Κ. Δ. Παντελίδου: Καταχρηστική άσκηση διεκδικητικής αγωγής από το Ελληνικό Δημόσιο – ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Καταχρηστική άσκηση διεκδικητικής αγωγής
από το Ελληνικό Δημόσιο*
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Καλλιρρόης Δ. Παντελίδου,
Καθηγήτριας του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π. Θράκης
Εις μνήμην Σταμάτη Γρύλλη
Α. Ετέθησαν στη διάθεσή μου τα εξής πραγματικά περιστατικά:*
Η Ανώνυμος Εταιρεία με την επωνυμία “Π.** ΑΕ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ” και σε συντομογραφία στο εξής “εταιρεία Γ.** “ ή απλώς “Γ.**”, που εδρεύει στην Αθήνα, από το 1982 που συστήθηκε, δραστηριοποιείται στο χώρο της εμπορίας τροφίμων, ειδών οικιακής χρήσης και καταναλωτικών αγαθών, διατηρώντας καταστήματα στο νομό Αττικής και στην υπόλοιπη Ελλάδα, εκ των οποίων άλλα είναι μισθωμένα και άλλα ιδιόκτητα.
Με επίσπευση της Μ.Χ.** και σε εκτέλεση του πρώτου (Α) εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, κατασχέθηκε αναγκαστικά η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη της επισπεύδουσας, αστικού συνεταιρισμού με την επωνυμία “Κ.-Π.Σ.** ΠΕ Κ. – Κ. ή C.C.**” και σε συντομογραφία στο εξής “C.**”. Η ακίνητη περιουσία του που είχε κατασχεθεί ήταν ένα οικόπεδο εκτάσεως 1.712,90 τ.μ., εντός σχεδίου της πόλεως … (Λ.**) μετά της επ’ αυτού οικοδομής, η οποία αποτελείτο από ισόγειο κατάστημα με υπόγειο, επιφανείας 518,04 τ.μ. το ισόγειο και 518,04 τ.μ. το υπόγειο. H σχετική αναγγελία διενέργειας του πλειστηριασμού, αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα των Ηλεκτρονικών Συστημάτων Πλειστηριασμών. Η τιμή πρώτης προσφοράς ορίστηκε στο ποσό των 954.316,80 € και η εταιρεία Γ.** υπέβαλε νόμιμα και εμπρόθεσμα αίτημα συμμετοχής σε αυτόν για την απόκτηση του ως άνω ακινήτου καταβάλλοντας την 8.2.2019 την προβλεπόμενη εγγύηση. Την 13.02.2019, όπως ήταν προγραμματισμένο, διενεργήθηκε με ηλεκτρονικά μέσα, ο πλειστηριασμός, στον οποίο εκτός από τη Γ.** μετείχε ακόμη ένας πλειοδότης. Με την υπ’ αριθ. …/13.2.2019 Έκθεση Αναγκαστικού Πλειστηριασμού ακινήτου κατακυρώθηκε το πλειστηριαζόμενο ακίνητο στην εταιρεία Γ.** στην τιμή των 1.026.947,00 €. Στη συνέχεια καταβλήθηκε ολοσχερώς το εκπλειστήριασμα από τον υπερθεματιστή. Ακολούθως εκδόθηκε η με αριθμό …/12.03.2019 Περίληψη Κατακυρωτικής Έκθεσης ακινήτου, της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Θ.Δ.-Π/**, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … και αύξοντα αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λ.** στις 13.3.2019. Η εταιρεία Γ.** προέβη σε αποβολή του αστικού συνεταιρισμού και εγκαταστάθηκε στο ακίνητο. Με τον τρόπο αυτό η εταιρεία Γ.** κατέστη αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του ως άνω ακινήτου.
Το Ελληνικό Δημόσιο αναγγέλθηκε μαζί με άλλους πιστωτές στην υπάλληλο του πλειστηριασμού για απαιτήσεις φορολογικής φύσεως κατά του ως άνω συνεταιρισμού, που δεν είχαν σχέση με την παραχώρηση της κυριότητας και κατατάχθηκε. Το παραπάνω ακίνητο είχε παραχωρηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στον ίδιο καταναλωτικό συνεταιρισμό Π.Ε. με την επωνυμία “Κ. – K.**” δυνάμει της με αριθ. πρωτ. …, 26.8.2003 απόφασης παραχώρησης κατά κυριότητα, η οποία νομίμως είχε μεταγραφεί. Ο εν λόγω συνεταιρισμός μέχρι και την ημερομηνία που διενεργήθηκε ο ως άνω πλειστηριασμός δεν είχε λυθεί, ούτε είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως.
Η Υπερθεματίστρια εταιρεία Γ.** ζήτησε και έλαβε οικοδομική άδεια κατεδάφισης και μεταγενέστερα ανοικοδόμησης, ανήγειρε κατάστημα υπεραγοράς τροφίμων και καταναλωτικών αγαθών, το οποίο λειτουργεί συνεχώς μέχρι σήμερα και απασχολεί περισσότερους από τριάντα υπαλλήλους.
Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε εναντίον της υπερθεματίστριας εταιρείας Γ.** ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 7.3.2024 με γενικό αριθμό κατάθεσης …/8.3. 2024 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …/8.3.2024 αγωγή του, με την οποία και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή ζητεί: να αναγνωριστεί από το Δικαστήριο η κυριότητά του επί του επίδικου ακίνητου, ήτοι επί του ως άνω Α.Β.Κ. 1010 δημοσίου κτήματος Λ.** έκτασης 1.712,90 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου της πόλεως Λ.** στο Ο.Τ. 39 και επί των οδών …, μετά των επ’ αυτού κτισμάτων, να υποχρεωθεί η εταιρεία Γ.** να του αποδώσει το ως άνω ακίνητο μετά των επ’ αυτού κτισμάτων και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη.
Το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο ιστορεί με την κρινομένη αγωγή του ότι είναι αποκλειστικός κύριος του ακινήτου, ότι στην παραπάνω απόφαση …, σχετ. …, …, …, …/26.8.2003 παραχώρησης στον αστικό συνεταιρισμό κατά κυριότητα του ΑΒΚ 1010 δημοσίου κτήματος Λ.** του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, υπήρχε όρος (διαλυτική αίρεση) που έχει πληρωθεί και πως υπάρχει και σχετική απόφαση ανάκλησης της εν λόγω παραχώρησης του Υπουργού και της Υφυπουργού των Οικονομικών, η με αριθ. πρωτ. …/24.4.2019, που όριζε την επάνοδο του ακινήτου σε αυτό.
Η εταιρεία Γ.** ισχυρίζεται ότι το αντίδικό της Ελληνικό Δημόσιο, μετά τα παραπάνω, άσκησε εντελώς καταχρηστικά εναντίον της την κρινομένη αγωγή του, την 12.3.2024 (ημερομηνία κοινοποιήσεως της αγωγής του), πέντε (5) ολόκληρα χρόνια μετά την μεταγραφή της με αριθ. …/12.03.2019 Περιλήψεως Κατακυρωτικής Εκθέσεως ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Θ.Δ.-Π.**, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 96 και αύξοντα αριθμό … των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λ.** την 13.3.2019 και μια ημέρα πριν από την παραγραφή της, χωρίς ουδέποτε να οχλήσει την εταιρεία Γ.** με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε με την επίδοση της ως άνω με αριθ. πρωτ. ../24.4. 2019 απόφασης ανάκλησης, ενώ είχε ήδη αναγγελθεί στην εν λόγω υπάλληλο του πλειστηριασμού με την από 19.2.2019 Αναγγελία του για απαιτήσεις φορολογικής φύσεως κατά του συνεταιρισμού και ενώ είχαν γίνει από την εταιρεία Γ.** όλες οι αναφερόμενες παραπάνω ενέργειες για την αξιοποίησή του.
Β. Μου ετέθησαν στη συνέχεια τα εξής ερωτήματα:
1. Δεδομένης της παραχώρησης της κυριότητας κατά το έτος 2003 από το Ελληνικό Δημόσιο προς τον καθού η εκτέλεση συνεταιρισμό, ποιο είναι το κύρος της κατά το έτος 2019 ανάκλησης, η οποία έγινε μετά από τον πλειστηριασμό και την κατακύρωση.
2. Αν η παραχώρηση τελούσε υπό διαλυτική αίρεση και αν αυτή έχει πληρωθεί ή ματαιωθεί.
3. Αν ασκείται καταχρηστικώς το έτος 2024 η αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπερθεματίστριας εταιρείας Γ.
Γ. Η γνώμη μου είναι η εξής:
Διάγραμμα
Α. Η παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο σε συνεταιρισμό και η ανάκλησή της
Ι. Νομοθετικό κείμενο
ΙΙ. Ιστορικό της παραχώρησης της κυριότητας και της ανάκλησης ως προς το επίδικο ακίνητο
ΙΙΙ. Η παράνομη και χωρίς έννομα αποτελέσματα ανάκληση της διοικητικής πράξης παραχώρησης.
IV. Η Τριτενέργεια και η Αρχή της Αναλογικότητας
1. Η Τριτενέργεια των διατάξεων του Συντάγματος
2. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
Β. Η διαλυτική αίρεση
I. Η (μη) ύπαρξη διαλυτικής αίρεσης
II. Η πλασματική μη πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης
Γ. Η Κατάχρηση δικαιώματος
Ι. Το νομικό θεμέλιο της κατάχρησης και της αποδυνάμωσης δικαιώματος
1. Γενικά
2. Η κατάχρηση ειδικώς στις δικαιοπραξίες υπό αίρεση
ΙΙ. Η αντιφατική συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου και η αποδυνάμωση δικαιώματος
1. Το Δημόσιο ως υποκείμενο καταχρήσεως
2. Η σημασία της αναγγελίας του Ελληνικού Δημοσίου ως δανειστή
3. Η καταχρηστική άσκηση της διεκδικητικής αγωγής (1020 ΚΠολΔ) από το Ελληνικό Δημόσιο
Δ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Α. Η παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο σε συνεταιρισμό και η ανάκλησή της
Ι. Νομοθετικό κείμενο
Στο άρθρο 35 § 8 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ 127/1984 Α) ορίζονται τα εξής: «Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού δύναται να παραχωρηθούν σε συνεταιρισμούς, εκτός των οικοδομικών, κατά κυριότητα ή κατά χρήση, δωρεάν ή με τίμημα ακίνητα του δημοσίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, προς εκπλήρωση του σκοπού τους. Οι παραχωρήσεις αυτές αποτελούν αποκλειστικά περιουσία του συνεταιρισμού, ανακαλούνται αυτοδίκαια σε περίπτωση διάλυσής του και το τίμημα που καταβλήθηκε επιστρέφεται. Για το γεγονός αυτό εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο η οποία και μεταγράφεται. Η παραχώρηση γίνεται έπειτα από πρόταση του αρμόδιου νομάρχη μετά από εισήγηση του οικονομικού έφορου και γνώμη του νομαρχιακού συμβουλίου. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι όροι της παραχώρησης και οι συνέπειες που συνεπάγεται η μη τήρησή τους. Η απόφαση παραχώρησης κατά κυριότητα αποτελεί τίτλο κυριότητας που μεταγράφεται. Αν η παραχώρηση γίνει με τίμημα, αυτό μπορεί να καταβάλλεται σε έξι (6) εξαμηνιαίες δόσεις έντοκες προς 12% ετησίως».
ΙΙ. Ιστορικό της παραχώρησης της κυριότητας και της ανάκλησης ως προς το επίδικο ακίνητο
Με την απόφαση του Υπουργού και του υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών αριθ. πρωτ …/26.8.2003 παραχωρήθηκε κατά κυριότητα στον Καταναλωτικό - Πιστωτικό συνεταιρισμό Π.Ε “Καταναλωτής C.**” και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 § 8 ν. 1473/1984 το ΑΒΚ 1010 δημόσιο Κτήμα Λ.** “με αποκλειστικό σκοπό τη λειτουργία συνεταιριστικού καταστήματος”. Η παραχώρηση έγινε έναντι τιμήματος 380.950 Ευρώ καταβλητέο σε έξι εξαμηνιαίες δόσεις, έντοκες με επιτόκιο 12% ετησίως, το οποίο τίμημα αντιπροσώπευε την αγοραία αξία του ακινήτου. Η απόφαση παραχώρησης γράφει: Η μη καταβολή των δόσεων του τιμήματος (άρθρο 75 § 7 του από 11/12.11.1929 Διατάγματος, καθώς και η διάλυση του Συνεταιρισμού ή η με οποιονδήποτε τρόπο παράβαση του πιο πάνω σκοπού συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανάκληση της παρούσας και την επάνοδο της κυριότητας του ακινήτου στο Δημόσιο (οικοπέδου μετά των επ’ αυτού κτισμάτων) χωρίς καμιά αποζημίωση από το Δημόσιο. Ας σημειωθεί ότι το ακίνητο είχε παραχωρηθεί από το 1986 κατά χρήση στον ίδιο συνεταιρισμό.
Η πιο πάνω απόφαση παραχώρησης ../26.8. 2003 ανακλήθηκε με την απόφαση του Υπουργού και της Υφυπουργού Οικονομικών αριθ. πρωτ. …/2019, η οποία μνημονεύει το άρθρο 35 § 8 ν.1473/1984 και τη Γνωμοδότηση ΝΣΚ …/ 2012, με την οποία κρίθηκε ότι ” η εκ μέρους του συνεταιρισμού εκμίσθωση ή παραχώρηση σε εταιρεία του παραχωρηθέντος σ’ αυτόν ακινήτου με σκοπό τη λειτουργία super market, (το οποίο όμως δεν θα είναι πλέον συνεταιριστικό), θα συνιστά παράβαση του ως άνω τεθέντος όρου, που θα έχει σαν συνέπεια την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης και την αυτοδίκαιη ανάκληση της πράξης παραχώρησης. …Η σχετική ανακλητική πράξη που θα εκδοθεί θα έχει διαπιστωτικό μόνο χαρακτήρα.
Ρητώς η ανακλητική απόφαση αιτιολογεί την ανάκληση ως εξής: ΑΝΑΚΑΛΟΥΜΕ….λόγω της πλήρωσης της ρητώς τεθείσας στην πράξη παραχώρησης διαλυτικής αίρεσης, την οποία συνιστά η καθοιονδήποτε τρόπο παράβαση του ανωτέρω σκοπού και η οποία είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ανάκληση της παραχώρησης και την επάνοδο της κυριότητας του ακινήτου στο Δημόσιο (οικοπέδου μετά των επ’ αυτού κτισμάτων), χωρίς καμιά αποζημίωση από το Δημόσιο.
ΙΙΙ. Η παράνομη και χωρίς έννομα αποτελέσματα ανάκληση της διοικητικής πράξης παραχώρησης
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η παραχώρηση σε συνεταιρισμό, η οποία αποτελεί διοικητική πράξη, ανακαλείται αυτοδικαίως σε περίπτωση διάλυσης, αλλά για το γεγονός αυτό εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο, η οποία και μεταγράφεται. Είναι πολύ σημαντικό να διαπιστωθεί καταρχάς ο λόγος για τον οποίο γίνεται η ανάκληση, σύμφωνα με τη θεμελιώδη για το διοικητικό δίκαιο αρχή της αιτιολογίας, η οποία βρίσκει και νομικό έρεισμα στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Κατά το άρθρο 17 (Αιτιολογία) «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει Αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η Αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης». Εάν η διοικητική πράξη της ανάκλησης δεν περιέχει αιτιολογία, δεν είναι σύννομη.
Αφετέρου, στο πεδίο της λειτουργίας των συνταγματικών δικαιωμάτων αποδίδεται και αναγνωρίζεται γενικώς μια ιδιαίτερη δογματική βαρύτητα και στην αρχή της σαφήνειας. Από το περιεχόμενό της και σε συνδυασμό με την αρχή της συσταλτικής ερμηνείας των περιορισμών της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 § 1 Σ), στους οποίους υπάγεται και η δυνατότητα ανάκλησης τής κατά κυριότητα παραχώρησης, συνάγεται θεμελιώδες ερμηνευτικό αξίωμα, που απαγορεύει την άντληση οιουδήποτε ερμηνευτικού συμπεράσματος υπέρ των περιορισμών εφόσον τούτο δεν προκύπτει ρητώς και με σαφήνεια από τον νόμο και την πράξη παραχώρησης. Το ερμηνευτικό αυτό αξίωμα γίνεται δεκτό από την απολύτως κρατούσα ελληνική και ευρωπαϊκή θεωρία και νομολογία ότι απορρέει από την αρχή «in dubio pro libertate» (εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας), ως απόρροιας του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας[1]. Συνεπώς, ακόμη και αν η Διοίκηση έκρινε ότι η πράξη παραχώρησης γεννά ερμηνευτικά προβλήματα ως προς τη δυνατότητα ανάκλησης, η αρχή «in dubio pro libertate» σε καμία περίπτωση δεν επέτρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο επέρχεται “αυτοδίκαιη” ανάκληση από την παράβαση του σκοπού παραχώρησης.
Εξάλλου είναι σημαντικό να προσδιορισθεί ο χρόνος από τον οποίο ισχύει η ανάκληση, διότι πρέπει να προστατευθούν και οι τρίτοι οι οποίοι δεν μπορούν να γνωρίζουν ούτε την αυτοδίκαιη ανάκληση και στηρίζονται σε δημόσια βιβλία προσιτά σε αυτούς. Ας σημειωθεί ότι η ανάκληση προσβάλλεται στο ΣτΕ, το οποίο έχει ακυρώσει ανάκληση και μάλιστα δωρεάν παραχώρησης σε συνεταιρισμό λόγω έλλειψης αιτιολογίας[2]. Όταν γίνεται σε χρόνο πέραν της πενταετίας γίνεται δεκτό ότι απαιτείται ειδική αιτιολόγηση με επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ή και δόλιας συμπεριφοράς των διοικουμένων[3].
Το ίδιο το ΝΣΚ έχει δεχθεί με αφορμή ανάκληση δωρεάν παραχώρησης σε γεωργικό συνεταιρισμό ότι “Το άνω γεγονός συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανάκληση της παραχώρησης και την επάνοδο της κυριότητας στο Δημόσιο. Σε κάθε περίπτωση και δια λόγους ασφάλειας δικαίου απαιτείται να εκδοθεί ρητή πράξη ανάκλησης της παραχώρησης, η οποία έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα”[4]. Αυτό σημαίνει ότι ανεξαρτήτως της αυτοδίκαιης ανάκλησης της παραχώρησης, απαιτείται πράξη ανάκλησης η οποία θα μεταγραφεί, ώστε να μπορούν οι τρίτοι να πληροφορηθούν την ανάκληση και να μην προχωρήσουν είτε σε απόκτηση ακινήτων, είτε σε προσφορά σε πλειστηριασμό. Αλλά αυτό σημαίνει ότι η ανάκληση θα ισχύει μόνον για το μέλλον. Αφετέρου η ρητή πράξη ανάκλησης δεν μπορεί να ανατρέπει πράξεις μεταβίβασης που έγιναν στο μεταξύ, όταν μάλιστα το Δημόσιο ήταν εν γνώσει αυτών των πράξεων, όπως ο πλειστηριασμός στον οποίο έλαβε μέρος. Αυτό θα ήταν αντίθετο με τις βασικές αρχές της νομιμότητας, της μη αναδρομικότητας της διοικητικής πράξης και της χρηστής διοίκησης, αλλά και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, που διέπουν την λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης[5].
Η απόφαση παραχώρησης με το να αναφέρει ότι ποτέ δεν καταβάλλεται αποζημίωση σε περίπτωση ανάκλησης είναι αντίθετη ακόμη και προς το άρθρο 35 § 8 ν.1473/1984, το οποίο τουλάχιστον σε περίπτωση διάλυσης του συνεταιρισμού προβλέπει την επιστροφή του τιμήματος. Δεν μπορεί επίσης να αναγράφει ότι παράβαση με οποιονδήποτε τρόπο του σκοπού συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανάκληση, χωρίς εξειδίκευση της παράβασης και με γενική αναφορά στο σκοπό. Ούτε ο σκοπός εξειδικεύεται, αλλά ούτε και η παράβαση. Συνεπώς η ίδια η απόφαση παραχώρησης παραβιάζει καταφανώς την αρχή της αιτιολογίας, αλλά και την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.
Μετά από πολλά έτη (δεκαέξι) και αφού είχε από πολλών ετών (2008) εξοφληθεί το τίμημα, εξεδόθη η ανακλητική πράξη της παραχώρησης, χωρίς να κληθεί ο ενδιαφερόμενος και με παραβίαση της αρχής της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου (άρθρο 6 ΚΔιοικΔ). Αναφέρεται αορίστως στην “καθοιονδήποτε τρόπο παράβαση του ανωτέρω σκοπού” και δεν περιέχει αιτιολογία, κατά παράβαση της αρχής της αιτιολογίας και της αρχής της σαφήνειας. Η ρητή πράξη ανάκλησης δεν είναι στην πραγματικότητα διαπιστωτική, αλλά συστατική και δεν μπορεί να ανατρέπει μια δημόσια διαδικασία, όπως ο πλειστηριασμός, στην οποία έλαβε μέρος το ίδιο το ανακαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Δεν μπορεί ακόμη να προσβάλλει την κατακύρωση και την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του τρίτου υπερθεματιστή, ο οποίος μάλιστα αξιοποίησε το ακίνητο. Εξάλλου η ανάκληση στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνον καθυστέρησε επί πολλά έτη, όχι μόνον έγινε μετά από την κατακύρωση, αλλά δεν έγινε από τον οικονομικό έφορο, όπως επιτάσσει το άρθρο 35 § 8 του ν. 1473/1984.
Συνεπώς η ανάκληση έγινε κατά παράβαση όλων των αρχών που αναλύονται παραπάνω, είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.
IV. Η Τριτενέργεια και η Αρχή της Αναλογικότητας
Τριτενέργεια των διατάξεων του Συντάγματος
Οι συνταγματικές διατάξεις για την προστασία των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν εφαρμόζονται μόνον στις σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιωτών, αλλά και στις οριζόντιες σχέσεις των ιδιωτών μεταξύ τους. Η εφαρμογή αυτή λέγεται τριτενέργεια του Συντάγματος και μετά από την αναθεώρηση του 2001, βρίσκει σαφές έρεισμα στο άρθρο 25 § 1 Σ: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους … Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν» (§ 1 εδ. 3[6]).
Ακόμη και πριν από την αναθεώρηση, οι συνταγματικές διατάξεις παρείχαν αξιολογικά κριτήρια, τα οποία ο ερμηνευτής οφείλει να λαμβάνει υπόψη στην εξειδίκευση των γενικών ρητρών και των αόριστων εννοιών. Για παράδειγμα, για την έννοια των χρηστών ηθών θα χρησιμοποιηθεί το άρθρο 5 § 1 Σ για την προστασία της προσωπικότητας[7].
Με βάση πλέον το αναθεωρημένο 25 § 1, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ευθέως τις συνταγματικές διατάξεις στις μεταξύ τους σχέσεις για να επιτύχουν τη ρύθμιση που είναι αντίστοιχη με τη συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων, που αντιστοιχούν στις σχέσεις[8]. Μπορούν επίσης να τις επικαλούνται για την πλήρωση κενών του ιδιωτικού δικαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση στην οποία προηγήθηκε παραχώρηση με διοικητική πράξη, αφενός η προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων εφαρμόζεται στη σχέση Δημοσίου και ιδιώτη, αλλά λόγω της τριτενέργειας και μεταξύ του ιδιώτη που λαμβάνει μέρος ως Υπερθεματιστής στον πλειστηριασμό και του Δημοσίου, που ενεργώντας ως fiscus (ιδιώτης) ασκεί διεκδικητική αγωγή εναντίον του. Με βάση την τριτενέργεια, ο Υπερθεματιστής μπορεί να επικαλεσθεί ευθέως την παραβίαση της αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 § 1 Σ με το οποίο προστατεύεται η οικονομική ελευθερία και δη η ελευθερία ασκήσεως επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας). Μπορεί επίσης να επικαλεσθεί ευθέως την παραβίαση της προστασίας της ιδιοκτησίας που απέκτησε με την προσφορά και την έγκυρη κατακύρωση του επίδικου ακινήτου (άρθρο 17 § 1 Σ) και την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 25 § 3 Σ).
2. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
Η αρχή της αναλογικότητας λειτουργεί ως όριο των περιορισμών των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Με την αναθεώρηση του 2001 εισήλθε στο Σύνταγμα και η αρχή της αναλογικότητας, δηλ. της τηρήσεως του αναγκαίου μέτρου μεταξύ ζημίας και οφέλους, αφού κατά το άρθρ. 25 § 1 εδ. 4, οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου “πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”.
Η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι ο περιορισμός πρέπει να είναι πρόσφορος και κατάληλος ως προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (προσφορότητα), ότι επί ισοδύναμων περιορισμών ως προς την αποτελεσματικότητα πρέπει να επιλέγεται ο λιγότερο επαχθής για το υποκείμενο του επίμαχου δικαιώματος (αναγκαιότητα) και ότι ο περιορισμός θα πρέπει να επάγεται μεγαλύτερη ωφέλεια σε σχέση με την επερχόμενη βλάβη στα συμφέροντα του υποκειμένου του δικαιώματος (strictosensu αναλογικότητα)[9]. Η αναλογικότητα ως επιταγή προσήκοντος μέτρου και ως μέσο συγκερασμού συγκρουόμενων συμφερόντων αντανακλάται σε πολλές διατάξεις του ΑΚ, όπως στην ΑΚ 388 (υπέρμετρα επαχθής παροχή και αναγωγή στο προσήκον μέτρο) και στην ΑΚ 932 (εύλογη ικανοποίηση ηθικής βλάβης). Ο ΑΠ με την ΟλΑΠ 9/2015[10] ετάχθη υπέρ της άμεσης εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας κατά τον προσδιορισμό της ηθικής βλάβης.
Κατά την ΟλΑΠ 5/2013 ΤΝΠ Νόμος: «Η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι, α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται. Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται η παρεχόμενη από το άρθρο 26 § 1 του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια,… εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, ενόψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως».
Μάλιστα, μέσω της αρχής της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 25 § 1 εδ.γ Σ, που αναφέρθηκε παραπάνω, η αρχή της αναλογικότητας χρησιμοποιείται από τα δικαστήρια και κατά την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών ως γενική νομική αρχή που προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου και επιβάλλει μία σύμφωνη προς το άρθρο 25 § 1 εδ. δ ερμηνεία των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου (λ.χ. 932 ΑΚ), ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων[11].
Στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας είναι άκυρη και ανενεργός η ανάκληση της παραχώρησης, την οποία επεχείρησε το Δημόσιο διότι δεν υπηρετεί ούτε την αρχή της προσφορότητας, ούτε της αναγκαιότητας, ούτε της stricto sensuαναλογικότητας. Η μόνη παράβαση που διέπραξε ο καθού η εκτέλεση ήταν να εκμισθώσει το ακίνητο (2012) επτά ολόκληρα χρόνια πριν από την ανάκληση και αφού είχε εξοφληθεί πλήρως και εμπροθέσμως το τίμημα. Το Δημόσιο επικαλούμενο αορίστως παράβαση των όρων παραχώρησης ανακαλεί χωρίς ουδεμία αποζημίωση και χωρίς επιστροφή τιμήματος. Η ανάκληση είναι εντελώς δυσανάλογο μέσο προς τη θεραπεία της παράβασης ενός παρεπομένου όρου που είχε γίνει εξ ανάγκης και για την εύρεση οικονομικών πόρων.
Συνεπώς η ανάκληση της παραχώρησης έγινε και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και δεν έχει αποτελέσματα.
Β. Η διαλυτική αίρεση
I. Η (μη) ύπαρξη διαλυτικής αίρεσης
Όπως έχει τονισθεί, η ανακλητική απόφαση της παραχώρησης του Ελληνικού Δημοσίου έτους 2019, αιτιολογεί την ανάκληση ως εξής : ΑΝΑΚΑΛΟΥΜΕ….λόγω της πλήρωσης της ρητώς τεθείσας στην πράξη παραχώρησης διαλυτικής αίρεσης, την οποία συνιστά η καθοιονδήποτε τρόπο παράβαση του ανωτέρω σκοπού και η οποία είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ανάκληση της παραχώρησης και την επάνοδο της κυριότητας του ακινήτου στο Δημόσιο (οικοπέδου μετά των επ’ αυτού κτισμάτων) χωρίς καμιά αποζημίωση από το Δημόσιο. Για το λόγο αυτό, παρόλο που αμέσως παραπάνω τονίστηκε ότι η ανακλητική απόφαση είναι άκυρη από την άποψη του δημοσίου δικαίου, για την πληρότητα της απαντήσεως, πρέπει να εξετασθεί και το ζήτημα της ύπαρξης διαλυτικής αίρεσης στην απόφαση παραχώρησης και της πλήρωσης ή της ματαίωσης της αίρεσης. Αξίζει να τονισθεί ότι η απόφαση παραχώρησης του έτους 2003 δεν χρησιμοποιεί τον όρο διαλυτική αίρεση.
Διαλυτική είναι η αίρεση βάσει της οποίας τα αποτελέσματα παράγονται αμέσως, ανατρέπονται όμως και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση, όταν και εφόσον συμβεί το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός από το οποίο αυτή εξαρτήθηκε (ΑΚ 202)[12].
Η διαλυτική αίρεση είναι συνήθης σε μεταβίβαση ακινήτου υπό τον όρο της μη περαιτέρω εκποίησης, κυρίως λόγω χαριστικής αιτίας, π.χ. γονικής παροχής ή σε μεταβίβαση ακινήτου υπό τον όρο αποπληρωμής του τιμήματος (ΑΚ 532). Αν και η ΑΚ 532 αναφέρεται σε μεταβίβαση υπό αναβλητική αίρεση, είναι δυνατόν να συμφωνηθεί και το αντίστροφο, δηλαδή η μετάθεση κυριότητας υπό την διαλυτική αίρεση της μη αποπληρωμής του τιμήματος.
Η αίρεση, αναβλητική ή διαλυτική, συνήθως διατυπώνεται ρητώς στη δικαιοπραξία, οπότε διατυπώνονται εκφράσεις άλλοτε με τη χρήση του “εάν” και άλλοτε “υπό τον απαράβατο όρο”, ή “υπό τη (διαλυτική) αίρεση” ή “υπό την προϋπόθεση”. Οι ενδείξεις όμως αυτές δεν οδηγούν άνευ ετέρου στην ύπαρξη αίρεσης. Πολλές φορές με ανάλογες εκφράσεις δηλώνονται απλοί όροι των δικαιοπραξιών που δεν εξαρτούν την ενέργεια ή μη της δικαιοπραξίας από την επέλευση αβέβαιου γεγονότος[13]. Ιδίως αυτό φαίνεται στη διαλυτική αίρεση, διότι η ανατροπή ή η ματαίωση μιας δικαιοπραξίας που επιφέρει αποτελέσματα επί μακρό διάστημα πρέπει να δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους. Για παράδειγμα, η νομολογία δέχεται παγίως και ορθώς ότι όταν προβλέπεται σε προσύμφωνο προθεσμία σύναψης οριστικής σύμβασης, αυτή δεν αποτελεί σε περίπτωση αμφιβολίας διαλυτική προθεσμία, αλλά προθεσμία εκπλήρωσης[14]. Έτσι η δέσμευση συνεχίζεται και δεν ματαιώνεται η σύναψη της δικαιοπραξίας, η δε διαλυτική προθεσμία είναι η εξαίρεση.
Στην προκειμένη περίπτωση με την απόφαση παραχώρησης (26.8.2003) του Ελληνικού Δημοσίου προεβλέφθη ότι η μη πληρωμή των δόσεων ή η διάλυση του συνεταιρισμού ή η με οποιονδήποτε τρόπο παράβαση του πιο πάνω σκοπού (λειτουργία συνεταιριστικού καταστήματος) συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανάκληση της πιο πάνω παραχώρησης και την επάνοδο της κυριότητας του ακινήτου στο Δημόσιο χωρίς καμιά αποζημίωση από το Δημόσιο.
Ως προς τη μη καταβολή των δόσεων, αυτή, όπως τονίστηκε, αποτελεί σύνηθες περιεχόμενο της διαλυτικής αίρεσης, για να εξασφαλισθεί ο πωλητής ενός ακινήτου. Επίσης η διάλυση του συνεταιρισμού επειδή καταλύει τους σκοπούς που επιδιώκονται, δικαιολογεί την επάνοδο της κυριότητας. Αλλά όρος τόσο γενικός, όπως η με οποιονδήποτε τρόπο παράβαση του πιο πάνω σκοπού, δεν αποτελεί διαλυτική αίρεση, και μάλιστα όταν ο συνεταιρισμός προς τον οποίον έγινε η παραχώρηση εξετέλεσε πλήρως τις υποχρεώσεις του ως προς την εξόφληση του τιμήματος. Αλλιώς, η παράβαση οποιουδήποτε όρου θα επέφερε αυτοδικαίως την ανατροπή της μεταβίβασης της κυριότητας και μάλιστα χωρίς οι συναλλασσόμενοι να έχουν ευκαιρία ή δυνατότητα να ελέγχουν την παραβίαση αυτή ή αυτή να κριθεί δικαστικώς. Ο προς ον η μεταβίβαση και οι τρίτοι που δείχνουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη δεν μπορούν να είναι έρμαιο του Δημοσίου, προ πάντων μετά από την εξόφληση των υποχρεώσεών του.
Ενδεχομένως θα μπορούσαν να προβλέπονται κυρώσεις για την παραβίαση του σκοπού, αλλά όχι η αυτοδίκαιη επαναφορά της κυριότητας. Αυτό θα ήταν αντίθετο και με την αρχή της αναλογικότητας, που επιτάσσει την αναλογία μέσω και σκοπών και αναπτύχθηκε αναλυτικότερα παραπάνω. Μάλιστα ο συνεταιρισμός ζήτησε την δυνατότητα παραχώρησης της χρήσης για την εκπλήρωση του σκοπού του, δηλαδή την εξόφληση υποχρεώσεων προς τρίτους, άρα δεν παρέβη τον σκοπό ούτε με το αίτημά του, αλλά ούτε και με την ίδια την παραχώρηση.
Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από την ΑΚ 399 (Ρήτρα έκπτωσης σε περίπτωση μη εκπλήρωσης), σύμφωνα με την οποία: «Αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι ο οφειλέτης που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά του δικαιώματα, θεωρείται ότι ο δανειστής επιφύλαξε για την περίπτωση αυτή δικαίωμα υπαναχώρησης». Δηλαδή ο ερμηνευτικός κανόνας[15] σημαίνει ότι δεν πρόκειται για διαλυτική αίρεση, οπότε ανατρέπεται αυτοδικαίως η δικαιοπραξία, αλλά για δικαίωμα υπαναχώρησης. Εξάλλου και το ίδιο το Δημόσιο δεν επικαλέστηκε ποτέ αυτοδίκαιη επαναφορά της κυριότητας, αλλά μετά από πολλά χρόνια ανακάλεσε την παραχώρηση.
Συνεπώς στη συγκεκριμένη παραχώρηση η διαλυτική αίρεση που πρέπει να είναι ρητή, αναφερόταν μόνον στη μη πληρωμή των δόσεων ή τη διάλυση του συνεταιρισμού και όχι στην αόριστη παράβαση του σκοπού, η οποία μάλιστα δεν έγινε ποτέ.
II. Η πλασματική μη πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης
Αν και έγινε δεκτό ότι στην απόφαση παραχώρησης δεν υπήρχε στην πραγματικότητα διαλυτική αίρεση, για την περίπτωση που θα γινόταν δεκτή η ύπαρξη αίρεσης, θα εξετασθεί στη συνέχεια και το ζήτημα της πλήρωσης και της ματαίωσης της αίρεσης.
Κατά το άρθρο 207 ΑΚ (Πλασματική πλήρωση ή μη πλήρωση της αίρεσης): «Η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της.
Η αίρεση θεωρείται ότι δεν πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της προκάλεσε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα τον ωφελούσε η πλήρωσή της».
Σύμφωνα με την ΑΚ 207 § 1, η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωσή της εμπόδισε κακόπιστα ο ζημιούμενος από την πλήρωσή της. Πρέπει δηλαδή να συντρέχει συμπεριφορά που μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη του ζημιουμένου ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, αντίθετη στην καλή πίστη και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και της πλήρωσης της αίρεσης[16]. Για παράδειγμα, ο έμπορος που αγοράζει εμπορεύματα με πίστωση και συμφωνεί ότι θα τα εξοφλήσει αν τα μεταπωλήσει, αλλιώς θα έχει δικαίωμα επιστροφής, επιφέρει με τη συμπεριφορά του πλασματική πλήρωση της αιρέσεως, αν τα κρατεί φυλαγμένα στην αποθήκη και δεν τα προωθεί[17].
Η νομολογία τονίζει την αντίθεση προς την καλή πίστη: «Από τη διάταξη του άρθρου 207 § 2 ΑΚ, προκύπτει ότι η πλήρωση της αιρέσεως δεν απαιτείται να έγινε από πρόθεση και αδικαιολόγητα, αλλά με συμπεριφορά εκ μέρους του ωφελουμένου αντίθετη προς την καλή πίστη. Η συμπεριφορά δε αυτή, από την οποία απαιτείται να επήλθε η πλήρωση της αιρέσεως, είναι δυνατόν να εκδηλώνεται όχι μόνο με θετική πράξη, αλλά και με παράλειψη. Όμως θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως του ετέρου μέρους και της ματαιώσεως της αιρέσεως»[18].
Χρόνος πλασματικής πληρώσεως θεωρείται ο χρόνος πληρώσεως της αιρέσεως αν δεν μεσολαβούσε παρακώλυση, δηλ. χωρίς την ανθρώπινη επέμβαση. Στη διαλυτική αίρεση υφίσταται αντιστρόφως πλασματική μη πλήρωση, δηλ. αν προκλήθηκε η πλήρωση, αυτό ισοδυναμεί με τους παραπάνω όρους με μη πλήρωση, δηλ. πλασματική ματαίωση.
Η πλασματική πλήρωση εφαρμόζεται και στις εξουσιαστικές αιρέσεις, διότι η εξουσία ασκείται με αντικειμενικά κριτήρια και υπόκειται στην καλή πίστη. Στην ουσία αποτελεί εφαρμογή της καλής πίστης, δηλ. εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό με την ΑΚ 281. Στην πλασματική πλήρωση, η αντίθεση στην καλή πίστη, ελέγχεται αναιρετικά, νοείται αντικειμενικώς κατά τις ΑΚ 200, 281, 288, ως η αντίληψη του μέσου έντιμου ανθρώπου, και θα κριθεί με βάση όλες τις συνθήκες και το ενδεχόμενο πταίσμα[19]. Βασική ένδειξη κακοπιστίας αποτελεί η διάψευση εμπιστοσύνης του άλλου μέρους[20].
Σύμφωνα με τα παραπάνω, εφόσον κριθεί ότι υπήρξε παραχώρηση υπό διαλυτική αίρεση, που θα σήμαινε ότι αν συνέβαινε το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, θα ανατρεπόταν η παραχώρηση, εάν ο υπόχρεος και ωφελούμενος από την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο, ενήργησε αντίθετα προς την καλή πίστη και προκάλεσε την πλήρωση, στην πραγματικότητα επήλθε μη πλήρωση, δηλαδή οριστική ματαίωση της διαλυτικής αίρεσης.
Το Δημόσιο παρεχώρησε την κυριότητα το έτος 2003, ικανοποιήθηκε από την καταβολή του τιμήματος το έτος 2008 και σε ερώτημα του προς ον η παραχώρηση συνεταιρισμού για την εκμετάλλευση του ακινήτου, “αποδέχθηκε” τη σχετική Γνωμοδότηση 337/2012 ΝΣΚ. Στην πράξη δεν την αποδέχθηκε, διότι δεν διαμαρτυρήθηκε για την εκμίσθωση, έλαβε μέρος στον πλειστηριασμό το 2019 ως δανειστής, χωρίς να ασκήσει ανακοπή ως κύριος, ικανοποιήθηκε από το πλειστηρίασμα και δύο μήνες μετά ανακάλεσε την παραχώρηση και πέντε χρόνια μετά άσκησε αγωγή. Ο Υπερθεματιστής κατέβαλε το σύνολο του πλειστηριάσματος, έλαβε οικοδομική άδεια από το Δημόσιο, ανήγειρε το κτίριο και το λειτουργεί. Δηλαδή το Δημόσιο ικανοποιήθηκε και από την καταβολή του τιμήματος και από το πλειστηρίασμα και ισχυρίζεται ότι είναι ο κύριος του ακινήτου.
Τέτοια κακόπιστη συμπεριφορά οδηγεί ασφαλώς στην πλασματική μη πλήρωση, με άλλα λόγια στην οριστική ματαίωση της διαλυτικής αίρεσης, ακόμη δηλαδή και αν θεωρηθεί ότι υπάρχει παραχώρηση υπό αίρεση. Εξάλλου έχει γίνει δεκτό ότι και αυτή η πάροδος εύλογου χρόνου, χωρίς η καθυστέρηση να δικαιολογείται, επιφέρει ματαίωση της διαλυτικής αίρεσης[21].
Συνεπώς, ακόμη και αν υπήρχε διαλυτική αίρεση, αυτή δεν έχει πληρωθεί πλασματικά, δηλαδή έχει ματαιωθεί, λόγω της κακόπιστης συμπεριφοράς του Δημοσίου ή έχει ματαιωθεί, λόγω της παρόδου εύλογου χρόνου, χωρίς η καθυστέρηση να δικαιολογείται.
Γ.Η Κατάχρηση δικαιώματος
Ι. Το νομικό θεμέλιο της κατάχρησης και της αποδυνάμωσης δικαιώματος
1. Γενικά
Η άσκηση των δικαιωμάτων δεν επιτρέπεται απεριόριστα. Το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητας, το κράτιστο των δικαιωμάτων, ότι δεν μπορεί να ασκείται σε βάρος του γενικού συμφέροντος (Σ 17 § 1) και απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος (Σ 23 § 3). Αυτά δείχνουν τη βαθμιαία εμπέδωση κοινωνιστικών ιδεών, που εκτοπίζουν το ατομικό συμφέρον[22].
Στον ΑΚ η απαγόρευση καταχρήσεως διατυπώνεται στην ΑΚ 281, τη διασημότερη ίσως διάταξη του ΑΚ που απαγορεύει την άσκηση δικαιώματος εάν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Τα κριτήρια της ΑΚ 281 είναι αντικειμενικά[23], συνεπώς είναι αδιάφορα τα κίνητρα ή η υπαιτιότητα του δικαιούχου. Η αντικειμενικότητα των κριτηρίων σημαίνει ακόμη ότι ο δικαστής θα προχωρήσει στην εξειδίκευση με περίσκεψη, ώστε να καταπολεμηθεί ο άκρατος ατομισμός χωρίς να κινδυνεύει η ασφάλεια δικαίου. Κατά τα λοιπά τα κριτήρια αλληλοκαλύπτονται. Φαίνεται όμως ότι υπερτερεί το κριτήριο της καλής πίστης. Από την καλή πίστη επιβάλλεται να αποφεύγεται η δυσαναλογία στην ικανοποίηση αντίθετων συμφερόντων, η άσκηση να γίνεται με τον ηπιότερο τρόπο, να αποφεύγεται η επιμονή στην άσκηση δικαιώματος όταν έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να ξεπερνά το όριο θυσίας και να αποφεύγεται η αντιφατική συμπεριφορά.
Εάν το δικαίωμα ασκηθεί με αγωγή, αυτή απορρίπτεται, π.χ. αγωγή ακυρώσεως γάμου ή διεκδικητική αγωγή εναντίον του Α επί άτυπης μεταβιβάσεως κυριότητας ακινήτου. Στο δικονομικό δίκαιο ορθώς θεωρείται ότι η ΑΚ 281 βρίσκεται σε σύμπνοια με θεμελιώδεις κανόνες του δικονομικού δικαίου, όπως το καθήκον αληθείας (ΚΠολΔ 116)[24]. Παρά τις αμφισβητήσεις, η ΑΚ 281 πρέπει να εφαρμόζεται και στο δικονομικό δίκαιο και στην αναγκαστική εκτέλεση[25], στην οποία η σχέση των διαδίκων οξύνεται περισσότερο.
Ειδική εφαρμογή της ΑΚ 281 αποτελεί η αποδυνάμωση δικαιώματος[26], η οποία συναντάται σε περιπτώσεις μακρόχρονης αδράνειας του δικαιούχου. Δεν αρκεί όμως η αδράνεια, που είναι πάντως νοητή μόνον εάν ο δικαιούχος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα[27], ούτε μόνον η μακρόχρονη μη άσκηση, επί χρόνο πάντως μικρότερο της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας, διότι αυτό θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της παραγραφής. Πρέπει επιπλέον ο δικαιούχος να δημιουργήσει με τη συμπεριφορά του στον άλλον την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα και από την άσκηση του δικαιώματος μετά από τόσο καιρό να επέρχονται αφόρητες ή απλώς επαχθείς συνέπειες για τον άλλο.
Για το πότε αρκούν οι απλώς επαχθείς συνέπειες, εξαρτάται και πάλι από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, π.χ. ο Α πείθει τον Β ότι δεν χρειάζεται η τήρηση συμβ/κού τύπου για τη μεταβίβαση ακινήτου και το διεκδικεί μετά από χρόνια, όταν έχει ανέλθει η αξία του. Πρέπει να αντιμετωπισθεί αυστηρότερα, διότι έφερε υπαιτιότητα για την ακυρότητα, επομένως δεν θα απαιτούνται αφόρητες συνέπειες για τον αντίδικό του για να γίνει αποδεκτή η αποδυνάμωση. Υποστηρίζεται ότι η σοβαρότητα των συνεπειών θα είναι αντιστρόφως ανάλογη του χρόνου αδράνειας, δηλ. όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος τόσο ελαφρότερες συνέπειες θα απαιτηθούν[28]. Γενικώς τα στοιχεία που απαιτούνται για την αποδυνάμωση χαρακτηρίζονται “κινητά”, με την έννοια ότι η μειωμένη ένταση του ενός, αναπληρώνεται από την αυξημένη ένταση του άλλου[29].
Το συνδυασμό και τη συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων επιβεβαιώνει η νομολογία που δέχεται ότι: «Για την εφαρμογή της σχετικής διάταξης δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ` ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου[30].
2. Η κατάχρηση ειδικώς στις δικαιοπραξίες υπό αίρεση
Αξιώσεις που στηρίζονται στην ανατροπή της υπό διαλυτική αίρεση δικαιοπραξίας, όπως η απόδοση του πράγματος, ασκούνται καταχρηστικά, εφόσον στηρίζονται σε συμπεριφορά του ενδιαφερομένου, που δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει τα δικαιώματά του[31]. Στον έλεγχο καταχρηστικότητας υπόκειται και αυτό το δικαίωμα του υπό αίρεση δικαιούχου να ζητήσει την αναγνώριση της πλήρωσης της αίρεσης. Όπως έχει δεχθεί η νομολογία[32], συντρέχει καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης ότι επήλθε πλήρωση διαλυτικής αίρεσης, ενόψει της ενσυνείδητης αδράνειας δικαιούχου επί μακρό χρόνο και της συνακόλουθης δημιουργίας πραγματικής κατάστασης, η ανατροπή της οποίας θα επέφερε επαχθείς συνέπειες στον υπό αίρεση υπόχρεο[33].
Σε πώληση με πίστωση του τιμήματος συντρέχει καταχρηστική άσκηση όταν γίνεται πολύ καθυστερημένα, καίτοι ο πωλητής μετά την επελθούσα πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης δέχθηκε καταβολές μεγάλου μέρους του τιμήματος, δημιουργώντας την εντύπωση ότι δεν θα κάνει χρήση της πλήρωσης και θα αρκεσθεί στην είσπραξη, ιδίως όταν μεσολάβησαν σοβαρές δαπάνες του αγοραστή εν γνώσει του πωλητή[34]. Ακόμη και η απλή επίκληση διαλυτικής αίρεσης μπορεί να παραβιάζει την ΑΚ 281, όταν η παραβίαση του επίμαχου όρου συνιστά ελαφρά παραβίαση σύμβασης με την οποία ενόψει των κριτηρίων της 281 (καλή πίστη, χρηστά ήθη, οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος) δεν θίγεται κάποιο δικαιολογημένο συμφέρον του άλλου μέρους[35].
ΙΙ. Η αντιφατική συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου και η αποδυνάμωση δικαιώματος
1. Το Δημόσιο ως υποκείμενο καταχρήσεως
Το Ελληνικό Δημόσιο υπόκειται και αυτό στον έλεγχο της κατάχρησης δικαιώματος, αφού μάλιστα πρόκειται για διαφορά αστικολογικής προέλευσης για την οποία το ίδιο το Δημόσιο ενεργεί ως ιδιώτης (fiscus) και έχει ασκήσει αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια.
2. Η σημασία της αναγγελίας του Ελληνικού Δημοσίου ως δανειστή
Αναγγελία είναι η διαδικαστική πράξη του δανειστή που απευθύνεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και αξιώνει τη συμμετοχή του στη διανομή του πλειστηριάσματος. Σκοπός της ρυθμίσεως είναι η αποφυγή πολλών διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού μπορούν οι δανειστές με απλούστερο τρόπο να εξασφαλίσουν συμμετοχή στη διανομή και να επιτύχουν την ικανοποίησή τους. Δικαίωμα αναγγελίας έχουν όλοι οι δανειστές του καθού η αναγκαστική εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 972)[36] και μόνον αυτοί. Εφόσον είναι δανειστής, μπορεί να αναγγελθεί και ο Υπερθεματιστής .
Αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο όταν αναγγέλλεται, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναγνωρίζει την κυριότητα του καθού, διότι δεν γίνεται να ισχυρίζεται ότι το ίδιο (το Δημόσιο) είναι κύριος και να αναγγέλλει την απαίτησή του σε οφειλέτη που δεν είναι κύριος. Όταν εξάλλου συμπίπτουν οι ιδιότητες δανειστή και οφειλέτη, η ενοχή αποσβήνεται με σύγχυση (ΑΚ 453).
3. Η καταχρηστική άσκηση της διεκδικητικής αγωγής (1020 ΚΠολΔ) από το Ελληνικό Δημόσιο
Ο τρίτος που δεν είχε κάνει χρήση του ένδικου βοηθήματος της ανακοπής τρίτου (ΚΠολΔ 936) αν και το είχε στη διάθεσή του σε όλη τη διάρκεια της εκτελεστικής διαδικασίας, μπορεί και μετά το πέρας της να στραφεί κατά του υπερθεματιστή με το ένδικο βοήθημα της διεκδικητικής αγωγής[37]. Η αγωγή δεν δίνεται στον καθού οφειλέτη, ο οποίος προστατεύεται με την ΚΠολΔ 933. Η αγωγή ασκείται εντός αποκλειστικής πενταετούς προθεσμίας (ΚΠολΔ 1020), που έχει ως σκοπό την ενίσχυση της πίστης προς τον σκοπό και την αποτελεσματικότητα του πλειστηριασμού, αποτελώντας το αντιστάθμισμα του νομοθέτη απέναντι στην επιλογή να καθιερώσει τον πλειστηριασμό ως παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας. Αλλά η εμπιστοσύνη προς την αποτελεσματικότητα του πλειστηριασμού κάθε άλλο παρά ενισχύεται εάν δικαιούται να ασκήσει διεκδικητική αγωγή αυτός που έλαβε μέρος ως δανειστής στον ίδιο τον πλειστηριασμό.
Στην προκειμένη περίπτωση το Δημόσιο παρεχώρησε την κυριότητα το έτος 2003, εισέπραξε το καθορισθέν τίμημα έως το 2008, ανέχθηκε την παραχώρηση της χρήσης το 2012 και δεν ανεκάλεσε την παραχώρηση. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον πλειστηριασμό ως δανειστής το 2019 και με τον τρόπο αυτό ομολόγησε την κυριότητα του συνεταιρισμού στον οποίο την είχε παραχωρήσει. Όχι μόνον έλαβε μέρος, αλλά και κατατάχθηκε στον πλειστηριασμό, άρα επωφελήθηκε από το πλειστηρίασμα. Κατά τον πλειστηριασμό δεν άσκησε ανακοπή επικαλούμενος ότι είναι κύριος λόγω της αυτοδίκαιης επαναφοράς της κυριότητας, ανεκάλεσε όμως μετά από τον πλειστηριασμό από τον οποίο επωφελήθηκε και μάλιστα μετά από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης από τον υπερθεματιστή. Με τον τρόπο αυτό επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά (venirecontra factum proprium), δηλαδή καταχρηστική συμπεριφορά κατεξοχήν αντίθετη προς την καλή πίστη.
Μετά από την κατακύρωση, το Ελληνικό Δημόσιο χορήγησε στον υπερθεματιστή οικοδομική άδεια, ανέχθηκε τη λειτουργία του νέου καταστήματος και άσκησε αγωγή μετά από πέντε χρόνια. Η ανοχή αυτή σε συνδυασμό με την παρέλευση πολλών ετών από την παραχώρηση δεν είναι απλή ανοχή. Συγχρόνως δημιούργησε με τη συμπεριφορά του στον άλλον, αρχικώς στον καθού η εκτέλεση και στη συνέχεια στον υπερθεματιστή την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα. Ακόμη, από την άσκηση του δικαιώματος μετά από τόσο καιρό επέρχονται αφόρητες συνέπειες στον υπερθεματιστή που κατέβαλε το πλειστηρίασμα, αξιοποίησε το ακίνητο αναλαμβάνοντας το υψηλό κόστος της κατασκευής και απασχολεί πολλούς υπαλλήλους, για τους οποίους το κόστος της απώλειας της εργασίας τους θα έχει αφόρητες συνέπειες. Με τον τρόπο αυτό πληρούνται οι προϋποθέσεις της αποδυνάμωσης δικαιώματος, που αναπτύχθηκαν παραπάνω και η οποία εντάσσεται, όπως και η αντιφατική συμπεριφορά, στην κατάχρηση δικαιώματος. Μάλιστα, το ότι συναντώνται μαζί δύο περιπτώσεις κλασικής κατάχρησης, δηλαδή και αντιφατική συμπεριφορά και αποδυνάμωση συντελεί έτι περισσότερο στο να μήν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για το προφανές της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΚ 281).
Δ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις -Σύνοψη απαντήσεων
Ι. Ως προς την ανάκληση της παραχώρησης της κυριότητας:
Η ανακλητική πράξη της παραχώρησης, εξεδόθη μετά από την πάροδο πολλών ετών από την παραχώρηση και αφού είχε από πολλών ετών εξοφληθεί το τίμημα, χωρίς να κληθεί ο ενδιαφερόμενος και με παραβίαση της αρχής της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου (άρθρο 6 ΚΔιοικΔ). Αναφέρεται αορίστως στην “καθοιονδήποτε τρόπο παράβαση του ανωτέρω σκοπού” και δεν περιέχει αιτιολογία, κατά παράβαση της αρχής της αιτιολογίας και της αρχής της σαφήνειας. Η ρητή πράξη ανάκλησης δεν είναι στην πραγματικότητα διαπιστωτική, αλλά συστατική και δεν μπορεί να ανατρέπει μια δημόσια διαδικασία, όπως ο πλειστηριασμός, στην οποία έλαβε μέρος το ίδιο το ανακαλούν Ελληνικό Δημόσιο. Δεν μπορεί ακόμη να προσβάλλει την κατακύρωση και την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του τρίτου υπερθεματιστή, ο οποίος μάλιστα αξιοποίησε το ακίνητο. Εξάλλου η ανάκληση στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνον καθυστέρησε επί πολλά έτη, όχι μόνον έγινε μετά από την κατακύρωση, αλλά δεν έγινε από τον οικονομικό έφορο, όπως επιτάσσει το άρθρο 35 § 8 του ν. 1473/1984. Συνεπώς η ανάκληση έγινε κατά παράβαση όλων των αρχών που αναλύονται παραπάνω, είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Σύμφωνα επίσης και με την αρχή της αναλογικότητας είναι άκυρη και ανενεργός η ανάκληση της παραχώρησης την οποία επεχείρησε το Δημόσιο, διότι δεν υπηρετεί ούτε την αρχή της προσφορότητας, ούτε της αναγκαιότητας, ούτε της stricto sensuαναλογικότητας. Η μόνη παράβαση που διέπραξε ο καθού η εκτέλεση ήταν να εκμισθώσει το ακίνητο επτά ολόκληρα χρόνια πριν από την ανάκληση και αφού είχε εξοφληθεί πλήρως και εμπροθέσμως το τίμημα. Η ανάκληση είναι εντελώς δυσανάλογο μέσο προς θεραπεία της παράβασης ενός παρεπομένου όρου, που είχε γίνει εξ ανάγκης και για την εύρεση οικονομικών πόρων.
ΙΙ. Ως προς τη διαλυτική αίρεση :
Στη συγκεκριμένη παραχώρηση η διαλυτική αίρεση που πρέπει να είναι ρητή, αναφερόταν μόνον στη μη πληρωμή των δόσεων ή τη διάλυση του συνεταιρισμού και όχι στην αόριστη παράβαση του σκοπού, η οποία μάλιστα δεν έγινε ποτέ. Συνεπώς, ακόμη και αν υπήρχε διαλυτική αίρεση, αυτή δεν έχει πληρωθεί πλασματικά, δηλαδή έχει ματαιωθεί, λόγω της κακόπιστης συμπεριφοράς του Δημοσίου ή έχει ματαιωθεί, λόγω της παρόδου εύλογου χρόνου, χωρίς η καθυστέρηση να δικαιολογείται.
ΙΙΙ. Ως προς την κατάχρηση δικαιώματος και την καταχρηστική άσκηση της αγωγής του Δημοσίου:
Στην προκειμένη περίπτωση το Δημόσιο παρεχώρησε την κυριότητα το έτος 2003, εισέπραξε το καθορισθέν τίμημα έως το 2008, ανέχθηκε την παραχώρηση της χρήσης το 2012 και δεν ανεκάλεσε την παραχώρηση. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον πλειστηριασμό ως δανειστής το 2019 και με τον τρόπο αυτό ομολόγησε την κυριότητα του συνεταιρισμού στον οποίο την είχε παραχωρήσει. Όχι μόνον έλαβε μέρος, αλλά και κατατάχθηκε στον πλειστηριασμό, άρα επωφελήθηκε από το πλειστηρίασμα. Κατά τον πλειστηριασμό δεν άσκησε ανακοπή επικαλούμενος ότι είναι κύριος λόγω της αυτοδίκαιης επαναφοράς της κυριότητας, ανεκάλεσε όμως μετά από τον πλειστηριασμό από τον οποίο επωφελήθηκε και μάλιστα μετά από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης από τον υπερθεματιστή. Με τον τρόπο αυτό επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά (venirecontra factum proprium), δηλαδή καταχρηστική συμπεριφορά κατεξοχήν αντίθετη προς την καλή πίστη.
Μετά από την κατακύρωση, το Ελληνικό Δημόσιο χορήγησε στον υπερθεματιστή οικοδομική άδεια, ανέχθηκε τη λειτουργία του νέου καταστήματος και άσκησε ενεργώντας ως ιδιώτης (fiscus) αγωγή πέντε χρόνια μετά από τη μεταγραφή της κατακύρωσης. Συγχρόνως δημιούργησε με τη συμπεριφορά του στον άλλον, αρχικώς στον καθού η εκτέλεση και στη συνέχεια στον υπερθεματιστή την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα. Ακόμη, από την άσκηση του δικαιώματος μετά από τόσο καιρό επέρχονται αφόρητες συνέπειες στον υπερθεματιστή, που κατέβαλε τον πλειστηρίασμα, αξιοποίησε το ακίνητο αναλαμβάνοντας το υψηλό κόστος της κατασκευής και απασχολεί πολλούς υπαλλήλους για τους οποίους το κόστος της απώλειας της εργασίας τους θα έχει αφόρητες συνέπειες. Με τον τρόπο αυτό πληρούνται οι προϋποθέσεις
της αποδυνάμωσης δικαιώματος, και η οποία εντάσσεται, όπως και η αντιφατική συμπεριφορά, στην κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281) και μάλιστα σε αυτή που στηρίζεται τόσο στην αντιφατική συμπεριφορά όσο και στην και αποδυνάμωση.
Τελικό Συμπέρασμα
Η παραχώρηση δεν περιείχε ως προς την παράβαση του σκοπού της διαλυτική αίρεση, αλλά όρο, η παράβαση του οποίου δεν επιφέρει αυτοδίκαιη ανάκληση. Σε κάθε περίπτωση η ανάκληση είναι άκυρη, διότι έγινε μετά από τη νόμιμη κατακύρωση του ακινήτου στον υπερθεματιστή. Ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη διαλυτικής αίρεσης, αυτή ματαιώθηκε ή πληρώθηκε πλασματικά και αυτό ισοδυναμεί με ματαίωση. Συντρέχει καταχρηστική άσκηση της αγωγής του Δημοσίου, διότι υπάρχει και αποδυνάμωση δικαιώματος, αλλά και αντιφατική συμπεριφορά. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι ο κύριος του παραχωρηθέντος ακινήτου, το οποίο ανήκει νομίμως στην υπερθεματίστρια εταιρεία Γ**.
Κομοτηνή, 1η Ιουλίου 2024
Η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια
* Βλ. παραπάνω την υπ’ αριθ. 2302/2025 ΠΠρΑθ, στην σ. 1442.
[1]. Ρέμελης, Γνμδ (αδήμ.) με παραπομπές στους Στράγγα-Ηλιοπούλου, Γενική θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων, σ. 56 και Α. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, 4η έκδοση, 1982, σ. 75.
[2]. ΣτΕ 4992/1996 τμήμα Δ ΤΝΠ Νόμος, που έκρινε υπόθεση στην οποία είχε προηγηθεί παραχώρηση δημοσίου κτήματος σε συνεταιρισμό προς υποβοήθηση του έργου του. Η απόφαση, αφού δέχθηκε ότι η παραχώρηση (και η ανάκληση) αποτελεί διοικητική πράξη, ακύρωσε την Ανάκληση της παραχώρησης λόγω μη πραγματοποιήσεως του σκοπού του συνεταιρισμού για έλλειψη αιτιολογίας.
[3]. ΝΣΚ 13/2022 ΤΝΠ Νόμος.
[4]. Γνμδ ΝΣΚ 292/2012 ΤΝΠ Νόμος.
[5]. Για τις Αρχές του Διοικητικού Δικαίου βλ. Σπηλιωτόπουλο/Κονδύλη, ΕγχΔιοικΔ Ι 16η έκδ., 2023 Κεφ. Β § 6 αριθ. 66.
[6]. Παντελίδου, ΓενΑρχ 2η έκδ., 2022 § 1168 επ.
[7]. Γεωργιάδης, ΓενΑρχ 5η έκδ. (2019) § 6, αριθ. 48 επ.
[8]. Γεωργιάδης, ΓενΑρχ 5η έκδ. (2019) § 6, αριθ. 50.
[9]. Παντελίδου, ΓενΑρχ, 2η έκδ, (2022), § 1 αριθ. 171 επ., Γεωργιάδης, ΓενΑρχ 5η έκδ. (2019) § 6, αριθ. 51 επ. και κριτική στις υποσ. 35 και 39 της συνταγματικής ρύθμισης, διότι ο νομοθέτης υποδεικνύει τρόπο ερμηνείας.
[10]. ΧρΙδΔ 15. 575.
[11]. Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/ Γεραπετρίτης (=Ανθόπουλος), ΕρμΣ (2017) Κατ’ άρθρο ερμηνεία Άρθρο 25 αριθ. 47.
[12]. Γ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016), Εισαγ 201-210 αριθ. 59.
[13]. Γ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, Ιβ, β έκδ (2016), Εισαγ 201-210 αριθ. 24.
[14]. Παντελίδου, Το προσύμφωνο στη θεωρία και στην πράξη (2012) § 17 αριθ. 336 επ.
[15]. Γ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρο 202 αριθ. 28 που τονίζει ότι αλλιώς θα μπορούσε ο οφειλέτης με μόνη τη μη εκπλήρωση να λύνει τη σύμβαση, παρά τη θέληση ενδεχομένως του δανειστή.
[16]. Παντελίδου ΓενΑρχ 2η έκδ (2022) § 13 αριθ. 54 επ..
[17]. Γεωργιάδης, ΓενΑρχ 5η έκδ (2019) § 44, αριθ. 32 επ.
[18]. ΑΠ 2055/2013 ΧρΙδΔ 2014. 259.
[19]. Γ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρο 207 αριθ. 11.
[20]. Γ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρο 207 αριθ. 12.
[21]. ΕφΑθ 5983/1987 ΕλλΔνη 1989. 1359, Γ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρ. 202 αριθ. 31.
[22]. Παντελίδου, ΓενΑρχ 2η έκδ (2022) § 4 αριθ. 108 επ.
[23]. Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρ. 281 αριθ. 5.
[24]. Γεωργιάδης, ΓενΑρχ 5η έκδ. (2019) § 23, αριθ. 14.
[25]. Ν. Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ Γεωργιάδη Ι, 2η έκδ (2023) άρθρ. 281 αριθ. 15-16.
[26]. Παντελίδου ΓενΑρχ 2η έκδ (2022) § 4 αριθ. 128 επ.
[27]. Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρ. 281 αριθ. 266.
[28]. Γεωργιάδης, ΓενΑρχ 5η έκδ (2019) § 23, αριθ. 37.
[29]. Ν. Γεωργιάδης, ΣΕΑΚ Γεωργιάδη Ι, 2η έκδ (2023) άρθρ. 281 αριθ. 47.
[30]. ΑΠ 38/2015 ΤΝΠ Νόμος.
[31]. ΑΠ 401/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ, Γνμδ ΝΣΚ 151/1994 ΤΝΠ Νόμος.
[32]. ΑΠ 1133/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, Γ.Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρ. 202, αριθ. 25 επ.
[33]. Γ.Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Ιβ, β έκδ (2016) άρθρ. 202 αριθ. 25 επ.
[34]. ΕφΛ 289/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ.
[35]. ΑΠ 492/1999 ΝοΒ 2000. 1262.
[36]. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα, β έκδ (2017), § 57 αριθ. 6 και για την αναγγελία και το σκοπό αριθ. 1 επ.
[37]. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα, β έκδ (2017) § 61 αριθ. 62 επ.