εν προκειμένω η εκτίμηση του μηχανικού δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος, με την έννοια ότι αποτελεί αξιολογική κρίση και εκτίμηση, ως διατύπωσης γνώμης και έκφρασης μίας γενικής κρίσης (που σε καμία περίπτωση δεν αναφέρει το παραπεμπτικό βούλευμα ότι συνοδευόταν από συγκεκριμένη ψευδή παράσταση), συνακόλουθα δε, θα πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν αθώοι των πράξεων που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.


 


* Δημοσιευθείσα στο ΝοΒ 2020. 1045 επ.

Δ.Δ.Α.