Δ. Αντωνάτου: Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη: "Εκδίκηση που εδώ τη λένε Δικαιοσύνη"

73
2025
05

 

Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη: 

«Εκδίκηση που εδώ τη λένε Δικαιοσύνη»

Διονυσίου Αντωνάτου

Εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας 

 

 

 «– Ρηνούλα … είπε πνιχτά ο κύριος. Πρώτη φορά άκουσε τ’ όνομά της χαϊδευτικά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.

– Ρηνούλα … ξανάκανε ο κύριος κι’ η φωνή του έτρεμε να λιώσει.

– Τι είναι κύριε; … λέει κρυώνοντας.

– Ρηνούλα … κάνουν τώρα όλοι. Ρηνούλα … έλα να κάτσεις κοντά μας. Έλα Ρηνούλα … εδώ. Η φωνή τους ήταν τρυφερή, γιομάτη θέρμη κι’ ανυπομονησία. Ο παχύς με το κόκκινο μάτι έσυρε το βλέμμα του κατά την πόρτα. «Θα την κλείσουν!» τρόμαξε και ρίχτηκε αλαφιασμένη πίσω.

– Όχι! λέει και βρέθηκε στο κατώφλι. Από κει τους κοίταξε για τελευταία φορά. Ήταν σαν ερεθισμένοι βούβαλοι που βγαίνουν από βουρκιά. Της φάνηκε πως σηκώθηκαν ορθοί, με τα πιασμένα τους λαιμά, και πως χίμηξαν απάνω στο λίγο της κορμάκι βρωμώντας αίμα και πόθο βαρύ. Ήταν όλο δόντια. Μάτια. Και καπνό.

– Οι λύκοι! Έκανε να ξεφωνίσει. Και ξύπνησαν μέσα της οι χειμωνιάτικες ιστορίες του παππούλη, για τους λύκους, που χιμούσαν στα κοπάδια τους και τάκοβαν … Για τ’ αλαλητά των αρνιών μεσ’ στο πούσι … και για τα αίματα. Με φρίκη έπεσε έξω, έτρεξε στο διάδρομο, και μπήκε παραζαλισμένη στην κουζίνα. Από κει άρχιζε η σπειρωτή σκάλα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τα λιγνά της πόδια τρέχουν, κροτούν στα σιδερένια σκαλιά. Και φτάνει στον ουρανό της. Ακούμπησε στο πεζούλι κι’ έπιασε την καρδιά της. Κοντανάσαινε σαν τρομαγμένο βετούλι. Έβαλε αφτί κατά το γιαπί. Και ξάφνου χλιαρή άχνα χύθηκε στην ψυχή της. Οι εργάτες συνέχιζαν την ειρηνική τους κουβέντα. Αυτοί θα την έσωζαν…Μα πώς να τους το πει; Και η ώρα δεν την έπαιρνε. Σε λιγάκι, σε μια στιγμή, οι λύκοι θ’ ανέβαιναν και στον ουρανό της. Να λεκιάσουν τον κατάλευκο κόσμο της, να βρωμίσουν την ανέγγιχτη μοσκοβολιά του. Με δειλή, γοργοτρέμουλη φωνή, σίμωσε στο πεζούλι. Ετοι­μάστηκε να φωνάξει, μα ντράπηκε κι’ έβηξε. Ο βήχας όμως την ξεθάρρεψε κι’ έκανε να ξαναδοκιμάσει.

– Μπάρμπα … λέει κλαφτά … Μπαρμπάδες … πστ … πστ! Η φοβισμένη φωνή φτάνει απέναντι και τους σταματάει. Μια φωτίτσα σηκώθηκε κοκκινωπή και προχώρησε ως το περβάζι.

– Τι είναι; ρωτά ανήσυχη. Τι τρέχει εκεί; Ποιος φωνάζει;

– Μπάρμπα … λέει κλεφτά, φοβάμαι, εδώ … Θα…Με κυνηγούν.

– Ποιος σε φοβερίζει, κόρη μου; Για έλα πιο κοντά να μου το πεις. Τι σου κάνουνε; Ποιοι; Οι άλλες δυο φωτιές που σώπαιναν παράμερα τώρα σηκώθηκαν. Κίνησαν σαν μικρά φαναράκια κι’ ήρθαν κοντά στην άλλη.

– Τι’ ναι Γιάννη; ρωτά η μια φωτιά την άλλη.

– Το κοριτσάκι απ’ αντίκρυ … αποκρίνεται η πρώτη φωτιά. Κάποιοι κάτι του κάνουν … κάτι το πιλατεύουν. Η φωνή του κοριτσιού ξανασύρθηκε απ’ αντίκρυ τώρα σπαραχτικότερη.

– Σώστε με, μπαρμπάδες … Σώστε με … Σώστε με …. γλήγορα! Οι τρεις φωτιές τινάχτηκαν ψηλά σαν κόκκινα φεσάκια σε διαδήλωση. Ύστερα ένα μαδέρι βρόντηξε. Κάτι ακούστηκε να σέρνουν ορμητικά. Το μαδέρι ήρθε κι’ έστησε πλώρη αντίκρυ της κι’ αμέσως μετά μ’ ένα έι – χοπ, τόστειλαν να γεφυρώσει τα δυό δώματα.

- Έλα … πούσαι; ακούστηκε η μαλακιά φωνή του Γιάννη. Μικρό … πούσαι παιδί μου;

– Εδώ μπάρμπα … λέει κλαμένη η φωνούλα.

– Πάτα! Το Ρηνάκι ζυγιάστηκε. Πάτησε. Μα ξανάκανε πίσω.

– Κρατάμε μείς. Πάτα. Πάτησε. Ένα σκοτάδι έγινε μες στην ψυχή της. Τα μάτια της έκλεισαν. Έσφιξε τις μικρές της γροθιές κι έκανε το μεγάλο δρόμο. Σ’ ένα λεπτό, μισοπεθαμένη, ήταν στα χέρια τους. Τη δέχτηκαν κείνοι σαν πουλί, σα σπλάχνο δικό τους. Ένα μήνυμα τρυφερό και βαρυσήμαντο. Της σκού­πισαν απαλά τα μάτια, την καλόπιασαν …

– Πού είμαι; … ρωτούσε κείνη, ακόμα ζαλισμένη.

– Σώπα … Σώπα κόρη μου, της λέει ο μπάρμπα Γιάννης, μη σκας. Σκούπισε τα ματάκια σου και πες μας πώς σε λένε;

– Ειρήνη λέει γοργά το κορίτσι. Σώστε με. Σώστε με … Εκεί … Κείνοι … Οι εργάτες είχαν καταλάβει.

– Σώπα, Ρηνάκι … λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της Αργατιάς, τώρα σώπα Ερηνάκι … θα σε γλιτώσουμε …».

 

Πρόκειται για απόσπασμα από το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό» του Μενέλαου Λουντέμη. Λίγα λόγια για την πλοκή του διηγήματος. Στο σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας εργάζεται ως υπηρέτρια μια όμορφη δεκατετράχρονη κοπέλα, η Ρηνούλα. Καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού της φέρονται άσχημα. Μια βραδιά, ύστερα από γλέντι και χαρτο­παιξία, ο σπιτονοικοκύρης και οι καλεσμένοι του, μεθυσμένοι επιτίθενται στο κορίτσι με σκοπό να το βιάσουν. Εκείνο, κατατρομαγμένο, τρέχει για να γλιτώσει. Βγαίνει στο μπαλκόνι και φωνάζει, ζητώντας βοήθεια. Για καλή του τύχη, μία παρέα οικοδόμων από γειτονική οικοδομή, ακού­γοντας τις φωνές του κοριτσιού, τρέχουν να δουν τι συμβαίνει. Βάζουν μια σκάλα και σώζουν την Ρηνούλα. Το κορίτσι, κλονισμένο, κλαίει με αναφιλητά. Οι οικοδόμοι προσπαθούν να την καθησυχάσουν, λέγοντάς της «Σώπα, Ρηνάκι, σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της Αργατιάς, τώρα σώπα Ειρηνάκι … θα σε γλιτώσουμε …».

Το διήγημα αυτό περιλαμβάνεται στη συλλογή με τίτλο «Βουρκωμένες μέρες»[1]. Ιστο­ρίες καθημερινών ανθρώπων του μόχθου, κυνη­γημένων, αδικημένων, ανθρώπων που ταλαιπω­ρούνται μέσα στην κατοχή και τον εμφύλιο. Ο Μ.Λ., μέσα στις σκοτεινές εκείνες μέρες, περιγράφει στιγμές ανθρωπιάς, μακριά από μάχες, μίση και στρατόπεδα. Οι πρωταγωνιστές στα διηγήματά του είναι ταπεινοί, ευάλωτοι. Ένα παιδάκι που περιμένει μάταια τον μπαμπά του για να έρθει μαζί του κι ο Άι-Βασίλης, μια γιαγιά που προσδοκά μάταια τον εγγονό της και πηγαίνει στη φυλακή για να μάθει την τύχη του, ενώ ο σκληρός φύλακας της απαντά ότι εκτελέστηκε. «Εκδίκηση που εδώ τη λένε Δικαιοσύνη», τολμά να γράψει.

Η συλλογή δημοσιεύεται ενόσω ο Μ.Λ. βρί­σκεται εξόριστος στη Λέρο. Το έργο αυτό χαρα­κτηρίζεται από την Ασφάλεια ως «αντεθνικόν» και «επικίνδυνον», ότι ρέπει προς τον κομμουνισμό και την ανατροπή του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος και ότι αποτελεί προπαρασκευαστική ενέργεια της διάπραξης του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας. Ο Μ.Λ. κατηγορείται ότι επιχείρησε να διαβρώσει τη Δικαιοσύνη, να συκοφαντήσει το αστικό κάθε­στώς και να παρουσιάσει την άρχουσα αστική τάξη ως διεφθαρμένη. Μεταφέρεται από την Λέρο στην Αθήνα για να δικαστεί ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Πρό­εδρος ο Φαρμακίδης και Εισαγγελέας ο Κατε­βαίνης. Συνήγοροι υπεράσπισής του οι Γεώρ­γιος Θεοτοκάτος[2], Ηλίας Ηλιού[3], Νίκος Παπ­πάς[4] και Μηνάς Γαλέος[5].

Αναζήτησα στον τύπο της εποχής σχετικά με τη δίκη δημοσιεύματα. Από την έρευνά μου εντόπισα δημοσιεύματα πέντε εφημερίδων η­με­ρήσιας κυκλοφορίας, εθνικής εμβέλειας («ΑΥ­ΓΗ», «ΈΘΝΟΣ», «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΚΑΘΗ­ΜΕΡΙ­ΝΗ», «ΤΑ ΝΕΑ»).[6] Από τα δημοσιεύματα αυτά αντλήθηκαν σημαντικές πληροφορίες για τα πρακτικά της δίκης (καταθέσεις μαρτύρων, α­γορεύσεις δικηγόρων, απολογία του Μ.Λ., ερω­τήσεις Προέδρου και Εισαγγελέα), αλλά και για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο ακρο­ατήριο κατά τη διάρκεια της δίκης. Οι εφημε­ρίδες «ΕΘΝΟΣ», «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», «ΤΑ ΝΕΑ» περιορίζονται να δημοσιεύσουν μόνο το δια­τακτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, ενώ οι εφημερίδες «ΑΥΓΗ» και «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» κα­λύπτουν τη δίκη με εκτενέστερα δημοσιεύματα.

Όπως διαβάζουμε στον τύπο, η δίκη του Μ.Λ. προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η αί­θουσα του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Α­θηνών ήταν κατάμεστη. Πλήθος κόσμου, μεταξύ των οποίων πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, προσήλθαν να παρακο­λου­θή­σουν τη δίκη, υπό την παρουσία ασφαλώς ισχυ­ρών αστυνομικών δυνάμεων. Η δίκη ξεκίνησε το απόγευμα της 13ης Μαρτίου 1956, διεκόπη στις 3.30 το πρωί της επομένης, για να επαναληφθεί στις 3.00 το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οπότε και δημοσιεύθηκε η απόφα­ση.

 Ενδεικτικά, παρατίθεται απόσπασμα δημο­σιεύματος στην «ΑΥΓΗ» (φύλλο 1051 της 15.3. 1956): «Γεμάτ’ η σάλλα του Πλημμελειο­δικείου από τις πέντε το απόγευμα ως τα μεσάνυκτα. Από ποιους; Από άγνωστους νέους! Χαρά κ’ ελπίδα του καλύτερου Αύριο. Ναι! Δε χάθηκε η Ελλάδα, όταν έχει τέτιαν νεολαίαν διάδοχον εκεινής που κατέβαζε τον αγκυλωτόν σταυρό από την Ακρόπολη κι εκεινής, που βάδιζε στο Σκοπευτήριο τραγουδώντας ‘’Έχε γεια καημένε κόσμε...’’! Τι έτρεξε να ιδει και να ακούση η νεολαία – η πνευματική και ηθική και πολιτική ηγεσία ενός καλύτερου Αύριο; Δεν έτρεξε να ακούσει και να ιδεί. Να συμπαρα­σταθεί. Να δώσει τον παλμό της και τη σκέψη της βοήθημα και στήριγμα του Λόγου, του Λό­γου του Ελεύθερου, που τον είχαν καθίσει στο σκαμνί. Να σώσει το χρέος του Λόγου να ελέγχει και να φρονηματίζει και να οδηγεί το σύνολο της ηθικής κάθαρσης της Πολιτείας. Γιατί αυτή ναι η κοινωνική αποστολή της Τέχνης γενικά να διδάσκει την αλήθεια, το δίκιο, το καλύτερο. Το ‘πε ο μέγας Ευριπίδης με το στόμα του Αριστο­φάνη ‘’Βελτίους τε ποιού­μεν τους πολίτας εν ταις πόλεσι’’. Τι σημαίνει τούτο; Χτυπάμε το κα­κό και εξαίρουμε το καλό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς έλεγχο του κα­κού. Κι αυτόν τον έλεγχο θέλησε να εμποδίσει η κατηγορούσα αρχή. Γιατί; Γιατί τον φοβάται. Έμμεσα υποστη­ρίζει τους αιτίους του κακού. Όλη σχεδόν η κατηγορία της εσχάτης προδο­σίας (τι εύκολη κατηγορία σε μιαν εποχή παρακμής!) στηριζό­τανε σε μια μονάχα φράση. Τη Ρηνούλα του πρώτου διηγήματος του Λουν­τέμη την κυνηγάν οι σάτυροι χαρτοπαίκτες άρχοντες αλλά τη σώζουν οι εργάτες που δουλεύανε στο γειτονικό γιαπί. Και της λένε ‘’Μη φοβάσαι, όσο βρίσκεσαι στα χέρια της εργατιάς’’. Μ’ αυτήν την φράση ο συγγραφέας συκοφαντεί όλην την αστική τάξη και υπο­γραμμίζει την αρετή της λαϊκής τάξης. Μα τι να γίνει; Ο συγγραφέας είχε χρέος να λέει την αλήθεια. Κ’ η αλήθεια είναι, πως πάντα, στα χρόνια της παρακμής, η διαφθορά είναι προ­νόμιο εκείνων, που έχουνε τη δύναμη της ‘’ευπόρου τάξεως’’. Και ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητος δεν είναι οι λαοί (ευτυχώς!) διεφθαρμένοι. Αυτό είναι αλήθεια – κι αυτήν την αλήθεια είχε χρέος ο λογοτέχνης να μην τη διαστρέψει για λόγους ‘’εξωτερικούς’’ (ας τους πούμε έτσι). Γιατί λοιπόν οι εργάτες να σώζουνε το κορίτσι κι όχι ‘’άξαφνα ένας αστυνομικός (ή ένας ... παπάς); Διατυπώθηκε και τέτια απορία ‘’επιβαρυντική’’ για το συγγραφέα! Ωραία ιδέα! Κι απορώ πώς δεν τη σκέφτηκε ο Λουντέμης. Ένας αστυφύ­λακας, καλός άνθρωπος, σώζει τη Ρηνούλα και σαν καλός άνθρωπος κι αστυνο­μικός πιάνει το κοριτσάκι από το χέρι και πάει και χτυπάει την πόρτα των αφεντάδων σατύ­ρων, των χαρτοπαι­κτών αφεντάδων, για να τους συλλάβει. Αλλά μόλις του ανοίξανε την πόρτα, σταμάτησε, χαιρέτησε στρατιωτικά και ζήτησε συγγνώμη. Φεύγοντας λέει του κοριτσιού ‘’Τρέχα, παιδί μου, μην πάθεις χειρότερα!’’ Τι συνέβη; Μαζί με τους Έλληνες άρχοντες δια­σκέδαζε κι ένας ξένος λοχίας. Ετεροδικία! Και τώρα, ποιος θα έπρεπε να κάθεται στο σκαμνί της εθνικής προδοσίας;».

Για το τι διημείφθη στο ακροατήριο δεν υπάρχει καλύτερη πηγή από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, όπως διασώζονται στα σχετικά δημοσιεύματα. Για να ζωντανέψει η δίκη, ένας τρόπος υπάρχει· να αφήσουμε τους πρωταγω­νιστές της να μιλήσουν.

Αφού ανεγνώσθη το κατηγορητήριο, ερωτώ­μενος από τον Πρόεδρο περί της ενοχής του, ο Μ.Λ. απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγρα­ψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγο­ρούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώ­πους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».

 Βασικοί μάρτυρες κατηγορίας είναι δύο ανώτεροι αξιωματικοί της Γενικής Ασφαλείας, ο Ι. Καραχάλιος[7] και ο «επί του τύπου» Χρ. Γραμμένος. Διαβάζουν αποσπάσματα από το βιβλίο του Λουντέμη για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους ότι τα διηγήματα του συγγρα­φέα θίγουν την έννοια του Κράτους σε ορισμέ­να σημεία, κλονίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτό και καλλιεργούν το μίσος μεταξύ των μαζών.

 Κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα ο Καραχάλιος εμμένει στο ότι ο Μ.Λ. αποκαλεί τη Δικαιοσύνη ως Εκδίκηση και στο ότι αναφέρει ότι οι εκτελέσεις καταδίκων γίνονταν κατά άδικο και επιπόλαιο τρόπο και μόνο για τις απόψεις και όχι για τις πράξεις τους. Αναφέρει επίσης απόσπασμα από το διήγημα του Μ.Λ. «Ο ωκεανός μιλεί στο κατώφλι μας», στο οποίο, κατά τον ίδιο, ο Μ.Λ. παρουσιάζει την Ελλάδα ως τόπο σκλαβιάς και την Ακρόπολη ως σύμ­βολο σκλαβιάς. Στο δε διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό» ο Μ.Λ., κατά τον αστυνομικό πάντα, εμφανίζει μία ισχυρή οικογένεια να βασανίζει μία μικρή υπηρέτρια, η οποία δέχεται επίθεση για ανήθικους σκο­πούς, ενώ την σώζουν οι εργάτες. Κατά τον τρόπο αυτόν, παρουσιάζεται η αστική τάξη ως διεφθαρμένη. Διατυπώνεται, μάλιστα, η απορία γιατί ο Μ.Λ. επέλεξε να σώζουν τη Ρηνούλα οι εργάτες και όχι ένας αστυνομικός ή ένας παπάς.

- Πρόεδρος: «Είναι βέβαιον ότι τα διηγή­ματα έχουν αυτήν την έννοια;».

- Καραχάλιος: «Ο Λουντέμης είναι κομμου­νιστής, ο οποίος συγγράφει βιβλία προς υπο­στήριξιν των πολιτικών του επιδιώξεων και κα­τά επικίνδυνον τρόπον επιχειρεί να διαβρώ­ση την εμπιστοσύνην του λαού προς την εξου­σίαν».

- Πρόεδρος: «Ξέρετε ότι το βιβλίον εκυκλο­φόρησε εις δύο εκδόσεις;».

- Καραχάλιος: «Δεν επροσέξαμεν την πρώτην έκδοσιν».

Ακολουθεί η εξέταση του Καραχάλιου από τους συνηγόρους υπεράσπισης του Μ.Λ., με παρεμβάσεις του Προέδρου και του Εισαγγελέα.

- Γαλέος: «Ξέρετε εάν και οι τέσσερις κατη­γορούμενοι είναι εκτοπισμένοι – ο Λουντέμης από οκταετίας;».

- Εισαγγελέας: «Εξετοπίσθησαν διά την έκδοσιν αυτού του βιβλίου;».

- Καραχάλιος: «Όχι, δι’ άλλας ενεργείας».

- Γαλέος: «Πότε συνελήφθησαν; Μετά την έκδοσιν του βιβλίου;».

- Καραχάλιος: «Δεν γνωρίζω. Γνωρίζω ότι το ΚΚΕ είχε δώσει γραμμή να δημιουργηθούν εκδοτικοί οίκοι προς έκδοσιν βιβλίων διά των οποίων επιδιώκεται η διάβρωσις ...».

- Εισαγγελέας: «Δηλαδή διά να δημιουργούν­ται επαναστάται και να μειούται το κύρος του κράτους;».

- Καραχάλιος: «Μάλιστα».

- Εισαγγελέας: «Ο Λουντέμης δε μπορούσε να αναφέρη εις τα διηγήματά του διάφορα μεμονωμένα περιστατικά, χωρίς να κάνη αυτήν την γενίκευσιν; (Διαβάζει) ‘’Δεν ήρθε πρόσωπον με πρόσωπον με την Εκδίκηση που εδώ τη λένε Δικαιοσύνη.’’. Διότι εδώ επιχειρεί να διαβρώση την Δικαιοσύνη, δηλαδή τα θεμέλια του αστικού καθεστώτος. Και όταν λέγη ότι εδώ οι άνθρωποι είναι σκλαβωμένοι και η Ελλάδα φυλακή; Δι­καιολογείται το 1953 (όταν εξεδόθη για πρώτη φορά το βιβλίον) μία τοιαύτη περιγραφή;».

- Καραχάλιος: «Όχι».

- Εισαγγελέας: «Δηλαδή σεις διαγιγνώσκετε πρόθεσιν του ανθρώπου αυτού να δημιουργήση επαναστάτας εις την Ελλάδα;».

- Καραχάλιος: «Μάλιστα».

- Εισαγγελέας: «Διά τους λοιπούς κατηγο­ρούμενους τι γνωρίζετε; Πώς εξέδωσαν το βι­βλίον;»

- Καραχάλιος: «Δεν γνωρίζω ποίαν συμφω­νίαν είχαν. Έχω όμως πληροφορίας ότι ;ena ποσοστόν εκ των κερδών διετίθετο υπέρ του κόμματος».

Μεσολαβούν γέλια στο ακροατήριο. Ο Πρόε­δρος χτυπά το κουδούνι και καλεί σε ησυχία το ακροατήριο.

- Καραχάλιος: «Είναι, βλέπετε, κ. Πρόεδρε, και η γαλαρία». Ισχυρίζεται ότι ποσοστό 30% των εσόδων προορίζονταν για το Κόμμα.

- Εισαγγελέας: «Αυτό πόθεν το γνωρίζετε;».

- Καραχάλιος: «Εκ της υπηρεσίας μου. Δεν γνωρίζω όμως τι ακριβώς περί τους παρόντας κατηγορουμένους. Τα ανωτέρω αφορούν γενι­κώς τους νέους εκδοτικούς οίκους, τους οποίους ίδρυσαν αποφυλακισθέντες και επανελθόντες εκ της εξορίας κομμουνισταί».

- Πρόεδρος προς τον συγκατηγορούμενο του Μ.Λ. εκδότη του βιβλίου Ι. Γαμπέλα «Τι συμ­φωνία είχατε;».

- Γαμπέλας: «Ο συγγραφεύς παρεχώρησε το βιβλίον με ποσοστόν 20%, όπως γίνεται με όλους τους εκδοτικούς οίκους. Τα διηγήματα είχαν ήδη δημοσιευθή σε διάφορες εφημερίδες χωρίς κανείς να ασκήση δίωξιν. Το ‘’κρύο γέ­λιο’’ αναφέρεται στα Έκτακτα Στρατοδικεία και όχι στην Τακτική Δικαιοσύνη, η οποία δεν θίγε­ται πουθενά».

- Παππάς: «Γνωρίζετε εάν ο Λουντέμης το 1937 έλαβε το Α’ κρατικόν βραβείον πεζογρα­φίας διά το βιβλίον του ‘’Τα πλοία δεν άρα­ξαν;’’».

- Καραχάλιος: «Όχι».

- Παππάς: «Κρίσεις περί της Δικαιοσύνης πολύ ισχυρότερες και αμεσότερες συναντάτε εις τον Ελληνικόν Τύπον;».

- Καραχάλιος: «Συγκεκριμένα;»

- Παππάς: «Μήπως έχετε υπ’ όψιν σας οι καταδικασθέντες εις θάνατον από τα Έκτακτα Στρατοδικεία ηθωώθησαν στο Αναθεωρητικό;»

- Καραχάλιος: «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει Δικαιοσύνη».

- Παππάς: «Εν τω μεταξύ όμως εκινδύνευσαν να εκτελεσθούν».

- Γαλέος: «Εσείς εις την Ασφάλειαν ζητάτε δήλωσιν μετανοίας;».

- Καραχάλιος: «Μάλιστα».

- Γαλέος: «Όταν λέη ο Λουντέμης ότι τα Στρατοδικεία καταδίκαζαν ή αθώωναν βάσει δηλώσεως ή μη, λέει ψέμματα;».

- Καραχάλιος: «Δεν εδικάζοντο για τις πεποιθήσεις των αλλά για τις πράξεις των. Εσάς κ. Συνήγορε γιατί δεν σας επιάσαμεν;».

- Γαλέος: «Γιατί δεν μπορούσατε. Με πιά­σατε, άλλωστε, αλλά δεν μπορούσατε να μου κάνετε τίποτε περισσότερο».

 Κατόπιν, αναλαμβάνει ο Γεώργιος Θεοτοκά­τος να εξετάσει τον αστυνομικό Καραχάλιο.

- Θεοτοκάτος: «Αν αυτά τα έγραφε άλλος συγγραφέας θα ήταν επαναστατικά;».

- Καραχάλιος: «Εμείς διαβάζουμε πρώτα το περιεχόμενον και μετά τον συγγραφέα».

Τότε ο Θεοτοκάτος διαβάζει το ποίημα «Ερ­γατιά» του Κωστή Παλαμά. Ο Καραχάλιος επιμένει ότι ο Παλαμάς είναι εθνικός ποιητής, ενώ ο Μ.Λ., όταν διατείνεται ότι υπερασπίζεται την ειρήνη, ουσιαστικά επιδιώκει τον πόλεμο. Ακολουθούν γέλια στο ακροατήριο. Ο Γ.Θ. παίρνει από το τραπέζι ένα πανόδετο βιβλίο με γαλάζια ξεθωριασμένα εξώφυλλα και αρχίζει να διαβάζει στίχους, χωρίς να αποκαλύπτει τον ποιητή, και ρωτά τον μάρτυρα αν οι στίχοι αυτοί είναι ανατρεπτικού χαρακτήρα.

«Εγώ είμαι ο γκρεμιστής / Γιατί εγώ είμαι κι ο χτίστης / Ο διαλεχτός της άρνησης / Κι ο ακριβογιός της πίστης.

Και θέλει και το γκρέμισμα / Νου και καρδιά και χέρι. / Στου μίσους τα μεσάνυχτα / Τρέμει ενός πόθου αστέρι.

Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, / Του χα­λασμού πατέρας, / Πάντα κοιτάζω προς το φως / Το απόμαυρο της μέρας.

Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, / Εγώ κι ο α­νοιχτομάτης / Του μακρεμένου αγναντευτής / Κι ο κλέφτης κι ο απελάτης

Και με το καριοφύλλι μου / Και με το απελατίκι / Την πολιτεία την κάνω ερμιά, / Γη χέρσα το χωράφι.».

Τότε ο Θεοτοκάτος σταματά, στρέφεται προς το μάρτυρα και λέει: «Περιμένω ν’ ακούσω τη γνώμη σας γι’ αυτό το κείμενο κύριε μάρτυς. Είναι οι στίχοι αυτοί ανατρεπτικοί;».

 Ο Καραχάλιος αρχικά σωπαίνει. Και απαντά: «Δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη μόνο από ένα απόσπασμα».

- Θεοτοκάτος: «Τότε παρακαλώ τον πρόεδρο να μου επιτρέψει να συνεχίσω».

«Κάλλιο φυτρώστε αγραγκαθιές / Και κάλ­λιο ουρλιάστε, λύκοι, / Κάλλιο φουσκώστε πο­ταμοί, / Και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,

Και, δυναμίτη, βρόντηξε / Και σιγοστάλαξε αίμα / Παρά σε πύργους άρχοντας / Και σε ναούς το ψέμα.

Των πρωτογέννητων καιρών / Η πλάση με τ’ αγρίμια / Ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθη. / Γκρε­μίζω την ασχήμια».

 Ο Θεοτοκάτος σταματά και πάλι και ξαναρωτάει τον μάρτυρα: «Μήπως τώρα κύριε μάρτυς, σχηματίσατε γνώμη;».

- Καραχάλιος: «Τίνος είναι αυτό το βιβλίο;».

- Θεοτοκάτος: «Γιατί κύριε μάρτυς σας ενδιαφέρει;».

- Καραχάλιος: «Ναι, με ενδιαφέρει.».

- Θεοτοκάτος: «Γιατί σας ενδιαφέρει; Εσείς είπατε προηγουμένως ότι για να σχηματίσετε άποψη για κάποιο έργο δεν σας ενδιαφέρει ο συγγραφέας αλλά το περιεχόμενο και μόνο αυτό».

-Καραχάλιος: «Μα ξέρετε κύριε συνήγορε… Όταν γνωρίζουμε το συγγραφέα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τι λέει. Λοιπόν πέστε μου σας παρακαλώ τίνος είναι για να μπορέσω να κρίνω και να εκφέρω γνώμη».

- Θεοτοκάτος: «Δεν θα σας τον πω, γιατί αυτό αντιβαίνει στη συμφωνία που κάναμε πριν λίγο. Κι ύστερα εσείς μόνος σας είπατε ότι κρίνετε αντικειμενικά ένα λογοτεχνικό έργο. Το κρίνετε απ’ το περιεχόμενο κι όχι από το συγγραφέα του».

 Τη στιγμή εκείνη επεμβαίνει ο Εισαγγελέας: «Τέλος πάντων, κύριε συνήγορε, θα μας τον πείτε καμιά φορά αυτόν το συγγραφέα του κειμένου;».

 Ο Πρόεδρος στρέφεται προς τον εισαγγελέα και λέει: «Αφήστε κύριε εισαγγελέα. Κάποιος του ίδιου φυράματος με το Λουντέμη θα είναι κι αυτός».

 Ο Θεοτοκάτος, ήρεμος, ανοίγει το βιβλίο για να συνεχίσει το διάβασμα.

 Βλέποντάς τον, ο Πρόεδρος τον σταματά: «Κύριε συνήγορε δεν σας επιτρέπω να συνε­χίσετε. Δεν σας επιτρέπω να διαβάζετε ενώπιόν μας τέτοια κείμενα. Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ποίημα, είναι λίβελος εναντίον του έθνους, είναι ένα κείμενο αντεθνικόν, που πρέπει να κατασχεθεί και να καταστραφεί αμέσως ενώ εκείνος που το ’γραψε, αν δεν έχει καταδικαστεί μέχρι τώρα, πρέπει να καθήσει στο εδώλιο μαζί με τον πελάτη σου, να καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία και να κρεμαστεί… Αυτός δεν είναι Έλλην, είναι προδότης, εχθρός της πατρίδας... Έτρεμε ολόκληρος από τον θυμό του».

 Ο Θεοτοκάτος απαντά: «Κύριε Πρόεδρε, ομολογώ πως δεν ενόμιζα ότι θα εισήρχετο εις το δίκτυόν μου τέτοιο λαβράκι. Εγώ αλλού ψά­ρευα, (συμπληρώνει, δείχνοντας τον μάρτυρα κατηγορίας). Το ποίημα που απήγγειλα πριν λίγο ενώπιόν σας και που εσείς το χαρακτη­ρίσατε λίβελον εναντίον του έθνους, αντεθνικόν κ.λπ. κ.λπ. είναι απόσπασμα απ’ το γνωστό ποίημα “Ο εκδικητής’’, που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα ελεύθερα και διαβάζεται από όλους τους Έλληνες. Εκείνος που το ’γραψε και που κατά τη γνώμη σας πρέπει να δικαστεί για προδοσία δεν είναι άλλος από τον εθνικό μας ποιητή, Κωστή Παλαμά, που όλο το έθνος τον διαβάζει, τον αγαπά και τον τιμά. Ναι, ο Κω­στής Παλαμάς κύριε Πρόεδρε. Και για να πει­σθείτε καταθέτω το βιβλίο με τα γκρίζα εξώ­φυλλα λέγοντας: Όσο προδότης είναι, κύριε πρόεδρε, ο εθνικός μας ποιητής, άλλο τόσο είναι προδότης κι ο Λουντέμης, που έγραψε το βιβλίο ‘’Βουρκωμένες μέρες’’ και για το οποίο τόσο λυσσαλέα διώκεται».

Το ακροατήριο ξεσπά σε χειροκροτήματα. Ο Πρόεδρος αιφνιδιάζεται, διακόπτει τη συν­εδρίαση, για να παραδεχθεί μετά από λίγο: «Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, δεν μπορεί να τα ξέρουμε όλα».

Ακολουθεί η εξέταση του έτερου μάρτυρα κατηγορίας Χρ. Γραμμένου, ο οποίος ήταν Προϊστάμενος του «επί του τύπου» γραφείου της Ασφάλειας.

- Ηλιού: «Είσθε προϊστάμενος ενός γραφείου, που παρακολουθεί τα έντυπα, που εκδίδονται εις την Ελλάδα. Άρα, γνωρίζετε να μας πείτε: οι διάφοροι συγγραφείς περιγράφουν ή όχι διά­φορα περιστατικά και γεγονότα, που συμβαί­νουν στην ζωή;».

- Γραμμένος: «Ποιος τα περιγράφει όμως.».

- Ηλιού: «Α, έτσι! Ώστε αυτό είναι το ζήτημα. Δεν κρίνετε το βιβλίο από το περιεχόμενον, αλλά από το πρόσωπον του συγγραφέως. Δεν μου λέτε, στην Ασφάλεια ζητάτε δήλωση από τους πολίτας;».

- Γραμμένος: «Βεβαίως.».

- Ηλιού: «Μήπως και εις τα στρατοδικεία συνέβη να καλούνται οι κατηγορούμενοι από τον πρόεδρο να αποκηρύξουν τας ιδέας των και έπαιζε η απάντησις αποφασιστικόν ρόλον επί της κρίσεως;».

- Γραμμένος: «Βεβαίως!».

- Πρόεδρος: «Κατεδικάσθη κανείς μόνον διά τα φρονήματά του;».

- Γαλέος: «Χιλιάδες!».

Στο σημείο εκείνο ο Πρόεδρος ζητά από τον μάρτυρα να αποχωρήσει, αλλά ο κατηγορούμε­νος επιμένει να υποβάlλει ερώτηση στον μάρτυ­ρα.

- Λουντέμης (διαβάζει αποσπάσματα από τα διηγήματα «Τα μπαλόνια» και «Άσπρα χρυ­σάνθεμα») απευθυνόμενος στον μάρτυρα: «Τι έπρεπε να πούμε στα παιδάκια; Έπρεπε να τους πούμε να είναι γκαγκστεράκια; Και είναι φο­βερό πράγμα να λέμε ότι πρέπει την Πρωτο­χρονιά να έχουν δώρα όλα τα παιδάκια; Με γνωρίζετε, κ. μάρτυς;».

- Γραμμένος: «Όχι.».

- Λουντέμης: «Μήπως ξέρετε γιατί βρίσκομαι οκτώ χρόνια εξορία;».

- Γραμμένος: «Δεν γνωρίζω. Βρίσκεσθε βάσει απορρήτου φακέλου...».

- Λουντέμης: «Πότε θα βγουν στο φως αυτοί οι απόρρητοι φάκελοι; Ξέρετε ότι ο Ντρέυφους κατεδικάσθη βάσει απορρήτου φακέλου; Δέκα χρόνια μ’ έχετε στην εξορία βάσει απορρήτου φακέλου...».

 Ο μάρτυρας φεύγει προς την έξοδο και ο Λουντέμης διαμαρτύρεται: «Γιατί φεύγουν οι μάρτυρες, κ. Πρόεδρε;». Ο Πρόεδρος επαναφέ­ρει τον μάρτυρα, ενώ ο Λουντέμης βγάζει και κρατά οργισμένος στα χέρια του την πολυγρα­φημένη απόφαση εκτοπίσεώς του.

- Λουντέμης (δείχνοντας την απόφαση στον μάρτυρα): «Είναι αυτή η υπογραφή σας κ. μάρτυς;».

- Γραμμένος: «...».

- Λουντέμης; «Δέκα χρόνια! Δέκα χρόνια βάζει την υπογραφή του χωρίς να με ξέρει, κ. Πρόεδρε! Χωρίς να μ’ έχει δει ποτέ!».

 Προκαλείται έντονη αίσθηση στο ακρο­ατή­ριο από τα λόγια του Λουντέμη. Τότε ο Θεοτο­κάτος βγάζει τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και διαβάζει, απευθυνόμενος στον μάρτυρα.

- Θεοτοκάτος: «’’Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες, και μ’ ονόματα τους κρά­ζουν πονηρά, κλέφτες κι’ απέλατες και προδό­τες! Κι είν’ μέσ’ τους σκυφτούς τα παλληκάρια, κι είναι μέσ’ τους κοιμισμένους οι στρατιώτες.’’. Πώς το βρίσκετε αυτό, κ. μάρτυς;».

 - Γραμμένος: «Δεν έχω υπ’ όψη μου τι βιβλίο είναι αυτό. Τίνος συγγραφέως είναι;».

- Θεοτοκάτος: «Ώστε αναλόγως του συγγρα­φέως θα το κρίνετε; Είναι του Λουντέμη».

- Εισαγγελέας: «Ένα βιβλίο πρέπει να κρίνε­ται ολόκληρον και όχι με αποσπάσματα...».

- Γαλέος; «Με αποσπάσματα παραπεμπόμεθα και ημείς, κ. Εισαγγελεύ!».

Στη δίκη υπέρ του Μ.Λ. προσήλθαν να καταθέσουν επιφανείς προσωπικότητες των γραμμάτων, όπως ο Θεόδωρος Συναδινός[8], ο Κώστας Βάρναλης[9], ο Άγις Θέρος[10], ο Γεώργιος Θεοτοκάς[11], ο Στρατής Δούκας[12], ο Ασημάκης Πανσέληνος[13] και ο Κωστής Κοτζιάς[14].

Πρώτος εκλήθη ο Άγις Θέρος, πρόεδρος τότε της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ο οποίος κατέθεσε ότι ο Μ. Λουντέμης «θεωρείται από τους καλύτερους συγγραφείς μας» και τόνισε ότι «πολύ επαναστατικώτερα βιβλία κυκλοφο­ρούν ελεύθερα». Σε ερώτηση του Εισαγγελέα για το περιεχόμενο του βιβλίου, είπε ότι: «Είναι η πραγματικότης, που ζούμε. Είναι η εικών της πραγματικότητος». Σε ερώτηση του Ηλιού εάν η Διοίκηση της Εταιρείας ενδιαφέρθηκε για την τύχη του βιβλίου του Λουντέμη, ο Άγις Θέρος απάντησε καταφατικά και τόνισε ότι ο Λουν­τέμης κρατείτο επί οκτώ συνεχή έτη στην εξορία χωρίς να υπάρχει καμία δικογραφία. Σε ερώτηση του Ηλιού εάν μπορεί να υπάρξει πνευματική ελευθερία υπό τέτοιες συνθήκες, ο Άγις Θέρος απάντησε: «Ασφαλώς, όχι. Διότι έτσι μπορείτε να φέρετε αύριο εδώ και τον Χριστό κατηγορούμενο». Καταλήγοντας δε υπογράμμισε ότι «ο Λουντέμης είναι ένας από τους 10 καλύτερους πεζογράφους».

 Κατόπιν, εκλήθη προς εξέταση ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος είπε ότι: «Φρονώ ότι πρόκει­ται για ένα λογοτεχνικό βιβλίο εμπνευσμένο από την καθημερινήν ζωήν και αναφέρεται στην πικρία, που αισθάνεται ο Λουντέμης από την πολυετή καταδίωξη». Ο Πρόεδρος παρατή­ρησε ότι «Μόνος του δίδει αφορμάς διά να καταδιώκεται». Σε ερώτηση του Εισαγγελέα, ο οποίος δήλωσε στον Γ. Θεοτοκά ότι τον εκτιμά ως λογοτέχνη, ο Γ. Θεοτοκάς απάντησε ότι «ο Λουντέμης στο βιβλίο του δείχνει την ίδια ανθρωπιστική διάθεση προς όλους τους αν­θρώπους της Γης, ανεξαρτήτως αν είναι Ρώσοι ή Αμερικανοί κ.λπ.».

 Στη συνέχεια, ο Θ. Συναδινός, διευθυντής τότε της Λυρικής Σκηνής, είπε ότι το 1937 ήταν μέλος της επιτροπής που βράβευσε το βιβλίο του Λουντέμη «Τα πλοία δεν άραξαν». Κατά τον Θ. Συναδινό, «ο Λουντέμης ήταν ένας νέος πλήρης ανησυχιών και, έχοντας επίγνωση της αποστολής του πνευματικού ανθρώπου, αφιέ­ρωσε τη ζωή του στο κτύπημα της κακοήθειας. Την εκλογήν των θεμάτων έκανε από την κοι­νωνία που ζούμε». Σε ερώτηση του Προέδρου, ο Θ. Συναδινός αναφέρθηκε στην ελευθερία της σκέψης και τόνισε ότι «εάν υπάρχη διάθεσις επιλήψιμα σημεία μπορούμε να βρούμε και στο Ευαγγέλιο και στο έργο του Μολιέρου και άλλων μεγάλων συγγραφέων».

Ακολούθως, εξετάστηκαν ως μάρτυρες ο Ασημάκης Πανσέληνος και o Κ. Κοτζιάς. Ειδι­κό­τερα, ο Κοτζιάς είπε ότι «ένα έργο τέχνης κρί­νεται από την ελεύθερη κριτική και όχι από τα Δικαστήρια, διότι αυτό σημαίνει ελευθερία». Σε ερώτηση του Προέδρου «γιατί (ο Μ.Λ.) να μεταχειρισθή αυτήν την έκφρασιν;» κατονομά­ζοντας ως Εκδίκηση τη Δικαιοσύνη, ο συνή­γορος υπεράσπισης Γαλέος επεμβαίνει: «Τι φταίει ο Λουντέμης, αφού έτσι είχαν τα πράγ­ματα».

 Έπειτα, εκλήθη ως μάρτυρας ο Στρατής Δούκας, γενικός γραμματέας τότε της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Σημείωσε ότι, μολονότι πριν από δύο έτη με ενέργειες του Διοικητικού Συμβουλίου απολύθηκε ο Μ.Λ. διότι υπέφερε από ψυχικές κρίσεις, συνελήφθη και πάλι. Συνέχισε λέγοντας ότι: «Παρουσιάσθην με δύο άλλους συναδέλφους στον τότε Υφυπουργό Ασφαλείας κ. Βραχνό και του είπαμε ότι εάν λόγοι της συλλήψεως του Λουντέμη ήταν το ότι είναι θεατρικός κριτικός της ‘‘ΑΥΓΗΣ’’ και το ότι εξέδωσε το βιβλίο ‘’Βουρκωμένες μέρες’’, η ενέργεια αυτή αποτελεί υπερβολή. Κατά συγ­κυρίαν ευρίσκετο εκεί και ο Διευθυντής της Γε­νικής Ασφάλειας κ. Ρακιντζής ο οποίος παρε­νέβη και είπε ‘’Κύριε Υπουργέ, σας είπα τους λόγους για τους οποίους συνελήφθη ως θεα­τρικός κριτικός και ως συγγραφεύς’’. Νομίσαμε κι εμείς ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Κα­τόπιν είδαμε να παραπέμπεται εις δίκην γι’ αυτό το βιβλίο και είναι φυσικό ότι βρεθήκαμε σε κάποια έκπληξιν». Ο Πρόεδρος διακόπτει τον μάρτυρα: «Εδώ τώρα πρόκειται περί της εκλο­γής των θεμάτων, που έκαμε ο Λουντέμης». Ο Σ. Δούκας απαντά ότι ο Μ.Λ. «ομιλεί για μία υπηρετριούλα που την λένε Ειρηνούλα – ενώ θα μπορούσε να λεγόταν και Σπυριδούλα. Τους πλουσίους και το Ευαγγέλιο τους θεωρεί αμαρτωλούς και ο Χριστός κρατούσε και το φραγγέλιο. Υπάρχει μία πραγματικότης, κ. Πρόεδρε, από την οποία ο συγγραφεύς αντλεί τα θέματά του και από την οποίαν συγκινείται».

Αξιοσημείωτη είναι και η κατάθεση του Κώστα Βάρναλη[15], η οποία απασχόλησε ιδιαί­τερα τον τύπο της εποχής. Παρατίθεται όπως διασώθηκε από τα σχετικά δημοσιεύματα.

- Πρόεδρος προς τον Βάρναλη: «Είναι ένο­χος ο κατηγορούμενος;».

- Βάρναλης: «Ένοχος; Όχι! Για να ‘ναι ένοχος ένας συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ’ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος».

- Σύνεδρος: «Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον ‘’Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό’’».

- Βάρναλης: «Ε;».

- Σύνεδρος: «Ο συγγραφεύς – δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της – την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών».

- Βάρναλης: «Καλά κάνει».

- Σύνεδρος: «Δε θα μπορούσε, έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των …».

- Βάρναλης: «Ποιονών. Των χωροφυλάκων;».

- Σύνεδρος: «Βεβαίως».

- Βάρναλης: «Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο».

- Σύνεδρος: «Κύριε Βάρναλη …».

- Βάρναλης: «Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας».

- Πρόεδρος: «Κύριε Βάρναλη, πιστεύετε πως ο κατηγορούμενος συμφωνεί με αυτό το είδος υπεράσπισης που του κάνετε;».

- Βάρναλης: «Ρωτήστε τον εσείς. Αν συμ­φωνεί μαζί σας, τότε εγώ φεύγω».

- Πρόεδρος: «Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπο­ρείτε ν’ αποσυρθείτε».

- Βάρναλης (δυνατά): «Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε ‘’λόγω αμφιβολιών’’! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ! [...] Εδώ δεν έρχομαι για να υποστηρίξω απλώς τον Λουντέμη αλλά την λειτουργία της σκέψεως. Γιατί αν οι Αστυ­νομικές αρχές εξακολουθήσουν να επεμβαίνουν σε ξένα εδάφη, τότε δεν αποκλείεται να συλ­ληφθεί κι ένας επιστήμονας που μπορεί να πει π.χ. ότι η ατομική βόμβα θα καταργήσει τα σύνορα. Ένα έργο τέχνης πρέπει να απαντά στα εξής τρία ερωτήματα: Είναι καλογραμμένο; Λέει την αλήθεια; Έχει κοινωνική αποτελεσμα­τικότητα; Γιατί το έργο τέχνης πρέπει ν’ ανεβάζει τον άνθρωπο και να τον κάνει καλύ­τερο. Ο Λουντέμης απαντά και στα τρία ερω­τήματα».

- Εισαγγελέας: «Είμεθα σύμφωνοι, κύριε Βάρναλη, ότι πράγματι εις τα τρία αυτά ερω­τήματα πρέπει να απαντά το έργον τέχνης. Όταν, όμως, παραμορφώνεται η αλήθεια;».

- Βάρναλης: «Ποία αλήθεια;».

- Εισαγγελέας: «Στο βιβλίο του Λουντέμη παρεμορφώθη η Αλήθεια».

- Βάρναλης: «ΌΧΙ! Δεν παρεμορφώθη η αλήθεια! Και μάλιστα δεν είπε παρά τόσο δά ελάχιστα ψιχία!»

- Εισαγγελέας: «Όταν γενικεύη μεμονωμένα περιστατικά και παρουσιάζη ολόκληρον την αστική τάξιν διεφθαρμένη;»

- Βάρναλης: «Δικαίωμά του είναι να γενι­κεύη! Δικαίωμα και καθήκον του! Σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητος διεφθαρμένος δεν είναι ποτέ ο λαός!».

 Αξίζει, επίσης, να παρατεθούν αποσπάσμα­τα από τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπε­ράσπισης[16]. Ο Ηλίας Ηλιού επισήμανε ότι: «Ο Λουντέμης από το μαγειρείον της Αθηναϊκής Λέσχης, όπου τον τοποθέτησε τότε ο ποιητής Μαλακάσης, διαγνώσας το ταλέντο του κατώρ­θωσε να παρουσιάσει το 1937 έργο που κατέ­πληξε και έλαβε το Α’ βραβείο πεζογρα­φίας. [...] Η σημερινή δίκη δεν ενδιαφέρει απλώς την τύχην ενός ή περισσοτέρων κατηγο­ρουμένων αλλά την τύχην των δημοσίων ελευθεριών στην Ελλάδα, και την τύχην της ελευθερίας της καλ­λιτεχνικής δημιουργίας». Αναφέρθηκε επί­σης στη γενική επίθεση εναντίον του πνεύματος τα χρόνια εκείνα, που εκδηλωνόταν με κατά­σχέσεις βιβλίων ακόμα και του Μπαλζάκ, του Ουγκώ και του Ντοστογιέφσκι, με εκτοπί­σεις και δίκες πνευματικών ανθρώπων, καταλή­γοντας ότι: «Οι ιδέες είναι σαν τα καρφιά. Όσο τις χτυπάς τόσο βαθύτερα ριζώνονται».

 Ο Ν. Παππάς υπογράμμισε ότι: «Δεν προσήλθα σαν επαγγελματίας δικηγόρος, αλλά ως συνάδελφος του Λουντέμη. Στα 1954, ακρι­βώς όταν ο Λουντέμης βραβεύονταν σε πανευ­ρωπαϊκό διαγωνισμό για ποίημα αφιερωμένο στην κόρη του, κρατικά όργανα τον οδηγούσαν και πάλι στην εξορία. Πότε θα σταματήσει αυτή η ιστορία; Πότε θα μπορεί ο κάθε πολίτης να φεύγει το πρωί από το σπίτι του βέβαιος ότι θα γυρίσει το βράδυ; […] Η σημερινή δίκη έχει μεγάλη σημασία. Δικάζεται το δικαίωμα να γράφει ο λογοτέχνης ή να μη γράφει στην Ελλάδα.».

Ο Μ. Γαλέος τόνισε ότι: «σε λίγες σελίδες το βιβλίο περιέχει τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου […] Ο κ. Εισαγγελεύς είπε ότι οι λογοτέχναι δεν είναι εις θέσιν να κρίνουν τα λογοτεχνικά έργα. Τότε ποιος είναι: Τα κρατικά όργανα; Πρέπει να προσέξετε κύριοι δικασταί, η παρούσα δίκη δεν αφορά μόνον το Λουντέμη μα όλους τους Έλληνας.».

 Ο Γ. Θεοτοκάτος, αφού ανέλυσε την έννοια της εσχάτης προδοσίας και απέδειξε ότι δεν υπάρχει αδίκημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξιστόρησε ύστερα τη σκληρή ζωή που οκτώ έτη ζούσε ο Λουντέμης στην εξορία, χωρίς καμιά κατηγορία να τον βαραίνει. Και για να δείξει την αλλοπρόσαλλη κατάσταση που υπήρχε τότε στη χώρα, περιέγραψε το εξής περιστατικό: «Ήλθαν, Κύριοι, δύο γυναίκες εις το γραφείο μου. Η μία είχε το παιδί της χρόνια στην εξορία, κατά παράβασιν του Νόμου, που απαγορεύει την πέραν της διετίας εκτόπισιν εν καιρώ ειρήνης. ‘’Γιατί δεν ήρθε το παιδί μου;’’ με ρώτησε η γυναίκα. ‘’Γιατί έχουμε πόλεμο’’ της είπα. Με κύτταξε κατάπληκτη και συμπλήρωσα: ‘’Έτσι είπε το Συμβούλιον της Επικρατείας’’. Η άλλη γυναίκα ήθελε να πάρει σύνταξιν επειδή το παιδί της πάτησε μια νάρκη και σκοτώθηκε. Της είπα ότι δεν πρόκειται να πάρει. ‘’Γιατί;’’ με ρώτησε. ‘’Γιατί έχουμε Ειρήνη’’, της είπα. Έτσι είπε το Ελεγκτικόν Συνέδριον. Φυσικά και οι δύο γυναίκες έφυγαν με την πεποίθησιν ότι τις κοροϊδεύω.».

Στο τέλος, ο Λουντέμης καλείται να από­λογηθεί. Κάνει μια αναδρομή στη ζωή του και περιγράφει μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Αξίζει να πα­ρατεθεί ένα απόσπασμα: «Είναι η παρθενική φορά που απολογούμαι γιατί ως τώρα δεν είχαν ποτέ οδηγηθή στο Δικαστήριο, ούτε για διατά­ραξη της κοινής ησυχίας όταν, νεαρός, τραγου­δούσα κάτω από το παράθυρο. Όμως, δέκα χρόνια τώρα είμαι υπόδικος και αισθάνομαι αγαλλίαση που μου δίνεται η ευκαιρία να απολογηθώ για την ζωή μου. Ναι! Είμαι ένοχος! Όχι, όμως, γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα. […]». Ακολούθως, έκανε μία αναδρομή στα παιδικά του χρόνια «όταν τα παιδάκια μάθαιναν τα γράμματα με το ζόρι, ενώ τα αγόραζα με το αίμα μου δουλεύοντας από 7 χρονών σκλαβάκι σε ξένα χέρια. Οχτώ χρονών ήμουν υπάλληλος σ’ ένα φαρμακείο στην Αίγινα, έκανα το φαρμακοτρίφτη, σκού­πιζα, έκανα όλες τις δουλειές του μαγαζιού κι ύστερα το αφεντικό μου μ’ έστελνε να κάνω και τα ψώνια της Κυρίας να σφουγγαρίζω και για να κουβαλώ κάρβουνα. Το αγόρι των αφεν­τικών μου είχε την ‘’Διάπλαση των Παί­δων’’ κι εγώ τη διάβαζα κρυφά γιατί δεν με άφηναν να διαβάζω. Μια μέρα μ’ έπιασαν που διάβαζα … Ας είναι … Είχα μια αδελφούλα στο νοσοκομείο άρρωστη και πέθανε. Τότε η κυρά μου έχασε ένα γάντι. Ένα μαύρο γάντι που χάθηκε. Με βρίζανε και με χτυπούσαν γι’ αυτό το γάντι. Την τρίτη μέρα η αδελφούλα μου πέθανε. Βρήκα το γάντι που είχε πέσει πίσω από ένα έπιπλο και το έδωσα στην κυρά μου. Ξέρετε τι μου είπαν τα αφεντικά μου; ‘’Κλέφτη, φοβή­θηκες πως θα σε διώξουμε και μας έφερες το γάντι’’. […] Έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, εκείνο που βραβεύθηκε. Το έζησα ολόκληρο και το ‘γραψα. Δεν έκανα καμμία αποστασία από την αλήθεια. Πήρα το πρώτο Βραβείο. Σάστισα, συγκλονίστηκα κι εκείνος ο συγκλονισμός μ’ ακολουθεί σ’ όλη μου την ζωή. Έζησα με τους ταπεινούς και τουw καταφρονεμένους. Γι’ αυ­τούς έγραψα, γι’ αυτούς αγωνίστηκα μ’ αγάπη και για την πνευματική τους άνοδο. Στην κατοχή έγραψα πατριωτικά τραγούδια που τα τρα­γούδησε ο λαός που αγωνιζόταν για τη λευτεριά του. Οι Γερμανοί με αναζητούσαν. Κάποιος που ήταν σε θέση με ειδοποίησε. Μου είπε εάν σε πιάσουν, θα εκτελεσθής επί τόπου, όπού βρεθής’’. Ήθελα να τον ευχαριστήσω αυτόν τον άνθρωπο αλλά δεν ξέρω ποιος είναι. [...] Άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Διέθεσα κι εγώ τις μικρές μου δυνάμεις για να σταματήση το κακό. Μαζί με το Μεγάλο Σικελιανό κυκλοφο­ρήσαμε ένα υπόμνημα ανάμεσα στους συναδέλ­φους μας συγγραφείς που το υπόγραψαν για να σταμα­τήση το κακό. Εκείνος ήταν γέρος και δεν τον ενόχλησαν. Αλλά για μένα απ’ αυτό το χαρτί άρχισε το δράμα της εξορίας. Μια νύχτα ήρθαν βράδυ και ζώσαν το σπίτι μου. Μου πρότειναν τα πιστόλια. ‘’Σιγά σας παρακαλώ’’ τους είπα, ‘’το παιδί μου είναι άρρωστο’’. ‘’Θα μας ακο­λουθήση και η γυναίκα σου’’ μου είπαν. Είδα κάτω στο πάτωμα ένα καλτσάκι του παιδιού μου. Ένα καλτσάκι κόκκινο. ‘’Σιγά σιγά σας πα­ρακαλώ να βάλει το καλτσάκι στο κρεβάτι να το βρη όταν θα ξυπνήση’’. Με έσπρωξαν. Όλη τη νύχτα με έδερναν πέντε άνθρωποι και τρις φορές απείλησαν να με πετάξουν απ’ την μπαλ­κονόπορτα και με καλούσαν να κάνω δήλωση να απαρνηθώ. Την άλλη μέρα μαθεύτηκε έξω γιατί κάποιος συγκρατούμενος έγραψε πίσω από ένα πιάτο ‘’Σώστε το Λουντέμη’’. Επε­νέβησαν πολιτικά πρόσωπα και γλίτωσα – δη­λαδή έφυγα για την εξορία. Δεν κάθησα πολύ στην εξορία της Ικαρίας όπου είχα γίνει ο αριθμός 111. Έπρεπε να περνάς κάθε πρωί στο προσκλητήριο και να μη λες το όνομα παρά τον αριθμό σου. Κι αν αργούσες λίγο … Κι άρχισαν στην Αθήνα τα Στρατοδικεία. Έβλεπες κι έπαιρ­ναν κι από μας και τους εκτελούσαν. Περίμενα κι εγώ τη σειρά μου. Ένα πρωί την ώρα που έλεγα ‘’111’’ με πήρανε και με κατεβάσανε από το χωριό στην Άγιο Κήρυκα. Στο δρόμο είδα κάτι σαύρες να παίζουν στα χορτάρια. Είπα ‘’Κύτταξε, γιατί να μη ζουν κι οι άνθρωποι ελεύθεροι, να χαίρονται […] σαν τα ερπετά!’’ Μου είπαν ‘’Είναι για κάτι χειροβομβίδες στη Σύρο.’’ Με πήγαν στη Σύρο και εκεί μου είπαν ‘’Έρριξες και χειροβομβίδες εδώ.’’ Κι εγώ τη Σύρο τη γνωρίζω απ’ τα κουτιά των λουκου­μιών».

 Ο Πρόεδρος διακόπτει τον Μ.Λ., ζητώντας του να μιλήσει για το βιβλίο.

- Μ.Λ.: «Στο βιβλίο μιλώ για τη Μακρόνησο και για τη φυλακή που είχα ζήσει. Εκεί είδα μάνα όχι απλώς να της λένε ότι το παιδί της εξετελέσθη. Κάτι φρικτότερο: Είδα μάνα να κλαίει το παιδί της ζωντανό! Γιατί ήξερε πως θα το εκτελούσαν επειδή δεν έκανε δήλωση. Εδώ με κατηγορούν ότι διασύρω το αναμορφωτήριο της Μακρονήσου και ότι βρίζω τους Παρθε­νώνες. Όμως έχω γράψει πολλές φορές ότι δεν αγαπώ εκείνους που παίρνουν από τον Παρθε­νώνα τους αμφορείς και τις υδρίες - ότι δεν πρέπει κάθε φορά που έρχεται ένας Αμερικάνος λοχίας να φωταγωγήται ο Παρθενώνας και φεύγοντας να παίρνη και μια υδρία».

- Πρόεδρος: «Έχετε υπ’ όψιν σας κανένα λοχία να έχει πάρει υδρία;».

 Τότε ο Μ.Λ. διαβάζει από τη συλλογή «Κραυγή στα πέρατα» το ποίημα «STABAT MATER», το οποίο αναφέρεται στο μαρτύριο της γυναίκας και της κορούλας του στην εξορία.

- Πρόεδρος: «Έπρεπε, όμως, εάν πράγματι ενιώθατε στοργήν προς το παιδί και την γυναίκα σας, να κάνατε μία δήλωσιν…».

-Μ.Λ.: «Επειδή μου μιλήσατε για δήλωση, σας λέω ότι χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ! Το ξέρω ότι αυτοί αποβλέπουν να περάσουν μέσα από το κορμί μου για να αλώσουν την ψυχή μου. Δεν θα την παραδώσω».

- Πρόεδρος: «Καθήστε, αρκετά».

- Μ.Λ.: «Δεν τελείωσα. Έχω πολλά ακόμη να σας πω».

- Εισαγγελεύς: «Εσείς [...] κάνετε διαφώτι­σιν».

Τέλος, απολογήθηκαν οι τρεις συγκατηγο­ρούμενοι του Μ.Λ., εκδότες του βιβλίου του, Ν. Αμπατιέλος, Ι. Γαμπέλας και Χ. Χριστοδου­λάκης.

Κατόπιν, αγόρευσε ο Εισαγγελέας, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είπε ότι: «Έχω ταξιδεύσει εις το εξωτερικόν και εις αυτήν την Αμερικήν [...] ουδαμού επικρατεί τόσην ελευθερία, όπως εις την Ελλάδα».

- Μ.Λ.: «Σε ποια χώρα του κόσμου στερούν την ελευθερία των πολιτών επί οκτώ έτη χωρίς δικαστικήν απόφασιν;».

- Εισαγγελέας: «Δικαίωμά σας να είσθε κομμουνιστής. Κανείς δεν σας πιέζει [...]».

- Μ.Λ.: «Με σκοτώνουν· δε με πιέζουν, με σκοτώνουν».

 Ο Εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθούν ένοχοι όλοι οι κατηγορούμενοι. Ειδικότερα, για τους εκδότες του βιβλίου, συγκατηγορούμενους του Μ.Λ., Ν. Αμπατιέλο, Ι. Γαμπέλα και Χ. Χριστο­δουλάκη είπε μεν ότι δεν προέκυψε τίποτα σε βάρος τους, όμως έκρινε ότι οι ίδιοι, με τις απολογίες τους, ταύτισαν την τύχη τους με αυτή του Μ.Λ.

 Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν η εξής: «ναι μεν αι περικοπαί των διηγημάτων και γε­νι­κώτερον τα διηγήματα φέρουν την σφρα­γίδαν των συνήθων αδίκων κομμουνιστικών αιτιά­σεων κατά του κοινωνικού καθεστώτος, τούτα όμως δεν δύναται να χαρακτηρισθή έστω και ως απομεμακρυσμένη απόπειρα προπαρα­σκευα­στικής πράξεως προς διάπραξιν του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας». Διατά­χθηκε όμως η δήμευση του βιβλίου. Οι συνή­γοροι υπεράσπι­σης δήλωσαν αμέσως ότι θα ασκήσουν έφεση κατά του κεφαλαίου αυτού της απόφασης διότι, όπως υποστήριξαν, «σύμφωνα με το άρθρον 14 του Συντάγματος η δήμευσις βιβλίων ή άλλων εντύπων επιτρέπεται μόνον εις περίπτωσιν κα­τάδίκης δι’ εσχάτην προδοσίαν, εξύβρισιν του Βασιλέως ή εξύβρισιν των Θείων. Εις καμμίαν άλλην περίπτωσιν και ακόμη πε­ρισσό­τερον εις περίπτωσιν αθωώσεως δεν συγ­χω­ρείται δήμευ­σις». Προσέθεσαν δε ότι «συμ­φώ­νως προς το άρθρου 76 § 2 του Ποινικού Κώδικος επιτρέπεται και εις περίπτωσιν αθωώ­σεως δήμευσις αντικειμένων εάν προκύπτη κίν­δυνος διά την Δημοσίαν τάξιν. Τούτο όμως δεν 
ισχύει, προκει­μένου περί προϊόντων του Τύπου συνε­πεία της επικρατεστέρας ισχύος του άρθρου 14 του Συντάγματος». Μετά από αυτά, ο Μ.Λ. θα επιστρέψει στον Άη-Στράτη, όπου θα πα­ραμεί­νει εκτοπισμένος για δ;yο ακόμα χρόνια.

 Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη για το διήγημά του «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ου­ρανό» συνιστά μία από τις σημαντικότερες δίκες στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης. Αποτυπώνει, όπως φαίνεται εναργώς στα δη­μοσιεύματα που ανασύρθηκαν από τον τύπο, το κλίμα της εποχής και τις τάσεις που διαμορ­φώνονταν στους κόλπους της ελληνικής Δικαιο­σύνης. Αναδεικνύει επίσης την επιμέλεια με την οποία το αστικό μετεμφυλιακό κράτος προσπά­θησε να ελέγξει, να περιορίσει και εν τέλει να φιμώσει την ελευθερία της λογοτεχνι­κής έκφρα­σης, λόγω των αριστερών καταβολών της. Ανα­πόφευκτα, η διαδρομή της ελληνικής Δικαιο­σύνης, ενόψει της κομβικής σημασίας της για τη διατήρηση και εμπέδωση των αρχών του εκάστοτε καθεστώτος, συνδέθηκε άρρηκτα με την περιπετειώδη πορεία των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών στην Ελλάδα. Τα πάθη του μετεμφυλιακού κράτους, που διαπότισαν την «καχεκτική» δημοκρατία 1952-1967 σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστούν γονιδιακά χαρα­κτη­ριστικά της, δεν άφησαν ανέπαφη τη Δικαιοσύ­νη. Την επηρέασαν βαθιά, όχι μόνο ως προς τη σύνθεση του δικαστικού σώματος, αλλά και ως προς τον τρόπο απονομής της.

 

 


[1]. Η πρώτη έκδοση της συλλογής έγινε στην Αθήνα το έτος 1953 από τις εκδόσεις «Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ» και τα Τυπογραφεία Κιμ. Χρυσόχου.

[2]. Γεώργιος Θεοτοκάτος (1906-1996), δικηγόρος, μέλος της Αριστεράς. Γεννήθηκε στο Ρίφι Κεφαλληνίας, ανέπτυξε δράση μέσα στους κόλπους του ΕΑΜ, της ΕΔΑ και του ΚΚΕ. Διακρίθηκε για τον ζήλο με τον οποίο υπεράσπιζε στις δίκες τους συντρόφους του.

[3]. Ηλίας Ηλιού (1904-1985), δικηγόρος, συγ­γραφέας, βουλευτής και Πρόεδρος της Ενιαίας Δημο­κρατικής Αριστεράς.

[4]. Νίκος Παππάς του Δημητρίου (1906 Τρίκαλα - 1997 Αθήνα). Δικηγόρος, ποιητής και ιστορικός της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Σύμφωνα με το αρχείο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών παραιτήθηκε από δι­κηγόρος στις 25.4.1968.

[5]. Μηνάς Γαλέος, δικηγόρος. Ο Μ. Γαλέος, με το ψευδώνυμο Μ. Κουλουριώτης, εξέδωσε τη μελέτη του Μπελογιάννη για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία.

[6]. «ΑΥΓΗ» φύλλο 1051 της 15.3.1956, σ. 1-2, φύλλο 1052 της 16.3.1956, σ. 2, «ΈΘΝΟΣ» φύλλο 13013 της 15.3.1956, σ. 2, «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» φύλλο 3539 της 15.3. 1956, σ. 5, «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» φύλλο 13369 της 15.3. 1956, σ. 5, «ΤΑ ΝΕΑ» φύλλο 3317 της 14.3.1956, σ. 2.

[7]. Ο Ι. Καραχάλιος ήταν βασικός μάρτυρας υπερά­σπισης των βασανιστών της Χούντας Μάλλιου, Μπά­μπαλη κ.ά. που έγινε στο Κακουργιοδικείο Χαλ­κίδας τον Νοέμβρη του 1975.

[8]. Θεόδωρος Συναδινός (1880-1985), θεατρικός συγγραφέας.

[9]. Κώστας Βάρναλης (1888-1974), λογοτέχνης. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

[10]. Άγις Θέρος (1875-1961), καλλιτεχνικό ψευδώ­νυμο του Σπύρου Θεοδωρόπουλου. ποιητής, κοινω­νιολόγος, λαογράφος.

[11]. Γεώργιος Θεοτοκάς (1905-1966), λογοτέχνης, δικηγόρος.

[12]. Στρατής Δούκας (1895-1983), συγγραφέας, κριτικός τέχνης, ζωγράφος.

[13]. Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984), λογο­τέχνης, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, πολιτικός.

[14]. Κωστής Κοτζιάς (1921-1979), πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας.

[15]. Την κατάθεση του Βάρναλη αφηγείται και ο ίδιος ο Λουντέμης στο έργο του «Ο Κονταρομάχος». Βλ., επίσης, Επιθεώρηση Τέχνης, 16, 1956. 347.

[16]. Πέρα από τις ως άνω εφημερίδες, για τις α­γορεύσεις των δικηγόρων βλ. Επιθεώρηση Τέχνης, 16, 1956. 347-348.