ΑΠ 556/2023
Άρειος Πάγος (Α1΄ Τμήμα)
Αριθ. 556/2023
Πρόεδρος: Χ. Τζανερρίκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Α. Υφαντή, Αρεοπαγίτης
Δικηγόροι: Κ. Λιούμας, Γ. Ιατρού
Καταχρηστική άσκηση της εκούσιας αναγνώρισης της πατρότητας ως μη ανταποκρινόμενης στη βιολογική αλήθεια. Η ανταπόκριση στη βιολογική αλήθεια συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση της υπόστασης της εκούσιας αναγνώρισης. Η ένδικη εκούσια αναγνώριση έγινε καταχρηστικά, καθώς δεν ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, αφού ο αναγνωρίσας δεν είναι ο πραγματικός πατέρας του αναγνωρισθέντος, αποτελεί δε και κατάχρηση του θεσμού της πατρότητας και της οικογένειας και, επιπλέον, η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσεως πατρότητας του αναγνωρίσαντος με τον αναγνωρισθέντα αποτελεί προσβολή της ανθρώπινης αξίας και της προσωπικότητας του βιολογικού τέκνου του αναγνωρίσαντος, που δεν συνέπραξε στην αναγνώριση και εμφανίζεται σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από την πραγματική και σε συγγενική σχέση με τον αναγνωρισθέντα, με συνέπεια η εκούσια αυτή αναγνώριση να είναι άκυρη. Στις περιπτώσεις αυτές, η εκούσια αναγνώριση είναι άκυρη και λόγω αντιθέσεώς της προς τα χρηστά ήθη. Πρόσωπα δικαιούμενα σε προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης της πατρότητας, όπως αυτά προκύπτουν από την ένταξη της ρύθμισης του άρθρου 1477 ΑΚ στο αντικειμενικό τελολογικό σύστημα του δικαίου: Όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης, για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικός (πατέρας), εφόσον θεμελιώνεται η ακυρότητα στην αντίθεση της δικαιοπραξίας της εκούσιας αναγνώρισης σε απαγορευτικές διατάξεις κατ’ άρθρον 174 ΑΚ, όπως εκείνες των άρθρων 281, 178 ΑΚ, 2 § 1 και 5 § 1 του Συντάγματος. Το δικαίωμα για αναγνώριση της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης λόγω αντίθεσής της στις ως άνω απαγορευτικές διατάξεις δεν προσκρούει στο άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους», το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης, διότι το εν λόγω άρθρο αναφέρεται σε έγκυρη εκούσια αναγνώριση και όχι σε άκυρη δήλωση. Το φυσικό τέκνο του αναγνωρίσαντος έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα αυτή [Άρθρα 174, 178, 281, 1475, 1477 ΑΚ, 2 § 1 και 5 § 1 Σ].
Με το άρθρο πρώτο του ν. 1702/1987 κυρώθηκε και έχει συμφώνως προς το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση «για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους», η οποία έχει υπογραφεί στο Στρασβούργο στις 15 Οκτωβρίου 1975 και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 με την από 27- 6/1.7.1988 ανακοίνωση του Υπουργού Εξωτερικών. Κατά το άρθρο 2 της ανωτέρω Ευρωπαϊκής Σύμβασης «Η συγγένεια με τη μητέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του βασίζεται μόνο στο γεγονός της γέννησης του τέκνου», ενώ κατά το άρθρο 3 «Η συγγένεια με τον πατέρα κάθε τέκνου που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του μπορεί να πιστοποιηθεί ή να ιδρυθεί με εκούσια αναγνώριση ή με δικαστική απόφαση». Επίσης στο άρθρο 4 της ανωτέρω Συμβάσεως ορίζεται ότι: «Η εκούσια αναγνώριση της πατρότητας δεν μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ή αντιρρήσεις, εφόσον οι διαδικασίες αυτές προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο, παρά μόνο στην περίπτωση που το πρόσωπο που επιδιώκει να αναγνωρίσει ή αναγνώρισε το τέκνο δεν είναι ο φυσικός πατέρας» (ΑΠ 562/2020). Περαιτέρω, το άρθρο 1477 του ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι το τέκνο και, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατιόντες του δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι ο πραγματικός πατέρας και ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει επίσης, στην περίπτωση που η μητέρα κατά την αναγνώριση είχε πεθάνει ή δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, στον καθένα από τους γονείς της και, στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1475, στον παππού ή τη γιαγιά που δεν είχε προβεί στην αναγνώριση, περιορίζει τον ευρύ κύκλο προσώπων (μητέρα, τέκνο ή οι κληρονόμοι αυτού ή όποιος έχει έννομο συμφέρον), στα οποία παρείχε το παλαιό άρθρο 1535 του ΑΚ το δικαίωμα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης του τέκνου και ορίζει περιοριστικώς τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση. Η εισαγόμενη ειδική δυνατότητα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης από ορισμένα πρόσωπα (το τέκνο και υπό προϋποθέσεις τους κατιόντες αυτού, τον παππού ή τη γιαγιά της μητρικής ή, σε άλλη περίπτωση, της πατρικής γραμμής) εναντίον εκείνων που συνέπραξαν στην εκούσια αναγνώριση ή των κληρονόμων τους, με την οποία επιδιώκεται η ανατροπή της αναγνώρισης μόνο για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικός (πατέρας) και όχι για άλλο λόγο (π.χ. γιατί αυτή δεν ανταποκρίνεται προς το περιουσιακό ή ηθικό συμφέρον του τέκνου), αποτελεί δικαίωμα δικαστικής διάπλασης, που πρέπει να ασκηθεί με αγωγή μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 1478 του ΑΚ. Υπό το προηγούμενο δίκαιο (άρθρο 1535 του ΑΚ) δικαίωμα να προσβάλει την εκούσια αναγνώριση είχε ο καθένας που είχε έννομο συμφέρον (υλικό ή ηθικό), όπως ο πραγματικός (φυσικός) πατέρας του τέκνου ως φορέας του ηθικού συμφέροντος προάσπισης της προσωπικότητας αυτού και του τέκνου. Με βάση όμως τη νέα ρύθμιση (άρθρο 1477 του ΑΚ), ο πραγματικός (φυσικός) πατέρας δεν είναι πλέον φορέας του δικαιώματος προσβολής της αναγνώρισης, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναλογικά εφαρμοζόμενης διάταξης του άρθρου 1469 αριθ. 5 του ΑΚ. Σκοπός του περιορισμού των προσώπων που έχουν το δικαίωμα προσβολής της αναγνώρισης είναι η ανάγκη περιφρούρησης της οικογενειακής γαλήνης, ιδίως προστασίας του τέκνου από αγωγές που αποβλέπουν σε ιδιοτελείς σκοπούς, όπως π.χ. των κληρονόμων. Ο νομοθετικός όμως αυτός σκοπός έρχεται σε σύγκρουση με τη βιολογική αλήθεια, την οποία παραγνωρίζει. Στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος υπάρχουν συμπληρωματικές λύσεις, οι οποίες, χωρίς να παραβλέπουν το νομοθετικό σκοπό, λαμβάνουν υπόψη τους και τη βιολογική αλήθεια. Οι λύσεις αυτές προκύπτουν ειδικότερα από το αντικειμενικό τελολογικό σύστημα του δικαίου, στο οποίο πρέπει να ενταχθεί η ρύθμιση του άρθρου 1477 του ΑΚ και να αποτελέσει το πρόσφορο μέσο προς πραγμάτωση υπέρτερων αντικειμενικών σκοπών του δικαίου. Έτσι, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης, για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικός (πατέρας), με την προϋπόθεση της θεμελίωσης της ακυρότητας στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, όπως είναι η αντίθεση της δικαιοπραξίας της εκούσιας αναγνώρισης σε απαγορευτικές διατάξεις του νόμου (άρθρο 174 του ΑΚ), όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ και των άρθρων 2 § 1 και 5 § 1 του Συντάγματος. Η εκούσια αναγνώριση μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε καταχρηστικά (άρθρο 281 του ΑΚ) με την έννοια όχι της ευθείας εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά της αναλογικής εφαρμογής της και τούτο διότι η εκούσια αναγνώριση, που έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια: α) αποτελεί όχι κατάχρηση δικαιώματος, αλλά κατάχρηση απλής δυνατότητας (φυσικής ευχέρειας) του προσώπου να ενεργεί ελεύθερα μέσα στα πλαίσια της έννομης τάξης, αφού ο αναγνωρίζων, προβαίνοντας στην αναγνώριση, ενεργεί μεν ελεύθερα ασκώντας έννομη δυνατότητά του, αλλά κατά κατάχρηση της δυνατότητας αυτής, και β) αποτελεί και κατάχρηση του θεσμού της οικογένειας, που προστατεύεται και μάλιστα και συνταγματικά (άρθρο 21 § 1 του Συντάγματος) και που απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του θεσμού.
Συνεπώς, η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι ο πραγματικός πατέρας, ως δικαιοπραξία, αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, δηλαδή στην αναλογική εφαρμογή του άρθρου 281 του ΑΚ, και είναι άκυρη. Επίσης, η εκούσια αναγνώριση, που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι πραγματικός πατέρας, αντίκειται και στα άρθρα 2 § 1 και 5 § 1 του Συντάγματος, που αποτελούν επίσης απαγορευτικές διατάξεις, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 174 του ΑΚ, από την άποψη ότι απαγορεύουν την διαμέσου δικαιοπραξίας προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του, διότι η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσης πατρότητας αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του μη συμπράξαντος στην αναγνώριση προσώπου, το οποίο εμφανίζεται σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία πράγματι βρίσκεται. Στις περιπτώσεις αυτές η εκούσια αναγνώριση είναι άκυρη και κατά το άρθρο 178 του ΑΚ, διότι είναι και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Εξάλλου, το δικαίωμα για αναγνώριση της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης λόγω αντίθεσής της στις ως άνω απαγορευτικές διατάξεις δεν προσκρούει στο άρθρο 4 της προαναφερθείσης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους, το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες προσβολής της εκούσιας αναγνωρίσεως. Και τούτο διότι, η συγκεκριμένη ρύθμιση (του άρθρου 4) αναφέρεται σε έγκυρη εκούσια αναγνώριση και όχι σε άκυρη δήλωση. Εντεύθεν σ' αυτή την περίπτωση δεν παρακωλύει την εφαρμογή στην εκούσια αναγνώριση των γενικών διατάξεων για την ακυρότητά της, εφόσον η βιολογική αλήθεια συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση της υπόστασης της εκούσιας αναγνωρίσεως κατά τα προβλεπόμενα και στο παραπάνω άρθρο (3) της εν λόγω Συμβάσεως (ΑΠ 562/2020). […]
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και τον δεύτερο λόγο αυτής, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281, 178 ΑΚ, 2 § 1, 5 § 1 και 21 § 1 του Συντάγματος, δεχόμενο ότι η δήλωση του Κ.Μ., με την οποία προέβη στην εκούσια αναγνώριση ως βιολογικού του τέκνου του δευτέρου των αναιρεσειόντων, έγινε κατά κατάχρηση της δυνατότητας που του έδινε ο νόμος, προσέκρουσε στον θεσμό της πατρότητας και της οικογένειας, ήταν αντίθετη με την βιολογική αλήθεια και προσέβαλε την προσωπικότητα του αναιρεσιβλήτου. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ως προς τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους τα ακόλουθα: Ο ενάγων είναι φυσικό τέκνο του Κ. Μ., μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ο οποίος τέλεσε στις 24.1.1999 νόμιμο γάμο με την πρώτη εναγομένη, υπήκοο Ρωσίας. Ο δεύτερος εναγόμενος, του οποίου ο φυσικός πατέρας δεν είναι γνωστός, είναι φυσικό τέκνο της πρώτης εναγομένης, γεννηθείς στις 23.10.1990 στη Ρωσία. Ο Κ.Μ. με την υπ'αριθ. …/2004 πράξη της συμβ/φου Χανίων … προέβη εκουσίως στην αναγνώριση ως βιολογικού του τέκνου του δευτέρου εναγομένου, τέκνου της συζύγου του, η οποία συνήνεσε προς τούτο, αν και γνώριζε ο αναγνωρίζων ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Την πράξη αυτή ενήργησε ο αναγνωρίσας κατά κατάχρηση της δυνατότητας που του έδινε ο νόμος και δη το άρθρο 1475 § 1 εδ. α ΑΚ, που απονέμει στον φυσικό πατέρα τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του το δικαίωμα να το αναγνωρίσει ως δικό του. Επιπλέον με τη δήλωση αυτή ο αναγνωρίσας προσέκρουσε και στο θεσμό της πατρότητας και της οικογένειας, θεμελιώνοντας νομική σχέση πατρότητας με τον δεύτερο εναγόμενο, ερχόμενος εν γνώσει του ευθέως σε αντίθεση με την βιολογική αλήθεια. Τέλος με την πράξη του αυτή προσέβαλε την προσωπικότητα και την αξία του ενάγοντος ως ανθρώπου, θέτοντάς τον χωρίς τη θέλησή του σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία πραγματικά βρίσκεται, θεμελιώνοντας συγγενική σχέση με τον αναγνωρισθέντα, με τις συνέπειες που αυτό έχει ως προς τις ατομικές, κληρονομικές και περιουσιακές του σχέσεις. Ενόψει αυτών, η δήλωση του Κ.Μ. είναι άκυρη ως αντικειμένη τόσο στο άρθρο 281 ΑΚ αναλογικώς εφαρμοζόμενο, όσο και στο άρθρο 178 ΑΚ και στα άρθρα 2 § 1 και 5 § 1 του Συντάγματος, ο δε ενάγων ως φυσικό τέκνο του αναγνωρίσαντος, μη συμπράξας στην προσβαλλόμενη πράξη, έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα αυτή. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι δεσμοί αγάπης που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ του δεύτερου εξ αυτών και του αναγνωρίσαντος, καθώς και η βούληση του τελευταίου για την τακτοποίηση της κληρονομιαίας περιουσίας του, όπως διατυπώθηκε σε διαθήκες που συνέταξε, παρίστανται στην προκείμενη δίκη άνευ εννόμου επιρροής. Επίσης αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός τους ότι η βιολογική αλήθεια υποχωρεί έναντι της ανάγκης περιφρούρησης της οικογενειακής γαλήνης και ασφάλειας των συναλλαγών και της προστασίας των δικαιωμάτων του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, θα υποχρεωθεί να αλλάξει το επώνυμό του. Και τούτο διότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν μπορεί να αξιώνει έννομη προστασία δικαιώματός του που αποκτήθηκε παρανόμως, αφού κατέστη μέλος της οικογένειας του αναγνωρίσαντος με πράξη άκυρη. Επομένως, η αγωγή είναι βάσιμη και κατ’ ουσίαν, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, η ένδικη εκούσια αναγνώριση έγινε καταχρηστικά, με την έννοια ότι έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια που συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση της υποστάσεως της εκουσίας αναγνωρίσεως, αφού ο αναγνωρίσας δεν είναι ο πραγματικός πατέρας του δευτέρου αναιρεσείοντος, αποτελεί δε και κατάχρηση του θεσμού της πατρότητας και της οικογένειας και επιπλέον η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσεως πατρότητας του αναγνωρίσαντος με τον δεύτερο αναιρεσείοντα αποτελεί προσβολή της αξίας ως ανθρώπου και της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου που δεν συνέπραξε στην αναγνώριση, ο οποίος εμφανίζεται σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία πράγματι βρίσκεται, με συνέπεια η εκούσια αυτή αναγνώριση να είναι άκυρη ως αντικειμένη στις ως άνω διατάξεις. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, καθόσον διέλαβε σ'αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της ακυρότητας της εκουσίας αναγνωρίσεως, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της εφαρμογής των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, βάσει των οποίων ήχθη στην παραδοχή της ένδικης αγωγής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης. Επομένως, οι ως άνω αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 174, 178, 281 ΑΚ, κρίνοντας ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, ενώ δεν αναφέρονται σ'αυτή περιστατικά από τα οποία να προκύπτουν, αφενός μεν οι σχέσεις του αναγνωρίσαντος με τον δεύτερο αναιρεσείοντα, με τον αναιρεσίβλητο και με το εν γένει οικογενειακό περιβάλλον, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η αναγνώριση της πατρότητας αποτέλεσε πράγματι κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος του αναγνωρίσαντος ή το καθ’ όλα φυσιολογικό επιστέγασμα μιας σχέσεως αγάπης, στοργής και φροντίδας και αφετέρου η οικογενειακή κατάσταση του αναιρεσιβλήτου (αν έχει άλλα αδέλφια, ποια η προσωπική κατάσταση της μητέρας του, ποιες οι σχέσεις του με τον πατέρα του και τον δεύτερο αναιρεσείοντα), ώστε να εκτιμηθεί αν έλαβε χώρα προσβολή της ανθρώπινης αξίας και της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου που δεν συνέπραξε στην επίμαχη αναγνώριση, υπό την έννοια ότι εξαιτίας της βρέθηκε σε εντελώς διαφορετική οικογενειακή κατάσταση απ'αυτή στην οποία ήταν. Από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι εκτίθενται σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, η κατά κατάχρηση δικαίου ενέργεια του αναγνωρίσαντος, ο οποίος, αν και γνώριζε ότι η δήλωσή του δεν ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, αφού δεν ήταν ο πραγματικός πατέρας του τέκνου, προέβη σ'αυτήν, εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα που του παρέχει η έννομη τάξη, καταχρώμενος και τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό της οικογένειας, η αντίθεση της δηλώσεως του αναγνωρίσαντος στις διατάξεις του Συντάγματος που απαγορεύουν την προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του και η αντίθεση της δηλώσεως του αναγνωρίσαντος στα χρηστά ήθη. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, η οποία στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 174, 178, 281 ΑΚ, 2 § 1, 5 § 1 του Συντάγματος, είναι επαρκώς ορισμένη, διότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, απαιτείται η αναφορά σ' αυτήν ότι η προσβαλλόμενη δήλωση του αναγνωρίσαντος δεν ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, καθόσον αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι ο πραγματικός, τα οποία και εκτίθενται στην αγωγή, ενώ τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν στοιχεία του ορισμένου της αγωγής. Επομένως, το Εφετείο το οποίο έκρινε ότι η αγωγή περιέχει τα εκ του νόμου απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της στοιχεία, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ως εκ τούτου ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
[Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως].
Χ.Κ.