Επισκόπηση Νομολογίας ΕΔΔΑ 2024: Δ' ΜΕΡΟΣ - ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΙΙ: (με επιμέλεια Βασίλη Χειρδάρη) Νομολογία κατ' άρθρο 2 (1 απόφαση), άρθρο 3 (10 αποφάσεις), άρθρο 5 (2 αποφάσεις), άρθρο 6 (11 αποφάσεις), άρθρο 6 § 2 (1 απόφαση)
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΔΔΑ 2024
Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης
[Δ΄ ΜΕΡΟΣ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ]
Το «Νομικό Βήμα» στην προσπάθειά του να ενημερώσει το νομικό κόσμο καθιέρωσε την συνοπτική επισκόπηση των σημαντικότερων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ). Η παρούσα επισκόπηση (κατ’ άρθρο της ΕΣΔΑ) αφορά τη σημαντικότερη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για το 2024. Στο παρόν τεύχος παρουσιάζεται η ενδιαφέρουσα νομολογία του ΕΔΔΑ για τις διοικητικές και πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν τα άρθρα 2, 3, 5 και 6 της ΕΣΔΑ. Στο επόμενο τεύχος θα παρουσιαστεί η διοικητική νομολογία που αφορά τις υπόλοιπες διατάξεις της ΕΣΔΑ και των Πρωτοκόλλων της.
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ[1]
ΑΡΘΡΟ 2
Selçuk κατά Τουρκίας της 09.07.2024 Türkiye (αριθ. προσφ. 23093/20)
Διαδηλωτής τραυματίστηκε από βομβιστική επίθεση. Αποζημιώθηκε από τα δικαστήρια. Μη παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.
Σε βομβιστική τρομοκρατική επίθεση στην Άγκυρα στις 10 Οκτωβρίου 2015 στο πλαίσιο διαδήλωσης κατά της πολιτικής εξουσίας ο προσφεύγων τραυματίστηκε ελαφρά. Του παρασχέθηκαν άμεσα πρώτες βοήθειες από τους διασώστες.
Ο προσφεύγων ζήτησε αποζημίωση. Οι αρχές απέρριψαν την αίτησή του, όμως το διοικητικό δικαστήριο τον δικαίωσε, επιδικάζοντας 3.875 ευρώ για ηθική βλάβη. Βασιζόμενος στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) παραπονέθηκε ότι οι αρχές δεν είχαν λάβει προληπτικά επιχειρησιακά μέτρα για να σταματήσουν την επίθεση. Κατήγγειλε επίσης ότι η αστυνομία είχε κάνει χρήση δακρυγόνων αμέσως μετά την επίθεση και υποστήριξε ότι το μέτρο αυτό εμπόδισε την ταχεία επέμβαση των διασωστών. Τέλος, υποστήριξε ότι τα διοικητικά δικαστήρια όφειλαν να καταλογίσουν στη διοίκηση ευθύνη λόγω παράβασης καθήκοντος των οργάνων της και όχι βάσει αντικειμενικής ευθύνης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει συγκεκριμένης, και άμεσης απειλής για τη ζωή των διαδηλωτών, οι αρχές είχαν λάβει τις εύλογες προφυλάξεις που απαιτούνταν για να διασφαλίσουν την ασφάλεια των προσώπων και της περιουσίας. Ως εκ τούτου, οι τουρκικές αρχές δεν παραβίασαν τις ουσιαστικές υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 2.
Όσον αφορά το διαδικαστικό σκέλος του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το τουρκικό νομικό σύστημα είχε παράσχει στον προσφεύγοντα, εκτός από την ποινική διαδικασία, αντισταθμιστικά ένδικα μέσα, για την αποζημίωσή του, όπως έγινε με την επιδίκαση ποσού από τα διοικητικά δικαστήρια. Τα ένδικα βοηθήματα που παρείχαν τα διοικητικά δικαστήρια στην υπό κρίση υπόθεση θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις ενός «αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος».
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επανόρθωση που δόθηκε στον προσφεύγοντα ήταν επαρκής υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 ούτε ως προς το ουσιαστικό, ούτε ως προς το διαδικαστικό σκέλος του.
ΑΡΘΡΟ 3
Α) ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
- O.R. κατά Ελλάδας της 23.01.2024 (αριθ. προσφ. 24650/19)
Ασυνόδευτος ανήλικος, αιτών άσυλο, έμεινε χωρίς στέγη και προστασία από τις αρχές για έξι μήνες. Καταδίκη Ελλάδας για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι εισήλθε στην Ελλάδα ως ασυνόδευτος ανήλικος και παρέμεινε από τον Νοέμβριο του 2018 έως τον Μάιο του 2019. Ισχυρίστηκε ότι είχε παραμείνει άστεγος για σχεδόν έξι μήνες, χωρίς πρόσβαση σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης και τροφή και δεν του διορίστηκε επίτροπος, όπως προβλέπει η ελληνική νομοθεσία. Αναγκάστηκε να διαμείνει σε κέντρα φιλοξενίας αλλοδαπών μαζί με ενήλικες και κακοποιήθηκε σεξουαλικά τουλάχιστον δύο φορές.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων βρισκόταν σε ακραία ένδεια, μολονότι οι ελληνικές αρχές είχαν την υποχρέωση να του εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς υλικές συνθήκες, όπως ρητώς προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία που ενσωμάτωσε την οδηγία της ΕΕ περί υποδοχής.
Οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος τεκμηριώθηκαν από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και από τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων που αποκάλυψαν μια κατάσταση ευπάθειας, ανασφάλειας και σωματικής και ψυχολογικής στέρησης που επηρέασε σοβαρά την ήδη εύθραυστη ψυχική του κατάσταση και υπονόμευσε την ίδια την ουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι ελληνικές αρχές δεν προστάτεψαν ως όφειλαν τον ευάλωτο ανήλικο και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 (απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση). Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
- T.K. κατά Ελλάδας της 18.01.2024 (αριθ. προσφ. 16112/20)
Ανήλικος χαρακτηρίστηκε ως ενήλικας σε καταυλισμό μεταναστών. Καταδίκη Ελλάδας για έλλειψη διαδικαστικών εγγυήσεων για τον προσδιορισμό ηλικίας και για εξευτελιστικές συνθήκες.
Ο προσφεύγων, κατά την άφιξή του σε καταυλισμό στη Σάμο, καταχωρήθηκε ως ενήλικας. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι είχε προσκομίσει αντίγραφο πιστοποιητικού γέννησης, όπου η ημερομηνία γέννησης αποδείκνυε ότι ήταν ανήλικος κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές τον ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να καταχωρηθεί η αίτησή του για διεθνή προστασία για να ληφθεί επίσημα υπόψη το έγγραφο αυτό που αφορούσε την ηλικία του.
Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν έλαβε καμία υποστήριξη από τις αρχές και ότι δεν τηρούνταν οι κανόνες υγιεινής. Ενόψει της απουσίας κηδεμόνα λόγω της εσφαλμένης εγγραφής του ως ενήλικα, θεώρησε ότι οι συνθήκες διαβίωσής του στον καταυλισμό ήταν ακόμη πιο εξευτελιστικές.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου, καθώς και τις εξευτελιστικές συνθήκες υποδοχής στον καταυλισμό.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιπλέον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις σχετικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας, ιδίως προβλέποντας το διορισμό κηδεμόνα, και, κατά συνέπεια, δεν τήρησαν τη θετική υποχρέωση να προστατεύσουν τον προσφεύγοντα υπό την ιδιότητά του ως ασυνόδευτου ανηλίκου που ζητούσε διεθνή προστασία, κατά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣ ΔΑ.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Μ.Α. κ.α. κατά Ελλάδας της 03.10.2024 (αριθ. προσφ. 15192/20 και άλλες 3)
Απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης σε Κέντρα Υποδοχής στη Σάμο και Χίο για ανήλικους και ενήλικες. Καταδίκη της Ελλάδας.
Οι προσφεύγοντες, ζήτησαν άσυλο κατά την άφιξη τους σε ελληνικά νησιά το 2019 και ισχυρίστηκαν ότι οι συνθήκες διαβίωσής τους στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) ήταν αφόρητες και παραβίαζαν τα δικαιώματά τους βάσει της ΕΣΔΑ. Οι προσφεύγοντες ανέφεραν ότι εκεί επικρατούσαν άθλιες συνθήκες, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από σοβαρό υπερπληθυσμό, έλλειψη υγιεινής, ανεπαρκή παροχή τροφίμων και ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη.
Ο πρώτος προσφεύγων, ο οποίος έπασχε από χρόνια ηπατίτιδα Β, τοποθετήθηκε σε μια προσωρινή σκηνή έξω από τα υπερπλήρη κοντέινερ στέγασης στο ΚΥΤ της Χίου, όπου μοιραζόταν τις περιορισμένες εγκαταστάσεις υγιεινής με χιλιάδες άλλους. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ονομαστική χωρητικότητα του ΚΥΤ ήταν 1.014 άτομα, ωστόσο φιλοξενούσε κατά καιρούς μεταξύ 4.452 και 5.300 ατόμων, με αποτέλεσμα να επικρατούν συνθήκες διαβίωσης που έβλαπταν την υγεία και την αξιοπρέπεια.
Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Ωστόσο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι είναι ευθύνη της Κυβέρνησης να αποδείξει ότι υπήρχαν αποτελεσματικά ένδικα μέσα, κάτι που η κυβέρνηση δεν έπραξε.
Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις συγκεκριμένες συνθήκες του κάθε προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένου του C.K., ενός 15χρονου ασυνόδευτου ανηλίκου, ο οποίος βίωσε παρόμοιες συνθήκες στο ΚΥΤ Σάμου. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι συνθήκες για τους ανηλίκους ήταν ομοίως ανεπαρκείς, με αναφορές που υποδεικνύουν υπερπληθυσμό, έλλειψη εκπαιδευτικών ευκαιριών και ανεπαρκή προστασία από πιθανή βλάβη. Στους προσφεύγοντες, συμπεριλαμβανομένων οικογενειών με μικρά παιδιά, δεν παρασχέθηκε κατάλληλη στέγαση ή φροντίδα, γεγονός που καταδεικνύει περαιτέρω τα συστημικά ζητήματα εντός του ελληνικού συστήματος ασύλου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι συνθήκες στα ΚΥΤ, συγκεκριμένα στη Χίο και στη Σάμο, ήταν ασύμβατες με τα πρότυπα που θέτει η ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 λόγω των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης για τους προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στα ΚΥΤ. Επιπλέον, στην περίπτωση του C.K., το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση και του άρθρου 34, καθώς οι ελληνικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τα προσωρινά μέτρα που υπέδειξε το Δικαστήριο σχετικά με την τοποθέτηση του προσφεύγοντος σε συνθήκες κατάλληλες για ανηλίκους.
Το δικαστήριο επιδίκασε 29.000 ευρώ στους προσφεύγοντες για ικανοποίηση ηθικής βλάβης.
H.T. κατά Γερμανίας και Ελλάδας της 15.10.2024 (αριθ. προσφ. 13337/19)
Εξευτελιστική μεταχείριση αιτούντος άσυλο. Καταδίκη Ελλάδας και Γερμανίας.
Ο προσφεύγων, αφού έφτασε στην Ελλάδα στις 30 Ιουνίου 2018, υπέβαλε αίτηση ασύλου, αλλά εγκατέλειψε την χώρα φοβούμενος για αναποτελεσματική προστασία και πιθανή κράτηση.
Στη συνέχεια, επιχείρησε να εισέλθει στη Γερμανία από την Αυστρία στις 4 Σεπτεμβρίου 2018. Κατά την άφιξή του, τον σταμάτησε η Γερμανική ομοσπονδιακή αστυνομία, η οποία διαπίστωσε ότι χρησιμοποιούσε κλεμμένη βουλγαρική ταυτότητα και ότι είχε προηγουμένως υποβάλει αίτηση ασύλου στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι εξέφρασε την πρόθεσή του να ζητήσει άσυλο στη Γερμανία και ζήτησε νομική συνδρομή, οι γερμανικές αρχές δεν καταχώρισαν την αίτησή του για άσυλο. Αντιθέτως, τον ενημέρωσαν ότι θα τον επέστρεφαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο διοικητικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, η οποία επέτρεπε την ταχεία επιστροφή αιτούντων άσυλο.
Ο προσφεύγων επέστρεψε στην Ελλάδα αργότερα την ίδια ημέρα, αφού κρατήθηκε χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο ή δυνατότητα να ασκήσει έφεση κατά της απομάκρυνσής του. Κατά την άφιξή του στην Αθήνα, συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση εν αναμονή της απέλασης, η οποία διήρκεσε πάνω από δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κρατήθηκε σε ακατάλληλες συνθήκες, χωρίς βασικές ανέσεις και πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε επαρκές τεκμήριο αποτελεσματικής πρόσβασης σε επαρκή διαδικασία ασύλου στην Ελλάδα κατά τη στιγμή της απομάκρυνσής του. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι η διοικητική ρύθμιση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας δεν παρείχε εγγυήσεις ότι οι αιτούντες άσυλο δεν θα αντιμετώπιζαν μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 κατά την επιστροφή τους. Η έλλειψη ατομικής αξιολόγησης κινδύνου πριν από την απομάκρυνση του Χ.Τ. από τη Γερμανία επέτεινε περαιτέρω τις ανεπάρκειες στον χειρισμό του αιτήματός του για άσυλο.
Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης τις συνθήκες κράτησής του στην Ελλάδα, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα ότι αυτές ισοδυναμούσαν με εξευτελιστική μεταχείριση, παραβιάζοντας το άρθρο 3 ΕΣΔΑ. Αν και η συνολική διάρκεια της κράτησής του κρίθηκε δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 5 § 1 (στ) της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 λόγω έλλειψης αποτελεσματικής δικαστικής εποπτείας όσον αφορά τη νομιμότητα της κράτησής του. Οι αρχές δεν εξέτασαν επαρκώς τις ειδικές συνθήκες κράτησης, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από έλλειψη πρόσβασης σε εξωτερικούς χώρους και ανεπαρκείς συνθήκες διαβίωσης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Γερμανία παραβίασε το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 3, καθώς δεν εκτίμησε τους κινδύνους να υποστεί ο προσφεύγων εξευτελιστική μεταχείριση στην Ελλάδα πριν από την απομάκρυνσή του. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν απέλαση σε άλλη χώρα, ιδίως οι αιτούντες άσυλο, δεν υποβάλλονται σε μεταχείριση που παραβιάζει την ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα για ηθική βλάβη 6.500 ευρώ για τη μεταχείριση που υπέστη στην Ελλάδα και 8.000 ευρώ για τις διαδικαστικές παραβιάσεις από τη Γερμανία.
T.S. και M.S. κατά Ελλάδας της 03.10. 2024 (αριθ. προσφ. 15008/19)
Καταδίκη της Ελλάδας για μεταχείριση και κράτηση ανηλίκων κοριτσιών, αντίθετη με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ.
Οι προσφεύγουσες ήταν ανήλικες από το Αφγανιστάν 16 και 17 ετών και εισήλθαν ασυνόδευτες παρανόμως στην Ελλάδα. Συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση. Παραπονέθηκαν για τις συνθήκες διαβίωσής τους, τις συνθήκες κράτησης και τη μη τοποθέτηση σε αυτές κηδεμόνα, παρότι ήταν ανήλικες.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για τις συνθήκες διαβίωσής τους και ιδίως για τις συνθήκες της στέγασης. Το δικαστήριο καταδίκασε επίσης την Ελλάδα για τις συνθήκες κράτησης των προσφευγουσών, δεδομένου ότι αυτές τοποθετήθηκαν σε προστατευτική κράτηση σε κατάστημα κράτησης χωρίς να προβλέπεται από εσωτερική νομοθεσία χρονικό όριο για την κράτησή τους αυτή.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβιάσεις των άρθρων 3, 5 § 1 και 5 § 4 και επιδίκασε σε κάθε προσφεύγουσα 7.400 ευρώ για ηθική βλάβη.
W.S. κατά Ελλάδας της 23.05.2024 (αριθ. προσφ. 65275/19)
Εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης ασυνόδευτου ανηλίκου που ζητούσε άσυλο και έπασχε από ψώρα. Καταδίκη της Ελλάδας.
Κατόπιν αίτησης διεθνούς προστασίας, η Equal Rights Beyond Borders απέστειλε επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Περιφερειακή Υπηρεσία Ασύλου Πειραιά, ζητώντας να διατεθεί στον προσφεύγοντα στέγη (σημειώνοντας ότι ήταν άστεγος) και να του διοριστεί νόμιμος κηδεμόνας. Τους ενημέρωσαν επίσης ότι ο προσφεύγων επιθυμούσε να επωφεληθεί από την οικογενειακή επανένωση με τον θείο του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο προσφεύγων μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Κολωνού, όπου τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση, κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε ότι έπασχε από ψώρα. Λίγο αργότερα ο προσφεύγων μεταφέρθηκε σε δομή φιλοξενίας.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι από τον Οκτώβριο του 2019 έως τις 23 Ιανουαρίου 2020, ημερομηνία κατά την οποία μεταφέρθηκε στη δομή φιλοξενίας, βρέθηκε σε απελπιστικές συνθήκες, άκρως αγχωτικές και ακατάλληλες για την προσωπική του κατάσταση. Ισχυρίστηκε ότι, λόγω της ιδιότητάς του ως ασυνόδευτου ανήλικου αιτούντος άσυλο, ανήκε στην «κατηγορία των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας» και ότι η μεταχείριση που του επιφύλαξαν οι αρχές, ιδίως το γεγονός ότι ζούσε χωρίς στέγη και χωρίς νόμιμο κηδεμόνα, ήταν εξευτελιστική.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ενώ οι αρχές ενημερώθηκαν για την ιδιαίτερη κατάσταση του προσφεύγοντος και, ειδικότερα, για το γεγονός ότι ήταν ασυνόδευτος ανήλικος χωρίς σταθερή στέγη, χωρίς πρόσβαση σε βασικές ανάγκες και χωρίς μόνιμο νόμιμο κηδεμόνα τουλάχιστον από τις 17.12.2019, ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε την αίτησή του για διεθνή προστασία, δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να του παράσχουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Το Δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν ήταν θύμα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Bayram και Astoiani κατά Ελλάδας της 16.05.2024 (αριθ. προσφ. 31030/19 και 61775/19)
Κακές συνθήκες κράτησης για μεγάλο χρονικό διάστημα στις εγκαταστάσεις της Αστυνομίας. Καταδίκη Ελλάδας για εξευτελιστική μεταχείριση.
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για κακές συνθήκες κράτησης στις εγκαταστάσεις της αστυνομίας, όπου κρατούνταν. Συγκεκριμένα κατήγγειλαν έλλειψη καθαρού αέρα, έλλειψη ή ανεπάρκεια ψυχαγωγικών ή εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, σωματικής άσκησης στην ύπαιθρο και ανεπάρκεια κρεβατιών για ύπνο. Η Κυβέρνηση, αντιθέτως, ισχυρίστηκε ότι κατά τη σύντομη περίοδο κράτησης των προσφευγόντων, οι συνθήκες που επικρατούσαν στους χώρους της αστυνομίας δεν είχαν φθάσει στο κατώφλι της αυστηρότητας που απαιτείται για να χαρακτηριστούν απάνθρωπες ή εξευτελιστικές.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες κρατήθηκαν για περισσότερο από ένα μήνα σε χώρους οι οποίοι, από τη φύση τους, δεν είναι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες παρατεταμένης κράτησης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε σε καθένα των προσφευγόντων 1.400 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.
Β) ΛΟΙΠΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
U. κατά Γαλλίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 53254/20)
Ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι διατρέχει κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης εάν απελαθεί. Απόρριψη προσφυγής.
Διαδικασία απέλασης του προσφεύγοντος, Ρώσου υπηκόου τσετσενικής καταγωγής, στην Ρωσία. Το καθεστώς του προσφεύγοντος ως πρόσφυγα είχε ανακληθεί λόγω της σοβαρής απειλής που θα επέφερε η παρουσία του στη Γαλλία για την ασφάλεια του κράτους. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η εφαρμογή αυτού του μέτρου θα τον εξέθετε σε μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι γαλλικές αρχές, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας επιβολής του μέτρου της απέλασης στη Ρωσία, είχαν προβεί σε ενδελεχή και σε βάθος εξέταση της κατάστασης του προσφεύγοντος.
Πέραν αυτού, διενεργώντας τη δική του επικαιροποιημένη αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης του προσφεύγοντος, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν απέδειξε στη διαδικασία ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι που να δικαιολογούν ότι, αν επέστρεφε στη Ρωσία, θα διέτρεχε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκτέλεση του μέτρου της απέλασης σε σχέση με τον προσφεύγοντα δεν θα παραβίαζε, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο κήρυξε επίσης απαράδεκτες τις καταγγελίες του σχετικά με τη διαταγή υποχρεωτικής διαμονής του, για μη εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων.
9. Tamazount κ.α. κατά Γαλλίας της 04.04. 2024 (προσφ. αριθ. 17131/19, 19242/19, 55810/ 20, 28794/21 και 28830/21)
Απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης σε καταυλισμό Αλγερινών. Καταδίκη της Γαλλίας.
Οι προσφεύγοντες είναι παιδιά των "Harkis" (Αλγερινοί που πολέμησαν στο πλευρό του γαλλικού στρατού στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Αλγερίας την περίοδο 1954-1962).
Άσκησαν αγωγές, ισχυριζόμενοι ότι το γαλλικό κράτος διέπραξε δύο πράξεις αμέλειας, παραλείποντας πρώτα να προστατεύσει αυτούς και τις οικογένειές τους από τις σφαγές και τα αντίποινα που διαπράχθηκαν εναντίον τους στην Αλγερία, όταν η χώρα αυτή απέκτησε την ανεξαρτησία της, και στη συνέχεια να οργανώσει τον συστηματικό επαναπατρισμό τους στη Γαλλία.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο). Έκρινε ειδικότερα ότι η απόφαση του Συμβουλίου του Κράτους ότι δεν είχε δικαιοδοσία, με βάση το δόγμα των κρατικών πράξεων, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στα κράτη για τον περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης ενός ατόμου σε δικαστήριο. Διαπίστωσε, ωστόσο, παραβίαση των άρθρων 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) όσον αφορά τους τέσσερις προσφεύγοντες που είναι μέλη της οικογένειας Tamazount. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι καθημερινές συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων του καταυλισμού Bias, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων προσφευγόντων, δεν συμβάδιζαν με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και επιπλέον συνεπάγονταν παραβιάσεις των ατομικών τους ελευθεριών.
Διευκρίνισε ότι είχε υπόψη του τη δυσκολία ακριβούς προσδιορισμού της ζημίας που υπέστησαν οι εν λόγω προσφεύγοντες και τα όρια της αναλογίας με τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων του ιστορικού πλαισίου. Ωστόσο, έκρινε ότι τα ποσά που επιδικάστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια στην παρούσα υπόθεση δεν παρείχαν κατάλληλη και επαρκή αποκατάσταση για τις διαπιστωθείσες παραβιάσεις.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε διάφορα ποσά αποζημιώσεων και ηθικής βλάβης.
10. M.A. και Z.R. κατά Κύπρου της 08.10.2024 (αριθ. προσφ. 39090/20)
Παρεμπόδιση προσφύγων, που ζητούσαν άσυλο να αποβιβαστούν στην Κύπρο και άμεση επιστροφή τους στο Λίβανο. Καταδίκη για πολλαπλές παραβιάσεις της ΕΣΔΑ.
Οι κυπριακές αρχές συνέλαβαν υπηκόους της Συρίας στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους επέστρεψαν αμέσως στο Λίβανο, όπου είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια σε καταυλισμό προσφύγων αφού είχαν διαφύγει από τη Συρία λόγω του εμφυλίου πολέμου εκεί, της στοχοποίησης αμάχων και της καταστροφής των σπιτιών τους. Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι είχαν δηλώσει ότι επιθυμούσαν να ζητήσουν άσυλο στην Κύπρο, και επεστράφησαν στον Λίβανο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κυπριακές αρχές ουσιαστικά επέστρεψαν τους προσφεύγοντες στο Λίβανο, χωρίς να εξετάσουν τις αιτήσεις ασύλου τους και χωρίς να γίνουν όλες οι διαδικασίες που απαιτούνται βάσει του νόμου περί προσφύγων. Ήταν προφανές, από τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης, ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν διενεργήσει καμία αξιολόγηση του κινδύνου έλλειψης πρόσβασης σε αποτελεσματική διαδικασία ασύλου στο Λίβανο ή των συνθηκών διαβίωσης των αιτούντων άσυλο εκεί, και δεν είχαν αξιολογήσει τον κίνδυνο επαναπροώθησης και τη βίαιη επιστροφή των προσφευγόντων σε χώρα, όπου ενδέχεται να υποστούν διώξεις. Ούτε είχαν εξετάσει τη συγκεκριμένη κατάσταση των συγκεκριμένων ατόμων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις των άρθρων 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), 4 του 4ου Πρωτοκόλλου (απαγόρευση της συλλογικής απέλασης αλλοδαπών) και 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 και το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 22.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 4.700 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες.
ΑΡΘΡΟ 5
M.H. και S.B κατά Ουγγαρίας της 22.02. 2024 (αριθ. προσφ. 10940/17 και 15977/17)
Κράτηση ανήλικων αιτούντων άσυλο μετά τη δήλωσή τους ότι ήταν ανήλικοι. Παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας.
Οι προσφεύγοντες εισήλθαν στην Αυστρία και ζήτησαν άσυλο. Κρατήθηκαν για 3 μήνες παρά το ότι ήταν ανήλικοι. Οι αρχικές δηλώσεις τους ότι ήταν ενήλικες δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απόρριψη του αιτήματός τους ότι είναι ανήλικοι χωρίς να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την επαλήθευση της ηλικίας τους. Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια.
Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η εξαιρετικά ευάλωτη θέση ενός παιδιού θα πρέπει να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα και θα πρέπει να υπερισχύει των εκτιμήσεων που σχετίζονται με το καθεστώς του, ως παράνομου μετανάστη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες παρέμειναν υπό κράτηση για σημαντικό χρονικό διάστημα παρά το ότι είχαν δηλώσει ότι ήταν ανήλικοι. Οι αποφάσεις σχετικά με την κράτησή τους, οι οποίες εκδόθηκαν αφού ισχυρίστηκαν ότι ήταν ανήλικοι, δεν εξηγούσαν τους λόγους για τους οποίους δεν θα υπήρχαν κατάλληλα, λιγότερο αναγκαστικά εναλλακτικά μέτρα και δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι οι καθυστερήσεις στη εξακρίβωση της ηλικίας τους ήταν αναγκαίες. Το Δικαστήριο θεώρησε ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι οι αρχές, αντί να δώσουν το πλεονέκτημα της αμφιβολίας στους προσφεύγοντες και να εξετάσουν το βέλτιστο συμφέρον τους, τους θεώρησαν ως ενήλικες απλά και μόνο επειδή άλλαξαν τις δηλώσεις τους ως προς την ηλικία τους. Επιπλέον, τους επέβαλαν το βάρος της ανατροπής του τεκμηρίου αυτού, παραβλέποντας το γεγονός ότι για τους κρατούμενους αιτούντες άσυλο, πόσο μάλλον για τα παιδιά, η απόκτηση των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για την απόδειξη της ηλικίας τους θα μπορούσε να αποτελέσει δύσκολο και ενδεχομένως ακόμη και αδύνατο έργο.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η κράτηση των προσφευγόντων, δεν πραγματοποιήθηκε καλή τη πίστει και ήταν αυθαίρετη. Ως εκ τούτου, διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 6.500 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα, 5.000 ευρώ στον δεύτερο και 2.000 ευρώ για έξοδα σε καθένα εξ αυτών.
Β.Α. κατά Κύπρου, της 02.07.2024 (αριθ. προσφ. 24607/2020)
Αδικαιολόγητη κράτηση αιτούντος άσυλο για δύο χρόνια και εννέα μήνες. Παραβίαση δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία.
Ο προσφεύγων, Σύρος υπήκοος, εισήλθε παράνομα στην Κύπρο και υπέβαλε αίτημα για χορήγηση ασύλου. Αρχικά φιλοξενήθηκε στις δομές για πρόσφυγες, ωστόσο όταν οι εθνικές αρχές διαπίστωσαν ότι υπήρχαν υποψίες ότι συμμετείχε σε τρομοκρατικές οργανώσεις διέταξαν την κράτησή του, η οποία διήρκησε 2 χρόνια και 9 μήνες, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αιτήσεως ασύλου. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 5 §§ 1 και 4 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι λόγοι της κράτησής του, δηλαδή η παράνομη είσοδος στην χώρα και ο κίνδυνος της εθνικής ασφάλειας δεν συνδέονταν με την έκβαση της αίτησης ασύλου ή την εξέταση του δικαιώματος παραμονής του στη χώρα. Ακόμη και αν υπήρχε τέτοια σύνδεση, το Δικαστήριο θα εξακολουθούσε να θεωρεί ότι η κράτηση του προσφεύγοντος ήταν αυθαίρετη λόγω της διάρκειάς της επί δύο χρόνια και εννέα μήνες.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ.
Ακολούθως έκρινε ότι, δεδομένων των καθυστερήσεων που σημειώθηκαν στην εκδίκαση της προσφυγής για την αίτηση ασύλου, ιδιαίτερα της αδράνειας των αρχών για τουλάχιστον 10 μήνες πριν από την πανδημία Covid-19 που έπληξε την Κύπρο, η διαδικασία προσφυγής δεν διεξήχθη «ταχέως» κατά την έννοια του άρθρου 5 § 4.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΑΡΘΡΟ 6
Α) Πρόσβαση σε δικαστήριο
Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας της 04.06. 2024 (αριθ. 3) (αριθ. προσφ. 57246/21)
Απόρριψη αγωγής αποζημίωσης κατά του δημοσίου ως απαράδεκτης, για πρόδηλο σφάλμα των δικαστών. Νομολογιακή μεταστροφή του ΣτΕ. Παραβίαση πρόσβασης σε δικαστήριο.
Αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία, αλλάζοντας την μέχρι τότε νομολογία, ότι το εθνικό δίκαιο περί ευθύνης του κράτους δεν επιτρέπει αξιώσεις για ζημία που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα δικαστικού οργάνου μέχρι να θεσπιστεί ειδική νομοθεσία που να ρυθμίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, καθώς και την ευθύνη αυτή.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση του ΣτΕ ήταν ασυνεπής με την προηγούμενη νομολογία του σε ανάλογες υποθέσεις και οδήγησε στη διαπίστωση απαραδέκτου για πρώτη φορά στην υπόθεση του προσφεύγοντος, χωρίς να προηγηθούν ενδείξεις προετοιμασίας της νομολογιακής μεταστροφής. Η νέα ερμηνεία είχε ως συνέπεια να καταστήσει την αξίωση του προσφεύγοντος μη επιλέξιμη ad infinitum για δικαστικό έλεγχο και να δημιουργήσει ανυπέρβλητο εμπόδιο για οποιαδήποτε μελλοντική αξίωση αποζημίωσης κατά του ελληνικού δημοσίου για πρόδηλα δικαστικά σφάλματα μέχρι την ενδεχόμενη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας.
Το Στρασβούργο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου σε βάρος του προσφεύγοντος, συνιστά δυσανάλογη επιβάρυνση και προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος αυτού.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.860 ευρώ για τα έξοδα.
Kartal κατά Τουρκίας της 26.03.2024 (αριθ. προσφ. 54699/14)
Αυθαίρετη παύση δικαστή από δικαστικό συμβούλιο χωρίς να έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης. Παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Ο προσφεύγων, δικαστής και πρώην μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης Δικαστών και Εισαγγελέων, αντιμετώπισε την πρόωρη λήξη της θητείας του στην Επιτροπή Επιθεώρησης λόγω νομοθετικών τροποποιήσεων από την τουρκική κυβέρνηση. Ο ίδιος προσέφυγε στο ΕΔΔΑ επικαλούμενος παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ, διότι δεν του είχε παρασχεθεί δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της απόφασης παύσης από μέλος του Δικαστικού Συμβουλίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε την έλλειψη δικαστικού ελέγχου της πρόωρης ex lege παύσης, μετά τη νομοθετική μεταρρύθμιση, της θητείας εν ενεργεία δικαστή ως Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων. Τόνισε ότι η δικαστική προστασία πρέπει να παρέχεται σε κάθε τέτοια περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί η απουσία πολιτικής επιρροής στη δικαστική εξουσία.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι ο αποκλεισμός του προσφεύγοντος από την πρόσβαση στην δικαιοσύνη δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους προς το συμφέρον του κράτους και ότι υφίσταται μείωση της ίδιας της ουσίας του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, διαπιστώνοντας παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
Β) Εκτέλεση Δικαστικών Αποφάσεων
Γεωργακάκης κ.α. κατά Ελλάδας της 14.11. 2024 (αριθ. προσφ. 47788/15 και 47808/15)
Η εκτέλεση δικαστικής απόφασης ως αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης. Καταδίκη Ελλάδας για καθυστερημένη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων.
Η υπόθεση αφορούσε συνιδιοκτήτες οικοπέδου που είχαν επιτύχει την ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της διοίκησης να άρει απαλλοτρίωση που επηρέαζε την ιδιοκτησία τους, με παραπομπή της υπόθεσης στη διοικητική αρχή από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (απόφαση αριθ. 3665/2009). Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για την παρατεταμένη καθυστέρηση εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης και την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής στο εσωτερικό δίκαιο.
Αναφορικά με τους προσφεύγοντες της προσφυγής αριθ. 47808/15, η σχετική εσωτερική διαδικασία είχε κινηθεί από τους προκατόχους τους, ενώ οι ίδιοι απέκτησαν από κοινού την κυριότητα του οικοπέδου στις 23 Ιουλίου 2010, μετά την καταχώρηση της συμβολαιογραφικής πράξης στο Κτηματολόγιο.
Η διαδικασία εκτέλεσης ολοκληρώθηκε τελικά στις 29 Νοεμβρίου 2019 με τη δημοσίευση Προεδρικού Διατάγματος για την τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου που περιελάμβανε την άρση και επαναφορά της απαλλοτρίωσης, ενώ στις 31 Μαρτίου 2021 εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής για την αποζημίωση των προσφευγόντων.
Στον προσφεύγοντα της πρώτης προσφυγής (αριθ. 47788/15) είχε επιδικαστεί ενδιαμέσως αποζημίωση 1.000 ευρώ από το Συμβούλιο Συμμόρφωσης (Τριμελής Επιτροπή) του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για τη μη εκτέλεση της απόφασης, ποσό που καταβλήθηκε στις 25 Απριλίου 2016.
Το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε τη νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία η εκτέλεση απόφασης οποιουδήποτε δικαστηρίου πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της «ακροαματικής διαδικασίας» για τους σκοπούς του άρθρου 6, παραπέμποντας στη σχετική νομολογία περί μη εκτέλεσης ή καθυστερημένης εκτέλεσης τελεσίδικων εθνικών αποφάσεων.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι: α) οι κρατικές αρχές δεν κατέβαλαν τις απαραίτητες προσπάθειες για την πλήρη και έγκαιρη εκτέλεση της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης υπέρ των προσφευγόντων και β) οι προσφεύγοντες δεν είχαν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο μέσο για τις καταγγελίες τους.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της Σύμβασης.
Vlahović κατά Μαυροβουνίου της 22.02. 2024 (αριθ. προσφ. 62444/10)
Αδικαιολόγητη μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων για άρση παράνομων κατασκευών - Παραβίαση δίκαιης δίκης και δικαιώματος σεβασμού ιδιοκτησίας.
Ο προσφεύγων ήταν συνιδιοκτήτης σε δύο οικόπεδα. Άλλος συνιδιοκτήτης προέβη, χωρίς προηγούμενη συναίνεση των λοιπών συνιδιοκτητών (μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων) και χωρίς δημοτική άδεια, σε κατασκευή συστήματος συλλογής λυμάτων στα δύο οικόπεδα και ασφαλτόστρωσε τον δρόμο με σκυρόδεμα. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή για τις παράνομες κατασκευές, ενώ πραγματογνώμονας κατέθεσε ως μάρτυρας ότι οι κατασκευές αυτές θα προκαλούσαν κατά πάσα πιθανότητα πλημμύρες και αποθέσεις εδάφους με συνεπακόλουθες καταστροφές των οικοπέδων.
Παρά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και δύο διοικητικών αποφάσεων υπέρ του προσφεύγοντος, οι οποίες διέταζαν τον συνιδιοκτήτη να άρει τις εν λόγω κατασκευές, αυτές δεν εκτελέστηκαν ποτέ. Η μη εκτέλεση αποδόθηκε αφενός στην ύπαρξη νέου συνιδιοκτήτη του ακινήτου (του δήμου, που υπεισήλθε στα δικαιώματα ιδιοκτησίας αντικαθιστώντας τον παλιό συνιδιοκτήτη) και αφετέρου στην εν εξελίξει διαδικασία απαλλοτρίωσης. Συγκεκριμένα, οι εγχώριες αρχές και τα δικαστήρια απέρριψαν όλες τις προσπάθειες εκτέλεσης του προσφεύγοντος, επικαλούμενες ότι η σχετική απόφαση είχε εκδοθεί σε σχέση με τον παλιό συνιδιοκτήτη και όχι με το δήμο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι θα ήταν νομίμως αναμενόμενο η μεταβίβαση από τον συνιδιοκτήτη του τμήματος του οικοπέδου του στο δήμο να συνεπάγεται και τη μεταβίβαση της υποχρέωσης που αφορούσε τις παράνομες κατασκευές σε αυτόν.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη του κράτους να εκτελέσει την αμετάκλητη δικαστική απόφαση και τις σχετικές διοικητικές αποφάσεις παραβίασε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ) και το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 4.700 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.025 ευρώ για έξοδα.
Γ) Διαδικαστικές Εγγυήσεις και Προφορική Συζήτηση
Duric κατά Σερβίας της 06.02.2024 (αριθ. προσφ. 24989/17)
Άρνηση χορήγησης στον προσφεύγοντα της ιδιότητας αναπήρου πολέμου λόγω μη διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας. Παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Ο προσφεύγων προσέφυγε στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια για να αναγνωρισθεί ως ανάπηρος πολέμου γιατί σε ηλικία μόλις 13 ετών τραυματίστηκε από υπολείμματα εκρηκτικού μηχανισμού παλαιότερης ένοπλής σύγκρουσης που δεν είχαν καταστραφεί. Το αίτημά του απορρίφθηκε χωρίς να διεξαχθεί αντιμωλία συζήτηση.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 § 1 είναι σημαντικό για τους διαδίκους, ώστε να έχουν την ευκαιρία να διατυπώσουν προφορικά την υπόθεσή τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η επ' ακροατηρίου συζήτηση μπορεί να μην είναι απαραίτητη, όταν η υπόθεση δεν εγείρει πραγματικά ή νομικά ζητήματα. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι οι διαφορές σχετικά με τις παροχές στο πλαίσιο των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι γενικά μάλλον τεχνικές και η έκβασή τους εξαρτάται συνήθως από γραπτές γνωμοδοτήσεις ιατρών.
Ωστόσο στην συγκεκριμένη περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι στο καθ’ ου κράτος η απουσία προφορικής συζήτησης σε διαδικασίες, όπως αυτή που κίνησε ο προσφεύγων, δεν αποτελούσε απλώς πρακτική των αρμόδιων αρχών σε δεδομένη χρονική στιγμή με δυνατότητα προσαρμογής ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης, αλλά μάλλον ειδική νομοθετική προϋπόθεση που δεν προέβλεπε εξαιρέσεις.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε πραγματικό δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δεν του δόθηκε εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του και κατά συνέπεια διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης. Το Δικαστήριο επιδίκασε 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 για έξοδα.
Δ) Αιτιολογία Δικαστικών Αποφάσεων
Meli και Swinkels Family Brewers N.V. κατά Αλβανίας της 16.07.2024 (αριθ. προσφ. 41373/21 και 48801/21)
Παραβίαση δίκαιης δίκης λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας δικαστικών αποφάσεων.
Η υπόθεση αφορούσε την απόρριψη των αντίστοιχων συνταγματικών προσφυγών των προσφευγόντων ως συνέπεια είτε ισοψηφίας, είτε αποτυχίας επίτευξης της απαιτούμενης πενταμελούς πλειοψηφίας για τη διαπίστωση συνταγματικής παραβίασης. Η ισοψηφία ή η απαίτηση ειδικής πλειοψηφίας δεν συνιστά καθ' εαυτή παραβίαση του άρθρου 6. Οι σχετικές νομικές διατάξεις, που είχαν τροποποιηθεί μετά την απόφαση Marini κατά Αλβανίας, ήταν επαρκώς σαφείς και προβλέψιμες. Η ουσία της υπόθεσης εξετάστηκε επαρκώς. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε αιτιολογήσει ούτε καν συνοπτικά τις θέσεις τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας, και ως εκ τούτου δεν παρείχε στους προσφεύγοντες επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση στις εν λόγω προσφυγές.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) λόγω της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και επιδίκασε 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγοντα και από 4.000 έως 6.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Ε) Υπερβολικός Φορμαλισμός
Justine κατά Γαλλίας της 21.11.2024 (αριθ. προσφ. 78664/17)
Παραβίαση πρόσβασης σε δικαστήριο λόγω απόρριψης αναίρεσης ως απαράδεκτης για εκπρόθεσμη κατάθεση πρωτόδικης απόφασης. Υπερβολικός φορμαλισμός από το ακυρωτικό δικαστήριο.
Η υπόθεση αφορούσε την απόρριψη αναίρεσης ως απαράδεκτης από το Ακυρωτικό Δικαστήριο λόγω εκπρόθεσμης υποβολής στη γραμματεία της πρωτόδικης απόφασης που επικυρώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ενώ αντί αυτής διαβιβάστηκε άλλη απόφαση εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Το σφάλμα που διέπραξε ο δικηγόρος αντιστοιχούσε σε απλή σύγχυση κατά τη διαβίβαση ενός εγγράφου στη θέση άλλου, το οποίο θα μπορούσε να διορθωθεί ταχέως κατόπιν αιτήσεως της Γραμματείας και δεν είχε καθυστερήσει την εξέταση της προσφυγής.
Ο σκοπός που επιδιώκεται με τον συγκεκριμένο δικονομικό κανόνα επιτυγχάνεται πλήρως. Η ιδιαίτερα αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα δεν ήταν αναγκαία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την ασφάλεια δικαίου. Συνεπώς, συνιστούσε δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Γαλλία για παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.980 ευρώ για έξοδα.
ΣΤ) Διάρκεια Διαδικασιών
- Kokalari κατά Αλβανίας της 30.01.2024 (αριθ. προσφ. 22493/12)
Σημαντική καθυστέρηση εξέτασης αιτημάτων αποζημίωσης για δημευθείσες περιουσίες. Παραβίαση δίκαιης δίκης.
Τη δεκαετία του 1940 αρκετά οικόπεδα στο Fier κατασχέθηκαν από την οικογένεια Pesh. Οι κληρονόμοι κατέθεσαν αιτήσεις για την αποκατάσταση και αποζημίωση των περιουσιών, ωστόσο οι αιτήσεις αυτές αρχειοθετήθηκαν. Τη διαδικασία συνέχισαν, μέχρι και το ΕΔΔΑ, οι νόμιμοι κληρονόμοι από το έτος 2012 και μετά.
Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο Οργανισμός Επεξεργασίας Περιουσίας (ΟΕΠ) έπρεπε να αποφασίσει σχετικά με τις μη επεξεργασμένες αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του σχετικού νόμου, καθιστώντας έτσι περιττή την υποβολή νέας αίτησης στον ΟΕΠ. Οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να προσφύγουν σε δικαστήριο εάν ο ΟΕΠ δεν εξέταζε, έως τον Φεβρουάριο του 2019, τις ήδη εκκρεμείς αιτήσεις. Η ημερομηνία όμως αυτή αργότερα αντικαταστάθηκε από την 31η Δεκεμβρίου 2024.
Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν βάσει του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ για τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που ξεκίνησε το 1994.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι τα αστικά δικαιώματα των προσφευγόντων δεν είχαν «καθοριστεί» εδώ και χρόνια. Δεν φαίνεται ότι μια άλλη αρχή ή ένα δικαστήριο θα μπορούσε να τα καθορίσει αντί της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Τουλάχιστον πριν από τον Φεβρουάριο του 2019, οι προσφεύγοντες δεν είχαν καμία δυνατότητα να αμφισβητήσουν την αδράνεια του ΟΕΠ, η οποία θα προκαλούσε την ύπαρξη «διαφοράς» κατά την έννοια της ανωτέρω νομολογίας και τον προσδιορισμό της από «δικαστήριο».
Το Στρασβούργο δεν παρέβλεψε την κατανοητή καθυστέρηση που απορρέει από την απόφαση του εναγόμενου κράτους να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό σύστημα για την επιστροφή ή την αποζημίωση των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων και το σημαντικό όγκο των αιτήσεων.
Σε κάθε όμως περίπτωση οι διοικητικές αρχές όφειλαν να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας.
Ζ) Δικαστικοί λειτουργοί
Levrault κατά Μονακό της 25.07.2024 (αριθ. προσφ. 47070/20)
Η απόρριψη αιτήματος ανανέωσης απόσπασης Γάλλου δικαστή στο Μονακό δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Απαράδεκτη προσφυγή.
Οι αρχές του Μονακό αποφάσισαν να μην ανανεώσουν την απόσπαση του προσφεύγοντος, Edouard Levrault, Γάλλου δικαστή, που ενεργούσε ως ανακριτής στο Μονακό. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε στο Δικαστήριο, ισχυριζόμενος παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη ακρόαση, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόσπαση του προσφεύγοντος βασίστηκε στην εφαρμογή της γαλλομονεγασκικής συμφωνίας της 8 Νοεμβρίου 2005, η οποία προέβλεπε συγκεκριμένα ότι η τριετής περίοδος απόσπασης ήταν «ανανεώσιμη άπαξ», χωρίς καμία αναφορά ότι η απόσπαση θα παραταθεί αυτοδικαίως. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι αποφάσεις διορισμού και απόσπασης, προσδιόρισαν ημερομηνία λήξης της περιόδου απόσπασης, χωρίς καμία αναφορά σε δυνατότητα ανανέωσης ή οποιαδήποτε αναφορά στο δικαίωμα παράτασης της απόσπασης. Πέρα από τα κριτήρια εθνικότητας που εφαρμόστηκαν και το πλαίσιο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η απόσπαση Γάλλων δικαστών στα δικαστήρια του Μονακό είχε τη νομική της βάση στην εφαρμογή διμερούς συμφωνίας και ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν από δύο κυρίαρχα κράτη, που υπέγραψαν μια διεθνή συμφωνία, εμπίπτουν στο πεδίο των διπλωματικών τους σχέσεων και των δεσμών φιλίας και συνεργασίας, που είχαν επιλέξει από κοινού να διατηρήσουν.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση μη ανανέωσης ήταν διοικητικό μέτρο που δεν αφορούσε αστικό δικαίωμα, επομένως το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν ήταν εφαρμόσιμο. Ως εκ τούτου, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.
Amar κατά Γαλλίας της 23.05.2024 (αριθ. προσφυγής 4028/23)
Πειθαρχική διαδικασία κατά εισαγγελέα και απαλλαγή του λόγω μη διαπίστωσης πειθαρχικού αδικήματος. Προσφυγή για μη εξέταση ισχυρισμών του από την πειθαρχική Επιτροπή. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ.
Ο προσφεύγων κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν αναπληρωτής εισαγγελέας στην Οικονομική Εισαγγελία. Υπό αυτή την ιδιότητα, είχε ασχοληθεί με διάφορες υποθέσεις που αφορούσαν τον πρώην Πρωθυπουργό της Γαλλίας Nicolas Sarkozy, μεταξύ των οποίων μια κατηγορία για δωροδοκία μέλους του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Στις 26 Μαρτίου και στις 21 Απριλίου 2021 ο Πρωθυπουργός υπέβαλε πειθαρχική καταγγελία κατά του προσφεύγοντος στην Επιτροπή Δικαστικής Υπηρεσίας «CSM»), ισχυριζόμενος ότι είχε παραβιάσει τις ηθικές υποχρεώσεις του.
Στο τέλος της διαδικασίας, η Επιτροπή αυτή εξέδωσε πόρισμα με την οποία διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα και ότι, κατά συνέπεια, δεν απαιτείτο καμία κύρωση.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς του περί «αντιποίνων» εναντίον του, το παράνομο της διαδικασίας, ή τα αιτήματά του για προδικαστικές παραπομπές σχετικά με τη συνταγματικότητα στο Συνταγματικό Συμβούλιο. Επίσης υποστήριξε ότι η Επιτροπή κρίνοντας ότι ο προσφεύγων είχε «παραβιάσει το δεοντολογικό καθήκον της σύνεσης και πίστης» και δεν είχε εκπληρώσει τις «υποχρεώσεις του για διακριτικότητα, σεβασμό και πίστη ως προς τον επίσημο προϊστάμενό του» είχε παραβιάσει το δικαίωμά του στην ηθική ακεραιότητα και το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι ουδεμία κύρωση είχε επιβληθεί στον προσφεύγοντα από την αρμόδια αρχή, την Επιτροπή, η οποία απεφάνθη ότι δεν είχε διαπράξει κανένα πειθαρχικό παράπτωμα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι υπήρξε θύμα, κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ, λόγω της υποτιθέμενης παράλειψης να εξεταστούν τα επιχειρήματα που είχε προβάλει ενώπιον της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, απέρριψε την προσφυγή του ως απαράδεκτη.
Η) Αναδρομικότητα ασφαλιστικών εισφορών και δίκαιη δίκη
Morelli κατά Ιταλίας της 19.09.2024 (αριθ. προσφ. 23984/19)
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Η αναδρομική καταβολή ασφαλιστικών εισφορών ήταν νόμιμη και αναλογική, με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Μη παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Ο προσφεύγων, μοναδικός μέτοχος και υπάλληλος ιδιωτικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, εγγράφηκε στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες (GS) της INPS, ενός ιταλικού φορέα πρόνοιας. Καθώς ο προσφεύγων είχε και την ιδιότητα του υπεύθυνου για την εμπορική διαχείριση, το INPS τον καταχώρισε και στην υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης (GC) και του ζήτησε να καταβάλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία.
Ο προσφεύγων, προσέφυγε ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου το 2008, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε υποχρέωση εγγραφής και στα δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Το 2010 σε παρόμοια υπόθεση, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε πως διοικητικοί και εμπορικοί διαχειριστές ιδιωτικών εταιριών υποχρεούνταν να εγγραφούν μόνο σε ένα από τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, τον Μάιο του 2008, ψηφίστηκε διάταξη «αυθεντικής ερμηνείας», σύμφωνα με την οποία οι διοικητικοί και εμπορικοί διευθυντές των ιδιωτικών εταιρειών υποχρεούνταν να εγγραφούν και στα δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (GS και GC).
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, το γεγονός ότι η διάταξη εφαρμόστηκε αναδρομικά. Υποστήριξε ότι η αναδρομική αυτή εφαρμογή υπονόμευε τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί πριν από την ψήφιση του νέου νόμου, ιδίως εκείνες που ευνοούσαν τη θέση του όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής εισφορών. Τα ιταλικά δικαστήρια απέρριψαν τους ισχυρισμούς του. Το θέμα τελικά οδηγήθηκε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο επιβεβαίωσε ότι ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για τις υποχρεώσεις του να καταβάλει εισφορές μετά την ψήφιση του νόμου με αναδρομική ισχύ, αναιρώντας έτσι κάθε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, που ενδεχομένως είχε με βάση προηγούμενη νομολογία.
Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι, ενώ οι νομοθετικές ενέργειες μπορούσαν να επηρεάσουν τις εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες, παρ’ όλα αυτά δικαιολογούνταν από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η νομοθετική πρόθεση ήταν να αντιμετωπιστούν σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις και να αποκατασταθεί η ασφάλεια δικαίου στο θέμα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση ήταν έγκαιρη, προβλέψιμη και αποσκοπούσε στην επίλυση υφιστάμενων συγκρούσεων στην ερμηνεία του νόμου, εξυπηρετώντας νόμιμο δημόσιο συμφέρον.
Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η αναδρομική εφαρμογή του νόμου παραβίασε τα περιουσιακά του δικαιώματα βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθώς οδήγησε σε υποχρέωση καταβολής πρόσθετων εισφορών μαζί με κυρώσεις. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση αυτή δεν αποτελούσε δυσανάλογη επιβάρυνση για τον ίδιο, ιδίως στο πλαίσιο ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που έχει σχεδιαστεί για να αντανακλά την κοινωνική αλληλεγγύη προς τους ευάλωτους πολίτες.
Το Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το νομοθετικό μέτρο ήταν δικαιολογημένο και δεν παραβίαζε τα δικαιώματα που απορρέουν από την ΕΣΔΑ.
ΑΡΘΡΟ 6 § 2
ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Βενιέρης κατά Ελλάδας της 18.04.2024 (αριθ. προσφ. 62048/15)
Αθώωση για λαθρεμπορία. Απόφαση διοικητικού εφετείου ότι ο αθωωθείς τέλεσε το αδίκημα. Προσφυγή στο ΕΔΔΑ. Μεταγενέστερα το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση και δικαίωσε τον προσφεύγοντα. Μετά την εξέλιξη αυτή, μη διαπίστωση παραβίασης τεκμηρίου αθωότητας.
Ο προσφεύγων αθωώθηκε αμετάκλητα από το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο με το σκεπτικό ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την υποκειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας. Ωστόσο, με απόφαση της τελωνειακής αρχής, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα διοικητικό πρόστιμο 3.885.000 ευρώ για παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας περί λαθρεμπορίας.
Άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε γιατί το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η επιβολή του διοικητικού προστίμου για την τελωνειακή παράβαση ήταν ανεξάρτητη από το ποινικό αδίκημα και ότι δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη αθώωση, παρά μόνο υποχρεούται να τη λάβει υπόψη του κατά την εκτίμησή του.
Στη συνέχεια και μετά την κατάθεση προσφυγής στο ΕΔΔΑ το 2015 από τον προσφεύγοντα για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του από το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν ασκηθείσας αναίρεσης, αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και ακύρωσε το πρόστιμο και την εις ολόκληρον ευθύνη που του καταλογίστηκε, ως εκπροσώπου της εταιρείας, για την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ότι το ΣτΕ δεν αναγνώρισε ότι η δήλωση που περιέχεται στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος, ούτε έγινε προσπάθεια να διορθωθεί αυτό. Όμως λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της διαδικασίας στο σύνολό της και τις ιδιαιτερότητές της, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ΣτΕ ακύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, όπως επίσης ακύρωσε και το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον προσφεύ
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε μη ύπαρξη ένδειξης παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ
[1]. Βλ. μεγαλύτερη ανάπτυξη των παρουσιαζόμενων αποφάσεων σε www.echrcaselaw.com.