Επισκόπηση Νομολογίας ΕΔΔΑ 2024: Ε΄ ΜΕΡΟΣ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ: (με επιμέλεια Βασίλη Χειρδάρη) Νομολογία κατ’ άρθρο 8 (16 αποφάσεις), άρθρο 9 (6 αποφάσεις), άρθρο 10 (9 αποφάσεις), άρθρο 11 (4 αποφάσεις), αποφάσεις Α΄ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ κατ’ άρθρο 1 (4 αποφάσεις), άρθρο 3 (3 αποφάσεις), αποφάσεις Δ΄ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ κατ’ άρθρο 2 (2 αποφάσεις), άρθρο 4 (1 απόφαση) & αποφάσεις ΙΒ΄ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ κατ’ άρθρο 1 (1 απόφαση)

73
2025
05

 

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΔΔΑ 2024

Επιμέλεια: Βασίλης Χειρδάρης

[Ε΄ ΜΕΡΟΣ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ]

 

Το «Νομικό Βήμα» στην προσπάθειά του να ενημερώσει το νομικό κόσμο καθιέρωσε την συνοπτική επισκόπηση των σημαντικότερων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ). Η παρούσα επισκόπηση (κατ’ άρθρο της ΕΣΔΑ) αφορά το τελευταίο μέρος της  σημαντικότερης νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για το 2024. Στο παρόν τεύχος παρουσιάζεται η ενδιαφέρουσα νομολογία του ΕΔΔΑ για τις διοικητικές και πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν τα  άρθρα 8, 9, 10 και 11 της ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλά της.

 

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ[1]

ΑΡΘΡΟ 8

ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ 

Η νομολογία του 2024 επί του άρθρου 8 χαρακτηρίζεται από την ενίσχυση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, την αναγνώριση της κλιματικής αλλαγής ως παράγοντα που επηρεάζει την ιδιωτική ζωή, και την εξισορρόπηση μεταξύ θρησκευτικών πεποιθήσεων και ιατρικής αυτονομίας. Το Δικαστήριο επέδειξε αυστηρότητα στην προστασία της εμπιστευτικότητας των διαδικασιών φιλικού διακανονισμού, ενώ παράλληλα αναγνώρισε νέες διαστάσεις του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.

 

  1.  Αθανάσιος Κουκάκης κατά Ελλάδας της 04.07.2024 (αριθ. προσφ. 37659/22)

Αποκάλυψη σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης και σε ιστότοπους λεπτομερειών του φιλικού διακανονισμού για υπόθεση παρακολούθησης δημοσιογράφου από ΕΥΠ. Κατάχρηση δικαιώματος ατομικής προσφυγής. Απαράδεκτη η προσφυγή. 

Ο προσφεύγων δημοσιογράφος διαπίστωσε ότι το κινητό τηλέφωνό του παρακολουθείτο από την ΕΥΠ και είχε πληροφορίες ότι το κινητό του είχε παραβιαστεί από το spyware Pre­dator. Ζήτησε επισήμως από τις αρχές  να γίνει ενδελεχής έρευνα και να ενημερωθεί για την παρακολούθησή του. Ο προσφεύγων δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις των ελληνικών αρχών και τις ενέργειές τους  και τον Ιούνιο του 2022 κατέθεσε μήνυση όσον αφορά τόσο την υποκλοπή από την ΕΥΠ όσο και την εγκατάσταση του κατασκοπευτικού λογισμικού.

Στη συνέχεια προσέφυγε στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 8, παραπονούμενος ότι ήταν αδύνατο να ενημερωθεί επίσημα για την άρση του απορρήτου που του επιβλήθηκε για λόγους εθνικής ασφαλείας, ότι ο τρόπος και οι τεχνικές παρακολούθησης δεν ήταν καθορισμένα, οι λόγοι εθνικής ασφαλείας δεν ήταν οριοθετημένοι και δεν υπήρχε αρμόδια αρχή και διαδικασία για την εποπτεία των δεδομένων που συλλέγονταν. Επιπλέον, παραπονέθηκε για έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής και ότι δεν είχε δικαίωμα ενημέρωσης για την παρακολούθηση.

Το ΕΔΔΑ πληροφόρησε τον προσφεύγοντα στις 15 Ιανουαρίου 2024 ότι κοινοποίησε την προσφυγή του στην Κυβέρνηση,  απέστειλε δε και επιστολή στους διαδίκους για φιλικό διακανονισμό. Η επιστολή ενημέρωνε για την απαίτηση αυστηρής εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις φιλικού διακανονισμού. 

Ο προσφεύγων αποκάλυψε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι το ΕΔΔΑ πρότεινε εξωδικαστικό συμβιβασμό και συγκεκριμένα να του καταβάλει το ελληνικό κράτος  8.500 ευρώ. Η πληροφόρηση αυτή  αναπαράχθηκε  και σε άλλους γνωστούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους. 

Κατά το Στρασβούργο ο προσφεύγων, που εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, γνώριζε την απαίτηση της εμπιστευτικότητας και θα έπρεπε να την είχε τηρήσει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Ωστόσο αυτός αποκάλυψε πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία του φιλικού διακανονισμού. Σύμφωνα με το Δικαστήριο η συμπεριφορά αυτή  ισοδυναμούσε με σκόπιμη παραβίαση της εμπιστευτικότητας, η οποία, σύμφωνα με πάγια νομολογία του, θεωρείται ως κατάχρηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής.

Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη γιατί ο προσφεύγων προέβη σε κατάχρηση  του δικαιώματος προσφυγής και την απέρριψε.

  1.  Smayilzade κατά Αζερμπαϊτζάν της 18.01. 2024 (αριθ. προσφ. 17780/18)

Επαρκής η αιτιολογία άρνησης των αρχών να καταχωρίσουν το όνομα που επέλεξε η μητέρα για το παιδί της. Δεν παραβιάστηκε η οικογενειακή ζωή.

Άρνηση των αρχών να καταχωρίσουν το σιϊτικό όνομα "Əbülfəzlabbas" που επέλεξε η προσφεύγουσα για το νεογέννητο παιδί της. Το Τμήμα Εγγραφών απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι το όνομα δεν περιλαμβανόταν στον εγκεκριμένο κατάλογο της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών του Αζερμπαϊτζάν. Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν όλες τις αιτήσεις της μητέραςμε την αιτιολογία ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού λόγω της δυσκολίας προφοράς.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα μπόρεσε να προσφύγει ενώπιον τριών βαθμών στα  εθνικά δικαστήρια, τα οποία εξέτασαν τους ισχυρισμούς της και αιτιολόγησαν τις αποφάσεις τους. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο υπέδειξε τη σχετική διαδικασία για αλλαγή του ονόματος, την οποία όμως η προσφεύγουσα δεν ακολούθησε.

Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8).

  1.  Β.Τ. κατά Ρωσίας της 19.03.2024 (αριθ. προσφ. 15284/2019)

Άρνηση χορήγησης γονικής άδειας σε άνδρα αστυνομικό παρά το ότι ήταν ο μοναδικός γονέας που φρόντιζε τη νεογέννητη κόρη του. Καταδίκη για απαγορευμένη διάκριση και παραβίαση της οικογενειακής ζωής. 

Ο προσφεύγων, αστυνομικός, ζήτησε γονική άδεια μετά την γέννηση της κόρης του. Η μητέρα του παιδιού, που νοσηλευόταν, αρνήθηκε την φροντίδα του βρέφους και ο προσφεύγων έμεινε ως ο μοναδικός υπεύθυνος γονέας για την φροντίδα του. Οι εγχώριες αρχές απέρριψαν το αίτημα για χορήγηση γονικής άδειας, χωρίς έλεγχο αναλογικότητας μεταξύ του θεμιτού σκοπού της διατήρησης της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της αστυνομίας και της διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών και χωρίς να λάβουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του νεογέννητου παιδιού. 

Κατά το ΕΔΔΑ, όσον αφορά τον ρόλο της φροντίδας του παιδιού κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στη γονική άδεια, οι άνδρες και οι γυναίκες είναι «σε παρόμοια θέση», και δεν γίνονται δεκτά τα στερεότυπα  που αφορούν το φύλο, όπως η αντίληψη των γυναικών ως κύριων φροντιστών παιδιών και των ανδρών ως πρωταρχικών βιοπαλαιστών. Το Δικαστήριο τόνισε ότι αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν επαρκή αιτιολογία για διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά το δικαίωμα γονικής άδειας.

Εν προκειμένω έκρινε ότι οι αρχές, αρνούμενες να χορηγήσουν γονική άδεια στον προσφεύγοντα, δεν αναφέρθηκαν σε περιστάσεις που να δείχνουν ότι μια προσωρινή αποχώρηση με γονική άδεια θα υπονόμευε την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της αστυνομίας. Ως εκ τούτου, οι αρχές δεν προέβησαν σε στάθμιση μεταξύ, αφενός, του έννομου συμφέροντος για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της αστυνομίας και, αφετέρου, του δικαιώματος του προσφεύγοντος να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε γονική άδεια. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

  1.  Borislav Kirilov Tonchev κατά Βουλγαρίας της 16.04.2024 (αριθ. προσφ.  40519/2015) 

Συνεχής διατήρηση προσωπικών δεδομένων σχετικά με διοικητική κύρωση του προσφεύγοντος. Αντιφατική νομοθεσία για το θέ­μα αυτό. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Ο προσφεύγων, φύλακας σε κατάστημα κράτησης, απολύθηκε από την εργασία του, λόγω διοικητικού προστίμου που είχε επιβληθεί σε αυτόν επειδή οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ. Η πληροφορία για την επιβολή του προστίμου είχε διατηρηθεί στο αρχείο της αστυνομίας για 11 χρόνια. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε αντίφαση στην εθνική νομοθεσία. Σύμφωνα με την νομοθεσία επιτρέπονταν η επ’αόριστον ηλεκτρονική διατήρηση δεδομένων που αφορούσαν διοικητικές κυρώσεις, αντιθέτως η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επέβαλε τη διαγραφή τους μετά την πάροδο της υποχρεωτικής περιόδου διατήρησης. Οι σχετικοί κανονισμοί ήταν αρκετά ασαφείς, ώστε να προκαλούν σύγχυση στα υποκείμενα προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ενόψει της αντίφασης της νομοθεσίας το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διατήρηση των δεδομένων διοικητικών κυρώσεων δεν ήταν σύμφωνη με τον νόμο. 

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση  του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8). 

  1.  Verein Klimaseniorinnen Schweiz κ.α. κατά Ελβετίας της 09.04.2024 (αριθ. προσφ. 53600/20) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Η μη συμμόρφωση του κράτους με την υποχρέωση καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής παραβίασε την ιδιωτική ζωή. Έλλειψη αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη. 

Οι προσφεύγουσες είναι, αφενός μεν, μία ένωση ελβετικού δικαίου που συστάθηκε για την προώθηση και την εφαρμογή αποτελεσματικής προστασίας του κλίματος εξ ονόματος των μελών της, τα οποία είναι περισσότερες από 2.000 ηλικιωμένες γυναίκες (η πλειονότητα των οποίων είναι άνω των 70 ετών) και, αφετέρου δε, τέσσερις γυναίκες, όλες μέλη της παραπάνω ένωσης και ηλικίας άνω των 80 ετών, που παραπονέθηκαν για προβλήματα υγείας που επιδεινώνονταν κατά τη διάρκεια των περιόδων καύσωνα, επηρεάζοντας σημαντικά τη ζωή, τις συνθήκες διαβίωσης και την υγεία τους.

Τα αιτήματα των προσφευγουσών προς διάφορες αρχές, τα οποία αφορούσαν διάφορες παραλείψεις στον τομέα της προστασίας του κλίματος και επιδίωκαν την εφαρμογή μέτρων που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα των αντίστοιχων αρχών στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, καθώς και απόφαση σχετικά με τις δράσεις που έπρεπε να αναληφθούν, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την επίτευξη του στόχου για το 2030, που έχει τεθεί από τη συμφωνία του Παρισιού, απορρίφθηκαν. Άσκησαν αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο.

Επικαλούμενες τα άρθρα 2 και 8, οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν για διάφορες παραλείψεις των ελβετικών αρχών να μετριάσουν την κλιματική αλλαγή – και ιδίως τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη – η οποία επηρέαζε δυσμενώς τη ζωή, τις συνθήκες διαβίωσης και την υγεία των μεμονωμένων προσφευγουσών και των μελών της προσφεύγουσας ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, κατηγόρησαν το κράτος ότι παρέλειψε να θεσπίσει κατάλληλη νομοθεσία και να λάβει κατάλληλα και επαρκή μέτρα για την επίτευξη των στόχων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις του. Οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν επίσης για την έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο, βάσει του άρθρου 6 § 1, σχετικά με την παράλειψη του κράτους να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εναγόμενο κράτος είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησής του και δεν είχε συμμορφωθεί με τις θετικές υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 8 στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Συνεπώς, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας ένωσης σε δικαστήριο είχε περιοριστεί με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος και συνεπώς διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

  1.  Duarte Agostinho κ.α. κατά Πορτογαλίας και 32 άλλων χωρών (μεταξύ αυτών και της Ελλάδας) της 09.04.2024 (αριθ. προσφ. 39371/ 20) ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝ­ΘΕΣΗΣ

Έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του ΕΔΔΑ όσον αφορά προσφυγές κατά 32 κρατών (και της Ελλάδας) σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Απαράδεκτη η προσφυγή κατά Πορτογαλίας για μη εξάντληση εσωτερικών ένδικων μέσων.

Οι προσφεύγοντες, έξι νέοι Πορτογάλοι υπήκοοι, παραπονέθηκαν για τις υφιστάμενες και σοβαρές μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Υποστήριξαν ότι η Πορτογαλία αντιμετώπιζε ήδη μια σειρά επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των μέσων θερμοκρασιών και της ακραίας ζέστης, η οποία ήταν σημαντικός παράγοντας των δασικών πυρκαγιών. Βασίστηκαν σε διάφορα άρθρα της ΕΣΔΑ, σε διεθνείς πράξεις, όπως η Συμφωνία του Παρισιού του 2015 και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καθώς και σε γενικές εκθέσεις και πορίσματα εμπειρογνωμόνων σχετικά με τις βλάβες που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Κατά τους προσφεύγοντες, η Πορτογαλία και 32 άλλα κράτη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα,  φέρουν ευθύνη για την επίμαχη κατάσταση.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η Σύμβαση δεν αποσκοπούσε στη γενική προστασία του περιβάλλοντος αυτού καθ’ εαυτού και ότι άλλες διεθνείς πράξεις και εθνικές νομοθεσίες ήταν ειδικά προσαρμοσμένες στην αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος. Η αποδοχή ενός τέτοιου επιχειρήματος θα συνεπαγόταν ριζική απόκλιση από τη λογική του συστήματος προστασίας της ΕΣΔΑ, το οποίο βασιζόταν πρωτίστως και θεμελιωδώς στις αρχές της κατά τόπο αρμοδιότητας και της επικουρικότητας και έκρινε ότι  δεν υπήρχαν λόγοι στη Σύμβαση για την επέκταση, μέσω δικαστικής ερμηνείας, της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας των εναγομένων κρατών κατά τον τρόπο που ζήτησαν οι προσφεύγοντες και απέρριψε την προσφυγή κατά των άλλων κρατών ως απαράδεκτη.

Όσον αφορά την προσφυγή κατά της Πορτογαλίας το ΕΔΔΑ την έκρινε απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.

  1.  Mitrevska κατά Βόρειας Μακεδονίας της 14.05.2024 (αριθ. προσφ. 20949/21)

Άρνηση πρόσβασης υιοθετημένης στον φάκελο υιοθεσίας της, με την αιτιολογία ότι ήταν απόρρητος, παρότι το αίτημα αφορούσε λόγους υγείας. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. 

Η προσφεύγουσα το 2014 διαγνώσθηκε με καταθλιπτική αγχώδη διαταραχή και προβλήματα ομιλίας και οι γιατροί της ζήτησαν πληροφορίες σχετικά με το ιατρικό ιστορικό της οικογένειάς της, προκειμένου να προσδιορίσουν εάν η ασθένειά της ήταν κληρονομική. Ζήτησε αντίγραφο ολόκληρου του φακέλου υιοθεσίας της για να μπορέσει να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες για την υγεία της.

Οι αιτήσεις που έκανε για να της χορηγηθεί αντίγραφο του φακέλου απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι οι πληροφορίες σχετικά με «πλήρεις υιοθεσίες» ήταν επίσημο μυστικό, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την κοινοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας σχετικά με μια τέτοια υιοθεσία. 

Επικαλούμενη το άρθρο 8, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για την αδυναμία να λάβει πληροφορίες σχετικά με την υιοθεσία της.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε την ευαισθησία του συγκεκριμένου ζητήματος και δεν υποτίμησε τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με μια υιοθεσία στους ενδιαφερόμενους. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι οι αρχές είχαν αρνηθεί το αίτημα της προσφεύγουσας για πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή της, επικαλούμενες απλώς τη σχετική εθνική νομοθεσία, η οποία κατηγοριοποιεί όλες τις υιοθεσίες ως «επίσημο μυστικό», χωρίς να σταθμίσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα που διακυβεύονται. Αυτή η στάθμιση θα έπρεπε να έχει περιλάβει το συμφέρον της υιοθετημένης να γνωρίζει πληροφορίες σημαντικής σημασίας για την προσωπική της ζωή έναντι του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή της προσδοκίας των βιολογικών μητέρων ότι οι πληροφορίες σχετικά με αυτές δεν θα αποκαλύπτονται.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 8 και επιδίκασε 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.440 ευρώ για τα έξοδα.

  1. Büttner και Krebs κατά Γερμανίας της 27.06.2024 (αριθ. προσφ. 27547/18)

Η αλλαγή των αεροδιαδρόμων σε σχέση με την αρχική άδεια του νέου αερολιμένα δεν προκάλεσε περιβαλλοντικές επιπτώσεις και δεν επηρέασε την ιδιοκτησία των προσφευγόντων. Απαράδεκτη η προσφυγή. 

Η υπόθεση αφορούσε την πολεοδομική άδεια για την κατασκευή του αεροδρομίου Βερολίνου-Βρανδεμβούργου. Οι προσφεύγοντες, οι οποίοι κατείχαν ακίνητα κοντά στο αεροδρόμιο, αμφισβήτησαν ανεπιτυχώς την απόφαση σχεδιασμού στα γερμανικά δικαστήρια. Ισχυρίστηκαν ότι οι αρχές παρείχαν εν γνώσει τους ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις προβλεπόμενες διαδρομές πτήσης κατά τη διαδικασία έγκρισης σχεδιασμού. Ισχυρίστηκαν ότι είχαν συνειδητοποιήσει μόνο μετά τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας ότι οι επιπτώσεις του θορύβου στις ιδιοκτησίες τους θα ήταν πολύ μεγαλύτερες από ό, τι είχαν αρχικά σκεφτεί. Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση των άρθρων 8 (σεβασμός της ιδιωτικής ζωής) και 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη / δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη). 

Το Δικαστήριο υιοθέτησε την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων για την υπόθεση των προσφευγόντων, ότι  είχε εξεταστεί διεξοδικά σε δικαστικές διαδικασίες που είχαν παράσχει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις. Συμφώνησε με τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα δικαιώματα είχαν σταθμιστεί ορθά στην απόφαση σχεδιασμού και ότι, αν και υπήρξαν ορισμένες διαδικαστικές ελλείψεις, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση ευνοϊκότερο για τους προσφεύγοντες. Περαιτέρω, έκρινε ότι μολονότι οι διάδρομοι πτήσης που χρησιμοποιήθηκαν τελικά ήταν διαφορετικοί από εκείνους που σχεδιάστηκαν αρχικά, ο αντίκτυπος του θορύβου επηρέασε σε γενικές γραμμές παρόμοιο αριθμό ανθρώπων και δεν υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1. 

  1.  Djeri κ.α. κατά Λετονίας της 18.07.2024 (αριθ. προσφ. 50942/20 και 2022/21)

Αποκλειστική χρήση της λετονικής γλώσσας στην προσχολική περίοδο. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση δεν παρέχει προστασία σε συγκεκριμένη γλώσσα. Μη διάκριση σε βάρος ρωσόφωνων μαθητών. 

Οι προσφεύγοντες είναι Ρώσοι που ζουν στην Λετονία. Όλοι μιλούν ρωσικά στο σπίτι και γεννήθηκαν στη Λετονία. Μεταρρυθμίσεις που έγιναν στο εκπαιδευτικό σύστημα οδήγησαν τα περισσότερα μαθήματα να διδάσκονται στα λετονικά και σε μεγαλύτερη χρήση της λετονικής γλώσσας στα σχολεία, με συνέπεια να μειωθεί η χρήση της ρωσικής γλώσσας. Βασιζόμενοι στο άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα στην εκπαίδευση) και στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν, ότι οι μεταρρυθμίσεις του 2018 περιόρισαν το δικαίωμά τους στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή,  στην εκπαίδευση και ισχυρίστηκαν ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ρωσόφωνων και λετονόφωνων μαθητών στα νηπιαγωγεία συνιστούσε διάκριση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή όσον αφορά την παραβίαση του άρθρου 8 λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. 

Απαράδεκτη έκρινε επίσης την προσφυγή για την παραβίαση του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, γιατί το άρθρο αυτό δεν παρέχει προστασία όσον αφορά  το δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση σε συγκεκριμένη γλώσσα.

Τέλος όσον αφορά την παραβίαση του άρθρου 14 για απαγορευμένη διάκριση το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι τα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση για την αύξηση της χρήσης της εθνικής γλώσσας στα νηπιαγωγεία ήταν αναλογικά και αναγκαία για την προετοιμασία των μαθητών για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τη διασφάλιση της ενότητας στο εκπαιδευτικό σύστημα και τη διασφάλιση επαρκούς επιπέδου της Λετονικής γλώσσας ώστε οι κάτοικοι να συμμετέχουν αποτελεσματικά στη δημόσια ζωή και απέρριψε την προσφυγή. 

  1.  W.W. κατά Πολωνίας της 11.07.2024  (αριθ. προσφ. 31842/20)

Άρνηση σε διεμφυλικό κρατούμενο να συνεχίσει την ορμονοθεραπεία στη φυλακή. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Άρνηση να επιτραπεί σε διεμφυλικό άτομο να συνεχίσει την ορμονοθεραπεία στη φυλακή. Οι αρχές διέθεταν σοβαρά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η ορμονοθεραπεία ήταν κατάλληλη ιατρική θεραπεία για την προσφεύγουσα με ευεργετική επίδραση στην ψυχική και σωματική της υγεία. 

Κατά το ΕΔΔΑ η προσφεύγουσα είχε διαγνωστεί με δυσφορία φύλου μετά από αυτοακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων της. Στις φυλακές αρχικά της χορηγήθηκε απρόσκοπτα η θεραπεία, όταν όμως η προσφεύγουσα μεταφέρθηκε σε άλλη φυλακή, διεκόπη η θεραπεία της. Η επιβάρυνση που της είχε επιβληθεί για να αποδείξει την αναγκαιότητα της θεραπείας της φαινόταν δυσανάλογη, δεδομένου ότι  η συνέχιση της θεραπείας δεν προκαλούσε τεχνικές και οικονομικές δυσκολίες στις φυλακές. Η προσφεύγουσα μάλιστα είχε αναλάβει η ίδια το κόστος των φαρμάκων. Τελικά έλαβε την θεραπεία της  όχι λόγω αλλαγής στάσης των αρχών, αλλά ως συνέπεια της υπόδειξης του ΕΔΔΑ για λήψη προσωρινών μέτρων.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο οι εγχώριες αρχές δεν πέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων που διακυβεύονταν, δηλαδή της προστασίας της υγείας της προσφεύγουσας και του συμφέροντός της να συνεχίσει την ορμονοθεραπεία που συνδέεται με την αλλαγή φύλου. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

11. Trapitsyna και Isaeva κατά Ουγγαρίας της 19.09.2024 (αριθ. προσφ. 5488/22)

Απέλαση μετανάστριας και της κόρης της για λόγους εθνικής ασφαλείας, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Η πρώτη προσφεύγουσα Trapitsyna διέμενε στην Ουγγαρία από το 1995. Αρχικά της χορηγήθηκε άδεια διαμονής, η οποία παρατάθηκε με την πάροδο των ετών, και το 2003 έλαβε άδεια μετανάστευσης. Η δεύτερη προσφεύγουσα, η κόρη της, γεννήθηκε στην Ουγγαρία το 2008 και έζησε εκεί όλη της τη ζωή. Οι προσφεύγουσες ήταν ενσωματωμένες στην ουγγρική κοινωνία, με τη Σοφία να πηγαίνει σχολείο και να διατηρεί κοινωνικές επαφές στην Ουγγαρία. Οι ουγγρικές αρχές ξεκίνησαν την διαδικασία απέλασης κατά της πρώτης προσφεύγουσας για λόγους εθνικής ασφάλειας, μετά από σύσταση της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος (CPO), που έκρινε ότι η παρουσία της αποτελούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια.

Η Εθνική Γενική Διεύθυνση Αστυνόμευσης Αλλοδαπών (NDGAP) διέταξε την απέλαση της πρώτης στη Ρωσία, αναφέροντας ότι η παρουσία της στην Ουγγαρία αποτελούσε σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια. Η απόφαση συνοδευόταν από πενταετή απαγόρευση επανεισόδου. Η διαδικασία απέλασης σημαδεύτηκε από σημαντικά διαδικαστικά ζητήματα, ιδίως όσον αφορά την έλλειψη διαφάνειας. Η ND GAP στήριξε την απόφασή της αποκλειστικά στη σύσταση της CPO, που περιείχε διαβαθμισμένες πληροφορίες που δεν γνωστοποιήθηκαν ποτέ στις προσφεύγουσες. Κατά συνέπεια, η πρώτη προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς εναντίον της ή να προσκομίσει απαλλακτικά στοιχεία.

Η πρώτη προσφεύγουσα άσκησε έφεση επί της απόφασης απέλασης, υποστηρίζοντας ότι η NDGAP δεν έλαβε υπόψη τις ατομικές της περιστάσεις και δεν της παρέσχε τους λόγους της απέλασής της. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της NDGAP, υποστηρίζοντας ότι η NDGAP δεσμευόταν από τη σύσταση της CPO και δεν είχε διακριτική ευχέρεια στο θέμα αυτό. Το δικαστήριο αναγνώρισε τον απόρρητο χαρακτήρα των ευρημάτων κατά της πρώτης προσφεύγουσας, αλλά δεν προέβη σε λεπτομερή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων ή της αιτιολογίας πίσω από τη διαταγή απέλασης.

Η NDGAP ανακάλεσε επίσης την άδεια εγκατάστασης της δεύτερης προσφεύγουσας, σύμφωνα με την ουγγρική νομοθεσία, η οποία επιβάλλει ότι η άδεια εγκατάστασης ενός παιδιού μπορεί να ανακληθεί εάν ανακληθεί η άδεια μετανάστευσης του γονέα. Η ενέργεια αυτή υπογράμμισε τη διασύνδεση των νομικών καταστάσεων των προσφευγουσών και ανέδειξε τον αντίκτυπο της απέλασης στη δεύτερη προσφεύγουσα, η οποία δεν είχε ζήσει ποτέ σε άλλη χώρα. 

Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε τις διαδικαστικές ελλείψεις της απόφασης απέλασης. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε ποτέ για τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς εναντίον της, ούτε της χορηγήθηκε πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες, που χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την απέλασή της. Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία δικαστικού ελέγχου δεν διασφάλισε επαρκώς τα δικαιώματά της, καθώς η εξέταση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βουδαπέστης ήταν επιφανειακή και δεν εξέτασε ουσιαστικά τους ισχυρισμούς.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας δεν απαλλάσσουν τα κράτη από τις υποχρεώσεις τους βάσει της ΕΣΔΑ, ιδίως την ανάγκη παροχής αποτελεσματικών ένδικων μέσων και εγγυήσεων κατά της αυθαίρετης επέμβασης στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι ουγγρικές αρχές δεν είχαν επιτύχει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων της εθνικής ασφάλειας και των δικαιωμάτων των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 8.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Pindo Mulla κατά Ισπανίας της 17.09. 2024 (αριθ. προσφ. 15541/20) 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Αγνόηση της επιθυμίας μάρτυρος του Ιεχωβά να μην της κάνουν μετάγγιση αίματος σε εγχείρηση. Παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, υπό το πρίσμα της θρησκευτικής ελευθερίας.

Η προσφεύγουσα, μάρτυρας του Ιεχωβά, διαγνώστηκε με μια ασθένεια που απαιτούσε χειρουργική επέμβαση. Πριν από τη χειρουργική επέμβαση, γνωστοποίησε ρητά την άρνησή της να δεχτεί μεταγγίσεις αίματος, απόφαση που επισημοποιήθηκε μέσω μιας εκ των προτέρων ιατρικής οδηγίας και πληρεξουσίου, τα οποία ήταν καταχωρημένα και προσβάσιμα στο ιατρικό προσωπικό του τοπικού νοσοκομείου της στη Soria της Ισπανίας.

Η κατάσταση κλιμακώθηκε, καθιστώντας α­ναγκαία τη μεταφορά της στο νοσοκομείο La Paz της Μαδρίτης, εξειδικευμένο σε τέτοιες περιπτώσεις χωρίς μεταγγίσεις αίματος. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, το ιατρικό προσωπικό δεν διασφάλισε ότι οι εκ των προτέρων οδηγίες της προσφεύγουσας για τις μη μεταγγίσεις κοινοποιήθηκαν ή τηρήθηκαν επαρκώς.

Κατά την άφιξη στο La Paz, οι ιατροί αντιμετώπισαν κρίσιμη κατάσταση. Ενημερώθηκαν ότι η προσφεύγουσα αιμορραγούσε και είχε επικίνδυνα χαμηλό επίπεδο αιμοσφαιρίνης. Επικοινώνησαν με το δικαστή υπηρεσίας και ζήτησαν άδεια χορήγησης θεραπείας, η οποία περιελάμβανε μεταγγίσεις αίματος, χωρίς προηγούμενη διαδικασία συναίνεσης λόγω του επείγοντος της κατάστασης. Η απόφαση βασίστηκε στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στη ζωή, επιτρέποντας στην ιατρική ομάδα να προχωρήσει στην αναγκαία θεραπεία για τη διάσωση της ζωής της προσφεύγουσας.

Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τη δικαστική απόφαση, ισχυριζόμενη ότι παραβίασε τα δικαιώματά της βάσει των άρθρων 8 και 9 της ΕΣΔΑ, τα οποία εγγυώνται τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Υποστήριξε ότι η αυτονομία της και οι θρησκευτικές της πεποιθήσεις δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τα ανώτερα δικαστήρια επικύρωσαν την απόφαση, τονίζοντας τον επείγοντα χαρακτήρα της ιατρικής κατάστασης και την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στη θεραπεία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 8, σε συνδυασμό με το άρθρο 9. Συμπέρανε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδήγησε στην έγκριση των μεταγγίσεων αίματος δεν παρείχε επαρκή σεβασμό στην αυτονομία της και στις εκφρασμένες επιθυμίες που αντικατοπτρίζονταν στην εκ των προτέρων οδηγία της προς τους γιατρούς. Το Δικαστήριο υπογράμμισε σημαντικές ελλείψεις στην επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των δύο νοσοκομείων και έλλειψη επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων που θα της επέτρεπαν να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά της.

Το Δικαστήριο επιδίκασε, κατά πλειοψηφία, 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και ομόφωνα 14.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

  1. S.F. κατά Φινλανδίας της 08.10.2024 (αριθ. προσφ. 35276/20)

Μη χορήγηση άδειας διαμονής σε σύζυγο λόγω οικονομικής αδυναμίας της συζύγου του να τον διατρέφει. Δεν παραβιάστηκε η οικογενειακή ζωή.

Η προσφεύγουσα και τα τρία ανήλικα παιδιά της έλαβαν καθεστώς πρόσφυγα στη Φινλανδία στις 27 Οκτωβρίου 2016, λόγω ανησυχιών για πολιτική δίωξη στην Ερυθραία. Η φινλανδική υπηρεσία μετανάστευσης της παρείχε εμπεριστατωμένες πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες οικογενειακής επανένωσης, τονίζοντας την τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας μπορούσε να υποβάλει αίτηση για άδεια διαμονής του συζύγου της χωρίς να χρειάζεται να πληροί την απαίτηση διατροφής. Κατά το φιλανδικό δίκαιο  απαιτείται εισόδημα 2.900 ευρώ μηνιαίως  ή 34.800 ευρώ ετησίως, ώστε να ανταποκριθεί στα έξοδα διατροφής του συζύγου.  Αυτή η εξαίρεση ήταν ζωτικής σημασίας για τους πρόσφυγες που είχαν δημιουργήσει οικογενειακούς δεσμούς πριν από την άφιξή τους στη Φινλανδία.

Ο σύζυγος της προσφεύγουσας, στον οποίο είχε χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα στην Ουγκάντα, υπέβαλε αίτηση για άδεια διαμονής στις 30 Ιανουαρίου 2018, σχεδόν 15 μήνες αφότου η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για το καθεστώς ασύλου της. Η φινλανδική υπηρεσία μετανάστευσης απέρριψε την αίτησή του, δηλώνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει επαρκείς οικονομικούς πόρους για να ανταποκριθεί στην παραπάνω απαίτηση διατροφής. Σημειώνεται ότι το εισόδημα της προσφεύγουσας αποτελούνταν αποκλειστικά από επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης και δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη διαβίωση του συζύγου της στη Φινλανδία.

Η προσφεύγουσα επίσης δεν υπέβαλε την αίτηση του συζύγου της εντός της τρίμηνης περιόδου απαλλαγής, χωρίς να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο.

Το Διοικητικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Μετανάστευσης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι της καθυστερημένης αίτησης δεν ήταν επαρκείς για να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από την απαίτηση διατροφής. Εξέτασε επίσης το συμφέρον των παιδιών, αλλά έκρινε ότι η ευημερία τους δεν απαιτούσε τη χορήγηση στον σύζυγο άδειας διαμονής, ιδίως δεδομένης της περιορισμένης σχέσης μεταξύ αυτού και των παιδιών.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8,  κρίνοντας ότι οι φινλανδικές αρχές είχαν επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην οικογενειακή ζωή και του συμφέροντος του κράτους να ελέγχει τη μετανάστευση. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η απαίτηση για επαρκείς οικονομικούς πόρους αποτελεί έγκυρη προϋπόθεση για την οικογενειακή επανένωση, ιδίως μετά την αρχική περίοδο εξαίρεσης για τους πρόσφυγες. Η απόφαση υπογράμμισε τη σημασία της τρίμηνης προθεσμίας και την ανάγκη οι αιτούντες να ενεργούν άμεσα σε τέτοιες περιπτώσεις.

  1.  El Aroud και Soughir κατά Βελγίου της 05.12.2024 (αριθ. προσφ. 25491/18 και 27629/18)

Αφαίρεση της βελγικής υπηκοότητας  από άτομα που είχαν διπλή υπηκοότητα, λόγω καταδίκης για εγκλήματα σχετικά με τρομοκρατία. Δεν παραβιάστηκε η ιδιωτική τους ζωή. 

  1.  Grande Oriente d'Italia κατά Ιταλίας της 19.12.2024 (αριθ. προσφ. 29550/17)

Κοινοβουλευτική έρευνα στις μασονικές στοές για διείσδυση της μαφίας.  Η  εκτενής έρευνα και κατάσχεση χωρίς επαρκή στοιχεία παραβίασαν την ιδιωτική ζωή. 

Το ιταλικό Κοινοβούλιο συνέστησε το 2013 κοινοβουλευτική επιτροπή έρευνας για το φαινόμενο της μαφίας και άλλων εγκληματικών οργανώσεων με σκοπό, μεταξύ των άλλων, να ερευνηθούν και οι εγκαταστάσεις των μασονικών στοών για τυχόν εμπλοκή της μαφίας. Κατά τη διάρκεια της εκτενούς έρευνας κατασχέθηκαν μεγάλος όγκος εντύπων και ψηφιακών εγγράφων, μεταξύ αυτών δε ένας κατάλογος ονομάτων και προσωπικών δεδομένων περισσότερων από 6.000 μελών των μασονικών στοών, υπολογιστές και σκληροί δίσκοι. Ερευνήθηκαν επίσης γραφεία, βιβλιοθήκες και η κατοικία του Μεγάλου Διδασκάλου της μασονικής στοάς.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ή εύλογη υποψία για εμπλοκή των μασονικών στοών στο υπό διερεύνηση θέμα για να δικαιολογήσουν ένα τόσο ευρύ και απροσδιόριστο μέτρο. Επίσης, οι ελλείψεις του εντάλματος έρευνας δεν αντισταθμίστηκαν από επαρκείς εξισορροπητικές εγγυήσεις, όπως μια ανεξάρτητη και αμερόληπτη επανεξέταση. Όπως δε είναι δομημένο το σύστημα στην Ιταλία, το Κοινοβούλιο έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται για την εγκυρότητα των αποφάσεών του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια σημαντική παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας, που συνεπάγεται την εξέταση και διατήρηση από τις αρχές ενός ευρέος φάσματος εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων εμπιστευτικών πληροφοριών, δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο», ούτε «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και επιδίκασε 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.344 ευρώ για έξοδα.

  1.  Kumari κατά Ολλανδίας (αριθ. προσφ. 44051/20) και Martinez Alvarado κατά Ολλανδίας (προσφ. αριθ. 4470/21) της 10.12.2024 

Η έννοια της «οικογενειακής ζωής» μεταξύ ενηλίκων συγγενών υπό το πρίσμα  της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε τις κατευθυντήριες αρχές σχετικά με το τι συνιστά «οικογενειακή ζωή» μεταξύ ενηλίκων. Σύμφωνα με αυτές η οικογενειακή ζωή σύμφωνα με το άρθρο 8 περιορίζεται στον πυρήνα της οικογένειας και ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει οικογενειακή ζωή μεταξύ γονέων και ενήλικων παιδιών ή ενήλικων αδελφών, εκτός εάν μπορούσαν να αποδείξουν «πρόσθετα στοιχεία εξάρτησης, που συνεπάγονται περισσότερους από τους συνήθεις συναισθηματικούς δεσμούς».

Διευκρίνισε ότι τα κριτήρια εξάρτησης του ΕΔΔΑ  απαιτούσαν εξατομικευμένη εξέταση της επίμαχης σχέσης και άλλων σχετικών περιστάσεων. Τα πρόσθετα στοιχεία θα μπορούσαν να σχετίζονται με υγεία, οικονομική ή υλική εξάρτηση ή και συνδυασμό των στοιχείων αυτών.

Στην πρώτη προσφυγή η προσφεύγουσα είχε επικαλεστεί ότι εξαρτιόταν από τον υιό της κυρίως εξαιτίας θεμάτων υγείας, που συνήθως συνδέονται με την τρίτη ηλικία. Κατά το ΕΔΔΑ αυτά  δεν ήταν τόσο σοβαρά, ώστε να υφίσταται ανάγκη συνεχούς φροντίδας και υποστήριξης και έκρινε ότι δεν υπήρχαν λόγοι για τους οποίους δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την ιατρική φροντίδα και υποστήριξη που είχε στη διάθεσή της στην Ινδία. 

Έτσι διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι εξαρτιόταν από τον υιό της που είχε  ολλανδική υπηκοότητα, η δε η σχέση τους δεν αποτελούσε «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο κήρυξε, κατά πλειοψηφία, την προσφυγή ως απαράδεκτη. 

Στη δεύτερη ο κ. Martinez Alvarado, που έπασχε από διανοητική αναπηρία, και πιο συγκεκριμένα λειτουργούσε ως ανήλικο παιδί, είχε αποδείξει πειστικά ότι στηριζόταν πλήρως στην φροντίδα και στην υποστήριξη, στην καθημερινή του ζωή, των τεσσάρων αδελφών του, οι οποίες ζούσαν στην Ολλανδία. Οι γονείς του τον φρόντιζαν στο Περού μέχρι το θάνατό τους το 2015, όποτε και μετακόμισε στην Ολλανδία μετά από προτροπή της μεγαλύτερης αδελφής του. Η σχέση τους ισοδυναμούσε με «οικογενειακή ζωή» σύμφωνα με τη Σύμβαση.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εθνικές αρχές έσφαλαν όταν εστίασαν κυρίως στο γεγονός ότι οι αδελφές του δεν συμμετείχαν στην καθημερινή του φροντίδα πριν από τον θάνατο των γονέων τους. Ούτε είχε αποδειχθεί ότι υπήρχαν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για τα άτομα με νοητική αναπηρία στο Περού, τα οποία φροντίζονται από συγγενείς. Ως εκ τούτου, είχαν πραγματοποιήσει την ανάλυσή τους κατά τρόπο ο οποίος δεν ήταν σύμφωνος με τις αρχές που περιγράφονται στη Σύμβαση και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής). 

 

ΑΡΘΡΟ 9

ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

Η νομολογία του 2024 επί του άρθρου 9 αντανακλά τη συνεχή προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ θρησκευτικής ελευθερίας και άλλων δημοσίων συμφερόντων. Σημαντική και ιστορική  είναι η αναγνώριση της καλής μεταχείρισης των ζώων ως στοιχείου της «δημόσιας ηθικής», ενώ επιβεβαιώθηκε η δυνατότητα των κρατών να επιβάλλουν περιορισμούς σε θρησκευτικά σύμβολα στα σχολεία για λόγους ουδετερότητας του εκπαιδευτικού συστήματος.

 

  1.  Διεθνής Ακαδημία Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός κατά Ελλάδας της 25.01.2024 (αριθ. προσφ. 9025/15)

Η ανάκληση άδειας λειτουργίας ναού, του οποίου ο ιερέας προσχώρησε στους Παλαιοημερολογίτες, δεν παραβίασε την θρησκευτική ελευθερία.

Η προσφεύγουσα οργάνωση είχε δωρίσει ακίνητο στο δήμο διατηρώντας το δικαίωμα κοινής χρήσης της εκκλησίας. Μερικά χρόνια μετά τα εγκαίνια του ναού, ο πρόεδρος της προσφεύγουσας οργάνωσης προσχώρησε στην Εκκλησία των Παλαιοημερολογιτών. Με πράξη του Μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εκκλησίας επειδή δεν λειτουργούσε πλέον από νόμιμο και κανονικό κληρικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά από σχισματικό ιερέα.

Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης της πράξης, κρίνοντας ότι η θρησκευτική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ περιλαμβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας, αλλά δεν συνεπάγεται δικαίωμα για εκείνον που άλλαξε τις πεποιθήσεις του να χρησιμοποιεί εκκλησία που ιδρύθηκε για να εξυπηρετεί την θρησκευτική κοινότητα από την οποία αποχώρησε.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ανάκληση της άδειας και το κλείσιμο του ναού, μετά τη μεταστροφή του κληρικού σε άλλη θρησκευτική κοινότητα, δεν συνιστούσαν αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας οργάνωσης στη θρησκευτική ελευθερία. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

  1. Föderation Der Aleviten Gemeinden in Österreich κατά Αυστρίας της 05.03.2024 (αριθ. προσφ. 64220/19)

Άρνηση αναγνώρισης θρησκευτικής κοινότητας λόγω ομοιοτήτων του καταστατικού της με άλλη θρησκευτική ένωση. Παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Η προσφεύγουσα είναι θρησκευτική ένωση Αλεβιτών στην Αυστρία. Απορρίφθηκε η αίτηση αναγνώρισής της ως θρησκευτικής κοινότητας λόγω ομοιοτήτων του καταστατικού της με άλλη παρόμοια θρησκευτική ένωση. 

Κατά το ΕΔΔΑ η ελευθερία στη θρησκευτική της διάσταση, είναι ένα από τα πιο ζωτικά στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψή τους για τη ζωή και αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατικής κοινωνίας. Τόνισε ότι, εάν ένα κράτος θεσπίσει ένα πλαίσιο για την απονομή ειδικού καθεστώτος σε θρησκευτικές ομάδες που συνεπάγεται ειδικά προνόμια, όλες οι θρησκευτικές ομάδες που το επιθυμούν, πρέπει να διαθέτουν μια δίκαιη ευκαιρία να υποβάλλουν σχετική αίτηση και τα καθοριζόμενα κριτήρια πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε τροποποιημένο καταστατικό και πίνακα που απεικόνιζε τις διαφορές μεταξύ του καταστατικού της και αυτού της ένωσης ALEVI. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να διακρίνει τους λόγους για τους οποίους το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης δεν έλαβε υπόψη αυτή την εκδοχή του καταστατικού στην απόφασή του, αλλά αντ’ αυτού ερμήνευσε το γεγονός της υποβολής τους σε βάρος της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές αρνήθηκαν να καταχωρήσουν την προσφεύγουσα ένωση ως θρησκευτική κοινότητα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ως αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 9). Όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 6§1, την απέρριψε ως απαράδεκτη γιατί η άρνηση καταχώρισης δεν αποτελεί αστικό δικαίωμα. Τέλος επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 20.000 ευρώ για έξοδα.

  1. Hamzayan κατά Αρμενίας της 06.02.2024 (αριθ. προσφ.  43082/14)

Σύλληψη Μάρτυρα του Ιεχωβά και κατάσχεση θρησκευτικών βιβλίων. Παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας.

  1. Executief van de Moslims van België κ.α. κατά Βελγίου της 13.02.2024 (αριθ. προσφ. 16760/22 και 10 άλλες)

Η προστασία των δικαιωμάτων περιλαμβάνει την μη ταλαιπωρία των ζώων και τη μη θανάτωσή τους χωρίς αναισθησία. Η καλή μεταχείριση των ζώων εντάσσεται στη δημόσια ηθική. 

Οι προσφεύγοντες είναι ΜΚΟ και πολίτες μουσουλμανικού και εβραϊκού θρησκεύματος. Η υπόθεση αφορούσε την απαγόρευση σφαγής ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθησία και την απαγόρευση της σφαγής ζώων για θρησκευτική λατρεία στις περιφέρειες της Φλάνδρας και της Βαλλονίας του Βελγίου.

Ήταν η πρώτη φορά που το ΕΔΔΑ έπρεπε να αποφανθεί σχετικά με το ερώτημα εάν η προστασία της καλής μεταχείρισης των ζώων θα μπορούσε να συνδεθεί με έναν από τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου  έκρινε ότι η ΕΣΔΑ δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προάγει την απόλυτη προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ταλαιπωρία των ζώων.

Στην υπό κρίση υπόθεση το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι, με τα διατάγματα, με τα οποία απαγορεύτηκε η σφαγή των ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση στις περιφέρειες Φλάνδρας και Βαλλονίας, που επέτρεπαν παράλληλα την αναστρέψιμη αναισθητοποίηση για σφαγή στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων, οι εθνικές αρχές δεν υπερέβησαν το «περιθώριο εκτίμησης» που διέθεταν. Είχαν λάβει ένα μέτρο το οποίο ήταν αρχικά δικαιολογημένο και μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την προστασία της καλής διαβίωσης των ζώων ως στοιχείου της «δημόσιας ηθικής». Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση. 

  1. Mikyas κ.α. κατά Βελγίου της  16.05.2024 (αριθ. προσφ. 50681/20)

Η απαγόρευση ορατών θρησκευτικών συμβόλων (ισλαμικό πέπλο)  στα σχολεία δεν παραβίασε την θρησκευτική ελευθερία. 

Οι προσφεύγουσες είναι  τρεις νεαρές γυναίκες, που αυτοπροσδιορίζονται ως μουσουλμάνες. Παραπονέθηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να φορούν το ισλαμικό πέπλο στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (εκτός από τα μαθήματα θρησκευτικών), μετά την απαγόρευση να φορούν ορατά σύμβολα των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα της φλαμανδικής κοινότητας. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της ουδετερότητας στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κοινότητας, νοούμενη ως απαγόρευση, κατά γενικό τρόπο, της χρήσης από τους μαθητές  ορατών συμβόλων των πεποιθήσεών τους, δεν παραβίαζε από μόνη της το άρθρο 9 και τις αξίες στις οποίες βασίζεται. Το Δικαστήριο σημείωσε στην προκειμένη υπόθεση ότι η επίμαχη απαγόρευση δεν αφορούσε μόνο το ισλαμικό πέπλο, αλλά εφαρμοζόταν αδιακρίτως σε όλα τα ορατά σύμβολα πίστης.

Έκρινε ότι οι εθνικές αρχές είχαν το δικαίωμα, λαμβανομένου υπόψη περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτουν, να προβλέψουν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Φλαμανδικής Κοινότητας θα παρείχε ένα σχολικό περιβάλλον στο οποίο οι μαθητές δεν θα φορούσαν θρησκευτικά σύμβολα. 

Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου ο πλουραλισμός και η δημοκρατία πρέπει να βασίζονται στο διάλογο και σε πνεύμα συμβιβασμού, πράγμα που συνεπάγεται αναγκαστικά παραχωρήσεις εκ μέρους των ατόμων προκειμένου να διατηρηθούν και προωθηθούν τα ιδανικά και οι αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ο επίμαχος περιορισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογος προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, δηλαδή την προστασία δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων και της δημόσιας τάξης, και, ως εκ τούτου, «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία». 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσφυγή βάσει του άρθρου 9 ήταν προδήλως αβάσιμη. Οι λοιπές καταγγελίες τους απορρίφθηκαν λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.

  1. Missaoui και Akhandaf κατά Βελγίου της 26.09.2024 (αριθ. προσφ. 54795/21)

Μη άσκηση αναίρεσης λόγω γνωμοδότησης δικηγόρου για μη πιθανότητα ευδοκίμησής της.  Απαράδεκτη η προσφυγή για μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

Οι δύο προσφεύγουσες κατήγγειλαν ότι τους είχε απαγορευτεί, βάσει δημοτικού κανονισμού, η είσοδος σε δημόσιο κολυμβητήριο στην Αμβέρσα γιατί  φορούσαν μπουρκίνι. Προσέφυγαν στα εθνικά δικαστήρια χωρίς επιτυχία, καταγγέλλοντας ότι η απαγόρευση για θρησκευτικούς λόγους συνιστούσε διάκριση λόγω θρησκείας. Μετά την απόφαση του Εφετείου  δεν άσκησαν αναίρεση γιατί ένας δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω γνωμοδότησε αρνητικά σχετικά με τις μικρές πιθανότητες επιτυχούς άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου.

Το Δικαστήριο είχε υπόψη του τη σημασία του ρόλου των δικηγόρων που δίκαζαν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Επεσήμανε, ωστόσο, ότι μια αρνητική γνώμη δικηγόρου σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχούς άσκησης αναίρεσης δεν σήμαινε αυτόματα ότι η αναίρεση αυτή θα ήταν «βέβαιο ότι θα αποτύγχανε». Το Δικαστήριο ανέφερε ότι, για να αποφασίσει αν μια αναίρεση θα ήταν «βέβαιο ότι θα αποτύχει», έπρεπε να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της γνωμοδότησης και το επίμαχο θέμα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ούτε ο ανωτέρω δικηγόρος στην αρνητική του γνωμοδότηση, ούτε οι προσφεύγουσες, είχαν επικαλεστεί εγχώρια νομολογία ή άλλο σχετικό υλικό που να αποδείκνυε ότι η άσκηση αναίρεσης θα είχε αρνητική έκβαση. 

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο ουδέποτε είχε αποφανθεί σχετικά με τη νομιμότητα μιας δικαστικής απόφασης σχετικά με τη χρήση μπουρκίνι σε δημόσιο κολυμβητήριο. Παρατήρησε επίσης ότι υπήρχε αποκλίνουσα νομολογία επί του θέματος στα κατώτερα δικαστήρια. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μοναδική αρνητική γνωμοδότηση του δικηγόρου δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, βάσιμος λόγος για την απαλλαγή των προσφευγουσών από την άσκηση αναίρεσης ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για τους σκοπούς του άρθρου 35 § 1 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ κήρυξε ομόφωνα απαράδεκτη την προσφυγή, λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

 

ΑΡΘΡΟ 10

ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

Το 2024 χαρακτηρίζεται από την ενίσχυση της προστασίας της ελευθερίας έκφρασης δημοσιογράφων, δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας ως αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας έκφρασης και τόνισε τη σημασία της σάτιρας ως μορφής κοινωνικού σχολιασμού. Αντίθετα, επέδειξε αυστηρότητα σε περιπτώσεις διάδοσης αντιεπιστημονικών απόψεων από επαγγελματίες υγείας.

  1.  Danileţ κατά Ρουμανίας της 20.02.2024 (αριθ. προσφ. 16915/21)

Πειθαρχική ποινή σε δικαστή για αναρτήσεις του στο Facebook που αφορούσαν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης. 

Πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε σε δικαστή από την Εθνική Δικαστική και Νομική  Επιτροπή Δικαστικών και Νομικών Υπηρεσιών για την ανάρτηση δύο μηνυμάτων στον λογαριασμό του στο Facebook. Κρίθηκε ότι οι αναρτήσεις του είχαν βλάψει την τιμή και την φήμη του δικαστικού σώματος. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν δίμηνη περικοπή μισθού κατά  5%. 

Επικαλούμενος το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η επιβληθείσα αμετακλήτως πειθαρχική ποινή συνιστούσε δυσανάλογη παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν λάβει δεόντως υπόψη διάφορους σημαντικούς παράγοντες, ιδίως όσον αφορά το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο είχαν ενταχθεί οι αναρτήσεις του προσφεύγοντος, τη συμμετοχή του σε συζήτηση επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, το ζήτημα αν οι αξιακές κρίσεις που εκφράστηκαν είχαν επαρκώς βασιστεί σε πραγματικά περιστατικά και, τέλος, το δυνητικά ανασταλτικό αποτέλεσμα της κύρωσης. Επιπλέον, η ύπαρξη προσβολής της αξιοπρέπειας και της τιμής του επαγγέλματος του δικαστή δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς. 

Στις αποφάσεις τους, τα εθνικά δικαστήρια δεν απέδωσαν στην ελευθερία της έκφρασης του προσφεύγοντος τη βαρύτητα και τη σημασία που της αναλογούσε υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, μολονότι είχε χρησιμοποιηθεί ένα μέσο επικοινωνίας (Facebook), το οποίο θα μπορούσε να εγείρει εύλογα ερωτήματα όσον αφορά τη συμμόρφωση των δικαστών με το καθήκον αυτοσυγκράτησής τους. Κατά το Στρασβούργο, τα ρουμανικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει σχετική και επαρκή αιτιολογία για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10)  και επιδίκασε 5.232 ευρώ για έξοδα.

  1.  Sieć Obywatelska Watchdog Polska κατά Πολωνίας της 21.03.2024 (αριθ. προσφ. 10103/ 20)

Άρνηση χορήγησης πρόσβασης σε ΜΚΟ στα πρακτικά συνεδριάσεων δικαστηρίου.  Παραβίαση λήψης και μετάδοσης πληροφοριών (άρθρου 10 της ΕΣΔΑ).

Προσπάθειες Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης να αποκτήσει πρόσβαση σε πρακτικά συνεδριάσεων δύο δικαστών του Συνταγματικού Δικαστηρίου και στο ημερολόγιο επισκεπτών του δικαστηρίου. Η αίτηση παροχής πληροφοριών πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο αμφιβολιών σχετικά με το αν οι δύο δικαστές είχαν συναντηθεί με έναν πολιτικό, του οποίου το καθεστώς σε ποινική διαδικασία θα αποφασιζόταν από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να χορηγήσει πρόσβαση, ενημερώνοντας την ΜΚΟ ότι το ημερολόγιο επισκεπτών, το οποίο δεν ήταν επίσημο έγγραφο, δεν αποτελούσε δημόσια πληροφορία σύμφωνα με τον σχετικό νόμο και ότι δεν τηρούσε αρχεία των ατόμων που εισέρχονταν και εξέρχονταν από τις εγκαταστάσεις του.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ΜΚΟ, μια καθιερωμένη οργάνωση που ειδικεύεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου, είχε ζητήσει πρόσβαση στα πρακτικά της συνεδρίασης, επειδή ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος, ιδίως δεδομένης της πολιτικής συγκυρίας και της συζήτησης σχετικά με την αμεροληψία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η άρνηση πρόσβασης σε αυτές τις πληροφορίες είχε επομένως παρέμβει στο δικαίωμα της ΜΚΟ να λαμβάνει και να μεταδίδει πληροφορίες. Οι λόγοι που δικαιολογούσαν την παρέμβαση αυτή, που περιορίζονταν στο γεγονός ότι το έγγραφο δεν ήταν «δημόσιο», δεν ήταν επαρκείς.

Ωστόσο, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν παρέμβαση στο δικαίωμα της ΜΚΟ να λαμβάνει ή να μεταδίδει πληροφορίες όσον αφορά το ημερολόγιο επισκεπτών, το οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε κρατήσει και δεν ήταν υποχρεωμένο να τηρεί βάσει του εσωτερικού δικαίου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, όσον αφορά την άρνηση χορήγησης άδειας στη ΜΚΟ για πρόσβαση στα πρακτικά των συνεδριάσεων.

  1.  Kirkorov κατά Λιθουανίας της 18.04.2024 (αριθ. προσφ. 12174/22)

Η απαγόρευση εισόδου στη Λιθουανία διάσημου τραγουδιστή επειδή έκανε ρωσική προπαγάνδα, δεν παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης.

Απαγόρευση εισόδου του προσφεύγοντος, ενός δημοφιλούς τραγουδιστή και μουσικού παραγωγού, στη Λιθουανία, επειδή θεωρήθηκε απειλή για την εθνική ασφάλεια. Οι λιθουανικές αρχές διαπίστωσαν ότι αποτελούσε εργαλείο της ρωσικής προπαγάνδας στα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ και ότι, δίνοντας τακτικά συναυλίες στην Κριμαία, υποστήριζε την επιθετική πολιτική του ρωσικού κράτους. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση των λιθουανικών αρχών, η οποία βασίστηκε σε δηλώσεις και στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, δεν ήταν αυθαίρετη ή αβάσιμη. Ειδικότερα, ο προσφεύγων είχε δηλώσει δημοσίως ότι υποστήριζε τις ενέργειες της Ρωσίας στη χερσόνησο της Κριμαίας και αναφερόταν στον εαυτό του ως «εκπρόσωπο του Βλαντιμίρ Πούτιν επί σκηνής». Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν εξάλλου σταθμίσει τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης έναντι των ενεργειών του προσφεύγοντος και της απαγόρευσης που του επιβλήθηκε και δεν την έκριναν δυσανάλογη. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια, το Κοινοβούλιο της Λιθουανίας και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχαν αναγνωρίσει την ανάγκη αποκάλυψης της ρωσικής παραπληροφόρησης και του προπαγανδιστικού πολέμου. 

Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή ως  απαράδεκτη.

  1.  The National Youth Council of Moldova κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 25.06.2024 (αριθ. προσφ. 15379/13) 

Απαγόρευση αφισών κατά των διακρίσεων με σατιρική αλλά όχι προσβλητική εικονογράφηση. Παραβίαση της  ελευθερίας της έκφρασης. 

Η προσφεύγουσα, το Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας της Μολδαβίας, είναι μολδαβική μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) με έδρα το Κισινάου. Στόχος της ήταν να προωθήσει δωρεάν γραμμή βοηθείας σε άτομα που έχουν υποστεί διακρίσεις. Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση των τοπικών αρχών να χορηγήσουν  στην προσφεύγουσα ΜΚΟ άδεια ανάρτησης στην πόλη  διαφημιστικών αφισών που διαφήμιζε την δωρεάν γραμμή βοηθείας με την αιτιολογία ότι απεικόνιζαν ορισμένες κοινωνικές ομάδες με αναξιοπρεπή και ταπεινωτικό τρόπο. Επικαλούμενη το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), η προσφεύγουσα ΜΚΟ άσκησε καταγγελία ότι υπήρξε παράνομη, δυσανάλογη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης. 

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αφίσα της προσφεύγουσας ήταν μέρος μιας εκστρατείας κατά των διακρίσεων στην οποία συμμετείχαν αρκετές άλλες ΜΚΟ, ένας από τους στόχους της οποίας ήταν η προώθηση της πρώτης δωρεάν τηλεφωνικής γραμμής βοήθειας για τις διακρίσεις στη Μολδαβία. Το κεντρικό ζήτημα στην παρούσα υπόθεση ήταν η απόφαση της προσφεύγουσας να εικονογραφήσει την αφίσα της με γελοιογραφίες. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η σάτιρα ήταν μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικού σχολιασμού, που φυσικά αποσκοπούσε στην πρόκληση και την αναταραχή, συμβάλλοντας στο δημόσιο διάλογο. Τα σκίτσα στην αφίσα συνοδεύονταν από κείμενο που ενθάρρυνε τις ενδιαφερόμενες κοινότητες να καλέσουν μια δωρεάν τηλεφωνική γραμμή βοήθειας εάν βίωναν διακρίσεις. Ήταν προφανές για το Δικαστήριο ότι ο επιδιωκόμενος στόχος δεν ήταν η προσβολή, η γελοιοποίηση ή ο στιγματισμός των ευάλωτων ομάδων ή η προώθηση της ρητορικής μίσους και της μισαλλοδοξίας. Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν διεξαγάγει αποτελεσματικό έλεγχο, όπως απαιτείται από το άρθρο 10. Κατά το ΕΔΔΑ, αυτή η αποτυχία ήταν βασικός παράγοντας για να αποδειχθεί ότι δεν υπήρχε σχετική και επαρκής αιτιολογία για την παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης. Επιπλέον, μια τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση στις σατιρικές μορφές έκφρασης σχετικά με κοινωνικά ζητήματα. 

Κατά συνέπεια, η παρέμβαση δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία και το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρου 10). 

  1.  Suprun κ.α. κατά Ρωσίας της 18.06.2024 (αριθ. προσφ. 58029/12 και άλλες 4)

Η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας της έκφρασης.Περιορισμός πρόσβασης σε ιστορικά αρχεία. Παραβίαση άρθρου 10.

Οι προσφεύγοντες είναι πέντε Ρώσοι υπήκοοι που επικεντρώνονται στην έρευνα της ιστορίας της σοβιετικής πολιτικής καταστολής, μία Ελβετή υπήκοος που είναι δισέγγονη του Raoul Wallenberg, ενός Σουηδού διπλωμάτη που έσωσε τις ζωές χιλιάδων Ούγγρων Εβραίων στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και εξαφανίστηκε υπό σοβιετική κράτηση, και το Διεθνές Μνημείο, μια ΜΚΟ με έδρα τη Μόσχα, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για την προσπάθειά της να καταγράψει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι προσφεύγοντες προσπάθησαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες αρχείου σχετικά με τη σοβιετική καταστολή, συμπεριλαμβανομένων των εθνοτικών εκτοπίσεων και εκτελέσεων που πραγματοποιήθηκαν με διαταγές εξωδικαστικών οργάνων τη δεκαετία του 1930 και 1940. Η δεύτερη προσφεύγουσα, κα Dupuy προσπάθησε να αποκτήσει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την τύχη του Wallen­berg. Σε όλες τις περιπτώσεις, η πρόσβαση είτε αποκλείστηκε εντελώς, είτε οι πληροφορίες που δόθηκαν ήταν ελλιπείς, είτε οι προσφεύγοντες εμποδίστηκαν να λάβουν αντίγραφα των πρωτότυπων εγγράφων. Ένας από τους προσφεύγοντες, ο κ. Suprun, κρίθηκε ένοχος για παράνομη συλλογή «προσωπικών και οικογενειακών απορρήτων» των θυμάτων της εθνοτικής καταπίεσης για την εργασία αρχείου του σχετικά, ιδίως, με τον αναγκαστικό επαναπατρισμό των Γερμανορώσων.

Κατά το ΕΔΔΑ η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας της έκφρασης. Σε αυτά τα ζητήματα το υψηλό επίπεδο προστασίας που διασφαλίζεται στον πολιτικό λόγο θα πρέπει να διασφαλίζεται και για τους ερευνητές. Τόνισε επίσης ότι οι αρχές δεν είχαν παράσχει καμία εναλλακτική λύση για τη δημιουργία αντιγράφων του αρχειακού υλικού, το οποίο ήταν κατά τα άλλα προσβάσιμο και διαθέσιμο. Συνεπώς, οι περιορισμοί στην αντιγραφή του υλικού δεν ήταν «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ όσον αφορά όλους τους προσφεύγοντες. 

  1.  Bielau κατά Αυστρίας της 27.08.2024 (αριθ. προσφ. 20007/22)

Πειθαρχική κύρωση σε γιατρό για αντιεπιστημονικές αναρτήσεις σε ιστοσελίδα για αναποτελεσματικότητα των εμβολίων. Μη παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης. Αντίθετη μειοψηφία. 

Ο προσφεύγων ομοιοπαθητικός γενικός γιατρός τιμωρήθηκε πειθαρχικά με μικρό πρόστιμο με αναστολή για αναρτήσεις στην ιστοσελίδα του  για την αναποτελεσματικότητα των εμβολιασμών. Ο προσφεύγων  προωθούσε την «ολιστική ιατρική» μέσω της προσωπικής ιστοσελίδας του. 

Δημοσίευσε άρθρο του με απόψεις, που αμφισβητούσαν την ύπαρξη παθογόνων οργανισμών και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Στο άρθρο ανέφερε περί μη ύπαρξης παθογόνων ιών, ότι οι εμβολιασμοί δεν προστάτευαν ποτέ από ασθένειες, ότι η φύση δεν γνωρίζει ασθένειες και ότι ούτε μία ασθένεια δεν εξαφανίστηκε μέσω των εμβολιασμών. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αξιολογήθηκαν από την εγχώρια πειθαρχική επιτροπή ιατρών ως πειθαρχικό αδίκημα.  Ο προσφεύγων προσέφυγε  στο Διοικητικό Δικαστήριο που επικύρωσε την πειθαρχική απόφαση και υπέβαλλε προσφυγές ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι οποίες απορρίφθηκαν. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε νόμιμη παρέμβαση της ελευθερίας της έκφρασης για την προστασία της δημόσιας υγείας. Επισήμανε, ότι οι αναρτήσεις του προσφεύγοντος στην ιστοσελίδα  του ήταν επιστημονικά αβάσιμες και ότι οι κυρώσεις διασφάλισαν τη διατήρηση εμπιστοσύνης μεταξύ του κοινού και της ιατρικής πρακτικής. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν αιτιολογήσει επαρκώς τη δίκαιη στάθμιση μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του δημοσίου συμφέροντος και της ελευθερίας έκφρασης του προσφεύγοντος. Η πειθαρχική κύρωση δε που του επιβλήθηκε με τη μορφή προστίμου με αναστολή ήταν μικρή για τη διατύπωση επιστημονικά αβάσιμων δηλώσεων σχετικά με την αναποτελεσματικότητα των εμβολίων και, ως εκ τούτου, σε σχέση με την ιατρική του πρακτική δεν είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησης, ώστε το προσβαλλόμενο μέτρο να μπορεί να θεωρηθεί ως «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε - κατά πλειοψηφία - παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10). Ένας δικαστής εξέφρασε ενδιαφέρουσα μειοψηφία, εκφράζοντας αντίθετη κρί­ση.

  1.  Dianova κ.α. κατά Ρωσίας της 10.09.2024 (αριθ. προσφ. 21286/15 και 4 ακόμη)

Επιβολή προστίμων  σε γυναίκα που έκανε απεργία πείνας  και  σε καλλιτέχνες που γύριζαν σατιρική ταινία για τον Πούτιν. Καταδίκη της Ρωσίας για παραβιάσεις της ΕΣΔΑ.

Η πρώτη προσφεύγουσα, πραγματοποίησε πενθήμερη απεργία πείνας σε δημόσιο χώρο με σκοπό να διαμαρτυρηθεί για την κακομεταχείριση κρατουμένων στις φυλακές. Παρά τον ειρηνικό χαρακτήρα της διαμαρτυρίας, αστυνομικοί διέκοψαν την απεργία πείνας, επικαλούμενοι παραβίαση του νόμου περί δημόσιων εκδηλώσεων. Τα εθνικά δικαστήρια στη συνέχεια χαρακτήρισαν την απεργία πείνας ως «στατική διαδήλωση» και επέβαλαν στην απεργό πρόστιμο ίσο με τη μηνιαία σύνταξή της.

Οι υπόλοιποι τέσσερις προσφεύγοντες συνελήφθησαν ενώ προσπαθούσαν να «γυρίσουν» μια σατιρική ταινία σε δημόσιο πάρκο, στην οποία εμφανιζόταν ένας καλλιτέχνης μεταμφιεσμένος σε Πρόεδρο Πούτιν, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες εξέφραζαν με χιούμορ τον «θαυμασμό» τους χρησιμοποιώντας παράλογα συνθήματα, εκδηλώνοντας  έτσι την δυσαρέσκειά τους για την πολιτική του Πούτιν. Υποστήριξαν ότι η συγκέντρωσή τους δεν αποτελούσε «δημόσια εκδήλωση», όπως ορίζεται από τον νόμο περί δημοσίων εκδηλώσεων. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το νομικό πλαίσιο βάση του οποίου ενήργησαν οι αρχές ήταν ασαφές και εφαρμόστηκε με τυπολατρικό τρόπο, χωρίς να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις κατά της αυθαίρετης παρέμβασης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα της πρώτης προσφεύγουσας δεν ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο» και δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία», παραβιάζοντας το άρθρο 11 ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι αρχές είχαν εσφαλμένα χαρακτηρίσει τη δραστηριότητά των υπολοίπων τεσσάρων προσφευγόντων ως «συγκέντρωση» χωρίς να αναγνωρίσουν το συγκεκριμένο πλαίσιο και τη φύση των ενεργειών τους, οι οποίες ήταν καλλιτεχνικές και εκφραστικές και όχι διασπαστικές πολιτικά. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η διασταλτική ερμηνεία του νόμου επέτρεψε στις αρχές να επιβάλλουν αυθαίρετα κυρώσεις στους προσφεύγοντες, παραβιάζοντας το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10). 

Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης πρόσθετους ισχυρισμούς σχετικά με τα δικαιώματα των προσφευγόντων στην προσωπική ελευθερία και τη δίκαιη δίκη. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης παραβιάσεις των άρθρων 5 και 6 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 17.440 ευρώ για ηθική βλάβη συνολικά στους προσφεύγοντες και 4.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

  1.  Gadzhiyev και Gostev κατά Ρωσίας της 15.10.2024 (αριθ. προσφ. 73585/14 και 51427/18)

Δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν επειδή προέβησαν δημόσια σε δηλώσεις για διαφθορά στην αστυνομία και για κινδύνους στην ασφάλεια του μετρό. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.

Οι προσφεύγοντες είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Ελήφθησαν πειθαρχικά μέτρα εναντίον τους, με αποτέλεσμα την απόλυση του κ. Gadzhiyev (αστυνομικού) και του κ. Gostev (εργαζόμενου στο μετρό και Προέδρου των εργαζομένων στο μετρό) επειδή έθεσαν δημοσίως θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος που απασχολούσαν την κοινωνία.

Το Δικαστήριο σημείωσε ειδικότερα ότι ο πρώτος προσφεύγων είχε προβεί σε καταγγελίες σχετικά με πράξεις διαφθοράς οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των αστυνομικών επιχειρήσεων, θέματα τα οποία σαφώς ενδιαφέρουν την κοινωνία στο σύνολό της. Επισήμανε επίσης ότι οι ισχυρισμοί του δεύτερου προσφεύγοντος αφορούσαν την ασφάλεια του μετρό και ενδιέφεραν μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων (τους κατοίκους της Μόσχας που χρησιμοποιούσαν τακτικά αυτό το μέσο μεταφοράς). Και στις δύο περιπτώσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης των προσφευγόντων δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) και για τους δύο προσφεύγοντες και επιδίκασε στον μεν πρώτο 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.450 ευρώ για έξοδα και στον δεύτερο 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.

  1.  Klaudia Csikós κατά Ουγγαρίας της 28.11. 2024 (αριθ. προσφ. 31091/16)

Υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δημοσιογράφου για ανακάλυψη των πηγών της. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης.

Η προσφεύγουσα, Klaudia Csikós, είναι υπήκοος της Ουγγαρίας που γεννήθηκε το 1975 και ζει στη Βουδαπέστη. Είναι δημοσιογράφος της καθημερινής εφημερίδας Blikk.

Η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι οι κρατικές αρχές υπέκλεψαν επί τριήμερο τις τηλεφωνικές της επικοινωνίες με στενό της φίλο, που ήταν  αστυνομικός, με σκοπό να αποκαλύψουν τις δημοσιογραφικές της πηγές στην αστυνομία στο πλαίσιο έρευνας για κατάχρηση εξουσίας αστυνομικού.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές παρέλειψαν  να αντιμετωπίσουν τα παράπονα της προσφεύγουσας και  διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για αυτήν να αμφισβητήσει την εικαζόμενη χρήση μυστικής παρακολούθησης εναντίον της με σκοπό την ανακάλυψη των δημοσιογραφικών πηγών της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 8 και 10 και επιδίκασε 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και  7.000 ευρώ για έξοδα.

 

ΑΡΘΡΟ 11

 

  1.  Andrey Rylkov Foundation κ.α. κατά Ρωσίας της 18.06.2024 (αριθ. προσφ. 37949/18 και 84 άλλες) 

Μη επαρκώς προβλέψιμη νομοθεσία για χαρακτηρισμό οργάνωσης ως ανεπιθύμητης. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι. 

Οι προσφεύγοντες είναι τέσσερις αλλοδαπές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Ρωσία. Κηρύχθηκαν  «ανεπιθύμητες» βάσει νόμου,, που απαγόρευε οποιαδήποτε δραστηριότητα σε οργάνωση που θεωρητικά υπονόμευε τα θεμέλια της ρωσικής συνταγματικής τάξης. Μέλη της οργάνωσης καταδικάστηκαν επίσης για την συμμετοχή τους σε αυτήν. 

Το δικαστήριο έκρινε ότι οι νομικές διατάξεις σχετικά με τις ανεπιθύμητες οργανώσεις δεν είχαν διατυπωθεί με επαρκή ακρίβεια, ώστε να επιτρέψουν στους προσφεύγοντες οργανισμούς να προβλέψουν ότι οι κατά τα άλλα νόμιμες ενέργειές τους θα είχαν ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό τους ως «ανεπιθύμητων» και την απαγόρευση των δραστηριοτήτων τους στη Ρωσία. Ως εκ τούτου, η παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγουσών οργανώσεων δεν πληρούσε το κριτήριο του «προβλεπόμενου από τον νόμο» και  υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 10.

Το ΕΔΔΑ  διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες μέλη των οργανώσεων, είχαν ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά τους για την ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι κοινοποιώντας περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή ευθύνης στους προσφεύγοντες να προβλέψουν μελλοντικούς χαρακτηρισμούς ή να επανεξετάσουν τους ιστότοπους τους για να διασφαλίσουν ότι το προηγουμένως δημοσιευμένο υλικό δεν είχε ταξινομηθεί αναδρομικά ως σύνδεση με μια «ανεπιθύμητη» οργάνωση συνιστούσε δυσανάλογο «αποτρεπτικό αποτέλεσμα» στην ελευθερία της έκφρασής τους. Ως εκ τούτου η καταδίκη τους ως μέλη οργανώσεων ανεπιθύμητων συνιστούσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι. 

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσά από 10.000 έως 100.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα.

  1.  Ecodefense κ.α. κατά Ρωσίας της 14.06. 2024 (αριθ. προσφ. 9988/13 και 60 άλλες)

Κατασταλτικά και επαχθή μέτρα από το Ρωσικό κράτος κατά ΜΚΟ που χρηματοδοτούνταν από το εξωτερικό. Παραβίαση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι.

Οι 61 προσφεύγοντες είναι 73 ρωσικών ΜΚΟ. Ισχυρίστηκαν ότι αντιμετώπιζαν αδικαιολόγητους περιορισμούς στα δικαιώματά τους στην ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και διακρίσεις από τις κρατικές αρχές. 

Στο επίκεντρο της εξέτασης του Δικαστηρίου βρέθηκε ο ρωσικός νόμος για τους «ξένους πράκτορες», ο οποίος θέσπισε αυστηρές απαιτήσεις για τις οργανώσεις που θεωρούνταν ότι λάμβαναν ξένη χρηματοδότηση και συμμετέχουν σε «πολιτικές δραστηριότητες». Ο νόμος αυτός επέβαλε στις ΜΚΟ να εγγράφονται ως «ξένοι πράκτορες» εάν χρηματοδοτούνταν από το εξωτερικό και ασκούσαν δραστηριότητες που ερμηνεύονταν ως πολιτικές. 

Οι οργανώσεις που χαρακτηρίστηκαν ως τέτοιες αντιμετώπιζαν πρόσθετες επιβαρύνσεις, συμπεριλαμβανομένων υποχρεωτικών ελέγχων, λεπτομερών οικονομικών εκθέσεων και αυξημένου ελέγχου από τις κρατικές αρχές. Οι διατάξεις του νόμου ουσιαστικά στιγμάτιζαν αυτές τις ΜΚΟ, δημιουργώντας ένα εχθρικό περιβάλλον για τις δραστηριότητές τους.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο νόμος περί αλλοδαπών πρακτόρων επέβαλε δυσανάλογο βάρος στις ΜΚΟ, υποχρεώνοντάς αυτές είτε να αποδεχθούν τους εκτεταμένους κανονισμούς και περιορισμούς που συνδέονται με τον χαρακτηρισμό «αλλοδαπός πράκτορας», είτε να παραιτηθούν εντελώς από την ξένη χρηματοδότηση. Αυτή η διχοτόμηση ανάγκασε πολλές οργανώσεις να στριμωχτούν, με αποτέλεσμα τη μείωση των δραστηριοτήτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη διάλυση λόγω των δυσβάσταχτων λειτουργικών περιορισμών. Το Δικαστήριο ανέφερε συγκεκριμένα παραδείγματα όπου οι οργανώσεις έπρεπε να περιηγηθούν σε ένα περίπλοκο πλέγμα απαιτήσεων συμμόρφωσης, το οποίο αποσπούσε την προσοχή τους από τις βασικές αποστολές τους στην εκπλήρωση γραφειοκρατικών υποχρεώσεων.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία της ελευθερίας του συνεταιρίζεσαι ως ακρογωνιαίου λίθου της δημοκρατικής κοινωνίας. Τόνισε ότι η δυνατότητα των ΜΚΟ να λειτουργούν χωρίς αδικαιολόγητες παρεμβάσεις είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας, επιτρέποντας ποικίλες απόψεις και κοινωνικές κριτικές. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα μέτρα που εφαρμόστηκαν υπό το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας και της διαφάνειας δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις τού να είναι «προβλεπόμενα από το νόμο» ή «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος ήταν ασαφής, οδηγώντας σε αυθαίρετη εφαρμογή και σε αναχαίτιση της κοινωνίας των πολιτών.

Επιπλέον, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τις ευρύτερες επιπτώσεις των ενεργειών της ρωσικής κυβέρνησης όσον αφορά την μεταχείριση των ΜΚΟ. Σημείωσε ότι ο όρος που χρησιμοποιείται στο νόμο «ξένος πράκτορας», έχει ιστορικά αρνητική χροιά στη Ρωσία, θυμίζοντας προδοσία. Αυτός ο χαρακτηρισμός όχι μόνο περιθωριοποιούσε τις οργανώσεις αλλά και ενέπνεε φόβο στους δικαιούχους και στο κοινό, αποτρέποντας αποτελεσματικά τα άτομα από το να ζητούν βοήθεια από αυτές τις ΜΚΟ.

Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι το ρωσικό κράτος παραβίασε το άρθρο 11, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 10, το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιορισμοί που επέβαλε η ρωσική κυβέρνηση δεν ήταν ούτε δικαιολογημένοι,σ ούτε ανάλογοι προς τους σκοπούς που υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε ο νόμος.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε από 60 έως 21.430 ευρώ για αποζημιώσεις και 10.000 ευρώ σε κάθε μία από τις προσφεύγουσες ΜΚΟ και τους επικεφαλής τους για ηθική βλάβη.

  1.  Eckert κατά Γαλλίας της 24.10.2024 (αριθ. προσφ. 56270/21)

Πρόστιμο για συμμετοχή σε απαγορευμένη διαδήλωση σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων». Μη παραβίαση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι.

Στις 10 Μαΐου 2019, στο πλαίσιο του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» (άτομα που ενώθηκαν μέσω διαφόρων κοινών αιτημάτων και που είχαν πραγματοποιήσει συχνές συγκεντρώσεις σε πολλά μέρη από τον Νοέμβριο του 2018), εκδόθηκε διοικητική διαταγή με την οποία απαγορεύτηκε η διαδήλωση της επόμενης ημέρας εντός μιας προσδιορισμένης περιοχής του κέντρου της πόλης του Μπορντό.

Η διαταγή ήρθε στον απόηχο των εκκλήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για μια νέα ημέρα διαδηλώσεων στις 11 Μαΐου 2019, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή προσδιορισμό του διοργανωτή. Ενόψει προηγούμενων συγκρούσεων και βανδαλισμών, στόχος ήταν να αποτραπούν νέες διαταραχές της δημόσιας τάξης. Η απαγόρευση ανακοινώθηκε, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε έλεγχο ταυτότητας ως ένας από τους διαδηλωτές εντός της απαγορευμένης περιοχής και του επιβλήθηκε πρόστιμο 150 ευρώ για την συμμετοχή του σε απαγορευμένη διαδήλωση. Προσέβαλε το πρόστιμο και τη νομιμότητα της απαγόρευσης στα εγχώρια δικαστήρια  χωρίς επιτυχία.

Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου οι εγχώριες αρχές μπορούσαν νόμιμα να θεωρήσουν ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος άσκησης βίας και πρόκλησης ζημιών από την επικείμενη διαδήλωση. Δεν υπήρξε προηγούμενη γνωστοποίηση της διαδήλωσης που απαγορεύθηκε  και η απαγόρευση δεν ήταν γενικευμένη σε όλη την πόλη, αλλά μόνον σε συγκεκριμένη περιοχή και για ορισμένο χρόνο. Το Δικαστήριο έκρινε επαρκή την ποιότητα της νομοθεσίας που απαγόρευε υπό προϋποθέσεις διαδηλώσεις και ότι τα εθνικά δικαστήρια στάθμισαν τα  διακυβευόμενα συμφέροντα χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του ΕΔΔΑ. 

Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η απαγόρευση που ήταν περιορισμένη σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο δεν παραβίασε το άρθρο 11  και δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία του συνέρχεσθαι (άρθρο 11).

  1.  Central Unitaria de Traballadores/as κατά Ισπανίας της 17.10.2024 (αριθ. προσφ. 49363/20)

Η απαγόρευση συνδικαλιστικής διαδήλωσης την περίοδο της πανδημίας Covid ήταν δικαιολογημένη. Μη παραβίαση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι.

Οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν τον Απρίλιο του 2020 να επιτρέψουν στο προσφεύγον συνδικάτο να οργανώσει μια αυτοκινητοπομπή - διαδήλωση για την Πρωτομαγιά λόγω των περιορισμών του Covid, που ίσχυαν εκείνη την περίοδο. Το Δικαστήριο σημείωσε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες οι ισπανικές αρχές έπρεπε να λάβουν μέτρα, δεδομένου ότι ήταν στην αρχή μιας πανδημίας, χωρίς πλήρη γνώση της προέλευσης και της συχνότητας της νόσου, και με σοβαρή πίεση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι ισπανικές αρχές είχαν εξισορροπήσει την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας με τα δικαιώματα του συνδικάτου και ότι η απαγόρευση είχε δικαιολογηθεί υπό αυτό το πρίσμα.

Το ΕΔΔΑ έκρινε, με 6 ψήφους έναντι μίας, ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι).

 

ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

 

ΑΡΘΡΟ 1

 

  1.  Shylina κατά Ουκρανίας της 15.02.2024 (αριθ. προσφ. 2412/2019)

Αναστολή καταβολής μηνιαίου επιδόματος σε εσωτερικά εκτοπισμένη λόγω μη νόμιμης συμμόρφωσης για άνοιγμα λογαριασμού σε κρατική τράπεζα. Μη παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία.

Η προσφεύγουσα είναι εκτοπισμένη από την Κριμαία στην Ουκρανία. Δικαιούταν την καταβολή επιδόματος από το κράτος με την προϋπόθεση να ανοίξει λογαριασμό σε συγκεκριμένη κρατική τράπεζα. Η καταβολή του επιδόματος ανεστάλη λόγω άρνησής της να ανοίξει τον απαιτούμενο λογαριασμό. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και για απαγορευμένη διάκριση. 

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι  το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει ο νομοθέτης κατά την εφαρμογή των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών πρέπει είναι ευρύ, αρκεί να γίνεται «προς το δημόσιο συμφέρον».

Διαπίστωσε ότι ο κανονισμός που προέβλεπε  να έχουν οι εσωτερικά εκτοπισμένοι λογαριασμό στην Oshchadbank προκειμένου να λάβουν τις κοινωνικές παροχές τους ήταν  αρκούντως σαφής, προσιτός και προβλέψιμος στην εφαρμογή του. Αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ορθής καταβολής των εν λόγω παροχών στους εσωτερικά εκτοπισμένους, διασφαλίζοντας παράλληλα την κρατική εποπτεία των εν λόγω πληρωμών μέσω της καθορισμένης κρατικής τράπεζας. Ως εκ τούτου έκρινε ότι  η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της ήταν νόμιμη, επιδίωκε νόμιμο στόχο και δεν ήταν δυσανάλογη, συνεπώς δεν παραβιάστηκε το άρθρο 1 του ΠΠΠ. 

Ακολούθως έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή όσον αφορά την απαγορευμένη διάκριση, γιατί  δεν απέδειξε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ίδιων εσωτερικά εκτοπισμένων.

  1.  Energyworks Cartagena S.L. κατά Ισπανίας της 18.04.2024 (αριθ. προσφ. 75088/17).

Πρόβλεψη περιορισμών στις επιδοτήσεις εταιρειών  παραγωγής ενέργειας. Καμία παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία.

Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία παραγωγής ενέργειας. Η υπόθεση αφορούσε τις αλλαγές στους Κανονισμούς του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και, ειδικότερα, στο καθεστώς επιδότησης των επενδύσεων. Σύμφωνα με τις αλλαγές που εισήχθησαν νομοθετικά το ποσό των επιδοτήσεων  δεν έπρεπε να υπερβαίνει το ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται για να μπορέσουν οι εν λόγω εγκαταστάσεις να επιτύχουν εύλογη απόδοση. Ως αποτέλεσμα των αλλαγών, η προσφεύγουσα δεν έλαβε επιδοτήσεις για επενδύσεις για την περίοδο 2013-2016. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία. 

Το  Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε αναδρομική στέρηση των επιδοτήσεων. Οι αλλαγές στο σύστημα είχαν επηρεάσει μόνο το μελλοντικό εισόδημα και οι επιδοτήσεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «κατοχή», που είχε στερηθεί η προσφεύγουσα εταιρεία. 

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο  1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου). 

  1.  Zela κατά Αλβανίας, της 11.06.2024 (αριθ. προσφ. 33164/2011)

Κατεδάφιση παρανόμου κτίσματος που χρησιμοποιείτο καλόπιστα  για επαγγελματική δραστηριότητα επί πολλά χρόνια. Μη καταβολή αποζημίωσης. Παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. 

Ο προσφεύγων είχε ανεγείρει τριώροφο κτίσμα χωρίς πολεοδομική άδεια στις όχθες ενός  ποταμού, το οποίο χρησιμοποίησε για επαγγελματική του δραστηριότητα ανενόχλητος επί σειρά ετών. Με βάση την κείμενη νομοθεσία εκδόθηκε απόφαση κατεδάφισης, η οποία συντελέστηκε χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.

Όσον αφορά την ανέγερση και διατήρηση του κτιρίου επί πολλά έτη, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ενέργησε με καλή πίστη, με την ανοχή της χρήσης του για πολλά χρόνια και την εγγραφή της ιδιοκτησίας του στο Κτηματολόγιο. Έκρινε ότι η κατεδάφιση ήταν δυσανάλογη επιβάρυνση γιατί είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση στον προσφεύγοντα ότι το κτίριο κάλυπτε την απαιτούμενη νομιμότητα κατά παράβαση  της αρχής της χρηστής διακυβέρνησης στο πλαίσιο αυτό. Το ΕΔΔΑ έκρινε αδυναμία επίτευξης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. 

Το Στρασβούργο επιδίκασε 50.000 ευρώ για αποζημίωση, 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

  1.  Ganushcak κατά Ουκρανίας της 29.08. 2024 (αριθ. προσφ. 40776/16)

Αντιφατική νομολογία των εγχωρίων δικαστηρίων για τελωνειακή παράβαση. Καταδίκη για παραβίαση της ΕΣΔΑ.

Επιβλήθηκε πρόστιμο στον προσφεύγοντα για παραβίαση τελωνειακών διατάξεων, ήτοι για μεταφορά του αυτοκινήτου του στην Ουκρανία μέσω του κλειστού συνοριακού σημείου ελέγχου στην Κριμαία. Για την παράβαση αυτή του επιβλήθηκε  πρόστιμο ίσο με την αξία του αυτοκινήτου του και δήμευση του αυτοκινήτου. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε  ότι η τιμωρία αυτή συνιστούσε παρέμβαση στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και του επέβαλε δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση.

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι εναπόκειται κατά πρώτο λόγο στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εσωτερικό δίκαιο. Το Δικαστήριο, ωστόσο, καλείται να επαληθεύσει ότι ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε το εσωτερικό δίκαιο παρήγαγε συνέπειες που ήταν σύμφωνες με τις αρχές της ΕΣΔΑ.

Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια απόκλιναν  από προηγούμενες αμετάκλητες αποφάσεις τους στις οποίες επιβεβαίωσαν, υπό σχεδόν πανομοιότυπες περιστάσεις,  ότι το ιδιωτικό αυτοκίνητο με το οποίο διέσχισε τα κρατικά σύνορα δεν εθεωρείτο ως «εμπόρευμα» και δεν συνιστούσε τελωνειακή παράβαση. Παρά την επίκληση του προσφεύγοντος της εγχώριας νομολογίας, το διοικητικό δικαστήριο  δεν αιτιολόγησε γιατί κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα. 

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αυτή η αντιφατική νομολογία των εθνικών δικαστηρίων  στερούνταν της απαιτούμενης ακρίβειας, ώστε να επιτρέπει στα άτομα να προβλέπουν τις συνέπειες των πράξεών τους και ως εκ τούτου  δεν ήταν νόμιμη  και προβλέψιμη και επομένως ήταν  ασυμβίβαστη με την αρχή της νομιμότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε 2.007 ευρώ για αποζημίωση και 1.000 ευρώ για έξοδα

 

ΑΡΘΡΟ 3

 

  1.  Kokëdhima κατά Αλβανίας της 11.06. 2024 (αριθ. προσφ. 55159/16)

Παύση βουλευτή από το αξίωμά του επειδή ήταν μοναδικός μέτοχος σε εταιρεία που εισέπραττε έσοδα από το Δημόσιο. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ.

Απόφαση για παύση του προσφεύγοντος από το αξίωμα του βουλευτή λόγω σύγκρουσης συμφερόντων με την ιδιότητά του ως μοναδικού μετόχου σε ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία, η οποία εισέπραττε έσοδα από τους πόρους του Δημοσίου.

Συγκεκριμένα, το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 70 § 3 του Συντάγματος, το οποίο προέβλεπε ότι οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες που αποφέρουν εισόδημα από το δημόσιο.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι η εταιρεία, της οποίας ο προσφεύγων ήταν ο μοναδικός μέτοχος, είχε συνάψει συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών διαδικτύου και σταθερής τηλεφωνίας με διάφορες αρχές του δημοσίου πριν από εκλογή του προσφεύγοντος. Η εταιρεία συνέχισε να αντλεί έσοδα από αυτές τις συμβάσεις ακόμη και μετά την έναρξη της κοινοβουλευτικής θητείας του. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι ο προσφεύγων όφειλε να γνωρίζει καλά ότι οι επίμαχες συμβάσεις, η τελευταία από τις οποίες είχε συναφθεί σε ημερομηνία κατά την οποία αυτός ήταν εκλεγμένος βουλευτής, θα συνεχίζουν να παράγουν έσοδα κατά την περίοδο της βουλευτικής του θητείας. 

Επίσης, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο προσφεύγων όφειλε να γνωρίζει την νομοθεσία και την πρακτική στην περίπτωσή του και επομένως θα μπορούσε να προβλέψει ότι η συνέχιση της δραστηριότητάς του από εισοδήματα που προέρχονταν από συμβάσεις με το δημόσιο θα επέφερε σύγκρουση συμφερόντων με το νέο του αξίωμα ως βουλευτή.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

  1.  Ždanoka κατά Λετονίας (αριθ. 2) της 25.07.2024 (αριθ. προσφ. 42221/2018)

Η απαγόρευση Λετονής υποψηφίας, ενεργού μέλους φιλορωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, να συμμετάσχει στις ευρωεκλογές δεν παραβίασε την ΕΣΔΑ.

Η προσφεύγουσα, πρώην ευρωβουλευτής, διεγράφη από τον κατάλογο υποψηφίων για τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2018, λόγω της ενεργής συμμετοχής της στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Λετονίας μετά την ανεξαρτησία από την Σοβιετική Ένωση και των τρεχουσών πολιτικών δραστηριοτήτων της (υποστήριξη των ενεργειών της Ρωσίας στη χερσόνησο της Κριμαίας). Ήταν υποψήφια για τη Λετονική Ένωση Ρώσων. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός του εκλέγεσθαι σε άτομα που είχαν θέσει σε κίνδυνο και συνέχισαν να θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Λετονίας και τις αρχές ενός δημοκρατικού κράτους που διέπεται από το κράτος δικαίου ήταν νόμιμος και αναλογικός. Ως εκ τούτου, οι αρχές ενήργησαν εντός της διακριτικής τους ευχέρειας («περιθώριο εκτίμησης»).

Κατά το ΕΔΔΑ ο αμφισβητούμενος περιορισμός ήταν αρκούντως προβλέψιμος και, ως εκ τούτου, νόμιμος, τον επέβαλαν δε θεμιτοί σκοποί προστασίας της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της εθνικής ασφάλειας του κράτους. 

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

  1.  Shlosberg κατά Ρωσίας της 03.09.2024 (αριθ. προσφ. 32648/22)

Υποψήφιος αποκλείστηκε από τις βουλευτικές εκλογές για συμμετοχή σε αντιπολιτευτική διαδήλωση στη Ρωσία. Παραβίαση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι.

Ο προσφεύγων, μέλος της αντιπολίτευσης στην Κρατική Δούμα, συμμετείχε σε διαδήλωση υπέρ του Alexei Navalny, η οποία είχε χαρακτηριστεί ως εξτρεμιστική από τις ρωσικές αρχές. Οι αρχές του επέβαλαν διοικητικό πρόστιμο για την συμμετοχή του στην οργάνωση της διαδήλωσης. 

Νέες τροποποιήσεις στον ομοσπονδιακό νόμο εισήγαγαν περιορισμούς για τους συμμετέχοντες στις εκλογικές διαδικασίες σε πρόσωπα που στο παρελθόν είχαν εμπλακεί σε οργανώσεις χαρακτηριζόμενες ως εξτρεμιστικές. Ο προσφεύγων κατέθεσε υποψηφιότητα, η οποία επικυρώθηκε σε αρχικό στάδιο, όμως ανταγωνιστής υποψήφιος κατέθεσε ένσταση. Υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να εκλεγεί, καθώς συμμετείχε σε εξτρεμιστικές δραστηριότητες. Το τοπικό δικαστήριο ακολούθως απέκλεισε τον προσφεύγοντα από το εκλογικό του δικαίωμα.

Ο προσφεύγων άσκησε ένδικα μέσα κατά της απόφασης, τα οποία απορρίφθηκαν. Τα εθνικά δικαστήρια  έκριναν ότι η συμμετοχή του σε εξτρεμιστικές οργανώσεις επαρκούσε για την στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. 

Ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα των εφαρμοστέων νόμων, αλλά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσίας έκρινε την προσφυγή του ως απαράδεκτη.

Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι ο αποκλεισμός του προσφεύγοντος στηρίχθηκε σε αυθαίρετους λόγους και ότι η συμμετοχή του σε ειρηνικές διαδηλώσεις δεν μπορούσε να συνιστά λόγο περιορισμού του δικαιώματος σε ελεύθερες εκλογές. Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη.

 

ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

 

ΑΡΘΡΟ 2

 

  1.  Auray κ.α. κατά Γαλλίας της 08.02.2024 (αριθ. προσφ. 1162/22)

Ο περιορισμός διαδηλωτών από την αστυνομία παραβίασε την ελευθερία της κυκλοφορίας, της έκφρασης και του συνέρχεσθαι.

Εγκλωβισμός των προσφευγόντων επί πολλές ώρες στην Place Bellecour της Λυών, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης κατά του νομοσχεδίου για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ο λόγος του αποκλεισμού της πλατείας ήταν να περιοριστούν οι δυνητικά βίαιοι ταραχοποιοί, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για την ασφάλεια των προσώπων και να διασφαλιστεί η ορθή διεξαγωγή της διαδήλωσης. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ένας τέτοιος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας ήταν αναγκαίος προκειμένου να αποτραπεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης προσώπων ή περιουσίας, και ότι είχε περιοριστεί στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού. Επομένως, παρά τη διάρκεια και τις επιπτώσεις του στους προσφεύγοντες και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του και τον τρόπο με τον οποίο είχε εφαρμοστεί, ο περιορισμός δεν συνιστούσε «στέρηση της ελευθερίας» κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης.

Όσον αφορά τις καταγγελίες σχετικά με τα δικαιώματα της ελεύθερης κυκλοφορίας (άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου), της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι (άρθρο 11), το Δικαστήριο επανέλαβε ότι κάθε μέτρο που περιορίζει τις ελευθερίες αυτές έπρεπε να «προβλέπεται από το νόμο». Ωστόσο, σημείωσε ότι το γενικό νομικό πλαίσιο για τη διατήρηση της τάξης που ίσχυε κατά τον χρόνο των επίμαχων γεγονότων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθόριζε τους κανόνες για τη χρήση της τεχνικής του kettling με επαρκή ακρίβεια, ώστε να αποτελεί εγγύηση κατά του κινδύνου αυθαίρετων επεμβάσεων στις ελευθερίες των ατόμων, που ενδέχεται να επηρεαστούν από αυτήν. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση της τεχνικής του kettling από την αστυνομία δεν ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, «προβλεπόμενη από τον νόμο» κατά την έννοια των διατάξεων που επικαλούνται.

Για τον λόγο αυτό, αφού σημείωσε ότι τον Δεκέμβριο του 2021, δηλαδή μετά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο Υπουργός Εσωτερικών είχε εκδώσει νέα εθνική οδηγία για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ υπό το πρίσμα του άρθρου 10.

  1.  Domenjoud κατά Γαλλίας της 16.05.2024  (αριθ. προσφ. 34749/16 και 79607/17)

Ο κατ’ οίκον περιορισμός ακτιβιστή για αποτροπή βίαιων εκδηλώσεων στο πλαίσιο διεθνούς διάσκεψης παραβίασε την ελεύθερη κυκλοφορία.

Οι προσφεύγοντες είναι Γάλλοι ακτιβιστές, οι οποίοι ζουν σε επαρχία στην Γαλλία. Η υπόθεση αφορούσε διαταγές κατ’ οίκον περιορισμού, βάσει της νομοθεσίας περί κατάστασης έκτακτης ανάγκης.  Τα μέτρα ελήφθησαν για το χρονικό διάστημα από τις 26 Νοεμβρίου έως τις 12 Δεκεμβρίου 2015,  στο πλαίσιο της 21ης διάσκεψης των μερών της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή («COP 21»). Η εντολή περιλάμβανε υποχρέωση εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα κάθε ημέρα και  κατ’ οίκον περιορισμό από τις 20.00 έως  τις 06.00 της επόμενης ημέρας. Βασιζόμενοι ειδικότερα στο άρθρο 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) και στο άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 (ελεύθερη κυκλοφορία), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι  τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό χωρίς νόμιμο λόγο. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό  από την ανάγκη διασφάλισης της ασφάλειας στην εκδήλωση COP21, στο πλαίσιο τόσο μιας σοβαρής τρομοκρατικής απειλής όσο και βίαιων επεισοδίων σε άλλες σημαντικές εκδηλώσεις σε γειτονικές χώρες το 2015. Η απόφασή των εγχώριων αρχών βασίστηκε  σε πληροφορίες που τέθηκαν υπόψη του από τις υπηρεσίες πληροφοριών σε υπομνήματα «λευκού σημειώματος», τα οποία ανέφεραν ότι ακτιβιστές προετοίμαζαν βίαιες διαμαρτυρίες γύρω από τη σύνοδο κορυφής και ότι οι δύο προσφεύγοντες ήταν πιθανό να συμμετάσχουν. 

Όσον αφορά τον Cédric Domenjoud, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μέτρο, αν και περιοριστικό, βασίστηκε σε σχετική και επαρκή αιτιολογία και σε συγκεκριμένες πτυχές της συμπεριφοράς και του ποινικού μητρώου του, γεγονός που είχε επισημάνει σοβαρό κίνδυνο συμμετοχής σε εξαιρετικά βίαιες διαταραχές. Επομένως, τα μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος του δεν ήταν δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (προστασία της εθνικής ασφάλειας και διατήρηση της δημόσιας τάξης). Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι υπήρχαν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για τον δικαστικό έλεγχο του μέτρου, ιδίως όσον αφορά την εξέταση των «λευκών σημειώσεων» του υπουργού. Κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 όσον αφορά αυτόν τον προσφεύγοντα.

Όσον αφορά τον Joël Domenjoud, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι είχε την πρόθεση να συμμετάσχει σε βίαιες διαμαρτυρίες ή να βοηθήσει στην οργάνωσή τους. Ούτε είχε αποδειχθεί ότι είχε ενθαρρύνει ή έστω υποστηρίξει τέτοιες πράξεις. Δεν υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία που να υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της υπηρεσίας πληροφοριών ότι ο προσφεύγων ήταν βίαιος ακτιβιστής. Επομένως, δεν προέκυψε ότι το προληπτικό μέτρο που ελήφθη εναντίον του ήταν αποτέλεσμα ατομικής και λεπτομερούς αξιολόγησης της συμπεριφοράς ή των ενεργειών του, που κατέστησε δυνατή την τεκμηρίωση του κινδύνου να συμβάλλει στις διαταραχές που φοβήθηκαν οι εγχώριες αρχές. Το Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι ο δικαστικός έλεγχος του μέτρου που ελήφθη κατά του προσφεύγοντος δεν συνοδεύτηκε από επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις. Τέλος, έκρινε ότι το μέτρο δεν ενέπιπτε στην παρέκκλιση που κοινοποίησε η Γαλλία στο Συμβούλιο της Ευρώπης δυνάμει του άρθρου 15 της Συμβάσεως. 

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 και επιδίκασε στον κ.  Joël Domenjoud  1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα.

 

ΑΡΘΡΟ 4

 

M.D. κ.α. κατά Ουγγαρίας της 19.09.2024 (αριθ. προσφ. 60778/19)

Επαναπροώθηση οικογένειας που ζήτησε άσυλο. Μη λήψη υπόψιν των  ατομικών περιστάσεων και της άρνησης της Σερβίας να τους ξαναδεχθεί.  Παραβίαση της απαγόρευσης της συλλογικής απέλασης. 

Οι προσφεύγοντες είναι αφγανική οικογένεια έξι μελών. Εγκατέλειψαν  το Ιράν, και πέρασαν  στη ζώνη διέλευσης Röszke που βρίσκεται στα ουγγρικά σύνορα με τη Σερβία. Οι ουγγρικές αρχές απέρριψαν την αίτησή τους για άσυλο και διέταξαν την επαναπροώθησή τους στη Σερβία. Όταν η  Σερβία αρνήθηκε να τους δεχτεί ξανά απελάθηκαν για το  Αφγανιστάν. 

Επικαλούμενοι το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 (απαγόρευση συλλογικής απέλασης) διαμαρτυρήθηκαν  ότι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Σερβία, χωρίς νόμιμη απόφαση που να διατάσσει την απέλασή τους στο κράτος αυτό, χωρίς να ληφθεί υπόψη η άρνηση των σερβικών αρχών να τους δεχθούν εκ νέου και χωρίς να έχουν πρόσβαση σε διερμηνέα ή δικηγόρο. 

Κατά το ΕΔΔΑ  το άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου απαιτεί από τα κράτη να εξετάζουν τις ατομικές περιστάσεις κάθε προσώπου, το οποίο αφορά ένα πιθανό μέτρο απέλασης και να λαμβάνουν αποφάσεις κατά περίπτωση, μέσω διαδικασιών που επιτρέπουν στο πρόσωπο αυτό να προβάλλει τα επιχειρήματά του κατά του μέτρου. Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι στη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος ασύλου οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με δικηγόρο, και ότι οι αποφάσεις που διέταξαν την απέλαση δεν έκαναν καμία αναφορά στην αίτηση ασύλου ή ότι η διαδικασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη. 

Όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των αρχών πριν από την απομάκρυνση των προσφευγόντων, δεν προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία ποιοι λόγοι οδήγησαν στην επαναπροώθηση τους στη Σερβία, μετά την άρνηση του κράτους αυτού να τους δεχθεί.

Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι τα προβλήματα που αφορούν τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την προσφυγή σε πρακτικές που δεν είναι συμβατές με τις υποχρεώσεις της ΕΣΔΑ και έκρινε ότι  η  ανωτέρω συμπεριφορά ήταν ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4.

 

ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

ΑΡΘΡΟ 1

 

Ferrero Quintana κατά Ισπανίας της 26.11. 2024 (αριθ. προσφ. 2669/19)

Ανώτατο όριο ηλικίας 35 ετών για διορισμό στην αστυνομία. Το μέτρο κρίθηκε αναγκαίο για την εξασφάλιση και διατήρηση της επιχειρησιακής ικανότητας της υπηρεσίας. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ.

Σε δημόσιο διαγωνισμό για την πλήρωση διαφόρων θέσεων αστυνομικών στην Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων (Ertzaintza) επιβλήθηκε ανώτατο  όριο ηλικίας τα 35 έτη. Ο προσφεύγων, ο οποίος είχε λάβει προσωρινά άδεια συμμετοχής στις διάφορες δοκιμασίες του διαγωνισμού - όπου κατέλαβε την 49η θέση επί 60, δεν προσλήφθηκε τελικά με την αιτιολογία ότι είχε υπερβεί το ηλικιακό όριο. 

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ήταν αποδεδειγμένο ότι ο περιορισμός της εισαγωγής σε θέσεις αστυνομικών κατώτερου βαθμού στην Ertzaintza με τον καθορισμό ανώτατου ορίου 
ηλικίας 35 ετών, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν αναγκαίος για την εξασφάλιση και τη διατήρηση της λειτουργικής ικανότητας της αστυνομικής δύναμης.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το ανώτατο όριο ηλικίας είχε αυξηθεί στα 38 έτη το 2019 και ότι ο νέος αυτός κανόνας είχε συνοδευτεί από ένα μεταβατικό μέτρο, που επέτρεπε στους υποψηφίους που είχαν επιτύχει στον διαγωνισμό σε προσωρινή βάση τα προηγούμενα έτη, παρά το γεγονός ότι είχαν υπερβεί την ηλικία των 35 ετών (ιδίως ο προσφεύγων), να γίνουν αμέσως δεκτοί στην Ertzaintza, όπως έγινε και με τον προσφεύγοντα, ο οποίος διορίστηκε.

Κατά το ΕΔΔΑ το περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλομένων μερών κατά τον καθορισμό των κανόνων διορισμού στη δημόσια διοίκηση είναι ευρύ και κάλυπτε και την πρόσληψη στις αστυνομικές δυνάμεις. Ο σκοπός δε της απόφασης να μην γίνει δεκτός ο προσφεύγων λόγω ηλικίας δεν ήταν ο αποκλεισμός του, αλλά η διασφάλιση της καλύτερης λειτουργίας της αστυνομίας. Αυτός ήταν νόμιμος σκοπός για τους σκοπούς του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου. Το ηλιακό όριο διασφάλιζε, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των καθηκόντων ενός αστυνομικού, ότι οι σωματικές ικανότητες διατηρούνταν για μέγιστο αριθμό ετών, και ο αντίκτυπος του χρόνου από την άποψη αυτή δεν μπορούσε να παραμεληθεί.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε ότι ο καθορισμός ανώτατου ορίου ηλικίας 35 ετών, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν αναγκαίος για την εξασφάλιση και διατήρηση της επιχειρησιακής ικανότητας της αστυνομικής δύναμης.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου (γενική απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ

                                                       [email protected]


 


[1] Για πιο αναλυτική παρουσίαση των αποφάσεων στα ελληνικά και αγγλικά, επισκεφθείτε το www.echrcase law.com, με δυνατότητα αναζήτησης των αποφάσεων και μέσω εφαρμογής τεχνητής νοημοσύνης.