ΑΠ 1725/2023

73
2025
05

 

Άρειος Πάγος (Γ΄ Τμήμα)

Αριθ. 1725/2023

 

Πρόεδρος: Μ. Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρος

Εισηγήτρια: Α. Δερέ, Αρεοπαγίτης

Δικηγόρος: Μ. Καραγεώργου, ΝΣΚ

 

Τεκμήριο κυριότητας με χρησικτησία επί δασικής έκτασης μικρότερης των εκατό (100) στρεμμάτων στο Θορικό Αττικής, Άρθρο 19 του ν. 719/1977 - η ρύθμιση δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 117 § 3 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 24 § 1 του Συντάγματος, γιατί ρητώς εξαιρούνται από αυτήν οι δασικές εκτάσεις που καλύπτονται με πεύκα, καθώς και το από 01.01.1967 και εντεύθεν αποψιλωθέν υπάρχον πρότερον πευκοδάσος ένεκα πυρκαγιών, ενώ η ρύθμιση τέθηκε από λόγους κοινωνικής ανάγκης και εξυπηρέτηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, προς αγροτική τους εκμετάλλευση για την προαγωγή της εθνικής οικονομίας (Άρθρα 19 ν. 719/1977, 7 ν. 1160/1981).

 

Με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 719/ 1977, ορίζεται ότι: «1. Επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επί των διά πευκοδασών κεκαλυμμένων εκτάσεων, περί ων η υπ’ αριθ. …/1872 απόφασις του Εφετείου Αθηνών, αι υπ’ αριθ. …/1868 και …/1876 αποφάσεις του Εφετείου Ναυπλίου και η υπ’ αριθ. …/1878 απόφασις του Αρείου Πάγου, επί των εξ αυτών κεκαλυμμένων διά πευκοδασών εκτάσεων των κειμένων εντός της περιοχής των διοικητικών ορίων του ήδη Δήμου ... ως και της αγροτικής κοιλάδος του Θορικού και κατεχομένων προ της 1ης Ιανουαρίου 1967 υπό φυσικών ή νομικών προσώπων, ουδέν δικαίωμα κυριότητος ή νομής του Ελληνικού Δημοσίου υφίσταται διά τας μέχρις εκατόν (100) στρεμμάτων δι’ έκαστον κάτοχον αγροτικάς εκτάσεις, θεωρουμένου δι’ αυτάς, ανεξαρτήτως πάσης αντιθέτου διατάξεως, ως εν πάση περιπτώσει συμπληρωθέντος χρόνου της εκτάκτου χρησικτησίας κατ’ αυτού. 2. Εξαιρούνται της διά του παρόντος άρθρου ρυθμίσεως: α) αι εκτάσεις αι καταλαμβανόμεναι υπό του αιγιαλού και της παραλίας και β) αι εκτάσεις αίτινες απεψιλώθησαν των επ’ αυτών πρότερον πευκοδασών, ένεκεν πυρκαϊών». Παράλληλα, με το άρθρο 7 ν. 1160/ 05.06.1981 (ΦΕΚ Α 147) ορίστηκε § 39 : «Ως χρονικόν όριον ισχύος της § 2 εδ. β’ άρθρ. 19 του ν. 719/1977 ορίζεται η 1η Ιανουαρίου 1967 και εντεύθεν», § 40 «εξαιρουμένων των κατά την δημοσίευσιν του άνω νόμου αποδεδειγμένως δια πευκοδασών κεκαλυμμένων εκτάσεων, η § 1 του άρθρου 19 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται επί πάσης εκτάσεως κειμένης εντός των διοικητικών ορίων Δήμου ... και κοιλάδος Θορικού, ανεξαρτήτως της φύσεως του εδάφους» και με την § 41 « δια την συνδρομήν των εν γένει προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 19 του ν. 719/1977 ως τροποποιείται, αρμόδιος καθίσταται ο οικείος Δασάρχης, όστις, της αιτήσει παντός ενδιαφερόμενου, υποχρεούται να χορηγή αντιστοίχους βεβαιώσεις, επί τη προσαγωγή εις αυτόν και ενόρκων βεβαιώσεων, ως και υπευθύνων δηλώσεων του ν.δ. 105/1969 εν ελλείψει ετέρων στοιχείων». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εφόσον πρόκειται για έκταση μικρότερη από εκατό (100) στρέμματα, που δεν καλύπτεται από πευκοδάσος, βρίσκεται δε μέσα στα όρια του Δήμου ... και της αγροτικής κοιλάδας Θορικού και την κατείχε κάποιος πριν από την 1η Ιανουαρίου 1967, ο κάτοχος αυτής γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, γιατί θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του ο χρόνος της χρησικτησίας κατά του ελληνικού δημοσίου, εξαιρουμένων των εκτάσεων που καταλαμβάνονται από αιγιαλό και παραλία και εκτάσεις που, από 01.01.1967, αποψιλώθηκαν των επ’ αυτών πρότερον πευκοδασών ένεκα πυρκαγιών (ΑΠ 552/1998, ΑΠ 1375/1989). Η προαναφερομένη ρύθμιση επιβλήθηκε από λόγους κοινωνικής ανάγκης και εξυπηρέτησης του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος και, ειδικότερα, για την άρση των αμφισβητήσεων, που προέκυψαν μετά την έκδοση των μνημονευόμενων παραπάνω αποφάσεων και δημιούργησαν αβεβαιότητα ως προς τα δικαιώματα αυτών που για πολλά χρόνια κατείχαν τα αγροτικά ακίνητα της περιοχής, των οποίων η εκμετάλλευση από αυτούς είναι προς όφελος της εθνικής οικονομίας. Δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του αυτού Συντάγματος και στην περίπτωση ακόμη που πράγματι το Δημόσιο ήταν κύριο, εν όλω ή εν μέρει, των εκτάσεων αυτών, γιατί η απόκτηση της κυριότητας μιας τέτοιας έκτασης από τον κάτοχό της είναι αποτέλεσμα της παραίτησης του Δημοσίου με τη θέλησή του από το δικαίωμα της κυριότητάς του, που δεν καταλύθηκε αυτοδικαίως αλλά συνεπεία κατοχής της έκτασης από τον τρίτο, στην οποία έδωσε ο νομοθέτης το πιο πάνω έννομο αποτέλεσμα, καθιερώνοντας με τις προϋποθέσεις που ορίστηκαν τον θεσμό της έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του Δημοσίου, που έπαυσε να ισχύει από το έτος 1915, άρθρο 21 του ν.δ. της 26.4/16.5.1926 (ΑΠ 1375/1989). Από τις διατάξεις των άρθρων 117 § 3 του Σ. με τις οποίες ορίζεται ότι δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλον τρόπο αποψιλώθηκαν δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να ανατεθούν για άλλο προορισμό σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3 § 3, 14, 38, 41 του ν. 998/ 1979 προκύπτει ότι κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει η ως άνω συνταγματική διάταξη, με απόφαση του οικείου Νομάρχη, που καθορίζει τα όρια της έκτασης, η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδεύεται υποχρεωτικά από σχεδιάγραμμα που δημοσιεύεται σε σμίκρυνση με την απόφαση στην ΕτΚ, προκύπτει ότι η κηρυχθείσα ως αναδασωτέα έκταση υπάγεται αυτομάτως στη δασική νομοθεσία και δεν καταλείπεται έδαφος αμφισβήτησης ως προς το δασικό της χαρακτήρα (ΣτΕ 3624/2014, ΣτΕ 2717/2012, ΣτΕ 4535/ 2011). Όμως, η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 719/197, δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 117 § 3 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 24 § 1 του Συντάγματος, γιατί ρητώς εξαιρούνται από αυτήν οι δασικές εκτάσεις που καλύπτονται με πεύκα, καθώς και το από 01.01.1967 και εντεύθεν αποψιλωθέν υπάρχον πρότερον πευκοδάσος ένεκα πυρκαγιών, ενώ η ρύθμιση τέθηκε, με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, από λόγους κοινωνικής ανάγκης και εξυπηρέτησης του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, προς αγροτική τους εκμετάλλευση για την προαγωγή της εθνικής οικονομίας, όταν μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της περιοχής αποζεί από αυτές (πρβλ ΑΠ 1375/1989). […] Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κύριος του επίδικου ακινήτου. Ειδικότερα, με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε : 1. Ότι το επίδικο ακίνητο είναι αγροτεμάχιο, έκτασης κατά μεν τους τίτλους κτήσης του 2.055 τ.μ., κατά δε νεότερη καταμέτρηση 1.927,78 τ.μ., με ισόγεια οικοδομή, επιφάνειας 119,42 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «...» της δημοτικής ενότητας ... του Δήμου ..., εκτός σχεδίου πόλης. 2. Ότι το επίδικο ακίνητο :α) από το έτος 1945 ήταν αγροτική έκταση, β) κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 719/1977 και μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν ήταν πευκοδάσος, γ) βρίσκεται μέσα στα όρια του Δήμου ..., δ) πριν από την 1η Ιανουαρίου 1967, εποπτεύονταν, κατεχόταν και καλλιεργούνταν με δημητριακά (σιτάρι και κριθάρι κλ.π.), από την απώτερη δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου Α.Α., στην οποία είχε περιέλθει, το έτος 1966, λόγω αγοράς, ευρύτερου ακινήτου, και ε) εμπεριέχοντας και ότι από 01.01.1967 δεν είχε αποψιλωθεί, λόγω πυρκαγιάς προηγούμενου πευκοδάσους, 3. Ότι η Α. συζ. Η.Α., κατέστη κυρία, με έκτακτη χρησικτησία, διότι θεωρήθηκε κατά πλάσμα των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 719/1977, ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό της ο χρόνος της χρησικτησίας κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, διότι δεν ήταν πευκοδάσος, δεν ήταν αιγιαλός και παραλία και ούτε πευκοδάσος, που από 01.01.1967 και εντεύθεν αποψιλώθηκε ένεκα πυρκαγιών. 4. Ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, με παράγωγο τρόπο, με σειρά διαδοχικών μεταβιβάσεων, με τα με αριθ.  .../1985 και .../1986 αγοραπωλητήρια συμβόλαια της συμβ/φου Αθηνών Ι.-Κ.Μ., που μεταγράφηκαν νόμιμα, από τους πωλητές Ε. χήρα Δ.Κ., Ν.Κ. του Δ., Δ.Κ. του Δ., Γ.Κ. του Δ., Α.Κ. του Δ. και Π.-Α.Κ. του Δ., στους οποίους είχε περιέλθει με τις με αριθ.  .../1985 και .../1986 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, και στον κληρονομούμενο, είχε περιέλθει, με το με αριθ. .../1967 συμβόλαιο του συμβ/φου ... Β.Π., που είχε μεταγραφεί νόμιμα, λόγω αγοράς από την Α. συζ. Η.Α., στην οποία είχε περιέλθει ευρύτερο ακίνητο, δυνάμει του .../1966 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου ... Σ. Κ., που είχε μεταγραφεί νόμιμα, λόγω αγοράς από την Α.Π., πωλήτρια το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει, ομοίως, λόγω αγοράς του δυνάμει του .../1962 νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου. 5. Ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, και με πρωτότυπο τρόπο, της έκτακτης χρησικτησίας, διότι από τα έτη 1985 - 1986, ασκεί τις αναφερόμενες παραπάνω εμφανείς πράξεις νομής διανοία κυρίου (φύτευση ελαιοδένδρων, πορτοκαλιές και λεμονιές, κατασκευή κατοικίας το έτος 1985), και με τους παραπάνω νόμιμους τίτλους, προσμετρώντας και τη νομή διανοία κυρίου της δικαιοπαρόχου του, Α.Α., οι οποίοι καλλιεργούσαν αυτό, με δημητριακά, (σιτάρι και κριθάρι κ.λπ.), και με τους παραπάνω νόμιμους τίτλους, νομίμως μεταγραφέντες. Και 5. Ότι το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο δεν κατέλυσε την παραπάνω κυριότητα του αναιρεσιβλήτου. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 117 § 3 του Σ και 38 § 1 του ν. 998/1979, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, και υπήγαγε το ένδικο ακίνητο στις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 719/1997, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, διότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στη νομική σκέψη, που προηγήθηκε και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού, ενώ οι διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 719/1977, δεν αντιβαίνουν, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στους ανωτέρω κανόνες ουσιαστικού δικαίου, εφόσον κατά τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά το επίδικο ακίνητο, ούτε τμήμα αυτού ήταν πευκοδάσος, ούτε έλαβε χώρα σ’ αυτό αποψίλωση, λόγω πυρκαγιάς πευκοδάσους».

Μ.Χ.