ΣτΕ 2077/2024
Συμβούλιο της Επικρατείας
(ΣΤ΄ Τμήμα, 7μελούς)
Αριθ. 2077/2024
Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγήτρια: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Η. Κολλύρης – Κ. Νασοπούλου ΝΣΚ, Σ. Μαμαρέλη, Χ. Πέτρου, Φ.-Α. Μουρατιάν, Σ. Βλαχόπουλος, Α. Νέλλας.
Πιλοτική δίκη. Αγωγή ιδιοκτητών οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων. Έλλειψη παθητικής ομοδικίας. Ποσοτική αοριστία αγωγής. Παρέμβαση στην πιλοτική δίκη. Σύμβαση συμψηφισμού. Νομοθετική επέμβαση σε όρους σύμβασης. Κρατική ενίσχυση με δικαστική απόφαση. Οργανικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό σύμβασης. Ευθύνη του κράτους σε αποζημίωση – προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Κρατική ενίσχυση. Παράλειψη οφειλούμενης ενέργειας της Διοίκησης.
(…) Πιλοτική δίκη. Αγωγή ιδιοκτητών οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων. Αγωγή αποζημίωσης ιδιοκτητών οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων από τη μείωση της σταθερής τιμής αναφοράς/αποζημίωσης λόγω της μετέπειτα θέσπισης των διατάξεων του ν. 4254/2014 και των παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου, της ΡΑΕ και της ΛΑΓΗΕ, που συνετέλεσαν στη διεύρυνση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, για την εξάλειψη του οποίου επιβλήθηκαν τα νομοθετικά μέτρα (Άρθρ. πρώτο υποπαρ. ΙΓ.1 και ΙΓ.8 της § ΙΓ ν. 4254/2014, 105 ΕισΝΑΚ, 1 § 1 ν. 3900/2010).
Παθητική νομιμοποίηση. Η αξίωση εναντίον της ΔΕΗ ΑΕ, που είναι ν.π.ι.δ., ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Νομίμως, όμως, ενάγεται η ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ, διότι σε αυτήν ανήκει η αρμοδιότητα να διαχειρίζεται τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ Διασυνδεδεμένου Συστήματος και Δικτύου, καθώς και να συνάπτει συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, εξαιρουμένων των φωτοβολταϊκών συστημάτων στέγης, οι ιδιοκτήτες των οποίων εξακολουθούν να συνάπτουν συμβάσεις συμψηφισμού με προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, θεμελιώνεται ευθύνη της ΡΑΕ προς αποκατάσταση ζημίας τρίτου από παράνομες πράξεις ή υλικές ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, αλλά είναι απαράδεκτη η αγωγή κατ’ αυτής, καθ’ ο μέρος της αποδίδεται παρανομία εκ του ότι εφάρμοσε τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4254/2014, διότι δεν έχει αρμοδιότητα να συνάπτει συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Περαιτέρω, θεμελιώνεται ευθύνη της ΛΑΓΗΕ ΑΕ διότι ασκεί δημόσια εξουσία, όταν ενεργεί ως εκ του νόμου διαχειριστής του Ειδικού Λογαριασμού και ως προς τους Κώδικες Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας και Διαχείρισης Συστήματος, για τις αποδιδόμενες σε αυτήν παραλείψεις τροποποίησης των Κωδίκων αυτών ως προς τον τρόπο προσδιορισμού της Οριακής Τιμής του Συστήματος και σχετικά με τη διαχείριση του Ειδικού Λογαριασμού. Απαράδεκτη, όμως, η αγωγή καθ’ ο μέρος της αποδίδεται παρανομία εκ του ότι εφάρμοσε τις διατάξεις του ν. 4254/2014, διότι δεν έχει αρμοδιότητα να συνάπτει συμβάσεις συμψηφισμού με ιδιοκτήτες φωτοβολταϊκών στέγης ούτε μπορεί να εφαρμόσει τις επίμαχες νομοθετικές διατάξεις στις συμβάσεις συμψηφισμού του Ειδικού Προγράμματος φωτοβολταϊκών στέγης (αλλά μόνον η ΔΕΗ) (Άρθρο 12 §§ 1 και 2 ΚΔιοικΔικ).
Έλλειψη παθητικής ομοδικίας και, παρά ταύτα, εκδίκαση ως προς όλους. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παθητικής ομοδικίας μεταξύ Δημοσίου, ΛΑΓΗΕ και ΡΑΕ, διότι δεν συνδέονται με κοινή υποχρέωση ούτε οι υποχρεώσεις τους πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική αιτία. Συνεπώς, η αγωγή θα έπρεπε να κρατηθεί μόνον ως προς το πρώτο εναγόμενο Δημόσιο και να διαταχθεί ο χωρισμός ως προς τη ΛΑΓΗΕ και τη ΡΑΕ, λόγω όμως της φύσης της υπόθεσης το ΣτΕ τη διακρατεί και τη δικάζει ως προς όλους τους εναγόμενους (Άρθρο 121 § 2 ΚΔιοικΔικ).
Ποσοτική αοριστία της αγωγής και, παρά ταύτα, εξέτασή της. Η αγωγή είναι αόριστη, διότι δεν εκτίθεται πότε ακριβώς συνήφθη καθεμία από τις κατ’ ιδίαν συμβάσεις συμψηφισμού ούτε πότε ακριβώς ενεργοποιήθηκε η σύνδεση των φωτοβολταϊκών συστημάτων των εναγόντων με το δίκτυο χαμηλής τάσης, στοιχεία αναγκαία προκειμένου να εξευρεθεί το ακριβές ύψος της ανά ενάγοντα εγγυημένης και της μειωμένης τιμής. Όμως, προκειμένου να αποφευχθεί η έγερση νέας αγωγής (ορισμένης), το ΣτΕ προχωρεί στην εξέταση των γενικότερου ενδιαφέροντος νομικών ζητημάτων που τίθενται (Άρθρα 35, 36, 78 § 2 ΚΔιοικΔικ).
Έλλειψη συνάφειας και, παρά ταύτα, εκδίκαση όλων των αξιώσεων. Συντρέχει συνάφεια των αξιώσεων κατά του Δημοσίου, που απορρέουν αφ’ ενός από την ψήφιση του ν. 4254/2014 και αφ’ ετέρου την παράλειψη των αρμόδιων οργάνων να κοινοποιήσουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν από τη θέσπισή του, το επίδικο μέτρο, το οποίο φέρεται ότι συνιστά κρατική ενίσχυση προς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και τις μονάδες ΣΗΘΥΑ. Δεν συντρέχει, όμως, συνάφεια μεταξύ αφ’ ενός της νομοθέτησης των διατάξεων του ν. 4254/2014 και της συμπεριφοράς της Διοίκησης (μη κοινοποίηση του επίμαχου μέτρου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από τη θέσπισή του) και αφ’ ετέρου των παραλείψεων τροποποίησης των Κωδίκων Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας και Διαχείρισης Συστήματος ως προς τον τρόπο προσδιορισμού της Οριακής Τιμής του Συστήματος, αναστολής ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων και αύξησης του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ (και ήδη ΕΤΜΕΑΡ), παραλείψεων, οι οποίες δεν αφορούν την ως άνω νομοθέτηση. Αλλά, λόγω της φύσης της υπόθεσης, το ΣτΕ δεν διατάσσει τον χωρισμό, κρατεί την αγωγή και τη δικάζει ως προς όλες τις αποδιδόμενες στο Δημόσιο παρανομίες (Άρθρ. 115 § 1 ΚΔιοικΔικ).
Πότε είναι απαράδεκτη η παρέμβαση στην πιλοτική δίκη. Η παρέμβαση της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ υπέρ των εναγομένων, κατ’ επίκληση της ιδιότητάς της του διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, του διαχειριστή και λειτουργού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών (ΜΔΝ), καθώς και του ex lege αντισυμβαλλομένου των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στα ΜΔΝ στις συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, είναι απαράδεκτη. Διότι δεν προβλέπεται παρέμβαση σε πιλοτική δίκη, όταν ο παρεμβαίνων επικαλείται ότι μετέχει ως διάδικος σε εκκρεμείς δίκες ενώπιον του ΣτΕ ή ότι είναι διάδικος σε εκκρεμείς δίκες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (έστω και αν τίθενται τα ίδια νομικά ζητήματα) (Άρθρο 1 § 1 ν. 3900/2010).
Φωτοβολταϊκά συστήματα σε κτίρια. Δικαιούχοι. Στο “Ειδικό Πρόγραμμα Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις” μπορούν να ενταχθούν ιδιώτες, οι οποίοι ασκούν οικονομική δραστηριότητα, που συνίσταται στην παροχή υπηρεσίας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έναντι αντιτίμου, αδιαφόρως της φορολογικής μεταχείρισής τους, καθώς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιτηδευματίες, που κατατάσσονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι ανωτέρω δικαιούχοι είναι καταναλωτές ρεύματος και, παραλλήλως, παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (ν. 3468/ 2006, ΚΥΑ 12323/ΓΓ175/4.6.2009).
Τρόπος λειτουργίας του συστήματος. Η παραγόμενη ενέργεια από το φωτοβολταϊκό σύστημα, που είναι εγκατεστημένο στη στέγη ή στο δώμα κτιρίου, που χρησιμοποιείται για κατοικία ή για στέγαση πολύ μικρής επιχείρησης, εγχέεται στο δίκτυο χαμηλής τάσης. Η ενέργεια αυτή απορροφάται στο σύνολό της και αποζημιώνεται, ύστερα από συμψηφισμό της αξίας της παραχθείσας από το φωτοβολταϊκό σύστημα ενέργειας (με βάση την τιμή αναφοράς/αποζημίωσης) με την αξία της καταναλωθείσας από τον κύριο του φωτοβολταϊκού συστήματος ενέργειας (με βάση την τιμή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας). Η εκκαθάριση γίνεται από τη ΔΕΗ ή άλλον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή από τον αντισυμβαλλόμενο του κυρίου του φωτοβολταϊκού συστήματος, στη σύμβαση συμψηφισμού. Η σύμβαση συμψηφισμού προϋποθέτει τη σύναψη σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος με τη ΔΕΗ ή άλλον προμηθευτή και έπεται της σύμβασης σύνδεσης του φωτοβολταϊκού συστήματος στο δίκτυο διανομής χαμηλής τάσης που συνάπτεται μεταξύ του κυρίου του φωτοβολταϊκού και του Διαχειριστή του Δικτύου. Όταν η παραγόμενη ενέργεια είναι μεγαλύτερη από την ενέργεια, που καταναλώνεται στο ακίνητο, καταχωρίζεται στον εκκαθαριστικό λογαριασμό πιστωτική εγγραφή και ο λογαριασμός αυτός επέχει θέση τιμολογίου αγοράς.
Πληρωμή των δικαιούχων. Σύμβαση συμψηφισμού. Η σύμβαση συμψηφισμού αποτελεί μία ιδιότυπη σύμβαση, οι όροι της οποίας είναι προδιατυπωμένοι και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των συμβαλλομένων. Τα μέρη, υπογράφοντας τη σύμβαση, αποδέχονται τους όρους της, όπως επιβάλλονται από τη νομοθεσία. Τούτο αποτελεί εκδήλωση της παρεμβατικής πολιτικής του Κράτους στο πεδίο της ενέργειας για λόγους προστασίας δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, τα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την τιμή αποζημίωσης σε διαφορετικό από το προβλεπόμενο ύψος, η δε σύμβαση συμψηφισμού αποτελεί αμφιμερώς αναγκαστική σύμβαση.
Χαρακτήρας της σύμβασης συμψηφισμού. Με βάση το οργανικό κριτήριο, η σύμβαση συμψηφισμού αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, διέπεται από το παραπάνω ειδικό καθεστώς και, κατά τα λοιπά, από το ιδιωτικό δίκαιο. Δεν αποτελεί, όμως, δημόσια σύμβαση, διότι δεν συνάπτεται κατόπιν διαδικασίας επιλογής (μέσω μιας οργανωμένης διαγωνιστικής - κατά κανόνα – διαδικασίας, με συγκεκριμένους διαδικαστικούς κανόνες, στο τελικό στάδιο της οποίας μόνον ένας θα αναδειχθεί ως ανάδοχος - αντισυμβαλλόμενος του αναθέτοντος φορέα). Οποιοδήποτε ανοικτό σύστημα, που δεν στηρίζεται σε επιλογή και ανάθεση σε έναν, αλλά καθένας που πληροί ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να λάβει μέρος και έτσι να προκύψουν πολλοί αντισυμβαλλόμενοι (όπως στην παραπάνω περίπτωση), δεν είναι δημόσια σύμβαση κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου.
Νομοθετική επέμβαση στους όρους της σύμβασης. Ρυθμίσεις, με τις οποίες επιβάλλεται ο επανακαθορισμός (με μείωση) των τιμών αναφοράς/αποζημίωσης, η αυτοδίκαιη επέκταση της διάρκειας των συμβάσεων συμψηφισμού και η ετήσια αναπροσαρμογή της κανονιστικώς καθορισθείσας και συνομολογηθείσας τιμής αναφοράς/ αποζημίωσης, αποτελούν παρέμβαση σε καταρτισθείσες ιδιότυπες αναγκαστικές συμβάσεις, με σκοπό την εξάλειψη του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του και εντεύθεν του μηχανισμού στήριξης των ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, καθώς και τον εξορθολογισμό των τιμών αποζημίωσης των παραγωγών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ. Δεν αρκούν, όμως, για να επιφέρουν περιουσιακή ζημία των δικαιούχων έναντι του Δημοσίου, διότι οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται ευθέως από τη θέσπιση των μέτρων αυτών, αλλά από τη διαφοροποιημένη, κατά την εφαρμογή τους, εκτέλεση των κατ’ ιδίαν συμβάσεων συμψηφισμού, που καταρτίσθηκαν βάσει των προϊσχυουσών ρυθμίσεων. Συνεπώς, δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράβασης και ζημίας.
Κρατική ενίσχυση με δικαστική απόφαση. Σύμφωνα με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία είναι δεσμευτική και για το ΣτΕ, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στους δικαιούχους με βάση την τιμή του ν. 4254/2014 - μειωμένη σε σχέση με την αρχικώς προβλεφθείσα - για την υπόλοιπη περίοδο εκτέλεσης των συμβάσεων συμψηφισμού, συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις στέγης. Η εν λόγω ενίσχυση είναι παράνομη, αλλά συμβατή με την εσωτερική αγορά. Οι δικαιούχοι, λαμβάνοντας την κρατική ενίσχυση βάσει του ν. 4254/2014, δεν δικαιούνται να αξιώνουν, ως αποζημίωση με βάση το εθνικό δίκαιο (άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ), το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ποσού της παράνομης αυτής κρατικής ενίσχυσης και του ποσού της ενίσχυσης με βάση την εγγυημένη τιμή, που είχε καθορισθεί με το προγενέστερο νομικό καθεστώς, διότι τυχόν επιδίκαση από εθνικό δικαστήριο των ποσών αυτών θα ισοδυναμούσε με θέσπιση άλλης κρατικής ενίσχυσης με δικαστική απόφαση (Άρθρ. 107 έως 109 ΣΛΕΕ, Κανονισμός Ε.Ε. 2015/1589 του Συμβουλίου, Οδηγίες 96/92/ΕΚ, 2001/77/ΕΚ και 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ν. 2773/1999, 3468/2006, 3851/ 2010 και 4001/2011).
Εξακολούθηση σύναψης συμβάσεων από τη ΛΑΓΗΕ, παρά την υπέρβαση των στόχων. Η αποδιδόμενη στη ΛΑΓΗΕ, υπό την ιδιότητά της ως διαχειριστή του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, παρανομία, επειδή συνέχισε να συνάπτει συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε χρονικό διάστημα, που οι υπογεγραμμένες συμβάσεις είχαν υπερβεί τους εθνικούς στόχους, δεν είναι βάσιμη, διότι η ΛΑΓΗΕ δεν δικαιούται να αρνηθεί, αλλά έχει νόμιμη υποχρέωση να συνάπτει συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ με τους κατόχους άδειας παραγωγής για την ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στο Σύστημα ή το Δίκτυο, εφ’ όσον οι εγκαταστάσεις παραγωγής συνδέονται στο Σύστημα είτε απ’ ευθείας, είτε μέσω του Δικτύου και οι κάτοχοι άδειας παραγωγής έχουν υποβάλει αίτηση με πλήρη φάκελο (Άρθρο 117 ν. 4001/2011).
Προστασία της ανάπτυξης των ΑΠΕ και μέτρα περιορισμού αυτών. Τα κράτη-μέλη υποχρεούνται μεν να εγγυώνται τη μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από τις ΑΠΕ και να μεριμνούν για την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, διαθέτουν όμως περιθώριο εκτίμησης ως προς την επιλογή και την εφαρμογή των εθνικών μέτρων (μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και εθνικά καθεστώτα στήριξης), ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της αγοράς ενέργειας σε κάθε κράτος-μέλος. Επιτρέπεται δε, κατ’ εξαίρεση, να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό των ΑΠΕ, για να εξασφαλιστούν το εθνικό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας και ο ενεργειακός εφοδιασμός, διαθέτουν όμως περιθώριο εκτίμησης προς τη σκοπιμότητα λήψης τέτοιων μέτρων και την επιλογή του. Συνεπώς, η μη έκδοση κανονιστικής απόφασης περί αναστολής αδειοδότησης φωτοβολταϊκών σταθμών σε συγκεκριμένη περίοδο, αλλά μεταγενεστέρως, η οποία έγινε στο πλαίσιο της κυβερνητικής ενεργειακής πολιτικής, ήταν ελεύθερη επιλογή του κανονιστικού νομοθέτη και δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (Οδηγία 2009/28/ΕΚ)(…).
(…) 1. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή της § 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/ 2010 (Α΄ 213), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του ν. 4055/ 2012 (Α΄ 51) και ακολούθως ως προς το δεύτερο εδάφιό της με το άρθρο 15 § 4 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), στην οποία ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, το αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. … Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Ειδικότερα, με την 6/2019 πράξη της Τριμελούς Επιτροπής της ανωτέρω § 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει (ΟλΣτΕ 601, 1971/ 2012, 1118/2014 Ολ., 431, 874/2018 Ολ., 815-9/2019 Ολ., 797/2021 Ολ., 2166/2022 7μ. κ.ά.), έγινε δεκτή η από 20.10.2018 (ΠΑ 28/24.10. 2018) αίτηση των εναγόντων να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή τους που είχε ασκηθεί στις 16.3.2018 (με αριθμό καταθέσεως ΑΓ …/16.3.2018), λόγω των ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων που τίθενται με το ανωτέρω ένδικο βοήθημα. Η ανωτέρω πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΤΑ ΝΕΑ» φύλλο της 23.1.2019 και «ΕΣΤΙΑ» φύλλο της 24.1.2019) κατά τα οριζόμενα στις ως άνω διατάξεις.
2. Επειδή, η υπό κρίση αγωγή εισήχθη ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Α΄ Τμήματος με την από 15.2.2019 πράξη του Προέδρου του λόγω σπουδαιότητας (άρθρο 14 § 5 εδ. πρώτο του π.δ. 18/1989, Α΄ 8). Για την εκδίκαση της αγωγής αυτής από το Δικαστήριο έχουν εφαρμογή ως προς την πληρεξουσιότητα οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο της αγωγής, οι ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα αυτό οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔιοικΔικ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) (Ολ ΣτΕ 734/2016, 874/2018 Ολ., 1439/2020 Ολ., 2166/2022 7μ. κ.ά.). Το Δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί είτε να επιλύσει μόνο τα ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που τίθενται με το υπό κρίση ένδικο βοήθημα και να παραπέμψει κατά τα λοιπά την υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, είτε να δικάσει το ένδικο βοήθημα (ΟλΣτΕ 874/2018, 797/2021, 2166/ 2022 7μ. κ.ά.).
3. Επειδή, με την αγωγή αυτήν οι ενάγοντες προβάλλουν ότι είναι ιδιοκτήτες οικιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων, οι οποίοι έχουν συνάψει με την τέταρτη εναγόμενη ΔΕΗ ΑΕ συμβάσεις συμψηφισμού (χωρίς να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ο χρόνος συνάψεως των συμβάσεων) για τη συμμετοχή τους στο «Ειδικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις και ιδίως σε δώματα και στέγες κτιρίων» και ζητούν, κατόπιν μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, η υποχρέωση των εναγομένων, ως ευθυνομένων εις ολόκληρον κατά το άρθρο 926 του ΑΚ, να καταβάλουν, νομιμοτόκως, σε καθέναν από αυτούς τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, κυμαινόμενα από 1.814,08 έως 19.682,30 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που κατ’ αυτούς υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, μείωση της σταθερής τιμής αναφοράς για την παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια από τα φωτοβολταϊκά συστήματά τους για διαφορετικές περιόδους παραγωγής (που εκτείνονται από το 2012 ή το 2013 ή το 2014 έως το 2017 ή έως το πρώτο τρίμηνο του 2018), εξαιτίας (α) της θεσπίσεως από το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και της εφαρμογής από τους λοιπούς εναγομένους (ΛΑΓΗΕ ΑΕ, ΡΑΕ και ΔΕΗ ΑΕ) των διατάξεων των υποπαραγράφων ΙΓ.1 και ΙΓ.8 της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και (β) παράνομων κατ’ αυτούς παραλείψεων των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, της ΡΑΕ και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, συνετέλεσαν στη διεύρυνση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, για την εξάλειψη του οποίου επιβλήθηκαν (κατ’ αυτούς) τα επίμαχα μέτρα που θεσπίσθηκαν με τον ν. 4254/2014 (για τις εν λόγω παραλείψεις βλ. κατωτέρω σκέψεις 49-54). Οι ενάγοντες προβάλλουν ότι οι επίμαχες διατάξεις των υποπαραγράφων ΙΓ.1 και ΙΓ.8 της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, με τις οποίες αντιστοίχως (α) επανακαθορίσθηκαν από 1.4.2014 οι τιμές αναφοράς/αποζημιώσεως της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στις υπό εκτέλεση συμβάσεις συμψηφισμού που έχουν συνάψει με τη ΔΕΗ ΑΕ και (β) καταργήθηκε η προβλεφθείσα κανονιστικώς και συμφωνηθείσα με τις συναφθείσες και υπό εκτέλεση συμβάσεις συμψηφισμού ετήσια αναπροσαρμογή της προβλεφθείσας κανονιστικώς και συνομολογηθείσας σταθερής τιμής αναφοράς/αποζημιώσεως της παραγόμενης από τα φωτοβολταϊκά συστήματα αυτών και εγχεόμενης στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου και αρχές. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, καθόσον παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 του Συντάγματος (που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας), 5 § 1 του Συντάγματος (που κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία και ιδίως την ελευθερία των συμβάσεων) και 17 §§ 1 και 2 του Συντάγματος (περί προστασίας της ιδιοκτησίας), την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος), τη συνταγματική αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περί προστασίας της περιουσίας, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Επίσης, προβάλλουν ότι οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4254/2014 παραβιάζουν διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που έχουν άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να εφαρμοσθούν. Ειδικότερα, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι οι εν λόγω νομοθετικές διατάξεις παραβιάζουν την ενωσιακή αρχή της διαφάνειας, καθόσον αντίκεινται στο άρθρο 32 § 1 εδ. δεύτερο της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ» (L 211), καθώς και ότι η διάταξη αυτή της εν λόγω Οδηγίας αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα στην έννομη σχέση τους με τη ΔΕΗ ΑΕ, καθιστώντας ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη ρύθμιση, για τους σκοπούς δε του άμεσου αποτελέσματος της διατάξεως αυτής της Οδηγίας η ΔΕΗ πρέπει να αντιμετωπισθεί ως Δημόσιο και η έννομη σχέση τους με αυτήν ως σχέση μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου και όχι ως σχέση μεταξύ ιδιωτών. Περαιτέρω, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4254/2014 παραβιάζουν τη διάταξη του άρθρου 108 § 3 εδ. τρίτο της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), καθόσον κατ’ αυτούς η τροποποίηση των συμβάσεών τους με τις διατάξεις αυτές συνιστά κρατική ενίσχυση προς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (ΔΕΗ και ιδιώτες) και προς τις μονάδες ΣΗΘΥΑ, η οποία χορηγήθηκε πριν από τη γνωστοποίησή της από το ελληνικό κράτος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη λήψη αποφάσεως από την τελευταία, καθώς και ότι λόγω της παράνομης αυτής ενισχύσεως πρέπει να διαταχθεί «η διατήρηση των συμβάσεών τους ως είχαν πριν από τον ν. 4254/2014», καθόσον η διατήρηση αυτή ισοδυναμεί κατ’ αυτούς με την επιστροφή της ενισχύσεως. Επιπλέον, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι οι επίμαχες διατάξεις παραβιάζουν το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο στον βαθμό που και αυτό κατοχυρώνει την ελευθερία των συμβάσεων, καθώς και το άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταλαμβάνει και την ελευθερία των συμβάσεων. Τέλος, οι ενάγοντες επικαλούνται επικουρικώς ως νομική βάση της αξιώσεώς τους το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, προβάλλοντας ότι η ευθύνη των εναγομένων θεμελιώνεται σε νόμιμες μεν πράξεις (θέσπιση από το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και εφαρμογή από τους υπόλοιπους εναγομένους των επίμαχων νομοθετικών διατάξεων), οι οποίες όμως τους προκάλεσαν ιδιαίτερη και σπουδαία βλάβη που υπερβαίνει τα συνταγματικώς ανεκτά όρια προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο απέβλεψε η δράση αυτή. (…)
(…) 39. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων που παρατέθηκαν στις σκέψεις 28-30 και ιδίως από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 31 όσον αφορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ειδικού Προγράμματος φ/σ σε κτιριακές εγκαταστάσεις, συνάγονται τα ακόλουθα: Στο εν λόγω Ειδικό Πρόγραμμα μπορούν κατά νόμον να ενταχθούν «φυσικά πρόσωπα μη επιτηδευματίες», δηλαδή ιδιώτες οι οποίοι ασκούν οικονομική δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή υπηρεσίας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έναντι αντιτίμου αδιαφόρως της φορολογικής μεταχειρίσεώς τους για τη δραστηριότητά τους αυτή (δηλαδή της κατά νόμον απαλλαγής τους από φόρο εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις, ΦΠΑ, υποχρέωση τηρήσεως βιβλίων και εκδόσεως στοιχείων, απαλλαγή που θεσπίσθηκε ως επιπλέον κίνητρο για την ένταξή τους στο Ειδικό Πρόγραμμα). Επίσης, δικαίωμα εντάξεως στο Ειδικό Πρόγραμμα έχουν (μεταξύ άλλων) και φυσικά ή νομικά πρόσωπα επιτηδευματίες που κατατάσσονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται στη Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής της 6.5.2003 «σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων» (L 124) (βλ. άρθρο 2 § 3 του Παραρτήματος της Συστάσεως αυτής). Οι ανωτέρω δικαιούχοι είναι καταναλωτές ρεύματος και παραλλήλως παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ [ο εσωτερικός βαθμός αποδόσεως της επενδύσεως (project IRR) συνεκτιμήθηκε για τη λήψη του επίμαχου μέτρου επανακαθορισμού (με μείωση) των εγγυημένων (ήτοι προκαθορισμένων κανονιστικώς) και συμφωνημένων τιμών αναφοράς/αποζημιώσεως (βλ. σκέψη 38), καθώς και των σχετικών μέτρων που προηγήθηκαν (βλ. σκέψη 35)]. Η παραγόμενη ενέργεια από το φωτοβολταϊκό σύστημα που είναι εγκατεστημένο στη στέγη ή στο δώμα κτιρίου που χρησιμοποιείται για κατοικία ή για στέγαση πολύ μικρής επιχειρήσεως εγχέεται στο δίκτυο χαμηλής τάσεως. Η ενέργεια αυτή απορροφάται στο σύνολό της και αποζημιώνεται ύστερα από συμψηφισμό της αξίας της παραχθείσας από το φ/σ ενέργειας (με βάση την τιμή αναφοράς/αποζημιώσεως) με την αξία της καταναλωθείσας από τον κύριο του φ/σ ενέργειας (με βάση την τιμή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας). Η εκκαθάριση γίνεται από τη ΔΕΗ ΑΕ ή άλλον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή από τον αντισυμβαλλόμενο του κυρίου του φωτοβολταϊκού συστήματος στη σύμβαση συμψηφισμού. Η σύμβαση αυτή προϋποθέτει τη σύναψη συμβάσεως προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος με τη ΔΕΗ ή άλλον προμηθευτή και έπεται της συμβάσεως συνδέσεως του φωτοβολταϊκού συστήματος στο δίκτυο διανομής χαμηλής τάσεως, που συνάπτεται μεταξύ του κυρίου του φωτοβολταϊκού και του Διαχειριστή του Δικτύου. Όταν η παραγόμενη από το φωτοβολταϊκό σύστημα ενέργεια είναι μεγαλύτερη από την ενέργεια που καταναλώνεται από τον κύριο του φ/β στο ακίνητο στο οποίο αυτό είναι εγκατεστημένο, καταχωρίζεται στον οικείο εκκαθαριστικό λογαριασμό καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος του κυρίου του φωτοβολταϊκού συστήματος πιστωτική εγγραφή και ο λογαριασμός αυτός επέχει θέση τιμολογίου αγοράς για την ενέργεια που διατίθεται από τον κύριο του φωτοβολταϊκού συστήματος και εγχέεται στο δίκτυο χαμηλής τάσεως. Οι προμηθευτές-αντισυμβαλλόμενοι πληρώνουν τους κυρίους των φ/σ στέγης για την παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια κατόπιν συμψηφισμού με τις οφειλές των κυρίων των εν λόγω φ/σ για την καταναλισκόμενη εκ μέρους τους ηλεκτρική ενέργεια. Τα σχετικά ποσά ανακτούν οι προμηθευτές μέσω του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ. Το συμβατικό υπόβαθρο της σχετικής δραστηριότητας, ήτοι η σύμβαση συμψηφισμού, αποτελεί μία ιδιότυπη σύμβαση, οι όροι της οποίας είναι προκαθορισμένοι, είναι δηλαδή προδιατυπωμένοι στο Παράρτημα της από 4.6.2009 ΚΥΑ (βλ. άρθρο 3 § 5 της εν λόγω ΚΥΑ) και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγματεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων. Τα μέρη υπογράφοντας τη σύμβαση αποδέχονται τους όρους αυτούς, όπως επιβάλλονται δυνάμει της οικείας νομοθεσίας. Τούτο αποτελεί εκδήλωση της παρεμβατικής πολιτικής του κράτους στο πεδίο της ενέργειας για λόγους προστασίας δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, τα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την τιμή αποζημιώσεως σε διαφορετικό από το προβλεπόμενο στην εν λόγω ΚΥΑ (ή τις νεότερες τροποποιητικές ΚΥΑ, βλ. σκέψη 35) ύψος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η σύμβαση συμψηφισμού αποτελεί αμφιμερώς αναγκαστική σύμβαση. Με βάση το οργανικό κριτήριο (ΑΕΔ 29, 42/2011, 4/2017 κ.ά.) η σύμβαση αυτή αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΣτΕ 2423/2023 7μ., βλ. σχετικώς ΟλΣτΕ 1944-1947/2021 και ΑΠ 2043/2022, που αφορούν τις συμβάσεις πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες συνάπτονται μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ). Η σύμβαση συμψηφισμού διέπεται από το ως άνω ειδικό καθεστώς (την από 4.6.2009 ΚΥΑ) και κατά τα λοιπά από το ιδιωτικό δίκαιο. Η σύμβαση αυτή δεν αποτελεί δημόσια σύμβαση σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο (…)
(…) Και τούτο, διότι η υπαγωγή στην έννοια της δημόσιας συμβάσεως προϋποθέτει τη διαδικασία επιλογής (μέσω μιας οργανωμένης διαγωνιστικής -κατά κανόνα- διαδικασίας με συγκεκριμένους διαδικαστικούς κανόνες, στο τελικό στάδιο της οποίας μόνον ένας θα αναδειχθεί ως ανάδοχος-αντισυμβαλλόμενος του αναθέτοντος φορέα). Οποιοδήποτε ανοικτό σύστημα που δεν στηρίζεται σε επιλογή και ανάθεση σε έναν, αλλά καθένας που πληροί ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να λάβει μέρος και έτσι να προκύψουν πολλοί αντισυμβαλλόμενοι (όπως στην επίδικη περίπτωση), δεν είναι δημόσια σύμβαση κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου (βλ. σχετικώς απόφαση ΔΕΕ της 2.6.2016, C-410/14, Dr. Falk Pharma GmbH, σκ. 32, 37, 38, 40-42), ακόμη και αν το σύστημα αυτό έχει προθεσμία για τη συμμετοχή με την πάροδο της οποίας κλείνει (βλ. σχετικώς απόφαση ΔΕΕ της 1.3.2018, C-9/17, Maria Tirkkonen, σκ. 21, 23-37, 41).
40. Επειδή, δυνάμει των επίμαχων διατάξεων των υποπαρ. ΙΓ.1 και ΙΓ.8 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (α) επιβλήθηκε επανακαθορισμός (με μείωση από 1.4.2014) των τιμών αναφοράς/αποζημιώσεως οι οποίες είχαν ορισθεί με το προγενέστερο νομικό καθεστώς (ήτοι την από 4.6.2009 ΚΥΑ, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί, βλ. σκέψη 31) και αποτελούν όρο των υπό εκτέλεση συμβάσεων συμψηφισμού που έχουν ήδη συναφθεί υπό το κράτος ισχύος του προγενέστερου καθεστώτος (δηλαδή προ της 1.4.2014) και (β) καταργήθηκε η ετήσια αναπροσαρμογή της κανονιστικώς καθορισθείσας και συνομολογηθείσας τιμής αναφοράς/ αποζημιώσεως, αναπροσαρμογή που προέβλεπε το προγενέστερο καθεστώς και αποτελεί συμβατικό όρο των παλαιών συμβάσεων. Με τις διατάξεις δε της υποπαρ. ΙΓ.4 της ίδιας § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 επιβλήθηκε αυτοδίκαιη επέκταση της διάρκειας των εν λόγω συμβάσεων, η οποία είχε καθορισθεί με το προγενέστερο καθεστώς και αποτελεί συμβατικό όρο (με παροχή δυνατότητας επιλογής του τρόπου υπολογισμού της αποζημιώσεως κατά το διάστημα της επεκτάσεως). Οι ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν παρέμβαση σε καταρτισθείσες ιδιότυπες αναγκαστικές συμβάσεις (κατά την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια) με σκοπό την εξάλειψη του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού του άρθρου 40 του ν. 2773/1999 (και μετέπειτα του άρθρου 143 του ν. 4001/2011, βλ. σκέψη 32) και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του και εντεύθεν του μηχανισμού στηρίξεως των ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, καθώς και τον εξορθολογισμό των τιμών αποζημιώσεως των παραγωγών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 4254/2014 όσον αφορά τις επίμαχες διατάξεις, όπως αναλυτικώς παρατίθεται στη σκέψη 38). Μόνη όμως η θέσπιση των διατάξεων αυτών δεν αρκεί αφ’ εαυτής να επιφέρει την περιουσιακή ζημία που επικαλούνται οι ως άνω 45 ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου (ήτοι θετική ζημία που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος ανταλλάγματος με βάση τη μειωμένη τιμή του νεότερου καθεστώτος του ν. 4254/2014 και του ανταλλάγματος που έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς τους, να λάβουν με βάση την τιμή του προγενέστερου καθεστώτος που είχε συμφωνηθεί για καθέναν από αυτούς με τη σύμβαση συμψηφισμού που έχουν συνάψει με τη ΔΕΗ ΑΕ βλ. σκέψη 6). Και τούτο, διότι οι κατ’ αυτούς επιζήμιες συνέπειες των επίμαχων διατάξεων δεν επέρχονται ευθέως από τη θέσπιση με τον ν. 4254/2014 των ως άνω μέτρων, αλλά από τη διαφοροποιημένη (κατ’ εφαρμογή των μέτρων αυτών) εκτέλεση των κατ’ ιδίαν συμβάσεων συμψηφισμού που καταρτίσθηκαν βάσει των προϊσχυουσών ρυθμίσεων (όσον αφορά την τιμολόγηση και τη διάρκεια) (βλ. ΣτΕ 2423/2023 7μ., πρβ. ΣτΕ 1787/2022, 2625/2014, ΑΠ 2, 4/ 1998 Ολ., 33/2002 Ολ., 5/2014 Ολ.). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 16 και 19, η αξίωση κατά του Ελληνικού Δημοσίου για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, έχουν υποστεί οι ως άνω 45 ενάγοντες (ως προς τους οποίους εξετάζεται η ένδικη αγωγή κατ’ ουσίαν) από νομοθέτηση κατά παράβαση (κατά τους ισχυρισμούς τους) διατάξεων υπέρτερης τυπικής ισχύος του εθνικού, ενωσιακού και εν γένει ευρωπαϊκού δικαίου δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, καθόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω μία από τις σωρευτικώς απαιτούμενες από το ενωσιακό (βλ. σκέψη 18) και το εσωτερικό (βλ. σκέψη 19) δίκαιο προϋποθέσεις για την ευθύνη του κράτους προς αποζημίωση και συγκεκριμένα η προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβάσεως και της ζημίας. Ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης του κράτους για αποκατάσταση της συγκεκριμένης θετικής ζημίας λόγω παραβιάσεως του άρθρου 108 § 3 της ΣΛΕΕ βλ. επόμενες σκέψεις 41-47. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η ένδικη αγωγή κατά το ως άνω μέρος της είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη.
41. Επειδή, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής και πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε (σε περιληπτική μορφή) η τελική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2018) 6777 (τελικό) της 10.10.2018 στην υπόθεση S.A. 38967 (2014/ΝΝ-2) “Greece - National Operating aid scheme for renewable energy sources and highly efficient combined heat and power installations”, την οποία το Ελληνικό Δημόσιο επικαλείται και προσκομίζει προαποδεικτικώς με την από 17.3.2020 έκθεση απόψεων (αριθ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ 1429/27.3.2020) και επίσης την επικαλείται με το από 29.10.2020 (εμπροθέσμως κατατεθέν μετά τη συζήτηση) υπόμνημά του, προς απόκρουση του προβληθέντος με την ένδικη αγωγή ισχυρισμού περί παραβιάσεως του άρθρου 108 § 3 της ΣΛΕΕ. Όμως, στο εμπροθέσμως μετά τη συζήτηση κατατεθέν από 26.10.2020 υπόμνημα των ως άνω εναγόντων ουδέν διαλαμβάνεται σχετικά με την εν λόγω απόφαση της Επιτροπής. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι το καθεστώς στηρίξεως του ν. 4254/2014 συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ και εγκρίθηκε το καθεστώς αυτό, αφού εκτιμήθηκε ότι είναι συμβατό με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς. (…)
(…) Τα οικεία μέτρα κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στις 31.12.2014 αφότου τέθηκαν σε εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόσθηκαν (από 1.4. 2014) χωρίς αναμονή της αποφάσεως της Επιτροπής (βλ. σκ. 7 της ανωτέρω αποφάσεως). Η Επιτροπή εξέτασε ιδιαιτέρως το μέτρο ενισχύσεως που θεσπίσθηκε με τις υποπαραγράφους ΙΓ.5 έως ΙΓ.8 της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού (βλ. σκ. 12 της ανωτέρω αποφάσεώς της). Με τις διατάξεις αυτές αφενός καθορίσθηκαν οι τιμές αποζημιώσεως της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από νέους σταθμούς ΑΠΕ (πλην φωτοβολταϊκών) και ΣΗ ΘΥΑ, ήτοι εκείνους που τίθενται σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιείται η σύνδεσή τους μετά την 1.4.2014 και αφετέρου διατηρήθηκαν όσον αφορά τους νέους φωτοβολταϊκούς σταθμούς οι ισχύουσες τον Απρίλιο 2014 τιμές αποζημιώσεως (βλ. περίπτωση 1 της υποπαραγράφου ΙΓ.5). Επιπλέον τέθηκαν για τους νέους σταθμούς ΑΠΕ (πλην ορισμένων κατηγοριών καθώς και των φωτοβολταϊκών) όρια συνολικής ισχύος (MW) (βλ. περίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΙΓ.5, με την οποία προστέθηκε, μεταξύ άλλων, και § 11 στο άρθρο 13 του ν. 3468/2006) και ένα ετήσιο όριο στο επίπεδο συνολικής ισχύος (ήτοι 200 MW) φωτοβολταϊκών σταθμών που τίθενται σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιείται η σύνδεσή τους μετά την 1.1.2014 και μέχρι και το έτος 2020 (βλ. υποπαράγραφο ΙΓ.6). Η παραγόμενη ενέργεια των εν λόγω σταθμών όταν δεν υπερβαίνει το τεθέν όριο συνολικής ισχύος, θα αποζημιώνεται με τις τιμές του πίνακα Α της περιπτώσεως 1 της υποπαραγράφου ΙΓ.5 όσον αφορά τους νέους σταθμούς ΑΠΕ (πλην των φωτοβολταϊκών) και τις τιμές του πίνακα της § 3 του άρθρου 27Α του ν. 3734/ 2009, όπως εκάστοτε ισχύει [ο πίνακας αυτός είχε τροποποιηθεί τελικώς με την ΥΑΠΕ/Φ1/ 1288/9011/30.4.2013 υπουργική απόφαση και ίσχυε στις 31.12.2014 (ημερομηνία κοινοποιήσεως των μέτρων του ν. 4254/2014 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή)] όσον αφορά τους νέους φωτοβολταϊκούς σταθμούς, πλην εκείνων του Ειδικού Προγράμματος, η παραγόμενη ενέργεια των οποίων θα αποζημιώνεται με τις οικείες τιμές (ο σχετικός πίνακας είχε τελικώς τροποποιηθεί με την ΥΑΠΕ/Φ1/1289/9012/30.4.2013 ΚΥΑ και ίσχυε στις 31.12.2014). Ειδικότερα, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4254/2014, που αποσκοπούσαν στην παροχή κινήτρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, θεσπίσθηκε σύστημα εγγυημένων τιμών (feed-in tariffs) για επιλέξιμες εγκαταστάσεις ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ (μεταξύ των οποίων και φωτοβολταϊκοί σταθμοί) που συνάπτουν συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κατά το διάστημα από 1.4.2014 έως 31.12.2015 (βλ. σκ. 2, 9-11, 13, 18, 27, 42) [ενώ οι συμβάσεις που καταρτίζονται από 1.1.2016 διέπονται από νέο καθεστώς στηρίξεως, ήτοι τον ν. 4414/2016 (Α΄ 149), από το πεδίο εφαρμογής του οποίου ρητώς (άρθρο 3 § 17) εξαιρούνται οι εντασσόμενοι στο Ειδικό Πρόγραμμα κάτοχοι φ/β στέγης, ως προς τους οποίους διατηρείται το προηγούμενο καθεστώς των σταθερών τιμών αποζημιώσεωςˑ τονεότερο αυτό μέτροενισχύσεως είχε εκτων προτέρων κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπήκαι εγκρίθηκε μεδύο αποφάσεις της, αφού κρίθηκε συμβατόμε την εσωτερικήαγορά (σκ. 2-3, 19 καιυποσ. 22 της ανωτέρωαποφάσεως της Επιτροπής)]. Όπως προκύπτει απότη σκ. 36 τηςως άνω από 10.10.2018 αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι εγγυημένες τιμές που έλαβε υπόψη η Επιτροπή κατά την εξέταση του εν λόγω καθεστώτος στηρίξεως προβλέπονταν: α) όσον αφορά το επίμαχο Ειδικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις (ήτοι φ/σ μέχρι 10 kW), από την § 3 του άρθρου 3 της από 4.6.2009 ΚΥΑ., όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την § 2 του άρθρου 1 της ΥΑΠΕ/Φ1/ 1289/9012/30.4.2013 ΚΥΑ (Β΄ 1103/2.5.2013), ήτοι τιμή αναφοράς 120 ευρώ ανά MWh έως την 31.12.2014 και 115 ευρώ ανά MWh για το έτος 2015, με βαθμιαία απομείωση κατά 5 ευρώ για το 2016 και κατά 5 ευρώ κάθε εξάμηνο μετά το 2016 και μέχρι το 2019, β) όσον αφορά τους λοιπούς φωτοβολταϊκούς σταθμούς από το άρθρο 1 της ΥΑΠΕ/Φ1/1288/9011/30.4.2013 αποφάσεως του Υφυπουργού ΠΕΚΑ (Β΄ 1103/2.5. 2013) και γ) όσον αφορά τις υπόλοιπες τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ από την υποπαρ. ΙΓ.5 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε υπόψη κριτήρια και παραμέτρους για διάφορες τεχνολογίες ΑΠΕ, μεταξύ των οποίων και την κατηγορία των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων με ισχύ μέχρι 10 kW (φ/β στέγης) (σκ. 29, 32, 33, 36 και 43). Ειδικότερα για την κατηγορία αυτήν η Επιτροπή έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, το αφορολόγητο του εισοδήματος από την εκμετάλλευση των φ/β στέγης (σκ. 33), την ανυπαρξία άλλης δημόσιας ενισχύσεως (σκ. 36), καθώς και τη διάρκεια των συμβάσεων που συνάπτονται για τα φ/β στέγης (σκ. 43). Η Επιτροπή θεώρησε ως ωφελούμενους (beneficiaries) από τον εν λόγω μηχανισμό στηρίξεως τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από επιλέξιμες κατηγορίες ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, μεταξύ δε των επιλέξιμων κατηγοριών ΑΠΕ περιλαμβάνονται και οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί αδιακρίτως (σκ. 13). Περαιτέρω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι το μέτρο στηρίξεως των παραγωγών δυνάμει του ανωτέρω μηχανισμού μπορεί να αποδοθεί στο κράτος, δεδομένου ότι έχει θεσπισθεί με νόμο και με υπουργικές αποφάσεις κατ’ εξουσιοδότηση νόμου. Επιπλέον, η στήριξη που λαμβάνουν οι ωφελούμενοι παραγωγοί προέρχεται από τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ ο οποίος χρηματοδοτείται από διάφορες πηγές, κυρίως δε από το ΕΤΜΕΑΡ, δηλαδή το ειδικό τέλος που βαρύνει τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και καθορίζεται με απόφαση της ΡΑΕ. Τα έσοδα του εν λόγω Ειδικού Λογαριασμού τελούν υπό τον έλεγχο των κρατικών αρχών και κατά τη νομολογία του ΔΕΕ χαρακτηρίζονται ως κρατικός πόρος κατά την έννοια του άρθρου 107 § 1 της ΣΛΕΕ. Το ως άνω μέτρο στηρίξεως, δηλαδή η θέσπιση εγγυημένων τιμών αποζημιώσεως για την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, διότι δεν προβλέπεται για τους λοιπούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική αγορά και οι ωφελούμενοι παραγωγοί αποζημιώνονται σε ύψος που υπερβαίνει το αντάλλαγμα που, υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ θα ελάμβαναν εν απουσία του εν λόγω μέτρου. Επιπλέον, το μέτρο αυτό είναι πιθανό να προκαλέσει στρέβλωση στον ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Με τα δεδομένα αυτά, το ως άνω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 § 1 της ΣΛΕΕ (βλ. σκ. 51 έως 55 της ανωτέρω αποφάσεως της Επιτροπής). Περαιτέρω, η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη ότι το ως άνω μέτρο ενισχύσεως τέθηκε σε εφαρμογή την 1.4.2014, πριν από την έκδοση της σχετικής αποφάσεώς της, έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε την υποχρέωση αναστολής που απορρέει από το άρθρο 108 § 3 της ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, η ενίσχυση που χορηγήθηκε σε εκτέλεση του μέτρου αυτού μέχρι την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής αποτελεί παράνομη ενίσχυση (σκ. 56). Ακολούθως, με την προαναφερθείσα απόφασή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω μέτρο ενισχύσεως είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 § 3 περίπτωση γ΄ της ΣΛΕΕ (σκ. 57-101), καθώς και ότι τελεί σε συμφωνία και με άλλες διατάξεις της ΣΛΕΕ και της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας (σκ. 102-110). (…)
(…) Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξετάσεως του ανωτέρω μέτρου (βλ. άρθρο 108 § 3 εδ. πρώτο ΣΛΕΕ και τις οικείες διατάξεις του διαδικαστικού κανονισμού). Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις και τα στοιχεία που υποβλήθηκαν σ’ αυτήν από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, καθώς και από τους καταγγέλλοντες (βλ. σκ. 4-6). Ειδικότερα, οι καταγγέλλοντες (παραγωγοί και ενώσεις παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και μάλιστα από εγκαταστάσεις τόσον επαγγελματικών φ/β όσον και οικιακών φ/β) υποστήριξαν ότι για την αντιμετώπιση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, με τις διατάξεις του ν. 4254/ 2014 μειώθηκε μονομερώς και αναδρομικώς η στήριξη που παρέχεται στους παραγωγούς ΑΠΕ με σταθερές τιμές (με τη μορφή feed-in tariffs) υπό το προγενέστερο καθεστώς και ότι η μείωση αυτή αποτελεί επιλεκτική ενίσχυση υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας σε βάρος των παραγωγών ΑΠΕ, καθόσον οι προμηθευτές δεν συμβάλλουν στη μείωση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, μολονότι, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, ευθύνονταν (εν μέρει) για το έλλειμμα και βρίσκονταν σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση σε σχέση με τους παραγωγούς ΑΠΕ. Ως εκ τούτου, οι καταγγέλλοντες ισχυρίσθηκαν ότι μόνον οι παραγωγοί ΑΠΕ υφίστανται τις επιπτώσεις του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού. Η Επιτροπή όμως δέχθηκε ότι οι καταγγέλλοντες δεν τεκμηρίωσαν τον ισχυρισμό τους ότι οι προμηθευτές συνέβαλλαν εν μέρει στη δημιουργία του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού. Περαιτέρω, οι καταγγέλλοντες ισχυρίσθηκαν ότι καθόλου δεν συνδέεται πιθανή υπεραποζημίωση των παραγωγών ΑΠΕ στο παρελθόν με το επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα που απολαμβάνουν οι προμηθευτές. Ενόψει τούτων, οι καταγγέλλοντες υποστήριξαν ότι η κατ’ αυτούς (άρα υποτιθέμενη) ενίσχυση δεν έχει κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και επομένως το σχετικό μέτρο αποτελεί παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας (σκ. 111). Η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας απέρριψε τον ισχυρισμό ότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και οι παραγωγοί ΑΠΕ βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση (βλ. σκ. 112-114). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δέχθηκε τα εξής: «Σύμφωνα με τον ν. 4254/2014, οι παραγωγοί ΑΠΕ στην Ελλάδα αποζημιώνονται με προκαθορισμένες τιμές για την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια υπό τη μορφή feed-in tariffs. Για τον λόγο αυτόν, μείωση του κόστους παραγωγής συνεπάγεται αυξημένα κέρδη για τους φορείς εκμεταλλεύσεως εγκαταστάσεων ΑΠΕ. Οι παραγωγοί ΑΠΕ δεν πωλούν απευθείας την ενέργειά τους στην αγορά (και επομένως δεν πωλούν την ενέργειά τους στους προμηθευτές ενέργειας). Η ενέργεια που παράγεται από τους παραγωγούς ΑΠΕ πωλείται (σωρευτικώς) στην αγορά μέσω του διαχειριστή της αγοράς, του ΛΑΓΗΕ, ο οποίος ενεργεί ως εκπρόσωπος των παραγωγών ΑΠΕ. Οι προμηθευτές ενέργειας, από την άλλη πλευρά, εξυπηρετούν τους τελικούς καταναλωτές λιανικής και συνεπώς λειτουργούν σε ξεχωριστή, αλλά σχετιζόμενη αγορά. Τα κέρδη των προμηθευτών ενέργειας δεν είναι σταθερά και εξαρτώνται από τις συνθήκες της αγοράς. Η μείωση του κόστους των προμηθευτών για την αγορά ενέργειας αναμένεται υπό κανονικές συνθήκες να μεταφερθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στους τελικούς καταναλωτές με τη μορφή μειωμένων τιμών λιανικής. Σε κάθε περίπτωση, οι προμηθευτές ενέργειας (και με τη σειρά τους οι καταναλωτές) κλήθηκαν να συμβάλουν στην εξάλειψη του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ. Την 1η Απριλίου 2014 η ΡΑΕ με την 175/2014 απόφασή της αύξησε τη μεσοσταθμική αξία του Ειδικού Τέλους Μείωσης των Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) από 14,96 €/MWh σε 19,73 €/MWh. Στον βαθμό που οι προμηθευτές δεν μπόρεσαν να μεταβιβάσουν πλήρως την αύξηση αυτή στους τελικούς καταναλωτές, η αύξηση συνιστούσε άμεση οικονομική επιβάρυνση για τους ίδιους» (σκ. 113). Περαιτέρω, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό των καταγγελλόντων ότι (α) η πιθανή υπεραποζημίωση των παραγωγών ΑΠΕ στο παρελθόν και (β) το επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα (άρα η υποτιθέμενη κρατική ενίσχυση) που κατ’ αυτούς χορηγείται στους προμηθευτές ενέργειας είναι αναγκαίως ξεχωριστά θέματα, αντιθέτως δε θεώρησε ότι τα θέματα αυτά πρέπει να αξιολογηθούν από κοινού (σκ. 115). Ειδικότερα, η Επιτροπή δέχθηκε ότι από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4254/2014 προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να μειώσουν τη στήριξη που χορηγείτο υπό το προηγούμενο καθεστώς στους παραγωγούς ΑΠΕ υπό τη μορφή feed-in tariffs όχι μόνο για να εξισορροπηθεί το έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού αλλά και για να εξαλειφθούν οι υπεραποζημιώσεις που χορηγούντο στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (σκ. 116). Ενόψει τούτων και σύμφωνα με τα κριθέντα με την απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις ΑΕΜ (απόφαση της 14.4. 2005 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128/03 και C-129/03, AEM), η Επιτροπή επισήμανε ότι αυξημένη επιβάρυνση που επιβάλλεται σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις για κάποια χρονική περίοδο προκειμένου να αντισταθμισθούν τα πλεονεκτήματα (εν προκειμένω ενδεχόμενη υπερβολική αποζημίωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στηρίξεως των ΑΠΕ) που απολάμβαναν κατά την προηγούμενη περίοδο (ενώ άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις δεν απολάμβαναν τα ίδια οφέλη) δεν αποτελεί επιλεκτικό πλεονέκτημα για άλλες επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στην αντιστάθμιση πλεονεκτημάτων του παρελθόντος. Συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ εκείνων που δεν καταβάλλουν την εισφορά (σκ. 118). Ως πρόσθετο επιχείρημα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πρακτική της, δεν υπάρχει «δικαίωμα στις κρατικές ενισχύσεις». Ένα κράτος μέλος μπορεί πάντοτε να αποφασίσει να μην χορηγήσει ενίσχυση ή να τερματίσει ένα καθεστώς ενισχύσεων. Στις προτάσεις δε του γενικού εισαγγελέα Wahl στην υπόθεση Kotnik (C-526/14, Kotnik και λοιποί, σημείο 79) αναφέρεται ότι: «... σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, καμία επιχείρηση δεν μπορεί να διεκδικήσει δικαίωμα λήψεως κρατικής ενισχύσεως. Για να το θέσουμε διαφορετικά, κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να υποχρεωθεί, βάσει του δικαίου της ΕΕ, να χορηγήσει κρατική ενίσχυση σε μια επιχείρηση» (βλ., προς την ίδια κατεύθυνση, Milchindustrie-Verband e.V. και λοιποί κατά Επιτροπής, T-670/14, σκ. 29) (σκ. 119 και υποσ. 36 της ανωτέρω αποφάσεως της Επιτροπής) [βλ. σχετικώς και τις αποφάσεις του ΓΔΕΕ της 10.11.2021, T-678/20, Solar Electric Holding και λοιποί κατά Επιτροπής, σκ. 32 και της 8.12.2021, Τ-623/20, Sun West και λοιποί κατά Επιτροπής, σκ. 34]. Τέλος, η Επιτροπή τόνισε ότι τα επίδικα μέτρα ήσαν μέρος της γενικής οικονομικής πολιτικής, με στόχο την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα διά της εξαλείψεως του χρέους του Ειδικού Λογαριασμού των ΑΠΕ στο πλαίσιο του Δεύτερου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής για την Ελλάδα (σκ. 12 και 120). Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εκ των υστέρων κοινοποιηθέν μέτρο που θεσπίσθηκε με τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4254/ 2014 (υποπαρ. ΙΓ.1 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου), με τις οποίες αναπροσαρμόσθηκαν οι τιμές αποζημιώσεως όσον αφορά τις παλαιές συμβάσεις, δεν συνιστά έμμεση ή άμεση παροχή, μεταφορά ή υπόσχεση κρατικών πόρων προς τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας κατά τρόπο επιλεκτικό και ότι, κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των προμηθευτών κατά το άρθρο 107 § 1 της ΣΛΕΕ (σκ. 121). Τέλος, κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ελλάδα έθεσε σε εφαρμογή τα ως άνω (εκ των υστέρων κοινοποιηθέντα σ’ αυτήν) μέτρα χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση και έγκριση από την Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 108 § 3 της ΣΛΕΕ. Εντούτοις, η Επιτροπή, με βάση την αξιολόγηση στην οποία προέβη αποφάσισε να μην διατυπώσει αντιρρήσεις για το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων του ν. 4254/2014 λόγω της συμβατότητάς του (όπως κατά τα προεκτεθέντα αυτή δέχθηκε) με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 § 3 της ΣΛΕΕ (σκ. 123 της ανωτέρω αποφάσεως της Επιτροπής). Ακολούθως, στις 2.3.2019 η πρώτη καταγγέλλουσα -ελληνική εταιρεία, παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκό σταθμό- άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ ζητώντας, μεταξύ άλλων, την εν μέρει ακύρωση της ως άνω από 10.10.2018 τελικής αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήτοι ως προς τις σκέψεις 111-121. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την απόφαση του ΓΔΕΕ της 3.7.2020, Τ-143/19, Solar Ηλείας Μπόμπαινα ΑΕ κατά Επιτροπής. Αίτηση αναιρέσεως της προσφυγούσας εταιρείας απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την απόφαση του ΔΕΕ της 7.4.2022, C-429/20 P. Σύμφωνα δε με το (περιγραφόμενο στη σκ. 20 της ανωτέρω αποφάσεως του ΔΕΕ, καθώς και στη σκ. 17 της ανωτέρω αποφάσεως του ΓΔΕΕ) από 8.2.2019 απαντητικό έγγραφο της Επιτροπής προς την πρώτη καταγγέλλουσα (μετέπειτα προσφυγούσα-αναιρεσείουσα), η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής (η οποία σημειωτέον απευθύνεται στο σύνολό της στο ελληνικό κράτος) καλύπτει πλήρως (στο τμήμα 3.4, ήτοι στις σκ. 111-121) την καταγγελία της και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκλεισε τη σχετική υπόθεση (δηλαδή τη διαδικασία της καταγγελίας αυτής). Συνεπώς, οι ανωτέρω τρεις καταγγελίες (στις οποίες περιλαμβάνεται και η καταγγελία του …, η οποία, κατά την Επιτροπή, αφορούσε ζητήματα που είχαν ήδη καλυφθεί από τις δύο πρώτες, βλ. σκ. 6 της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής και σκ. 15 της ως άνω αποφάσεως του ΔΕΕ) απορρίφθηκαν με την ως άνω απόφαση της Επιτροπής οριστικώς (ήτοι χωρίς η Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 108 § 2 ΣΛΕΕ και τις οικείες διατάξεις του διαδικαστικού κανονισμού).
42. Επειδή, ερμηνεύοντας κατ’ αναίρεση την ως άνω από 10.10.2018 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΔΕΕ δέχθηκε ότι με αυτήν η Επιτροπή αποφάσισε να μην διατυπώσει αντιρρήσεις ως προς το θεσπισθέν με τον ν. 4254/2014 καθεστώς ενισχύσεων [στο σύνολό του, ήτοι όχι μόνον ως προς τη ρύθμιση που αφορά τις νέες συμβάσεις (αυτές δηλαδή που συνάπτονται από 1.1.2014 και εφεξής) αλλά] και ως προς τη ρύθμιση που αφορά την αναπροσαρμογή των εγγυημένων τιμών αποζημιώσεως («feed-in tariffs») των παραγωγών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ (υποπαρ. ΙΓ.1 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014) (βλ. σκ. 16 και 17, καθώς και σκ. 5 της ανωτέρω αποφάσεως του ΔΕΕ της 7.4.2022, C-429/20 P, … κατά Επιτροπής και ομοίως σκ. 13, 14, καθώς και σκ. 2 της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως του ΓΔΕΕ της 3.7.2020, Τ-143/19). Ειδικότερα, το ΔΕΕ έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι (α) με τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4254/2014 τροποποιήθηκαν οι τιμές που ίσχυαν για την αποζημίωση της παραγόμενης από τους παραγωγούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ ηλεκτρικής ενέργειας (σκ. 9) στο πλαίσιο του συστήματος αποζημιώσεως με προκαθορισμένες τιμές υπό τη μορφή feed-in tariffs (ήτοι αποζημιώσεως βάσει εγγυημένων τιμών) (σκ. 7), (β) προκειμένου να επιτευχθεί η εξάλειψη του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ και η βιωσιμότητά του (σκ. 10), ο οποίος δημιουργήθηκε για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων των παραγωγών ΑΠΕ (σκ. 36), ο θεσπισθείς με τις ρυθμίσεις του ν. 4254/2014 μηχανισμός προέβλεπε αφενός μείωση των τιμών αποζημιώσεως που είχαν καθορισθεί με το προηγούμενο καθεστώς και εφαρμόζονταν για την εκτέλεση των συμβάσεων πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας που είχαν συναφθεί πριν από τον Απρίλιο του 2014 (υποπαρ. ΙΓ.1 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/ 2014) και αφετέρου υποχρέωση των παραγωγών ΑΠΕ (πλην φ/β στέγης) και ΣΗΘΥΑ για παροχή εκπτώσεως επί της συνολικής αξίας της εγχυθείσας στο δίκτυο κατά το έτος 2013 ηλεκτρικής ενέργειας από παραγωγούς ΑΠΕ (πλην φ/β στέγης) και ΣΗ ΘΥΑ (υποπαρ. ΙΓ.3 της ανωτέρω § ΙΓ) (σκ. 11). Έλαβε επίσης υπόψη ότι (γ) ο ν. 4254/2014 μείωσε ενίσχυση η οποία προγενεστέρως είχε χορηγηθεί στους παραγωγούς ΑΠΕ, καθόσον ο Έλληνας νομοθέτης προέκρινε τον συγκεκριμένο τρόπο για την αντιμετώπιση του προβλήματος, που συνίσταται στο ότι το καθεστώς των χορηγούμενων στους παραγωγούς ΑΠΕ ενισχύσεων είχε καταστεί υπερβολικά δαπανηρό και η αναχρηματοδότησή του ήταν επιβεβλημένη (σκ. 41), το μέτρο δε αυτό (της μειώσεως δηλαδή της χορηγούμενης ενισχύσεως) στόχευε κυρίως στο να αντισταθμίσει την υπεραποζημίωση που μέχρι τότε είχε καταβληθεί στους εν λόγω παραγωγούς (σκ. 41 και 11 της ως άνω αποφάσεως του ΔΕΕ). Ενόψει όλων των ανωτέρω, εκ του ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την ως άνω τελική απόφασή της κατέληξε σε κρίση περί συμβατότητας με την εσωτερική αγορά των ως άνω μη κοινοποιηθέντων σ’ αυτήν εκ των προτέρων μέτρων κρατικής ενισχύσεως και για τον λόγο αυτόν αποφάσισε να μην υποβάλει αντιρρήσεις για το καθεστώς ενισχύσεων του ν. 4254/2014, άρα όχι μόνον όσον αφορά τις υποπαρ. ΙΓ.5 - ΙΓ.8 αλλά και όσον αφορά τις υποπαρ. ΙΓ.1 - ΙΓ.3, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία αμφιβολία για το ότι τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ΑΠΕ, η οποία είναι μεν παράνομη λόγω της εφαρμογής των μέτρων χωρίς προηγούμενη της θεσπίσεώς τους κοινοποίησή τους στην Επιτροπή και χωρίς αναμονή της εκτιμήσεως της συμβατότητάς τους εκ μέρους της Επιτροπής, αλλά συμβατή με την εσωτερική αγορά. Επίσης, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς αμφιβολία, ότι το μέτρο της υποπαρ. ΙΓ.1 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Άλλως (δηλαδή αν είχε οποιεσδήποτε αμφιβολίες), θα είχε κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, διαδικασία που η Επιτροπή δεν ακολούθησε προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με την υποπαρ. ΙΓ.1 δεν χορηγήθηκε κρατική ενίσχυση στους προμηθευτές (βλ. σχετικώς σκ. 22 της ως άνω αποφάσεως του ΔΕΕ της 7.4.2022). Όπως άλλωστε βεβαιώνεται στην προαναφερθείσα απόφαση του ΓΔΕΕ της 3.7. 2020, Τ-143/19, η ως άνω απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε ύστερα από προκαταρκτική εξέταση (κατά τα προπαρατεθέντα άρθρα 108 § 3 της ΣΛΕΕ και 4 του διαδικαστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589) και όχι ύστερα από επίσημη διαδικασία έρευνας (κατά τα προπαρατεθέντα άρθρα 108 § 2 της ΣΛΕΕ και 6 του ανωτέρω διαδικαστικού Κανονισμού), όσον αφορά το μέτρο της υποπαρ. ΙΓ.1 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 τόσον ως προς την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ των παραγωγών ΑΠΕ και τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά όσον και ως προς την ανυπαρξία κρατικής ενισχύσεως υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. σκ. 33 σε συνδυασμό με σκ. 2 και 13 της ανωτέρω αποφάσεως του ΓΔΕΕ). Στο πλαίσιο δε της προκαταρκτικής αυτής εξετάσεως και χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας απορρίφθηκαν οι υποβληθείσες στην Επιτροπή τρεις καταγγελίες (μεταξύ των οποίων του …) (βλ. σκ. 33 σε συνδυασμό με σκ. 30, 9-11 και 17 της ίδιας ως άνω αποφάσεως του ΓΔΕΕ), ενώ, εξάλλου, το έναυσμα για την εκ μέρους της Επιτροπής προκαταρκτική εξέταση του καθεστώτος ενισχύσεων του ν. 4254/2014 δεν αποτέλεσαν οι καταγγελίες αυτές, αλλά η (εκ των υστέρων) κοινοποίησή του από τις ελληνικές αρχές (βλ. σκ. 34 της ανωτέρω αποφάσεως του ΓΔΕΕ).
43. Επειδή, όπως προκύπτει από το περιγραφόμενο ανωτέρω περιεχόμενο της από 10.10. 2018 τελικής αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιεύθηκε (σε περιληπτική μορφή) κατά τα προεκτεθέντα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε., η απόφαση αυτή έχει στο σύνολό της ως αποδέκτη το Ελληνικό Κράτος και παραλλήλως έχει ως αποδέκτες ιδιώτες, ήτοι τους ως άνω καταγγέλλοντες, καθ’ ο μέρος η Επιτροπή έκρινε (χωρίς διατύπωση αντιρρήσεων) ότι το επίμαχο μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας κατά την έννοια του άρθρου 107 § 1 της ΣΛΕΕ και απέρριψε τις ως άνω ενώπιόν της υποβληθείσες καταγγελίες (μεταξύ των οποίων και του σωματείου …, του οποίου τα μέλη έχουν την ίδια ιδιότητα με τους ενάγοντες, βλ. άρθρο 4 με τίτλο «ΜΕΛΗ» του Καταστατικού του εν λόγω σωματείου που εγκρίθηκε με την …/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών - Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας). Δεδομένου δε ότι η προσφυγή ακυρώσεως κατά του ως άνω μέρους της εν λόγω αποφάσεως (ήτοι των σκ. 111 έως 121 που αφορούν την ως άνω κρίση της Επιτροπής) που ασκήθηκε από την πρώτη καταγγέλλουσα (…, παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκό σταθμό) απορρίφθηκε για τυπικό λόγο από το ΓΔΕΕ (απόφαση της 3.7.2020, Τ-143/19), η δε ασκηθείσα από την ίδια κατά της αποφάσεως του ΓΔΕΕ αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με απόφαση του ΔΕΕ (απόφαση της 7.4.2022, C-429/20 P) και εφόσον δεν προκύπτει ούτε οι ενάγοντες επικαλούνται ότι η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής έχει προσβληθεί από άλλους θιγόμενους, η απόφαση αυτή ισχύει έναντι πάντων και είναι δεσμευτική (ως προς όλα τα μέρη της) για όλα τα όργανα του κράτους και επομένως και για το Συμβούλιο της Επικρατείας με βάση το άρθρο 288 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 249 της ΣΕΚ).
44. Επειδή, στο άρθρο 267 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 234 της ΣΕΚ) ορίζεται ότι: «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών, β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο....».
45. Επειδή, με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6.10.2021 επί της υποθέσεως C-561/19, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi SpA κατά Rete Ferroviaria Italiana SpA, υιοθετήθηκαν και εξειδικεύθηκαν τα κριτήρια που είχαν διατυπωθεί με την απόφασή του της 6.10.1982 C-283/81, Srl CILFIT και Lanificio di Gavardo SpA κατά Ministero della Sanità όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας απαλλάσσονται από την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής (σκ. 33-36, 39-41, 47-50, 66 της εν λόγω αποφάσεως του ΔΕΕ Consorzio Italian Management). Ειδικότερα, κρίθηκε ότι τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται όταν i) το ανακύψαν ζήτημα δεν ασκεί επιρροή, ii) η επίμαχη διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο και iii) η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην καταλείπεται περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία. Έγινε επίσης δεκτό με την ίδια απόφαση του ΔΕΕ της 6.10.2021 ότι το γεγονός ότι μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιδέχεται μία ή περισσότερες άλλες ερμηνείες δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, οσάκις καμία από τις άλλες αυτές ερμηνείες δεν φαίνεται να είναι αρκούντως πειστική για το οικείο εθνικό δικαστήριο, ιδίως υπό το πρίσμα του πλαισίου και του σκοπού της εν λόγω διατάξεως, καθώς και του κανονιστικού συστήματος στο οποίο αυτή εντάσσεται (σκ. 48). Εντούτοις, οσάκις δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας λαμβάνει γνώση της υπάρξεως αποκλίνουσας νομολογίας -μεταξύ δικαστηρίων του ίδιου κράτους μέλους ή μεταξύ δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών- σχετικά με την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης έχουσας εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, οφείλει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικό κατά την τυχόν εκτίμηση ότι δεν υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον σκοπό της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης (σκ. 49). Περαιτέρω, η ως άνω απόφαση του ΔΕΕ της 6.10.2021 απαιτεί σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού να αιτιολογούν την απόφασή τους να μην υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ (βλ. σκ. 51), ευθυγραμμιζόμενη με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο έχει θεμελιώσει τη σχετική υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων στα παρομοίου περιεχομένου άρθρα 6 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΕΔΔΑ της 14.3.2023, Γεωργίου κατά Ελλάδας, 57378/18, σκ. 22-23, ΕΔΔΑ της 10.4.2012, Vergauwen και λοιποί κατά Βελγίου, 4832/04, σκ. 89-90).
46. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των εκτεθέντων ανωτέρω στις σκέψεις 41-45, το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει ότι δεν καταλείπεται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την ερμηνεία της ως άνω από 10.10.2018 τελικής αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά όλες τις κρίσεις της, μεταξύ των οποίων και η κρίση της ότι το μέτρο της υποπαρ. ΙΓ.1 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας κατά το άρθρο 107 § 1 της ΣΛΕΕ (βλ. ΣτΕ 2423/2023 7μ.). Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος υποβολής σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.
47. Επειδή, με την ένδικη αγωγή οι ως άνω 45 ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση να τους καταβληθεί το ποσό της διαφοράς μεταξύ της ενισχύσεως με βάση τη μειωμένη τιμή που καθορίζει ο νεότερος ν. 4254/2014 (με έναρξη εφαρμογής την 1.4.2014), την οποία έχουν ήδη λάβει, και της ενισχύσεως με βάση την εγγυημένη τιμή του προγενέστερου καθεστώτος (βλ. άρθρο 3 § 3 της από 4.6.2009 ΚΥΑ, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε αρχικώς και ακολούθως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 1 της από 30.1.2012 ΚΥΑ), βάσει του οποίου είχαν συνάψει με τη ΔΕΗ ΑΕ συμβάσεις συμψηφισμού, για το χρονικό διάστημα από την καταβολή της ενισχύσεως με τη μειωμένη τιμή του νεότερου νόμου έως το 2017 ή το 2018 (και ειδικότερα μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόσθηκε ανά ενάγοντα η μειωμένη τιμή του ν. 4254/2014, όπως τούτο εξειδικεύεται στην αγωγή ως προς έκαστο ενάγοντα). Το ποσό της ως άνω διαφοράς ζητούν οι ανωτέρω ενάγοντες να τους επιδικασθεί ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας την οποία κατά τους ισχυρισμούς τους υπέστησαν εξαιτίας της μη κοινοποιήσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του επίμαχου νομοθετικού μέτρου (υποπαρ. ΙΓ.1 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014) πριν από τη θέσπιση και την εφαρμογή του, όπως απαιτεί το άρθρο 108 § 3 της ΣΛΕΕ, υπολαμβάνοντας εσφαλμένως ότι το μέτρο αυτό αποτελεί κρατική ενίσχυση υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με την ως άνω προγενέστερη της συζητήσεως της υπό κρίση αγωγής από 10.10.2018 τελική απόφαση της Επιτροπής, η οποία κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 43) εξακολουθεί να ισχύει και είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στους δικαιούχους με βάση την τιμή του ν. 4254/2014 -μειωμένη σε σχέση με την αρχικώς προβλεφθείσα (όπως είχε εν τω μεταξύ αναπροσαρμοσθεί) και άρα μειωμένη σε σχέση με την τιμή που είχε συνομολογηθεί με τις συναφθείσες πριν από την 1.4.2014 συμβάσεις πωλήσεως και συμβάσεις συμψηφισμού όσον αφορά τους εν λειτουργία κατά την ημερομηνία αυτή σταθμούς ΑΠΕ- για την υπόλοιπη περίοδο εκτελέσεως των συμβάσεων αυτών, συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται κατά την Επιτροπή οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις στέγης, όπως είναι οι ως άνω 45 ενάγοντες. Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω ενίσχυση είναι μεν παράνομη διότι το σχετικό μέτρο θεσπίσθηκε χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθεί σ’ αυτήν και εφαρμόσθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής που απορρέει από το άρθρο 108 § 3 της ΣΛΕΕ (δηλαδή της υποχρεώσεως αναμονής μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής), αλλά είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά (βλ. ανωτέρω σκέψεις 41 και 42). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του δικογράφου της ένδικης αγωγής, οι ως άνω ενάγοντες με την ιδιότητα του παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ έχουν ήδη λάβει την ως άνω κρατική ενίσχυση του νεότερου ν. 4254/2014 (ήτοι το νεότερο οικονομικό πλεονέκτημα) που χορηγήθηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής και, επομένως, κατά το χρονικό διάστημα της παρανομίας, ήτοι το χρονικό διάστημα από την καταβολή της ενισχύσεως την 1.4.2014 έως την κήρυξη της συμβατότητάς της στις 10.10. 2018, ελάμβαναν τη νέα αυτήν ενίσχυση κατά παράβαση των διατάξεων της § 3 του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ. Ως αποδέκτες δε της παράνομης ενισχύσεως του νεότερου νόμου οι ως άνω ενάγοντες δεν δικαιούνται επικαλούμενοι παράβαση του άρθρου 108 § 3 της ΣΛΕΕ να αξιώνουν ως αποζημίωση με βάση το εθνικό δίκαιο (άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ.) το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ποσού της παράνομης κρατικής ενισχύσεως που έλαβαν κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής και του ποσού της ενισχύσεως με βάση την εγγυημένη τιμή που είχε καθορισθεί με το προγενέστερο νομικό καθεστώς (ήτοι την από 4.6.2009 ΚΥΑ και την τροποποιητική αυτής από 30.1.2012 ΚΥΑ), διαφορά που ανάγεται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα της παρανομίας. Και τούτο, διότι τα διεκδικούμενα από τους ως άνω ενάγοντες ποσά έχουν την ίδια φύση με εκείνα που έχουν εισπράξει κατ’ εφαρμογή του νεότερου ν. 4254/2014 για το κρίσιμο χρονικό διάστημα (το οποίο περιλαμβάνεται στο ως άνω χρονικό διάστημα της παρανομίας της ενισχύσεως του νεότερου νόμου). Ειδικότερα, ενόψει του ότι η Επιτροπή (δεσμευτικώς) έκρινε ότι η ενίσχυση του νεότερου νόμου αποτελεί κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ΑΠΕ κατά την έννοια του άρθρου 107 § 1 της ΣΛΕΕ (παράνομη λόγω παραλείψεως των αρμόδιων ελληνικών αρχών να της κοινοποιήσουν το σχετικό μέτρο προτού θεσπισθεί και να αναμείνουν την εκτίμησή της προτού αυτό τεθεί σε εφαρμογή), το αιτούμενο ανά ενάγοντα με την ένδικη αγωγή ποσό της διαφοράς μεταξύ της ενισχύσεως με βάση την τιμή η οποία δυνάμει του προϊσχύσαντος κανονιστικού καθεστώτος είχε καθορισθεί ως το συμβατικό αντάλλαγμα στις ήδη καταρτισθείσες συμβάσεις συμψηφισμού και εκείνης που πράγματι εισέπραξαν με βάση τη νέα, μειωμένη, τιμή του νεότερου νόμου (ο οποίος, όπως δέχθηκε το ΔΕΕ με την ως άνω από 7.4.2022 απόφασή του, μείωσε ενίσχυση προγενεστέρως χορηγηθείσα στους παραγωγούς ΑΠΕ, βλ. ανωτέρω σκέψη 42) έχει χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως (και όχι «αποζημιώσεως» κατά τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ) (βλ. την παρατεθείσα στη σκέψη 24 απόφαση του ΔΕΕ της 12.1.2023, C-702/20 και C-17/21). Όμως, τυχόν επιδίκαση από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο των ποσών που αξιώνουν οι ως άνω ενάγοντες θα ισοδυναμούσε με θέσπιση άλλης κρατικής ενισχύσεως υπέρ των παραγωγών με δικαστική απόφαση, πράγμα ανεπίτρεπτο ως μη ανήκον στη δικαστική εξουσία (βλ. την ως άνω απόφαση του ΔΕΕ της 12.1.2023). Συνεπώς, για τον ανωτέρω εκτεθέντα λόγο, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη η ένδικη αγωγή καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας την οποία κατά τους ισχυρισμούς τους υπέστησαν οι ως άνω 45 ενάγοντες (ως προς τους οποίους η αγωγή αυτή εξετάζεται κατ’ ουσίαν) εξαιτίας της παραβιάσεως των κανόνων του ενωσιακού δικαίου για τις κρατικές ενισχύσεις εκ μέρους των οργάνων της Διοικήσεως (βλ. συναφή εθνική νομοθεσία ανωτέρω στη σκέψη 23) και του κοινού νομοθέτη. Και τούτο, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχει εν προκειμένω αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβιάσεως του άρθρου 108 § 3 της ΣΛΕΕ και της ζημίας που επικαλούνται οι ως άνω ενάγοντες (βλ. ΣτΕ 2423/ 2023 7μ.). (…)
(…) 51. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αγωγή προβάλλεται ότι οι εκάστοτε αρμόδιοι Υπουργοί, στο πλαίσιο της κρατικής εποπτείας, όφειλαν να αναστείλουν την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών σταθμών λόγω της υπερκαλύψεως των σχετικών εθνικών στόχων και, συγκεκριμένα, κατά την περίοδο από τον Ιούλιο 2011 έως τον Αύγουστο 2012. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η αρμοδιότητα του Υπουργού ΠΕΚΑ για την αναστολή της αναπτύξεως φ/β σταθμών προκύπτει από το άρθρο 1 του ν. 3851/2010, την σχετικώς εκδοθείσα υπουργική απόφαση ΥΑ/ Φ1/οικ.19598/1.10.2010, Β΄ 1630/11.10.2010, σε συνδυασμό και με την Οδηγία 2009/28/ΕΚ. Επίσης, προβάλλεται ότι η ΡΑΕ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ως ρυθμιστική αρχή, παρέλειψε να αναδείξει το θέμα της υπερκαλύψεως των στόχων αναπτύξεως φ/β σταθμών, ως όφειλε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 § 1 και 22 § 1 του ν. 4001/ 2011. Κατά τους ως άνω ενάγοντες, ο ανωτέρω Υπουργός και η ΡΑΕ μη ασκώντας τη σχετική αρμοδιότητά τους παρέλειψαν οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια με συνέπεια την υπέρμετρη αύξηση των εκροών του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ και κατ’ επέκταση την πρόκληση μη διαχειρίσιμου ελλείμματος σ’ αυτόν, έλλειμμα το οποίο, κατ’ αυτούς, συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία τους.
52. Επειδή, από το προοίμιο της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Κύριος σκοπός των τιθέμενων με την Οδηγία αυτή δεσμευτικών εθνικών στόχων για το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση το 2020 είναι να ενθαρρυνθεί η συνεχής ανάπτυξη τεχνολογιών που παράγουν ενέργεια από όλες τις μορφές ανανεώσιμων πηγών (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14) και να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη της αγοράς ΑΠΕ στο πλαίσιο βιώσιμης και ανταγωνιστικής ενεργειακής πολιτικής (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4). Για κάθε δε κράτος μέλος διαφέρει το σημείο εκκινήσεως, το δυναμικό του όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το ενεργειακό του μείγμα (βλ. αιτιολογική σκέψη 15). Για την επίτευξη των εθνικών στόχων (τόσο των δεσμευτικών συνολικών – τελικών στόχων όσον και των στόχων κατά την ενδεικτική πορεία ανά διετία) τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν δικά τους μέτρα (βλ. αιτιολογική σκέψη 19) και να εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία των εθνικών καθεστώτων στηρίξεως της ενέργειας από ΑΠΕ ανάλογα με το δυναμικό ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το οποίο διαθέτουν (βλ. αιτιολογική σκέψη 25). Δεδομένου δε ότι οι στόχοι της εν λόγω Οδηγίας απαιτούν τη συνεχή αύξηση της μεταφοράς και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές χωρίς να θίγεται η αξιοπιστία ή η ασφάλεια του συστήματος και του δικτύου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να επιτρέπουν τη μεγαλύτερη διείσδυση της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (βλ. αιτιολογική σκέψη 61), λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εθνικού δικτύου και τις απαιτήσεις για την ασφαλή λειτουργία του (βλ. αιτιολογική σκέψη 60). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 1 εδ. πρώτο και δεύτερο, 2 περ. α΄ και ια΄, 3 § 1-3, 4 § 1 και 16 της εν λόγω Οδηγίας 2009/28/ΕK (που παρατίθενται ανωτέρω στη σκέψη 27) συνάγεται ότι βάσει της Οδηγίας αυτής τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εγγυώνται τη μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και να μεριμνούν για την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, καταλείπεται όμως σε αυτά περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή και την εφαρμογή των εθνικών μέτρων (μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και εθνικά καθεστώτα στηρίξεως) για τη συμμόρφωση προς τους ως άνω στόχους της Οδηγίας, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της αγοράς ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος. Περαιτέρω, τα κράτη μέλη επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό των ΑΠΕ «προκειμένου να εξασφαλιστούν η ασφάλεια του εθνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και ο ενεργειακός εφοδιασμός» (βλ. περ. γ΄ της § 2 του άρθρου 16 της ως άνω Οδηγίας), διατηρούν όμως περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη σκοπιμότητα λήψεως τέτοιων μέτρων και την επιλογή συγκεκριμένων εθνικών μέτρων. Η εκτίμηση αυτή του νομοθέτη κατά την επιλογή του είδους των μέτρων που αποτελεί άσκηση εθνικής ενεργειακής πολιτικής υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (βλ. σχετικώς ΣτΕ 2482-8/2020 7μ., πρβλ. ΟλΣτΕ 668/2012, 1283-6/2012 Ολ.). Όσον αφορά δε τη ρύθμιση από τον εθνικό νομοθέτη του θέματος της αναστολής της αδειοδοτικής διαδικασίας, στην § 3 του άρθρου 1 του ν. 3468/2006 (Α΄ 129), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3851/2010 (Α΄ 85) και ακολούθως η περ. β΄ της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με την § 8 του άρθρου 30 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), ορίζεται ότι: «… Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που εκδίδεται μέσα σε τρεις μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος, καθορίζεται η επιδιωκόμενη αναλογία εγκατεστημένης ισχύος και η κατανομή της στο χρόνο μεταξύ των διαφόρων τεχνολογιών ΑΠΕ, οι κατηγορίες παραγωγών, η κατανομή μεταξύ αυτών, οι λόγοι αναθεώρησής της, καθώς και οι λόγοι και η διαδικασία για τυχόν αναγκαία αναστολή της αδειοδοτικής διαδικασίας και άρση αυτής. Ως εγκατεστημένη ισχύς θεωρείται το σύνολο της ισχύος των σταθμών παραγωγής σε κανονική και δοκιμαστική λειτουργία. Η απόφαση αυτή αναθεωρείται ανά διετία ή και νωρίτερα, εάν συντρέχουν σημαντικοί λόγοι που σχετίζονται με την επίτευξη των στόχων της Οδηγίας 2009/28/ΕΚ». Κατ’ επίκληση της περ. β΄ της ως άνω προστεθείσας § 3 του ν. 3468/ 2006, εκδόθηκε η Α.Υ/Φ1/οικ.19598/1.10.2010 απόφαση της Υπουργού ΠΕΚΑ (Β΄ 1630/11.10. 2010), με την οποία ορίσθηκαν τα εξής: Άρθρο 1 «1. Η επιδιωκόμενη αναλογία εγκατεστημένης ισχύος ανά τεχνολογία Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και κατηγορία παραγωγού και η κατανομή της στο χρόνο καθορίζονται στον ακόλουθο πίνακα, με χρονικό ορίζοντα τα έτη 2014 και 2020: [Ακολουθεί Πίνακας στον οποίο παρατίθενται τα όρια εγκατεστημένης ισχύος (MW) ανά τεχνολογία ΑΠΕ και κατηγορία παραγωγού, όσον αφορά δε τα Φωτοβολταϊκά το όριο προβλέφθηκε για το έτος 2014 στα 1500 MW και για το έτος 2020 στα 2200 MW]. 2. Τα όρια εγκατεστημένης ισχύος του παραπάνω πίνακα αναθεωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης (β) της § 3 του άρθρου 1 του ν. 3468/2006, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3851/2010. Ως εγκατεστημένη ισχύς θεωρείται το σύνολο της ισχύος των σταθμών παραγωγής σε κανονική και δοκιμαστική λειτουργία». Άρθρο 2 «1. Πριν την αναθεώρηση της παρούσας, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της περίπτωσης (β) της § 3 του άρθρου 1 του ν. 3468/2006, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3851/2010, είναι δυνατόν να αναστέλλεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από εισήγηση της Υπηρεσίας ΑΠΕ του άρθρου 20 του ν. 3468/2006 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, η διαδικασία αδειοδότησης ανά τεχνολογία ή/και ανά κατηγορία παραγωγού. Η απόφαση δύναται να εκδοθεί εφόσον η συνολική ηλεκτρική ισχύς των έργων που έχουν υπογράψει σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με τον αρμόδιο διαχειριστή υπερβεί το αντίστοιχο όριο ισχύος του Πίνακα 1 του άρθρου 1. 2. Από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1 αναστέλλεται: α) η υποβολή νέων αιτημάτων για άδεια παραγωγής στη ΡΑΕ, καθώς και η εξέταση εκκρεμουσών αιτήσεων για άδεια παραγωγής, β) η υποβολή νέων αιτημάτων στον αρμόδιο διαχειριστή για έργα εξαιρούμενα από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής, καθώς και η εξέταση από τον αρμόδιο διαχειριστή εκκρεμούντων αιτημάτων για προσφορά σύνδεσης έργων εξαιρουμένων από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής. 3. Σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ που έχουν ήδη λάβει άδεια παραγωγής, καθώς και σταθμοί που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής και έχουν λάβει δεσμευτικούς όρους σύνδεσης από τον αρμόδιο διαχειριστή, συνεχίζουν κανονικά την αδειοδοτική τους διαδικασία και μετά τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1. 4. Η ισχύς των έργων που έχουν ενταχθεί σε διαδικασία ταχείας αδειοδότησης (fast track) κατά την έννοια του άρθρου 9 του ν. 3775/2009 όπως αυτή προβλέπεται στις κείμενες διατάξεις, καθώς και η ισχύς φ/β έργων που εντάσσονται στο Ειδικό Πρόγραμμα Στεγών ή έργων ηλεκτροπαραγωγής από γεωθερμική ενέργεια δεν συνυπολογίζεται κατά την εκτίμηση της ενδεχόμενης υπερκάλυψης των ορίων ισχύος του πίνακα του άρθρου 1. Τα έργα αυτά δεν υπόκεινται σε διαδικασίες αναστολής, ανεξαρτήτως τεχνολογίας ή κατηγορίας παραγωγού. 5. Κατά τη διαδικασία της αναθεώρησης είναι δυνατή, κατόπιν εισήγησης της Υπηρεσίας ΑΠΕ, η άρση της αναστολής υποβολής και εξέτασης αιτημάτων, εφόσον μετά από νέα εκτίμηση των δεδομένων κριθεί δυνατή η ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης για την τεχνολογία ή την κατηγορία τεχνολογίας ή παραγωγών για την οποία είχε εκδοθεί απόφαση αναστολής. Στην περίπτωση αυτή, προτεραιότητα αδειοδότησης έχουν οι αιτήσεις των οποίων η διαδικασία είχε ανασταλεί. Σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα άρσης της αναστολής εξετάζεται εκ νέου ανά διετία στο πλαίσιο της αναθεώρησης κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της § 3 του άρθρου 1 του ν. 3468/2006, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3851/ 2010». Ακολούθως, με την ΥΑΠΕ/Φ1/2300/ οικ.16932/9.8.2012 απόφαση του Υφυπουργού ΠΕKA (Β΄ 2317/10.8.2012) ανεστάλησαν οι διαδικασίες αδειοδοτήσεως και χορηγήσεως προσφορών συνδέσεως για φωτοβολταϊκούς σταθμούς λόγω καλύψεως των στόχων που είχαν τεθεί με την ανωτέρω από 1.10.2010 υπουργική απόφαση. Όπως προκύπτει από το προοίμιο της από 9.8.2012 υπουργικής αποφάσεως, η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατ’ επίκληση της ως άνω περ. β΄ της § 3 του άρθρου 1 του ν. 3468/2006 και της ως άνω από 1.10.2010 υπουργικής αποφάσεως και με βάση (α) τα στοιχεία που είχαν περιέλθει στην Υπηρεσία Εξυπηρέτησης Επενδυτών για Έργα ΑΠΕ, σχετικά με την ισχύ των φωτοβολταϊκών σταθμών για τους οποίους είχε συναφθεί σύμβαση πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και την ισχύ των φωτοβολταϊκών σταθμών που είχαν λάβει άδεια παραγωγής ή δεσμευτικούς όρους συνδέσεως (βλ. στοιχείο 9 του προοιμίου), (β) την από 23.7.2012 εισήγηση της Υπηρεσίας Εξυπηρέτησης Επενδυτών για Έργα ΑΠΕ [ήτοι Υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής του Υπουργείου ΠΕΚΑ, η σύσταση και οι αρμοδιότητες της οποίας προβλέπονται στο άρθρο 20 του ν. 3468/2006, όπως το άρθρο αυτό -μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 του ν. 3851/ 2010- αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 29 του ν. 3889/2010 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 § 19 του ν. 4030/2011 (Α΄ 249/25.11.2011)] (βλ. στοιχείο 10 του προοιμίου) και (γ) το γεγονός ότι η συνολική ηλεκτρική ισχύς των φωτοβολταϊκών σταθμών για τους οποίους είχε υπογραφεί σύμβαση πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας υπερκάλυπτε το όριο για την εγκατεστημένη ισχύ όσον αφορά το έτος 2014 και ξεπερνούσε ακόμη και το όριο για το έτος 2020, όπως αυτά είχαν ορισθεί με την υπό στοιχείο 8 του προοιμίου από 1.10.2010 απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ, ήτοι το όριο των 1.500 MW και 2.200 MW αντιστοίχως (βλ. στοιχείο 11 του προοιμίου). Σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 1 της από 9.8.2012 υπουργικής αποφάσεως, «Αναστέλλεται: α) Η υποβολή νέων αιτημάτων στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) για χορήγηση άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς. β) Η εξέταση εκκρεμών αιτημάτων από τη ΡΑΕ για χορήγηση άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς. γ) Η υποβολή νέων αιτημάτων στον αρμόδιο διαχειριστή για προσφορά σύνδεσης φωτοβολταϊκών σταθμών που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. δ) Η εξέταση από τον αρμόδιο διαχειριστή των εκκρεμών αιτημάτων για προσφορά σύνδεσης φωτοβολταϊκών σταθμών που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας». Από την ως άνω αναστολή εξαιρέθηκαν, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 1 της από 9.8.2012 υπουργικής αποφάσεως, οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί που εμπίπτουν στις §§ 3 και 4 του άρθρου 2 της από 1.10.2010 υπουργικής αποφάσεως, ήτοι, μεταξύ άλλων, τα φ/β στέγης. Περαιτέρω, με τις περ. 3 και 4 της υποπαρ. Ι.4 της § Ι του άρθρου πρώτου του ν. 4152/ 2013 (Α΄ 107/9.5.2013) ανεστάλη έως 31.12.2013 η σύναψη συμβάσεων συνδέσεως φωτοβολταϊκών σταθμών με το Σύστημα ή το Δίκτυο συμπεριλαμβανομένου και του Δικτύου των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, καθώς και η σύναψη συμβάσεων πωλήσεως για φωτοβολταϊκούς σταθμούς με τη ΛΑΓΗΕ ΑΕ και τη ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, Κατά το δεύτερο εδάφιο της περ. 4 της ανωτέρω υποπαρ. Ι.4, από την αναστολή του πρώτου εδαφίου της ίδιας περ. 4 εξαιρέθηκαν οι περιπτώσεις για τις οποίες μέχρι τις 9.5.2013 είχε κατατεθεί πλήρης φάκελος για την υπογραφή συμβάσεως πωλήσεως. Σύμφωνα δε με την περ. 6 της ίδιας υποπαρ. Ι.4 της § Ι του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, από την αναστολή της ως άνω περ. 3 εξαιρέθηκαν οι φ/β εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στην από 4.6.2009 ΚΥΑ που αφορά το Ειδικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις και ιδίως σε δώματα και στέγες κτιρίων (Β΄ 1079). Ακολούθως, με τις §§ 1-2 του άρθρου 55 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287/31.12.2013) ανεστάλη έως 31.12.2014 η σύναψη συμβάσεων συνδέσεως φωτοβολταϊκών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με το Σύστημα ή το Δίκτυο συμπεριλαμβανομένου και του Δικτύου, των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, καθώς και η σύναψη συμβάσεων πωλήσεως για φωτοβολταϊκούς σταθμούς με τη ΛΑΓΗΕ ΑΕ και τη ΔΕΔ ΔΗΕ ΑΕ Κατά το δεύτερο εδάφιο της § 2, από την αναστολή του πρώτου εδαφίου της ίδιας § 2 εξαιρέθηκαν οι περιπτώσεις για τις οποίες μέχρι τις 9.5.2013 είχε κατατεθεί πλήρης φάκελος για την υπογραφή συμβάσεως πωλήσεως. Σύμφωνα δε με την § 4 του άρθρου 55 του ν. 4223/2013, από την αναστολή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου εξαιρέθηκαν, μεταξύ άλλων, οι φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στην από 4.6.2009 κ.υ.α. που αφορά το Ειδικό Πρόγραμμα αναπτύξεως φ/σ στέγης. Ακολούθως, με τις περ. 6 και 7 της υποπαρ. ΙΓ.8 της § ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 καταργήθηκαν, αντιστοίχως, οι §§ 1-4 του άρθρου 55 του ν. 4223/2013 και η ως άνω από 9.8.2012 υπουργική απόφαση. Ενόψει των ανωτέρω, η μη έκδοση κανονιστικής (υπουργικής) αποφάσεως περί αναστολής αδειοδοτήσεως φωτοβολταϊκών σταθμών κατά την περίοδο που επικαλούνται οι ανωτέρω ενάγοντες (από Ιούλιο 2011 έως Αύγουστο 2012) και η έκδοση της σχετικής υπουργικής αποφάσεως μεταγενεστέρως (στις 9.8. 2012), η οποία έγινε στο πλαίσιο της κυβερνητικής ενεργειακής πολιτικής, ήταν ελεύθερη επιλογή του κανονιστικού νομοθέτη ενόψει της ευρείας ευχέρειας εκτιμήσεως που κατά τα προεκτεθέντα καταλείπει στα κράτη μέλη ο ενωσιακός νομοθέτης με την προαναφερθείσα Οδηγία. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της κανονιστικώς δρώσας Διοικήσεως. Περαιτέρω, η αυτοτελώς αποδιδόμενη στη ΡΑΕ παρανομία που κατά τους ως άνω 45 ενάγοντες συνίσταται στην καθυστέρηση να επιληφθεί του θέματος της υπερκαλύψεως των στόχων αναπτύξεως φωτοβολταϊκών σταθμών, καθυστέρηση που κατ’ αυτούς συνετέλεσε στην καθυστέρηση εκδόσεως υπουργικής αποφάσεως περί αναστολής της αναπτύξεώς τους λόγω υπερκαλύψεως των ως άνω θεσμοθετηθέντων ορίων από τους λειτουργούντες φωτοβολταϊκούς σταθμούς για τους οποίους είχε υπογραφεί σύμβαση πωλήσεως ηλεκτρικής ενέργειας, υπουργικής αποφάσεως η οποία κατά τα προεκτεθέντα εκδόθηκε στις 9.8.2012, ενώ κατά τους ως άνω ενάγοντες έπρεπε να είχε εκδοθεί κατά την περίοδο υπερβάσεως των στόχων αναπτύξεως φ/β σταθμών. Και ναι μεν μεταξύ των κατά νόμον αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ είναι να παρακολουθεί τα υφιστάμενα προγράμματα/σχέδια αναπτύξεως των ενεργειακών υποδομών που έχουν καταρτισθεί από τους αρμόδιους Διαχειριστές των Συστημάτων Μεταφοράς και των Δικτύων Διανομής (άρθρο 14 του ν. 4001/2011 που παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 26 σε συνδυασμό με τα άρθρα 108 και 127-129 του ίδιου ν. 4001/2011), καθώς και να παρακολουθεί την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και τις συνθήκες της αγοράς ενέργειας σε σχέση με τη δυνατότητα αναπτύξεως νέου παραγωγικού δυναμικού (άρθρο 12 του ν. 4001/2011 που επίσης παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 26), από τις διατάξεις όμως αυτές δεν προκύπτει αρμοδιότητα της ΡΑΕ να αναδεικνύει στα αρμόδια κρατικά όργανα υπερκάλυψη των στόχων αναπτύξεως φωτοβολταϊκών σταθμών. Σύμφωνα δε με τις προεκτεθείσες ειδικές διατάξεις, των οποίων γίνεται επίκληση στο προοίμιο της από 9.8.2012 υπουργικής αποφάσεως, η ΡΑΕ δεν συμπράττει στην έκδοση υπουργικής αποφάσεως περί αναστολής της διαδικασίας αδειοδοτήσεως φωτοβολταϊκών σταθμών λόγω υπερβάσεως του ορίου ισχύος που προβλέπεται στο άρθρο 1 της ως άνω από 1.10.2010 υπουργικής αποφάσεως ούτε έχει συμπράξει στην έκδοση της ως άνω από 9.8.2012 υπουργικής αποφάσεως, η οποία (όπως προκύπτει από το προεκτεθέν προοίμιό της) εκδόθηκε κατόπιν εισηγήσεως της Υπηρεσίας Εξυπηρέτησης Επενδυτών για Έργα ΑΠΕ (ήτοι της Υπηρεσίας του άρθρου 20 του ν. 3468/2006, όπως αυτό κατά τα ανωτέρω τροποποιήθηκε) και με βάση στοιχεία που είχαν περιέλθει στην Υπηρεσία αυτή και όχι κατόπιν γνώμης της ΡΑΕ. Άλλωστε, ούτε υπό το προγενέστερο καθεστώς είχε συμπράξει η ΡΑΕ στην έκδοση κανονιστικής αποφάσεως περί αναστολής της αδειοδοτικής διαδικασίας στο πλαίσιο προγράμματος αναπτύξεως φωτοβολταϊκών σταθμών [βλ. Δ6/Φ1/ οικ.7037/24.3.2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης «Αναστολή υποβολής αιτήσεων στο πλαίσιο του κατ’ άρθρο 14 § 1 του ν. 3468/2006 Προγράμματος Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Σταθμών» (Β΄ 707/22.4.2008), η οποία καταργήθηκε με την ΑΥ/Φ1/οικ.19384/29.9.2010 απόφαση της Υπουργού ΠΕΚΑ (Β΄ 1674/21.10. 2010)]. Άλλο δε είναι το ζήτημα της εξετάσεως από τη ΡΑΕ των κανόνων αναλήψεως και επιμερισμού του κόστους (μεταξύ παλαιών και νέων παραγωγών) λόγω της συνδέσεως νέων παραγωγών ΑΠΕ με στόχο τη βελτίωσή τους στο οποίο αναφέρεται η § 5 του άρθρου 15 του ν. 4001/2011, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την § 4 του άρθρου 26 του ν. 4062/2012, ζήτημα που σε κάθε περίπτωση δεν αφορά την εκάστοτε ενεργειακή πολιτική σε σχέση με το άνοιγμα της αγοράς σε δεδομένη χρονική περίοδο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη και κατά την ανωτέρω πραγματική βάση της.
53. Επειδή, οι ανωτέρω 45 ενάγοντες αποδίδουν στην τρίτη εναγόμενη ΡΑΕ και άλλη αυτοτελή παρανομία προβάλλοντας ότι η ΡΑΕ, ως «ρυθμιστής» της αγοράς ενέργειας και «εγγυητής» της εύρυθμης λειτουργίας της, όφειλε να αναπροσαρμόζει εγκαίρως και προσηκόντως το Ειδικό Τέλος ΑΠΕ του άρθρου 40 § 3 περ. γ΄ του ν. 2773/1999 και μετέπειτα του άρθρου 143 § 2 περ. γ΄ του ν. 4001/2011, μετονομασθέν πλέον (με την § 3 του άρθρου 39 του ν. 4062/2012, Α΄ 70/30.3.2012) σε ΕΤΜΕΑΡ, ώστε ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ να διατηρείται ισοσκελισμένος και να εξασφαλίζεται η απαραίτητη ρευστότητα στην αγορά, τυχόν δε ελλείμματα να καλύπτονται εγκαίρως με αύξηση των εισροών από το εν λόγω τέλος. Ειδικότερα, η ΡΑΕ, κατά τους ανωτέρω ενάγοντες, παρανόμως παρέλειψε να αναπροσαρμόσει προσηκόντως το ΕΤΜΕΑΡ αυξάνοντάς το επαρκώς με αποφάσεις της κατά τα έτη 2011-2013 και, συγκεκριμένα, από τη θέσπιση του ν. 4001/2011 (ήτοι από τον Αύγουστο του 2011) έως την επιβολή των επίμαχων μέτρων του ν. 4254/2014, προκειμένου να διασφαλίσει την κεφαλαιουχική επάρκεια της ΛΑ ΓΗΕ ΑΕ και την ομαλή συνέχιση των πληρωμών προς τους παραγωγούς ΑΠΕ. Οι ανωτέρω ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η αύξηση του ΕΤ ΜΕΑΡ στο ποσό των 19,73 ευρώ/MWh (που καθορίσθηκε με την 175/2014 απόφαση της ΡΑΕ από 1.4.2014) έπρεπε να είχε επιβληθεί ήδη από το έτος 2012, ώστε να επέλθει ισοσκελισμός του Ειδικού Λογαριασμού ήδη προ του τέλους του 2013. Κατά τους ισχυρισμούς των ανωτέρω εναγόντων, ο σκοπός και η λειτουργία του εν λόγω τέλους συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη συμμετοχή των καταναλωτών στην τροφοδότηση του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ, ώστε να διατηρείται ισοσκελισμένος χάριν της αειφόρου αναπτύξεως και της προστασίας του περιβάλλοντος, μέσω της μειώσεως των ρύπων, καθώς και στο ότι το τέλος αυτό αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα αντιρροπήσεως τυχόν υποαποδόσεως οποιασδήποτε άλλης πηγής εισροών του Λογαριασμού αυτού. Η ως άνω παράλειψη της ΡΑΕ, κατά τους ανωτέρω ενάγοντες, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικού ελλείμματος στον εν λόγω Ειδικό Λογαριασμό και εντεύθεν τη θέσπιση των μέτρων του ν. 4254/ 2014 και, ως εκ τούτου, συνέβαλε, κατ’ αυτούς, αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, οι ανωτέρω ενάγοντες ισχυρίζονται ότι και το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο παρανόμως παρέλειψε να καλύψει εγκαίρως τα ελλείμματα του εν λόγω Ειδικού Λογαριασμού, καθόσον ο αρμόδιος μέχρι τον Αύγουστο του 2011 Υπουργός Ανάπτυξης παρανόμως παρέλειψε να αυξήσει με αποφάσεις του το Ειδικό Τέλος ΑΠΕ.
54. Επειδή, πριν από τη θέσπιση των επίμαχων διατάξεων του ν. 4254/2014, το ΕΤΜΕΑΡ αυξήθηκε βαθμηδόν (…)
(…) Από τις ανωτέρω αποφάσεις της ΡΑΕ «σχετικά με τις αριθμητικές τιμές των συντελεστών της μεθοδολογίας επιμερισμού του Ειδικού Τέλους του άρθρου 143 § 2 περ. γ΄ του ν. 4001/2011» προκύπτει ότι οι υπολογισμοί εσόδων-εξόδων του Ειδικού Λογαριασμού του άρθρου 143 του ν. 4001/2011 διενεργούνται από τη ΡΑΕ σε προϋπολογιστική βάση, αφενός λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση ως προς τις ισχύουσες τιμές ενέργειας και αφετέρου διενεργώντας υποθέσεις εργασίας όσον αφορά την ετήσια παραγωγή ενέργειας, καθώς και την κατανάλωση ενέργειας στο σύνολο της χώρας. Προσδιοριστικός παράγων για τους ως άνω υπολογισμούς και υποθέσεις ήταν κατά την επίμαχη περίοδο το εκάστοτε έλλειμμα του εν λόγω Ειδικού Λογαριασμού. Τα ίδια προκύπτουν και από την 236/2010 πρόταση της ΡΑΕ προς την Υπουργό ΠΕΚΑ όσον αφορά το ύψος του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ του άρθρου 40 § 3 περ. γ΄ του ν. 2773/1999 (όπως η περίπτωση αυτή είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 23 § 20 του ν. 3175/2003, Α΄ 207), κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα από 4.6.2010 υπουργική απόφαση. Όπως αναφέρεται δε στις ανωτέρω αποφάσεις της ΡΑΕ, η εν λόγω Αρχή, ως κύριο όργανο εποπτείας της εγχώριας αγοράς ενέργειας, μεριμνά, μεταξύ άλλων, και για τη δυνατότητα πληρωμής των παραγωγών ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ από τον Ειδικό Λογαριασμό, παράλληλα δε, έχει ως βασική αρμοδιότητα και μέριμνα για την προστασία των συμφερόντων των τελικών καταναλωτών, ιδίως σε σχέση με τις τιμές και τη διαφάνεια των τιμολογίων, έτσι ώστε να μην πλήττονται υπερμέτρως από τις απότομες διακυμάνσεις και ιδίως τις αυξήσεις των χρεώσεων που επιβάλλονται σε αυτούς. Διά τούτο, η ΡΑΕ, όπως αναφέρεται στις 1 και 323/2013 αποφάσεις της, έκρινε σκόπιμο η κάλυψη του συσσωρευμένου ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού να γίνει σταδιακώς και ομαλώς, εφαρμόζοντας την κατανομή αποκλιμακώσεως του ελλείμματος την οποία υιοθετεί το ΥΠΕΚΑ για τη διετία 2013-2014. Μετά την ψήφιση στη Βουλή (στις 30.3.2014) του ν. 4254/2014 η ΡΑΕ με την 175/31.3.2014 απόφασή της (Β΄ 816/ 2.4.2014) έκρινε ότι δεν ήταν σκόπιμο να προβεί στην αναπροσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ που είχε αποφασισθεί στην από 26.2.2014 συνεδρίασή της πριν από τη θέσπιση των μέτρων του ν. 4254/2014 (απόφαση ΡΑΕ 86/26.2.2014) για μεσοσταθμική αναπροσαρμογή του ειδικού αυτού τέλους από 1.4.2014 σε 33,68 ευρώ/MWh [ήτοι υπερδιπλασιασμό αυτού] και αποφάσισε μεσοσταθμική αναπροσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ σε 19,73 ευρώ/MWh από 1.4.2014. Η αναπροσαρμογή αυτή διατηρήθηκε και για το έτος 2015 δυνάμει του άρθρου 17 του ν. 4324/2015. Από τις οικείες διατάξεις τόσον του ν. 2773/1999 όσον και του ν. 4001/2011 (όπως τα άρθρα 40 και 143, αντιστοίχως, τροποποιήθηκαν μέχρι τη θέσπιση των επίμαχων διατάξεων του ν. 4254/ 2014) συνάγεται ότι ο προσδιορισμός του ύψους του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ και ήδη ΕΤΜΕΑΡ [ύψος το οποίο υπό το καθεστώς του ν. 2773/1999 καθοριζόταν με υπουργική απόφαση και υπό το καθεστώς του ν. 4001/2011 με απόφαση της ΡΑΕ αναθεωρούμενη ανά τακτά χρονικά διαστήματα (ανά έτος και από 19.11.2012 ανά εξάμηνο)] εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως και ήδη της ΡΑΕ, η οποία αποφασίζει με βάση ορισμένα κριτήρια στο πλαίσιο των κατά νόμον αρμοδιοτήτων της. Ο κοινός νομοθέτης δεν εγγυάται ότι το ΕΤΜΕΑΡ θα προσδιορίζεται κανονιστικώς σε ορισμένο ύψος ή σε συγκεκριμένο εύρος τιμών ούτε ότι θα βαίνει υποχρεωτικώς αυξανόμενο για την κάλυψη των τυχόν ελλειμμάτων του Ειδικού Λογαριασμού. Ενόψει τούτων, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από την εκτεθείσα ανωτέρω σταδιακή αύξηση του ΕΤ ΜΕΑΡ πριν από τη θέσπιση των μέτρων του ν. 4254/2014, αύξηση η οποία υπολείπεται αφενός της θετικής αναπροσαρμογής του τέλους αυτού σε ποσό 19,73 ευρώ/MWh που, κατά τους ως άνω ισχυρισμούς των εναγόντων, ήταν αναγκαία από το έτος 2012, ώστε να επιτευχθεί ο ισοσκελισμός του Ειδικού Λογαριασμού πριν από το τέλος του 2013, και αφετέρου οιασδήποτε άλλης αναπροσαρμογής που κατά τους ενάγοντες έπρεπε να είναι υψηλότερη από τις θεσπισθείσες με τις προαναφερθείσες υπουργικές αποφάσεις και αποφάσεις της ΡΑΕ. Συνεπώς, και ως προς την πραγματική αυτή βάση η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη.