Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ασφ.Μ.) 4140/2025

73
2025
05

 

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

Αριθ. 4140/2025

 

Δικαστής: Σ. Ράπτης, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Δικηγόροι: Α. Διακάτος, Χ. Γιαννιού

 

Αναστολή Εκτέλεσης Πλειστηριασμού Ακινήτου μετά τον ν. 4842/2021. Δεν δύναται να διαταχθεί από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ανακοπή του άρθρ. 933 ΚΠολΔ, αλλά μόνο από το δικαστήριο που εκδικάζει ένδικο μέσο κατά της απόφασης επί της ανακοπής. Όμως, σε περίπτωση αδυναμίας έκδοσης της πρωτοβάθμιας απόφασης επί της ως άνω ανακοπής, ακόμα και αν ο διάδικος είχε επιδείξει κάθε πρόνοια και επιμέλεια (π.χ. εκκρεμότητα ανακοπής, χωρίς έκδοση απόφασης επ’ αυτής μέχρι και λίγο πριν τον πλειστηριασμό ή προσδιορισμός της ανακοπής σε χρόνο μετά τον πλειστηριασμό) είναι δυνατή η έκδοση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης κατάστασης κατ’ άρθρο 731-732 ΚΠολΔ από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την αναστολή της επισπευδόμενης εκτελεστικής διαδικασίας (ΚΠολΔ 632, 686 επ., 731, 732, 933, 938).

Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά. Μέχρι την απαλλαγή του Οφειλέτη στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της ρύθμισης των οφειλών του ή την έκπτωσή του, ο συνοφειλέτης και ο εγγυητής έχουν αναβλητική ένσταση που μπορεί να προταθεί με ανακοπή του άρθρ. 933 ΚΠολΔ και αναστολή του άρθ. 938 ΚΠολΔ(ν. 3869/2010 άρθρ. 6 § 1, 8, 9, 11, 12 ·ΑΚ 482 · ΠτΚ 27, ΚΠολΔ 933, 938).

 

(…) Περαιτέρω, με τον νέο άρθρο 938 ΚΠολΔ (το οποίο είχε καταργηθεί με τον ν. 4335/2015), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 60 ν. 4842/2021 και, σύμφωνα με την §  βγ’ του άρθρου 116 του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 01.01.2022, επαναφέρεται περιορισμένα η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμούν οι ανακοπές των άρθρων 933 ή 936 κατά του κύρους εκτέλεσης, χωρίς διάκριση πλέον μεταξύ άμεσης και έμμεσης εκτέλεσης. Επί άμεσης εκτέλεσης η δυνατότητα τέτοιας αναστολής προβλεπόταν από το προϊσχύον άρθρο 937 § 1 περ. γ. ΚΠολΔ. Μετά την παραπάνω μερική επαναφορά του άρθρου 938 ΚΠολΔ παρέχεται δυνατότητα υποβολής αίτησης αναστολής και επί αναπληρωματικής και έμμεσης εκτέλεσης, δηλαδή και αυτής που διενεργείται βάσει των άρθρων 945, 946, 947, 950 και επί έμμεσης εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων με μόνες ρητώς καθοριζόμενες εξαιρέσεις την κατάσχεση ακινήτων και κινητών που υπόκεινται σε φθορά, εκ των οποίων, βέβαια, η πρώτη αποτελεί τη συνηθέστερη περίπτωση εκτέλεσης για ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων. Επομένως, αναστολή μπορεί να χορηγηθεί και επί έμμεσης εκτέλεσης που πραγματοποιείται με κατάσχεση εις χείρας τρίτου, με κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων, με αναγκαστική διαχείριση ή και με προσωπική κράτηση, όταν πρόκειται για εκτέλεση τελεσίδικης απόφασης. Εφόσον, όμως, δεν γίνεται σχετική διάκριση, εάν πρόκειται για έμμεση εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η αναστολή μπορεί να δοθεί ήδη όταν προσβάλλεται με ανακοπή μόνον η επιταγή προς πληρωμή, δηλαδή η προδικασία της εκτέλεσης, και πριν ακόμη επιλεγεί το ειδικότερο μέσο εκτέλεσης που θα χρησιμοποιηθεί από τον επισπεύδοντα. Αυτό οφείλεται κατά βάση στο ότι δεν είναι γνωστό στο εν λόγω χρονικό σημείο το μέσον εκτέλεσης, που θα επιλεγεί. Από την άλλη πλευρά, η απαγόρευση αναστολής επί κατάσχεσης ακινήτου για ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης είναι απόλυτη. Ενόψει της δημιουργούμενης προβληματικής κατάστασης, η χορηγούμενη βάσει  του άρθρου  938 § 1 ΚΠολΔ αναστολή, θα αφορά αναγκαίως, ενόψει των προβλεπόμενων εξαιρέσεων, τα μέσα εκτέλεσης, στα οποία περιορίζεται η δυνατότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να τη διατάξει, είτε αυτό ορίζεται ρητώς στην εκδιδόμενη απόφαση, είτε όχι. Δεδομένων, δηλαδή, των προβλεπόμενων εξαιρέσεων, η αναστολή μπορεί να αφορά στην εκτέλεση που πρόκειται να λάβει χώρα με την κατάσχεση εις χείρας τρίτου ή με την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων και όχι με την κατάσχεση ακινήτου. Τούτο, βέβαια, σημαίνει ότι οι αιτήσεις αναστολής που ασκούνται κατόπιν άσκησης ανακοπής κατά της επιταγής, καθ’ ον χρόνο δεν έχει επιβληθεί κατάσχεση ακινήτου, τυγχάνουν πλέον νόμω βάσιμες, με τις συνέπειες, που αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο καθυστέρησης, ενώ από την άλλη πλευρά ο ανακόπτων, στις πλείστες των περιπτώσεων, προσδοκά την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας αναφορικά με την κατάσχεση ακινήτου του, την οποία δεν μπορεί και υπό το νέο καθεστώς να επιτύχει από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της σχετικής ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (άρθρ. 938 αριθ. 2 ΚΠολΔ). Η αίτηση αναστολής δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. (ασφαλιστικών μέτρων) και για τη χορήγηση της αναστολής απαιτείται να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα πιθανολόγηση του δικαστηρίου: α) ότι η αναγκαστική εκτέλεση θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι θα ευδοκιμήσει η ανακοπή. Αντικείμενο της αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας και δεν αποδυναμώνει ούτε με οποιονδήποτε τρόπο επηρεάζει τον εκτελεστό τίτλο, με τον οποίο είναι εξοπλισμένη η απαίτηση του δανειστή. Αντιθέτως, αντικείμενο της αναστολής του άρθρου 632 § 3 ΚΠολΔ είναι η ισχύς (η εκτελεστότητα) του εκτελεστού τίτλου, την οποία αποδυναμώνει (ΜΠρΑθ 937/2023 Νόμος, ΜΠρΕδ 42/2023 Νόμος, ΜΠρΚορ 155/2023 Νόμος). Επί κατάσχεσης ακινήτου, ως ήδη ανωτέρω σημειώθηκε, εξακολουθεί να μην προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθρο 938 § 2 ΚΠολΔ) και σχετικώς ορίζεται ότι το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, το οποίο σημειωτέον μπορεί να είναι και ο ‘Αρειος Πάγος, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης επί της ανακοπής, ενόψει του ότι η τελεσιδικία της απόφασης δεν αποτελεί σχετικό κώλυμα για την άσκηση της αίτησης αναστολής, μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση κατ’ αίτηση, η οποία, όμως, υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο του ένδικου μέσου, είτε με τις προτάσεις, εκδιδομένης μίας απόφασης τόσο επί της αίτησης αναστολής, όσο και επί του ενδίκου μέσου επί της ανακοπής, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η πρακτική αξία σε προσωρινό επίπεδο να έγκειται αποκλειστικώς στην προσωρινή διαταγή, που εν είδει σημειώματος μπορεί να επιδιώξει και να επιτύχει ο αιτούμενος την αναστολή, ενόψει της ασκηθείσας αίτησης αναστολής. Αντίθετα, στην περίπτωση αυτή της κατάσχεσης ακινήτου δεν παρέχεται δυνατότητα προσφυγής στο πρωτοβάθμιο, αρμόδιο για την ανακοπή, δικαστήριο προς χορήγηση της αναστολής, κατ’ άρθρο 938 § 1 ΚΠολΔ. Η ρύθμιση φαίνεται να αποσκοπεί στη διαφύλαξη παντί τρόπω της ταχύτητας της διαδικασίας του πλειστηριασμού των ακινήτων, με προφανή, όμως, υποχώρηση σε επίπεδο αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης (ΜΠρΑθ 937/2023 Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη γενόμενη δεκτή από το Δικαστήριο τούτο ως ορθότερη άποψη, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 731 ΚΠολΔ περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης στο πλαίσιο της δίκης της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, καθόσον η υποστηριχθείσα από μέρος της θεωρίας και νομολογίας θέση, κατά την οποία είναι δυνατή η ανατολή της εκτελεστικής διαδικασίας βάσει άλλων διατάξεων, όπως ιδίως των άρθρων 731 και 732 ΚΠολΔ, έστω και υπό τη μορφή της απαγόρευσης της διενέργειας συγκεκριμένης πράξης, δεν ευσταθεί, διότι οι διατάξεις αυτές δεν δύνανται να αντικαταστήσουν ή να αποκλείσουν την εφαρμογή των ειδικών διατάξεων των άρθρων 937 και 938 ΚΠολΔ, αντίθετη δε ερμηνεία χωρεί contra legem και καθιστά τις τελευταίες ειδικές διατάξεις άνευ αντικειμένου (ΕφΔ 43/2023 Νόμος, ΕφΑθ 95/2023 Νόμος, ΕφΑθ 61/ 2022 Νόμος, ΕφΑθ 331/2022 Νόμος, ΕφΑθ 1790/ 2022 Νόμος, ΜΠρΘ 5783/ 2023 Νόμος, ΜΠρΠατ 288/2023 Νόμος). Ωστόσο, λόγω της ενίοτε αδυναμίας έκδοσης απόφασης επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ακόμα και αν ο διάδικος είχε επιδείξει κάθε πρόνοια και επιμέλεια, γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι ειδικώς στις εν λόγω περιπτώσεις (π.χ. εκκρεμότητα ανακοπής, χωρίς έκδοση απόφασης επ’ αυτής μέχρι και λίγο πριν τον πλειστηριασμό ή προσδιορισμός της ανακοπής σε χρόνο μετά τον πλειστηριασμό) είναι δυνατή η έκδοση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης κατάστασης κατ’ άρθρο 731-732 ΚΠολΔ, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να ανασταλεί η επισπευδόμενη εκτελεστική διαδικασία, λόγω της έλλειψης δυνατότητας υποβολής αίτησης αναστολής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. ενδεικτικά ως προς το ζήτημα ΑΠ 11/2017 ΕλλΔνη 2017. 415, ΜΠρΑθ 937/2023 Νόμος, ΜΠρΛ 222/2023 Νόμος, ΜΠρΡεθ 79/2019 Νόμος).

Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα ζητεί την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, κατ’ άρθρο 731 και 686 επ. ΚΠολΔ, με την αναστολή της από 07.11.2024 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου της …./2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της …../ 29.11.2024 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ….. ….. μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../../2025 ανακοπής που ασκήθηκε κατά των παραπάνω πράξεων εκτέλεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών-Περιφε­ρειακή Έδρα Καλλιθέας επί της οποίας το τελευταίο Δικαστήριο με την …/2025 απόφασή του παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ήδη δε η αιτούσα με την ……./……./2025 κλήση έφερε προς συζήτηση την παραπάνω ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ορίσθηκε δε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 15.07.2025. Με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπο, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682, 686 επ. ΚΠολΔ). Εξάλλου, αν και αφορά σε κατάσχεση ακινήτου, κατ’ εξαίρεση παραδεκτά ασκείται εκτιμώμενη ως αίτηση του άρθρου 731 ΚΠολΔ αφού, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας η αιτούσα αν και έκανε ότι ήταν δυνατό, η παραπεμπτική απόφαση εκδόθηκε την 05.06.2025, δηλαδή λιγότερο από ένα μήνα πριν τον πλειστηριασμό (02.07.2025) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιορισθεί η συζήτηση της ανακοπής σε χρόνο που να δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του πριν τον επίδικο πλειστηριασμό. Επομένως, παραδεκτά ασκείται, είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 731 ΚΠολΔ, πρέπει δε να ερευνηθεί στην ουσία της.

Με τη διάταξη του άρθρου 12 § 1 ν. 3869/10, ορίζεται ότι τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των συνοφειλετών εις ολόκληρον και των εγγυητών δεν θίγονται, δηλαδή η απαλλαγή (άφεση χρέους) που επέρχεται με τη δικαστική πιστοποίηση της τήρησης της ρύθμισης (άρθρα 8, 9 και 11 του νόμου) ενεργεί υποκειμενικά μόνο ως προς τον οφειλέτη που έχει υπαχθεί και δεν συναπαλλάσσονται οι εις ολόκληρον συνοφειλέτες και εγγυητές, οι οποίοι εξακολουθούν να ευθύνονται για το αρχικό ύψος του χρέους. Από τη διάταξη αυτή φαίνεται κατ’ αρχάς ότι μπορεί να στραφεί εναντίον του εις ολόκληρον συνοφειλέτη και εγγυητή ο κοινός πιστωτής ακόμη και για το μέρος του χρέους που έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του συνοφειλέτη του ή πρωτοφειλέτη. Η δυνατότητα εξάλλου αυτή αποτελεί συνέπεια της έννοιας της εις ολόκληρον ενοχής (βλ. άρθρο 482 ΑΚ), ενώ προβλέπεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 27 ΠτΚ (αρχή του διπλού συνυπολογισμού επί συνοφειλετών του παλιού εμπορικού νόμου), στην οποία ακόμη ορίζεται ότι σε περίπτωση υπερκάλυψης της απαίτησής του αποδίδει το επιπλέον σε εκείνο το συνοφειλέτη που θα έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των υπολοίπων. ‘Όμως σε αντίθεση με τον Πτωχευτικό Κώδικα, με τον οποίο προτάσσεται η ικανοποίηση των πιστωτών με δυσμενείς κατά κανόνα συνέπειες για τον πτωχό και την επιχείρησή του, ο νόμος 3869/2010 στοχεύει στη ρύθμιση των χρεών του υπερχρεωμένου οφειλέτη φυσικού προσώπου και της οικογένειάς του, με την απαλλαγή του από το μέρος τους που αδυνατεί να αποπληρώσει και την εξισορρόπηση έτσι της σχέσης ρευστότητας – χρεών, με σκοπό την επανένταξή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Εκτός αυτού, η ρύθμιση των χρεών στα πλαίσια του ν. 3869/10 καταλαμβάνει ένα μελλοντικό διάστημα κατά κανόνα μεγάλης χρονικής διάρκειας, ιδίως επί ρύθμισης για διάσωση της κατοικίας, που μπορεί να ξεπερνάει τα 20 χρόνια. Ακόμη θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων συνοφειλέτες εις ολόκληρον ή πρωτοφειλέτης – εγγυητής είναι μέλη της ίδιας οικογένειας ή πρόσωπα με στενό συγγενικό δεσμό. Ο στόχος αυτός των ρυθμίσεων του ν. 3869/10, λόγω και των πιο πάνω ιδιομορφιών και ιδιαιτεροτήτων του, ουσιαστικά θα παραμείνει ανεκπλήρωτος εφόσον γίνει δεκτή η εφαρμογή της πιο πάνω αρχής του διπλού συνυπολογισμού του Πτωχευτικού Κώδικα, αφού κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση κυρίως της υπερχρεωμένης οικογένειας με τη διπλή εξυπηρέτηση του ίδιου χρέους από περισσότερα μέλη της, δοθέντος ότι συνοφειλέτες εις ολόκληρον ή εγγυητές στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι μέλη της ίδιας οικογένειας τα οποία θα εγκλωβιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω της διάρκειας των ρυθμίσεων, σε διπλή καταβολή του ίδιου χρέους με υπέρμετρη επιβάρυνσή τους, αντί της σκοπούμενης ελάφρυνσης. Με το ν. 3869/2010 θεσπίζεται η ρυθμιστική παρέμβαση του Δικαστηρίου στις σχέσεις οφειλέτη – πιστωτή με την αλλοίωση του περιεχομένου των αξιώσεων των πιστωτών κατά κανόνα σε βάρος τους και προς όφελος του υπερχρεωμένου οφειλέτη. Έτσι, η αρχική αξίωση των πιστωτών μεταπλάσσεται σε αξίωση για τμηματικές καταβολές του ποσού που όρισε το Δικαστήριο, με την ολοκλήρωση των οποίων επέρχεται στο μέλλον ολοσχερής απόσβεση του χρέους, είτε με την ολοσχερή εξόφληση της παλιάς ενοχής, είτε, και κατά κανόνα, με την μερική εξόφληση της παλιάς ενοχής και τη σύγχρονη απαλλαγή (άφεση χρέους) του οφειλέτη από το υπόλοιπό της, που επιβλήθηκε με την απόφαση περί ρύθμισης.

Ο πιστωτής, διαρκούσης της ρύθμισης, υποχρεούται από το νόμο να δεχθεί την ικανοποίηση της απαίτησής του από τις καταβολές που έχουν οριστεί με τη ρύθμιση, όχι όμως και να απαιτήσει την εκπλήρωση της αρχικής απαίτησης, εφόσον δε το επιχειρήσει θα αποκρουστεί με ένσταση αναβλητική, που προτείνει ο οφειλέτης με την αναστολή του άρθρου 6 § 1, που ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης που τακτοποιεί την απαλλαγή του κατ’ άρθρο11 ή με την ανακοπή του 933 και αναστολή του 938 ΚΠολΔ. Ενόψει του παραπάνω σκοπού και ιδιομορφιών του νόμου 3869/ 2010 και προκειμένου να είναι αποτελεσματική η ρυθμιστική δικαστική παρέμβαση και ο απεγκλωβισμός των νοικοκυριών από την υπερχρέωση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μέχρι την ολοκλήρωση της ρύθμισης κατ’ άρθρο 11 του νόμου ή την έκπτωση του υπαχθέντα σε αυτή οφειλέτη, παρέχεται αναβλητική ένσταση και στο συνοφειλέτη του ή του εγγυητή κατά του κοινού δανειστή που θα επιδιώξει την είσπραξη του αρχικού χρέους, κατά το μέρος του που έχει υπαχθεί σε ρύθμιση με τον ορισμό μηνιαίων καταβολών, ένσταση η οποία μπορεί να προταθεί με την ανακοπή και αναστολή των άρθρων 933 και 938 ΚΠολΔ.

Με τον 3ο λόγο ανακοπής η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ακύρως επισπεύδεται πλειστηριασμός επί της μοναδικής κατοικίας της αιτούσας αν και γνωρίζει ότι ο κύριος συνοφειλέτης σύζυγός της υπήχθη στον ν. 3869/2010 με την …/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη ρύθμιση δε υπήχθη και η επίδικη δανειακή σύμβαση που αφορά και την αιτούσα, η οποία μετά τη δημοσίευση της απόφασης έχει περιορισθεί στο ποσό των 19.436,08 ευρώ, ο δε σύζυγός της καταβάλλει ανελλιπώς τις δόσεις. Ότι η ενέργεια της καθ’ ης να εκπλειστηριάσει το 50% της οικογενειακής στέγης όταν το υπόλοιπο 50% του ιδίου ακινήτου και οικογενειακής στέγης έχει ήδη υπαχθεί σε ρύθμιση, αποτελεί καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εκτιμώμενος όμως όχι ως καταχρηστική άσκηση δικαιώματος αλλά ως αναβλητική ένσταση συνοφειλέτη, με την έννοια που αναλύθηκε στην νομική σκέψη της παρούσας.

Εξάλλου από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα πιθανολογήθηκε και το ουσία βάσιμο του παραπάνω λόγου ανακοπής. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης έχει κατά της αιτούσας και του συζύγου της ……. …… απαίτηση από την …/ 08.07.2005 σύμβαση δανείου ποσού 83.766,60 ευρώ. Ο συνοφειλέτης σύζυγος της αιτούσας υπήχθη στον ν. 3869/2010 με την …/ 2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στη ρύθμιση δε υπήχθη και η επίδικη δανειακή σύμβαση που αφορά και την αιτούσα, η οποία μετά τη δημοσίευση της απόφασης έχει περιορισθεί στο ποσό των 19.436,08 ευρώ ο δε σύζυγός της καταβάλλει ανελλιπώς τις δόσεις. Παρά το γεγονός αυτό με τις προσβαλλόμενες επιταγή προς εκτέλεση και κατασχετήρια έκθεση η καθ’ ης επισπεύδει πλειστηριασμό επί του 50% εξ αδιαιρέτου κυριότητας της αιτούσας τριών οριζοντίων ιδιοκτησιών, ήτοι του Ζ1 διαμερίσματος του εβδόμου ορόφου, της Υ7 αποθήκης του υπογείου και της ΘΣ-7 θέση στάθμευσης, οι δε ιδιοκτησίες βρίσκονται σε πολυκατοικία επί οικοπέδου που βρίσκεται στο Δήμο Παλαιού Φαλήρου στη θέση Βουρλοπόταμος ή Βρωμοπήγαδο επί της οδού ……. … Δεδομένου του γεγονότος ότι ο συνοφειλέτης σύζυγος της αιτούσας τηρεί τη ρύθμιση η αιτούσα έχει αναβλητική ένσταση κατά της καθ’ ης και επομένως πιθανολογείται ότι ακύρως επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση με τις προσβαλλόμενες επιταγή προς πληρωμή και κατασχετήρια έκθεση. Εξάλλου πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση δεδομένου ότι το κατασχεθέν αποτελεί την μοναδική κατοικία της αιτούσας και της οικογένειάς της.

Κατόπιν τούτων πρέπει να ανασταλεί προσωρινά, μέχρι έκδοση οριστικής απόφασης επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./../2025 ανακοπής που ασκήθηκε κατά των παραπάνω πράξεων εκτέλεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Περιφερειακή Έδρα Καλλιθέας, επί της οποίας το τελευταίο Δικαστήριο με την …./2025 απόφασή του παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και την οποία ήδη η αιτούσα με την …../ …./2025 κλήση έφερε προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο πλειστηριασμός που επισπεύδεται την 02.07.2025 δυνάμει της της από 07.11.2024 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου της …./ 2024 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της …../29.11.2024 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ….. ….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου …… …..

Ε.Κ.