Επισκόπηση πρόσφατης Νομολογίας ΣτΕ 2025: Αποφάσεις Τμημάτων με επιμέλεια Κωνσταντίνου Π. Σαμαρτζή

73
2025
04

 

EΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣτΕ

 

Επιμέλεια: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Δικηγόρος

 


 

ΤΜΗΜΑΤΩΝ

 

5/2025 (Δ΄ Τμ.) – Πρoεδρεύων: Η. Μάζος, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Μ. Μπάκαβου, Πάρεδρος

 

Αλλαγή επωνύμου. Το επώνυμο αποτελεί μεν στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, ως μέσο αυτοπροσδιορισμού και εξατομίκευσης, καθώς και διακριτικό οικογενειακό γνώρισμα, η αλλαγή του, όμως, δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά γίνεται ύστερα από απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, εφ’ όσον συντρέχουν συγκεκριμένοι και σοβαροί λόγοι, ικανοί να δικαιολογήσουν τη μεταβολή του. Και τούτο, διότι το επώνυμο, το οποίο έχει καθοριστικό ρόλο στην ταυτοποίηση του προσώπου, ενδιαφέρει προφανώς τη δημόσια τάξη και τις ειδικότερες εκφάνσεις της, όπως, προεχόντως, την αποτελεσματική αστυνόμευση και δίωξη του εγκλήματος, την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου. Επομένως, τηρουμένης της οδού αυτής, δια της οποίας μπορεί να γίνει και αλλαγή ελληνικού επωνύμου σε ξενόγλωσσο, το αρμόδιο διοικητικό όργανο, ασκώντας ορθώς την ανήκουσα σε αυτό διακριτική εξουσία, οφείλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προ παντός, να εκτιμά τους λόγους που επικαλείται ο αιτούμενος τη μεταβολή του επωνύμου του και να αποφαίνεται, εν όψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι η ζητούμενη μεταβολή, αιτιολογώντας ειδικώς, από την άποψη αυτή, την απόφασή του.

Επαγγελματικοί λόγοι. Λόγοι αναφερόμενοι στην επαγγελματική κατάσταση του αιτούμενου την αλλαγή του επωνύμου είναι κατ’ αρχήν ικανοί να δικαιολογήσουν την αλλαγή αυτή. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται εν όψει της κατοχύρωσης, με το άρθρο 5 § 1 Σ, του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Οίκοθεν νοείται ότι, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της, η Διοίκηση καλείται να εφαρμόσει τις αρχές που διέπουν την κατά διακριτική ευχέρεια δράση της, κατά τα γενικώς κρατούντα, όπως η αρχή της ισότητας και της εξατομικευμένης αντιμετώπισης κάθε περίπτωσης.

 

8/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Ε. Αντωνόπουλος, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδρος

 

Παράνομη τηλεοπτική διαφήμιση σκευασμάτων διατροφής. Εν όψει της υποχρέωσης των τηλεοπτικών μέσων να ελέγχουν το περιεχόμενο των διαφημιστικών μηνυμάτων εξ επόψεως κινδύνου παραπλάνησης των τηλεθεατών, όταν τούτο προκύπτει εκ πρώτης όψεως από το περιεχόμενο των ίδιων των μηνυμάτων, ιδίως όταν ο κίνδυνος παραπλάνησης σχετίζεται με την προστασία της υγείας, απόφαση, με την οποία κρίνεται ότι η διαφήμιση των επίμαχων σκευασμάτων διατροφής με συνεχή αναφορά και, μάλιστα, κατά τρόπο υπερβολικό, σε υποθετικές προστατευτικές για την υγεία ιδιότητές τους είτε ως θεραπεία, είτε ως πρόληψη πολλών και διαφορετικών νόσων και παθήσεων, ενέχει κίνδυνο παραπλάνησης των τηλεθεατών, στους οποίους, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τα εν λόγω προϊόντα θεραπεύουν, άλλως προλαμβάνουν, σειρά ασθενειών και παθήσεων, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

9/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδρος

 

Ενωσιακή Οδηγία μη μεταφερθείσα στο εθνικό δίκαιο. Από Οδηγία, που δεν έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη κράτους-μέλους, δεν μπορούν να προκύψουν υποχρεώσεις για τους ιδιώτες ούτε έναντι άλλων ιδιωτών ούτε, κατά μείζονα λόγο, έναντι του ιδίου του κράτους. Επομένως, το κράτος-μέλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί αυτές καθ’ εαυτές τις διατάξεις Οδηγίας κατά των ιδιωτών προκειμένου να μην εφαρμόσει αντίθετη διάταξη του εσωτερικού δικαίου, με σκοπό να δημιουργήσει υποχρεώσεις σε βάρος τους.

 

36/2025 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Μ. Παπαδοπούλου, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Α.-Ε. Ανδρουτσοπούλου, Πάρεδρος

 

Ανέκκλητο αποφάσεων επί διαφορών από δημόσιες συμβάσεις. Κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων επί διαφορών υπαγομένων στο πεδίο εφαρμογής του Βιβλίου ΙV του ν. 4412/2016 δεν χωρεί έφεση. Η ρύθμιση για το «αμετάκλητο» των εν λόγω αποφάσεων είχε θεσπισθεί με το άρθρο 372 § 1 του ν. 4412/2016, όπως αυτό ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 138 του ν. 4782/2021. Το άρθρο αυτό, μετά την αντικατάστασή του με τις διατάξεις του άρθρου 138 του ν. 4782/2021, δεν περιέχει μεν αντίστοιχη ρητή διάταξη. Εν όψει, όμως, του επιδιωκόμενου με τον ν. 4782/2021 σκοπού, που συνίσταται στην περαιτέρω επιτάχυνση της διαδικασίας επίλυσης των σχετικών διαφορών, συνάγεται ότι τα Διοικητικά Εφετεία εξακολουθούν να αποφαίνονται ανεκκλήτως και μετά την αντικατάσταση του άρθρου 372 του ν. 4412/2016, δοθέντος, μάλιστα, ότι δεν προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση του ν. 4782/2021 βούληση του νομοθέτη να εισαγάγει δεύτερο βαθμό δικαστικής κρίσης ως προς τις εν λόγω διαφορές, οι οποίες υπόκεινται άλλωστε σε προηγούμενο έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, αρμόδιας για την άσκηση του διοικητικού ελέγχου των πράξεων οι οποίες εντάσσονται στην προσυμβατική διαδικασία. Η ερμηνεία αυτή των παραπάνω διατάξεων δεν προσκρούει στο άρθρο 20  § 1 Σ ούτε και στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. 

 

45/2025 (Α΄ Τμ. 7μελούς) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, ΣύμβουλοςΕισηγήτρια: Ε. Τζιράκη, Πάρεδρος

 

Αξίωση διατροφής κατά του Δημοσίου. Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του, να αποζημιώσει εκείνον που είχε αξίωση διατροφής έναντι προσώπου που θανατώθηκε εξ αιτίας παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του. Η εν λόγω αξίωση αποζημίωσης, αποσκοπούσα να αποκαταστήσει τον δικαιούχο της διατροφής, ούτως ώστε ο τελευταίος να επανέλθει στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στον δικαιούχο της διατροφής. Στους δικαιούχους αυτούς περιλαμβάνονται η σύζυγος και το τέκνο του θανόντος. 

Ύψος διατροφής τέκνου. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, και περιλαμβάνει όσα έξοδα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης ή την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Η υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους βαρύνει αυτούς, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Επίσης και το ανήλικο τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφ’ όσον δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες, εν όψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του.

Διατροφή συζύγου. Ειδικά για την εξεύρεση του περιεχομένου της αποζημίωσης του επιζώντος συζύγου εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου, που ρυθμίζουν το ζήτημα της συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες και, ειδικότερα, τη διατροφή του συζύγου, το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, λαμβανομένων υπ’ όψη των αναγκών του δικαιούχου, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της συμβίωσης, οριοθετούνται δε από το ύψος των τυχόν εισοδημάτων του και της λοιπής περιουσίας αυτού, σε συσχετισμό προς την περιουσιακή κατάσταση του άλλου συζύγου. Κρίσιμος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης είναι ο προσδιορισμός των εισοδημάτων του θανατωθέντος κατά τον τελευταίο καιρό πριν από τη θανάτωσή του και της πιθανής εξέλιξης των εισοδημάτων αυτών, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν αυτός ζούσε. 

Διατροφή και σύνταξη. Πότε συνυπολογίζονται. Στην περίπτωση κατά την οποία ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεoς να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία το Δημόσιο οφείλει αποζημίωση λόγω διατροφής, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, συγχρόνως δε οφείλει και σύνταξη λόγω θανάτου, είναι μεν δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός εν όλω ή εν μέρει της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος, εκτιμωμένων των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Μπορεί, όμως, η καλή πίστη να επιτρέπει ή ακόμη και να επιβάλλει, εν όψει πάντοτε των συγκεκριμένων συνθηκών, κατά τον υπολογισμό της διατροφής που καταβάλλει το Δημόσιο, τον συνυπολογισμό της εν όλω ή εν μέρει στην καταβαλλόμενη από το ίδιο (το Δημόσιο) σύνταξη λόγω θανάτου, εν όψει, άλλωστε, και των παρόμοιων σκοπών, τους οποίους αποβλέπει να εξυπηρετήσει και των αναγκών, τις οποίες επιδιώκει να ικανοποιήσει τόσο η αποζημίωση λόγω διατροφής όσο και η σύνταξη λόγω θανάτου, έτσι ώστε το ζημιογόνο γεγονός να μην οδηγήσει τελικά στον πλουτισμό του ζημιωθέντος. Ο συνυπολογισμός, εν μέρει ή εν όλω, της ωφέλειας στη ζημία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία το Δημόσιο οφείλει αποζημίωση λόγω διατροφής και σύνταξη λόγω θανάτου, λαμβάνεται υπ’ όψη μόνον όταν το εναγόμενο Δημόσιο τον επικαλεστεί. 

 

49/2025 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Α. Κοντοπόδη, Πάρεδρος

 

Δημόσιοι διαγωνισμοί. Μη δήλωση λόγου αποκλεισμού. Η μη δήλωση εκ μέρους του ανακηρυχθέντος προσωρινού αναδόχου, κατά το στάδιο υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης (στην υποβαλλόμενη κατά τη Διακήρυξη υπεύθυνη δήλωση περί μη συνδρομής του λόγου αποκλεισμού της περ. ζ΄ της § 4 του άρθρου 73 του ν. 4412/2016), ότι αυτός αποκλείστηκε οριστικά από άλλη διαγωνιστική διαδικασία για τον λόγο ότι δεν είχε δηλώσει στο υποβληθέν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ΕΕΕΣ αποκλεισμούς του από προηγούμενες της διαδικασίας αυτής διαγωνιστικές διαδικασίες, δεν συνιστά από μόνη της τον λόγο αποκλεισμού της παραπάνω διάταξης. Η μη δήλωση, όμως, σε τρέχοντα διαγωνισμό, των πραγματικών περιστατικών, στα οποία αναφερόταν η υποβληθείσα στον προηγούμενο διαγωνισμό ανακριβής δήλωση, συνιστά τον παραπάνω λόγο αποκλεισμού στον τρέχοντα διαγωνισμό, εφ’ όσον τα πραγματικά αυτά περιστατικά αφορούν τη συνδρομή λόγου αποκλεισμού ή τη μη πλήρωση κριτηρίου επιλογής και στον τελευταίο διαγωνισμό.

 

61/2025 (Β΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπροέδρος, Εισηγήτρια: Δ. Πλαπούτα, Σύμβουλος

 

Δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας από επιστροφή κεφαλαίου. Στην περίπτωση που από το συνολικό κεφάλαιο, το οποίο είχε καταβληθεί για τη σύσταση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) σε προγενέστερο οικονομικό έτος, επιστρέφεται αυτούσιο μέρος του ποσού αυτού συμμετοχής στον μοναδικό εταίρο, λόγω εκκαθάρισης της εταιρείας σε μεταγενέστερο οικονομικό έτος, το εν λόγω ποσό, που αντιστοιχεί στο προϊόν της εκκαθάρισης της ΕΠΕ, μπορεί να ληφθεί υπ’ όψη για τη δικαιολόγηση της προσαύξησης της περιουσίας, εφ’ όσον (το ποσό) αυτό πράγματι διασώζεται και εισπράχθηκε αποδεδειγμένα κατά τη μεταγενέστερη χρήση και η απόδειξη της είσπραξής του στηρίζεται σε νόμιμα αποδεικτικά μέσα. Το ποσό, που δύναται να επικαλεστεί ο φορολογούμενος προς κάλυψη ή περιορισμό της προσαύξησης της περιουσίας, δεν είναι η διαφορά μεταξύ του αρχικού κεφαλαίου συμμετοχής στην εταιρεία και του ποσού που επιστρέφεται λόγω εκκαθάρισης αυτής, αλλά το συνολικό ποσό που αντιστοιχεί στο προϊόν εκκαθάρισης, εφ’ όσον η σύσταση και η λύση - εκκαθάριση της εταιρείας έλαβαν χώρα σε διαφορετικά οικονομικά έτη. 

 

75/2025 (Β΄ Τμ.) - Προεδρεύων: Δ. Εμμανουηλίδης, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Χ. Νέγρης, Πάρεδρος

 

Απαλλαγή ν.π.δ.δ. από τον φόρο ακίνητης περιουσίας. Από τον φόρο ακίνητης περιουσίας απαλλάσσονται τα πρόσωπα που ρητώς αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3842/2010, οι οποίες, θεσπίζουσες φορολογική απαλλαγή, είναι στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, περιουσία που διατίθεται για την εκπλήρωση κοινωφελούς σκοπού, μεταξύ άλλων, σε υφιστάμενο ν.π.δ.δ.,, χωρίς ειδικότερο καθορισμό του τρόπου διοίκησης αυτής, αποτελεί κεφάλαιο αυτοτελούς διαχείρισης, που διακρίνεται της λοιπής ακίνητης περιουσίας του νομικού προσώπου, όταν ο κοινωφελής σκοπός της είναι ειδικός, δηλαδή διαφορετικός σε σχέση με τον σκοπό, τον οποίο κατά τον προορισμό του επιδιώκει το δεχόμενο την περιουσία αυτή νομικό πρόσωπο και ο ειδικός αυτός σκοπός προσδιορίζεται ή τουλάχιστον επαρκώς συνάγεται από τη συστατική του πράξη. Συνεπώς, σε περίπτωση ιδιοχρησιμοποίησης του παραπάνω κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης από το νομικό πρόσωπο, το οποίο αποτελεί το υποκείμενο της φορολογικής ενοχής, στο μέτρο που το κεφάλαιο αυτοτελούς διαχείρισης στερείται νομικής προσωπικότητας, τούτο τυγχάνει απαλλαγής εφ’ όσον ακολουθεί τη φορολογική μεταχείριση του ν.π.δ.δ., στο οποίο ανήκει, χωρίς να ασκεί επιρροή η καταβολή ή μη ανταλλάγματος κατά την ιδιοχρησιμοποίηση του κεφαλαίου αυτοτελούς διαχείρισης, εάν το αντάλλαγμα αποσκοπεί στην πραγμάτωση των κατά τον προορισμό του ν.π.δ.δ. σκοπών.

 

87/2025 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α.-Μ. Παπαδημητρίου, ΣύμβουλοςΕισηγητής: Ε. Αργυρός, Πάρεδρος

 

Ανάκληση διορισμού παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου. Εξαιρέσεις. Στην περίπτωση υπαλλήλου, ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως, αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της 2ετούς προθεσμίας, εντός της οποίας ανακαλούνται, κατ’ αρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην περίπτωση αυτήν είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό. Κάμψη των παραπάνω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό, σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας. Στην περίπτωση αυτήν, η Διοίκηση, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, έχει δύο δυνατότητες: είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό, είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον (ex nunc). 

Ανάκληση διορισμού και καταβληθείσες αποδοχές. Ναι μεν με την ανάκληση διορισμού, αίρονται κατ’ αρχήν, αναδρομικά όλες οι συνέπειες που απορρέουν από την υπαλληλική σχέση, πλην όμως δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας η αναζήτηση από τον υπάλληλο, ως αχρεωστήτως λαβόντα, του συνόλου των ποσών που έλαβε ως αποδοχές για τις υπηρεσίες που πραγματικά παρείχε κατά τη διάρκεια του υπαλληλικού βίου του, αλλά το αν υπέχει κατ’ αρχήν υποχρέωση επιστροφής ορισμένου ποσού, καθώς και το ύψος του ποσού αυτού αποτελούν προϊόν ad hoc στάθμισης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης ισορροπίας, καθώς και αυτές που απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Η λόγω ανάκλησης διορισμού πλήρης στέρηση σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο, έχοντας συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο, θα υπερακόντιζε, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, τον κατ’ αρχήν θεμιτό σκοπό που υπηρετεί η ανάκληση διορισμού, ως μέτρο αποκατάστασης της τρωθείσας νομιμότητας. 

Καταβλητέα σύνταξη. Το ποσό της καταβλητέας σύνταξης: α) δεν μπορεί να ισούται με το ποσό που θα ελάμβανε ο υπάλληλος εάν είχε νομίμως συσταθεί η υπαλληλική του σχέση, β) πρέπει, πάντως, να τελεί σε κάποια αναλογία προς τις αποδοχές ενέργειας και γ) δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το κατώτερο όριο σύνταξης κατ’ άρθρο 55 § 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Εν όψει τούτων, η λήψη του διοικητικού μέτρου της ανάκλησης διορισμού του υπαλλήλου, που προκάλεσε δολίως την παρανομία του διορισμού του, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στις διατάξεις των άρθρων 5 § 1, 20 §§ 1 και 2  και  25 § 1 Σ και 6 και 8 της ΕΣΔΑ.

 

90/2025 (Γ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Ε. Αργυρός, Πάρεδρος

 

Πρόσληψη εμμίσθων δικηγόρων. Η διαδικασία πρόσληψης εμμίσθων δικηγόρων θεσπίσθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος ως ενιαία ρύθμιση για ολόκληρο τον δημόσιο τομέα, κατ’ εφαρμογή των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, υπό τις οποίες πρέπει κατ’ αρχήν να διέπεται η πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις. Η επιλογή γίνεται από 5μελή Επιτροπή, ύστερα από προκήρυξη, βάσει προβλεπόμενων στον νόμο κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφίων (προσωπικότητα, επιστημονική κατάρτιση, εξειδίκευση στο αντικείμενο της απασχόλησης, επαγγελματική πείρα, επάρκεια, γνώση ξένων γλωσσών, συνεκτιμωμένης της οικογενειακής κατάστασης και της πρόβλεψης εξέλιξής τους). 

Έμμισθος δικηγόρος και νομικός σύμβουλος. Έννοια. Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά τις νομικές του υπηρεσίες ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος σε ορισμένο εντολέα σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος με πάγια περιοδική αμοιβή. Ως νομικός ή δικαστικός σύμβουλος θεωρείται εκείνος, ο οποίος, άσχετα με τον τίτλο της θέσης που κατέχει και την ονομασία που έλαβε κατά την πρόσληψή του ή μεταγενέστερα, δεν ασχολείται με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εντολέα του προς τρίτους, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων σε αυτόν και στα όργανά του ή και στην κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων από άλλους δικηγόρους. Η διάκριση αυτή μεταξύ εμμίσθων δικηγόρων, που ασχολούνται με τη δικαστική εκπροσώπηση και τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εντολέα τους και εκείνων, που έχουν αποκλειστικά την ιδιότητα του νομικού ή δικαστικού συμβούλου έχει σημασία για την ακολουθητέα διαδικασία πρόσληψής τους στους φορείς του δημοσίου τομέα. 

Αρχή της αξιοκρατίας. Ναι μεν οι θέσεις στις οποίες προσλαμβάνονται οι νομικοί σύμβουλοι ή οι προϊστάμενοι δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας ενός δημοσίου φορέα είναι, σε οργανωτικό επίπεδο, θέσεις αυξημένης ευθύνης σε σχέση με τις θέσεις των εμμίσθων δικηγόρων, που έχουν ως αποκλειστικό καθήκον τη δικαστική εκπροσώπηση του φορέα, τούτο μόνον, όμως, δεν δικαιολογεί την εξαίρεση του διορισμού των νομικών συμβούλων ή των προϊσταμένων των δικαστικών υπηρεσιών των δημοσίων φορέων από την αρχή της αξιοκρατίας, η οποία εφαρμόζεται γενικά για την κατάληψη κάθε θέσης ευθύνης στη δημόσια διοίκηση. Στην περίπτωση δε που οι σχετικές διατάξεις δεν καθορίζουν τη διαδικασία πρόσληψης, πρέπει να εφαρμόζεται η εγγύτερη και έχουσα γενική εμβέλεια διάταξη του άρθρου 43 § 2 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία πληροί τα εχέγγυα της αξιοκρατίας, διαφάνειας και ισότητας, καθώς προβλέπει ειδική διαδικασία πλήρωσης των θέσεων εμμίσθων δικηγόρων, διενεργούμενη από ανεξάρτητη Επιτροπή κατόπιν προκήρυξης και βάσει αντικειμενικών κριτηρίων επιλογής. Στην περίπτωση αυτή, είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στην οικεία προκήρυξη ότι, ως προς τον τρόπο επιλογής του νομικού συμβούλου ή προϊσταμένου δικαστικής ή νομικής υπηρεσίας, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 43 του Κώδικα Δικηγόρων. Από δε την αμφισβήτηση πράξεων, που εκδίδονται κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης αυτής, γεννώνται ακυρωτικές διοικητικές διαφορές, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Επιστημονικός συνεργάτης. Η σύσταση οργανικής θέσης επιστημονικού συνεργάτη – δικηγόρου στις ΥΓΕΜΗ των Επιμελητηρίων δεν αποσκοπεί στη δικαστική εκπροσώπηση και στον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων των εν λόγω ν.π.δ.δ., αλλά αποκλειστικά και μόνο στην κάλυψη των αναγκών της Υπηρεσίας του Γενικού Εμπορικού Μητρώου του Επιμελητηρίου. Με τα δεδομένα αυτά, η θέση αυτή αποτελεί, εν όψει και του αντικειμένου της εν λόγω Μονάδας, θέση νομικού συμβούλου. Εφ’ όσον, όμως, δεν προβλέφθηκε ρητώς ο τρόπος επιλογής των υποψηφίων για τη θέση αυτή, εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 43 § 2 του Κώδικα Δικηγόρων. 

Καθορισμός συντελεστών βαρύτητας. Στο άρθρο 43 του Κώδικα Δικηγόρων ορίζονται, κατά τρόπο συγκεκριμένο και περιοριστικό, τα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων (προσωπικότητα του υποψηφίου, επιστημονική κατάρτιση, εξειδίκευση στο αντικείμενο της απασχόλησης, επαγγελματική πείρα, επάρκεια και γνώση ξένων γλωσσών, συνεκτιμώμενης της οικογενειακής κατάστασης και της πρόβλεψης εξέλιξης) για την πλήρωση έμμισθης θέσης δικηγόρου σε φορείς του δημόσιου τομέα. Χορηγείται δε στον φορέα πρόσληψης εξουσιοδότηση να καθορίσει, με την οικεία προκήρυξη, εκτός από το αντικείμενο της απασχόλησης του δικηγόρου, τις τυχόν ειδικές ανάγκες του φορέα, την έδρα και τους όρους αμοιβής και υπηρεσιακής εξέλιξης του δικηγόρου, τους συντελεστές βαρύτητας για καθένα από τα προβλεπόμενα στον νόμο κριτήρια ανάλογα με τις ανάγκες του, προκειμένου με τη μοριοδότηση τούτων να επιτευχθεί η συγκριτική ουσιαστική αξιολόγηση των υποψηφίων. Επομένως, η κανονιστική αρμοδιότητα της Διοίκησης συνίσταται στη ρύθμιση των παραπάνω, μεταξύ των οποίων είναι ο καθορισμός αποκλειστικώς και μόνο συντελεστών βαρύτητας στα εκ του νόμου προσδιορισθέντα κριτήρια (κύρια και συνεκτιμώμενα) και όχι η θέσπιση άλλων κριτηρίων με συντελεστή βαρύτητας.

 

94/2025 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Κ. Σκούρα, Πάρεδρος

 

Δημόσιες συμβάσεις. Πότε ασκείται δεύτερη προσφυγή. Για ζητήματα, που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διοικητικής προδικασίας, δεν χωρεί δεύτερη προδικαστική προσφυγή ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ, παρά μόνον αίτηση ακύρωσης και αναστολής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Συνεπώς, σε περίπτωση που η αναθέτουσα (ή η διενεργούσα) αρχή εκδώσει πράξη σε συμμόρφωση προς απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ, ο θιγόμενος οικονομικός φορέας διατηρεί τη δυνατότητα προσβολής της πράξης αυτής της αναθέτουσας (ή διενεργούσας) αρχής με αίτηση αναστολής και αίτηση ακύρωσης. Μόνον αν στη νεότερη απόφαση της αναθέτουσας αρχής, η οποία εκδίδεται κατ’ αρχήν σε συμμόρφωση προς απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ, περιλαμβάνονται νέες κρίσεις ή αιτιολογίες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της προηγηθείσας διοικητικής προδικασίας ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ, έχει υποχρέωση ο θιγόμενος οικονομικός φορέας να προσβάλει αυτές με προδικαστική προσφυγή ενώπιον της Αρχής, ως προϋπόθεση παραδεκτής άσκησης της αίτησης αναστολής και της αίτησης ακύρωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.

Εκκρεμής προσφυγή ανάκλησης στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ανάκληση της κατακυρωτικής απόφασης. Όταν κατά τη διενέργεια του προσυμβατικού ελέγχου διαπιστώνεται από τους αρμόδιους ελεγκτικούς σχηματισμούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου νομική πλημμέλεια της διαγωνιστικής διαδικασίας που κωλύει την υπογραφή της σύμβασης, νομίμως, κατ’ αρχήν, η αναθέτουσα αρχή εξετάζει εκ νέου τη νομιμότητα των πράξεων του διαγωνισμού και, επανερχόμενη για λόγους νομιμότητας σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, ανακαλεί την κατακυρωτική απόφαση και εκδίδει νέα απόφαση κατακύρωσης σε άλλον ανάδοχο, χωρίς να ασκεί επιρροή από την άποψη αυτή το γεγονός ότι ο νέος ανάδοχος δεν αμφισβήτησε προγενέστερη πράξη αποκλεισμού του. Στην περίπτωση αυτή, δεν δημιουργείται έλλειμμα δικαστικής προστασίας για τους θιγόμενους από την απόφαση αυτή της αναθέτουσας αρχής, καθ’ όσον οι τελευταίοι μπορούν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της πράξης αυτής αρχικά ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ, η οποία οφείλει να εκφέρει ιδία αιτιολογημένη κρίση επί όλων των τιθέμενων ενώπιόν της ζητημάτων και, εν συνεχεία, ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, μη δεσμευομένων άλλωστε της ΕΑΔΗΣΥ και των δικαστηρίων από τα κριθέντα από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου.

 

108/2025 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Μ. Παπαδοπούλου, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Σ. Λαμπροπούλου, Σύμβουλος

 

Clawback σε αντίδοτα φάρμακα. Δεν συντρέχει λόγος εξαίρεσης των φαρμάκων-αντιδότων από τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής (clawback) στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, Η επέκταση του μέτρου αυτού στα παραπάνω φάρμακα δεν συνιστά παραβίαση της, κατοχυρωμένης στο άρθρο 25 § 1 Σ, αρχής της αναλογικότητας.

 

127/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Ν. Μαρκόπουλος, Πάρεδρος

 

Αρμοδιότητα διοικητικών οργάνων. Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όσες φορές ο νόμος αναθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα σε ορισμένη υπηρεσία, ως αρμόδιο για την έκδοση των σχετικών προς την αρμοδιότητα αυτή πράξεων νοεί προφανώς τον επικεφαλής της υπηρεσίας, επί Υπουργείου, δε, νοείται ο Υπουργός αυτού, αρμόδιος κατ’ αρχήν για την έκδοση των πράξεων των σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων που αναθέτει ο νόμος στο Υπουργείο, στο οποίο προΐσταται. Στην περίπτωση, όμως, που ο νόμος αναθέτει ρητώς την σχετική αρμοδιότητα σε άλλο όργανο, ο Υπουργός δεν δύναται να εκδώσει την πράξη. Η ιεραρχική δε υποκατάσταση, δηλαδή η αρμοδιότητα για την έκδοση διοικητικής πράξης από το ιεραρχικά ανώτερο όργανο εκείνου, στο οποίο ο νόμος έχει αναθέσει ρητώς την σχετική αρμοδιότητα, δεν αναγνωρίζεται ως γενικός κανόνας (ούτε ρητώς, ούτε ως γενική αρχή) στο ελληνικό διοικητικό δίκαιο, είναι δε επιτρεπτή μόνον όταν προβλέπεται από τον νόμο. 

 

141/2025 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Α. Χρυσικοπούλου, Πάρεδρος

 

Πυροσβεστικό Σώμα. Ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους. Για την κρίση αξιωματικού του Πυροσβεστικού Σώματος ως ευδοκίμως τερματίσαντος τη σταδιοδρομία του απαιτείται, παράλληλα προς τη – διαπιστούμενη κατά την ουσιαστική κρίση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου – ανεπάρκεια, και η συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμης υπηρεσίας. Η εν λόγω ρύθμιση ουδόλως έχει την έννοια ότι οι αξιωματικοί κρίνονται, άνευ ετέρου, ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους για τον λόγο ότι έχουν συμπληρώσει 35ετή συντάξιμη υπηρεσία, αλλά προσαπαιτείται η κρίση ότι δεν παρουσιάζουν ικανοποιητική υπηρεσιακή απόδοση. Η απόλυση λόγω ανεπάρκειας, κατόπιν ουσιαστικής περί τούτου κρίσης του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, συνιστά όλως διάφορη περίπτωση από την αυτεπάγγελτη αποστρατεία των αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος λόγω συμπλήρωσης συγκεκριμένου ορίου ηλικίας. 

Συντάξιμος χρόνος. Στον χρόνο συντάξιμης υπηρεσίας συνυπολογίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής χρονικά διαστήματα: (i) ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας, (ii) ο προστιθέμενος (υπολογιζόμενος στο διπλάσιο και έως 5 έτη) χρόνος σε «μάχιμες» υπηρεσίες («μάχιμη πενταετία»), (iii) για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2011 και μετά, ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση ενός μόνο πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης σχολής, ο οποίος είναι ίσος με τα κατά τον χρόνο αποφοίτησης επίσημα, ακέραια χρόνια σπουδών της οικείας Σχολής, εφ’ όσον ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης 12 ετών. Ουδόλως αντίκειται στην αρχή της κατοχυρούμενης με το άρθρο 103 § 4 Σ μονιμότητας των εν λόγω υπαλλήλων ρύθμιση, που ορίζει ότι, σε περίπτωση απόλυσης λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, για τον υπολογισμό του ελάχιστου απαιτούμενου χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας, λαμβάνεται υπ’ όψη κάθε υπηρεσία που λογίζεται ως συντάξιμη κατά την κείμενη νομοθεσία. 

 

152/2025 (ΣΤ΄ Τμ.)  – Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Α.-Ε. Ανδρουτσοπούλου, Σύμβουλος

 

Δημόσιες συμβάσεις. Προσφυγή κατά πρωτοκόλλου παραλαβής. Με τις διατάξεις του π.δ. 284/ 1989 προβλέπονται Επιτροπές ελέγχου και παραλαβής των προς προμήθεια ειδών, με αρμοδιότητα να προβαίνουν στην, κατόπιν ποιοτικού και ποσοτικού ελέγχου, παραλαβή ή απόρριψη των ειδών, συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου. Το πρωτόκολλο που εκδίδει η αρμόδια για τον έλεγχο Επιτροπή, με το οποίο αποφαίνεται ότι το σύνολο ή μέρος των παραδοθέντων ειδών δεν συμφωνούν, ποιοτικά ή ποσοτικά, με τις προδιαγραφές της σύμβασης, επισημαίνοντας τις παρεκκλίσεις και τάσσοντας προθεσμία στον προμηθευτή να τις αποκαταστήσει, συνιστά βλαπτική πράξη, κατά της οποίας προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, η οποία εξετάζεται από την Επιτροπή επίλυσης διαφορών. 

Τρόπος εξέτασης της προσφυγής. Σε περίπτωση που προκύψουν αμφιβολίες αν τα παραδοθέντα είδη πληρούν τους απαιτούμενους όρους και προδιαγραφές της σύμβασης, η αρμόδια Επιτροπή επίλυσης διαφορών αποφαίνεται περί της νομιμότητας του οικείου πρωτοκόλλου, με βάση το περιεχόμενό του και τα υπόλοιπα σχετικά στοιχεία και αφού επανεξετάσει το προμηθευόμενο είδος με όποιον τρόπο κρίνει καταλληλότερο, με ειδικά δημόσια όργανα που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και αρμοδιότητα να ελέγχουν την καταλληλότητα του υλικού, με δυνατότητα επανεξέτασης και των αντιδειγμάτων που τηρούνται στην Υπηρεσία Δειγμάτων της Μονάδας παραλαβής του υλικού και να λαμβάνουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα σε περίπτωση μερικής ή ολικής ακαταλληλότητας αυτού. 

Επέκταση εφαρμογής ρύθμισης. Εφ’ όσον ο νόμος δεν διακρίνει, η κατά τον νόμο δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής για την επανεξέταση, κατά τον προσφορότερο τρόπο και με τη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων, του υπό προμήθεια είδους ισχύει, καταλαμβάνεται από τις ειδικές περί προμηθειών διατάξεις και η περίπτωση, η οποία δεν ρυθμίζεται από τις περί κτηνιατρικής επιθεώρησης ζωϊκών προϊόντων διατάξεις, κατά τις οποίες δεν χωρεί επανεξέταση των τροφίμων που χαρακτηρίζονται κατά τις κτηνιατρικές επιθεωρήσεις ως επικίνδυνα για τον άνθρωπο και την κτηνοτροφία και, ως εκ τούτου, καταστρέφονται ή απωθούνται με μέριμνα και ευθύνη του κατόχου τους.

153/2025 (ΣΤ΄ Τμ.)  – Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Σ. Λαμπροπούλου, Πάρεδρος

 

Ταμειακή βεβαίωση τελωνειακών εσόδων. Τα τελωνειακά έσοδα, προερχόμενα, όπως και τα λοιπά δημόσια έσοδα, από δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα του Δημοσίου, πρέπει, προκειμένου να καταστούν εισπράξιμα, να υποβληθούν σε ταμειακή βεβαίωση (εν στενή εννοία βεβαίωση), υπό την έννοια της, βάσει οριστικοποιηθέντος νόμιμου τίτλου, σύνταξης χρηματικού καταλόγου και καταχώρισης αυτού στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων του οικείου Τελωνείου. Η οριστικοποίηση δε του εν λόγω νόμιμου τίτλου προϋποθέτει την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατ’ αυτού. Δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση καταλογισθείσας επιβάρυνσης, εάν προηγουμένως δεν έχει κοινοποιηθεί εγκύρως στον υπόχρεο η καταλογιστική πράξη.

 

184/2025 (Γ΄ Τμ.)  – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, ΣύμβουλοςΕισηγητής: Ε. Μελισσαρίδης, Πάρεδρος

 

Επιλογή δικηγόρων. Καθορισμός κριτηρίων βαρύτητας. Η επιλογή των εμμίσθων δικηγόρων για την πρόσληψή τους στους φορείς του δημόσιου τομέα γίνεται από 5μελή Επιτροπή ύστερα από προκήρυξη, βάσει προβλεπομένων στον νόμο κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφίων (προσωπικότητα, επιστημονική κατάρτιση, εξειδίκευση στο αντικείμενο της απασχόλησης, επαγγελματική πείρα, επάρκεια, γνώση ξένων γλωσσών, συνεκτιμωμένης της οικογενειακής κατάστασης και της πρόβλεψης εξέλιξής τους). Ο καθορισμός στην προκήρυξη συντελεστών βαρύτητας, επί των προβλεπόμενων στον νόμο κριτηρίων αξιολόγησης, γίνεται ανάλογα με τις ανάγκες του φορέα. Υπό τα δεδομένα αυτά, η 5μελής Επιτροπή δεν ασκεί κανονιστική αρμοδιότητα στην περίπτωση που, προς διευκόλυνση του έργου της, προβεί εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και του διαγραφομένου από τον νόμο και την προκήρυξη πλαισίου, σε περαιτέρω εξειδίκευση των καθορισθέντων στην προκήρυξη συντελεστών βαρύτητας επί των κριτηρίων αξιολόγησης, με απόφαση που λαμβάνεται πριν από την υποβολή της πρώτης αίτησης υποψηφιότητας. 

 

188/2025 (Γ΄ Τμ.)  – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, ΣύμβουλοςΕισηγητής: Ε. Αργυρός, Πάρεδρος

 

Δημόσιοι υπάλληλοι. Αναξιοπρεπής συμπεριφορά. Μεταξύ των πειθαρχικών παραπτωμάτων, η τέλεση των οποίων μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, περιλαμβάνεται η χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά, εντός ή εκτός υπηρεσίας, ήτοι η συμπεριφορά η οποία προδήλως υπερβαίνει τα όρια της απλώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς (η οποία αποτελεί και αυτή πειθαρχικώς τιμωρητέα συμπεριφορά) και πλήττει κατά τρόπο ιδιαιτέρως βαρύ την επιβαλλόμενη ή αναμενόμενη, ως εκ της ιδιότητας και του λειτουργήματος του υπαλλήλου - ο οποίος πρέπει να αποτελεί πρόσωπο άξιο της κοινής εμπιστοσύνης και εκτίμησης - διαγωγή στον επαγγελματικό και κοινωνικό του περίγυρο και, κατ’ επέκταση, επιφέρει ισχυρό πλήγμα στο κύρος και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας.

 

190/2025 (Γ’ Τμ.)  – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, ΣύμβουλοςΕισηγητής: Ε. Αργυρός, Πάρεδρος

 

Ένσταση σε εκλογική διαδικασία. Ορισμένο δικογράφου. Προκειμένου να είναι ορισμένος ο λόγος της ένστασης στις διαφορές που αναφύονται κατά την εκλογική διαδικασία στους ΟΤΑ πρέπει στο δικόγραφο αυτής να προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, το στάδιο στο οποίο εμφιλοχώρησε το σφάλμα, δηλαδή αν αυτό εμφιλοχώρησε: α) κατά την εκτίμηση της εγκυρότητας των ψηφοδελτίων και τη συνακόλουθη καταγραφή τους στους πίνακες διαλογής ψήφων, β) κατά τη μεταφορά από τους πίνακες διαλογής ψήφων στα βιβλία πρακτικών των Εφορευτικών Επιτροπών ή γ) κατά τη μεταφορά από τα βιβλία πρακτικών των Εφορευτικών Επιτροπών στον πίνακα αποτελεσμάτων του Προέδρου Πρωτοδικών. Άλλως, ο σχετικός λόγος της ένστασης είναι απορριπτέος, ως αόριστος. Επιπλέον, στο ίδιο δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζονται οι αριθμοί των συγκεκριμένων ψηφοδελτίων, ανά εκλογικό τμήμα, από τα οποία προέκυψε η προβαλλόμενη διαφορά, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας, επιλαμβανόμενο της ένστασης, να προβεί σε εκτεταμένο έλεγχο του κύρους των προσδιοριζόμενων στην ένσταση ψηφοδελτίων και, ακολούθως, να διαπιστώσει αν συνέτρεξαν οι προβαλλόμενες με την ένσταση πλημμέλειες.

 

204/2025 (Δ΄ Τμ.)  – Προεδρεύουσα: Μ. Παπαδοπούλου, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Β. Αραβαντινός, Σύμβουλος

 

Διαδικασία συνδιαλλαγής. Σκοπός. Με τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα εισήχθη ο θεσμός της διαδικασίας συνδιαλλαγής, με την οποία επιδιώκεται, υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής, η επίτευξη συμφωνίας του οφειλέτη επιχειρηματία με τους πιστωτές του, που εκπροσωπούν τουλάχιστον την πλειοψηφία (δηλαδή πλέον του 50%) των κατ’ αυτού απαιτήσεων, με σκοπό την πρόληψη της πτώχευσης, τη συνέχιση της δραστηριότητάς του και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, μέσω της πρόβλεψης λύσεων για τη διάσωση της επιχείρησης, ιδίως με μείωση των απαιτήσεων, παράταση του ληξιπρόθεσμου αυτών, αναδιάρθρωση της επιχείρησης, μετοχοποίηση των απαιτήσεων, εκποίηση της επιχείρησης ή κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο. Επομένως, σκοπός της διαδικασίας συνδιαλλαγής είναι η διάσωση της επιχείρησης και η αποτροπή της πτώχευσής της (σε αντίθεση προς την πτωχευτική διαδικασία, της οποίας σκοπός είναι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών από την ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας). 

Χαρακτήρας της διαδικασίας και προϋποθέσεις. Η συμφωνία συνδιαλλαγής είναι σύμβαση ενοχική με στοιχεία συμβιβασμού, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα και η σύναψή της υπόκειται σε ειδικές προϋποθέσεις (ανάμειξη μεσολαβητή, συναίνεση της πλειοψηφίας των πιστωτών), το δε περιεχόμενό της είναι προϊόν της ελεύθερης διαπραγμάτευσης των μερών, δηλαδή της επιχείρησης και των πιστωτών της, οι οποίοι πρέπει να εκπροσωπούν τουλάχιστον την πλειοψηφία των απαιτήσεων κατ’ αυτής και η οποία, εφ’ όσον επικυρωθεί από το δικαστήριο, επηρεάζει την άσκηση των δικαιωμάτων των συμβαλλόμενων μερών, και, κατά συνέπεια, την πληρωμή των απαιτήσεων των πιστωτών του εμπόρου-οφειλέτη. Κάθε πρόσωπο, το οποίο έχει πτωχευτική ικανότητα και αποδεικνύει οικονομική αδυναμία, παρούσα ή προβλέψιμη, χωρίς να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών του, μπορεί, με αίτησή του, να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο, το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής. 

Στάδια της διαδικασίας. Η υποβολή της αίτησης δεν επιφέρει, κατ’ αρχήν, έννομα αποτελέσματα, με συνέπεια οι πιστωτές του οφειλέτη να μπορούν, αφ’ ενός, να ζητήσουν την κήρυξή του σε πτώχευση και, αφ’ ετέρου, να προβούν εναντίον του σε λήψη, μεταξύ άλλων, μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίζει το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, εφ’ όσον πιθανολογήσει το βάσιμο του αιτήματος και τη σκοπιμότητα υπαγωγής στην διαδικασία. Στo πλαίσιo της διαδικασίας, εκδίδονται 3 αποφάσεις δυνάμει των οποίων λειτουργεί η διαδικασία συνδιαλλαγής, ήτοι η πρώτη απόφαση, η οποία επιτρέπει το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής», η δεύτερη απόφαση, η οποία επικυρώνει ή όχι τη συμφωνία που τυχόν θα συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των πιστωτών, οι οποίοι έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, με τη συμμετοχή του μεσολαβητή και η τρίτη απόφαση, η οποία διατάσσει τη λύση της συμφωνίας, λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της. 

Ορισμός μεσολαβητή και λήψη εξασφαλιστικών μέτρων. Εφ’ όσον αποφασιστεί το «άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής», ορίζεται μεσολαβητής, ο οποίος, οφείλει να περαιώσει το έργο του όχι πέραν του διμήνου, αρχόμενου από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης που τον διορίζει. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε εξασφαλιστικό μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της και ιδίως: α) να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, β) να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών και γ) να ορίσει μεσεγγυούχο. Τα προληπτικά μέτρα διατάσσονται με την πρώτη απόφαση και ισχύουν μέχρι την έκδοση της δεύτερης απόφασης, ήτοι της επικυρωτικής της συμφωνίας ή, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου που κηρύσσει τη λύση της διαδικασίας συνδιαλλαγής.

Δέσμευση του Δημοσίου. Αναστολή ατομικών διώξεων. Τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της συνδιαλλαγής από το αρμόδιο δικαστήριο δεσμεύουν και το Δημόσιο. Συνεπώς, με την επιφύλαξη τυχόν λήψης προληπτικών μέτρων, το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, αλλά και το (σύντομο - ολιγόμηνο) διάστημα των προσπαθειών του μεσολαβητή, που ακολουθεί, δεν επάγονται καμία έννομη συνέπεια ούτε ως προς τον οφειλέτη, ούτε ως προς τους πιστωτές του, σε αντίθεση με την επικύρωση της συμφωνίας, η οποία επιφέρει μια σειρά από έννομες συνέπειες. Επομένως, και μετά το άνοιγμα της διαδικασίας, οι πιστωτές του οφειλέτη δύνανται, ελλείψει προληπτικών μέτρων, να επιδιώξουν ατομικά την ικανοποίησή τους, προβαίνοντας σε πράξεις εκτέλεσης κατά της περιουσίας του, δύνανται να λάβουν ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του ή να ζητήσουν την κήρυξή του σε πτώχευση.

Περιεχόμενο της αναστολής των ατομικών διώξεων. Στην ενδεικτική απαρίθμηση των μέτρων περιλαμβάνεται και η αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, η οποία ταυτίζεται με την αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του πτωχού. Το εύρος της γενικής αναστολής των ατομικών διώξεων προσδιορίζεται με βάση την απαρίθμηση του νόμου για την αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων των ανέγγυων και γενικώς προνομιούχων πιστωτών κατά του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Η αναστολή αυτή, όμως, δεν ισχύει για δικαιώματα που δεν αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, όπως τα διαπλαστικά δικαιώματα (καταγγελία, υπαναχώρηση, επίσχεση).

Ποιοι υπάγονται στην αναστολή των ατομικών διώξεων. Υπό την επιφύλαξη του νόμου για τους ενέγγυους πιστωτές, αναστέλλονται αυτοδικαίως, από την κήρυξη της πτώχευσης, όλα τα καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη, ιδίως δε απαγορεύεται η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ πράξεις εκδοθείσες κατά παράβαση της απαγόρευσης αυτής, λόγω της αναστολής, είναι απολύτως άκυρες. Οι πτωχευτικοί μη ενέγγυοι πιστωτές, δηλαδή εκείνοι που έχουν ενοχικές αξιώσεις κατά της περιουσίας του πτωχεύσαντος και γενικό προνόμιο, στους οποίους κατ’ αρχήν περιλαμβάνεται και το Δημόσιο, στερούνται του δικαιώματος να επιδιώξουν ατομικά την ικανοποίηση των αξιώσεών τους κατά του πτωχεύσαντος και της περιουσίας του Ειδικά αναστέλλεται η εξουσία του Δημοσίου, ως μη κατ’ αρχήν ενέγγυου πιστωτή, να εκδώσει πράξεις επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης (π.χ. πρόγραμμα αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας), ανεξαρτήτως εάν οι εν λόγω πράξεις συνιστούν έναρξη ή συνέχιση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναστολή αυτή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη διαρκεί μέχρι την περάτωση των εργασιών της πτώχευσης. 

Πράξεις επιβολής φόρων. Η αρχή της στέρησης του δικαιώματος άσκησης ατομικής δίωξης κατά του οφειλέτη δεν αποκλείει, ωστόσο, την έκδοση μετά την κήρυξη της πτώχευσης και κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, πράξεων της φορολογικής αρχής, με τις οποίες επιβάλλονται σε βάρος του οφειλέτη φόροι πάσης φύσεως ή κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, που ανάγονται σε περίοδο πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, κατά την οποία η επιχείρηση του οφειλέτη λειτουργούσε και στην οποία ανατρέχουν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη σχετική υποχρέωση, ώστε να μετάσχει το Δημόσιο στην πτωχευτική διαδικασία, που καταλείπεται πλέον ως μοναδική οδός για την ικανοποίησή του για τις απαιτήσεις αυτές, που περιλαμβάνονται στα χρέη της πτώχευσης. 

Αναγγελία απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρους. Σε αντίθεση με τους λοιπούς πτωχευτικούς πιστωτές, οι οποίοι ναι μεν αποκλείονται από την άσκηση των αγωγών, πλην όμως μπορούν να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους, οι οποίες και επαληθεύονται από τον σύνδικο και τον εισηγητή κατά την πτωχευτική διαδικασία, οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους ή κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, που αναγγέλλονται, δεν υπόκεινται σε επαλήθευση, παρά γίνονται υποχρεωτικά δεκτές από τον σύνδικο, αν δεν αμφισβητηθούν με ανακοπή. Στην αναγγελία πρέπει να περιέχεται, μεταξύ άλλων, το είδος, το ποσό των χρεών και το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν. 

Απώλεια δικαιωμάτων του Δημοσίου. Σε περίπτωση που μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης δεν έχουν εκδοθεί οι παραπάνω πράξεις (οι νόμιμοι, τίτλοι δυνάμει των οποίων, τηρουμένων και των λοιπών κατά τον νόμο προϋποθέσεων, αναγγέλλεται το Δημόσιο), αποκλείεται η ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών του, η μετάθεση της οποίας, σε χρόνο κατά τον οποίο θα περατωθεί η πτώχευση, ενέχει τον κίνδυνο της εν τω μεταξύ συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής της αξίωσης του Δημοσίου προς βεβαίωση και επιβολή φόρων και κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, ελλείψει πρόβλεψης περί αναστολής ή διακοπής αυτής, συνεπεία της κηρύξεως του οφειλέτη σε πτώχευση. Εξάλλου, ο σύνδικος, στον οποίο παραδίδονται τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του πτωχού, μπορεί να αμφισβητήσει λυσιτελώς, κατά τις κατά τον νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες, τις παραπάνω πράξεις.

 

223/2025 (Α΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος

 

Κοινωνική ασφάλιση και Σύνταγμα. Η κοινωνική ασφάλιση αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση των εργαζόμενων, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του εργαζόμενου πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων ασφαλιστικών κινδύνων (όπως είναι το γήρας, ο θάνατος, το εργατικό ατύχημα, η αναπηρία, η επαγγελματική ή μη ασθένεια, η ανεργία), με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσης, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών χάριν και των μελλοντικών γενεών, καθώς και τη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων, οι οποίοι με την εργασία τους συνέβαλαν στη δημιουργία του δημόσιου πλούτου, ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης όσο το δυνατόν εγγύτερου σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου τους.

Περιεχόμενο του θεσμού. Υποχρεωτικότητα. Είδος μέτρων. Μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης εκδηλώνεται η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε αναδιανομή εισοδήματος, με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών, επιτρέπονται δε η θέσπιση ανώτατου ορίου παροχών, η απονομή σύνταξης επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση σύνταξης, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος. Τα παραπάνω δικαιολογούν τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, ήτοι την υποχρεωτική υπαγωγή σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης (κύριας ή επικουρικής) και την υποχρεωτική καταβολή εισφορών και, εντεύθεν, την ανάθεση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης στο Κράτος ή σε ν.π.δ.δ., με σκοπό την εγγύηση ότι οι καταβληθείσες εισφορές δεν θα υπόκεινται στους επιχειρηματικούς κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς. Εναπόκειται δε στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να επιλέξει το είδος των μέτρων και των ρυθμίσεων, σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις υφιστάμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες (ανεργία, επιπτώσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας) και τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας. Η εκτίμηση αυτή του νομοθέτη, κατά την επιλογή του είδους των μέτρων που εξυπηρετούν καλύτερα τους πιο πάνω σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. 

Ασφαλιστικές εισφορές. Η ασφαλιστική εισφορά του ασφαλισμένου, μισθωτού ή μη, ως υποχρεωτική χρηματική παροχή, είναι εγγενές στοιχείο της κοινωνικής ασφάλισης και στα διανεμητικά συστήματα χρηματοδότησης αυτής - είτε καθορισμένων παροχών είτε καθορισμένων εισφορών - λειτουργεί α) ως αναγκαίος όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη, β) ως μέσο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης και γ) ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Αρχή της ισότητας. Η αρχή της ισότητας δεσμεύει τον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει στον νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, να δρα μέσα στα όριά της, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, τη διαφορετική μεταχείριση ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων. Ο δικαστικός δε έλεγχος της τήρησης της αρχής της ισότητας συνιστά έλεγχο ορίων και όχι έλεγχο των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων.

Μεταβολή συστήματος ασφάλισης. Ο κοινός νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν κωλύονται από τις αρχές της ισότητας και της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζόμενων να μεταβάλουν για το μέλλον και επί το δυσμενέστερο ακόμη το σύστημα υπαγωγής στην ασφάλιση κατηγοριών ασφαλισμένων. Εξάλλου, ο χρόνος αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό, που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ασφαλισμένων, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής.

Επιλογή ενός ασφαλιστικού φορέα. Έχει καθιερωθεί η αρχή της επιλογής ενός ασφαλιστικού φορέα για τα πρόσωπα, τα οποία υπήχθησαν για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα από 1.1.1993, εφ’ όσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για υποχρεωτική ασφάλισή τους σε περισσότερους φορείς. Η ρύθμιση αυτή δεν κατελάμβανε τα πρόσωπα, τα οποία είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού φορέα πριν από την 1.1.1993 και εξακολουθούσαν να υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση περισσότερων ασφαλιστικών Ταμείων, εφ’ όσον συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Χορηγήθηκε, επίσης, δικαίωμα επιλογής ενός ασφαλιστικού φορέα υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης και για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους ανεξάρτητα απασχολούμενους, οι οποίοι υπάγονταν στην ασφάλιση του Ταμείου Νομικών, του ΤΣΑΥ και του ΤΣΜΕΔΕ και, παράλληλα, απασχολούνταν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, υπαγόμενοι ως εκ τούτου στην ασφάλιση του ΤΑΕ, του ΤΕΒΕ, του ΤΑΝΠΥ και του ΤΣΑ. Δηλαδή, εξαιρέθηκε η παραπάνω κατηγορία ασφαλισμένων από την (ισχύουσα για τους υπόλοιπους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους) υποχρεωτική παράλληλη ασφάλιση σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ασφάλισης σε περίπτωση άσκησης παράλληλων δραστηριοτήτων. Η εξαίρεση αυτή καταργήθηκε από 1.8.2010 και επαναφέρθηκε η παραπάνω κατηγορία ασφαλισμένων μέχρι 31.12.1992 στον κανόνα της υποχρεωτικής παράλληλης κύριας ασφάλισης.

Ρυθμίσεις για τους παλαιούς ασφαλισμένους και συνταγματικότητα αυτών. Οι ασφαλισμένοι μέχρι 31.12.1992 (παλαιοί ασφαλισμένοι), ανεξαρτήτως απασχόλησης και φορέα, στον οποίο ασφαλίζονταν, αποτελούσαν ενιαία κατηγορία ασφαλισμένων ως προς το ζήτημα της υποχρεωτικής παράλληλης κύριας ασφάλισης, έναντι των ασφαλισμένων μετά τις 31.12.1992 (νέοι ασφαλισμένοι). Η εξαίρεση των μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένων, ανεξάρτητα απασχολούμενων, οι οποίοι ασφαλίζονταν στο Ταμείο Νομικών, στο ΤΣΑΥ και ΤΣΜΕΔΕ (μεταγενεστέρως ΕΤΑΑ) και, παράλληλα, απασχολούνταν ως ελεύθεροι επαγγελματίες υπαγόμενοι στην ασφάλιση των ΤΑΕ, ΤΕΒΕ, Ταμείου Προνοίας Ξενοδόχων, ΤΑΝΠΥ, ΟΑΕΕ (μεταγενεστέρως Ο.Α.Ε.Ε.), από την υποχρεωτική παράλληλη ασφάλιση στους προαναφερθέντες ασφαλιστικούς φορείς είχε ως σκοπό να αμβλύνει προβλήματα που αντιμετώπιζαν από την υποχρεωτική παράλληλη ασφάλιση σε φορείς κύριας ασφάλισης οι κατηγορίες των ανεξάρτητα απασχολουμένων και των ελευθέρων επαγγελματιών. Η εξαίρεσή τους όμως αυτή επανεξετάστηκε βάσει των νέων συνθηκών, που δημιουργήθηκαν στις αρχές του έτους 2010 (κίνδυνος χρεωκοπίας της Χώρας και κρίση ασφαλιστικού συστήματος) και αποφασίστηκε η κατάργησή της (όπως και όλων των εξαιρέσεων που είχαν θεσπιστεί μέχρι τότε με άλλα νομοθετήματα), για λόγους δημοσίου συμφέροντος (διασφάλιση των εσόδων του ΕΤΑΑ και ήδη e-ΕΦΚΑ και, γενικότερα, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος). Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 18 § 3 του ν. 3863/2010, δεν είναι αντισυνταγματική, υπό την έννοια ότι μεταχειρίζεται με όμοιο τρόπο δύο ανόμοιες κατηγορίες ασφαλισμένων.

 

224/2025 (Α΄ Τμ. 7μελούς)  – Πρόεδρος: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλος

 

Ακύρωση πράξης λόγω πλημμελούς αιτιολογίας. Συνέπειες. Στην περίπτωση που η διοικητική πράξη ακυρώθηκε για πλημμέλειες της αιτιολογίας, η Διοίκηση μπορεί να επαναλάβει την κρίση της για τη ρύθμιση της συγκεκριμένης σχέσης αναδρομικώς και να εκδώσει πράξη του ιδίου περιεχομένου με την ακυρωθείσα. Πρέπει, όμως, να αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη νέα κρίση της, βάσει της ακυρωτικής απόφασης ή βάσει στοιχείων που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και κρίσης από τον ακυρωτικό δικαστή, ασχέτως αν τα στοιχεία αυτά ήταν γνωστά ή όχι στη Διοίκηση. Σε κάθε περίπτωση, η νέα κρίση της Διοίκησης πρέπει να μην αντίκειται σε όσα έχουν κριθεί από την ακυρωτική απόφαση και να εκφέρεται εν όψει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης. 

Ακύρωση πράξης που καταλογίζει ποσό. Μεταγενέστερη νομοθετική παρέμβαση. Επί αποδοχής αίτησης ακύρωσης κατά πράξης, με την οποία είχε επιβληθεί η καταβολή ορισμένου ποσού, ή πράξης, η οποία έχει ως αυτόθροη συνέπεια την επιστροφή ποσού, το οποίο ήδη είχε καταβληθεί, το ποσό αυτό πρέπει να επιστραφεί στον καταβαλόντα προσαυξημένο με τον εκάστοτε προβλεπόμενο νόμιμο τόκο, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό τα πράγματα αποκαθίστανται στην κατάσταση που θα ήταν, αν δεν είχε εκδοθεί η πράξη που ακυρώθηκε. Δεν αποκλείεται, όμως, η θέσπιση νομοθετικών διατάξεων με τις οποίες εισάγεται περιορισμός της υποχρέωσης της Διοίκησης για συμμόρφωσή της προς ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις, εφ’ όσον οι διατάξεις αυτές είναι γενικής εφαρμογής, υπαγορεύονται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας και σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η δυνατότητα θέσπισης, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, τέτοιων ρυθμίσεων προς εξυπηρέτηση λόγου επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος δεν είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ.

Επενδύσεις του ν. 1892/1990. Ανάκληση υπαγωγής και συνέπειες. Οι επενδύσεις, οι οποίες υπήχθησαν στον ν. 1892/1990 εξακολουθούν, κατ’ αρχήν, να διέπονται από αυτόν. Σε περίπτωση παράβασης των προϋποθέσεων και των όρων του νόμου και της πράξης υπαγωγής επένδυσης στον ν. 1892/1990, η Διοίκηση δεν έχει διακριτική ευχέρεια, αλλά είναι υποχρεωμένη να ανακαλέσει την πράξη αυτή. Και ναι μεν η ανάκληση της πράξης υπαγωγής στον ν. 1892/1990 χωρεί κατά δεσμία αρμοδιότητα, αν διαπιστωθεί παράβαση του νόμου ή της πράξης αυτής, η Διοίκηση όμως έχει διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα αν, εν όψει της ανάκλησης, θα αποφασίσει την επιστροφή του συνόλου ή τμήματος μόνο της καταβληθείσης επιχορήγησης, δοθέντος ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να κρίνεται εν όψει των εκάστοτε ειδικών συνθηκών της υπόθεσης.

Τόκοι σε βάρος του Δημοσίου. Έναρξη τοκοφορίας. Δεν νοείται η επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος του Δημοσίου για το προ της επίδοσης της αγωγής σε αυτό χρονικό διάστημα, μη εφαρμοζόμενων, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής των οφειλόμενων από το Δημόσιο παροχών, που απορρέουν από αξίωση δημοσίου δικαίου, των περί υπερημερίας διατάξεων του ΑΚ, εκτός και εάν έχει περιληφθεί διαφορετικός όρος στη σύμβαση. Το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, καθ’ ο μέρος καθορίζει, ως χρονικό σημείο έναρξης της τοκογονίας για τις οφειλές του Δημοσίου, τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, εισάγει, όπως και στην περίπτωση του καθορισμού του ύψους του επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου σε ποσοστό 6%, επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση, η οποία αποβλέπει στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της προστασίας της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, η διαχείριση της οποίας πρέπει, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των πολιτών, οι οποίοι άλλωστε συμβάλλουν στη δημιουργία της μέσω της φορολογίας. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ.

Τοκοφορία επιστρεφόμενης επιχορήγησης για επένδυση. Σε περίπτωση υποχρέωσης επιστροφής στον καταβαλόντα του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού της επιχορήγησης, μόνον η επίδοση της αγωγής γεννά την τοκογονία της κατά του Δημοσίου απαίτησης. Η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί λόγους δημοσίου συμφέροντος και ειδικότερα τον σαφή προσδιορισμό, εν όψει του ιδιαίτερα μεγάλου όγκου των συναλλαγών του Δημοσίου, του χρονικού σημείου έναρξης των οφειλόμενων από μέρους του τόκων υπερημερίας και, κατ’ επέκταση, της σχετικής επιβάρυνσής του, είναι δε κατάλληλη και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού και δεν έρχεται σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ.

 

234/2025 (Δ΄ Τμ. 7μελούς)  – Πρόεδρος: Μ. Καραμανώφ, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Ε. Ευαγγελίου, Πάρεδρος

 

Απαγόρευση στάθμευσης. Οι σχετικές με την απαγόρευση στάθμευσης σε δημοτικές οδούς αποφάσεις, ακόμη και όταν αφορούν μία συγκεκριμένη θέση, απευθύνονται σε αόριστο αριθμό προσώπων και, ως εκ τούτου, εκδίδονται κατ’ ενάσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας του δημοτικού οργάνου, κατόπιν εκτίμησης της σκοπιμότητας και του χρόνου έκδοσής τους. Αρμόδιο όργανο, επί οδού που ευρίσκεται εντός των ορίων της αρμοδιότητας του Δήμου, είναι πλέον η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής, η σχετική απόφαση της οποίας υπόκειται σε έγκριση από τον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μετά από άσκηση ουσιαστικού ελέγχου. Τυχόν άρνηση της δημοτικής αρχής να ικανοποιήσει αίτημα για την τοποθέτηση σήμανσης απαγόρευσης στάθμευσης προς εξυπηρέτηση ιδιωτικής κατοικίας δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, διότι η εκτίμηση της σκοπιμότητας για την ικανοποίηση του αιτήματος απόκειται στην κρίση του αρμόδιου δημοτικού οργάνου, δοθέντος άλλωστε ότι η ζητούμενη κυκλοφοριακή ρύθμιση (απαγόρευση στάθμευσης) δεν υπαγορεύεται ούτε από το Σύνταγμα, ούτε από τις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. 

Αίτηση για επιβολή εντοπισμένης κυκλοφοριακής ρύθμισης. Όταν υποβάλλεται, από τον άμεσα ενδιαφερόμενο, αίτημα για την επιβολή κυκλοφοριακής ρύθμισης εντοπισμένου χαρακτήρα, με συγκεκριμένο περιεχόμενο, το αρμόδιο για την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας όργανο οφείλει να επιληφθεί και να αποφανθεί επί της αίτησης, δεχόμενο αυτή ή εκδίδοντας απορριπτική απόφαση. Τέτοια αίτηση είναι και εκείνη για την τοποθέτηση σήμανσης απαγόρευσης στάθμευσης έμπροσθεν της οικίας του αιτούντος, προκειμένου να έχει πρόσβαση στον μετρητή και διακόπτη υδροδότησής του, η παράλειψη απάντησης επί της οποίας συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία συνιστά διοικητική πράξη προσβλητή με αίτηση ακύρωσης.

 

246/2025 (Ε΄ Τμ.)  – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλος

 

Όρια ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ. Η γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ έναντι της γενικής αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων στις ιδιωτικές διαφορές οριοθετείται μόνο σε πράξεις ή παραλείψεις, που δεν φέρουν μόνον τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης, αλλά εκδίδονται στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη δημόσια διοικητική δράση, που επιδιώκει δημόσιο σκοπό. Οι λοιπές μονομερείς πράξεις της Διοίκησης, όσες δηλαδή στερούνται του λειτουργικού αυτού στοιχείου και κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφορές που ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Συνεπώς, διαφορά που ανάγεται στον καθορισμό των ορίων δάσους σε σχέση με το όμορο δάσος αυτού, δηλαδή ουσιαστικά στην αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας ενδιαφερομένου επί αμφισβητούμενης έκτασης, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και δεν ασκεί επιρροή στη φύση της το γεγονός ότι, για την έκδοσή της, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 73 του ν. 998/1997, προβλέπεται η προηγούμενη τήρηση διοικητικής διαδικασίας.

 

248/2025 (Ε’ Τμ.)  – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Ζ. Θεοδωρικάκου, Πάρεδρος

 

Προστασία μνημείων. Τα μνημεία, ως μαρτυρίες του ανθρώπινου βίου, που αφ’ ενός αποτελούν αναγκαίο παράγοντα για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, καθώς και για τη διασφάλιση, χάριν των επερχόμενων γενεών, της ιστορικής συνέχειας και παράδοσης και αφ’ ετέρου συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής, συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και συγχρόνως, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 24 § 1 Σ, ευθύνη και δικαίωμα του καθενός. 

Προϋποθέσεις και κριτήρια. Ειδικότερα, τα ακίνητα μνημεία που ανάγονται σε περίοδο προγενέστερη των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών χαρακτηρίζονται ως μνημεία λόγω της σημασίας τους, η οποία μπορεί να αναφέρεται μεταξύ άλλων, στην αρχιτεκτονική αξία τους, όπως συμβαίνει με τα οικοδομήματα που σημαδεύουν την εισαγωγή μιας σημαντικής περιόδου της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα ή έχουν διακριθεί από την έγκυρη αρχιτεκτονική κριτική, ή στην αξία τους από πολεοδομική άποψη, είτε πρόκειται για μεμονωμένο κτίσμα, είτε για κτιριακό συγκρότημα, που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ιστορικής φάσης εξέλιξης του οικισμού ή δημιουργεί ανάπτυγμα όψεων και συμβάλλει στην ανάδειξη της εικόνας του αστικού τοπίου, ή στην ιστορική αξία τους, όταν πρόκειται για ακίνητο ή χώρο που συνδέεται με την πολιτική ή κοινωνική ή οικονομική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους ή ορισμένης περιοχής και η διατήρησή του συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης ή, ακόμη, στην τεχνική, βιομηχανική σημασία τους, όταν πρόκειται για κτίσμα που αποτελεί στοιχείο του τεχνικού ή βιομηχανικού πολιτισμού. Ως μνημεία χαρακτηρίζονται, για τους ίδιους λόγους και ακίνητα αναγόμενα στην περίοδο των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών, εφ’ όσον, όμως, η σημασία τους, για έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους, είναι ιδιαίτερη. 

Αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού. Μνημεία κατεστραμμένα. Η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των παραπάνω ρυθμίσεων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή, τόσο ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας όσο και ευθέως για την ορθή εφαρμογή του νόμου, ερμηνευομένου σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, εφ’ όσον από τα στοιχεία του φακέλου διαπιστώνεται η συνδρομή ή μη των κριτηρίων που προβλέπονται από τον νόμο για τον χαρακτηρισμό. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, τους όρους για τη συντήρηση, αποκατάσταση και αναστήλωση των μνημείων προκειμένου να διαφυλαχθεί η υλική υπόσταση και η αυθεντικότητά τους, δεν θέτουν, κατά το γράμμα και τον σκοπό τους, και μάλιστα ως αναγκαία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ακινήτου ως μνημείου, τη διατήρηση του κτίσματος και των αξιόλογων στοιχείων του ανέπαφων, δεδομένου ότι, υπό την εκδοχή αυτήν, ο χαρακτηρισμός ως νεότερου μνημείου οποιουδήποτε κτίσματος, μεταγενεστέρου του έτους 1830, στο οποίο επήλθαν αλλοιώσεις και επεμβάσεις, θα ήταν ανεπίτρεπτος, ανεξάρτητα από τη δυνατότητα τεκμηρίωσης του μνημειακού του χαρακτήρα. Συνεπώς, αν ορισμένο κτίσμα ή κτίριο υφίσταται ως υλική μαρτυρία και είναι, περαιτέρω, εφικτή η επιστημονική τεκμηρίωση και αξιολόγησή του από την άποψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της επιδιωκόμενης κατά τον νόμο προστασίας, το κτίσμα δεν στερείται της αυθεντικότητάς του, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως μνημείο, εκ μόνου του λόγου ότι έχουν καταστραφεί, αφαιρεθεί ή κατεδαφισθεί τα ιδιαιτέρως αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκατασταθούν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο 40 § 1 του ν. 3028/ 2002.

Αναιτιολόγητος χαρακτηρισμός κτίσματος ως μνημείου. Είναι αναιτιολόγητη απόφαση, η οποία θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό του επίμαχου κτιρίου ως μνημείου, τη διατήρηση ανέπαφων των αρχικών μορφολογικών και αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του κτίσματος, χωρίς να εξετάζει αν ήταν εφικτή η αξιολόγηση και τεκμηρίωσή τους με τα στοιχεία που υπήρχαν και, σε καταφατική περίπτωση, αν τα συγκεκριμένα μορφολογικά και λοιπά προβλεπόμενα στον νόμο χαρακτηριστικά του κτίσματος είχαν την απαιτούμενη αξία και μπορούσαν, με βάση την υφιστάμενη κατάσταση του κτιρίου, να αποκατασταθούν κατά τρόπο, που δεν θα αναιρούσε την αυθεντικότητα του κτιρίου ως υλικής μαρτυρίας από την άποψη της επιδιωκόμενης προστασίας. Η υποχρέωση αυτή της Διοίκησης είναι έτι εντονότερη εφ’ όσον για το συγκεκριμένο κτίσμα είχε ήδη εκκινήσει στο παρελθόν διαδικασία για τον χαρακτηρισμό του ή μη ως μνημείου λόγω του κατ’ αρχήν αρχιτεκτονικού και μορφολογικού ενδιαφέροντός του, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε και στο πλαίσιο της οποίας είχε εκδοθεί απόφαση του ΚΣΝΜ, με την οποία ζητήθηκε η τεκμηρίωση του φακέλου, ιδίως για την αρχική χρήση του κτίσματος και τη δυνατότητα διάσωσής του, προκειμένου να είναι δυνατή η διατύπωση γνώμης εκ μέρους του Συμβουλίου.

 

259/2025 (Γ΄ Τμ.)  – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, ΑντιπρόεδροςΕισηγήτρια: Σ. Κτιστάκη, Σύμβουλος

 

Διοικούντες ν.π.δ.δ. και αναστολή της δικηγορίας. Η αναστολή άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, μεταξύ άλλων, για τους διοικούντες με εκτελεστική αρμοδιότητα τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα οριοθετείται από τη διάταξη του άρθρου 51 § 1 του ν. 1892/1990, περιλαμβάνονται δε και τα κάθε είδους ν.π.δ.δ., πλην των ρητώς εξαιρουμένων. Συνεπώς, το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ηπείρου, ως ν.π.δ.δ., υπάγεται στην έννοια του «ευρύτερου δημόσιου τομέα». Στην έννοια των «διοικούντων με εκτελεστική αρμοδιότητα» του Κώδικα Δικηγόρων εμπίπτουν τα όργανα, που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα. Εφ’ όσον δεν έχει ακόμη εκδοθεί ο Οργανισμός Λειτουργίας του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ηπείρου, ο Πρόεδρος του Δ.Σ. έχει αποκλειστικώς τις αρμοδιότητες που περιορίζονται στην προεδρία του Δ.Σ., στη σύνταξη της ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης του Δ.Σ., τον ορισμό των εισηγητών των θεμάτων και στη δυνατότητα να καλεί στις συνεδριάσεις εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων, καθώς και κάθε υπηρεσιακό παράγοντα ή εκπρόσωπο επιστημονικού, ερευνητικού ή τοπικού φορέα και δεν απονέμουν στον Πρόεδρο του Δ.Σ. την εξουσία να εκδίδει εκτελεστές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες τίθενται μονομερώς κανόνες δικαίου που παράγουν έννομα αποτελέσματα. Συνεπώς, ο Πρόεδρος του Δ.Σ. του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Ηπείρου δεν προβλέπεται από τον νόμο ως αυτοτελές όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου, αλλά ως όργανο που μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία του και την υλοποίηση των αποφάσεων του Δ.Σ. Το γεγονός δε ότι, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ., το πρόσωπο αυτό έχει υπογράψει αριθμό αποφάσεων του Δ.Σ. δεν συνηγορεί υπέρ της αντίθετης άποψης. Συνεπώς, μη νομίμως το Δ.Σ. του νομικού αυτού προσώπου έκρινε ότι ανήκει στην έννοια του διοικούντος με εκτελεστική αρμοδιότητα το νομικό αυτό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 § 1 περ. δ΄ του Κώδικα Δικηγόρων, και αποφάσισε τη θέση του σε αναστολή άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.

 

278/2025 (Ε΄ Τμ.)  – Πρόεδρος: Μ. Γκορτζολίδου, ΑντιπρόεδροςΕισηγητής: Δ. Βασιλειάδης, Σύμβουλος

 

Επικίνδυνη οικοδομή. Αιτιολογία. Η έκθεση χαρακτηρισμού οικοδομής ως επικίνδυνης, καθώς και η εκδιδόμενη, κατόπιν ένστασης, αναθεωρητική έκθεση πρέπει να αιτιολογούνται ειδικώς, αφ’ ενός ως προς το είδος και την έκταση των διαπιστούμενων ανεπαρκειών, ζημιών κ.λπ. της οικοδομής και του εξ αυτών κινδύνου και αφ’ ετέρου ως προς τα διατασσόμενα για την άρση της επικινδυνότητας μέτρα, η αιτιολογία δε αυτή δύναται να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου.

Επικινδυνότητα και πολεοδομική αυθαιρεσία. Σε περίπτωση κατά την οποία παραβιάζονται διατάξεις οικοδομικών κανονισμών ή του Κτιριοδομικού Κανονισμού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ζήτημα επικινδυνότητας της οικοδομής από άποψη υγιεινής, η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, πέραν της εφαρμογής των διατάξεων περί αυθαιρέτων, συντάσσει έκθεση, με την οποία καθορίζεται το είδος του κινδύνου ως προερχόμενου από την παράβαση των παραπάνω διατάξεων, των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική, καθώς και το εφαρμοστέο για την άρση του μέτρο, το οποίο συνίσταται στην άνευ ετέρου και χωρίς άλλη διατύπωση απομάκρυνση των παράνομων κατασκευών. Ο χαρακτήρας, δηλαδή, ορισμένης κατασκευής ως αυθαίρετης δεν αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, που αποσκοπούν στην άρση των κινδύνων που εγκυμονεί για το κοινό κάθε υφιστάμενη κατασκευή, ακόμη και αυθαίρετη, πολύ περισσότερο όταν αυτή εξακολουθεί να ίσταται δυνάμει διοικητικών πράξεων, που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή τής περί αυθαιρέτων κατασκευών νομοθεσίας.