Επισκόπηση πρόσφατης Νομολογίας ΣτΕ 2025: Αποφάσεις Ολομέλειας & Τμημάτων με επιμέλεια Κωνσταντίνου Π. Σαμαρτζή
EΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣτΕ
Επιμέλεια: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ, Δικηγόρος
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ
334/2025 - Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος, Εισηγήτρια: Κ. Λαζαράκη, Σύμβουλος
Φορολογικές διαφορές. Άσκηση προσφυγής και αγωγής. Για την επίλυση των διαφορών, που αναφύονται μεταξύ φορολογούσας αρχής και φορολογουμένου κατά τον καταλογισμό των φόρων κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών που αφορούν αναγνώριση φορολογικής απαλλαγής ή μείωσης, καθώς και την επιστροφή φόρων κ.λπ., ο φορολογούμενος δύναται να ασκήσει αποκλειστικώς και μόνο το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, όχι δε και το ένδικο βοήθημα της αγωγής. Η αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας, η οποία προκαλείται από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων της φορολογικής διοίκησης και δεν αποτελεί, κατά τον νόμο, αντικείμενο της προσφυγής ουσίας, όπως η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να επιδιωχθεί παραδεκτώς με αγωγή.
Παρεμπίπτοντα ζητήματα. Το δικαστήριο της αγωγής δεν έχει την εξουσία να ελέγξει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της επιβολής φόρου, κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή είτε έχει ασκηθεί αλλά έχει απορριφθεί. Αυτά ισχύουν και στην περίπτωση που, κατόπιν μη (παραδεκτής) άσκησης ή άσκησης και απόρριψης της προσφυγής, επιλύεται από το ΣτΕ το κρίσιμο νομικό ζήτημα, ύστερα από ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από τη φορολογική διοίκηση, κατά τρόπο αντίθετο από την έως τότε κρατήσασα νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας και κρίνεται τελικώς, επί δικών άλλων φορολογουμένων, ότι παροχές όμοιες με εκείνες, για τις οποίες φορολογήθηκαν οι ενάγοντες, δεν υπέκειντο κατά τον κρίσιμο χρόνο στον επίμαχο φόρο [Μειοψηφία].
Γνωμοδοτική αρμοδιότητα ΕΔΔΑ. Με το 16ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ διευρύνεται η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του ΕΔΔΑ στο πλαίσιο της προσπάθειας για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού επίβλεψης της ΕΣΔΑ, καθώς και της ενίσχυσης του διαλόγου μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του ΕΔΔΑ. Η γνωμοδοτική αυτή διαδικασία, που θεσπίζεται με σκοπό την ενίσχυση περαιτέρω της αλληλεπίδρασης μεταξύ του ΕΔΔΑ και των εθνικών αρχών και την ενδυνάμωση της εφαρμογής της Σύμβασης, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, έχει προαιρετικό χαρακτήρα. Η υποβολή του αιτήματος εναπόκειται στην απόλυτη κρίση του αιτούντος ανωτάτου δικαστηρίου, πρέπει δε να είναι αιτιολογημένη και να αφορά ζητήματα αρχής σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών της ΕΣΔΑ.
■
448/2025 – Προεδρεύων: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Β. Μόσχου, Σύμβουλος
Αμεροληψία δικαστών. Η αρχή της αμεροληψίας των δικαστικών λειτουργών, καίτοι δεν διατυπώνεται ρητά στο Σύνταγμα, συνιστά συνταγματική αρχή ως εγγενές στοιχείο και θεσμική εγγύηση της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης, η οποία απορρέει από την αρχή του Κράτους Δικαίου και τις καθιερούμενες στο Σύνταγμα εγγυήσεις υπέρ της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων, καθώς και από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Η δικαστική αμεροληψία έχει έκφανση τόσο υποκειμενική, που αναφέρεται στην ενδιάθετη βούληση του δικαστικού λειτουργού και απαιτεί από αυτόν να είναι απαλλαγμένος από προσωπική προκατάληψη ή μεροληψία, πράγμα που τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου, όσο και αντικειμενική, η οποία εξαρτάται από τη συνδρομή ή μη στοιχείων, τα οποία μπορούν να δημιουργήσουν εξ αντικειμένου εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή. Σημασία μπορεί να έχουν και οι εντυπώσεις, καθώς το διακύβευμα είναι η εμπιστοσύνη, την οποία τα δικαστήρια σε μία δημοκρατική κοινωνία πρέπει να εμπνέουν στο κοινό. Η εντύπωση ότι ένας δικαστής στερείται αμεροληψίας μπορεί να δημιουργηθεί όχι μόνον από προφανή σύγκρουση συμφερόντων ή από τη στάση του κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά και από τη συμπεριφορά του εκτός δικαστηρίου.
Ελευθερία έκφρασης και δικαστές. Η ελευθερία της έκφρασης, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, αναγνωρίζεται και στους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι, ωστόσο, πρέπει να ασκούν το δικαίωμά τους αυτό με την ενδεδειγμένη αυτοσυγκράτηση, έτσι ώστε να μην διακυβεύεται στο πρόσωπο και τη στάση τους το κύρος της Δικαιοσύνης και να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η αμεροληψία τους για την εκδίκαση των υποθέσεων, που βρίσκονται υπό την κρίση τους ή που ενδέχεται να κληθούν να εκδικάσουν. Ως εκ τούτου, ο δικαστής πρέπει να επιδεικνύει μία αποστασιοποιημένη, μη προκατειλημμένη, αμερόληπτη και ισορροπημένη στάση στις δημόσιες δηλώσεις του, ιδίως εάν υπάρχει ένας δυνητικός σύνδεσμος με εκκρεμείς ή εν εξελίξει υποθέσεις. Εφ’ όσον πληρούται η προϋπόθεση αυτή, ακόμα και εάν ορισμένο ζήτημα έχει πολιτικές προεκτάσεις, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να εμποδίσει τους δικαστές να εκφράζονται δημόσια επ’ αυτού.
Αποφυγή αντιπαραθέσεων. Αρχή του φυσικού δικαστή. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και όταν ο δικαστής προβαίνει σε σχόλια, σε κατάλληλη περίσταση, για την υπεράσπιση του θεσμού της Δικαιοσύνης, ή την επεξήγηση συγκεκριμένων νομικών ζητημάτων ή αποφάσεων στο κοινό ή σε εξειδικευμένο ακροατήριο, ή την υπεράσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του Κράτους Δικαίου, πρέπει να φροντίζει να αποφεύγει την εμπλοκή σε τρέχουσες αντιπαραθέσεις, στο μέτρο που η εμπλοκή του αυτή θα μπορούσε εύλογα να θέσει σε διακινδύνευση την εξ αντικειμένου αμεροληψία του για την εκδίκαση σχετικής διαφοράς. Όσο σημαντικό είναι για την έννομη τάξη να τηρείται σε κάθε περίπτωση η αρχή της αμεροληψίας και να μην εκδικάζονται υποθέσεις από δικαστές, στο πρόσωπο των οποίων συντρέχει λόγος εξαίρεσης, άλλο τόσο πρέπει να μην παρακωλύεται, εν ονόματι της εν λόγω αρχής, η εκδίκαση υπόθεσης από δικαστή για τον οποίο δεν συντρέχει πράγματι τέτοιος λόγος, διότι αυτό θα παραβίαζε την επίσης θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου αρχή του νόμιμου («φυσικού») δικαστή.
■
532/2025 - Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Πρόεδρος, Εισηγήτρια: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος
Αχρεωστήτως καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές. Παραγραφή. Η αξίωση των ασφαλιστικών φορέων για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών δεν αφορά επιβολή οικονομικής επιβάρυνσης σε βάρος του διοικουμένου, υπό την έννοια του καταλογισμού χρηματικών ποσών εξαιτίας της παραβίασης υποχρέωσης καταβολής ενός βάρους (όπως φόρων, τελών, εισφορών ή άλλης επιβάρυνσης), αλλά ο καταλογισμός τους αφορά την επιστροφή του παράνομου πλουτισμού, δηλαδή των ποσών, τα οποία ο λήπτης δεν εδικαιούτο να λάβει και τα εισέπραξε κατά παράβαση του νόμου σε βάρος των λοιπών ασφαλισμένων και συνταξιούχων που δικαιούνται κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, καθώς και σε βάρος του ασφαλιστικού φορέα που είναι φορέας Γενικής Κυβέρνησης (οπότε τα αχρεωστήτως καταβληθέντα από τους ασφαλιστικούς φορείς ποσά διευρύνουν το δημόσιο έλλειμμα). Συνεπώς, όσον αφορά τη διάρκεια της παραγραφής, η 20ετία δικαιολογείται λόγω της σημαντικής, κατά κανόνα, δυσκολίας εντοπισμού των αχρεώστητων πληρωμών και δεν αντίκειται σε συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή [Μειοψηφία].
Αναζήτηση από τους κληρονόμους. Η αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών ισχύει και για τον κληρονόμο του λήπτη των παροχών, αν δεν έχει αποποιηθεί την κληρονομία και δεν είχε εκδοθεί σε βάρος του κληρονομουμένου-οφειλέτη εν ζωή σχετική καταλογιστική πράξη (εν ευρεία εννοία βεβαίωση της οφειλής). Και τούτο, διότι η υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών παροχών αποτελεί χρέος της κληρονομίας. Ειδικότερα, ο απλός κληρονόμος ευθύνεται αφ’ ενός και με την ατομική περιουσία του για τα χρέη του κληρονομουμένου και, επομένως, και για τις οφειλές (χρέη) του λήπτη-κληρονομουμένου έναντι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και αφ’ ετέρου απεριόριστα, δηλαδή ακόμη και αν το παθητικό της κληρονομίας υπερβαίνει το ενεργητικό της ή δεν υπάρχει καθόλου ενεργητικό. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη καταβολής της σχετικής οφειλής (δηλαδή το ποσό που του έχει καταλογισθεί με την οικεία πράξη του αρμόδιου οργάνου του ανωτέρω φορέα) πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει μόνον ότι η καταβολή του ποσού της οφειλής (κεφάλαιο και τυχόν τόκοι) θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, όχι όμως και την καλοπιστία του λήπτη-κληρονομουμένου όσον αφορά τις από εκείνον αχρεωστήτως εισπραχθείσες παροχές [Μειοψηφία].
■
618/2025 - Πρόεδρος: Ε. Νίκα, Πρόεδρος, Εισηγήτρια: Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος
Χωροταξικός σχεδιασμός. Κανόνες. Ο χωροταξικός σχεδιασμός ανήκει στην αρμοδιότητα του Κράτους, το οποίο υποχρεούται, σύμφωνα με τις αρχές και τα πορίσματα της επιστήμης της χωροταξίας, να λαμβάνει τα αναγκαία για τον ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι άριστοι δυνατοί όροι διαβίωσης του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας, παρεμβαίνοντας στο αναγκαίο μέτρο στην οικονομική δραστηριότητα. Ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα χωροταξικά σχέδια, με τα οποία τίθενται, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών άσκησης παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές. Ο θεμελιώδης κανόνας της βιώσιμης ανάπτυξης ισχύει κατά μείζονα λόγο για τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, των οποίων η οικιστική και εν γένει οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους.
Προστασία της γεωργικής γης. «Φυσικό περιβάλλον», που εμπίπτει στην προστασία του άρθρου 24 § 1 Σ, αποτελούν όχι μόνο τα φυσικά οικοσυστήματα αλλά και τα τεχνητά, ιδίως δε η γεωργική γη, της οποίας η διατήρηση και η ορθή διαχείριση είναι ουσιώδης όρος της βιώσιμης ανάπτυξης, διότι αποτελεί την αναντικατάστατη βάση του ανθρωπογενούς παραγωγικού συστήματος. Αυτά ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, προκειμένου περί της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, η διατήρηση και προστασία της οποίας επιβάλλεται από τη συνταγματική αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Επομένως, κατά την άσκηση από το Κράτος της χωροταξικής πολιτικής και της οικιστικής ανάπτυξης, η οποία πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους κανόνες που απορρέουν από την ανωτέρω συνταγματική αρχή, απαιτείται να προστατεύεται και να διατηρείται η γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, η διαφύλαξη της οποίας εξυπηρετεί και αναπτυξιακούς στόχους. Η προστασία, όμως, αυτή δεν συνεπάγεται απόλυτη απαγόρευση εκτέλεσης οποιουδήποτε έργου σε εκτάσεις γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας και, ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η εκτέλεση βασικών έργων υποδομής, των οποίων η κατασκευή σε συγκεκριμένη περιοχή παρίσταται αναγκαία, τούτο δε κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για έργα που παρουσιάζουν στενό σύνδεσμο με δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα και, ιδίως, τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Η προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας φιλικότερων προς το περιβάλλον και, ειδικότερα, η αύξηση στο άμεσο μέλλον της διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην παραγωγή ενέργειας αποτελεί για τη Χώρα υποχρέωση, η οποία απορρέει από το Πρωτόκολλο του Κιότο και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μείωση των εκπομπών αερίων, που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, εν όψει των οξύτατων προβλημάτων που προκαλεί η αλλαγή κλίματος με ταχύτατους ρυθμούς.
Πτυχές του δημοσίου συμφέροντος και στάθμιση αυτών. Ο νομοθέτης (τυπικός και κανονιστικός) δεν κωλύεται, σταθμίζοντας τις διάφορες πτυχές του δημοσίου συμφέροντος, και κινούμενος εντός των ορίων του Συντάγματος, του ευρωπαϊκού δικαίου και των διεθνών συνθηκών, να προχωρήσει σε σύνθεση αυτών και να προκρίνει εκάστοτε τη θεραπεία μιας ή περισσότερων πτυχών του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση προς τις λοιπές, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις επικρατούσες συνθήκες ή προς αντιμετώπιση καταστάσεων, που είτε δεν υφίσταντο κατά το παρελθόν, είτε δεν είχαν την ίδια ένταση όπως σήμερα, εφ’ όσον οι εισαγόμενες ρυθμίσεις είναι εύλογες και αναγκαίες, θεσπίζονται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια και λαμβάνουν δεόντως υπ’ όψη τις λοιπές πτυχές του δημοσίου συμφέροντος.
Μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα εντός γεωργικής γης. Η ανάπτυξη εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα εντός περιοχών γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας υπαγορεύεται από την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει λάβει οξείες διαστάσεις τις τελευταίες δεκαετίες, της επίτευξης ενεργειακής επάρκειας της Χώρας και της απεξάρτησης από τα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, σε συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο, ενώ συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος της περιοχής εγκατάστασης, στο μέτρο που καθιστά δυνατή την αξιοποίηση (ανακύκλωση) οργανικών αποβλήτων, τα οποία, άλλως, θα διετίθεντο στο περιβάλλον, με προφανείς δυσμενείς συνέπειες για την ποιότητά του.
■
ΤΜΗΜΑΤΩΝ
305/2025 (ΣΤ΄ Τμ.) – Πρoεδρεύουσα: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος, Εισηγητής: Χ. Κομνηνός, Πάρεδρος
Διαφορές που γεννώνται για άτομα με αναπηρία. Αρμοδιότητα. Οι διαφορές, που γεννώνται από τις ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες παρέχεται οικονομική ενίσχυση σε άτομα με (βαριά) αναπηρία ή εκδηλώνεται άρνηση παροχής ή διακοπή τέτοιας οικονομικής ενίσχυσης, υπάγονται στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων, ως διοικητικές διαφορές ουσίας. Τυχόν παράλληλη αναζήτηση ποσών ως αχρεωστήτως καταβληθέντων ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς το ζήτημα τούτο, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της. Διοικητική διαφορά ουσίας, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδια είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εισάγεται με την άσκηση της κατά τον ΚΔιοικΔικ προσφυγής, δημιουργεί όχι μόνον η αμφισβήτηση των ατομικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί προστασίας εν γένει αναπήρων, αλλά και η αμφισβήτηση των πράξεων που εκδίδονται κατόπιν άσκησης διοικητικής προσφυγής κατ’ αυτών.
■
310/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Κοντοπόδη, Πάρεδρος
Κοινωφελής σκοπός διαθήκης ή δωρεάς. Μεταβολή. Επιφυλασσομένης της περίπτωσης που διαπιστώνεται με δικαστική απόφαση το ανέφικτο της πραγματοποίησης της θέλησης του διαθέτη ή δωρητή, απαγορεύεται η μεταβολή όχι μόνο του κοινωφελούς σκοπού, στον οποίο αναφέρεται η διαθήκη ή η δωρεά, αλλά και των περιεχόμενων σε αυτές όρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ορισμοί που αφορούν τον τρόπο της διοίκησης και διαχείρισής της υπέρ του Δημοσίου ή για κοινωφελή σκοπό καταλειφθείσας περιουσίας, διότι οι ορισμοί αυτοί επίσης αποτελούν ουσιώδες μέρος του περιεχομένου της υπέρ του σκοπού αυτού διαθήκης ή δωρεάς.
Διοικητικές πράξεις και ζητήματα ιδιωτικού δικαίου. Παρεμπίπτουσα κρίση της Διοίκησης. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Διοίκηση νομίμως αποφαίνεται, εκφέροντας παρεμπίπτουσα κρίση επί των ζητημάτων (δικαιωμάτων ή εν γένει εννόμων σχέσεων και καταστάσεων) ιδιωτικού δικαίου, που ανακύπτουν και αποτελούν είτε τη νόμιμη βάση μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης, είτε την προϋπόθεση για την εφαρμογή διάταξης του διοικητικού δικαίου, χωρίς να υποχρεούται να υποβάλει προηγουμένως σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Παρέκκλιση, με αποτέλεσμα πριν από τη διοικητική ενέργεια να απαιτείται προηγούμενη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου, νοείται όταν τούτο προβλέπεται από διάταξη νόμου. Τέτοια διάταξη συνιστά και εκείνη που καθιερώνει αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφετείου ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά περίπτωση, να επιλύει κάθε αμφιβολία που ανακύπτει ως προς την έννοια διατάξεων διαθήκης ή πράξης δωρεάς, με την οποία καταλείπεται περιουσία υπέρ του Δημοσίου ή για κοινωφελή σκοπό, οπότε η Διοίκηση οφείλει, πριν από την άσκηση της αρμοδιότητάς της με την έκδοση εκτελεστής πράξης, στον αρμόδιο πολιτικό δικαστή, η σχετική κρίση του οποίου είναι δεσμευτική για τη διοικητική αρχή.
■
320/2025 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Δ. Μπουγάτσος, Πάρεδρος
Προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η συνταγματική επιταγή προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς υλοποιείται από τον κοινό νομοθέτη αφ’ ενός με τις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου, αφ’ ετέρου, πλην άλλων, με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, που προβλέπεται από τις διατάξεις για την πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και των οικισμών της Χώρας. Οι ρυθμίσεις περί του χαρακτηρισμού και της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, που προβλέπονται από την αρχαιολογική και την πολεοδομική νομοθεσία, αντιστοίχως, είναι διακεκριμένες, οι δε αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί χωρούν με βάση διαφορετικά κριτήρια, ωστόσο αποτελούν εκφάνσεις του κοινού, επιτασσόμενου από το Σύνταγμα, σκοπού της αποτελεσματικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Κήρυξη κτιρίου ως διατηρητέου. Αιτιολογία. Η υπουργική απόφαση, η οποία κηρύσσει κτίριο ή τμήμα του ως διατηρητέο και επιβάλλει, εν όψει της συνταγματικής επιταγής για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, περιορισμούς στο δικαίωμα της κυριότητας, πρέπει, λόγω της φύσης της, να είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να προκύπτει από την έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργείου, καθώς και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, πρέπει δε να περιλαμβάνει περιγραφή, με ειδικό και συγκεκριμένο τρόπο, των στοιχείων, τα οποία, εν όψει των κριτηρίων του νόμου, δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό ως διατηρητέου του συγκεκριμένου κτιρίου ή τμήματός του, κατά τη σχετική κρίση της Διοίκησης, η οποία, ως προς τις περαιτέρω ουσιαστικές και τεχνικές εκτιμήσεις, δεν ελέγχεται, κατ’ αρχήν, ακυρωτικώς.
Κτίρια επιβαρυμένα. Προκειμένου να διαφυλαχθούν στο διηνεκές στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, δεν αποκλείεται η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων στις περιπτώσεις που τα οικοδομήματα ή στοιχεία αυτών έχουν αλλοιωθεί ή καταστραφεί, εφ’ όσον οι υπάρχουσες επεμβάσεις και αλλοιώσεις είναι, κατ’ αρχήν, αναστρέψιμες. Συνεπώς, αν ορισμένο κτίσμα ή κτίριο υφίσταται ως υλική μαρτυρία και είναι, περαιτέρω, εφικτή η επιστημονική τεκμηρίωση και αξιολόγησή του από την άποψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και της επιδιωκόμενης κατά τον νόμο προστασίας, το κτίσμα δεν στερείται της αυθεντικότητάς του, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο, εκ μόνου του λόγου ότι έχει καταστραφεί ολοσχερώς ή έχουν καταστραφεί, αφαιρεθεί ή κατεδαφισθεί τα ιδιαιτέρως αξιόλογα αρχιτεκτονικά ή μορφολογικά του στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκατασταθούν. Αντίστοιχη ειδική αιτιολογία απαιτείται και στην περίπτωση όπου κτίσμα ή κτίριο, για το οποίο υποβλήθηκε από ενδιαφερόμενο σχετικό αίτημα ή το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο σχετικής έρευνας από τις αρμόδιες υπηρεσίες, δεν κρίνεται, τελικώς, ως διατηρητέο.
■
325/2025 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Ε. Μελισσαρίδης, Πάρεδρος
Ορκωμοσία αιρετών μελών ΟΤΑ. Ο νομοθέτης επιβάλλει στα πρόσωπα, που εκλέγονται στα αξιώματα των ΟΤΑ πρώτου βαθμού και δεν αποποιούνται την εκλογή τους, να εγκαθίστανται και να αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους ευθύς με την έναρξη της νόμιμης θητείας τους, ήτοι την 1η Ιανουαρίου του έτους, που έπεται εκείνου της διενεργείας των δημοτικών εκλογών. Προηγείται η ορκωμοσία των εκλεγέντων, με την οποία αυτοί δεσμεύονται για τη σύμφωνη με το Σύνταγμα και τους νόμους διοίκηση του Δήμου. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, θεσπίζεται η αυτοδίκαιη έκπτωση από το αξίωμά τους, εάν παραλείψουν υπαιτίως να προσέλθουν εμπροθέσμως για ορκωμοσία, την εν λόγω δε έκπτωση διαπιστώνει ο Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η ορκωμοσία γίνεται σε ημερομηνία μία ή περισσότερες, τις οποίες ορίζει ο εκλεγείς δήμαρχος εντός του χρονικού διαστήματος των 20 ημερών πριν από την ανάληψη των καθηκόντων και έως την παραμονή της ημέρας εγκατάστασης και ανάληψης των καθηκόντων των νέων δημοτικών αρχών.
Εμπρόθεσμη ορκωμοσία. Εάν εκλεγείς σε αιρετό αξίωμα ΟΤΑ δεν προσέλθει για να ορκισθεί σε κάποια από τις ημέρες αυτές, για οποιονδήποτε λόγο, ο δήμαρχος οφείλει να ορίσει και να τον καλέσει σε άλλη ημέρα προς ορκωμοσία εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Σε κάθε περίπτωση, οι εκλεγέντες οφείλουν να προσέρχονται για ορκωμοσία το βραδύτερο εντός της προτεραίας της ανάληψης καθηκόντων, ήτοι εντός της 31ης Δεκεμβρίου του έτους διενέργειας των εκλογών, ακόμη και εάν δεν έχουν προσκληθεί προς τούτο από τον εκλεγέντα δήμαρχο ή θεωρούν μη νόμιμη την πρόσκληση που αυτός έχει απευθύνει, διότι, στην περίπτωση αυτήν, η 31η Δεκεμβρίου του έτους διενέργειας των εκλογών ορίζεται ως τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την ορκωμοσία. Κατ’ εξαίρεση, η ορκωμοσία μπορεί να λάβει χώρα και μετά την εκπνοή του χρονικού αυτού διαστήματος (ήτοι μετά τις 31.Δεκεμβρίου του έτους διεξαγωγής των εκλογών), όμως ο ενδιαφερόμενος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι υφίστατο λόγος αντικειμενικής αδυναμίας, ο οποίος τον εμπόδισε να δώσει τον καθιερωμένο όρκο εντός του παραπάνω χρονικού διαστήματος, ο δε δήμαρχος οφείλει να τον καλέσει εντός 5 ημερών από την ημερομηνία που ενημερώθηκε για την άρση των λόγων της αντικειμενικής αδυναμίας.
■
326/2025 (Γ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Β. Γκέρτσος, Πάρεδρος
Εκλογές ΟΤΑ. Χρώμα ψηφοδελτίων. Στις δημοτικές εκλογές, προκειμένου να θεωρηθεί το ψηφοδέλτιο άκυρο λόγω του χρώματος του χαρτιού που έχει τυπωθεί, πρέπει το χαρτί ή η μελάνη να είναι εμφανώς διαφορετικό από το νόμιμο και δεν αρκεί να είναι τυπωμένο σε χαρτί απλώς διαφορετικής απόχρωσης ή διαφορετικού πάχους ή εκτυπωμένο με μελάνι απλώς διαφορετικής απόχρωσης από το μαύρο, προς το βαθύτερο ή το ανοικτότερο, διότι οι διαφορές αυτές οφείλονται, συνήθως, στην κατασκευή του δημοσιογραφικού χαρτιού, που χρησιμοποιείται για τα ψηφοδέλτια, και στην ποσότητα της μελάνης, που διοχετεύουν τα μηχανήματα του τυπογραφείου, κατά την εκτύπωση των ψηφοδελτίων, και δεν δημιουργούν ακυρότητα των ψηφοδελτίων αυτών.
■
328/2025 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Ασφαλιστικές διαφορές. Αρμοδιότητα. Οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται κατά κανόνα στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου και κατ’ εξαίρεση στην αρμοδιότητα διοικητικού δικαστηρίου άλλου βαθμού ή ίδιου βαθμού αλλά διαφορετικής σύνθεσης, εφ’ όσον τούτο ορίζεται ρητώς στον νόμο. Ως καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου νοείται η εξουσία του να δικάζει υποθέσεις με συγκεκριμένο αντικείμενο. Όσον αφορά τις διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης, στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου και, ακολούθως, του μονομελούς διοικητικού εφετείου υπάγονται μόνον οι κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, οι οποίες έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο των 60.000 ευρώ.
Μη χρηματικό αντικείμενο. Για τις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, οι οποίες δεν έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο, όπως είναι οι διαφορές που ανακύπτουν κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας κατά πράξης ασφαλιστικού φορέα περί υπαγωγής ή μη προσώπου στην ασφάλισή του ή περί κατάταξης σε ασφαλιστικές κατηγορίες, με παρεπόμενη συνέπεια τον καταλογισμό ή την επιστροφή των αναλογουσών στην ασφάλιση αυτή εισφορών, διατηρείται ο κανόνας της γενικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου σε πρώτο βαθμό και, ακολούθως, του τριμελούς διοικητικού εφετείου σε δεύτερο βαθμό. Εξάλλου, οι κανόνες με τους οποίους καθορίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των δικαστηρίων είναι κανόνες δημόσιας τάξης και, ως εκ τούτου, η τήρησή τους ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από τα διοικητικά δικαστήρια σε κάθε στάση της δίκης, καθώς και για πρώτη φορά στην κατ’ αναίρεση δίκη ενώπιον του ΣτΕ.
■
332/2025 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπροέδρος, Εισηγήτρια: Κ. Σκούρα, Πάρεδρος
Δημόσιοι διαγωνισμοί. Έννομο συμφέρον τρίτων. Τρίτοι, μη μετασχόντες στη διαγωνιστική διαδικασία ανάθεσης δημοσίου έργου, έχουν μεν κατ’ αρχήν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξη ενταγμένη στη διαδικασία αυτή, εφ’ όσον προβάλλουν ότι το έργο είναι παράνομο και ότι από τη λειτουργία του θίγονται έννομα συμφέροντά τους (λ.χ. λόγω παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας). Δεν μπορούν όμως να προβάλλουν τυχόν πλημμέλειες της διαγωνιστικής διαδικασίας. Συνεπώς, η διαφορά, που γεννάται στην περίπτωση αυτήν, ανήκει πάντοτε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ και δεν έχει μεταφερθεί στα Διοικητικά Εφετεία.
■
336/2025 (Α’ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Ε. Τζιράκη, Πάρεδρος
Αιτιώδης συνάφεια. Αναιρετικός έλεγχος. Η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι, στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση, η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Διαδοχικές ζημιογόνες συμπεριφορές. Σε περίπτωση αλληλοδιαδόχων ζημιογόνων συμπεριφορών, οι οποίες διακρίνονται από συνεκτική ενότητα, κάθε παράνομη και, ακολούθως, ζημιογόνος συμπεριφορά πρέπει να κρίνεται από τα δικαστήρια της ουσίας κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής όχι μόνον αυτοτελώς, αλλά και σωρευτικώς σε σχέση με τις λοιπές διαπιστωθείσες ζημιογόνες συμπεριφορές ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτών αυτοτελώς ή σωρευτικώς και της επελθούσας ζημίας.
■
352/2025 (Β’ Τμ.) – Προεδρεύων: Κ. Κουσούλης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Σδράκα, Σύμβουλος
Ενωσιακό δίκαιο. Δικαίωμα ακρόασης. Διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές του Τελωνειακού Κώδικα, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το εθνικό δικαστήριο. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για τις διοικητικές αρχές των κρατών-μελών, όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, έστω και αν η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς μια τέτοια διαδικαστική δυνατότητα. Ειδικότερα, στην περίπτωση της εκ των υστέρων είσπραξης τελωνειακών δασμών, δικαίωμα ακρόασης πριν την αποστολή των ενταλμάτων πληρωμής δεν προβλέπεται ούτε από τον κοινοτικό, ούτε από τον εθνικό Τελωνειακό Κώδικα. Επομένως, όσον αφορά διαδικασία σχετική με την εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών δασμών, δηλαδή απόφαση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας έχει εφαρμογή στα κράτη-μέλη και, ειδικότερα, το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν ληφθεί ατομικό μέτρο σε βάρος του, ακόμη και αν έχει τη δυνατότητα να προβάλει την θέση του στο πλαίσιο μεταγενεστέρου σταδίου, όταν δεν έλαβε χώρα προηγούμενη ακρόαση, εάν η εθνική νομοθεσία δεν παρέχει στους αποδέκτες των ενταλμάτων πληρωμής τη δυνατότητα να επιτύχουν αναστολή εκτέλεσης των ενταλμάτων μέχρι την ενδεχόμενη μεταρρύθμισή.
■
372/2025 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Εμμανουηλίδης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Χ. Τζέμου, Πάρεδρος
Φόρος εισοδήματος. Παραγραφή. Το δικαίωμα του Δημοσίου προς καταλογισμό φόρου εισοδήματος και πρόσθετου φόρου λόγω ανακρίβειας της οικείας φορολογικής δήλωσης, με την έκδοση φύλλου ελέγχου ή πράξης διορθωτικού προσδιορισμού κατόπιν διενέργειας φορολογικού ελέγχου, παραγράφεται, κατ’ αρχήν, με την πάροδο 5ετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης. Κατά παρέκκλιση, η παραγραφή καθίσταται 10ετής, επιτρεπομένης εντός του χρονικού αυτού διαστήματος της διενέργειας αρχικού ή συμπληρωματικού ελέγχου και του, με βάση αυτόν, προσδιορισμού κύριου και πρόσθετου φόρου, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαπίστωση της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης στηρίζεται σε συμπληρωματικά στοιχεία, ήτοι σε στοιχεία, τα οποία είτε περιήλθαν σε γνώση της αρμόδιας για τον καταλογισμό φορολογικής αρχής μετά την παρέλευση της αρχικής 5ετούς παραγραφής, είτε η φορολογική αρχή δεν υποχρεούτο να συνεκτιμήσει εντός του χρόνου της συνήθους παραγραφής, κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης εκ του νόμου αρμοδιότητάς της για λήψη των προσηκόντων μέτρων ελέγχου και έρευνας, και τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπ’ όψη της η φορολογική αρχή εντός της 5ετίας.
Συμπληρωματικά στοιχεία. Δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» εκείνα, τα οποία είτε είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής εντός της 5ετίας και αγνοήθηκαν ή δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπ’ όψη από αυτήν, είτε η φορολογική αρχή όφειλε να έχει λάβει γνώση τους, εντός της ίδιας 5ετίας, εάν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, ήτοι εάν είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας, που προβλέπονται στον νόμο. Ωστόσο, τέτοια «συμπληρωματικά στοιχεία» δεν αποκλείεται να είναι επίσημα ή ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, που τηρούν τρίτες επιχειρήσεις ή και άλλα έγγραφα, όπως έγγραφα άλλης ΔΟΥ ή άλλης δημοσίας υπηρεσίας, από τα οποία αποδεικνύεται, κατά την κρίση της φορολογικής αρχής ή των διοικητικών δικαστηρίων, η εικονικότητα των τιμολογίων που εξέδιδε ή λάμβανε και καταχώριζε ο φορολογούμενος, η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων που τηρούσε και η απόκρυψη από αυτόν εισοδήματος.
Εξαίρεση. Στοιχεία σχετικά με τη συναλλακτική συμπεριφορά εκδότη φορολογικών στοιχείων, προσβάσιμα μεν στη ΔΟΥ αρμοδιότητας αυτού, των οποίων, όμως, ουδόλως δύναται κατ’ αρχήν να έχει γνώση η ΔΟΥ αρμοδιότητας του λήπτη, εάν αποδεδειγμένα δεν τεθούν υπ’ όψη της, συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία εφ’ όσον αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας, επεξεργασίας και αξιολόγησης από τη ΔΟΥ αρμοδιότητας του εκδότη ή άλλη δημόσια υπηρεσία, το δε σχετικό πόρισμα, εφ’ όσον διαβιβαστεί στη ΔΟΥ αρμοδιότητας του λήπτη αυτών, αποτελεί επαρκή ένδειξη τυχόν παραβατικής συμπεριφοράς του εκδότη σε σχέση με την έκδοση πλαστών/εικονικών φορολογικών στοιχείων, προκειμένου η τελευταία να το συνεκτιμήσει κατά τον διενεργούμενο από αυτήν σχετικό διασταυρωτικό έλεγχο του λήπτη, για την τυχόν απόδοση σε αυτόν σχετικής παράβασης του ΚΒΣ (λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων). Τα ίδια εφαρμόζονται και επί επιβολής προστίμων για παραβάσεις του ΚΒΣ, η δε προθεσμία της παραγραφής, στις περιπτώσεις αυτές, αρχίζει από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση.
■
379/2025 (Γ’ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ε. Γεωργούτσου, Σύμβουλος
Πρόσληψη έμμισθου δικηγόρου. Διαδικασία. Κριτήρια. Η Επιτροπή Επιλογής κρίνει πρώτα ποιοι από τους υποψηφίους πληρούν τα απαιτούμενα από τον νόμο τυπικά προσόντα και, στη συνέχεια, τους καλεί σε προφορική συνέντευξη. Μετά το πέρας των συνεντεύξεων, η Επιτροπή κατατάσσει τους υποψηφίους κατά αξιολογική σειρά, με βάση τα προβλεπόμενα στον νόμο κριτήρια. Στο πρακτικό της Επιτροπής πρέπει να εκτίθενται τα κριτήρια του νόμου (προσωπικότητα υποψηφίου, επιστημονική κατάρτιση, εξειδίκευση στο αντικείμενο της απασχόλησης, επαγγελματική πείρα και επάρκεια και γνώση ξένων γλωσσών) και τα πραγματικά δεδομένα, τα οποία αναφέρονται στους προτεινόμενους προς πλήρωση των θέσεων και τα οποία οδήγησαν, κατά συνεκτίμηση της σπουδαιότητάς τους, στην κρίση προς επιλογή του καταλληλότερου. Είναι δυνατόν να συνεκτιμηθούν από την Επιτροπή, λαμβανόμενα, όμως, επικουρικώς υπ’ όψη, και τα κοινωνικά κριτήρια του νόμου, όπως η οικογενειακή κατάσταση και η πρόβλεψη για δυνατότητα εξέλιξης.
Αιτιολογία. Για την επιλογή σε θέση δικηγόρου η Επιτροπή πρέπει να προβαίνει σε συγκριτική ουσιαστική αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων των υποψηφίων, οι οποίοι έχουν τα νόμιμα προσόντα σε σχέση με τα καθοριζόμενα από τα προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια. Τέτοια συγκριτική αξιολόγηση αποτελεί η πλήρης παράθεση των πραγματικών δεδομένων του κάθε υποψήφιου και, ακολούθως, η μοριοδότηση αυτού ανά κριτήριο, με βάση τον προκαθορισθέντα από την προκήρυξη συντελεστή, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της βαθμολόγησης, που λαμβάνει κάθε υποψήφιος στα - δια του συστήματος μοριοδότησης - υπολογιζόμενα κριτήρια.
■
383/2025 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Δ. Μακρής, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Ε. Κουλεντιανού, Πάρεδρος
Κρίσεις αξιωματικών Πυροσβεστικής. Βαθμολογία κρινομένου. Δυσμενής κρίση δεν μπορεί να στηριχθεί στον βαθμό 4 που έλαβε ο προσφεύγων σε επιμέρους προσόντα από τον Α΄ Αξιολογητή στις εκθέσεις ικανότητας, διότι ο συγκεκριμένος βαθμός - κατά τον νόμο – αντιστοιχεί, στη νέα κλίμακα διαβαθμισμένης αξιολόγησης, στον χαρακτηρισμό «Αποτελεσματική» απόδοση. Ιδίως, όταν η συνολική βαθμολογία, με γενικό βαθμό (μέσο όρο) 98,67, αντιστοιχεί στον χαρακτηρισμό «υψηλά αποτελεσματική». Την κρίση αυτή δεν ανατρέπει η βαθμολογία με 8 σε επιμέρους προσόντα των υπολοίπων εκθέσεων ικανότητας, διότι ο συγκεκριμένος βαθμός αντιστοιχεί στον χαρακτηρισμό «αποτελεσματική» απόδοση, ανεξαρτήτως του ότι τυχόν δυσμενή στοιχεία των εκθέσεων αυτών δεν θα μπορούσαν, αυτοτελώς λαμβανόμενα, να στηρίξουν κρίση υπαλλήλου ως «ευδοκίμως τερματίσαντος», όταν ανάγονται σε παρωχημένο χρονικό διάστημα, που απέχει πολύ πέραν της δεκαετίας από την επίδικη κρίση.
Στοιχεία εκτίμησης. Η υπηρεσιακή εικόνα του προσφεύγοντος κρίνεται θετική, όταν ο μέσος όρος βαθμολογίας του είναι στον βαθμό του Πυράρχου από 96 έως 98,6 και, υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, στον βαθμό του Αντιπυράρχου από 9,1 μέχρι 10, του Επιπυραγού από 9,2 μέχρι και 94,4, του Πυραγού από 8,7 μέχρι 9,5, του Υποπυραγού από 9 μέχρι 9,2 και του Ανθυποπυραγού από 8,5 μέχρι 9,3. Επίσης, όταν δεν έχει πειθαρχικές ποινές και δεν προκύπτει ακαταλληλότητα για την άσκηση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή, μη νομίμως κρίνεται ως ευδοκίμως τερματίσας τη σταδιοδρομία του.
■
384/2025 (Γ΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Ε. Κουλεντιανού, Πάρεδρος
Δημοσίευση νόμων και κανονιστικών πράξεων. Βασική αρχή είναι, ότι, για την τελείωση των τυπικών νόμων και των προεδρικών διαταγμάτων, αλλά και των λοιπών κανονιστικού χαρακτήρα διοικητικών πράξεων, απαιτείται η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους. Με τη δημοσίευση, η κανονιστική ρύθμιση καθίσταται προσιτή στους πολίτες, δημιουργείται τεκμήριο γνώσης αυτής και καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητας των κανονιστικών διοικητικών πράξεων από τα δικαστήρια.
Ειδικοί τρόποι δημοσίευσης. Ειδικά για τις λοιπές, πέραν των προεδρικών διαταγμάτων, κανονιστικού περιεχομένου διοικητικές πράξεις, ο νομοθέτης μπορεί να καθορίσει γενικό ή ειδικούς, κατά περίπτωση, τρόπους δημοσίευσης με άλλο πρόσφορο μέσο, που προσιδιάζει στο αντικείμενο και τον χαρακτήρα της επιχειρούμενης ρύθμισης. Ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Κρυπτογραφία, Ασφάλεια και Συστήματα Πληροφοριών» έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων σύμφωνα με τον προβλεπόμενο στο σχετικό π.δ. ειδικό τρόπο της υποχρεωτικής κατά το Σύνταγμα δημοσίευσης και, συνεπώς, έχει λάβει νόμιμη υπόσταση.
■
391/2025 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος, Εισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλος
Αξίωση κατά του Δημοσίου. Τρόποι διακοπής παραγραφής. Αξίωση κατά του Δημοσίου ερειδόμενη στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ υπόκειται σε 5ετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Διακοπή της παραγραφής επέρχεται όχι μόνον, όταν ασκείται ένδικο βοήθημα κατά της διοικητικής πράξης ή παράλειψης, της οποίας η παρανομία αποτελεί τη βάση της σχετικής αξίωσης, αλλά και όταν άλλο δικαστήριο, κρίνοντας για διαφορετικό αντικείμενο, επιλύει αρμοδίως ζήτημα που αποτελεί τη βάση ή προϋπόθεση της αξίωσης ή η παρεμπίπτουσα έρευνα του οποίου θα ήταν αναγκαία για να επιλυθεί η διαφορά που αναφέρεται στην αξίωση.
■
402/2025 (ΣΤ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Σ. Λαμπροπούλου, Πάρεδρος
Επιτροπή Ανταγωνισμού. Χρόνος άσκησης των αρμοδιοτήτων της. Παρ’ ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να θεσπίσει με τον ν. 703/1977 συγκεκριμένη αποκλειστική προθεσμία, μέσα στην οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται να ασκήσει την αρμοδιότητά, η αρχή της ασφάλειας δικαίου αλλά και το θεμελιώδες δικαίωμα υπεράσπισης, το οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά όταν η αδικαιολόγητη πάροδος υπερβολικά μακρού χρόνου καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή τη συγκέντρωση αποδείξεων αναγκαίων ή πάντως ουσιωδώς χρήσιμων για την άμυνα του καθ’ ου, επιβάλλουν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού την υποχρέωση να ασκεί τις αρμοδιότητές της μέσα σε εύλογο χρόνο, στοιχείο το οποίο κρίνεται κάθε φορά ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, τη δυσχέρεια εντοπισμού της, τη φύση του ληπτέου μέτρου, τον σκοπό, στον οποίο αποβλέπει ο ασκούμενος από την Επιτροπή έλεγχος και τις εν γένει περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Τέτοια είναι, μεταξύ άλλων, η συστηματική επανάληψη της αυτής παραβατικής συμπεριφοράς, οπότε, ακόμη και αν οι κατ’ ιδίαν πράξεις δεν συγκροτούν ενιαία συνεχιζόμενη παράβαση, ως αφετηρία για τον υπολογισμό του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να ασκήσει τις αρμοδιότητές της, λαμβάνεται υπ’ όψη η λήξη της χρονικά τελευταίας εκδήλωσης της παραβατικής συμπεριφοράς.
Χρόνος επιβολής κυρώσεων. Ειδικά για την επιβολή κυρώσεων, μέτρο του ευλόγου του χρόνου αποτελούν και οι προθεσμίες που έχουν ταχθεί στο άρθρο 25 του Κανονισμού 1/2003, υπό την έννοια ότι ο εύλογος χρόνος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπολείπεται των προθεσμιών που τάσσονται στη διάταξη αυτή, δεν μπορεί όμως να είναι ούτε και καταδήλως μακρότερος από τον μέγιστο συνολικό χρόνο που προβλέπεται από τις ενωσιακές διατάξεις (δηλαδή τη 10ετία).
■
405/2025 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Χ. Σιταρά, Σύμβουλος
Συμμόρφωση της Διοίκησης σε ακυρωτική απόφαση λόγω πλημμελούς αιτιολογίας. Η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ. Το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμόρφωσης προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσας ακύρωσης, δηλαδή από τη φύση και το είδος της πράξης που ακυρώθηκε, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της απόφασής του. Στην περίπτωση, ειδικότερα, κατά την οποία η διοικητική πράξη ακυρώθηκε για πλημμέλειες της αιτιολογίας, η Διοίκηση μπορεί να επαναλάβει την κρίση της για τη ρύθμιση της συγκεκριμένης έννομης σχέσης αναδρομικώς και να εκδώσει πράξη ιδίου περιεχομένου με την ακυρωθείσα, πρέπει, όμως, να αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη νέα κρίση της, βάσει της ακυρωτικής απόφασης ή βάσει στοιχείων, που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και κρίσης από τον ακυρωτικό δικαστή, ανεξαρτήτως αν τα στοιχεία αυτά ήταν γνωστά ή όχι στη Διοίκηση κατά τον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης. Η νέα κρίση της Διοίκησης πρέπει, πάντως, να μην αντίκειται σε όσα έχουν κριθεί με την ακυρωτική απόφαση και να εκφέρεται εν όψει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης.
■
420/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Δ. Μαυροπόδη, Πάρεδρος
Δημόσιοι διαγωνισμοί. Παράβολο προδικαστικής προσφυγής. Η πρόβλεψη καταβολής παραβόλου ύψους 0,50% επί της «προϋπολογισθείσας αξίας της σχετικής σύμβασης», ως προϋπόθεση παραδεκτού της προδικαστικής προσφυγής, αποτελεί δικονομικό περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης στην παροχή έννομης προστασίας, ο οποίος αποσκοπεί στην αποτροπή άσκησης αστήρικτων και παρελκυστικών προσφυγών. Ως τέτοιος, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Η έννοια αυτή δεν ταυτίζεται με την έννοια της «εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης», που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των κατώτατων ορίων εφαρμογής της Οδηγίας. Συνεπώς, ως βάση για τον υπολογισμό του παραβόλου λαμβάνεται υπ’ όψη η προϋπολογισθείσα αξία της σύμβασης, στην ανάθεση της οποίας αποβλέπει πράγματι η διαγωνιστική διαδικασία, και όχι η αξία ενδεχόμενων παρατάσεων της σύμβασης υπό τη μορφή δικαιωμάτων προαίρεσης, η αξία των οποίων, ωστόσο, συνυπολογίζεται για την «εκτιμώμενη αξία» της σύμβασης. Η ίδια ερμηνεία προσήκει και όσον αφορά τη ρήτρα πρόσθετης καταβολής του άρθρου 149 του ν. 4412/ 2016 για την ταχύτερη εκτέλεση της σύμβασης, η αξία της οποίας επίσης δεν λαμβάνεται υπ’ όψη για τον υπολογισμό του παραβόλου.
■
422/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: H. Μάζος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Μ. Φασιλάκη, Πάρεδρος
Δημόσιες συμβάσεις. Διατήρηση εννόμου συμφέροντος. Η υπογραφή εκ μέρους της αιτούσας της επίδικης εκτελεστικής σύμβασης δεν της στερεί το έννομο συμφέρον προς άσκηση της αίτησης αναστολής και ακύρωσης, εφ’ όσον την υπέγραψε με επιφύλαξη.
■
429/2025 (Β΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Σ. Βιτάλη, Σύμβουλος, Εισηγητής: Χ. Νέγρης, Πάρεδρος
ΦΠΑ. Υπολογισμός εκπιπτόμενου φόρου. Τα γενικά έξοδα (εισροές) μικτού υπόχρεου (ήτοι υπόχρεου χρησιμοποιούντος αγαθά και υπηρεσίες για την πραγματοποίηση πράξεων, για μερικές από τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης) είναι κατ’ αρχήν κοινά (κοινές εισροές) και ο εκπιπτόμενος, στην περίπτωση αυτή, φόρος προσδιορίζεται δια της μεθόδου κλάσμα pro rata, εκτός αν ο υπόχρεος αποδείξει ότι μόνον μέρος των υποκείμενων σε ΦΠΑ εισροών αυτών συνδέεται με οικονομική δραστηριότητα που παρέχει δικαίωμα έκπτωσης. Η παραπάνω απόδειξη μπορεί να προκύψει και με τη χρήση της δυνατότητας προσδιορισμού από τον ίδιο τον υπόχρεο ποσοστού εκπιπτόμενου φόρου για κάθε τομέα δραστηριότητάς του ή αναλόγως της πραγματικής διάθεσης των αγαθών ή της χρήσης των υπηρεσιών, εφ’ όσον και στις δύο περιπτώσεις τηρούνται αντιστοίχως ιδιαίτεροι λογαριασμοί.
■
436/2025 (Γ’ Τμ.) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Β. Ανδρουλάκης, Σύμβουλος
Προσβολή πράξης ΚΥΣΕΑ. Διάδικοι. Όταν προσβάλλεται απόφαση του ΚΥΣΕΑ, το οποίο, αποτελεί συλλογικό κυβερνητικό όργανο (Κυβερνητικό Συμβούλιο) και στερείται νομικής προσωπικότητας, αυτό εκπροσωπείται ενώπιον των δικαστηρίων από τον Πρωθυπουργό, ο οποίος προεδρεύει της Κυβέρνησης και του κυβερνητικού αυτού οργάνου, συντονίζει τις εργασίες τους και τα εκπροσωπεί. Συνεπώς, διάδικος στη δίκη, κατά το μέρος που ένδικο βοήθημα στρέφεται κατά απόφασης του ΚΥΣΕΑ, είναι μόνον ο Πρωθυπουργός.
Παύση υπαλλήλου. Προσβαλλόμενη πράξη. Πυροσβεστικό σώμα. Δικαίωμα προσφυγής έχει ο υπάλληλος μόνο κατά της απόφασης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, με την οποία παύεται κατόπιν ουσιαστικής κρίσης και όχι κατά πράξης άλλου διοικητικού οργάνου, με την οποία αυτός παύεται χωρίς να έχει προηγηθεί κρίση τέτοιου Συμβουλίου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ένδικο βοήθημα που ασκείται κατά της παραπάνω πράξης έχει τον χαρακτήρα αίτησης ακύρωσης. Αίτηση ακύρωσης ασκείται, περαιτέρω, και κατά της πράξης εκείνης, την οποία εκδίδει το αρμόδιο όργανο προς απαγγελία της λύσης της υπαλληλικής σχέσης (προεδρικού διατάγματος, υπουργικής απόφασης κ.λπ.), είτε σε συνέχεια της περί απόλυσης απόφασης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, είτε τυχόν και άνευ προηγούμενης λήψης τέτοιας απόφασης. Για την κρίση αξιωματικού του Πυροσβεστικού Σώματος ως ευδοκίμως τερματίσαντος τη σταδιοδρομία του, κρίση η οποία είναι δυσμενής και οδηγεί σε απομάκρυνση αξιωματικού του Σώματος από την υπηρεσία, ήτοι μονίμου δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου, αρμόδιο είναι Υπηρεσιακό Συμβούλιο, συντιθέμενο κατά πλειοψηφία από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους και όχι άλλο όργανο, όπως το ΚΥΣΕΑ.
Παράλειψη αξιωματικού ως ευδοκίμως τερματίσαντος τη σταδιοδρομία του. Αντισυνταγματικότητα. Το άρθρο. 140 § 2 εδ. β΄ του ν. 4662/ 2020), σύμφωνα με το οποίο οι αξιωματικοί, οι οποίοι παραλείπονται κατά την επιλογή του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, θεωρούνται ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, αντίκειται στο άρθρο 103 § 4 Σ, το οποίο κατοχυρώνει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, διότι εξαρτά την παραμονή στην υπηρεσία των αξιωματικών αυτών, οι οποίοι φέρουν την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, από το γεγονός ότι δεν επιλέχθηκαν προς πλήρωση της θέσης του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος. Και τούτο διότι, με τον τρόπο αυτόν, οι εν λόγω μόνιμοι υπάλληλοι κρίνονται ως απολυτέοι, όχι για τον λόγο ότι δεν συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα για την παραμονή στον βαθμό που φέρουν προσόντα, αλλά επειδή δεν συγκεντρώνουν τα προσόντα για την πλήρωση μίας θέσης και, μάλιστα, της ανώτατης στο Πυροσβεστικό Σώμα, αυτής του Αρχηγού του. Το γεγονός ότι η μη αποστράτευση των αρχαιοτέρων του επιλεγέντος ως Αρχηγού αξιωματικών θα έχει ως συνέπεια ότι αυτοί θα υπηρετούν πλέον ως κατώτεροι αυτού, υπό τις διαταγές του, δεν είναι λογικώς άτοπο, ούτε πρακτικώς ανεφάρμοστο ή ιδιαίτερα προβληματικό, δεδομένης της αυστηρής ιεραρχίας που διέπει την οργάνωση του συγκεκριμένου Σώματος, όπως εκάστοτε αυτή διαμορφώνεται.
■
451/2025 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Δ. Μαυροπόδη, Πάρεδρος
Δημόσιες συμβάσεις. Δάνεια εμπειρία. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα κάθε οικονομικού φορέα να επικαλείται, εν όψει της ανάθεσης και εκτέλεσης της σύμβασης, τις δυνατότητες άλλων φορέων, ασχέτως της φύσεως των δεσμών του με αυτούς, εφ’ όσον αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει όντως στη διάθεσή του τους πόρους των εν λόγω φορέων, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της σύμβασης. Εξάλλου, ο προσφέρων, καίτοι είναι ελεύθερος να συνάπτει δεσμούς με τους φορείς, στις ικανότητες των οποίων στηρίζεται, και να επιλέγει τη νομική φύση των δεσμών αυτών, εν τούτοις, οφείλει να αποδεικνύει ότι όντως έχει στη διάθεσή του τους πόρους των συγκεκριμένων φορέων που δεν του ανήκουν και είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της συγκεκριμένης σύμβασης. Συνεπώς, δεν μπορεί να στηρίζεται στις δυνατότητες άλλων φορέων με σκοπό την αμιγώς τυπική πλήρωση προϋποθέσεων που απαιτούνται από την αναθέτουσα αρχή, μπορεί δε να επικαλείται τις ικανότητες τρίτου φορέα μόνον εάν ο τρίτος φορέας έχει άμεση και προσωπική συμμετοχή στην εκτέλεση της σύμβασης. Ο περιορισμός αυτός πρέπει να θεσπίζεται με αιτιολογημένη απόφαση της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα, η οποία να ενσωματώνεται στους σχετικούς όρους της διακήρυξης.
■
452/2025 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Δ. Μαυροπόδη, Σύμβουλος
Δημόσιοι διαγωνισμοί. Ασάφεια όρου της διακήρυξης. Το ΕΕΕΣ του τρίτου, παρέχοντος στήριξη, το οποίο πρέπει κατά τη διακήρυξη να υποβάλλεται ως έγγραφο υπογραφόμενο ηλεκτρονικά, δηλαδή ως ηλεκτρονικό ιδιωτικό έγγραφο, πρέπει να φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή με χρήση πιστοποιητικού, που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο, δηλαδή εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του Κανονισμού 910/2014 και του ν. 4727/2020, όπως άλλωστε και το ΕΕΕΣ του συμμετέχοντος οικονομικού φορέα. Ωστόσο, η αοριστία όρου της διακήρυξης, ότι το ΕΕΕΣ του τρίτου πρέπει να είναι «ψηφιακά υπογεγραμμένο», χωρίς να διευκρινίζεται το είδος της «ψηφιακής υπογραφής» που απαιτείται και χωρίς, πάντως, ο όρος αυτός να στοιχεί στους ορισμούς της νομοθεσίας, σε συνδυασμό με άλλον όρο της της διακήρυξης, που ορίζει ότι τα δικαιολογητικά (στα οποία περιλαμβάνεται και το ΕΕΕΣ των τρίτων) φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή εφ’ όσον έχουν συνταχθεί ή παραχθεί από τον συμμετέχοντα οικονομικό φορέα, δημιουργούν αντικειμενική ασάφεια στον μέσο επιμελή διαγωνιζόμενο ως προς το εάν το ΕΕΕΣ του τρίτου πρέπει να φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή εάν αρκεί να φέρει ηλεκτρονική υπογραφή που δεν είναι εγκεκριμένη. Συνεπώς, η προσφορά πρέπει να γίνει δεκτή, παρ’ όλο που το ΕΕΕΣ του τρίτου φορέα, στον οποίο στηρίχθηκε ο συμμετέχων, δεν έφερε εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, δεδομένης της ασάφειας του όρου της διακήρυξης.
■
457/2025 (Δ΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Ι. Παπαγιάννης, Πάρεδρος
Τεκμηρίωση παραδεκτού λόγου αναίρεσης. Αόριστες νομικές έννοιες. Για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης απαιτείται ο αναιρεσείων να τεκμηριώσει επαρκώς, με ειδικούς ισχυρισμούς, περιεχομένους στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ, είτε η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αντίθετη προς υφιστάμενη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Υφιστάμενη, εξάλλου, νομολογία σε περίπτωση ερμηνείας και εφαρμογής αορίστων νομικών εννοιών, όπως η έννοια του «ευλόγου χρόνου», οι οποίες εξειδικεύονται με βάση τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης, νοείται μόνο σε περίπτωση που το δικαστήριο, ως προς τη νομολογία του οποίου προβάλλεται αντίθεση, έχει αποφανθεί σε υπόθεση με όμοια ή παρεμφερή νομικά και πραγματικά γεγονότα, διότι τότε μόνο μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται το ίδιο νομικό ζήτημα.
■
487/2025 (ΣΤ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Β. Αραβαντινός, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ε. Σταυρουλάκη, Σύμβουλος
Δημόσια έγγραφα. Apostille. Η επισημείωση «Apostille» απαιτείται να τίθεται στα πρωτότυπα δηµόσια έγγραφα ή στα νομίμως επικυρωμένα ακριβή αντίγραφα αυτών, που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλομένου κράτους και πρέπει να προσκομισθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου κράτους, προκειμένου να βεβαιωθεί η γνησιότητα της υπογραφής, η ιδιότητα µε την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο και η ταυτότητα της σφραγίδας ή του επισήµατος που φέρει το έγγραφο, ήτοι αντικαθιστά τις ίδιες ακριβώς διατυπώσεις με βάση τις οποίες οι διπλωματικές και προξενικές αρχές επικυρώνουν αλλοδαπά έγγραφα. Δηµόσια έγγραφα, επί των οποίων τίθεται η εν λόγω επισημείωση, είναι όσα εκδίδονται από δημόσια αρχή ή υπάλληλο δικαιοδοτικού οργάνου, τα διοικητικά και συμβολαιογραφικά έγγραφα και οι επίσηµες βεβαιώσεις, που τίθενται σε ιδιωτικά έγγραφα (βεβαιώσεις-θεωρήσεις-επικυρώσεις), η δε επικύρωση εγγράφου με Apostille πραγματοποιείται με επίθεση της σχετικής επισημείωσης επί του σώματος του ιδίου του εντύπου ή σε πρόσθεμα αυτού (έντυπο Apostille) και, ως εκ τούτου, δεν είναι φυσικώς νοητή (η επίθεση εντύπου Apostille) σε ηλεκτρονικό έγγραφο.
Ηλεκτρονικά έγγραφα. Τα πρωτότυπα ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν ψηφιακή υπογραφή, εξ ορισμού μη δεκτικά έντυπης επισημείωσης Apostille, δεν απαλλάσσονται από τις παραπάνω διατυπώσεις περί επικύρωσης της υπογραφής τους, αλλά επιδέχονται, για τα παραγόμενα σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι και μέλη της Σύμβασης της Χάγης, ηλεκτρονική επισημείωση [ηλεκτρονικό Apostille («e-Apostille»). Δεν είναι, όμως, αντικειμενικώς δυνατή η επικύρωση με Apostille του εκτυπώματος (φωτοαντιγράφου) εγγράφου ηλεκτρονικώς εκδοθέντος με χρήση ηλεκτρονικής (ψηφιακής) υπογραφής, που δεν φέρει, για τον λόγο αυτόν, ιδιόχειρη ή μηχανική υπογραφή και σφραγίδα της εκδούσας αρχής, αφού η επισημείωση στοχεύει αποκλειστικώς στην πιστοποίηση της γνησιότητας της υπογραφής και της ιδιότητας του υπογράφοντος και, ενδεχοµένως, της ταυτότητας της σφραγίδας ή του επισήµατος που φέρει το έγγραφο, το δε παραπάνω εκτύπωμα ουδεμία έννομη συνέπεια επάγεται κατ’ αρχήν. Επομένως, στην περίπτωση που η βεβαίωση καλής εκτέλεσης, που υποχρεωτικώς, κατά την διακήρυξη, συνοδεύει τον απαιτούμενο κατάλογο κυριοτέρων παραδόσεων των υπό προμήθεια ειδών και των συναφών εργασιών, έχει εκδοθεί από αλλοδαπό δημόσιο όργανο με χρήση ψηφιακής υπογραφής και αποτελεί, ως εκ τούτου, δημόσιο ηλεκτρονικό έγγραφο, πρέπει κατ’ αρχήν και αυτή, επί ποινή απαραδέκτου, σε περίπτωση ηλεκτρονικής της υποβολής, να φέρει ηλεκτρονική επισημείωση (e-Apostille), προκειμένου να βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής και η ιδιότητα µε την οποία ενήργησε ο υπογράφων το έγγραφο.
■
523/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος,Εισηγήτρια: Κ. Σκούρα, Πάρεδρος
Τίτλοι ιατρικής εξειδίκευσης. Αρμοδιότητα. Διοικητικές πράξεις που αφορούν χορήγηση τίτλου ιατρικής εξειδίκευσης, δηλαδή άδειας που συνδέεται άρρηκτα με την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας ιατρού με τη χρήση του συγκεκριμένου τίτλου, αποτελούν διαφορές που υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου. Δεν ασκεί επιρροή, από την άποψη αυτή, η απασχόληση του ιατρού που έχει λάβει τον τίτλο εξειδίκευσης στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, ή ο τρόπος αμοιβής του κατά την απόκτηση του τίτλου εξειδίκευσης.
■
540/2025 (Δ΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Η. Μάζος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ο. Νικολαράκου, Σύμβουλος
Δικαίωμα στην υγεία. Περιεχόμενο. Το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων, που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους εξάλλου παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του.
Δότες αίματος και σεξουαλική συμπεριφορά. Ο καθορισμός λόγων οριστικού ή προσωρινού αποκλεισμού από την αιμοδοσία συνδεομένων με τη σεξουαλική συμπεριφορά πρέπει να προκύπτει ότι στηρίζεται στην εκτίμηση επιστημονικών δεδομένων και, ιδίως, δεδομένων σχετικών με την επιδημιολογική κατάσταση στη Χώρα, βάσει των οποίων να τεκμηριώνεται ότι οι καθοριζόμενες μορφές σεξουαλικής συμπεριφοράς των υποψηφίων αιμοδοτών συνεπάγονται κίνδυνο μετάδοσης λοιμωδών νοσημάτων μέσω της μετάγγισης αίματος. Κατά την εκτίμηση των παραπάνω δεδομένων λαμβάνονται υπ’ όψη και στοιχεία σχετικά με τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα και τις εξελίξεις της επιστήμης ως προς τις μεθόδους ελέγχου και επεξεργασίας του συλλεγομένου αίματος, καθώς και στοιχεία αναγόμενα στον τρόπο οργάνωσης του συστήματος αιμοδοσίας στη Χώρα. Η πρόβλεψη δε λόγων αποκλεισμού από την αιμοδοσία συνδεομένων με τη σεξουαλική συμπεριφορά, εφ’ όσον στηρίζεται σε προσήκουσα εκτίμηση των εν λόγω δεδομένων και καθορίζεται στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για πρόληψη του κινδύνου που συνεπάγεται η μετάδοση λοιμωδών νοσημάτων για την υγεία της ευπαθούς ομάδας των μεταγγιζομένων ασθενών, δεν συνιστά διακριτική μεταχείριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, αλλά μέτρο στηριζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, το οποίο λαμβάνεται σε εκπλήρωση της επιταγής του Συντάγματος για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας.
Λόγοι αποκλεισμού από αιμοδοσία με υπουργική απόφαση. Η έκδοση υπουργικής απόφασης για την εξειδίκευση των λόγων αποκλεισμού πρέπει να στηρίζεται σε σχετική γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Αιμοδοσίας. Δεν αποκλείεται, πάντως, ο Υπουργός Υγείας, ο οποίος έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα, να αποκλίνει από τη γνωμοδότηση της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτήν, όμως, πρέπει να προκύπτει ότι η απόκλιση στηρίζεται επίσης στην εκτίμηση επιστημονικών και επιδημιολογικών δεδομένων.
■
556/2025 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Δ. Πυργάκης, Πάρεδρος
Έργο σε προστατευόμενη περιοχή. Δέουσα εκτίμηση. Η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου σε προστατευόμενο τόπο προϋποθέτει ότι, πριν από την έγκριση του σχεδίου ή του έργου, προσδιορίζονται, αφού ληφθούν υπ’ όψη οι βέλτιστες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου ή του έργου που θα μπορούσαν, είτε η καθεμία από μόνη της, είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατήρησης του τόπου αυτού. Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την άσκηση δραστηριότητας στον οικείο τόπο μόνον εφ’ όσον δεν υφίσταται, από επιστημονική άποψη, οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του. Η δέουσα εκτίμηση πρέπει να διενεργείται και σε σχέδια ή έργα χωροθετημένα εκτός του προστατευόμενου τόπου, εφ’ όσον ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε αυτόν. Ο σημαντικός χαρακτήρας των επιπτώσεων του έργου συνδέεται με τον σκοπό διατήρησης του προστατευόμενου τόπου, υπό την έννοια ότι σχέδιο που, μολονότι έχει επιπτώσεις στον συγκεκριμένο τόπο, δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της διατήρησής του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενο να επηρεάσει σημαντικά τον συγκεκριμένο τόπο. Η εκτίμηση του κινδύνου αυτού πρέπει να καθορίζεται, ιδίως, υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και προϋποθέσεων του τόπου που αφορά το σχέδιο.
Πότε επιτρέπεται. Δεν αποκλείεται η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, μη συνδεόμενου άμεσα ή μη αναγκαίου για τη διαχείριση αυτής ή η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων, εφ’ όσον στην οικεία μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής, δεδομένου ότι τα χαρακτηριστικά των περιοχών που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο και η σημασία των αντίστοιχων οικοσυστημάτων, καθώς και τα αναγκαία για τη διαφύλαξή τους μέτρα διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό.
Ακυρωτικός έλεγχος. Κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές, ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου ή και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος.
■
558/2025 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Μ. Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Δ. Πυργάκης, Πάρεδρος
Περιβαλλοντικές διαφορές. Έννομο συμφέρον. Ο ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η βιομηχανική δραστηριότητα, αλλά και η ανακύκλωση αποβλήτων, δικαιούται, εξ επόψεως εννόμου συμφέροντος, να προσβάλλει διοικητικές πράξεις που επιτρέπουν τη λειτουργία ανταγωνιστικής του επιχείρησης, εφ’ όσον οι πράξεις αυτές έχουν ως συνέπεια τη λειτουργία της τελευταίας υπό συνθήκες που προβάλλεται ότι είναι ευνοϊκότερες έναντι εκείνων που ισχύουν για την επιχείρηση του αιτούντος, πάντως όμως όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας που αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει με τις εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων.
Ορισμένο αίτησης ακύρωσης για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος. Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται ο αιτών επιχειρηματίας, ο οποίος δραστηριοποιείται στον ίδιο παραγωγικό τομέα και απευθύνεται στον ίδιο κύκλο πελατών, να επικαλείται και την ιδιότητά του ως φορέα του δικαιώματος σε βιώσιμο περιβάλλον, δηλαδή να βλάπτεται ο ίδιος από τις επιπτώσεις της φερόμενης παρανομίας σε προστατευόμενο από τον νόμο περιβαλλοντικό αγαθό. Κατά συνέπεια, η ιδιότητα του αιτούντος ως επιχειρηματικού ανταγωνιστή, ο οποίος απευθύνεται στον ίδιο κύκλο προσώπων για την πώληση των προϊόντων του ή την παροχή των υπηρεσιών που προσφέρει και, για τον λόγο αυτό, θίγεται από την περιβαλλοντικώς παράνομη λειτουργία ομοειδούς, υπό την έννοια αυτή, επιχείρησης, έστω και χωρίς να συντρέχει περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού, αρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αίτησης ακύρωσης. Δεν απαιτείται η προβολή ειδικών ισχυρισμών ως προς την επίπτωση της καθεμιάς από τις προσαπτόμενες περιβαλλοντικές παραβάσεις στις συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των δύο επιχειρήσεων ούτε, κατά μείζονα λόγο, ο προσδιορισμός του οικονομικού οφέλους της δικαιούχου της εκάστοτε προσβαλλόμενης άδειας από την καθεμιά από τις παραβάσεις αυτές, αφού η πλημμελής τήρηση των περιορισμών της νομοθεσίας ως προς την προστασία του περιβάλλοντος συνεπάγεται, κατά τεκμήριο, πορισμό αθέμιτου οικονομικού οφέλους από τον παραβάτη. Κατά συνέπεια, για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος για την προσβολή περιβαλλοντικής άδειας ορισμένης επιχείρησης από άλλη επιχείρηση αρκεί η προβολή ειδικών ισχυρισμών ως προς το ομοειδές της επιχειρηματικής δραστηριότητας των δύο επιχειρήσεων και ως προς το κρίσιμο ζήτημα αν αυτές απευθύνονται στον ίδιο κύκλο πελατών.
Εγγύτητα μεταξύ των επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι η επιχείρηση του αιτούντος είναι εγκατεστημένη σε άλλη περιοχή, ακόμη και απομεμακρυσμένη έναντι εκείνης στην οποία αφορά η εκάστοτε προσβαλλόμενη πράξη, δεν αποστερεί τον ίδιο του εννόμου συμφέροντος προσβολής πράξεων που επιτρέπουν τη λειτουργία ανταγωνιστικής επιχείρησης, εφ’ όσον οι δύο επιχειρήσεις απευθύνονται στον ίδιο, εν όλω ή εν μέρει, κύκλο πελατών, που δεν είναι εγκατεστημένοι στην ίδια περιοχή, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ομοειδή παραγωγικό τομέα είναι ιδιαίτερα περιορισμένος λόγω της φύσεως του παραγομένου προϊόντος ή της παρεχόμενης υπηρεσίας.
Τροποποίηση περιβαλλοντικών όρων. Η ανανέωση ή και τροποποίηση της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων είναι επιτρεπτή πριν από τη λήξη ισχύος αυτών ή, πάντως, εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη τους, άλλως, απαιτείται να τηρηθεί εξ αρχής η διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Συνεπώς, για την παράταση ισχύος των περιβαλλοντικών όρων δεν απαιτείται να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται κατά τον νόμο για την αρχική έγκρισή τους, με τη σύνταξη και υποβολή νέας μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων της οικείας κατηγορίας, εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμοδίου για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων οργάνου, δεν επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές των δεδομένων, επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων ή ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Κριτήρια. Η σχετική κρίση της Διοίκησης πρέπει να στηρίζεται σε πρόσφορα στοιχεία και κριτήρια αναγόμενα α) στον σχεδιασμό, την εξέλιξη και λειτουργία του έργου, β) στην υλοποίηση των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών που έχουν επιβληθεί και στην αποτελεσματικότητά τους, γ) σε ενδεχόμενες μεταβολές που έχουν επέλθει στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, δ) σε ενδεχόμενες μεταβολές του νομοθετικού καθεστώτος που ισχύει στην περιοχή του έργου ή της δραστηριότητας και, ιδίως, του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και ε) σε ενδεχόμενη ουσιαστική μεταβολή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, κατά το διάστημα που έχει παρέλθει από την έκδοση της αρχικής απόφασης. Καθ’ όσον δε αφορά την τροποποίηση των περιβαλλοντικών όρων, πρέπει να εκτιμάται και ο σκοπός τους, η επίδρασή τους στην όλη λειτουργία του έργου και οι περιβαλλοντικές συνέπειες, που η τροποποίηση συνεπάγεται.
Μεταβολή χρήσεων γης και υφιστάμενες χρήσεις. Οι επιβαλλόμενες με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) ή με το σχέδιο πόλης χρήσεις γης των ακινήτων μιας πολεοδομούμενης περιοχής μπορεί να αφορούν όχι μόνο τα νέα αλλά και τα προϋφιστάμενα κτίρια. Η δυνατότητα όμως αυτή πρέπει να προβλέπεται ρητά στο νεώτερο νομοθέτημα, διότι αποκλίνει από τον κανόνα, που υπαγορεύεται και από την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, κατά τον οποίο μεταγενέστερες μεταβολές κανονιστικού καθεστώτος δεν θίγουν, κατ’ αρχήν, δικαιώματα και καταστάσεις που δημιουργήθηκαν νομίμως δυνάμει ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος. Επομένως, σε περίπτωση επιβολής με το ΓΠΣ ή το σχέδιο πόλης χρήσεων γης διαφορετικών από τις μέχρι τότε ισχύουσες, χωρίς τη θέσπιση μεταβατικής διάταξης για την τύχη των υφισταμένων νομίμων χρήσεων, οι τελευταίες δεν επηρεάζονται από το νεώτερο καθεστώς, αλλά συνεχίζονται είτε απεριόριστα, είτε για όσο χρόνο προέβλεπε, τυχόν, το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ή η ατομική διοικητική πράξη που τις είχε επιτρέψει.
■
566/2025 (Γ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Δ. Κυριλλόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Β. Γκέρτσος, Σύμβουλος
Επιλογή δικηγόρων. Εξειδίκευση κριτηρίων. Χρονικά όρια. Η 5μελής Επιτροπή που διενεργεί την επιλογή, προς διευκόλυνση του έργου της, έχει τη δυνατότητα να προβεί, εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και του διαγραφομένου από τον νόμο και την προκήρυξη πλαισίου, σε περαιτέρω εξειδίκευση των καθορισθέντων στην προκήρυξη συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων αξιολόγησης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα λάβει τη σχετική απόφαση πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων και πάντως πριν από την υποβολή της πρώτης αίτησης υποψηφιότητας. Τούτο δε, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των αρχών της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων που διέπουν τη διαδικασία επιλογής εμμίσθων δικηγόρων. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η Επιτροπή, προς τον σκοπό τήρησης ενιαίου και ομοιόμορφου τρόπου κρίσης των υποψηφίων, έχει τη δυνατότητα, με απόφασή της, να προβεί στην εξειδίκευση των στοιχείων και των προσόντων των υποψηφίων, που πρόκειται να ληφθούν υπ’ όψη κατά το στάδιο της συγκριτικής αξιολόγησής τους ανά κριτήριο αξιολόγησης, σε χρονικό, όμως, σημείο της διαδικασίας επιλογής που, αφ’ ενός μεν, επιτρέπει σε όσους επιθυμούν να συμμετέχουν σε αυτή να προετοιμάσουν προσηκόντως τον φάκελο υποψηφιότητάς τους σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην απόφαση αυτή, αφ’ ετέρου δε, αποτρέπει οποιαδήποτε υπόνοια μεροληψίας υπέρ συγκεκριμένου υποψηφίου. Το χρονικό αυτό σημείο δεν είναι δυνατόν να είναι απώτερο της έναρξης της προθεσμίας υποβολής των υποψηφιοτήτων, η δε σχετική απόφαση της Επιτροπής πρέπει να καθίσταται γνωστή, με τη διενέργεια συμπληρωματικών δημοσιεύσεων, σε όσους δικηγόρους επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, δεν είναι νόμιμη απόφαση της Επιτροπής, με την οποία εξειδικεύονται τα στοιχεία και τα προσόντα των υποψηφίων που πρόκειται να ληφθούν υπ’ όψη κατά το στάδιο της συγκριτικής αξιολόγησής τους ανά κριτήριο επιλογής, εφ’ όσον λαμβάνεται μετά την έναρξη της προθεσμίας υποβολής των υποψηφιοτήτων [Μειοψηφία].
■
590/2025 (Ε΄ Τμ. 7μελούς) – Προεδρεύουσα: Π. Καρλή, Σύμβουλος, Εισηγητής: Δ. Βασιλειάδης, Σύμβουλος
Πολεοδομικός σχεδιασμός. Επιστημονικές μελέτες. Κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη, προς επίτευξη του τασσόμενου σκοπού της εξυπηρέτησης της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών και της εξασφάλισης των καλύτερων όρων διαβίωσης, τα πορίσματα και οι εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Επομένως, ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή μόνον εφ’ όσον έχει θεσπισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης.
Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο. Περιεχόμενο. Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) αποτελεί τη γενική πρόταση πολεοδομικής οργάνωσης είτε των ήδη πολεοδομημένων, είτε των προς πολεοδόμηση περιοχών, η οποία διατυπώνεται ύστερα από αξιολόγηση των οικιστικών αναγκών και των επιπτώσεων της πολεοδομικής ρύθμισης στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και στους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους. Το ΓΠΣ περιέχει, κατ’ αρχήν, γενικούς ορισμούς και κατευθύνσεις, που συνιστούν στρατηγικό σχεδιασμό με μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις και ρυθμίσεις. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται να θεσπίζονται με το ΓΠΣ και ειδικότερες πολεοδομικές ρυθμίσεις, οι οποίες συνιστούν βασικές επιλογές και αναγκαία στοιχεία της εισαγόμενης με το σχέδιο πρότασης πολεοδομικής οργάνωσης, αναπόσπαστα συνδεδεμένα με αυτήν. Στην περίπτωση αυτήν, η θέσπιση των εν λόγω ρυθμίσεων πρέπει να τεκμηριώνεται με ειδική αιτιολογία.
Προστασία του περιβάλλοντος. Χρήσεις γης. Η κατάρτιση του ΓΠΣ πρέπει να διασφαλίζει και την προστασία του περιβάλλοντος, ο θεμελιώδης κανόνας της βελτίωσης του υπάρχοντος φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος πρέπει να τηρείται, κατ’ αρχήν, τόσο κατά την έγκριση όσο και κατά την τυχόν τροποποίησή του, χωρίς, πάντως, να παραβλέπονται οι εν τω μεταξύ δημιουργούμενες νέες συνθήκες και ανάγκες, καθώς και η συνολική κλίμακα κατάρτισης του ΓΠΣ, σε σχέση με επιμέρους ρυθμίσεις. Περαιτέρω, ο καθορισμός των προσηκουσών σε κάθε περίπτωση χρήσεων γης, οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο του πολεοδομικού σχεδιασμού, από το οποίο εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η ποιότητα ζωής στην πόλη, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ορθολογικό, σύμφωνα με πολεοδομικά κριτήρια και χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Τούτο ουδόλως σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η μεταβολή των θεσμοθετημένων χρήσεων γης και των όρων και περιορισμών δόμησης με νεότερο ΓΠΣ, οι νεότερες, όμως, ρυθμίσεις πρέπει να στηρίζονται σε γενικά και αντικειμενικά πολεοδομικά κριτήρια.
Επιδείνωση χρήσεων γης. Προϋποθέσεις. Η επιδείνωση του καθεστώτος των χρήσεων γης είναι συνταγματικώς ανεκτή μόνον κατ’ εξαίρεση και εφ’ όσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων πρέπει να τεκμηριώνεται από ειδική επιστημονική μελέτη με βάση τα πορίσματα των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, πάντοτε δε εντός των πλαισίων που χαράσσει ο υπερκείμενος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Η έγκριση του ΓΠΣ, καθώς και οι τυχόν τροποποιήσεις του πρέπει να συνοδεύονται από ειδική μελέτη, από την οποία να προκύπτει η αξιολόγηση όλων των κατά τον νόμο στοιχείων, μεταξύ των οποίων και η επίδραση της προτεινόμενης νέας πολεοδομικής οργάνωσης στο περιβάλλον, εν όψει δε της μελέτης αυτής πρέπει να διατυπώνονται και οι κατά τον νόμο απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις. Λόγοι αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, καθώς και στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων λαμβάνονται υπ’ όψη μόνον επικουρικώς και εφ’ όσον η προκρινόμενη ρύθμιση τελεί εντός των πλαισίων εξυπηρέτησης των πολεοδομικών αναγκών.
■
625/2025 (Δ΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Σ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ο. Νικολαράκου, Σύμβουλος
Εκμίσθωση ιδιωτικών αυτοκινήτων με οδηγό. Ο νομοθέτης καθόρισε το πλαίσιο άσκησης της δραστηριότητας της εκμίσθωσης επιβατηγών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων με οδηγό, θέτοντας ως όρο άσκησης της δραστηριότητας αυτής αφ’ ενός μεν την προκράτηση, αφ’ ετέρου δε την καθοριζόμενη ελάχιστη διάρκεια της σύμβασης εκμίσθωσης. Βάσει των όρων αυτών, διαφοροποιείται η δραστηριότητα της εκμίσθωσης των εν λόγω αυτοκινήτων από την εκτέλεση μεταφορικού έργου από τα ταξί. Η ελάχιστη διάρκεια της σύμβασης εκμίσθωσης καθορίσθηκε για ολόκληρη τη χώρα σε τρεις ώρες. Ειδικώς δε για τις συμβάσεις ολικής εκμίσθωσης που συνάπτονται στα νησιά της Χώρας (πλην της Κρήτης και της Εύβοιας), κατά τη χρονική περίοδο από την 1η Απριλίου έως την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους, ο νομοθέτης προέβλεψε μειωμένη ελάχιστη διάρκεια των συμβάσεων εκμίσθωσης (μισή ώρα), προκειμένου να καλυφθούν οι αυξημένες μεταφορικές ανάγκες που ανακύπτουν από την άφιξη και παραμονή μεγάλου αριθμού τουριστών στα νησιά κατά την τουριστική περίοδο.
Χρόνος προκράτησης. Το θεσπιζόμενο για την προκράτηση χρονικό διάστημα πρέπει να είναι εύλογο, να τελεί σε αντιστοιχία τόσο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, όσο και προς τις συνθήκες μεταφοράς επιβατών στα νησιά κατά την τουριστική περίοδο και να μην συνεπάγεται δυσανάλογο περιορισμό στην άσκηση της οικείας οικονομικής δραστηριότητας. Περαιτέρω, πρέπει να προκύπτουν τα κριτήρια και οι εκτιμήσεις, στις οποίες στηρίχθηκε ο κανονιστικός νομοθέτης για τη θέσπιση του συγκεκριμένου χρόνου προκράτησης. Συνεπώς, ο ορισμός χρόνου προκράτησης 60 λεπτών δεν έχει τεθεί νομίμως, διότι δεν τεκμηριώνεται επαρκώς η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα της θεσπιζόμενης ρύθμισης, εφ’ όσον δεν προκύπτουν τα συγκεκριμένα στοιχεία που εκτιμήθηκαν από τον κανονιστικό νομοθέτη και τα πρόσφορα σχετικά δεδομένα που εκτιμήθηκαν, ώστε ο θεσπιζόμενος χρόνος να περιορίζεται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση επαρκούς διάκρισης μεταξύ των δραστηριοτήτων των ταξί και των επιβατηγών ιδιωτικών οχημάτων χωρίς να συνεπάγεται δυσανάλογο περιορισμό στην άσκηση της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας και να αντιστρατεύεται την επιδίωξη του νομοθέτη να εξασφαλίσει τους καλύτερους δυνατούς όρους εξυπηρέτησης των αυξημένων μεταφορικών αναγκών στα νησιά κατά την τουριστική περίοδο.
■
633/2025 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Τ. Κόμβου, Σύμβουλος
Αίτηση αναίρεσης. Αντίθεση στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Αντίθεση σε νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου αποτελεί και η αντίθεση σε νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία αναφέρεται μόνο σε ζήτημα ερμηνείας διάταξης της ΕΣΔΑ ή προσαρτημένου σε αυτήν Πρωτοκόλλου. Τέτοια αντίθεση μπορεί να προκύψει ιδίως σε περίπτωση απόφασης του ΕΔΔΑ, με την οποία γίνεται δεκτή προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας βάσει σκεπτικού από το οποίο προκύπτει ερμηνεία διάταξης της ΕΣΔΑ ή προσαρτημένου σε αυτήν Πρωτοκόλλου. Η επίκληση της αντίθεσης απόφασης σε νομολογία του ΕΔΔΑ μπορεί να γίνει, κατ’ εξαίρεση, και με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης, εφ’ όσον η απόφαση του ΕΔΔΑ δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, ο θέτων δε το σχετικό νομικό ζήτημα λόγος έχει προβληθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο.
Μη προσκόμιση παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό καταβολής παραβόλου μέχρι την πρώτη συζήτηση, παρέχεται στον διάδικο η ευχέρεια, αφού ενημερωθεί σχετικώς, να καταβάλει το ελλείπον παράβολο, ώστε να μην απορριφθεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο ως απαράδεκτο. Η κλήση του διαδίκου προς συμπλήρωση τυπικής παράλειψης επιβάλλεται και στην περίπτωση διαδίκου, ο οποίος παρίσταται με δήλωση.
■
634/2025 (Α΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Σύμβουλος
Ασφαλιστικές διαφορές. Αρμοδιότητα. Διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης υπάγονται στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου και, ακολούθως, του μονομελούς διοικητικού εφετείου εφ’ όσον έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο υπολειπόμενο των 60.000 ευρώ. Για τις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, οι οποίες δεν έχουν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο, όπως είναι οι διαφορές που ανακύπτουν κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας κατά πράξης ασφαλιστικού φορέα περί υπαγωγής ή μη προσώπου στην ασφάλισή του ή περί κατάταξης αυτού σε ασφαλιστικές κατηγορίες, με παρεπόμενη συνέπεια τον καταλογισμό στο πρόσωπο αυτό ή την επιστροφή σε αυτό των αναλογουσών στην ασφάλιση αυτή εισφορών, διατηρείται ο κανόνας της γενικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου σε πρώτο βαθμό και, ακολούθως, του τριμελούς διοικητικού εφετείου σε δεύτερο βαθμό.
■
646/2025 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Θ. Ρίζου-Έκαρτ, Πάρεδρος
Αίτηση συνταξιοδότησης από τον ΟΑΕΕ. Διαδικασία. Για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος από τον ΟΑΕΕ απαιτείται η υποβολή αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία του Οργανισμού εκ μέρους του ασφαλισμένου, στην οποία να περιλαμβάνεται το σχετικό αίτημα κατά τρόπο ορισμένο και σαφή, καθ’ όσον η αίτηση αυτή αποτελεί την αφετηρία για την έναρξη της διαδικασίας διαπίστωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων που ορίζονται από τον νόμο. Η αίτηση συνταξιοδότησης πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά, από τα οποία αποδεικνύεται η συνδρομή των νομίμων για τη συνταξιοδότηση προϋποθέσεων. Αν κατά την παραλαβή της σχετικής αίτησης ή και μεταγενεστέρως, κατά τον έλεγχο της πληρότητος των αρχικώς υποβληθέντων δικαιολογητικών, διαπιστωθεί έλλειψη κάποιου ή κάποιων από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ο Οργανισμός ενημερώνει εγγράφως τον ασφαλισμένο και τον καλεί να τα προσκομίσει προσηκόντως εντός 3μήνου.
Εκπρόθεσμη κατάθεση δικαιολογητικών λόγω ολιγωρίας της Διοίκησης. Η μη εμπρόθεσμη προσκόμιση των δικαιολογητικών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόρριψη της αίτησης, όταν αυτή δεν οφείλεται σε ολιγωρία του ασφαλισμένου, αλλά σε αδικαιολόγητη άρνηση χορήγησής τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες, διότι η δυστροπία των τελευταίων δεν μπορεί να αποβαίνει σε βάρος του ασφαλισμένου. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης προσκόμισης των δικαιολογητικών, για την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας απαιτείται πάντοτε η έκδοση και κοινοποίηση σε αυτόν σχετικής απορριπτικής απόφασης. Σε περίπτωση μη έκδοσης απορριπτικής απόφασης και προσκόμισης εκ μέρους του ασφαλισμένου των δικαιολογητικών σε μεταγενέστερο χρόνο από την ταχθείσα προθεσμία, πριν όμως εκδοθεί απορριπτική της αίτησης συνταξιοδότησής του απόφαση, εναρκτήριο γεγονός της συνταξιοδότησής του λόγω γήρατος αποτελεί ο τελευταίος αυτός χρόνος, εφ’ όσον τότε επληρούντο και όλες οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο.
Δεύτερη αίτηση συνταξιοδότησης. Αν υποβληθεί, μετά την άπρακτη πάροδο της παραπάνω προθεσμίας και τη συνακόλουθη ρητή απόρριψη της αρχικής αίτησης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, δεύτερη σχετική αίτηση συνοδευόμενη από στοιχεία και νόμιμα δικαιολογητικά, που προσκομίζονται για πρώτη φορά στην υπηρεσία και τα οποία δεν υπήρχαν στον σχετικό φάκελο κατά τον χρόνο έκδοσης της αρχικής απορριπτικής απόφασης, αυτή λογίζεται, ως προς όλες τις συνέπειες και, ιδίως, ως προς τον χρόνο έναρξης καταβολής της σύνταξης, ως νέα αυτοτελής αίτηση, παράγει, δηλαδή, τα αποτελέσματά της από την υποβολή της και όχι αναδρομικώς από τον χρόνο υποβολής της αρχικής αίτησης.
■
665/2025 (Β΄ Τμ.) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α. Σδράκα, Σύμβουλος
Πρόστιμο μετά την παραγραφή, λόγω ανεύρεσης συμπληρωματικών στοιχείων. Δεν αποτελεί «συμπληρωματικό στοιχείο», βάσει του οποίου δύναται να εκδοθεί συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου ή συμπληρωματική πράξη επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. για την περίοδο μετά την πάροδο 5ετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση, έγγραφο άλλης δημόσιας υπηρεσίας, ακόμη και αν από το έγγραφο αυτό αποδεικνύεται η εικονικότητα φορολογικού στοιχείου, στην περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια φορολογική αρχή μπορούσε, ευχερώς, να διαπιστώσει την εικονικότητα του επίμαχου φορολογικού στοιχείου σε προγενέστερο χρόνο, εάν είχε επιδείξει την δέουσα επιμέλεια, λαμβάνοντας τα προσήκοντα μέτρα ελέγχου και έρευνας που προβλέπονται, ιδίως εν όψει επαρκών ενδείξεων ως προς την ύπαρξη της φορολογικής παράβασης, οι οποίες οδηγούν σε εντοπισμένο έλεγχο.
Δεκαετής παραγραφή. Ως προς την περιέλευση στοιχείων, βάσει της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, η 10ετής προθεσμία παραγραφής του Δημοσίου ενεργοποιείται υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) η φορολογική αρχή έχει ήδη υποβάλει, δια της αρμόδιας υπηρεσίας, το σχετικό αίτημα αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής προς την αρμόδια αλλοδαπή αρχή εντός του χρόνου κατά τον οποίο οφείλει να δράσει, ήτοι εντός της 5ετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση και β) τα ως άνω στοιχεία περιέλθουν στην φορολογική αρχή μετά το πέρας της ως άνω 5ετίας και μέχρι την συμπλήρωση 10ετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, και ανεξαρτήτως της δυσκολίας και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, των αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει κατά τον κρίσιμο χρόνο η φορολογική αρχή και της έλλειψης συνεργασίας του φορολογούμενου, τα στοιχεία που περιέρχονται στη φορολογική αρχή στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παράταση της παραγραφής από 5ετή σε 10ετή. Άλλως, η φορολογική αρχή θα μπορούσε να καθορίσει με τις ενέργειες και, ιδίως, τις παραλείψεις της τη διάρκεια της παραγραφής, κατά παράβαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.
■
668/2025 (Β΄ Τμ. 7μελούς) – Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ε. Σκούρα, Σύμβουλος
Τελωνειακές παραβάσεις και αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να τηρείται από εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ακόμη και ελλείψει εναρμόνισης της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των επιβαλλόμενων κυρώσεων. Ειδικότερα στον τομέα των τελωνειακών παραβάσεων, ελλείψει εναρμόνισης της κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη-μέλη είναι αρμόδια να επιλέγουν τις κυρώσεις που θεωρούν κατάλληλες, υπό ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ανάλογες προς τις ισχύουσες για παραβάσεις παρεμφερούς φύσεως και σημασίας του εθνικού δικαίου και που προσδίδουν στην κύρωση αποτελεσματικό, ανάλογο και αποτρεπτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το κοινοτικό δίκαιο και τις γενικές αρχές του και, κατά συνέπεια, την αρχή της αναλογικότητας. Η αυστηρότητα της επιβαλλόμενης κύρωσης πρέπει να συνάδει προς τη σοβαρότητα της παράβασης, την οποία αφορά, δεν πρέπει να βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που θεμιτώς επιδιώκονται με την οικεία νομοθεσία και δεν πρέπει να είναι υπέρμετρη σε σχέση με τους εν λόγω σκοπούς. Μια ιδιαίτερα αυστηρή κύρωση δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας, παρά μόνο καθ’ όσον καθίσταται αναγκαία από τις επιταγές της καταστολής και της πρόληψης, λαμβανομένης υπ’ όψη της σοβαρότητας της παράβασης.
Σώρευση κυρώσεων χωρίς ανώτατο όριο. Η σώρευση τελωνειακών προστίμων χωρίς να προβλέπεται ανώτατο όριο, όταν η παράβαση αφορά μεγάλο αριθμό παραστατικών, είναι δυνατό να οδηγήσει στην επιβολή χρηματικών κυρώσεων σημαντικού ποσού, το οποίο μπορεί να ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες ευρώ. Η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει προς τη σοβαρότητα της τελωνειακής παράβασης που κολάζει, ήτοι την περίπτωση ανακριβών στοιχείων και εγγραφών επί τελωνειακών παραστατικών που δεν επηρεάζουν τον προσδιορισμό των πράγματι οφειλόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, ενώ η συμμόρφωση προς την υποχρέωση υποβολής ακριβούς δήλωσης δύναται να εξασφαλισθεί με λιγότερα περιοριστικά μέτρα, όπως με την καθιέρωση ανώτατου ορίου επαύξησης της ποινής σε περίπτωση περισσοτέρων ανακριβών παραστατικών. Συνεπώς, υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και δεν συμβιβάζεται με την (κατά το Σύνταγμα και) το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο (ήδη δίκαιο της Ένωσης) αρχή της αναλογικότητας.
■
691/2025 (Α΄ Τμ.) – Προεδρεύουσα: Π. Μπραΐμη, Σύμβουλος, Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Η εξέλιξη του ΟΠΑΠ. Ο ΟΠΑΠ συστάθηκε ως ν.π.ι.δ. με σκοπό την οργάνωση και λειτουργία δελτίου προγνωστικών για τους ποδοσφαιρικούς αγώνες και λειτουργούσε χάριν του δημοσίου συμφέροντος, τα δε έσοδά του, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αποτελούσαν έσοδα απ’ ευθείας του κρατικού προϋπολογισμού και διαθέτονταν κυρίως για την εκπλήρωση της αποστολής της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Στη συνέχεια, μετατράπηκε σε Α.Ε., δηλαδή σε εμπορική εταιρεία με σκοπό το κέρδος, είχε δε ως μοναδικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο και λειτουργούσε χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας με σκοπό τη διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων και τη χορήγηση οικονομικών ενισχύσεων και επιχορηγήσεων σε αθλητικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικούς φορείς. Ακολούθως, το Δημόσιο έπαυσε να είναι ο μοναδικός μέτοχος της ΟΠΑΠ ΑΕ, η οποία εισήλθε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, οπότε ναι μεν δεν υπαγόταν πλέον στις διατάξεις του νόμου περί δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, ωστόσο, με βάση το καταστατικό της, εξακολουθούσε να λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος για τη διασφάλιση της διαφάνειας, του αδιάβλητου και της απρόσκοπτης και ασφαλούς διεξαγωγής των διεξαγόμενων από αυτήν παιχνιδιών και την προβολή των παιχνιδιών με κοινωνικώς υπεύθυνο τρόπο, ώστε να περιορίζονται τα φαινόμενα εθισμού. Στη συνέχεια, ακόμη και όταν το ποσοστό μετοχών που κατείχε το Ελληνικό Δημόσιο κατέστη μειοψηφικό, οι προαναφερόμενοι σκοποί δημοσίου συμφέροντος εξακολούθησαν να αποτελούν σκοπούς της επιχείρησης αυτής. Τέλος, και μετά την περαιτέρω αποκρατικοποίησή της κατά τα έτη 2011 και 2012, η ΟΠΑΠ ΑΕ συνέχισε να απολαμβάνει το αποκλειστικό προνόμιο οργάνωσης τυχερών παιγνίων κατ’ επίκληση λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενων στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας για την καταπολέμηση της απάτης και του εγκλήματος, την τήρηση της δημόσιας τάξης, την προστασία των καταναλωτών, την αποτροπή του εθισμού κ.λπ., ως εκ των οποίων υπήχθη στον έλεγχο και την εποπτεία του Δημοσίου μέσω κρατικών επιτροπών και οργάνων.
Εξαίρεση από την καταβολή αγγελιοσήμου. Θεσπίστηκε απαλλαγή του Ελληνικού Δημοσίου, των ν.π.ι.δ. και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας από την υποχρέωση καταβολής αγγελιόσημου για διαφημίσεις. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής αγγελιόσημου για τις διαφημίσεις των αγαθών και υπηρεσιών τους. Ως διαφημίσεις νοούνται όχι μόνον οι διαφημιστικές προβολές, από τις οποίες προκύπτει εμφανώς ότι ο διαφημιζόμενος πληρώνει για την προβολή και προώθηση των παρεχομένων από αυτόν αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και οι χορηγίες, καθώς και οι περιέχουσες διαφημιστικά μηνύματα δημοσιεύσεις, που καταχωρούνται σε έντυπα, ένθετα, αφιερώματα κ.λπ. ή διανέμονται με τα έντυπα αυτά, είτε οι δημοσιεύσεις αυτές γίνονται επί πληρωμή, είτε δωρεάν. Εξαίρεση προβλέπεται αν ο χορηγός ή αυτός, που προβάλλεται μέσω της δημοσίευσης, είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός. Θεσπίζεται, δηλαδή, εξαίρεση των μη κερδοσκοπικών οργανισμών από την υποχρέωση καταβολής αγγελιόσημου, όταν οι οργανισμοί αυτοί προβάλλονται με τους παραπάνω τρόπους (χορηγίες, δημοσιεύσεις), οι οποίοι και προσιδιάζουν στη φύση τους. Συνεπώς, η ΟΠΑΠ ΑΕ εξαιρείται από την καταβολή αγγελιόσημου μόνον ως προς τις χορηγίες και τις περιέχουσες διαφημιστική προβολή δημοσιεύσεις είτε επί πληρωμή, είτε δωρεάν.
■
697/2025 (Ε΄ Τμ.) – Προεδρεύων: Χ. Ντουχάνης, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ε. Ζιάμου, Σύμβουλος
Τροποποίηση έργου και προϋποθέσεις σύνταξης νέας μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Για την τροποποίηση έργου, για το οποίο έχει ήδη εκδοθεί σχετική πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, δεν απαιτείται, κατ’ αρχήν, η τήρηση της διαδικασίας για την αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων, με τη σύνταξη και υποβολή νέας μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εφ’ όσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, από την τροποποίηση δεν επέρχονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον, ούτε παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές των δεδομένων, επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική έγκριση περιβαλλοντικών όρων.
Κριτήρια. Η σχετική κρίση της Διοίκησης, η οποία αρκεί να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης περί τροποποίησης των περιβαλλοντικών όρων, χωρίς να απαιτείται η έκδοση ιδιαίτερης πράξης, πρέπει να στηρίζεται σε πρόσφορα στοιχεία και κριτήρια, αναγόμενα (α) στον σχεδιασμό, στην εξέλιξη και στη λειτουργία του έργου, (β) στην τυχόν υλοποίηση των περιβαλλοντικών όρων και περιορισμών που έχουν επιβληθεί και στην αποτελεσματικότητά τους, (γ) σε ενδεχόμενες μεταβολές που έχουν επέλθει στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, (δ) σε ενδεχόμενες μεταβολές του νομοθετικού καθεστώτος που ισχύει στην περιοχή του έργου, ιδίως δε του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και (ε) σε ενδεχόμενη ουσιαστική μεταβολή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών στο διάστημα που έχει παρέλθει από την έκδοση της αποφάσεως εγκρίσεως των αρχικών περιβαλλοντικών όρων. Καθ’ όσον δε αφορά την τροποποίηση των περιβαλλοντικών όρων, πρέπει να εκτιμάται και ο σκοπός τους, η επίδρασή τους στην όλη λειτουργία του έργου και οι περιβαλλοντικές συνέπειες που η τροποποίηση αυτή συνεπάγεται.
Τροποποίηση περιβαλλοντικών όρων και διαδικασία διαβούλευσης. Στην περίπτωση έκδοσης απόφασης περί τροποποίησης των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων ενός έργου, η μη τήρη-
ση της διαδικασίας διαβούλευσης στο στάδιο της προηγηθείσας διοικητικής διαδικασίας δύναται να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της τροποποιητικής πράξης που προσβάλλεται δικαστικώς, στην περίπτωση που οι εγκρινόμενες με την πράξη αυτή τροποποιήσεις αφίστανται ουσιωδώς είτε του αρχικού σχεδιασμού, είτε των αρχικών περιβαλλοντικών όρων, συνεπάγονται δε πρόσθετη, ουσιώδη διαφοροποίηση στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου, όπως είχαν εκτιμηθεί αρχικώς από τη Διοίκηση. Αντιθέτως, στην περίπτωση που η Διοίκηση διαπιστώνει με αιτιολογημένη κρίση, υποκείμενη στον δικαστικό έλεγχο, ότι ένα υφιστάμενο έργο τροποποιείται κατά τρόπο που δεν μεταβάλλονται τα βασικά του χαρακτηριστικά, ούτε επιδεινώνονται οι επιπτώσεις του στο περιβάλλον, η κρίσιμη, κατ’ αρχήν, άσκηση των δικαιωμάτων συμμετοχής εκ μέρους των ενδιαφερόμενων παρέλκει, διότι δεν θα είχε το σκοπούμενο αποτέλεσμα, εφ’ όσον το έργο παραμένει ουσιωδώς το ίδιο κατά τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του και δεν απαιτείται να επανεξεταστεί, στηρίζεται δε επαρκώς στην αρχική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων.