ΔΕΕ C-460/23)/3.6.2025 (με επιμέλεια Δομίνικου Αρβανίτη)

73
2025
04

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Επιμέλεια: Δομίνικος Αρβανίτης

Απόφαση Δικαστηρίου της 3.6.2025

(Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως)

Υπόθεση «Kinsa»[1]

(C-460/23)

 

Πρόεδρος: K. Lenaerts

Μέλη: T. von Danwitz, Αντιπρόεδρος, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργος, M. L. Arastey Sahún, S. Rodin, A. Kumin και M. Gavalec, Πρόεδροι Τμήματος, E. Regan, N. Piçarra (Εισηγητής), Z. Csehi και O. Spineanu-Matei, Δικαστές

Γενικός Εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

 

Η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων κρατών, που το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια, δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου αλλοδαπών κατά την οικεία ενωσιακή νομοθεσία. Εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί τέτοια συμπεριφορά αντιτίθεται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (Άρθρα 1 § 1 αʹ Οδηγίας 2002/90/ΕΚ, 7, 24 και 52 § 1 ΧΘΔΕΕ)[2]

 

(…)

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 

[Την 27.8.2019 αφίχθη στον αερολιμένα της Μπολόνια από τρίτη χώρα η OB, συνοδευόμενη από δύο ανήλικες. Όλες τους έφεραν πλαστά διαβατήρια. Η ΟΒ συνελήφθη την επόμενη ημέρα και οι ανήλικες τοποθετήθηκαν σε δομή υποδοχής. Κατά της OB ασκήθηκε ποινική δίωξη για υποβοήθηση παράνομης εισόδου υπηκόων τρίτων κρατών και για κατοχή πλαστών εγγράφων, αλλά όχι για παράνομη είσοδο στην ιταλική επικράτεια. Η OB δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω απειλών κατά της ζωής της και των ανηλίκων, τις οποίες παρουσίασε ως κόρη και ανιψιά της. Το δικαστήριο επικύρωσε τη σύλληψή της, αλλά αρνήθηκε την προσωρινή της κράτηση κρίνοντας πειστικούς τους ισχυρισμούς της. Αργότερα, αναγνωρίστηκε νομικά η σχέση μητέρας-κόρης με τη μία ανήλικη, ενώ η συγγένεια με την άλλη δεν επιβεβαιώθηκε λόγω φυγής της από τη δομή. Ωστόσο, οι κοινωνικές υπηρεσίες επιβεβαίωσαν τη φροντίδα της OB και για τις δύο. Το Tribunale di Bologna θεώρησε ότι η ενέργεια της OB συνιστά μεν ποινικό αδίκημα –λαμβανομένης υπ’ όψιν της Οδηγίας 2002/90/ΕΚ και της οικείας ιταλικής νομοθεσίας–, αλλά έθεσε θέμα αναλογικότητας και προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανηλίκων (ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ελευθερίας, ασφάλειας, σεβασμού οικογενειακής ζωής, ασύλου). Κατά συνέπεια, το ανωτέρω δικαστήριο υπέβαλε σχετικώς προδικαστικό  ερώτημα στο ΔΕΕ.

(…)

31. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunale di Bologna (Πλημμελειοδικείο της Μπολόνια) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Αντιτίθεται ο [Χάρτης], ιδίως η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 52 § 1, σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην ατομική ελευθερία και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κατά τα άρθρα 6 και 17, καθώς και τα δικαιώματα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα κατά τα άρθρα 2 και 3, το δικαίωμα ασύλου κατά το άρθρο 18 και σεβασμού της οικογενειακής ζωής κατά το άρθρο 7 [αυτού], στις διατάξεις της Οδηγίας [2002/90] και της αποφάσεως-πλαισίου [2002/ 946] (οι οποίες μεταφέρθηκαν στο ιταλικό δίκαιο με τη ρύθμιση του άρθρου 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση) στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για κάθε πρόσωπο το οποίο, εκ προθέσεως, διευκολύνει ή τελεί πράξεις που αποσκοπούν στη υποβοήθηση της εισόδου παράτυπων αλλοδαπών στο έδαφος της Ένωσης, ακόμη και όταν η συμπεριφορά δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, χωρίς να προβλέπουν συγχρόνως την υποχρέωση των κρατών μελών να αποκλείουν τον αξιόποινο χαρακτήρα πράξεων υποβοήθησης της παράνομης εισόδου με σκοπό την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον αλλοδαπό;

2) Αντιτίθεται ο [Χάρτης], ιδίως η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 52 § 1, σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην ατομική ελευθερία και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία κατά τα άρθρα 6 και 17, καθώς και τα δικαιώματα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα κατά τα άρθρα 2 και 3, το δικαίωμα ασύλου κατά το άρθρο 18 και σεβασμού της οικογενειακής ζωής κατά το άρθρο 7 [αυτού], στην πρόβλεψη του αδικήματος του άρθρου 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση, στο μέτρο που τιμωρεί τη συμπεριφορά όποιου τελεί πράξεις που αποσκοπούν στην παράνομη είσοδο αλλοδαπού στο έδαφος του κράτους, ακόμη και όταν η συμπεριφορά αυτή δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, χωρίς συγχρόνως να αποκλείεται ο αξιόποινος χαρακτήρας συμπεριφορών υποβοήθησης της παράνομης εισόδου με σκοπό την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον αλλοδαπό;».

(…)

 

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 

33. Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο σχετικά με το κύρος του άρθρου 1 της Οδηγίας 2002/90 και του άρθρου 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946 υπό το πρίσμα του Χάρτη, καθώς και σχετικά με την ερμηνεία του Χάρτη, προκειμένου να κριθεί αν ο Χάρτης αντιτίθεται στις εθνικές διατάξεις με τις οποίες μεταφέρθηκαν στην ιταλική έννομη τάξη τα εν λόγω άρθρα.

34. Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο τελευταίο εναπόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση, η οποία θα του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2000, Roquette Frères, C‑88/99, EU:C:2000:652, σκ. 18, και της 20ής Μαρτίου 2025, Porcellino Grasso, C‑116/24, EU:C:2025:198, σκ. 34). Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο με το ερώτημά του, συνάγοντας από το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε, ιδίως δε από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς [αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, Tissier, 35/85, EU:C:1986:143, σκ. 9, και της 22ας Ιουνίου 2023, K.B. και F.S. (Αυτεπάγγελτη εξέταση στον ποινικό τομέα)[3], C‑660/21, EU:C:2023:498, σκ. 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η OB διώκεται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, για το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου στην ιταλική επικράτεια, που προβλέπεται στο άρθρο 12 § 1 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση –το οποίο μεταφέρει στην ιταλική έννομη τάξη το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/ 90, καθώς και το άρθρο 1 § 1 της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/946–, διότι έφερε παρανόμως στην ιταλική επικράτεια δύο ανήλικες υπηκόους τρίτης χώρας που τη συνόδευαν. Εξάλλου, από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι οι δύο αυτές ανήλικες, θυγατέρα και ανιψιά της OB, αντιστοίχως, τελούσαν υπό την «ευθύνη»και την «προστασία» της OB.

36. Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνεται, αφενός, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα στηρίζονται στην παραδοχή ότι η συμπεριφορά αυτή της OB στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, και ότι το άρθρο 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση μεταφέρει απλώς και μόνον την εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης στην ιταλική έννομη τάξη. Ως εκ τούτου, αν η εφαρμογή του άρθρου 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας σε συμπεριφορά όπως αυτή της OB ερχόταν σε αντίθεση με διάταξητου Χάρτη, η εν λόγω αντίθεση θα επηρέαζε κατ’ ανάγκην το προαναφερθέν άρθρο 12, αν αυτό ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στην ως άνω συμπεριφορά.

37. Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι, κατά γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μη θίγει το κύρος της και να συνάδει με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως δε με τις διατάξεις του Χάρτη. Επομένως, όταν ένα κείμενο του παράγωγου δικαίου χρήζει ερμηνείας, πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις των Συνθηκών και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1991, Rauh, C‑314/89, EU:C:1991:143, σκ. 17, και της 13ης Ιουνίου 2024, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Εκτίμηση της συμβατότητας μέτρου, το οποίο δεν έχει χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση), C‑40/23 P, EU:C:2024:492, σκ. 40].

38. Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι, υπό το πρίσμα της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όπως αυτή διαλαμβάνεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, όχι μόνον το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, και το άρθρο 18 του Χάρτη, σχετικά με τη διασφάλιση του δικαιώματος ασύλου, στα οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, αλλά, επίσης, όπως υπογράμμισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, και το άρθρο 24 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει τα δικαιώματα του παιδιού, έχουν καθοριστική σημασία για την απάντηση στα ερωτήματα του εν λόγω δικαστηρίου.

39. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των άρθρων 7, 18 και 24 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια και, αφετέρου, αν τα ως άνω άρθρα του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία που ποινικοποιεί μια τέτοια συμπεριφορά.

40. Κατά το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν ενδεδειγμένες ποινικές κυρώσεις «κατά παντός, όστις εκ προθέσεως βοηθά πρόσωπο, το οποίο δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, προκειμένου να εισέλθει ή να διέλθει από το έδαφος κράτους μέλους, κατά παράβαση της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους σχετικά με την είσοδο ή τη διέλευση των αλλοδαπών».

41. Από το γράμμα της διατάξεως αυτής, ιδίως από τους όρους «κατά παντός» και «βοηθά» που διαλαμβάνονται σε αυτήν, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε τη «γενική παράβαση» την οποία αφορά η εν λόγω διάταξη κατά τρόπο αφηρημένο, χωρίς να αποκλείσει, a priori, καμία από τις μορφές που μπορεί να λάβει η υποβοήθηση της παράνομης εισόδου στο έδαφος κράτους μέλους και κανένα από τα δυνάμενα να παράσχουν τη βοήθεια αυτή πρόσωπα. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που μπορούν να λάβουν τέτοια βοήθεια.

42. Ο ευρύς αυτός ορισμός του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου εξηγείται από το γεγονός ότι, όπως επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της Οδηγίας 2002/90, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε «να καταπολεμηθεί η υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης», υπό τις διάφορες μορφές της, και τούτο προκειμένου να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η εν λόγω μετανάστευση, και όσον αφορά την παράνομη διάβαση των συνόρων εν στενή εννοία, αλλά και όταν αποσκοπεί στο να τροφοδοτήσει τα δίκτυα εκμετάλλευσης ανθρώπων. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της Οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της είναι να ορίσει επακριβώς το αδίκημα της διευκολύνσεως της παράνομης μεταναστεύσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/946, η οποία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες για τις ποινές, την ευθύνη των νομικών προσώπων και τη δικαιοδοσία. Τέλος, από την αιτιολογική σκέψη 5 της εν λόγω Οδηγίας προκύπτει ότι αυτή συμπληρώνει άλλες πράξεις που έχουν εκδοθεί για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και απασχόλησης, της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών.

43. Βεβαίως, εκ πρώτης όψεως, η ευρεία διατύπωση του άρθρου 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90 επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Ειδικότερα, καίτοι η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ρητώς στη συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια, εντούτοις ούτε και αποκλείει ρητώ η διάταξη, αυτή καθεαυτή, μια ερμηνεία κατά την οποία η εν λόγω συμπεριφορά στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα που η διάταξη προβλέπει.

44. Ωστόσο, η τελευταία αυτή ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

       45. Κατά πρώτον, οι σκοποί της Οδηγίας 2002/90 συνηγορούν υπέρ της απόρριψης μιας τέτοιας ερμηνείας. Πράγματι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, μια τέτοια συμπεριφορά δεν συνιστά υποβοήθηση της παράνομης μεταναστεύσεως, στην καταπολέμηση της οποίας αποσκοπεί η εν λόγω Οδηγία, αλλά απόρροια της ανάληψης, εκ μέρους του προσώπου αυτού, της προσωπικής ευθύνης που υπέχει λόγω της επιμέλειας των συγκεκριμένων ανηλίκων την οποία ασκεί.

46. Κατά δεύτερον, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη.

47. Το άρθρο 7 του Χάρτη εγγυάται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στον σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, διευκρινιζομένου ότι η ύπαρξη οικογενειακής ζωής αποτελεί πραγματικό ζήτημα που εξαρτάται από την πραγματική ύπαρξη στενών προσωπικών δεσμών και ότι η δυνατότητα ενός γονέα και του τέκνου του να είναι μαζί συνιστά θεμελιώδες στοιχ. της οικογενειακής ζωής (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo»[4], C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκ. 61).

48. Το δε άρθρο 24 του Χάρτη ορίζει στην § 1, μεταξύ άλλων, ότι τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους. Επιπλέον, το άρθρο 24 προβλέπει στην § 2 ότι σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές, είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης και σε αποφάσεις που δεν έχουν μεν ως αποδέκτη τον ανήλικο, αλλά έχουν σημαντικές συνέπειες για αυτόν [πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, GN (Λόγος άρνησης στηριζόμενος στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού), C‑261/22, EU:C:2023: 1017, σκ. 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Τέλος, το άρθρο 24 § 3 αναγνωρίζει κατ’ αρχήν σε κάθε παιδί το δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους δύο γονείς του.

49. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 7 του Χάρτη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, το οποίο αναγνωρίζεται με το άρθρο 24 § 2 του Χάρτη, καθώς και με συνεκτίμηση της ανάγκης του παιδιού να διατηρεί τακτικά τις σχέσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 24 § 3 του Χάρτη [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 2022, Belgische Staat (Έγγαμη ανήλικη πρόσφυγας), C‑230/21, EU:C:2022:887, σκ. 48, και της 30ής Ιανουαρίου 2024, Landeshauptmann von Wien (Οικογενειακή επανένωση με ανήλικο πρόσφυγα), C‑560/20, EU:C: 2024:96, σκ. 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

50. Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 24 του Χάρτη αποτελεί, όπως υπενθυμίζεται στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, μια ενσωμάτωση στο δίκαιο της Ένωσης των βασικών δικαιωμάτων του παιδιού που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία έχει κυρωθεί από το σύνολο των κρατών μελών, πρέπει κατά την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διατάξεις της Σύμβασης αυτής (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo», C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκ. 63). Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 27 § 2 της εν λόγω Σύμβασης, στους γονείς ή στα άλλα πρόσωπα που έχουν αναλάβει το παιδί ανήκει κατά κύριο λόγο η ευθύνη της εξασφάλισης, μέσα στα όρια των δυνατοτήτων τους και των οικονομικών μέσων τους, των απαραίτητων για την ανάπτυξη του παιδιού συνθηκών ζωής.

51. Λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη, υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, η συμπεριφορά προσώπου, το οποίο φέρνει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια, δεν μπορεί να στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, το οποίο προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη, ακόμη και όταν το πρόσωπο αυτό εισήλθε, το ίδιο, παρανόμως στο εν λόγω έδαφος.

52. Αντίθετη ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως θα συνεπαγόταν ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και των δικαιωμάτων του παιδιού, τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη, σε σημείο που να θίγει το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων, κατά την  έννοια  του άρθρου 52 § 1 του Χάρτη.

53. Πράγματι, το να γίνει δεκτό ότι μπορεί να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις σε ένα πρόσωπο επειδή απλώς και μόνον βοήθησε ανηλίκους, των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια, να εισέλθουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους θα συνιστούσε προσβολή του βασικού αυτού περιεχομένου.

54. Πρόσωπο, όπως η OB, το οποίο φέρνει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια αποδέχεται, κατ’ αρχήν, απλώς και μόνον να εκπληρώσει συγκεκριμένα μια υποχρέωση συμφυή προς την προσωπική του ευθύνη που στηρίζεται στην οικογενειακή σχέση που το συνδέει με τους ανηλίκους, προκειμένου να τους διασφαλίσει την προστασία και τη φροντίδα, που απαιτούνται για την καλή διαβίωση και την ανάπτυξή τους. Η συμπεριφορά του προσώπου αυτού αποτελεί, πρωτίστως, συγκεκριμένη έκφραση της γενικής ευθύνης του έναντι των εν λόγω ανηλίκων.

55. Κατά συνέπεια, το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στο να χαρακτηρισθεί η συμπεριφορά προσώπου, όπως η ΟΒ, η οποία συνίσταται στο να πάρει μαζί του, κατά την παράνομη είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους, το τέκνο του ή άλλον ανήλικο του οποίου ασκεί την πραγματική επιμέλεια, ως «υποβοήθηση της παράνομης εισόδου»στο έδαφος αυτό και να καταστεί, συνακόλουθα, η εν λόγω συμπεριφορά ποινικώς κολάσιμη, διότι άλλως θίγονται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος στον σεβασμό της οικογενειακής ζωής και τα δικαιώματα του παιδιού που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη.

56. Επομένως, υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη, το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90 έχει την έννοια ότι η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου.

57. Κατά τρίτον, η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90 επιβάλλεται επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 18 του Χάρτη, το οποίο είναι κρίσιμο όταν, όπως εν προκειμένω, ο ενδιαφερόμενος, μετά την είσοδό του στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

58. Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 18 του Χάρτη, το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης και σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΕ και τη Συνθήκη ΛΕΕ. Η τήρηση των κανόνων αυτών επιβάλλεται στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή τόσο της Οδηγίας 2002/ 90 όσο και της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/946.

59. Όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, τόσο αυτή όσο και η Οδηγία 2002/90 εφαρμόζονται, επομένως, υπό την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται στους πρόσφυγες και στους αιτούντες άσυλο και, ειδικότερα, της τηρήσεως από τα κράτη μέλη των διεθνών υποχρεώσεων που υπέχουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης. Το τελευταίο αυτό άρθρο απαγορεύει στα εν λόγω κράτη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε πρόσφυγες λόγω παράνομης εισόδου ή διαμονής, εάν αυτοί, προερχόμενοι απευθείας από χώρα όπου απειλείτο η ζωή ή η ελευθερία τους, εισέρχονται ή βρίσκονται ήδη στο έδαφος των εν λόγω κρατών άνευ αδείας, υπό την επιφύλαξη ότι, αφενός θα παρουσιαστούν αμελλητί στις αρχές και, αφετέρου, θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις για την παράνομη είσοδο ή διαμονή.

60. Δεύτερον, ο κώδικας συνόρων του Σένγκεν, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο του 3 στοιχ. βʹ εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο που διέρχεται τα εσωτερικά ή εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους, υπό την ε πιφύλαξη των δικαιωμάτων των προσφύγων και των αιτούντων διεθνή προστασία, κυρίως όσον αφορά τη μη επαναπροώθηση, υποχρεώνει τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου του 4, να «συμμορφώνονται πλήρως προς τη σ υναφή ενωσιακή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του [Χάρτη], το σχετικό διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της [Σύμβασης της Γενεύης], τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με την πρόσβαση σε διεθνή προστασία, ιδίως με την αρχή της μη επαναπροώθησης […]».

61. Τρίτον, πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα κάθε υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στο έδαφος κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του ή των ζωνών διέλευσής του, έστω και αν διαμένει παρανόμως στο έδαφος αυτό, ανεξαρτήτως των πιθανοτήτων ευδοκιμήσεως της αιτήσεώς του. Άπαξ και υποβληθεί τέτοια αίτηση, ο αιτών δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως παρανόμως διαμένων στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεώς του σε πρώτο βαθμό, διότι άλλως θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ασύλου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκ. 102, και της 16ης Νοεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Ποινικοποίηση της βοήθειας προς τους αιτούντες άσυλο), C‑821/19, EU:C:2021:930, σκ. 136 και 137].

62. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μπορούν να θίξουν την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ασύλου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη, μέτρα τα οποία, χωρίς να υφίσταται εύλογος δικαιολογητικός λόγος, έχουν ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνουν υπήκοο τρίτης χώρας να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στις αρμόδιες αρχές [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκ. 102, 103, 118 και 119, και της 22ας Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δήλωση προθέσεων πριν από την υποβολή αίτησης ασύλου), C‑823/21, EU:C:2023:504, σκ. 47 έως 51].

63. Τέταρτον, από την αιτιολογική σκέψη 9 της Οδηγίας 2013/33 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο της υποδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία, να τηρούνται πλήρως οι αρχές του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και της ενότητας της οικογένειας.

64. Εξάλλου, στην τελική πράξη της συνδιάσκεψης των πληρεξουσίων των Ηνωμένων Εθνών για το καθεστώς των προσφύγων και των ανιθαγενών, της 25ης Ιουλίου 1951, η οποία κατάρτισε το κείμενο της Σύμβασης της Γενεύης, υπογραμμίζεται ότι «η οικογενειακή ενότητα […] είναι ένα ουσιώδες δικαίωμα του πρόσφυγα». Ομοίως, η Οδηγία 2011/95 σκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 16, να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογένειάς τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη. Η αιτιολογική σκέψη 18 της Οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι το μείζον συμφέρον του παιδιού θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της εν λόγω Οδηγίας και ότι, κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος αυτού, τα κράτη μέλη θα πρέπει ιδίως να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την αρχή της οικογενειακής ενότητας. Συνακόλουθα, το άρθρο 23 § 1 της ίδιας Οδηγίας επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.

65. Εν προκειμένω, στο μέτρο που η OB υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, απολαύει των δικαιωμάτων που απορρέουν από την υποβολή τέτοιας αιτήσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο ποινικών κυρώσεων ούτε λόγω της δικής της παράνομης εισόδου στην ιταλική επικράτεια, ούτε λόγω του ότι συνοδευόταν, κατά την είσοδο αυτή, από την κόρη της και την ανιψιά της, των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια.

       66. Τέταρτον, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, η ερμηνεία του άρθρου 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, η οποία έγινε δεκτή στις σκέψεις 45 έως 65 της παρούσας αποφάσεως, ενισχύεται από το πρωτόκολλο του Παλέρμο περί της διακίνησης μεταναστών, υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύεται η Οδηγία αυτή. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου, σκοπός του είναι η ποινικοποίηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών, με παράλληλη προστασία των δικαιωμάτων των ίδιων των μεταναστών.

67. Η ερμηνεία αυτή ουδόλως έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου συμπεριφορές οι οποίες, υπό το πρόσχημα ότι δικαιολογούνται από οικογενειακούς δεσμούς, θα μπορούσαν, στην πραγματικότητα, να επιδιώκουν άλλους σκοπούς, όπως είναι η παράνομη μετανάστευση, η παράνομη απασχόληση, η εμπορία ανθρώπων ή η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, εκθέτοντας έτσι τα παιδιά σε σοβαρές προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Οδηγία 2002/90, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική της σκέψη 5, συμπληρώνει άλλες πράξεις που έχουν εκδοθεί για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και απασχόλησης, της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, χωρίς να τις υποκαθιστά.

68. Πέμπτον και τελευταίον, δεδομένου ότι ερμηνεία του άρθρου 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90 κατά τρόπο σύμφωνο προς τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη, καθώς και προς το άρθρο 52 § 1 αυτού έχει ως συνέπεια να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, κατά την έννοια της πρώτης διάταξης, συμπεριφορά όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, παρέλκει η εξέταση του κύρους του άρθρου 1 της Οδηγίας 2002/90, καθώς και η ερμηνεία της § 2 του άρθρου αυτού, που αφορά την απαλλαγή από την ποινική ευθύνη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η επίμαχη συμπεριφορά αποσκοπεί στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στον ενδιαφερόμενο.

69. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της εθνικής διατάξεως με την οποία μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς μιας Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την Οδηγία αυτή, αλλά και να μεριμνούν ώστε να μη βασίζονται σε ερμηνεία της Οδηγίας που θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης ή με τις λοιπές γενικές αρχές που αναγνωρίζει η εν λόγω έννομη τάξη (αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2008, Promusicae, C‑275/06, EU:C:2008:54, σκ. 68, και της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκ. 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της Οδηγίας 2002/90 προκύπτει ότι σκοπός του άρθρου 1 § 1 της Οδηγίας αυτής είναι να ορίσει επακριβώς το αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης μετανάστευσης προκειμένου να καταστήσει αποτελεσματικότερη την εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2002/ 946.

71. Ως εκ τούτου, κατά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν, στο εθνικό δίκαιο, κανόνες που βαίνουν πέραν του περιεχομένου του γενικού αδικήματος της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, όπως αυτό ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, συμπεριλαμβάνοντας μη καλυπτόμενες από τη διάταξη συμπεριφορές, κατά παράβαση των άρθρων 7 και 24, καθώς και του άρθρου 52 § 1 του Χάρτη.

72. Εξάλλου, τα άρθρα 7 και 24 είναι αυτοτελή και δεν χρειάζεται να εξειδικεύονται με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμουν στους ιδιώτες δικαιώματα δυνάμενα να προβληθούν αυτά καθεαυτά. Επομένως, αν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσει το εθνικό του δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, οφείλει να διασφαλίσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την 
έννομη προστασία που παρέχουν στους πολίτες τα άρθρα αυτά και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστο το άρθρο 12 του κωδικοποιημένου κειμένου για τη μετανάστευση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger, C‑414/16, EU:C:2018:257, σκ. 78 και 79).

73. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1 § 1 στοιχ. αʹ της Οδηγίας 2002/90, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 24, καθώς και του άρθρου 52 § 1 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, αφενός, δεν στοιχειοθετεί το γενικό αδίκημα της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου η συμπεριφορά προσώπου το οποίο, κατά παράβαση του καθεστώτος διέλευσης προσώπων από τα σύνορα, φέρνει στο έδαφος κράτους μέλους ανήλικους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι το συνοδεύουν και των οποίων ασκεί την πραγματική επιμέλεια και, αφετέρου, τα άρθρα αυτά αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, που ποινικοποιεί μια τέτοια συμπεριφορά.

 

(…)[5].

 


 


[1]. Γλώσσα διαδικασίας: ιταλική. Το ελληνικό κείμενο της απόφασης ελήφθη από την ιστοσελίδα του ΔΕΕ (https:// curia.europa.eu/).

[2]. Για την εν λόγω απόφαση βλ. V. Mitsilegas, Decriminalising the Facilitation of Unauthorised Entry in EU Law: Kinsa as a first step?, European Journal of Migration and Law 2025. 1 επ., προσβάσιμο σε https://brill.com/view/ journals/emil/aop/article-10.1163-15718166-12340204/arti­cle-10.1163-15718166-12340204.xml∙ A. Pahladsingh, Combatting the Facilitation of Unauthorised Entry and the Limits to Criminal Enforcement: Kinsa (C-460/23), 14.7.2025, προσβάσιμο σε https://eulawlive.com/. Για τα σχετικά άρθρα 7, 24 και 52 § 1 ΧΘΔΕΕ βλ. αντιστοίχως Α. Τάκη, Β. Καραγιάννη και Ν. Κανελλοπούλου-Μα­λούχου σε Ε. Σαχπεκίδου / Χ. Ταγαρά (επιμ.), Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, Αθήνα 2020, σ. 86 επ., 281 επ. και 610 επ.

[3]. Δημοσιευθείσα στο ΝοΒ 2023. 1232 επ.

[4]. Δημοσιευθείσα στο ΝοΒ 2022. 1424 επ. με παρατηρήσεις Δ. Αρβανίτη.

[5]. Σημειώνεται ότι το διατακτικό της απόφασης αποτελείται από την παραδοχή της ανωτέρω σκ. 73.