Π. - Η. Τζιτζιλή: Το Παραδεκτό ασκήσεως Έφεσης και Αναίρεσης επί εν μέρει Οριστικής Απόφασης - Κριτική στην ΟλΑΠ 1/2019
Το Παραδεκτό ασκήσεως Έφεσης και Αναίρεσης
επί εν μέρει Οριστικής Απόφασης –
Κριτική στην ΟλΑΠ 1/2019
Παναγιώτη-Ηλία Τζιτζιλή
Δικηγόρου
Αφορμή του παρόντος κειμένου στάθηκε η απόφαση ΟλΑΠ 1/2019, με την οποία ο Άρειος Πάγος έκρινε υπέρ του μη επιτρεπτού άσκησης ενδίκου μέσου κατά εν μέρει οριστικής απόφασης, που αποφαίνεται οριστικώς επί ενός εκ των πλείονων αντικειμενικώς σωρευθέντων αιτημάτων και αναβάλλει ως προς τα υπόλοιπα. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης άρχονται με απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο δεχόταν το αίτημα επίδειξης εγγράφου που κατέθεσε με τις προτάσεις της η ενάγουσα, ενώ ανέβαλε την εκδίκαση ως προς το αιτούμενο οφειλόμενο ποσό. Επί της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο έκρινε παραδεκτή την άσκηση της έφεσης με την αιτιολογία ότι επί αντικειμενικής σωρεύσεως αιτημάτων διεξάγεται μεν κοινή διαδικασία, αλλά πρόκειται για αυτοτελείς σχέσεις δίκης και αρα επιτρέπεται η άσκηση ένδικου μέσου. Λόγω της μείζονος σημασίας του ζητήματος ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε αναίρεση υπέρ του νόμου και έτσι για το ζήτημα κλήθηκε να αποφασίσει η πλήρης ΟλΑΠ.
Ειδικότερα η μείζονα σκέψη της απόφασης ανέφερε τα εξής: «Από τις ταυτόσηµες διατάξεις των άρθρων 513 παρ. 1β και 553 παρ. 1β ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα ένδικα µέσα της εφέσεως και της αναιρέσεως συγχωρούνται µόνο κατά οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή µόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα µέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ή αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό και µε εκείνη του άρθρου 218 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι σε περίπτωση αντικειµενικής σωρεύσεως αιτήσεων παροχής έννοµης προστασίας του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγοµένου σε ένα δικόγραφο, η απόφαση που περατώνει την δίκη ως προς µία αίτηση, χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προσβολή µε τα ως άνω ένδικα μέσα ιδίως όταν οι υποβληθείσες αξιώσεις τελούν µεταξύ τους σε σχέση εξαρτήσεως, δηλαδή η µία είναι παρεποµένη της άλλης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση της άλλης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδειξη (εγγράφου) µπορεί να ζητηθεί, εφόσον έχει την υποχρέωση αυτή ένας τρίτος µε παρεµπίπτουσα αγωγή, ενώ αν έχει την υποχρέωση διάδικος, και µε τις προτάσεις. Η παρεµπίπτουσα εν προκειµένω αίτηση επίδειξης πρέπει, αυτονόητα, να κριθεί πριν από την κύρια αξίωση, επειδή αποτελεί προϋπόθεση έρευνας της ουσιαστικής βασιµότητας του ενδίκου βοηθήµατος. Περαιτέρω, εάν στο πλαίσιο εκκρεµούς δίκης κριθεί βάσιµη η παρεµπίπτουσα αίτηση περί επίδειξης εγγράφου και διαταχθεί η επίδειξη, η σχετική απόφαση, ενταγµένη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αποκτά µη οριστικόχαρακτήρα, διότι προετοιµάζει την επί της ουσίας έκδοση απόφασης. Από τη ρύθµιση του άρθρου 451 παρ. 2 ΚΠολΔ δυνάµει της οποίας η εκδίκαση της αίτησης επίδειξης ακολουθεί τη διαδικασία της κύριας δίκης, προκύπτει ότι και η απόφαση που διατάσσει την επίδειξη υπόκειται στα ένδικα µέσα που υπόκειται και η απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς. Τούτο σηµαίνει ότι έφεση µπορεί να ασκηθεί µόνον όταν καταστείοριστική η επί της ουσίας απόφαση του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου».
Η όλη προβληματική χρήζει επιμέρους ερμηνευτικών διευκρινίσεων. Όπως ορθά έκρινε η Ολομέλεια του Ακυρωτικού, το αίτημα επίδειξης εγγράφου αποτελεί ένα παρεμπίπτον ζήτημα, δυνάμενο να αποτελέσει περιεχόμενο παρεμπίπτουσας αγωγής. Κατά πάγια άποψη πρόκειται για μη αυτοτελές παρεμπίπτον ζήτημα και συνεπώς δεν δύναται να υπάρξει χωριστή απόφαση γι’ αυτό, ένεκα της στενής συνάφειας που έχει με το κύριο αντικείμενο της δίκης[1]. Άλλωστε η απόφαση του δικαστηρίου, που αποφαίνεται για το ανωτέρω αίτημα ορθώς χαρακτηρίζεται ως μη οριστική[2], αφού με αυτήν δεν τερματίζεται η διαφορά[3], ούτε το δικαστήριό απεκδύεται από την εξουσία του να επιληφθεί της υπόθεσης[4], αλλά απλώς αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για περαιτέρω συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, με την προσαγωγή του ζητούμενου εγγράφου. Ενόψει τούτων ορθώς, πράγματι, απεφάνθη η Ολομέλεια και δεν επέτρεψε την περαιτέρω διάρρηξη του κανόνα της απαγόρευσης εφέσεως και συνεπώς και αναιρέσεως επί μη τελειωτικών αποφάσεων.
Ωστόσο η απόφαση ασχολήθηκε αδρομερώς με την όλη προβληματική και εξέδωσε μια καθόλα αναμενόμενα απόφαση, δεδομένων των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Το πρόβλημα όμως του επιτρεπτού της ασκήσεως εφέσεως όλως εξαιρετικώς σε εν μέρει οριστική απόφαση παραμένει. Μολονότι ο κανόνας επιτάσσει ρητώς την απαγόρευση άσκησης ενδίκου μέσου κατά εν μέρει οριστικής απόφασης, έχουν εκφραστεί σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της διασπάσεως του ανωτέρω κανόνα στην περίπτωση της αντικειμενικής σωρεύσεως.
Η αντικειμενική σώρευση αγωγών δεν συνιστά παρά ένα εκ των κρατίστων εκφραστών της αρχής της οικονομίας της δίκης. Όπως έχει επισημανθεί ήδη επί Δικονομίας του Mauer, η αντικειμενική σώρευση δημιουργεί απλώς εξωτερικό – επιφανειακό σύνδεσμο των επιμέρους αυτοτελών αιτήσεων δικαστικής προστασίας και δεν δημιουργεί σε καμία περίπτωση εσωτερική συνάφεια[5]. Συνεπώς τα εν λόγω αιτήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν περιεχόμενο διακριτών αγωγικών δικογράφων, αλλά χάριν εξοικονόμησης δικαστικής δαπάνης συμπεριλαμβάνονται σε ένα εννιαίο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο[6]. Ακριβώς λοιπόν επειδή πρόκειται για διαφορετικές σχέσεις δίκης, συνεκδικαζόμενες απλώς χάριν της οικονομίας της δίκης, υποστηρίζεται ενθέρμως από μερίδα της θεωρίας[7] και της νομολογίας[8], το επιτρεπτό της ασκήσεως εφέσεως κατά εν μέρει οριστικής απόφασης, η οποία αποφαίνεται οριστικά μόνο για ένα εκ των πλειόνων αντικειμενικών σωρευθέντων αιτημάτων. Διατυπώνονται βέβαια και σοβαρές επιφυλάξεις, με εκφραστή τον αείμνηστο καθηγητή Κωνσταντίνο Κεραμέα[9]. Ενόψει της ρητής διατύπωσης του νόμου στο άρθρ. 513 §1 β ΚΠολΔ, ο οποίος επαναλαμβάνεται και στο 553 §1β, η οποία απαγορεύει ρητώς την άσκηση ενδίκου μέσου κατά εν μέρει οριστικής απόφασης, η επέκταση της νομολογιακής διασπάσεως του κανόνα και στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης, όπως αντιστοίχως συμβαίνει επί απλής ομοδικίας, θα πρέπει κατά την άποψη αυτή να αποκλειστεί[10].
Οι εύλογες ανησυχίες της ανωτέρω άποψης έγκεινται στην αποτροπή κατάτμησης της διαφοράς σε πλείονες του ενός δικαιοδοτικούς βαθμούς[11]. Ωστόσο με μια συστηματικότερη ερμηνεία οι ανωτέρω επιφυλάξεις καθίστανται έπεα πτερόεντα. Προκειμένου όμως να φτάσουμε στο ηθελημένο ερμηνευτικό αποτέλεσμα θα πρέπει να ακολουθήσουμε την πλέον έγκυρη ερμηνευτική οδό, την τελεολογική, προϋπόθεση της οποίας είναι πρώτα η εννοιολογική, άλλως τυπολογική γνώση των ερμηνευτέων εννοιών[12]. Πριν δηλαδή συναχθεί ένα ερμηνευτικό συμπέρασμα τελεολογικά θα πρέπει πρωτίστως να έχουν αναλυθεί οι υπό ερμηνεία έννοιες, δίνοντας έναν επαρκή ορισμό τους[13]. Και αυτό βεβαίως είναι κάτι που παραγνωρίζεται από την ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή. Όπως προαναφέρθηκε, αντικειμενική σώρευση, σημαίνει συμπερίληψη σε ένα δικόγραφο περισσότερων αυτοτελών αιτήσεων δικαστικής προστασίας, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν χωριστό αντικείμενο δίκης. Αυτός ο θεσμός συνεπώς είναι το μέσο για να επιτευχθεί ένας άδηλος σκοπός[14], που δεν είναι άλλος από την οικονομία της δίκης και την αποφυγή υπερβολικής επιβάρυνσης των δικαστηρίων. Επιτυγχάνει δηλαδή την ταχεία εκκαθάριση των διαφορών μεταξύ των δύο αντιδίκων δια μέσου της έκδοσης μιας κοινής απόφασης για τα περαιτέρω αντικείμενα δίκης στα οποία και υπάρχει αντιδικία[15]. Από την άλλη πλευρά οριστική είναι η απόφαση με την οποία το δικαστήριο απεκδύεται της αρμοδιότητάς του να επιληφθεί της διαφοράς, ενώ μη οριστική η απόφαση με την οποία αναβάλλεται η πρόοδος της δίκης ή διατάσσεται η διενέργεια περαιτέρω αποδείξεων[16]. Ωστόσο όταν το δικαστήριο επί σωρευμένων αιτήσεων δικαστικής προστασίας αποφαίνεται με οριστική διάταξη ως προς μία και αναβάλει την πρόοδο της δίκης προς διεξαγωγή περαιτέρω αποδείξεων ως προς τις υπόλοιπες, εμφανίζεται η ενδιάμεση κατηγορία των εν μέρει οριστικών αποφάσεων. Σε αυτήν την περίπτωση κάθε επιμέρους διάταξη διέπεται και από τους οικείους κανόνες, με αποτέλεσμα οι οριστικές διατάξεις να μην υπόκεινται σε ανάκληση[17].
Συνεπής προς την διττή φύση των εν μέρει οριστικών αποφάσεων η Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού έχει εδώ και αρκετό καιρό ταχθεί υπέρ της διάσπασης του κανόνα του ανεπίτρεπτου της εφέσεως σε περίπτωση απλής ομοδικίας[18]. Ειρήσθω εν παρόδω σημειώνεται ότι η ανωτέρω περίπτωση συνιστά την άλλη όψη του αυτού νομίσματος, καθώς και επί απλής ομοδικίας έχουμε συνεκδίκαση περισσότερων εννόμων σχέσεων δίκης χάριν εξυπηρέτησης της οικονομίας της δίκης. Την ίδια αντιμετώπιση επιφυλάσσει ο Άρειος Πάγος και για τις συνεκδικαζόμενες απλώς αγωγές[19]. Συνέπεια τούτων ως προς το επίμαχο ζήτημα θα πρέπει να προκριθεί η ακόλουθη εκδοχή. Εφόσον τα αντικειμενικώς σωρευθέντα πλείονα αντικείμενα δίκης δεν τελούν σε σχέση προδικαστικότητας και δεν διέπονται από εσωτερική συνάφεια που θα επέβαλε την άνευ εταίρου έκδοση ενιαίας απόφασης, θα πρέπει να θεωρείται επιτρεπτή η άσκηση έφεσης ως προς τις οριστικές διατάξεις εν μέρει οριστικής απόφασης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ουδόλως θα οδηγούσε σε κατάτμηση της διαφοράς, αφού στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μια έννομη σχέση δίκης, αλλά για περισσότερες. Εφόσον αυτό επιτρέπεται στην απλή συνεκδίκαση, ουδένας λόγος υπάρχει υπέρ της απαγόρευσης στην αντικειμενική σώρευση του 218 ΚΠολΔ. Άλλωστε, υπηρετείται σε κάποιες περιπτώσεις με αυτόν τον τρόπο και η αρχή της οικονομίας της δίκης, αφού η διεξαγωγή περαιτέρω αποδείξεων για τις λοιπές αιτήσεις μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρονοβόρος διαδικασία, ενώ η πραγμάτωση του ουσιαστικού δικαιώματος επιτάσσει ταχεία επίλυση των διαφορών[20]. Άρα σε μια τέτοια περίπτωση η υποστηριχθείσα εδώ εκδοχή συμπλέει με τους βασικούς σκοπούς της πολιτικής δίκης[21]. Σημειωτέον ότι και η πρόσφατη ΜΕφΠατ 240/2020 αφουγκραζόμενη το πνεύμα των καιρών, ενστερνίζεται την ανωτέρω εκδοχή με την ακόλουθη λόγια διατύπωση: «Έτσι, από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την ορθότερη άποψη της θεωρίας και νομολογίας, που ακολουθεί και το Δικαστήριο τούτο, δοθέντος ότι, επί του παρακάτω τιθέμενου ζητήματος εμφανίζονται διχασμένες θεωρία και νομολογία, συνάγεται, ότι σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου σε ένα δικόγραφο, η απόφαση που περατώνει τη δίκη, ως προς μία αίτηση, χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς, ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προσβολή με το εν λόγω ένδικο μέσο της έφεσης, ιδίως, όταν οι υποβληθείσες αξιώσεις τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξαρτήσεως, ήτοι η μία είναι παρεπομένη της άλλης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση της άλλης (ΑΠ 1060/2004, ΕλλΔνη 48. 122), ενώ προτείνεται contra legem ερμηνεία του άρθρου 513 ΚΠολΔ, όταν οι σωρευόμενες αιτήσεις δεν έχουν σχέση προδικαστικότητας». Εν κατακλείδι, δια μέσου διορθωτικής τελεολογικής ερμηνείας η διάσπαση του κανόνα του μη επιτρεπτού της έφεσης επί εν μέρει οριστικών αποφάσεων καθίστατο προκριτέα εκδοχή, ελλείποντος του στοιχείου της εσωτερικής αλληλουχίας και αλληλοεξάρτησης. Είθε και η ολομέλεια του ακυρωτικού, με τα σωστά ερμηνευτικά εργαλεία να προκρίνει την εν λόγω εκδοχή στο άμεσο μέλλον.
[1]. Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ.-Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 5η έκδ., 2023, § 41, σ. 776 = sakkoulas-online.
[2]. Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Τομ.2, εκδ. Β’, 2021, § 68, σ. 640.
[3]. Οικονομίδη/Λιβαδά, τομ. 1, 1924, § 85, σ. 435.
[4]. Κ. Μακρίδου, Τακτική Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια, 2019, άρθρο 308, αριθ. 3.
[5]. Οικονομίδης/Λιβαδάς, Εγχειρίδιον Πολιτικής Δικονομίας, τομ. 1, 1924, σ. 185, § 35.
[6]. Κ. Κεραμεύς, Ν. Νίκας, Δ. Κονδύλης, (Κ. Μακρίδου), Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τομ. 1, 2000, εκδ. Σάκκουλας, άρθρ. 218, αριθ. 2.
[7]. Κ. Μακρίδου, Έφεση κατά οριστικών και τελειωτικών αποφάσεων επί σωρεύσεως και συνεκδικάσεως αγωγών (άρθρ. 513 § 1 ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 4/2006. 979-989, Κωστάκος, Μνήμη Βερβεσού, σ. 236/237· Νίκας, ανωτ. σημ. 31, § 93, αριθ. 10· Ευγενιάδης, ΝοΒ 1974. 1328 επ., Αθ. Πανταζόπουλος, ΕλλΔνη 2018. 1451, ΕΠολΔ 2008. 61 παρατ. Μπαμπινιώτη.
[8]. ΑΠ 59/1981, ΝοΒ 1981. 1255· 1320/1992, ΕλλΔνη 1994. 407· 1565/2001, ΕλλΔνη 2004. 91, 129· 1365/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 1780/1988, Αρμ 1988. 682· 11809/1988, ΑρχΝ 1990. 650· 600/1989, AρχN 1991. 56.
[9]. Κ. Κεραμεύς, Ένδικα Μέσα, 4η έκδοση, 2007, εκδ. Σάκκουλας, σ. 63.
[10]. ΑΠ 1101/1978, ΝοΒ 1979. 890· 406/1980, ΝοΒ 1980. 1761· 24/2001, ΑρχΝ 2001. 914· 1188/2003, 1060/ 2004, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 1999/1987, Αρμ 1988. 330· ΕφΑθ 1192/1987, ΕλλΔνη 1988. 311· 6174/1991, ΕλλΔνη 1993. 1637.
[11]. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τομ.3, εκδ. Σάκκουλα, 2022, σ. 129.
[12]. Rickert, “Die Lehre der Definition”, 1925, σ. 56, Heck, “Begriffsbildung und Interessenjurisprudenz”, 1932, σ. 62.
[13]. Κ. Τσάτσος, Το Πρόβλημα της Ερμηνείας του Δικαίου, Β’ έκδοση, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1978, σ. 98.
[14]. C. Tsatsos, “Der Begriff des positiven Rechts”, 1928, σ. 8.
[15]. Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ.-Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 4η έκδ., 2022, § 31, σ. 558.
[16]. Κ. Καλαβρός, «Πολιτική Δικονομία», 4η έκδ., 2016, § 38, σ. 614, αριθ. 46.
[17]. Κ. Κεραμεύς, «Αστικό Δικονομικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος», εκδ. Σάκκουλας, 1986, σ. 286.
[18]. ΟλΑΠ 401/1981, 902/1982, ΑΠ 204/2013 , σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 99/2008, ΕλλΔνη 49. 1434, ΑΠ 1365/2002, ΑΠ 1320/1992, ΕλλΔνη 35. 407, ΕφΘ 1780/ 2019 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[19]. ΑΠ 1312/1980, ΜΕφΛ 219/2019, ΕφΠατ 491/ 2011 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[20]. Α. Δούκα, Οικονομικές παράμετροι της πολιτικής δίκης, 2021, σ. 35, αριθ. 86.
[21]. Grunsky, Grundlagen des Verfahrensrechts, § 1, σ. 3·Stürner, Die Aufklärungspflicht der Parteien des Zivilprozesses, § 5, σ. 49·Stein/Jonas/Brehm, ZPO, Einl. αριθ. 9· Rosenberg/Schwab/Gottwald, Zivilprozessrecht, § 1, αριθ. 9-14.