ΑΠ 1720/2024, με παρατηρήσεις "Ικανότητα σύνταξης δημόσιας διαθήκης από κωφάλαλο", Κ. Γιαννούλης
ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ –
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Άρειος Πάγος (Γ΄ Τμήμα)
Αριθ. 1720/2024
Προεδρεύουσα: Μ. Δαβίου, Αρεοπαγίτης
Εισηγήτρια: Α. Δερέ, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Α. Σοφιαλίδης, Ξ. Μουρίκη
Ακυρότητα λόγω ανικανότητας προς κατάρτιση δημόσιας διαθήκης συμφώνως προς το άρθρ.1719 περ. 3 ΑΚ. Μνεία στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης περί περιορισμένης δυνατότητος επικοινωνίας του διαθέτη με τους οικείους του και όχι απεριόριστης δυνατότητας έκφρασης με προφορικό λόγο. Αναιρείται λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας συμφώνως προς το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (Άρθρα 1719 περ. 3, 1724, 1725-1737 ΑΚ).
(…) Κατά τη διάταξη του άρθρου 1724 ΑΚ η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από τον διαθέτη της τελευταίας του βούλησης, ενώπιον του συμβολαιογράφου, παρουσία τριών μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737 ΑΚ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1730 ΑΚ ο διαθέτης δηλώνει προφορικά την τελευταία του βούληση ενώπιον του συμβολαιογράφου και των λοιπών που συμπράττουν, ενώ ο διαθέτης μπορεί να υπαγορεύει από σχέδιο ή να κάνει χρήση σημειώσεων και κατά τη διάταξη του άρθρου 1732 § 2 εδ α΄ ΑΚ για τη διαθήκη συντάσσεται πράξη, που πρέπει να περιέχει τη μνεία ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1729 μέχρι 1731, η οποία κατ’ άρθρο 1733 § 1 ΑΚ πρέπει να διαβαστεί στον διαθέτη, ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να βεβαιωθεί σ’ αυτήν ότι αυτό έγινε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 998/2021, ΑΠ 398/2018). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠολΔ, έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους, από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο, που συνέταξε το έγγραφο, ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή εγγράφου ως πλαστού. Τέτοια γεγονότα που βεβαιώνονται από συμβολαιογράφο στο δημόσιο έγγραφο της διαθήκης, είτε ως γενόμενα από αυτόν, είτε ως γενόμενα ενώπιόν του κατά των οποίων χωρεί αναταπόδειξη μόνο με την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής είναι όσα αναφέρονται στην τήρηση των διατυπώσεων, που ορίζονται στα άρθρα 1725 έως 1737 ΑΚ και, ειδικότερα, εκτός των άλλων, και, σύμφωνα με το άρθρο 1724 ΑΚ, ότι ο διαθέτης δήλωσε προφορικά την τελευταία βούληση ενώπιον του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων που συμπράττουν (ΑΠ 458/2021, ΑΠ 988/2021, ΑΠ 398/2018, ΑΠ 2247/ 2014). Ειδικότερα, η δήλωση του διαθέτη πρέπει να γίνεται προφορικά, ήτοι με φωνητικό σχηματισμό λέξεων, δηλαδή ο διαθέτης πρέπει να έχει την ικανότητα να ομιλεί, και δεν μπορεί να γίνει με νεύματα ή χειρονομίες, με κλήση της κεφαλής ή μονολεκτικά (ναι, όχι) ή με άλλες εκφραστικές κινήσεις και αυτό όχι προς αποφυγή παρανοήσεων, αλλά γιατί στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει η ομιλία που απαιτεί ο νόμος. Ο διαθέτης που δεν μπορεί να μιλήσει εξαιτίας κάποιας ασθένειας δεν μπορεί να συντάξει δημόσια διαθήκη. Προφορική δήλωση θεωρείται ότι υπάρχει και όταν γίνεται με μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων μεταξύ συμβολαιογράφου και διαθέτη, εκφραζόμενος ο τελευταίος με φωνητικό σχηματισμό λέξεων και όχι μονολεκτικά, και ο συμβολαιογράφος πρέπει να αποδίδει, στη συνέχεια, με ακρίβεια και σαφήνεια αυτή τη βούληση του διαθέτη. [2] Κατά τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων (ΑΠ 1036/2023, ΑΠ 10/2023, ΑΠ 1866/2022). Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ' αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκέφαλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης (ΑΠ 1036/2023, ΑΠ 110/ 2023, ΑΠ 405/2019). Η ανικανότητα κρίνεται κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί οποιαδήποτε έννομη επιρροή (ΑΠ 10/2023, ΑΠ 1552/2022, ΑΠ 558/2021). Παρέπεται, ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο ή συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 του ΑΚ, δηλαδή, τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεων του διαθέτη, όσο και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής αυτού που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (ΑΠ 110/2023, ΑΠ 10/2023, ΑΠ 1866/ 2022). Διαθήκη που συντάσσεται από τέτοιο ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης πρόσωπο είναι αυτοδικαίως άκυρη και θεωρείται εξ αρχής μη γενομένη (άρθρα 1718, 180 ΑΚ), και καθένας, που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει με αγωγή να αναγνωριστεί ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη. Η ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, κατά τεκμήριο υφίσταται και, συνεπώς, αυτός, που επικαλείται το αντίθετο του τεκμηρίου βαρύνεται με την απόδειξή του (ΑΠ 1036/2023, ΑΠ 120/2022, ΑΠ 1745/2022). Η καταχωρηθείσα στη δημόσια διαθήκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου για την ικανότητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη, κατά το άρθρο 1719 εδ. 3 ΑΚ, αποτελεί υποκειμενική κρίση και αντίληψη αυτού και μπορεί να ανατραπεί με απλή απόδειξη για το αντίθετο, χωρίς προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Έτσι, για το ως άνω γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει και διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος και να αναφέρει σχετικώς στη διαθήκη, αν δεν αποδεικνύεται ανταποδεικτικώς η αναλήθειά του, η ίδια η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔ (ΑΠ 1552/2022, ΑΠ 1337/2015, ΑΠ 385/2014) … Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Την 30.03.2007, απεβίωσε στο ... ο, γεννηθείς το έτος 1924, Β.Α.** του Χ.** και της Ε.**, έγγαμος εν ζωή με την, γεννηθείσα το έτος 1937, Φ.Α.**, εναγομένη, ήδη αναιρεσίβλητη, με την οποία είχε τελέσει νόμιμο γάμο την 28.2.1983, καταλείποντας ως εγγυτέρους συγγενείς του, τον αμφιθαλή αδελφό του, ήτοι τον Γ.Α.**, πατέρα της πρώτης και της δεύτερης των εναγουσών, ήδη πρώτης και δεύτερης των αναιρεσειουσών, και σύζυγο της τρίτης των εναγουσών, ήδη δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών, ο οποίος απεβίωσε την 22.06.2008, ήτοι πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής καταλείποντας ως μόνες κληρονόμους του τις ενάγουσες, καθώς και τα τέκνα του προαποβιώσαντος, ήτοι την 19.5.1985, αμφιθαλή αδελφού του Α.Α.**, ήτοι την γεννηθείσα το έτος 1963 Ε.Α.** και τον γεννηθέντα το έτος 1969 Χ.Α.** Σύμφωνα δε με την με αριθμό πράξεως …/56 ληξιαρχική πράξη θανάτου ενώπιον της ληξιάρχου ..., η οποία συνετάγη με βάση την από ...2007 πιστοποίηση του ιατρού Δ.Κ.**, ο θάνατος του ανωτέρω επήλθε εκ καρδιακής ανακοπής, εγκεφαλικού επεισοδίου και αρτηριοσκλήρυνσης. Ο ως άνω θανών, Β.Α.**, αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι με την με αριθμό ...2006, συνταχθείσα στην οικία του, ενώπιον του συμβολαιογράφου ... Χ.Κ.**, παρουσία των μαρτύρων α. Κ.Σ.** του Β.** και της Φ.**, γεννηθέντος το έτος 1934, β. Β.Ε.** του Ι.** και της Ν.**, γεννηθέντος το έτος 1930 και γ. Κ.Κ.** του Ι.** και της Κ.**, γεννηθέντος το έτος 1967, δημόσια διαθήκη του, δηλώνοντας ότι επιθυμεί να συνταχθεί αυτή και ότι δεν στερείται καμίας από τις αισθήσεις του και αφού ο συμβολαιογράφος κατέγραψε ότι βεβαιώθηκε για τη σοβαρότητα αυτής της διαθέσεώς του από τη συνομιλία τους και οι μάρτυρες ορκίστηκαν ενώπιον του και του διαθέτη ότι θα τηρήσουν μυστικές τις διατάξεις της δια-θήκης, ανέφερε επακριβώς ότι: «Εγκαθιστώ και ονομάζω κληρονόμο μου την σύζυγό μου Φ.** σύζυγο Β.Α.** το γένος Α.Α.** οικοκυρά κάτοικο ... στην οδό ..., σ’ αυτήν να περιέλθει όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία μου που θα βρεθεί να μου ανήκει κατά την ημέρα του θανάτου μου». Στο τέλος της διαθήκης σημειώνεται ότι «Ο διαθέτης σε ερώτηση μπροστά σ’ εμένα τον Συμβολαιογράφο, δήλωσε ότι γνωρίζει ανάγνωση και γραφή αλλά ότι δεν μπορεί να υπογράψει λόγω παράλυσης του δεξιού χεριού του, η δε δήλωση αυτή έλαβε χώρα μπροστά σε εμένα το Συμβολαιογράφο, σε επήκοο και των παρισταμένων μαρτύρων». Η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμόν ...2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου και η εναγομένη προέβη ακολούθως με την με αριθμό ...2007, νομίμως μεταγραφείσα την 8.1.2008, πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ... Χ.Κ.** σε αποδοχή της κληρονομιάς και δη των απαριθμούμενων σε αυτήν ακινήτων. Μετά τον θάνατο του ανωτέρω διαθέτη την ...2007 και παρ’ ότι ο αδελφός του Γ.Α.** δεν είχε προσβάλει την εγκυρότητα της δημόσιας αυτής διαθήκης, νομίμως δημοσιευθείσας την ...2007 κατά τα ανωτέρω, έως τον χρόνο του θανάτου του την ...2008, η δεύτερη των εναγουσών προσκόμισε την από ...1986 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιωσάσης την ...1988 μητρός των ως άνω, ήτοι της Ε.Α.**, η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό ...2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία η διαθέτης, η οποία είχε εγκαταστήσει κληρονόμους της, με την με αριθμό .../ 1963 δημόσια διαθήκη της ενώπιον του συμβολαιογράφου ... Γ.Φ.**, νομίμως δημοσιευθείσα, τα τέκνα της μεταξύ των οποίων και τον αποβιώσαντα σύζυγο της εναγομένης, με την μεταγενέστερη εν λόγω διαθήκη της συνέστησε καταπίστευμα υπέρ των εγγονών της σε βάρος της κληρονομιάς του υιού της Β.Α.**, ενέργεια η οποία είχε ως επακόλουθο η εναγομένη να στραφεί εναντίον της δεύτερης των εναγουσών και του Χ.Α.** του Α.** ασκώντας την με αριθμό ...2008 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, η οποία προσδιορίσθηκε αρχικώς να δικασθεί την 14.10.2009, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι ακύρως συστήθηκε καταπίστευμα με την από ...1988 διαθήκη της ως άνω επί του περιγραφόμενου κειμένου στην θέση ... του δήμου ... δενδροπεριβόλου κατά το μέρος που αυτό βάρυνε το ποσοστό της νομίμου μοίρας του αποβιώσαντος συζύγου της. Μετά την έγερση της ως άνω αγωγής, οι κληρονόμοι του μεταποβιώσαντος Γ.Α.** άσκησαν την κρινόμενη από 24.2.2010 αγωγή με την οποία ισχυρίζονται ότι η δημόσια διαθήκη είναι άκυρη καθ’ ότι ο διαθέτης κατά τον χρόνο σύνταξής της δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ευρισκόμενος σε πλήρη διανοητική και ψυχική διαταραχή λόγω των παθήσεών του, άλλως ότι λόγω αυτών περιοριζόταν αποφασιστικά η βούλησή του και η χρήση του λογικού του και, συνεπώς, δεν εξέφρασε με το περιεχόμενο της διαθήκης την αληθή και ελεύθερη βούλησή του και επιπλέον ότι η δημόσια διαθήκη είναι πλαστή καθ' ότι ο διαθέτης αδυνατούσε για τους ως άνω λόγους να επικοινωνεί και να ομιλεί και ως εκ τούτου αυτή συνετάγη καθ’ υπαγόρευση τρίτου προσώπου, κατονομάζοντας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου παραδεκτώς και νομίμως ως πλαστογράφο τον συμβολαιογράφο Χ.Κ.** Από τα ίδια ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε κατ' αρχάς ότι την 4.6.2003, ο Β.Α.** εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου και διαγνώσθηκε με αριστερή πυραμιδική συνδρομή και νοσηλεύθηκε έως 10.6.2003, οπότε εξήλθε με διάγνωση αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Την 14.6.2003 εισήχθη στο Καρδιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών και έλαβε εξιτήριο την 25.6.2003 με διάγνωση εμφύτευση μόνιμου βηματοδοτικού συστήματος και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ισχαιμικό μέσω εγκεφαλικής αρτηρίας. Την ...2003 ο ιατρός του ΙΚΑ Α.Α.** δίδοντας παραπεμπτικό για παρακλινική εξέταση από το Ξυλόκαστρο με μετακίνηση μόνο με ασθενοφόρο για την Κόρινθο αναφέρει ότι ο ως άνω έπασχε από βαριά τετραπληγική συνδρομή με αφασική συνδρομή και απώλειες ορθοκυστικής από πολλαπλά εγκεφαλικά. Την 5.12.2003, ο ασθενής υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου και διαπιστώθηκε ότι στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο απεικονίζεται ευμεγέθης έντονα υπόπυκνη περιοχή, οι χαρακτήρες της οποίας είναι συμβατοί με εκείνους του παλαιού εμφράκτου, ότι η βλάβη καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα του κροταφικού, του μετωπιαίου και του βρεγματικού λοβού, ενώ λοιπές εστιακές αλλοιώσεις δεν σημειώνονται στα εγκεφαλικά ημισφαίρια και την παρεγκεφαλίδα και το εύρος του κοιλιακού συστήματος είναι συμβατό με την ηλικία του εξετασθέντος. Με βάση τα ανωτέρω ο ασθενής με την με αριθμό ...2004 Απόφαση του ΤΕΒΕ κρίθηκε ότι πάσχει από αδυναμία ορθοστάτησης - βάδισης με ποσοστό αναπηρίας 88% για το χρονικό διάστημα 3.12.2003 έως 31.12.2005 λόγω παραπληγίας και χορηγήθηκε σε αυτόν επίδομα ύψους 465,80 ευρώ μηνιαίως, η δε απόφαση αυτή στηρίχθηκε στη γνωμάτευση των ιατρών Α.Α.**, νευρολόγου και Ν.Σ.**, ελεγκτή του ΟΑΕΕ, ο οποίος τον επισκέφθηκε στην κατοικία του την 28.1.2004 και εισηγήθηκε θετικά για την χορήγηση του επιδόματος καθ’ ότι ο ασθενής, λόγω αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, όπως αναφέρει, αδυνατούσε να ορθοστατήσει και να βαδίσει, παρουσίαζε εκσεσημασμένες εκπτώσεις διανοητικών λειτουργιών σε βαθμό πλήρους ανικανότητας και ορθοκυστικές διαταραχές. Έκτοτε αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω παρέμεινε στην οικία του, μετακινούνταν με τη χρήση αναπηρικού αμαξιδίου, είχε συνεχή φροντίδα από την εναγομένη με την πρόσληψη και βοηθών, τον επισκεπτόταν συχνά ο ιατρός, ειδικός γενικός παθολόγος, Δ.Κ.** και έκανε φυσιοθεραπείες με τον φυσιοθεραπευτή Κ.Κ.** τρεις φορές την εβδομάδα από το μέσο του έτους 2003 έως τον Φεβρουάριο του 2007. Οι ανωτέρω, οι οποίοι είχαν συχνές επαφές με τον πάσχοντα, όπως και η μάρτυρας Β.Κ.**, νοσηλεύτρια στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια της εναγομένης και ο λογιστής τους Μ.Σ.** αναφέρουν ότι ο Β.Α.**, μετά την πάροδο σύντομου σχετικά χρονικού διαστήματος από το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, συνήλθε και αντιλαμβανόταν πλήρως τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, επικοινωνούσε μαζί τους έστω και περιορισμένα και είχε συνείδηση και βούληση, την οποία εξέφραζε. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι ο μάρτυρας Ι.Α.**, συγγενικό πρόσωπο εξ αγχιστείας της εναγομένης, κατέθεσε ότι ο Β.Α.** ψήφισε στις δημοτικές εκλογές του έτους 2006 και ότι ο τελευταίος του δήλωσε ότι επιθυμούσε να ασκήσει το καθήκον του αυτό προκειμένου να ψηφίσει συγκεκριμένο σύμβουλο και τους λόγους που τον είχε επιλέξει, ενώ και ο μάρτυρας Μ.Σ.**, πέραν του ότι κατέθεσε ότι ο ανωτέρω τον συνέδραμε παρέχοντάς του πληροφορίες για την σύνταξη της δήλωσης της ακίνητης περιουσίας του με στοιχεία, που εκείνος γνώριζε, βεβαίωσε ότι η σύζυγος του Β.Α.** δεν παρέλειπε να του αγοράζει το περιοδικό για την αλιεία που τον ενδιέφερε και ότι όταν τον επισκεπτόταν πάντα του έθετε ερωτήσεις για το ψάρεμα, που ήταν η δραστηριότητα που ικανοποιούσε και τους δύο συνομιλητές. Οι ενάγουσες ωστόσο, ισχυρίζονται ότι ο διαθέτης δεν είχε επαφή με το περιβάλλον ώστε να προβεί στη σύνταξη της δημόσιας διαθήκης και κάλεσαν προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους αυτού ως μάρτυρες την Σ.Φ.** και τον Κ.Π.**, οι οποίοι μεταξύ άλλων ανέφεραν ότι η εναγομένη είχε απευθυνθεί και σε άλλον συμβολαιογράφο της περιοχής του ... για την σύνταξη δημόσιας διαθήκης πλην του ανωτέρω συντάξαντος αυτήν και συγκεκριμένα στον Χ.Τ.**, ο οποίος γνώριζαν ότι είχε αρνηθεί λόγω της κατάστασης της υγείας του διαθέτη, η περίπτωση όμως αυτή, ολοσχερώς αναιρείται από την ύπαρξη του με αριθμό ...2004 ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου ... Χ.Τ.**, ο οποίος μετέβη στην κατοικία του Β.Α.** και αφού βεβαίωσε σε αυτό για την ικανότητα του τελευταίου προς δικαιοπραξία, συνέταξε το ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο με το οποίο ο παρέχων την πληρεξουσιότητα όρισε την σύζυγό του πληρεξούσιά του, ώστε να τον αντιπροσωπεύει στον ασφαλιστικό του οργανισμό ΤΕΒΕ και να εισπράττει και να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του στην ΕΤΕ ΑΕ και στα νοσηλευτικά ιδρύματα, σε αυτό δε παρατηρείται ότι δεν υφίσταται καν σημείωση περί ανικανότητας του εντολέως να υπογράψει. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά τα ως άνω αναφερόμενα ανακύψαντα προβλήματα υγείας του διαθέτη και τις σχετικές με αυτά νοσηλείες του, ο ανωτέρω ουδόλως νοσηλεύθηκε εκ νέου και όχι μόνο δεν υπήρξε επιδείνωση της κατάστασής του, αλλά επήλθε βελτίωση με την πάροδο του χρόνου και την αυξημένη φροντίδα και περιποίηση, ήτοι αποδείχθηκε ότι μετά το πρώτο χρονικό διάστημα πέραν της σοβαρής και δύσκολα διαχειρίσιμης σωματικής του κατάστασης, η διανοητική του κατάσταση βελτιώθηκε και είχε συνείδηση των πραττομένων του, χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι είχε υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια, καθώς και η προχωρημένη ηλικία του. Η υγεία του επιδεινώθηκε αργότερα και δη το έτος 2007, οπότε εισήχθη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών με κλινική εικόνα δυσφαγίας και εμπύρετης κατάστασης και νοσηλεύθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 13.2.2007 έως 26.3.2007 λόγω πνευμονίας από εισρόφηση, οξεία νεφρική ανεπάρκεια επί χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, αγγειακή εγκεφαλοπάθεια και χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια και όταν εξήλθε, συνεστήθη μεν η χρήση οξυγόνου στην οικία του με συμπυκνωτή, ωστόσο, πλέον, η κατάστασή του ήταν επιβαρυμένη και μη αναστρέψιμη και την .../ 2007 απεβίωσε. Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούν ότι η διανοητική και η ψυχική του κατάσταση επέτρεπε την σύνταξη της εξεταζόμενης διαθήκης, την 26.6.2006. Οι ενάγουσες μνημονεύουν μεν την ύπαρξη των πολλαπλών εγκεφαλικών επεισοδίων και της τετραπληγικής συνδρομής, νόσων που από μόνες τους, όπως και η τοποθέτηση του βηματοδότη, ουδόλως οδηγούν στο συμπέρασμα περί διανοητικής διαταραχής, επιπλέον, όμως, ισχυρίζονται ότι ο αποβιώσας εμφάνιζε αμνησία και αφασία, εκσεσημασμένη έκπτωση των λειτουργιών και επικαλούνται κατ’ αρχάς το από 4.6.2003 σημείωμα του Γενικού Νοσοκομείου Κορίνθου, που αναφέρει ότι ο ασθενής διεκομίσθη με αριστερή ημιπάρεση, αφασία εκπομπής και νευρωσικό σύνδρομο, το από 31.8.2003 έγγραφο του Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, που αναφέρει ότι ο ασθενής διεκομίσθη με ημιπάρεση και αφασία, την ως άνω από 28.1.2004 γνωμάτευση του ελεγκτή ιατρού για τη χορήγηση επιδόματος Ν.Σ.**, ο οποίος αναφέρει αφασική συνδρομή και το από 7.3.2007 φύλλο νοσηλείας του ίδιου ως άνω Νοσοκομείου, στο οποίο διεκομίσθη και αναφέρει πλήρη αδυναμία συνεργασίας και επικοινωνίας με τον ασθενή και νευρωσικό σύνδρομο. Ωστόσο, τα ως άνω έγγραφα συνετάγησαν σε συγκεκριμένες κρίσιμες χρονικές στιγμές, ιδίως της εισόδου του στα νοσηλευτικά ιδρύματα, ήτοι κατά τα χρονικά σημεία εμφάνισης των έντονων συμπτωμάτων των παθήσεών του, κατά τα οποία υφίστατο κίνδυνος για τη ζωή του και, επομένως, όσα αναγράφονται παρέχουν και απεικονίζουν μία γενική και αρχική εκτίμηση της κατάστασής του, ώστε να επισπευσθεί η νοσηλεία του και να αντιμετωπισθούν άμεσα οι εκδηλώσεις των νόσων, λαμβάνοντας για τον σχηματισμό της και στοιχεία από την συνοδό αυτού σύζυγό του, η οποία είχε τη δυνατότητα να περιγράφει την κατάσταση του ασθενούς, αυτά δε ουδόλως αναφέρονται και περιγράφουν την κατάσταση της υγείας του τα επόμενα έτη, ήτοι μεταξύ των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και του θανάτου του. Ο ίδιος άλλωστε ο ιατρός νευρολόγος - ψυχίατρος Α.Α.** στο από 9.1.2019 έγγραφό του, ενώ κατ’ αρχάς αναφέρει ότι η διάγνωση της αφασίας και της διανοητικής έκπτωσης είναι αντικείμενο αποκλειστικά της νευρολογίας - ψυχιατρικής και ότι η διάγνωση τίθεται βάσει ειδικών κλινικών διαδικασιών και δεν άπτεται της γενικής ιατρικής, δέχεται ότι η αφασική συνδρομή επιβεβαιώθηκε στην προκειμένη και από τη διάγνωση του ιατρού Ν.Σ.**, Προέδρου της Υγειονομικής Επιτροπής, ωστόσο, ο εν λόγω ιατρός ούτε αυτής της ειδικότητας είναι, ούτε υπέβαλε τον ασθενή σε ειδικές εξετάσεις, ώστε να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Επιπλέον οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες επικαλούνται την κατάθεση της μάρτυρας Σ.Φ.**, βοηθού της πρώτης των εναγουσών - εκκαλουσών για πολλά έτη και κατοίκου Αγίας Παρασκευής, ωστόσο, η συγκεκριμένη, όπως η ίδια αναφέρει, κατά τα ταξίδια τους στην περιοχή, επισκεπτόταν τον θανόντα και την σύζυγό του βραδινές ώρες ή μεσημεριανές ώρες, δηλαδή σε χρόνους, που είναι προφανές ότι ο θανών ευρισκόταν συνήθως στην κλίνη του και όχι στο αναπηρικό αμαξίδιο, εμφανίζει δε την εικόνα ενός ατόμου, το οποίο έχρηζε ειδικής περιποίησης κατά την σίτισή του, το οποίο επίσης είναι προφανές, ενώ αναφέρει ότι αδυνατούσε να μιλήσει, δεχόμενη ωστόσο και η ίδια ότι μπορεί και να έβγαζε κραυγές και χωρίς να καταθέτει ότι διαπίστωσε ότι δεν κατανοούσε την κατάστασή του, τα όσα ελάμβαναν χώρα ενώπιόν του και ότι δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Οι έτεροι δε, εξάλλου, καταθέσαντες μάρτυρες στο πλαίσιο της εκδίκασης της έφεσης, με επιμέλεια των εκκαλουσών, γείτονες και απλοί γνωστοί του αποβιώσαντος, έδωσαν την εικόνα του κατά την χρονική περίοδο που μετακινούνταν με το αναπηρικό αμαξίδιο, η οποία προφανώς είναι αυτή ενός τετραπληγικού ατόμου και δήλωσαν ότι υπήρχε αδυναμία επικοινωνίας με αυτόν εκτός άναρθρων κραυγών. Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι δεν είναι άτομα του στενού φιλικού ή συγγενικού περιβάλλοντός του, ούτε οι συνομιλίες τους με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο και οι εκτιμήσεις του τελευταίου συνιστούν ασφαλές κριτήριο για τον σχηματισμό γνώμης σχετικά με την διανοητική του κατάσταση και είναι προφανές ότι δεδομένης της κατάστασης της υγείας του, δεν ήταν εύκολο ούτε κοινωνικά θεμιτό να προσεγγίζει κάποιος έναν τετραπληγικό ασθενή κατά την έξοδό του, ο οποίος κατανοώντας ο ίδιος την κατάστασή του, θα απέφευγε τις κοινωνικές επαφές και την τυχαία επικοινωνία μαζί του σε αντίθεση με την θέλησή του για επικοινωνία με τους οικείους του και τους ανθρώπους που εμπιστευόταν, οι οποίοι γνώριζαν και καταλάβαιναν την κατανόησή του για τα πράγματα, τις αντιδράσεις του και τις επιθυμίες του, παρά φυσικά την κάποια ελαφρά έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών και της ικανότητάς του για ομιλία. Από τα ανωτέρω συνάγεται με βεβαιότητα ότι ο διαθέτης κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης είχε συνείδηση των πραττομένων, ήταν σε καλή διανοητική και ψυχολογική κατάσταση και συνομιλούσε με τους οικείους του και τους ανθρώπους που πραγματικά ενδιαφέρονταν γι' αυτόν χωρίς να παραγνωρίζονται κάποιες δυσχέρειες κατά την έκφραση και διατύπωση των σκέψεών του, οι οποίες δεν αναιρούν την ικανότητά του να ομιλήσει έστω σύντομα και περιεκτικά ή για ζητήματα αναγκαία για την διαβίωσή του ή για την ρύθμιση των περιουσιακών του στοιχείων μετά τον θάνατό του, ως εκ τούτου, εφ’ όσον αποδείχθηκαν τα ανωτέρω, η δημόσια διαθήκη, για την οποία τηρήθηκαν όλες οι διατυπώσεις, ουδόλως είναι πλαστή και ουδόλως αποδείχθηκε ότι έγινε με υπόδειξη τρίτου προσώπου με πλαστογράφο τον συμβολαιογράφο, για τον οποίο σημειώνεται ότι, παρ' ότι δεν είναι απαραίτητο, ωστόσο οι ενάγουσες ουδόλως προέκυψε ότι κατέθεσαν έγκληση εναντίον του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντας άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, απορριπτομένου και του αιτήματος περί διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης για την έκταση της βλάβης, την επίπτωση των προβλημάτων υγείας στη δικαιοπρακτική ικανότητα του διαθέτη και τη διατύπωση γνώμης ως προς το αναστρέψιμο ή μη της κατάστασής του ιδίως τα έτη 2005 – 2006, δεδομένου πέραν των ιατρικών φακέλων του διαθέτη, που προσκομίσθηκαν, οι εκκαλούσες προσκόμισαν προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους και την από 18.1.2020 ιατροδικαστική και νευρολογική γνωμοδότηση των ιατρών Σ.Τ.** και Ι.Μ.**, οι οποίοι έλαβαν υπ' όψιν όλα τα δεδομένα και διατύπωσαν τη γνώμη τους ...». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή. Ειδικότερα, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο έκρινε: 1) Ότι, την 30.03.2007, απεβίωσε, με αιτία θανάτου καρδιακή ανακοπή, εγκεφαλικό επεισόδιο και αρτηριοσκλήρυνση, στο ... ο, γεννηθείς το έτος 1924, Β.Α.** του Χ.** και της Ε.**, έγγαμος εν ζωή με την, γεννηθείσα το έτος 1937, Φ.Α.**, αναιρεσίβλητη - εναγόμενη, με την οποία είχε τελέσει νόμιμο γάμο την 28.02.1983, καταλείποντας ως εγγυτέρους συγγενείς του, την αναιρεσίβλητη σύζυγό του, τα τέκνα του προαποβιώσαντος, στις 19.05.1985, αμφιθαλούς αδελφού του Α.Α.** (την γεννηθείσα το έτος 1963 Ε.Α.** και τον γεννηθέντα το έτος 1969 Χ.Α.**), καθώς και τον αμφιθαλή αδελφό του Γ.Α.**, πατέρα της πρώτης και της δεύτερης των εναγουσών - αναιρεσειουσών και σύζυγο της τρίτης των εναγουσών - δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών, ο οποίος απεβίωσε την 22.06. 2008, ήτοι πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, καταλείποντας ως μόνες κληρονόμους του τις ενάγουσες. 2) Ότι ο θανών είχε προβλήματα υγείας [στις 04.06.2003 εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου, με διάγνωση αριστερή πυραμιδική συνδρομή, εξήλθε, στις 10.6.2003, με διάγνωση αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, εισήλθε, στις 14.06.2003, στο Καρδιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών και εξήλθε, στις 25.06.2003, με διάγνωση εμφύτευση μόνιμου βηματοδοτικού συστήματος και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ισχαιμικό μέσω εγκεφαλικής αρτηρίας, την 30.11.2003, με παραπεμπτικό (αναφοράς βαριάς τετραπληγικής συνδρομής με αφασική συνδρομή και απώλειες ορθοκυστικής από πολλαπλά εγκεφαλικά) για παρακλινική εξέταση, έχρηζε μετακίνησης στην Κόρινθο μόνο με ασθενοφόρο, στις 05.12.2003, μετά διενέργεια αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, διαπιστώθηκε ότι στο δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο απεικονίζεται ευμεγέθης έντονα υπόπυκνη περιοχή, οι χαρακτήρες της οποίας είναι συμβατοί με εκείνους του παλαιού εμφράκτου, με βλάβη που καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα του κροταφικού, του μετωπιαίου και του βρεγματικού λοβού, ενώ λοιπές εστιακές αλλοιώσεις δεν σημειώνονται στα εγκεφαλικά ημισφαίρια και την παρεγκεφαλίδα και το εύρος του κοιλιακού συστήματος είναι συμβατό με την ηλικία του εξετασθέντος, με την απόφαση ...2004 ΤΕΒΕ κρίθηκε ότι πάσχει από αδυναμία ορθοστάτησης - βάδισης, με ποσοστό αναπηρίας 88%, για το χρονικό διάστημα 3.12.2003 έως 31.12.2005, λόγω παραπληγίας, και χορηγήθηκε επίδομα (κατόπιν ιατρικής γνωμάτευσης), λόγω αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, με παρουσίαση εκσεσημασμένων εκπτώσεων διανοητικών λειτουργιών σε βαθμό πλήρους ανικανότητας και ορθοκυστικές διαταραχές), και έκτοτε μετακινείτο με χρήση αναπηρικού αμαξιδίου, με συνεχή φροντίδα από την αναιρεσίβλητη, ιατρική παρακολούθηση και φυσιοθεραπείες, με τον φυσιοθεραπευτή Κ.Κ.**, τρεις φορές την εβδομάδα, από τα μέσα 2003 έως Φεβρουάριο 2007]. 3) Ότι ο θανών μετά την πάροδο σύντομου σχετικά χρονικού διαστήματος από το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, συνήλθε και αντιλαμβανόταν πλήρως τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, επικοινωνούσε μαζί τους έστω και περιορισμένα και είχε συνείδηση και βούληση, την οποία εξέφραζε, η διανοητική του κατάσταση βελτιώθηκε και είχε συνείδηση των πραττομένων του, χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι είχε υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια, καθώς και η προχωρημένη ηλικία του, είχε θέληση για επικοινωνία με τους οικείους του και τους ανθρώπους που εμπιστευόταν, οι οποίοι γνώριζαν και καταλάβαιναν την κατανόησή του για τα πράγματα, τις αντιδράσεις του και τις επιθυμίες του, παρά την κάποια ελαφρά έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών και της ικανότητάς του για ομιλία. 3) Ότι ο Β.Α.** κατέλειπε την δημοσιευθείσα, με το υπ’ αριθμόν ...2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, με αριθμό ...2006, συνταχθείσα στην οικία του θανόντος, ενώπιον του συμβ/φου ... Χ.Κ.**, παρουσία των μαρτύρων α. Κ.Σ.** του Β.** και της Φ.**, γεννηθέντος το έτος 1934, β. Β.Ε.** του Ι.** και της Ν.**, γεννηθέντος το έτος 1930 και γ. Κ.Κ.** του Ι.** και της Κ.**, γεννηθέντος το έτος 1967, δημόσια διαθήκη, με την οποία δήλωσε ότι επιθυμεί να συνταχθεί αυτή, ότι δεν στερείται καμίας από τις αισθήσεις του και αφού ο συμβολαιογράφος κατέγραψε ότι βεβαιώθηκε για τη σοβαρότητα αυτής της διάθεσής του από τη συνομιλία τους ανέφερε επακριβώς ότι: «Εγκαθιστώ και ονομάζω κληρονόμο μου την σύζυγό μου Φ.** σύζυγο Β.Α.** το γένος Α.Α.** οικοκυρά κάτοικο ... στην οδό ..., σ’ αυτήν να περιέλθει όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία μου που θα βρεθεί να μου ανήκει κατά την ημέρα του θανάτου μου». 5) Η υγεία του θανόντος επιδεινώθηκε αργότερα το έτος 2007, νοσηλεύθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, το διάστημα από 13.02.2007 έως 26.03.2007, λόγω πνευμονίας από εισρόφηση, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, αγγειακή εγκεφαλοπάθεια και χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια, εξήλθε σε κατάσταση επιβαρυμένη και μη αναστρέψιμη, και την 30.03.2007 απεβίωσε. 6) Ότι ο διαθέτης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης (26.06.2006) α) είχε συνείδηση των πραττομένων, ήταν σε καλή διανοητική και ψυχολογική κατάσταση, που δεν περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και β) διατύπωσε με προφορική ομιλία του στον συντάξαντα τη διαθήκη συμβολαιογράφο (ενώπιον των ανωτέρω μαρτύρων), την παραπάνω βούληση εγκατάστασης στην κινητή και ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του της ανωτέρω κληρονόμου του - αναιρεσίβλητης - εναγόμενης. [2] Με αυτά που δέχθηκε και έτσι έκρινε το Εφετείο ως προς το ουσιώδες ζήτημα: α) της διανοητικής και πνευματικής ικανότητας του διαθέτη να συντάξει την ένδικη δημόσια διαθήκη και β) της τήρησης της προϋπόθεσης προφορικής διατύπωσης από τον διαθέτη της ως άνω διαθήκης του στον συντάξαντα συμβ/φο (ενώπιον των ανωτέρω μαρτύρων), παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1719, 1724, 1730 ΑΚ, και 70 ΚΠολΔ, στερώντας την απόφασή του νόμιμης βάσης, Α. Με ενδοιαστικές αιτιολογίες διότι αν και διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο θανών μετά την πάροδο σύντομου σχετικά χρονικού διαστήματος από το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, συνήλθε και αντιλαμβανόταν πλήρως τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, επικοινωνούσε μαζί τους έστω και περιορισμένα και είχε συνείδηση και βούληση, την οποία εξέφραζε, η διανοητική του κατάσταση βελτιώθηκε και είχε συνείδηση των πραττομένων του, χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι είχε υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια, καθώς και η προχωρημένη ηλικία του, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο θανών είχε θέληση για επικοινωνία με τους οικείους του και τους ανθρώπους που εμπιστευόταν, οι οποίοι γνώριζαν και καταλάβαιναν την κατανόησή του για τα πράγματα, τις αντιδράσεις του και τις επιθυμίες του, παρά την κάποια ελαφρά έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών και της ικανότητάς του για ομιλία, Β. Με ανεπαρκείς αιτιολογίες διότι αν και διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο θανών διατύπωσε τη βούλησή του για τη σύνταξη της διαθήκης με ομιλία του, δηλαδή με φωνητικό σχηματισμό λέξεων, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο θανών είχε θέληση για επικοινωνία με τους οικείους του και τους ανθρώπους που εμπιστευόταν, οι οποίοι γνώριζαν και καταλάβαιναν την κατανόησή του για τα πράγματα, τις αντιδράσεις του και τις επιθυμίες του, παρά την κάποια ελαφρά έκπτωση των διανοητικών λειτουργιών και της ικανότητάς του για ομιλία, με αποτέλεσμα να υφίστανται αμφιβολίες αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τη σύνταξη της δημόσιας διαθήκης, είχε ή όχι συνείδηση των πραττομένων ή μειώθηκε σημαντικά ή όχι η ικανότητα του διαθέτη για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, ή αν παρήγαγε ή όχι προφορικό λόγο, και να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται μνεία της δυνατότητας του διαθέτη για επικοινωνία και έκφραση της βούλησής του μόνο περιορισμένα και μόνο με τους οικείους του, ήτοι με ανθρώπους που εμπιστεύονται και οι οποίοι αντιλαμβάνονται τις αντιδράσεις του, χωρίς να αιτιολογείται αξαιτίας των παραδοχών αυτών, αν τη δυνατότητα αυτή είχε ο ίδιος και κατά τη σύνταξη της διαθήκης του ενώπιον του ως άνω συμβολαιογράφου, ούτε αν είχε ή όχι τη δυνατότητα να εκφράσει τη βούλησή του με προφορικό λόγο, ήτοι τη δυνατότητα ομιλίας, υπό την προαναφερόμενη έννοια. Επομένως, ο, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, είναι βάσιμος.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Ικανότητα σύνταξης δημόσιας διαθήκης από κωφάλαλο
Η παρούσα απόφαση ασχολείται με το θέμα της ανικανότητος προς σύνταξη διαθήκης και ειδικότερα με την περίπτωση του άρθρ. 1719 αριθ. 3 ΑΚ. που αφορά την ύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και η οποία περιορίζει αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του, όσον αφορά την βούληση για την σύνταξη διαθήκης. Στη συγκεκριμένη υπόθεση οι αναιρεσείοντες προέβαλαν, μεταξύ των άλλων, τον ισχυρισμό ότι το δικάσαν Εφετείο δεν αιτιολόγησε προσηκόντως στην απόφασή του την κρίση του περί του ότι ο συγκεκριμένος διαθέτης, o οποίος έπασχε από σοβαρή βλάβη του εγκεφάλου συνεπεία σοβαρού εγκεφαλικού επεισοδίου, όταν υπαγόρευε την βούλησή του ενώπιον του συμβολαιογράφου για την σύνταξη δημόσιας διαθήκης αλλά έκανε μνεία στο σκεπτικό της ότι είχε πλήρη προς τούτο ικανότητα, όχι περί πλήρους ικανότητος να εκφράσει την προς τούτο βούλησή του, αλλά περί «δυνατότητος» του διαθέτη για επικοινωνία και έκφραση της βούλησής του μόνο περιορισμένα προς τους οικείους του και όχι προς πάντα τρίτον και ειδικότερα δεν διευκρίνιζε, εάν ο συγκεκριμένος διαθέτης είχε την δυνατότητα να εκφράσει την βούλησή του με προφορικό λόγο.
Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι αναιρετέα, λόγω ελλιπούς αιτιολογίας και την ανήρεσε με βάση την περίπτωση αριθ. 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ.
Η σχολιαζομένη απόφαση στο σκεπτικό της υποστηρίζει μεταξύ των άλλων ότι, σύμφωνα με το άρθρ. 1724 ΑΚ, για την περίπτωση της σύνταξης δημόσιας διαθήκης απαιτείται η δήλωση του διαθέτη να γίνεται προφορικά χωρίς νοήματα ή νεύματα, κινήσεις της κεφαλής κ.λπ. Εάν ελλείπει η δυνατότητα ομιλίας στον διαθέτη, ο τελευταίος δεν μπορεί να προβεί στη σύνταξη δημόσιας διαθήκης, ασχέτως εάν κατά τα λοιπά έχει πλήρη συνείδηση των πραττομένων. Η εξομοίωση των στερουμένων της δυνατότητος προφορικού λόγου, συνεπεία ψυχικής ή πνευματικής νόσου, ατόμων με τους κατά τα λοιπά πλήρως υγιείς πνευματικά και ψυχικά κωφάλαλους, όσον αφορά την στέρηση του δικαιώματος για την σύνταξη δημόσιας διαθήκης, δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς για την ορθότητά της με τα σημερινά δεδομένα.
Με αφορμή την ανωτέρω άποψη του Αρείου Πάγου, η οποία διατυπώνεται παρεμπιπτόντως στην σχολιαζομένη απόφαση σαν μια γενική αρχή που στηρίζεται στο γράμμα του άρθρ. 1730 ΑΚ, αφού δεν αφορά στην συγκεκριμένη υπόθεση την περίπτωση κωφαλάλου, είναι όμως παγία, υποστηριζομένη και από την θεωρία (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, Κληρονομικό άρθρ. 1730 σ. 152, Βαθρακοκοίλης Ερμηνεία Αστικού Κώδικα άρθρ. 1730, σ. 2205, Λιτζερόπουλος, στοιχεία Κληρονομικού Δικαίου σ. 49) δημιουργείται το εύλογο ερώτημα για την πλήρη ορθότητά της, όταν αποκλείει χωρίς πειστική αιτιολογία και άτομα που στερούνται μεν του αισθητηρίου της ακοής και συνεπεία της παραπάνω ελλείψεως, και της ομιλίας, όμως κατά τα λοιπά είναι πλήρως υγιή διανοητικά και ψυχικά, ζουν, δε, εργάζονται και κινούνται ανάμεσά μας, όπως και κάθε άλλος υγιής άνθρωπος, με την διαφορά ότι συνεννοούνται μέσω της νοηματικής, η οποία είναι μία κανονική γλώσσα με κανόνες, αλλά βασίζεται σε συγκεκριμένα νοήματα που μπορούν να κατανοήσουν οι κωφάλαλοι και τα οποία εκφράζουν συγκεκριμένες έννοιες. Με άλλα λόγια η αδυναμία προφορικού λόγου κωφάλαλου, υγιούς όμως κατά τα λοιπά διανοητικά και ψυχικά, τον αποκλείει από την δυνατότητα συντάξεως δημόσιας διαθήκης. Με βάση την παραπάνω θέση του Αρείου Πάγου, έστω και αν εκφράζεται παρεμπιπτόντως στην σχολιαζομένη απόφαση, γεννάται κατ’ αρχάς η απορία, εάν είναι σωστό να αποκλείεται μία κατηγορία καθ’ όλα υγιών πνευματικά και ψυχικά ανθρώπων από το δικαίωμα να προβαίνουν στην σύνταξη δημόσιας διαθήκης, μόνο και μόνο γιατί στερούνται της δυνατότητας του προφορικού λόγου, παρά το γεγονός ότι «ομιλούν» και συνεννοούνται, χρησιμοποιώντας την νοηματική γλώσσα. Με την αφορμή της ανωτέρω διατύπωσης στη σχολιαζομένη απόφαση, κρίνουμε ότι είναι μία ευκαιρία να αναθεωρηθεί η ανωτέρω άποψη για τους λόγους που εκθέτουμε αμέσως κατωτέρω.
Ο Άρειος Πάγος με την λέξη « προφορική δήλωση» του άρθρ. 1730 ΑΚ, μένοντας στο γράμμα της διατάξεως, υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης εννοεί μόνο τον κανονικό προφορικό λόγο. Όμως η δήλωση της βούλησης δεν γίνεται μόνο με τον προφορικό λόγο αλλά, προκειμένου περί κωφαλάλων, και με την νοηματική γλώσσα, γεγονός που αναιτιολόγητα καθ’ ημάς δεν δέχεται το Ακυρωτικό ως γλώσσα, διότι το ουσιαστικό στην προκειμένη περίπτωση είναι η ικανότητα του διαθέτη να εκφράσει την βούλησή του και όχι ο τρόπος που θα την εκφράσει, αρκεί βεβαίως ο τρόπος αυτός να είναι κατανοητός. Tο Ακυρωτικό με το να μην κάνει καμμία διάκριση, όσον αφορά την δυνατότητα προφορικού λόγου μεταξύ ατόμων που λόγω πνευματικής ή ψυχικής νόσου αδυνατούν να εκφραστούν και εκείνων που είναι απολύτως υγιείς αλλά λόγω κωφότητος δεν ομιλούν, αλλά για την συνεννόησή τους εκφράζονται μέσω της νοηματικής γλώσσας, φαίνεται να αγνοεί τον πρόσφατο ν. 5023/2023, ο οποίος στα πλαίσια του ν. 4478/2017 περί Κώδικος των συμβολαιογράφων και της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με αναπηρία που κυρώθηκε με τον ν. 4074/2012, εισήγαγε ορισμένες τροποποιήσεις στον Αστικό Κώδικα, τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τον Ποινικό Κώδικα, τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον Κώδικα περί Συμβολαιογράφων και τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρ. 4 του νόμου από το άρθρ. 331 ΑΚ που αφορά πρόσωπα, για τα οποία ισχύει το ακαταλόγιστο, διαγράφηκε η λέξη «κωφάλαλος». Το αυτό έγινε και με το άρθρ.917 ΑΚ που τροποποιήθηκε με το άρθρ. 6. Όσον αφορά το κληρονομικό δίκαιο, στο άρθρ. 1745 ΑΚ οι λέξεις «άλαλος ή κωφάλαλος» αντικαθίστανται, σύμφωνα με το άρθρ. 9 του ν. 5023 από τις λέξεις «με σοβαρή αναπηρία λόγου». Στα άρθρ. 253 και 408 ΚΠολΔ που αφορούν την συνεννόηση με κωφάλαλο κατά την διάρκεια της δίκης και στην όρκιση αυτού ως μάρτυρα η λέξη « κωφάλαλος» αντικαθίσταται με τις λέξεις «πρόσωπο ή πρόσωπα με σοβαρή αναπηρία λόγου». Αντίστοιχη μεταβολή στον όρο «κωφάλαλος» έγινε και στο άρθρ. 137 ΚΔιοικΔικ με το άρθρ. 19 του ν. 5023 και στις §§ 2 και 3 του άρθρ. 10 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/ 2000). Το σημαντικότερο στο όλο θέμα είναι ότι ο προαναφερθείς ν. 4474/2012 στο άρθρ. 2 αυτού περιλαμβάνει μεταξύ των γλωσσών και την νοηματική. Με βάση τα ανωτέρω ο αποκλεισμός των κωφαλάλων να συντάξουν δημόσια διαθήκη την στιγμή που ομιλούν την νοηματική, την οποία ο ίδιος ο νομοθέτης αναγνωρίζει πλέον ως γλώσσα, στερείται , κατά την άποψή μου, νομικής βάσεως. Έτσι στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να εφαρμοστεί αναλογικά η διάταξη του άρθρ. 1737 § 1 ΑΚ που αφορά διαθέτη που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, οπότε στην περίπτωση του κωφάλαλου, όπως και στην περίπτωση του ομιλούντος ξένη γλώσσα διαθέτη, προσλαμβάνεται διερμηνέας που γνωρίζει την νοηματική και θα εκφράσει την βούλησή του. Εφόσον η νοηματική αναγνωρίζεται και επισήμως από τον νομοθέτη ως γλώσσα, γιατί στην περίπτωση των κωφαλάλων θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα και σε αυτούς να κάνουν δημόσια διαθήκη με τους όρους που αναφέραμε παραπάνω;
Όταν ήδη ο νομοθέτης κατήργησε το ακαταλόγιστο του άρθρ. 331 ΑΚ και προχώρησε σε σημαντικές νομοθετικές αλλαγές σε σχέση με τους κωφαλάλους μετά την ισχύ του ν. 4074/2012 εισάγεται, παρ’ όλα αυτά εμμέσως, ανεπίτρεπτα, ένας πρόσθετος λόγος ανικανότητος επί πλέον εκείνων που προβλέπει το άρθρ. 1719 ΑΚ για την σύνταξη δημόσιας διαθήκης από τους κωφάλαλους, οι οποίοι όμως λόγοι εστιάζουν την ανικανότητα σύνταξης διαθήκης μόνο στα πρόσωπα εκείνα που, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, στερούνται της απαραίτητης πνευματικής διαύγειας, προκειμένου να έχουν την βούληση για την σύνταξη διαθήκης.
Με βάση τα ανωτέρω ο αποκλεισμός ατόμων που στερούνται μεν της δυνατότητος εκφράσεως μέσω του προφορικού λόγου, αλλά μπορούν να εκφραστούν μέσω της νοηματικής γλώσσας και είναι κατά τα λοιπά καθ’όλα υγιή από πνευματικής και ψυχικής πλευράς, είναι τουλάχιστον ανεπιεικής όσο και παράνομος μετά τις τελευταίες νομοθετικές τροποποιήσεις, γεγονός που πιστεύω ότι δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα, ούτε και από την ratio των άρθρ. 1719 και 1724 ΑΚ, αφού ο νομοθέτης δεν συμπεριλαμβάνει στις περιπτώσεις ανικανότητος του άρθρ. 1719 και την αδυναμία διατυπώσεως προφορικού λόγου από υγιή κατά τα λοιπά από ψυχολογικής και διανοητικής πλευράς άτομα, αλλά την εστιάζει σε καθαρά ψυχολογικούς και πνευματικούς παράγοντες και γενικά έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα και το όλο πνεύμα των διατάξεων του ν. 4074/ 2012, όπως αυτό εκτίθεται στο προοίμιο αυτού και που θέλει την ισότιμη μεταχείριση των ατόμων με ειδικές ανάγκες (περ. η΄ προοιμίου), θεωρώντας κάθε διάκριση σε βάρος τους ως προσβολή της εγγενούς αξιοπρέπειας και αξίας του ατόμου.
Επομένως η εμμονή στην στενή ερμηνεία του όρου «προφορικά» του άρθρ. 1730 ΑΚ και μετά τις επελθούσες νομοθετικές μεταβολές με την αντίστοιχη απαγόρευση σύνταξης δημόσιας διαθήκης από κωφάλαλο, θεωρούμε ότι στερείται πλέον οποιουδήποτε νομικού ερείσματος και γι’αυτό θα πρέπει μέχρις ότου υπάρξει σχετική αλλαγή και στη διάταξη αυτή να αναθεωρήσει η νομολογία την άκαμπτη μέχρι τώρα θέση της ως προς το συγκεκριμένο αυτό θέμα, καθόσον δεν είναι επιτρεπτό να αγνοεί τις επελθούσες νομοθετικές μεταβολές που ήδη αναφέραμε.
Δεδομένου μάλιστα ότι υπάρχουν πλέον διαπιστευμένοι διερμηνείς κωφαλάλων που γνωρίζουν την νοηματική, θα μπορούσε να γίνει δεκτή η προαναφερθείσα άποψη της αναλογικής εφαρμογής της διάταξης του άρθρ. 1737 ΑΚ με την δυνατότητα πρόσληψης του αντιστοίχου διερμηνέως κατόχου της νοηματικής γλώσσας κατά την σύνταξη της δημόσιας διαθήκης με ειδική μνεία αυτής στο κείμενο της διαθήκης, όπως και της παρουσίας των μαρτύρων ,ενώ η ανάγνωση με το πέρας της υπαγόρευσης του κειμένου της διαθήκης από τον ίδιο τον κωφάλαλο διαθέτη με αντίστοιχη μνεία σε αυτήν του συντάξαντος την διαθήκη συμβολαιογράφου, διασφαλίζει πλήρως την πιστή απόδοση της βούλησής του κωφάλαλου διαθέτη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ
Δικηγόρος