Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου 80/2025, με σχόλιο "Θάνατος διαδίκου μετά την κατάθεση των προτάσεων και πριν τη συζήτηση της αγωγής" Σ.Π. Λάλα
Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου
Αριθ. 80/2025
Δικαστής: Ι. Πετρόπουλος, Εφέτης
Δικηγόροι: Π. Χασάπης, Α.-Δ. Μίγας
Τακτική διαδικασία. Θάνατος διαδίκου μετά την κατάθεση των προτάσεων και πριν τη συζήτηση της αγωγής. Ο αντίδικος δεν έχει υποχρέωση να στρέψει την έφεση κατά των κληρονόμων του διαδίκου εφόσον δεν έχει γνωστοποιηθεί ο θάνατός του. Άσκηση έφεσης από τον αντίδικο μόνο κατά των κληρονόμων που ήταν γνωστοί σε αυτόν κατά τον χρόνο της άσκησής της. Εφόσον υφίστανται και άλλοι συγκληρονόμοι, το δικαστήριο αναβάλει προκειμένου να κληθούν και αυτοί (Άρθρα 237, 286, 517 ΚΠολΔ).
«… Σύμφωνα με το άρθρο 517 του ΚΠολΔ “Η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήσαν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη”. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής δεν προκύπτει με ασφάλεια αν σε περίπτωση που ο αρχικός διάδικος κληρονομήθηκε από πλείονα πρόσωπα η έφεση επιτρέπεται να απευθύνεται εναντίον ορισμένων από αυτά ή επιβάλλεται οπωσδήποτε να απευθύνεται κατά πάντων των κληρονόμων. Κατά κανόνα η αναφορά στο δικόγραφο της έφεσης ως εφεσιβλήτων των κληρονόμων του αρχικού ενάγοντος οφείλεται στις σχετικές πληροφορίες που έχει στο θέμα αυτό ο εκκαλών εναγόμενος. Πολλές φορές είναι δύσκολο να πληροφορηθεί τα στοιχεία και τις διευθύνσεις όλων των κληρονόμων. Αν στο δικόγραφο της έφεσης αναφέρει μόνον ορισμένους κληρονόμους, δεν σημαίνει ότι επιθυμεί να αποκλείσει υπάρχοντες άλλους. Το συμφέρον του εναγομένου είναι να διεξαγάγει τη δίκη κατ’ έφεση έναντι όλων των κληρονόμων του αρχικού ενάγοντος. Αν γνώριζε κατά τρόπο ασφαλή όλους τους κληρονόμους, θα τους ανέφερε. Βέβαια τη στιγμή που πληροφορείται ο εκκαλών την ύπαρξη και άλλων κληρονόμων πέραν των αναφερομένων στο δικόγραφο της έφεσης δεν θα είχε τη δικονομική δυνατότητα να ασκήσει ως προς τους μη αναφερθέντες άλλη έφεση. Τούτο δύναται να συμβαίνει αν έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία της έφεσης. ‘Όμως και οι μη αναφερόμενοι στο δικόγραφο της έφεσης εφεσίβλητοι λοιποί κληρονόμοι έχουν συμφέρον να επηρεάσουν, με τη συμμετοχή τους στη δίκη, την εξέλιξη της υπόθεσης, αφού η τελευταία θα επιδράσει στο μέλλον, δυσμενώς ή ευμενώς, τα συμφέροντά τους. Η συμμετοχή στη δίκη των άνω κληρονόμων επιτυγχάνεται με την ιδιότητα των εφεσιβλήτων, καίτοι δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της έφεσης ως τοιούτοι (Αθ. Κρητικού «παθητική νομιμοποίηση επί εφέσεως κατά κληρονόμων του νικήσαντος διαδίκου» Δ 27. 1043). Αυτό προκύπτει από τα παρακάτω: Στη νομολογία κρατεί ότι στην περίπτωση που αποβιώσει διάδικος που νίκησε στον πρώτο βαθμό μετά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή μετά την έκδοση της απόφασης, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των καθολικών διαδόχων του. Η έφεση που απευθύνεται κατά προσώπου που έχει αποβιώσει κατά το χρόνο άσκησής της απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο για ακυρότητα του δικογράφου της (ΑΠ 1495/2000 ΕλλΔνη 2001.709, ΑΠ 1144/1999 ΕλλΔνη 41. 345, ΑΠ 1633/1998 ΑρχΝ 1999. 426, ΑΠ 230/1998 ΕλλΔνη 39. 1274, ΕφΔ 126/2004 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος», Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση» εκδ. Ε΄ § 48). Στην περίπτωση αυτή η νομολογία με σκοπό την διάσωση του κύρους του δικογράφου της έφεσης που απευθύνεται κατά του αποθανόντος προσώπου που δεν μπορεί εξ αντικειμένου να έχει την ιδιότητα του διαδίκου, δέχεται τελικά την εγκυρότητα του δικογράφου με την προϋπόθεση ότι ο εκκαλών μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν είχε λάβει γνώση του θανάτου του εφεσιβλήτου (ΟλΑΠ 27/1987 ΝοΒ 1988.92, ΑΠ 1329/1989 ΕλΔνη 32.795, ΑΠ 863/1980 ΝοΒ 1981. 103, ΕφΔ 126/2004 ό.π.). Αν κατά τη συζήτηση της έφεσης δεν έχουν εμφανιστεί όλοι οι κληρονόμοι, που λαμβάνουν τη θέση του εφεσιβλήτου, τότε πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της έφεσης, προκειμένου να κληθούν. Διαφορετικά, η συζήτηση της υποθέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη. Από το πνεύμα της νομολογίας που ακολουθεί την παραπάνω λύση φαίνεται να γίνεται δεκτό ότι ως εφεσίβλητοι πρέπει να καλούνται όλοι οι κληρονόμοι του θανόντος και δεν παρέχεται ευχέρεια στον εκκαλούντα να καλέσει κατ’ επιλογή του ορισμένους από αυτούς. Ανάλογη νομική μεταχείριση επιβάλλεται και στην περίπτωση που ο εκκαλών υπολαμβάνει ως κληρονόμους του αρχικού ενάγοντος ορισμένα πρόσωπα και κατ’ αυτών απευθύνει την έφεση, διότι αν ο εκκαλών γνώριζε ότι υπάρχουν και άλλοι κληρονόμοι οπωσδήποτε θα έστρεφε την έφεση και κατ’ αυτών, ώστε η υπόθεση να κριθεί ως προς όλους κατά τρόπο ενιαίο από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι αν προβληθεί και αποδειχθεί από τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της έφεσης ως εφεσιβλήτους κληρονόμους η ύπαρξη και άλλων κληρονόμων του θανόντος αρχικού ενάγοντος επιβάλλεται η αναβολή της συζήτησης της έφεσης, ώστε να κληθούν και οι λοιποί κληρονόμοι, οι οποίοι ως διάδοχοι του αποθανόντος αρχικού ενάγοντος και ταυτιζόμενοι με αυτόν πρέπει να καταλάβουν τη θέση του εφεσιβλήτου μαζί με τους φερομένους ως εφεσιβλήτους στο δικόγραφο της έφεσης. Η συμμετοχή όλων των κληρονόμων ως εφεσιβλήτων εγγυάται την επίλυση της ανακύψασας διαφοράς στο σύνολό της και αποφεύγεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων για την ίδια βασική έννομη σχέση. Περαιτέρω, κατά την ερμηνεία του άρθρου 517 ΚΠολΔ, σταθερά γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι η έφεση πρέπει να ασκείται κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, ο οποίος νίκησε έναντι του τελευταίου και έναντι του οποίου ο εκκαλών επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον (Σ. Σαμουήλ, ό.π. § 336 επ. όπου παραπομπές στη νομολογία, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ υπό άρθρο 517 αριθ. 2 επ., Μπέη ΠολΔ άρθρο 517 σ. 1944). Επί θανάτου νικήσαντος ενάγοντος που επήλθε μετά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή μετά τη δημοσίευση επέρχεται κληρονομική διαδοχή. Στη θέση του θανόντος υπεισέρχονται οι κληρονόμοι του. Η υπεισέλευση αυτή καλύπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα και τη δικονομική θέση του θανόντος. Στη θέση του θανόντος υπεισέρχονται όλοι οι κληρονόμοι του (βλ. σχετ. Μπέη ΠολΔ άρθρο 118 σ. 636, ο ίδιος, Η ανίσχυρος Διαδικαστική πράξις 1968, § 4 ΙΙ 3 α σ. 121). Εφόσον, συνεπώς, αν ζούσε ο νικήσας ενάγων κατ’ αυτού έπρεπε να απευθυνθεί η έφεση, επί θανάτου του η έφεση του εναγομένου πρέπει να στραφεί εναντίον όλων των κληρονόμων του θανόντος ενάγοντος, αφού όλοι αυτοί υπεισέρχονται στη θέση του νικήσαντος ενάγοντος. Όλοι οι κληρονόμοι αποτελούν τον αντίδικο του εκκαλούντος. Όλοι οι κληρονόμοι ταυτίζονται με το νικήσαντα ενάγοντα στη θέση του οποίου υποκαθίστανται. Και ναι μεν επί πλειόνων από την αρχή της δίκης απλών ομοδίκων ο ηττηθείς διάδικος δεν είναι απαραίτητο να στρέψει την έφεση κατά πάντων των ομοδίκων αλλά μόνο έναντι εκείνου ως προς τον οποίο επιδιώκει την εξαφάνιση ή τροποποίηση της εκκαλούμενης απόφασης, όμως αυτό δεν ισχύει επί θανάτου του ενός αρχικού διαδίκου και κληρονομήσεώς του από πλείονες. Τούτο γιατί οι πλείονες κληρονόμοι υπεισέρχονται στη θέση ενός και μόνο διαδίκου, ενώ επί πλειόνων από την αρχή ομοδίκων υπάρχουν πλείονες διάδικοι. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, προκύπτει ότι επί θανάτου του αρχικού και νικήσαντος ενάγοντος, που συμβαίνει μετά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή μετά τη δημοσίευση της εκκαλούμενης, η έφεση που ασκείται από τον εναγόμενο πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων των κληρονόμων του πρώτου. Αν ο εκκαλών υπολαμβάνει ως κληρονόμους ορισμένα μόνο πρόσωπα κατά των οποίων και στρέφει την έφεση και κατά τη συζήτηση της τελευταίας οι εφεσίβλητοι προβάλλουν και αποδεικνύουν ότι υπάρχουν και άλλοι κληρονόμοι, χωρίς κατά του τοιούτου ισχυρισμού να αντιλέγει πειστικώς ο εκκαλών, τότε, επειδή όλοι οι κληρονόμοι πρέπει να είναι εφεσίβλητοι, για να διασωθεί το κύρος του δικογράφου της έφεσης, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης επί της έφεσης για να κληθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη επί της έφεσης και οι λοιποί κληρονόμοι που δεν αναφέρονται ως εφεσίβλητοι στο δικόγραφο της έφεσης, αφού και αυτοί είναι κατά νόμο εφεσίβλητοι (ΕφΑθ 7347/1998 ΝοΒ 48. 642, ΕφΑθ 1353/1991 ΕλΔνη 33. 897, ΕφΔ 126/2004 ό.π., ΕφΠατ 483/2007 ΑχΝομ 2008. 738, Αθ. Κρητικός, ό.π. σ. 1049). Εν προκειμένω, η υπό κρίση έφεση, η οποία ασκήθηκε στις 04.03.2022, στρέφεται κατά του …, υπό την ιδιότητα του ειδικού διαδόχου (κληρονόμου όπως εκτιμάται) του ενάγοντος, … και της …, ο οποίος απεβίωσε στις 25.06.2021, ήτοι πριν τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως, στις 21.01.2022, και τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στις 15.10. 2021, αλλά πριν την κατάθεση ενώπιόν του προτάσεων, στις 20.05.2021 (με την παρέλευση της προθεσμίας της οποίας ισοδυναμεί το τέλος της συζητήσεως υπό την έννοια του άρθρου 286 του ΚΠολΔ στο σύστημα της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, το οποίο διέπει την πρωτόδικη δίκη, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται περίπτωση διακοπής της δίκης) και την επ’ αυτών προσθήκη, στις 08.06. 2021. Ο εφεσίβλητος συνομολογεί την ιδιότητά του ως εκ διαθήκης κληρονόμος του ανωτέρω αποβιώσαντος ενάγοντος. Επίσης, ισχυρίζεται ότι κληρονόμος του ίδιου θανόντος τυγχάνει και η … ενώ προκύπτει ότι τυγχάνουν κληρονόμοι του και οι: … δυνάμει της … δημοσίας διαθήκης ενώπιον της συμβολαιογράφου Τριπόλεως …, η οποία δημοσιεύτηκε με το … πρακτικό δημοσίας συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Τριπόλεως και το κληρονομικό τους δικαίωμα πιστοποιήθηκε με το … κληρονομητήριο του Ειρηνοδικείου Τριπόλεως. Από τα ανωτέρω προσαγόμενα με επίκληση έγγραφα (κληρονομητήριο και απόφαση) προκύπτει πράγματι ότι μοναδικοί εκ διαθήκης κληρονόμοι του ανωτέρω αποβιώσταντος τυγχάνουν οι προαναφερόμενοι, οι οποίοι, πέραν του … και της …, δεν φέρονται ως εφεσίβλητοι στο δικόγραφο της εφέσεως, αν και αυτοί είναι κατά νόμο εφεσίβλητοι. Επομένως, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως, προκειμένου να κληθούν και να μετάσχουν στη δίκη επί της εφέσεως οι κληρονόμοι …».
ΣΧΟΛΙΟ
Θάνατος διαδίκου μετά την κατάθεση των προτάσεων και πριν τη συζήτηση της αγωγής
Αφιερωμένο στην μνήμη του εκλιπόντος Διευθυντή του Νομικού Βήματος, αγαπητού συναδέλφου, συνεργάτη και παλιού φίλου Σταμάτη Γρύλλη.
Σύντομο Ιστορικό
Ο Χ.Φ. άσκησε κατά των Μ. Κ. και Σ.Κ., κληρονόμων εκ διαθήκης της αποβιώσασας συζύγου του, (χωρίς να έχουν αποκτήσει τέκνα), την από 25.01.2021 αγωγή του, με την οποία ζήτησε την συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του, με αντικείμενο ιδανικό μερίδιο επί ακινήτων της κληρονομίας της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης κατά την τακτική διαδικασία. Μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης των προτάσεων και της προσθήκης (08.06.2021) και συγκεκριμένα στις 25.06.2021, ο ενάγων απεβίωσε, χωρίς ο θάνατός του να γνωστοποιηθεί στο Δικαστήριο κατά την συζήτηση της αγωγής, που επακολούθησε (15.10. 2021), στην συνέχεια δε στις 21.01.2022 δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 17/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης, που δέχθηκε την αγωγή του ήδη αποβιώσαντος ενάγοντα, ερήμην των εναγομένων.
Ο άνω ενάγων Χ.Φ. με δημόσια διαθήκη του κατέλιπε αφενός όλα τα δικαιώματά του επί της άνω αγωγής του στους ανεψιούς του α) ΘΚ (κατά δικαίωμα εν μέρει πλήρους και εν μέρει ψιλής κυριότητας) και β) ΔΚ (κατά δικαίωμα επικαρπίας επί συγκεκριμένου/δήλου ακινήτου), αφετέρου αποκλειστικά χρηματικές καταθέσεις του σε δέκα τέσσερα (14) συνολικά πρόσωπα (μεταξύ των οποίων και οι δύο ανωτέρω ανεψιοί του).
Οι εναγόμενοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου στις 03.03.2022 έφεση κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης, την οποία έστρεψαν μόνο κατά του εκ των ανωτέρω κληρονόμου ΘΚ. Η έφεση εκδικάσθηκε μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων και εκδόθηκε η ανωτέρω δημοσιευόμενη παρεμπίπτουσα απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου (80/2025), με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της έφεσης προκειμένου να κληθούν να συμμετάσχουν στην δίκη και οι δέκα τρείς (13) λοιποί κληρονόμοι του ενάγοντος (οι δώδεκα από τους οποίους δεν κληρονόμησαν το αντικείμενο της ένδικης αγωγής).
Νομικά ζητήματα:
Η ανωτέρω απόφαση αντιμετώπισε σειρά δικονομικών ζητημάτων.
α) Σε πρώτο επίπεδο, την επιρροή που τυχόν ασκεί ο θάνατος του ενάγοντα, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάθεσης των προτάσεων και πριν την συζήτηση της αγωγής στην πρωτόδικη δίκη και στην έκδοση της απόφασης κατά την τακτική διαδικασία.
Όπως δέχεται η νομολογία (μεταξύ άλλων ΑΠ 45/ 2018), κατά την διάταξη του άρθρου 62 εδ. α΄ ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, που ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, παύει να υπάρχει για το φυσικό πρόσωπο με το θάνατό του (άρθρο 35 ΑΚ). Εξ άλλου κατά το άρθρο 313 § 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη διεξαχθείσα κατά ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και αυτό που αποβίωσε, δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται και αυτή ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες διακοπή της δίκης συνεπεία μεταβολής στο πρόσωπο διαδίκου επέρχεται, με τη συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, μόνον αν η μεταβολή συμβεί έως ότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, συνάγεται ότι αν ο θάνατος διαδίκου συμβεί μετά το τέλος της συζήτησης αυτής ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, δηλαδή σε χρόνο που δεν είναι πλέον εκκρεμής η δικαστική διαδικασία και συνεπώς δεν είναι εκ των πραγμάτων στην περίπτωση αυτή δυνατή η διακοπή και η επανάληψη της δίκης, η απόφαση εκδίδεται εγκύρως στο όνομα των αρχικών διαδίκων (μεταξύ άλλων ΑΠ 1187/2012, ΑΠ 160/2009).
Όπως, περαιτέρω, δέχεται παγίως η νομολογία από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά την διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι την νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί η άμεση συζήτηση της υπόθεσης. Η γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, γίνεται κατά το άρθρο 287 του ΚΠολΔ με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης, από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επελεύσεως του λόγου της διακοπής ήταν πληρεξούσιός του. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης επί θανάτου του αρχικού διαδίκου νοείται ο κληρονόμος του, ο οποίος και έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη. Χωρίς όμως έγκυρη γνωστοποίηση ή αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης, η δίκη συνεχίζεται κανονικά σαν αυτή να μη εχώρησε, η δε απόφαση εγκύρως εκδίδεται στο όνομα των αρχικών διαδίκων και μπορεί να προσβληθεί με ένδικο μέσο (μεταξύ άλλων ΑΠ 280/2023, ΑΠ 1283/2022, ΑΠ 148/2017, ΑΠ 1596/2009).
Η σχολιαζόμενη απόφαση αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό δεχόμενη ότι αφού ο θάνατος του ενάγοντα επήλθε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάθεσης των προτάσεων κατά την τακτική διαδικασία και πριν την συζήτηση της υπόθεσης από το Δικαστήριο και την έκδοση της απόφασής του δεν υφίσταται περίπτωση βίαιης διακοπής της δίκης, αφού «με την παρέλευση της προθεσμίας» κατάθεσης προτάσεων «ισοδυναμεί το τέλος της συζητήσεως υπό την έννοια του άρθρου 286 του ΚΠολΔ στο σύστημα της έγγραφης διαξαγωγής της δίκης του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, το οποίο διέπει την πρωτόδικη δίκη με αποτέλεσμα να μην υφίσταται περίπτωση διακοπής της δίκης».
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ερμηνευτική προσέγγιση της απόφασης είναι κατ’ αποτέλεσμα μόνο ορθή. Καθόσον η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης στην συγκεκριμένη περίπτωση εκδόθηκε εγκύρως επειδή δεν γνωστοποιήθηκε με νόμιμο τρόπο στον αντίδικο και στο πρωτόδικο Δικαστήριο ο λόγος της διακοπής της δίκης, χωρίς να ασκεί επιρροή ότι ο θάνατος επήλθε μετά την κατάθεση των προτάσεων και πριν την συζήτηση της αγωγής από το Δικαστήριο. Αντίθετα, ο δικαιούμενος να επαναλάβει την δίκη κληρονόμος ή ο πληρεξούσιος του θανόντος ενάγοντα, ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση της κατάθεσης των προτάσεων, θα μπορούσαν να γνωστοποιήσουν με τους τρόπους της διάταξης του άρθρου 287 ΚΠολΔ (και με δήλωση στο ακροατήριο, κατά την συζήτηση της αγωγής, που αποτελεί αδιαμφισβήτητα διαδικαστική πράξη), τον θάνατο του ενάγοντα, οπότε στην περίπτωση αυτή θα επερχόταν η βίαιη διακοπή της δίκης.
β) Ακολούθως τέθηκε το ζήτημα του διαδίκου/εφεσίβλητου κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο (της έφεσης στην ένδικη περίπτωση), όταν η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει ως νικήσαντα διάδικο τον αποβιώσαντα, κατά τα παραπάνω.
Σύμφωνα με την διάταξη κατ' άρθρο 517 εδ. α' ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήσαν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων τους,
Ι) Για την αντίθετη περίπτωση της άσκησης του ενδίκου μέσου από διάδικο που έχει αποβιώσει, η νομολογία δέχεται παγίως ότι το ένδικο μέσο είναι άκυρο. «Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 εδ. α', 73, 159 αριθ. 2 και 160 § 1 ΚΠολΔ, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 35 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό και παύει να υπάρχει με το θάνατό του, προκύπτει ότι σε άσκηση κάθε δικογράφου δικαιούται το φυσικό πρόσωπο που υπάρχει ακόμα. Έτσι, το δικόγραφο του ενδίκου μέσου, που φέρει ως ασκούντα πρόσωπο, το οποίο απέθανε προ του χρόνου ασκήσεώς του, είναι απορριπτέο, και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, ως απαράδεκτο για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋποθέσεως, δηλαδή της ικανότητας του προσώπου να είναι διάδικος (μεταξύ άλλων ΑΠ 242/2018, ΑΠ 369/ 2013, ΑΠ 658/2012, 1611/2011) με περαιτέρω συνέπεια η συμμετοχή στη δίκη των κληρονόμων του θανόντος, που συνεχίζουν την δίκη στη θέση αυτού να στερείται εννόμων συνεπειών» (μεταξύ άλλων ΑΠ 42/2014, 641/2006).
ΙΙ) Για την περίπτωση του καθού το ένδικο μέσο αποβιώσαντος νικήσαντος διαδίκου, η νομολογία προβαίνει στην εξής διαφοροποίηση. Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 73, 313 § 1 περ.δ’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση θανάτου κάποιου διαδίκου, πριν από την αμετάκλητη περάτωση της δίκης, το κατά της απόφασης αυτής από τον αντίδικο του αποβιώσαντος ασκούμενο ένδικο μέσο πρέπει να απευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενο δε κατά του τελευταίου είναι άκυρο (μεταξύ άλλων ΑΠ 1495/2000, ΑΠ 1144/1999, ΑΠ 1633/1998, ΑΠ 230/1998, που μνημονεύει και η σχολιαζόμενη), υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο ασκών το ένδικο μέσο πριν από την άσκηση αυτού είχε λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ’ αυτών το ένδικο μέσο. To κατά του αποβιώσαντος απευθυνόμενo ένδικο μέσο, χωρίς ο ασκήσας αυτό να γνωρίζει τον θάνατο του αντιδίκου του, δεν είναι άκυρο και νόμιμα χωρεί η συζήτησή του με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του καθού το ένδικο μέσο και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (μεταξύ άλλων ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 1138/2021, ΑΠ 826/2015, ΑΠ 1329/1989, ΑΠ 863/ 1980). Συνεπώς, αν εν αγνοία του θανάτου του κληρονομουμένου το ένδικο μέσο στρέφεται κατ΄ αυτού, υποκαθίστανται στην θέση του οι κληρονόμοι του και με την ιδιότητα αυτή προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς στην δίκη του ενδίκου μέσου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι επί παύσης της νομικής προσωπικότητας των νομικών προσώπων (περίπτωση της οποίας αποτελεί και η συγχώνευση ανώνυμων εταιρειών) η νομολογία είναι αυστηρότερη, λόγω της δημοσίευσης των σχετικών μεταβολών σε ΦΕΚ και ήδη στο ΓΕΜΗ, και της κατ’ επέκταση τεκμαιρόμενης γνώσης της παύσης της νομικής προσωπικότητας, και γίνεται δεκτό ότι το ένδικο μέσο που ασκείται κατά ανύπαρκτου νομικού προσώπου είναι καταρχήν απαράδεκτο (μεταξύ άλλων ΑΠ 312/2015).
ΙΙΙ) Περαιτέρω, όπως επίσης γίνεται δεκτό, από τις διατάξεις των άρθρων 287, 291 και 292 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ναι μεν η γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής αποτελεί προϋπόθεση της επέλευσης της διακοπής της δίκης και είναι αναγκαία και για την επανάληψη αυτής, η παράλειψη όμως της γνωστοποίησης του λόγου της από τον υπερού η διακοπή της δίκης, δεν εμποδίζει τον αντίδικό του, που έλαβε γνώση, καθ' οιονδήποτε τρόπο, του λόγου της διακοπής, να μην επικαλεσθεί την έλλειψη της γνωστοποίησης και, αφού θεώρησε τη δίκη διακοπείσα, να επισπεύσει την αναγκαστική επανάληψη της δίκης, τηρώντας τη διαδικασία του άρθρου 291 ΚΠολΔ, ήτοι κοινοποιώντας μετά προηγούμενη κατάθεσή του στη γραμματεία του δικαστηρίου, όπου είναι εκκρεμής η διακοπείσα δίκη, δικόγραφο "περί επανάληψης" της βιαίως διακοπείσας δίκης προς τον υπερού η διακοπή διάδικο (καθολικό διάδοχο του θανόντος διαδίκου) (μεταξύ άλλων ΑΠ 649/2020, ΑΠ 820/2014, ΑΠ2237/2014). Τέτοιο δικόγραφο μπορεί να είναι και η κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης που περιέχει πρόσκληση του κληρονόμου προς επανάληψη της δίκης, καθώς και το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που απευθύνεται προς τον υπερού η διακοπή διάδικο (καθολικό διάδοχο του θανόντος διαδίκου). (ΑΠ 110/2020, ΑΠ 47/ 2018). Η συζήτησή όμως, του ενδίκου μέσου εφόσον έχει γνωστοποιηθεί το γεγονός του θανάτου του διαδίκου, θα είναι απαράδεκτη αν δεν κλητεύθηκαν να παραστούν σ' αυτήν ή δεν παρέστησαν αυτοβούλως οι κληρονόμοι του (μεταξύ άλλων ΑΠ 98/2022, ΑΠ 11/2021, ΑΠ 717/2014).
γ) Η περίπτωση της σχολιαζόμενης απόφασης διαφοροποιείται, καθόσον οι εκκαλούντες, γνώριζοντας το θάνατο του νικήσαντος διαδίκου πριν την άσκηση της έφεσής τους, έστρεψαν την έφεση κατά ενός των κληρονόμων του αποβιώσαντος, ο οποίος κληρονομούσε εν μέρει και το επίδικο αντικείμενο της δίκης, πλην ο κληρονομούμενος, όπως αναφέρθηκε, κατέλιπε δέκα τέσσερις (14) συνολικά κληρονόμους, από τους οποίους, όμως, μόνον ο εφεσίβλητος και μία ακόμα κληρονόμος είχαν σχέση με το αντικείμενο της δίκης (αγωγικό δικαίωμα του κληρονομουμένου ενάγοντα), ενώ οι λοιποί κληρονομούσαν μόνο χρηματικές καταθέσεις.
Η ερμηνευτική προσέγγιση της σχολιαζόμενης είναι αξιοπρόσεκτη. Σύμφωνα με αυτήν, «από το πνεύμα της νομολογίας που ακολουθεί την παραπάνω λύση»(δηλαδή όταν η έφεση στρέφεται κατά του θανόντος διαδίκου, λόγω άγνοιας του θανάτου του) «φαίνεται να γίνεται δεκτό ότι ως εφεσίβλητοι πρέπει να καλούνται όλοι οι κληρονόμοι του θανόντος και δεν παρέχεται ευχέρεια στον εκκαλούντα να καλέσει κατ’ επιλογή του ορισμένους από αυτούς. Ανάλογη νομική μεταχείριση επιβάλλεται και στην περίπτωση που ο εκκαλών υπολαμβάνει ως κληρονόμους του αρχικού ενάγοντος ορισμένα πρόσωπα και κατ΄ αυτών απευθύνει την έφεση, διότι αν ο εκκαλών γνώριζε ότι υπάρχουν και άλλοι κληρονόμοι οπωσδήποτε θα έστρεφε την έφεση και κατ’ αυτών, ώστε η υπόθεση να κριθεί ως προς όλους κατά ενιαίο τρόπο από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, Αυτό σημαίνει ότι αν προβληθεί και αποδειχθεί από τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της έφεσης ως εφεσιβλήτους κληρονόμους η ύπαρξη και άλλων κληρονόμων του θανόντος αρχικού ενάγοντος επιβάλλεται η αναβολή της συζήτησης της έφεσης, ώστε να κληθούν και οι λοιποί κληρονόμοι, οι οποίοι ως διάδοχοι του αποθανόντος αρχικού ενάγοντος και ταυτιζόμενοι με αυτόν πρέπει να καταλάβουν την θέση του εφεσιβλήτου μαζί με τους φερόμενους ως εφεσιβλήτους στο δικόγραφο της έφεσης. Η συμμετοχή όλων των κληρονόμων ως εφεσιβλήτων εγγυάται την επίλυση της ανακυψάσης διαφοράς στο σύνολό της και αποφεύγει τον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων για την ίδια έννομη σχέση».
Και συνεχίζει: «Περαιτέρω, κατά την ερμηνεία του άρθρου 517 ΚΠολΔ, σταθερά γίνεται δεκτό από θεωρία και την νομολογία, ότι η έφεση πρέπει να ασκείται κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, ο οποίος νίκησε έναντι του τελευταίου και έναντι του οποίου ο εκκαλών επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. Ε΄ § 336 επ. όπου παραπομπές στην νομολογία, Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ υπό άρθρο 517 αριθ. 2 επ., Κ. Μπέη ΠολΔ. Άρθρο 517 σ. 1944). Επί θανάτου νικήσαντος ενάγοντος που επήλθε μετά την συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή μετά την δημοσίευση επέρχεται κληρονομική διαδοχή. Στην θέση του θανόντος υπεισέρχονται οι κληρονόμοι του (βλ. σχετ. Κ. Μπέη ΠολΔ άρθρο 118 σ. 636, ο ίδιος Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις 1968, § 4 ΙΙ 3α σ. 121). Εφόσον, συνεπώς, αν ζούσε ο νικήσας ενάγων κατ΄ αυτού έπρεπε να απευθυνθεί η έφεση, επί θανάτου του η έφεση του εναγομένου πρέπει να στραφεί εναντίον όλων των κληρονόμων του του θανόντος ενάγοντος, αφού όλοι αυτοί υπεισέρχονται στην θέση του νικήσαντος ενάγοντος. Όλοι οι κληρονόμοι αποτελούν τον αντίδικο του εκκαλούντος. Όλοι οι κληρονόμοι ταυτίζονται με τον νικήσαντα ενάγοντα στην θέση του οποίου υποκαθίστανται. Και ναι μεν επί πλειόνων από την αρχή της δίκης απλών ομοδίκων ο ηττηθείς διάδικος δεν είναι απαραίτητο να στρέψει την έφεσή του κατά πάντων των ομοδίκων αλλά μόνον έναντι εκείνου ως προς τον οποίο επιδιώκει την εξαφάνιση ή τροποποίηση της εκκαλούμενης απόφασης, όμως αυτό δεν ισχύει επί θανάτου του ενός αρχικού διαδίκου και κληρονομήσεώς του από πλείονες. Τούτο γιατί οι πλείονες κληρονόμοι υπεισέρχονται στην θέση ενός και μόνον διαδίκου, ενώ επί πλειόνων από την αρχή ομοδίκων υπάρχουν πλείονες διάδικοι. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, προκύπτει ότι επί θανάτου του αρχικού και νικήσαντος ενάγοντος, που συμβαίνει μετά την συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή μετά την δημοσίευση της εκκαλούμενης, η έφεση που ασκείται από τον εναγόμενο πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων των κληρονόμων του πρώτου. Αν ο εκκαλών υπολαμβάνει ως κληρονόμους ορισμένα μόνο πρόσωπα κατά των οποίων και στρέφει την έφεση και κατά την συζήτηση της τελευταίας οι εφεσίβλητοι προβάλλουν και αποδεικνύουν ότι υπάρχουν και άλλοι κληρονόμοι, χωρίς κατά του τοιούτου ισχυρισμού να αντιλέγει πειστικώς ο εκκαλών, τότε, επειδή όλοι οι κληρονόμοι πρέπει να είναι εφεσίβλητοι, για να διασωθεί το κύρος του δικογράφου της έφεσης, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης επί της έφεσης για να κληθούν και να συμμετάσχουν στην δίκη επί της έφεσης και οι λοιποί κληρονόμοι που δεν αναφέρονται ως εφεσίβλητοι στο δικόγραφο της έφεσης, αφού και αυτοί είναι κατά νόμο εφεσίβλητοι (ΕφΑθ 7347/1998 ΝοΒ 48. 642, ΕφΑθ 1353/1991 ΕλλΔνη 33. 897, ΕφΔ 128/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατ 483/2007 ΑχΝομ 2008. 738)»).
Με τις παραπάνω ερμηνευτικές προσεγγίσεις επιχειρείται να επιλυθούν περισσότερα νομικά προβλήματα, που προκύπτουν στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Ειδικότερα:
Ι) Η απόφαση εκκινεί από την ορθή αφετηρία ότι αφού, όπως γίνεται παγίως δεκτό κατά τα παραπάνω, το δικόγραφο της έφεσης, σε περίπτωση άγνοιας του θανάτου του νικήσαντος διαδίκου εκ μέρους του εκκαλούντος, η έφεση που στρέφεται κατ΄ αυτού (θανόντος) είναι έγκυρη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στην περίπτωση που ο εκκαλών γνωρίζοντας τον θάνατο του νικήσαντος διαδίκου στρέφει την έφεσή του κατά ενός (όπως στην ένδικη περίπτωση) ή περισσότερων κληρονόμων, αλλά όχι όλων, αρμόζει η ίδια επιεικής νομική ερμηνεία και το δικόγραφο της έφεσης είναι έγκυρο.
ΙΙ) Το συγκεκριμένο ζήτημα συνδέεται άμεσα με το συναφές περί των δικών του κληρονομουμένου και των κληρονομιαίων αντικειμένων. Όπως γίνεται δεκτό (και υπονοείται από τις αναφερθείσες ανωτέρω αποφάσεις) η δίκη, ως έννομη σχέση, κληρονομείται αυτοτελώς από όλους τους κληρονόμους του διαδίκου/κληρονομουμένου, οι οποίοι και υπεισέρχονται αυτοδικαίως στην θέση του ως διάδικοι ανεξάρτητα από την τυχόν διανομή εκ μέρους του με διαθήκη των κληρονομιαίων αντικειμένων, όπως και στην περίπτωση της σχολιαζόμενης απόφασης, όπου το κληρονομιαίο αντικείμενο καταλείφθηκε σε δύο συγκεκριμένους κληρονόμους (ένας των οποίων είναι ο εφεσίβλητος) και σε δώδεκα ακόμα άσχετα με το αντικείμενο της δίκης πρόσωπα, που κληρονόμησαν μόνον τραπεζικές καταθέσεις και, προφανώς, δεν έχουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα της δίκης.
Με άλλες λέξεις, σύμφωνα με τα παραπάνω, η υπεισέλευση του κληρονόμου στην θέση του διαδίκου στην δίκη σε περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου/κληρονομουμένου επέρχεται αυτοδικαίως και χωρίς την θέλησή του, και ανεξάρτητα αν προσδοκά έννομο συμφέρον από την έκβαση της συγκεκριμένης δίκης. Η μεταξύ των συγκληρονόμων σχέση, όπως γίνεται παγίως δεκτό, είναι αυτή της απλής ομοδικίας.
ΙΙΙ) Το ζήτημα του προσώπου κατά του οποίου πρέπει να στραφεί το ένδικο μέσο, στην περίπτωση που ο θάνατος του νικήσαντος αντιδίκου του, που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως διάδικος, καταστεί γνωστός (είτε γενικά, είτε με μόνη την δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης χωρίς και δήλωση συνέχισης) είναι σημαντικό, καθόσον ο εντοπισμός των κληρονόμων του νικήσαντος αντιδίκου είναι ιδιαίτερα δυσχερής έως αδύνατος, αφού πέραν από τους νόμιμους μεριδούχους και την εξ αδιαθέτου διαδοχή, (όπου και εκεί δεν είναι ευχερής ο εντοπισμός των κληρονόμων, ιδιαίτερα των απώτερων ριζών), υπάρχουν ενδεχομένως διαθήκες, (που δημοσιεύονται σε πλησιέστερο ή/και σε απώτερο χρόνο), αποποιήσεις απλές ή διαδοχικές, αναξιότητες, πέρα από το ότι μεταβάλλονται και διαφοροποιούνται στον χρόνο (πχ στρέφεται η έφεση κατά κληρονόμου εκ διαθήκης και στην συνέχεια δημοσιεύεται νέα διαθήκη, που μεταβάλλει το πρόσωπο του κληρονόμου). Συνακόλουθα, το δικονομικό βάρος του ηττηθέντος διαδίκου να εντοπίσει το σύνολο των κληρονόμων του νικήσαντος διαδίκου, προκειμένου να ασκήσει έγκυρο ένδικο μέσο, εκφεύγει από τα όρια του Συνταγματικά ανεκτού (άρθρο 25 Σ και 6 § 1 ΕΣΔΑ). Και υπό το πρίσμα αυτό η σχολιαζόμενη απόφαση καταλήγει στην ορθή λύση της εγκυρότητας του ενδίκου μέσου, εφόσον αυτή ασκήθηκε κατά ενός εκ των κληρονόμων.
ΙV) Είναι, όμως, ιδιαίτερα αμφίβολο, αν ακόμα και υπό την ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση το ένδικο μέσο είναι έγκυρο αν στρέφεται μόνο κατά εικαζόμενου κληρονόμου, που τελικώς δεν είναι κληρονόμος ή/και κατά άσχετου προσώπου που δεν είναι ούτε υπήρξε, έστω προς στιγμή, κληρονόμος.
δ) Το επόμενο ζήτημα σχετίζεται με αυτό της επιρροής στην συνέχιση της δίκης στον επόμενο βαθμό με επίσπευση του εκκαλούντος (εκκαλούντων) από την διαπίστωση της ύπαρξης περισσότερων κληρονόμων του θανόντος διαδίκου, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό απλής ομοδικίας.
Ι) Έχει γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση που ο αποβιώσας διάδικος κληρονομήθηκε από περισσοτέρους, καθένας από αυτούς (λόγω του δεσμού της απλής ομοδικίας) μπορεί να επαναλάβει τη δίκη σε σχέση με το κληρονομικό μερίδιό του, χωρίς να είναι αναγκαία η σύμπραξη όλων των κληρονόμων για την επανάληψη της δίκης, η δε δήλωση του ενός δεν ενεργεί έναντι των υπολοίπων, αλλά η δίκη συνεχίζεται ως προς τη μερίδα του κληρονόμου που προέβη στη δήλωση επανάληψης, χωρίς από αυτό να δημιουργείται απαράδεκτο της επανάληψης από τη μη σύμπραξη όλων των ομοδίκων (ΕφΠατ 331/2017), ακόμα και αν υπάρχουν προϋποθέσεις συμμετοχής των λοιπών κληρονόμων στην δίκη που έχει ανοιγεί από τον κληρονομούμενο.
ΙΙ) Η σχολιαζόμενη ακολουθεί την προσέγγιση ότι στην περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη και άλλων κληρονόμων του αρχικού διαδίκου πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης επί της έφεσης για να κληθούν και να συμμετάσχουν στην δίκη επί της έφεσης και οι λοιποί κληρονόμοι που δεν αναφέρονται ως εφεσίβλητοι στο δικόγραφο της έφεσης, αφού και αυτοί είναι κατά νόμο εφεσίβλητοι» ανεξάρτητα αν προσδοκούν έννομο συμφέρον από την έκβαση της συγκεκριμένης δίκης, παραθέτοντας σχετική νομολογία.
ε) Η ανωτέρω ερμηνευτική λύση αποτυπώνει αναμφίβολα την διάκριση μεταξύ κληρονομίας δίκης και κληρονομιαίου πράγματος. Δημιουργείται, όμως, ο προβληματισμός αν οι λοιποί κληρονόμοι του ίδιου κληρονομουμένου, οι οποίοι κληρονόμησαν αποκλειστικά και μόνο στην ένδικη περίπτωση τραπεζικές καταθέσεις, χωρίς να έχουν σχέση με τα επίδικα ακίνητα, θεωρούνται αυτονόητα εφεσίβλητοι, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στον συγκεκριμένο, αλλά και στον επόμενο βαθμό μια πολυπρόσωπη δίκη, με διαδίκους που δεν έχουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον επί του κληρονομιαίου αντικειμένου και, συνακόλουθα, επί του αποτελέσματος της δίκης.
Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, για την επίλυση του ζητήματος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το κριτήριο του εννόμου συμφέροντος. Αν δηλαδή οι λοιποί κληρονόμοι έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν στην συγκεκριμένη δίκη, που αφορά κληρονομικά δικαιώματα επί συγκεκριμένων πραγμάτων του κληρονομουμένου, που καταλείφθηκαν σε συγκεκριμένο συγκληρονόμο τους. Κατά την διάτα-
ξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι είναι παραδεκτή στην κατ’ αναίρεση δίκη η πρόσθετη παρέμβαση, απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την άσκηση αυτής είναι η ύπαρξη στον παρεμβαίνοντα τρίτο άμεσου (ειδικού) έννομου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια στο δικόγραφο της παρέμβασης κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 § 1 εδ. β' ΚΠολΔ. Έννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει όμως αυτά, είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της (ΟλΑΠ 28/2007). Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί η επίκληση από τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, γενικότερων ηθικών ή κοινωνικών συμφερόντων, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του και η απόφαση να έχει σε βάρος του τις πιο πάνω δυσμενείς συνέπειες, δηλαδή του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειάς της. Το γεγονός ότι ο διάδικος είναι κληρονόμος του ίδιου κληρονομουμένου επί άλλων κληρονομιαίων αντικειμένων δεν συγκροτούν την έννοια του έννομου συμφέροντος προς άσκηση της πρόσθετης παρέμβασής τους, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω, αφού η έκβαση της προκείμενης δίκης, στην οποία παρεμβαίνουν, δεν θίγει από την άποψη του πραγματικού και του νομικού ζητήματος τα επικαλούμενα έννομα συμφέροντά τους, τα οποία δε συνδέονται με το αποτέλεσμα αυτής, ούτε επηρεάζονται απ' αυτό, καθόσον η ισχύς της πληττόμενης απόφασης δεν εκτείνεται στις έννομες σχέσεις των προσθέτως παρεμβαινόντων προς το επίδικο ακίνητο (μεταξύ άλλων ΑΠ 396/ 2018). Με δεδομένο ότι οι λοιποί συγκληρονόμοι (που κληρονομούν αποκλειστικά και μόνο τραπεζικές καταθέσεις) δεν θα είχαν έννομο συμφέρον να παρέμβουν στην σχετική κληρονομική/εμπράγματη δίκη, υπέρ του συγκληρονόμου τους, για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτοδικαίως και εφεσίβλητοι στην συγκεκριμένη δίκη, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη.
ΣΠΥΡΟΣ Π. ΛΑΛΑΣ