ΑΠ 137/2025
Άρειος Πάγος (Δ΄ Τμήμα)
Αριθ. 137/2025
Πρόεδρος: Μ. Παπαχίου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Α. Τζελέπη, Αρεοπαγίτης
Δικηγόρος: Σ. Αλικάκου
Δεδικασμένο επί Προδικαστικού Ζητήματος. Μισθωτική Δίκη. Η κρίση σε δίκη επί αγωγής καταβολής μισθωμάτων ορισμένου χρονικού διαστήματος περί του ύψους του μισθώματος, καθώς και ότι η μονομερής αναπροσαρμογή (μείωση) του μισθώματος από τον μισθωτή δεν ήταν έγκυρη και νόμιμη, συνιστά προδικαστικό ζήτημα για το δικαστήριο σε δίκη επί νέας αγωγής καταβολής μισθωμάτων οφειλόμενων για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και παράγει δεδικασμένο (ΚΠολΔ 321, 322, 324, 331, 332, 559 αριθ. 16).
Ένσταση Καταχρηστικής Άσκησης Δικαιώματος. Καλύπτεται από το δεδικασμένο εάν μπορούσε να προταθεί παραδεκτά στην προηγούμενη δίκη επί της οποίας εξεδόθη τελεσίδικη απόφαση, εκτός εάν η ένσταση ερείδεται σε περιστατικά μεταγενέστερα της τελευταίας συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση (ΚΠολΔ 330, ΑΚ 281).
Τόκος Υπερημερίας Οφειλών του Δημοσίου/ΝΠΔΔ. Διαχρονικό Δίκαιο. Στις υποθέσεις, οι οποίες είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, συνεπώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την 24η Απριλίου 2019, το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου μέχρι και τις 30.04.2019 υπολογίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, σύμφωνα με το άρθρ. 21 του δ. της 26.06/ 10.07.1944 και από 01.05.2019 υπολογίζεται με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 (Δ της 26.06/ 10.07.1944, ν. 4607/2019, άρθρ. 45 § 1).
(…) Με την από ....2020 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. .../2020) αγωγή τους εναντίον του εναγομένου - μισθωτή και ήδη αναιρεσείοντος ν.π.δ.δ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες - εκμισθωτές και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι, κατόπιν εγκρίσεως εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ με την υπ’ αριθ. .../ 2004 απόφασή του, γνωστοποιηθείσα στο τότε Υποκατάστημα ΙΚΑ Δραπετσώνας δυνάμει του υπ’ αριθ. ....2004 εγγράφου του Τμήματος Στέγασης της Διεύθυνσης Τεχνικής και Στέγασης του ΙΚΑ, καταρτίσθηκε, στις 1.7.2004, μεταξύ, αφενός μεν, των πρώτου, δεύτερης, πέμπτου και έκτου εξ αυτών, συγκυρίων οικήματος, κειμένου στο Κερατσίνι, αντιστοίχως κατά ποσοστό, 231,50/000, 268,50/000, 268,50/000 και 231,50/ 000 εξ αδιαιρέτου εκάστου εξ αυτών, αφετέρου δε, του ΙΚΑ (νομίμως εκπροσωπηθέντος από τον τότε Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Δραπετσώνας), έγγραφη σύμβαση μίσθωσης, δυνάμει της οποίας οι πρώτοι, εκμίσθωσαν στο δεύτερο, το εν λόγω οίκημα, αντί μηνιαίου μισθώματος, ποσού 4.510 ευρώ, καταβαλλομένου στο αρμόδιο ταμείο του ως άνω Υποκαταστήματος, για χρονικό διάστημα 9 ετών, αρχομένης της σύμβασης μίσθωσης από την επομένη της παραλαβής, στις 2.7.2005, του ακινήτου, με δικαίωμα μονομερούς παρατάσεως εκ μέρους του μισθωτή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την στέγαση του τοπικού ιατρείου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ευγένειας - Χαραυγής. Ότι, μετά από αλλεπάλληλες αναπροσαρμογές, το μηνιαίο μίσθωμα ανήλθε το έτος 2010 στο ποσό των 4.900 ευρώ και κατόπιν έγγραφης συμφωνίας, καταρτισθείσας μεταξύ των άνω εκμισθωτών και του μισθωτή, αυτό (μίσθωμα) μειώθηκε στο ποσό των 3.276,26 ευρώ μηνιαίως για το από 1.10.2012 έως 31.12.2014 χρονικό διάστημα. Ότι δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. ....2012 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Πειραιώς Σ.Κ. οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων μεταβίβασαν στους τρίτο και τέταρτη εξ αυτών (εναγόντων), αντιστοίχως, ποσοστά 57,875/ 000 και 67,125/000 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, με αποτέλεσμα οι δύο τελευταίοι να καταστούν συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου κατά ποσοστό 125/000 εξ αδιαιρέτου έκαστος και οι πρώτοι να παραμείνουν συγκύριοι αυτού αντιστοίχως, κατά ποσοστό 115,75/ 000 και 134,25/000 εξ αδιαιρέτου. Ότι, δυνάμει του άρθρου 21 § 7 του ν. 4238/ 2014 το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ν.π.δ.δ., με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» υπεισήλθε αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μισθωτή, που απορρέουν από την ανωτέρω μισθωτική σχέση. Ότι το τελευταίο, με το υπ’ αριθ. πρωτ. ....2014 έγγραφό του, κάλεσε αυτούς (ενάγοντες), κατ’ άρθρο 7 του ν. 4238/2014, σε επαναδιαπραγμάτευση του μισθώματος, με πρόταση για διαμόρφωσή του στο ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίως, υποχρεώνοντάς τους να καταθέσουν αντιπρόταση μέχρι τις 24.7.2014. Ότι, παρά τις προφορικές διαμαρτυρίες τους ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής διαπραγματεύσεων, αναφορικά με το πιεστικό χρονικό πλαίσιο και την υπερβολική μείωση του μισθώματος από το 2010, ο υποδιοικητής του εναγομένου, με την υπ’ αριθ. ....2014 απόφασή του, καθόρισε μονομερώς το καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 1.100 ευρώ. Ότι το εναγόμενο ενήργησε αντισυμβατικά, αφού το άρθρο 7 του ν. 4238/2014 παρέχει σε αυτό τη δυνατότητα μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης και όχι μονομερούς μεταβολής του ύψους του μισθώματος, με αποτέλεσμα να ισχύει το συμφωνηθέν μίσθωμα, ποσού 3.276,26 ευρώ. Ότι το εναγόμενο, αν και από το έτος 2014, που υπεισήλθε στη σύμβαση μίσθωσης και μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου αυτής (2.7.2017), αλλά και μετέπειτα, έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, κατέβαλε ως μίσθωμα, μόνο το ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίως, οφείλοντάς τους το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος μισθώματος της χρονικής περιόδου Μαρτίου 2019 έως Ιουνίου 2020, συνολικού ποσού 34.820,16 ευρώ [16 μήνες x 2.176,26 ευρώ (3.276,26-1.100€)]. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλλει το ανωτέρω ποσό, κατά το λόγο του ειδικότερα αναφερομένου ποσοστού συγκυριότητας εκάστου εξ αυτών επί του μισθίου ακινήτου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της λήξης της προθεσμίας για την καταβολή κάθε μηνιαίου μισθώματος, άλλως από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. .../2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλλει στους ενάγοντες τα σε αυτήν αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο ν.π.δ.δ. άσκησε την από 25.6.2021 (αριθ. καταθ. .../2021) έφεση και τους από 21.2.2022 (αριθ. καταθ. .../2022) με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετους λόγους. Επί των δικογράφων αυτών, μετά συνεκδίκαση, εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους.
(…) Κατά το άρθρο 321 του ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ` άρθρο 332 του ιδίου κώδικα, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι - δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, ενώ αυτό, κατά το άρθρο 322 § 1 του ΚΠολΔ, εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά, για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 1327/ 2021). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ’ αυτήν έννομη συνέπεια (ΑΠ 1327/2021). Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (ΟλΑΠ 10/2002, ΑΠ 1327/ 2021), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 34/1992, ΑΠ 1227/ 2021, ΑΠ 759/2006). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017), το δε δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 325 § 2, και εκείνοι που έγιναν διάδοχοι των διαδίκων, όσο διαρκούσε η δίκη), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 του ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως ή μετά από πρόταση κάποιου διαδίκου, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, δέχεται παρά το νόμο, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 19/2005). Tο δεδικασμένο, αν και σύμφωνα με το άρθρο 322 του ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, δεν αφορά τη δημόσια τάξη και, συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο η ύπαρξη δεδικασμένου, για να θεμελιώσει τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, πρέπει, κατά το άρθρο 562 § 2 του ΚΠολΔ, να έχει προβληθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και όχι, απλώς, να έγινε επίκληση κάποιας τελεσίδικης απόφασης, να αναφέρεται, δε, ρητώς στο αναιρετήριο ότι έγινε τέτοια προβολή (ΑΠ 1598/2023, ΑΠ 1131/2015, ΑΠ 541/2014, ΑΠ 294/2014). Επομένως, για να θεμελιωθεί ο παραπάνω λόγος, προϋποτίθεται ότι το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου. Άρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την «παράβαση νόμου», δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων για το δεδικασμένο σε σχέση με όσα έγιναν ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και, σε καταφατική περίπτωση, αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων (ΑΠ 846/2018). Αν η κρίση για το δεδικασμένο στηρίζεται μόνο επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή όχι του λόγου, ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 7/2013, ΑΠ 1218/2018, ΑΠ 456/2018, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1255/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον, με τους δεύτερο κύριο (κατά το τέταρτο σκέλος του), τρίτο κύριο και δεύτερο πρόσθετο λόγους αναίρεσης, υπό την επίκληση των αναιρετικών πλημμελειών του άρθρου 559 αριθ. 1 και 16 του ΚΠολΔ αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση τις αιτιάσεις ότι παρά το νόμο: α) δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθ. .../2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως προς το ζήτημα της διάρκειας της επίδικης μίσθωσης και β) δέχθηκε ότι απορρέει δεδικασμένο από τις υπ’ αριθ. .../2017 και .../2020 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως προς το ζήτημα του ύψους του μισθώματος της επίδικης μίσθωσης. Ο δεύτερος κύριος (κατά το τέταρτο σκέλος του) λόγος αναίρεσης (υπό στοιχείο α' αιτίαση), κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι το αναιρεσείον είχε προτείνει στο δικαστήριο της ουσίας το δεδικασμένο αυτό. Σε κάθε περίπτωση και ως αβάσιμος, καθόσον το αναιρεσείον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των δικογράφων της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, δεν προέβαλε ένσταση, περί ύπαρξης δεδικασμένου από την άνω απόφαση (αριθ. .../2020), αλλά, ένσταση, περί μη ύπαρξης δεδικασμένου από τις υπ’ αριθ. .../2017 και .../2020 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Περαιτέρω, όσον αφορά τους ερευνώμενους τρίτο κύριο και δεύτερο πρόσθετο λόγους αναίρεσης (υπό στοιχείο β' αιτίαση), το Εφετείο, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές, δέχθηκε [στο φύλλο 6ο (οπίσθια σελίδα) και στο φύλλο 7ο (εμπρόσθια σελίδα)] της προσβαλλομένης απόφασης ότι απορρέει δεδικασμένο από τις υπ’ αριθ. .../2017 και .../2020 τελεσίδικες και ήδη αμετάκλητες αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, οι οποίες εκδόθηκαν επί προγενέστερων, από ....2016 και ....2016 αντιστοίχως αγωγών των ήδη αναιρεσιβλήτων, με αντικείμενο την επιδίκαση μισθωμάτων προηγουμένων μισθωτικών περιόδων (από Ιούλιο έτους 2014 έως Φεβρουάριο έτους 2015 και από Μάρτιο έτους 2015 έως Ιούλιο έτους 2016), το οποίο (δεδικασμένο) εκτείνεται και στην παρούσα δίκη. Ειδικότερα, διέλαβε τις εξής παραδοχές: «Όλα δε τα ανωτέρω κρίθηκαν με ισχύ δεδικασμένου από τις υπ’ αριθ. .../2017 και .../2020 τελεσίδικες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου επί προγενέστερων αγωγών των νυν εναγόντων που αφορούσαν επιδίκαση μισθωμάτων προηγούμενων μισθωτικών περιόδων και ειδικότερα, κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου το ζήτημα ότι ουδέποτε έλαβε χώρα κατά νόμιμο και έγκυρο τρόπο μείωση του μηνιαίου μισθώματος από το ποσό των 3.276,26 ευρώ στο ποσό των 1.100 ευρώ με την μονομερή και αυθαίρετη ενέργεια του εναγομένου, ήτοι με την ως άνω υπ’ αριθ. ....2014 απόφασή του, δεσμευτική κρίση για το Δικαστήριο τούτο, που απορρέει από την υπ’ αριθ. .../2017 τελεσίδικη (και ήδη αμετάκλητη απόφαση) του Δικαστηρίου τούτου, που αφορά τους πρώτο, δεύτερη, πέμπτο και έκτη των νυν εναγόντων (ήδη πρώτο, δεύτερη, πέμπτο και έκτη των αναιρεσίβλητων). Ως προς δε τους τρίτο και τέταρτη των νυν εναγόντων (ήδη τρίτο και τέταρτη των αναιρεσίβλητων), τα ίδια ως ανωτέρω κρίθηκαν με ισχύ δεδικασμένου που απορρέει από την υπ’ αριθ. .../2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ...». Δηλαδή, το Εφετείο, δέχθηκε ότι από τις άνω υπ’ αριθ. .../2017 και .../2020 τελεσίδικες και ήδη αμετάκλητες αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, προκύπτει δεδικασμένο ότι το μηνιαίο μίσθωμα από το έτος 2012 έως και τη λήξη της 12ετίας, αλλά και κατά τη διάρκεια της σιωπηρής παράτασης της σύμβασης μίσθωσης, εντός της οποίας εμπίπτουν τα χρονικά διαστήματα, τα οποία αφορούν οι άνω αποφάσεις (από Ιούλιο έτους 2014 έως Φεβρουάριο έτους 2015 και από Μάρτιο έτους 2015 έως Ιούλιο έτους 2016), αλλά και το χρονικό διάστημα της επίδικης αγωγής (αίτημα επιδίκασης μισθωμάτων από Μάρτιο έτους 2019 έως Ιούνιο έτους 2020), ανέρχεται στο προαναφερθέν ποσό των 3.276,26 ευρώ, καθόσον ουδέποτε έλαβε χώρα κατά νόμιμο και έγκυρο τρόπο μείωση αυτού στο ποσό των 1.100 ευρώ με τη μονομερή και αυθαίρετη ενέργεια του ήδη αναιρεσείοντος. Επομένως, ορθά κρίθηκε ότι η αξίωση καταβολής των αιτουμένων δια της ενδίκου αγωγής διαφορών μισθωμάτων (του μεταγενέστερου διαστήματος) καλύπτεται από το απορρέον από τις άνω αποφάσεις δεδικασμένο, οι δε περί του αντιθέτου τρίτος κύριος και δεύτερος πρόσθετος λόγοι αναίρεσης (υπό στοιχείο β' αιτίαση), κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.
(…)
Κατά το άρθρο 330 του ΚΠολΔ «το δεδικασμένο εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σ’ εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι προταθείσες ενστάσεις, ασχέτως της νομικής τους θεμελιώσεως. Από εκείνες που δεν προτάθηκαν καλύπτονται: α) όλες οι ενστάσεις εκ του δικονομικού δικαίου, β) όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών και γ) όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που, όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Όλες αυτές οι ενστάσεις, είτε αφορούν στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε αφορούν στο κατ’ ουσία βάσιμο της αγωγής, καλύπτονται από το δεδικασμένο. Η μη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφ’ όσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγουμένης δίκης, εφ’ όσον δηλαδή υπήρχαν έκτοτε όλα τα απαιτούμενα για την θεμελίωσή της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος τα αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 1203/2020, ΑΠ 243/2018, ΑΠ 856/ 2014, ΑΠ 1017/2001). Μεταξύ των ενστάσεων οι οποίες καλύπτονται από το δεδικασμένο, μολονότι δεν προτάθηκαν, αν και μπορούσαν να προταθούν περιλαμβάνεται και η από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση για κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, η ένσταση αυτή, παρά τη γινόμενη με το άρθρο 330 του ΚΠολΔ ρύθμιση, δύναται επιτρεπτώς να προταθεί στην περίπτωση κατά την οποία τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, είναι μεταγενέστερα της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση (ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 886/2004, ΑΠ 1187/2003, ΑΠ 35/2000).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον έκτο κύριο λόγο της αίτησης αναίρεσης το αναιρεσείον προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο έκρινε ότι απορρέει δεδικασμένο από τις υπ’ αριθ. .../2017 και .../2020 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με τις οποίες κρίθηκε ότι δεν μειώθηκε μονομερώς το μηνιαίο μίσθωμα από το ποσό των 3.276,16 ευρώ στο ποσό των 1.100 ευρώ και υποχρεώθηκε αυτό (αναιρεσείον) να καταβάλλει στους αναιρεσίβλητους διαφορές μισθωμάτων που αφορούσαν προηγούμενα χρονικά διαστήματα και έτσι απέρριψε ως απαράδεκτη την ένστασή του για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, την οποία δεν είχε προτείνει στη δίκη εκείνη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, δεν δέχθηκε δεδικασμένο κατά παράβαση του νόμου, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και των άνω αποφάσεων, το αναιρεσείον δεν είχε προτείνει στα πλαίσια των δικών επί των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, η προταθείσα στα πλαίσια αυτής της δίκης ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, είχε καλυφθεί από το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από τις προαναφερθείσες αποφάσεις και, ως εκ τούτου, ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη, σημειουμένου ότι με αυτήν (ένσταση) δεν έγινε επίκληση πραγματικών περιστατικών, συνιστώντων κατάχρηση, μεταγενέστερων της τελευταίας συζήτησης επί της οποίας εκδόθηκαν οι άνω αποφάσεις. Επομένως, ο περί του αντιθέτου έκτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ. 16 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
(…) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ΚΔ της 26.06/10.07.1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου και 7 § 2 ν.δ 496/1974 «περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.» ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος επί των κυρίων οφειλών του Δημοσίου και πάσης οφειλής των ν.π.δ.δ. ανέρχεται σε 6% ετησίως και οφείλεται από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, ο νόμιμος, καθώς και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή του Δημοσίου, αλλά και των ν.π.δ.δ., ορίζεται σε 6% ετησίως (εκτός αν ορίζεται διαφορετικά και ρητά στη σύμβαση ή σε ειδικό νόμο). Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 45 ν. 4607/2019 (ΦΕΚ Α΄ 65/24.04.2019) ορίσθηκε ότι: «Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) ... β) ... γ) ... Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος (§ 1). Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων... (§ 2). Με την πιο πάνω ρύθμιση του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 τροποποιήθηκε το πλαίσιο για την τοκοφορία των οφειλών του Δημοσίου, με μείωση του επιτοκίου από το έως τότε ισχύον έξι τοις εκατό (6%) ετησίως, στο ύψος που ορίζεται στην εν λόγω νέα διάταξη, επειδή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, το (προ)ισχύον νόμιμο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου (ύψους 6% ετησίως), εκτός του γεγονότος ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες, λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης και, επίσης, με την ρύθμιση αυτή ενοποιήθηκε η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας), για τις σχετικές οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (γένεση επιδικίας), πλέον των προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων (ΑΠ 447/ 2024, ΑΠ 1303/2022). Περαιτέρω, από τη διάταξη της § 3 του ιδίου άρθρου 45 του ανωτέρω ν. 4607/ 2019, που ορίζει ότι οι §§ 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νόμος αυτός δημοσιεύθηκε την 24η Απριλίου 2019, συνάγεται ότι στις υποθέσεις, οι οποίες είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, συνεπώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την 24η Απριλίου 2019, το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου μέχρι και τις 30.04.2019 θα υπολογίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, σύμφωνα με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 21 του δ. της 26.06/10.07.1944 και από 01.05.2019 θα υπολογίζεται σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 (ΑΠ 447/ 2024, ΑΠ 1303/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο κύριο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 και 8 του ΚΠολΔ, την πλημμέλεια ότι το Εφετείο ουδόλως εξέτασε το λόγο έφεσής του με τον οποίο παραπονείτο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα το υποχρέωσε να καταβάλλει στους αναιρεσίβλητους τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά ως διαφορές μισθωμάτων με το νόμιμο τόκο, για το μετά την επίδοση της από ....2020 αγωγής χρονικό διάστημα, αντί του μειωμένου προβλεπόμενου από τις οικείες διατάξεις επιτοκίου, που έχει εφαρμογή και επί εκκρεμών δικών οφειλών των ν.π.δ.δ. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αφού η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 45 ν. 4607/2019, έχοντας ημερομηνία έναρξης ισχύος την 24.4.2019, ίσχυε τόσο κατά το χρόνο συζήτησης της έφεσης του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου (3.3.2022), όσο και κατά το χρόνο δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης (.../2022) και καταλάμβανε και την εκκρεμή στις 24.4. 2019 ένδικη αξίωση των ιδιωτών - εναγόντων - εφεσίβλητων - και ήδη αναιρεσίβλητων, για επιδίκαση τόκου, κατά το μέρος που η αξίωση αυτή ανάγεται και υπολογίζεται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου και, συνεπώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του παρέλειψε να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 45 ν. 4607/2019, που ήταν εφαρμοστέα και για το διάδικο ν.π.δ.δ. της παρούσης υπόθεσης, για το μετά την 1.5.2019 χρονικό διάστημα, αν και ήταν υποχρεωμένο να το κάνει και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά το μέρος που η κρίση του αυτή (περί τοκοδοσίας) αφορά στο χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της ένδικης από ....2020 αγωγής, αφού από 1.5.2019 και μεταγενέστερα, ο οφειλόμενος από το Δημόσιο και από τα ν.π.δ.δ. τόκος υπολογίζεται με βάση τη νεότερη και ειδική ρύθμιση του άρθρου 45 ν. 4607/2019, το οποίο είναι εφαρμοστέο για το χρονικό αυτό διάστημα. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του ως άνω κριθέντος ως βασίμου λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το κεφάλαιο των τόκων….».
Ε.Κ.