Ι. Κουφάκη: 1975 – 2025 Περιβάλλον και Βιώσιμη ανάπτυξη: Πενήντα χρόνια διαρκών προκλήσεων

73
2025
05

 

1975 – 2025 Περιβάλλον και Βιώσιμη ανάπτυξη: 

Πενήντα χρόνια διαρκών προκλήσεων

Ιωάννας Κουφάκη

Δικηγόρου, ΔΝ1

 

Εισαγωγικά

Το άρθρο[1] αυτό, αφιερωμένο στη μνήμη του δικηγόρου Σταμάτη Δ. Γρύλλη, διευθυντή σύνταξης του Νομικού Βήματος και εξαίρετου συναδέλφου και δασκάλου, επιχειρεί μια συνοπτική αποτίμηση της εξέλιξης της προστασίας του περιβάλλοντος στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια, μέσα από χαρακτηριστικές αποφάσεις της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και των πολιτικών δικαστηρίων και υπό το φως των απαιτήσεων του Συντάγματος, του ιδιωτικού δικαίου και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η προσπάθεια αυτή δεν περιορίζεται στη νομική αποτύπωση της πορείας της περιβαλλοντικής προστασίας αυτά τα πενήντα χρόνια, η οποία δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί εξαντλητικά στο παρόν άρθρο. Αντίθετα, στοχεύει στην κατανόηση της θεσμικής ωρίμανσης της χώρας και στην ανάγκη της διαρκούς αναζήτησης ισορροπίας ανάμεσα στην περιβαλλοντική προστασία και την οικονομική ανάπτυξη.

 

1. Η συνταγματική θεμελίωση του άρθρου 24 του Συντάγματος

 

1.1. Η προστασία του περιβάλλοντος κατοχυρώθηκε με το Σύνταγμα του 1975, όταν ο συντακτικός νομοθέτης, εμπνεόμενος από τη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στη Στοκχόλμη το 1972[2] και τις ανησυχίες για την ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη, εισήγαγε στο άρθρο 24 τη δεσμευτική υποχρέωση του κράτους για τη διαφύλαξη του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με τη λήψη μέτρων, προληπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα[3]. Η επιλογή αυτή αντικατοπτρίζει την αντίληψη ότι η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική πρόοδος δεν νοούνται αποκομμένες από τη φύση, την ποιότητα ζωής και την ιστορική μνήμη.

Η διάταξη του άρθρου 24 Σ, αν και αρχικά θεωρήθηκε ως κατευθυντήρια διάταξη, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, πολύ σύντομα ανήγαγε αυτή σε δεσμευτική επιταγή[4], καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό την αδράνεια του κοινού νομοθέτη να θεσπίσει μέτρα προστατευτικά του περιβάλλοντος, που ως συνέπεια είχε τη συνεχή υποβάθμισή του στην οποία συνέβαλε η έλλειψη γνώσης και κατάρτισης της Διοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό, το Κράτος, η Διοίκηση, καθώς και κάθε φορέας δημόσιας εξουσίας οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για τη διαφύλαξη του προστατευόμενου αγαθού, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό και στην οικονομική, ατομική ή συλλογική δραστηριότητα[5]

Η έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος δεν ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 24Σ, αφήνοντας με τον τρόπο αυτό ένα ευρύ πεδίο δράσης τόσο στον κοινό νομοθέτη[6] όσο και στο δικαστή για τη διαφύλαξή του[7]

Το δικαίωμα στο περιβάλλον, κατά τη θεωρία και τη νομολογία, αποτελεί ένα δικαίωμα μικτού χαρακτήρα αφού φέρει στοιχεία κοινωνικού, ατομικού και πολιτικού δικαιώματος[8]

Προσθέτως, οι διατάξεις του άρθρου 24Σ για την προστασία του περιβάλλοντος ερμηνεύονται πάντα παράλληλα και σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2 § 1 Σ για την αξία του ανθρώπου, καθώς και του άρθρου 5 § 1 Σ, που διασφαλίζει το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας με ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή του πολίτη σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Ο συνδυασμός αυτός επιπλέον υπογραμμίζει τη σημασία που έχει το περιβάλλον για τον άνθρωπο αφού μέσα σ’ αυτό ζει, εξελίσσεται και αναπτύσσει την προσωπικότητά του και επομένως άμεσα επηρεάζεται από αυτό και τις όποιες μεταβολές του[9]. Συνεπώς, αν και η προστασία του περιβάλλοντος ταυτίζεται ως ένα σημείο με την προστασία της φύσης δεν σημαίνει ότι υπερασπίζεται μόνο αυτή. Το περιεχόμενό της, που συνίσταται στην απαγόρευση κάθε δραστηριότητας που μπορεί να αλλάξει ή να επηρεάσει ή να μεταβάλλει τις φυσικές ισορροπίες, αποβλέπει εξίσου στην προστασία της ανθρώπινης υγείας, στη συμβολή της ανθρώπινης προόδου, στην προστασία της αξιοπρέπειας της ζωής του ατόμου και στη συμβολή της ποιότητας της ζωής του[10]

Η ανάγκη για ένα υγιεινό και οικολογικά ισόρροπο περιβάλλον, που δεν θέτει σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή του ανθρώπου και του επιτρέπει να κρατήσει τη θέση του μέσα στο σύνολο των φυσικών συστημάτων γεννά το δικαίωμα στο περιβάλλον, που έχει όλα τα παραπάνω στοιχεία που περικλείει η ποιοτική αντίληψη του δικαιώματος για ζωή. 

Με την αναθεώρηση του άρθρου 24Σ το 2001[11] η προστασία του περιβάλλοντος χαρακτηρίστηκε ρητά όχι μόνο ως υποχρέωση του Κράτους, αλλά και ως  δικαίωμα του καθενός και καθιερώθηκε η αρχή της αειφορίας[12], [13].

 

2. Η νομολογία του ΣτΕ και η ανάπτυξη της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης

 

2.1 To Συμβούλιο της Επικρατείας το έτος 1977, με αφορμή την εγκατάσταση ναυπηγοεπισκευαστικής μονάδας στον όρμο της Πύλου, υπέδειξε, αρχικά, τον τρόπο επίλυσης και άρσης της σύγκρουσης μεταξύ του δικαιώματος στο περιβάλλον, στην εργασία και στην οικονομική ανάπτυξη.[14] Η Διοίκηση έχει ευθεία υποχρέωση από τις συνταγματικές επιταγές του άρθρου 24, § 1, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης της για ζητήματα περιβάλλοντος, εργασίας και οικονομικής ανάπτυξης να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά όλους τους παράγοντες που συνθέτουν το εθνικό συμφέρον, προκρίνοντας, κατά την εκάστοτε κρίση της, την λύση που εξυπηρετεί καλύτερα το εθνικό συμφέρον.[15] Είναι σημαντικό ότι με αυτή την εμβληματική απόφαση, το ΣτΕ ανέδειξε, πριν ακόμη αποτελέσει καταστατικό σκοπό της Συνθήκης των τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και πριν ενσωματωθεί στο Σύνταγμα του 2001[16], τις τρεις διαστάσεις της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης -οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική-, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση κατά την έκδοση των πράξεών της. 

Η νομολογία του ΣτΕ έως το 1992 ακολούθησε τον κανόνα της στάθμισης συμφερόντων[17], υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης στις περισσότερες περιπτώσεις[18]. Το 1993, με την απόφαση 50/93, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης εισήχθη ρητά στη δικαστική πρακτική, θέτοντας όρια στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων, όπως ο τουρισμός, και απαιτώντας ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αναφέρεται ρητά από το Δικαστήριο στην υπόθεση Πετρόλα[19] για να περιληφθεί στη συνέχεια σε σειρά αποφάσεων, στο κείμενο των οποίων γίνεται επίκληση της αρχής, όπως προβλέφθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και στην Αgenda 21[20]

Έτσι το ΣτΕ κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι: τα δημόσια έργα, ακόμη κι αν ο σκοπός τους είναι αναπτυξιακός, καθίστανται βιώσιμα, μόνο εφόσον από αυτά δεν προκύπτει κίνδυνος βλάβης του περιβάλλοντος[21], στα μικρά νησιά μόνο ήπια τεχνικά έργα και παρεμβάσεις μπορούν να χαρακτηριστούν βιώσιμα και επιτρεπτά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα ενεργειακά έργα[22], ουσιώδες στοιχείο του ορθολογικού χωροταξικού σχεδιασμού είναι το οδικό δίκτυο, το οποίο πρέπει να υπόκειται σε συνολικό σχεδιασμό, ώστε να καθίσταται βιώσιμο[23], η κατανομή των  παραγωγικών δραστηριοτήτων πρέπει να είναι ισόρροπη στην επικράτεια και να διασφαλίζεται ένα βιώσιμο αστικό περιβάλλον[24]. Προσθέτως, κατά τη νομολογία του ΣτΕ, βιώσιμη θα πρέπει να είναι η μεταλλεία[25], η διαχείριση των υδατικών πόρων[26], καθώς και η ανάπτυξη των δασών[27]

2.2.Η καθιέρωση της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης στο εθνικό δίκαιο, η οποία είχε ήδη εισαχθεί μέσω της νομολογίας του ΣτΕ και του πρωτογενούς δικαίου της ΕΕ, πραγματοποιείται με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 στα άρθρα 24 και 106, αλλά και στο άρθρο 22, § 1. Η απώλεια της αυτοτέλειας της οικονομικής ανάπτυξης προφανώς πλήττει την οικονομική ελευθερία των ιδιωτών και θέτει τα όριά της, λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικές και κοινωνικές παραμέτρους. Η σύγκρουση, ωστόσο, των δύο αρχών – προστασία του περιβάλλοντος και οικονομική ανάπτυξη – δεν αίρεται. Αντίθετα, αποτυπώνεται στη νομολογία του ΣτΕ, όπως αποτυπώνεται και η δυσκολία του δικαστή να ισορροπήσει μεταξύ των δύο έννομων συμφερόντων που κάθε φορά διακυβεύονται[28]. Η εφαρμογή της αρχής της αειφορίας επιχειρεί να συνθέσει το αίτημα για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης με την περιβαλλοντική και την κοινωνική προστασία, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις των επιμέρους δημόσιων πολιτικών[29]

Καθώς το νόμιμο έρεισμα της βιώσιμης ανάπτυξης δεν αποτελούν μόνο τα άρθρα 24, 106 και 22 § 1 του Συντάγματος, αλλά και το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ[30], είναι προφανής ότι η δέσμευση του εθνικού δικαστή, για τον έλεγχο της εφαρμογής της, καθίσταται ακόμη εντονότερη[31][32]..

2.3. Το 2002 το ΣτΕ ρητά χαρακτηρίζει το περιβάλλον ως αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, προκειμένου να εξασφαλισθεί η οικολογική ισορροπία και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάριν των επόμενων γενεών[33], ενώ ακολουθούν σειρά αποφάσεων, στα κείμενα των οποίων γίνεται ρητή αναφορά στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης. Έτσι από τη νομολογία του ΣτΕ καθώς και από τα πρακτικά επεξεργασίας διαταγμάτων προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι από την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης απορρέει η υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού για την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, ώστε να εξασφαλίζεται, αφενός μεν, η μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων και ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται η σχετική δραστηριότητα, αφετέρου, δε, η ορθολογική και με φειδώ εκμετάλλευση των φυσικών πόρων[34]. Προκύπτει επίσης ότι η Διοίκηση θα πρέπει να προβαίνει σε στάθμιση μεταξύ του προσδοκώμενου οφέλους από την εκτέλεση ενός  έργου και της επαπειλούμενης βλάβης στο φυσικό περιβάλλον από την κατασκευή και λειτουργία του ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης[35], ότι ουσιώδης όρος για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια, όπως αυτά προβλέφθηκαν στον ν. 360/76 για τη Χωροταξία και την Πολεοδομία και το ν. 2742/99 για τον χωροταξικό σχεδιασμό και την αειφόρο ανάπτυξη καθώς και ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 24, 79 § 8 και 106 § 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο βιώσιμος χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος, στην εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης, καθώς και στην οικονομική ανάπτυξη στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας[36][37]. Η στάθμιση των σκοπών της οικονομικής ανάπτυξης, της αξιοποίησης του εθνικού πλούτου, της ενίσχυσης της περιφερειακής ανάπτυξης και της εξασφάλισης της εργασίας στους πολίτες, που εμπίπτουν στην έννοια του γενικότερου εθνικού και δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη, στην οποία απέβλεψε ο συντακτικός αλλά και ο νομοθέτης της Ένωσης[38]

2.4 Από τη μελέτη της νομολογίας μετά το 2002, προκύπτει ότι ο δικαστικός έλεγχος είναι πληρέστερος κατά τον έλεγχο εφαρμογής της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, με την ενίσχυση του θεσμού των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την απαίτηση εκπόνησης συνολικής μελέτης πριν από την έγκριση κάθε έργου ή δραστηριότητας. 

Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να εκτίθενται και να συνεκτιμώνται, επαρκώς, ο τρόπος και η μέθοδος κατασκευής και λειτουργίας του συγκεκριμένου έργου και ο ειδικότερος χαρακτήρας του δημοσίου συμφέροντος που θα εξυπηρετηθεί από αυτό, δεδομένου ότι η στάθμιση συναρτάται με το είδος και την έκταση της επαπειλούμενης βλάβης και τη φύση της εξυπηρετούμενης με το έργο ανάγκης. 

Κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου των σχετικών διοικητικών πράξεων, ο δικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων αν η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής της αρχής της πρόληψης, ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν περιέχει τα απαραίτητα στοιχεία και, γενικότερα, αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές, ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και να αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου και να εκτιμούν αν η πραγματοποίησή του είναι σύμφωνη με τις ανωτέρω αρχές και αν το αναμενόμενο όφελος τελεί σε αναλογία με την πιθανή περιβαλλοντική βλάβη, χωρίς να εκτείνεται στην ουσιαστική αξιολόγηση των επιπτώσεων.[39] Ελέγχεται, ωστόσο, αν η προκαλούμενη βλάβη είναι μη επανορθώσιμη ή προδήλως δυσανάλογη, ώστε να αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. [40] Η εξέταση εναλλακτικών λύσεων είναι απαραίτητη όταν το έργο αφορά προστατευόμενη περιοχή, όταν οι εναλλακτικές είναι εμφανείς ή όταν έχουν προταθεί νόμιμα από ενδιαφερόμενους κατά τη δημοσιοποίηση της ΜΠΕ. Αν η διερεύνησή τους δεν είναι πλήρης, η απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων δεν ακυρώνεται, εφόσον η ΜΠΕ αξιολογεί επαρκώς τις διαθέσιμες επιλογές[41]

Η ευθεία αξιολόγηση από το Δικαστήριο των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, θεωρήθηκε ότι εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγ­ματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζόμενη στις εκτιμήσεις αυτές[42]. Κατά συνέπεια, τυχόν παραβίαση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης, μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή, μόνον αν από τα στοιχεία του  φακέλου και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει, ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την παραπάνω συνταγματική αρχή[43].

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει πλέον διαμορφώσει ένα συνεκτικό πλαίσιο ως προς την εφαρμογή των αρχών της πρόληψης, της προφύλαξης και της βιώσιμης ανάπτυξης κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων. Η στάθμιση αυτών των αρχών αποτελεί υποχρέωση των αρμόδιων οργάνων της Πολιτείας, τα οποία οφείλουν να συνεκτιμούν τον τρόπο και τη μέθοδο κατασκευής και λειτουργίας του έργου, καθώς και το εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον[44]. Συνολικά, προκύπτει ότι  ο ακυρωτικός έλεγχος του ΣτΕ περιορίζεται στη νομιμότητα, πληρότητα και αναλογικότητα της διοικητικής στάθμισης, χωρίς να υποκαθιστά τη Διοίκηση, αλλά διασφαλίζοντας ότι οι αρχές της πρόληψης, της προφύλαξης και της βιώσιμης ανάπτυξης τηρούνται ουσιαστικά και αποτελεσματικά[45].

 

3. Η προστασία του περιβάλλοντος στο ιδιωτικό δίκαιο

 

3.1. Η αρχή της προστασίας της προσωπικότητας και το περιβάλλον. Η αρχή προστασίας της προσωπικότητας στο πεδίο του δικαίου περιβάλλοντος εκφράζεται μέσω του δικαιώματος χρήσης, ωφέλειας και απόλαυσης των κοινών σε όλους κοινοχρήστων αγαθών, δηλαδή των αγαθών του ζωτικού χώρου και των πολιτιστικών αγαθών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 Σ, ο σεβασμός και η προστασία των αξιών που συνθέτουν την υπόσταση του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, ενώ το άρθρο 5 Σ καθιερώνει το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας. 

Στο πλαίσιο του Αστικού Κώδικα, το δικαίωμα της προσωπικότητας (άρθρο 57 ΑΚ) περιλαμβάνει όλα τα αγαθά, που συναποτελούν την ουσία και την αξία του ανθρώπου, σωματικά και ψυχικά, ενώ η υποβάθμιση του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Σ) θεωρείται προσβολή της αξίας και της προσωπικότητας του ανθρώπου, προστατευόμενη από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Οι προσβολές της προσωπικότητας από ιδιώτες αντιμετωπίζονται μέσω του ιδιωτικού δικαίου και όχι  με άμεση εφαρμογή του άρθρου 24 Σ, το οποίο όμως θεμελιώνει την αρχή της προστασίας του περιβάλλοντος ως γενική αρχή που διαπερνά όλη την έννομη τάξη45.

Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος[46] εξειδικεύεται μέσω των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για την προσωπικότητα (άρθρα 57 επ.), την κυριότητα (άρθρα 1003 επ.) και τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ.). Η αρχή προστασίας της προσωπικότητας εκδηλώνεται μέσω του δικαιώματος χρήσης και απόλαυσης των κοινών σε όλους και των κοινοχρήστων πραγμάτων, που αποτελούν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου, όπως ο αέρας, τα ύδατα, οι όχθες λιμνών, οι αιγιαλοί και τα λιμάνια (άρθρα 966, 967, 970 ΑΚ). Η απόκτηση ιδιωτικών δικαιωμάτων σε κοινόχρηστα πράγματα επιτρέπεται μόνον όταν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον και διασφαλίζεται η δυνατότητα χρήσης τους από το κοινωνικό σύνολο.

3.2 Παράνομη προσβολή της προσωπικότητας και δικαίωμα αποζημίωσης. Η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (άρθρα 57 και 59 ΑΚ), θεμελιώνει αξίωση για άρση της προσβολής και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σύμφωνα με το άρθρο 914ΑΚ όποιος προκαλεί ζημία παράνομα και υπαίτια υποχρεούται σε αποζημίωση, ενώ το άρθρο 932 ΑΚ επιτρέπει στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη, ανεξάρτητα από την περιουσιακή ζημία. Η κατάχρηση δικαιώματος απαγορεύεται (άρθρο 281 ΑΚ) όταν υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος[47].

Η μη λήψη απαραίτητων μέτρων από φορείς ή επιχειρήσεις, με επικίνδυνη για το περιβάλλον δραστηριότητα, συνιστά παράνομη συμπεριφορά και θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη, ενώ η υποχρέωση αποφυγής επικίνδυνων δραστηριοτήτων συνοδεύεται από λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας.

Η επιχειρηματική δραστηριότητα, ως έκφανση της οικονομικής ελευθερίας, πρέπει να ασκείται χωρίς να προσβάλει την προσωπικότητα των άλλων, η οποία περιλαμβάνει και το δικαίωμα σε καθαρό και υγιές περιβάλλον. Η προσβολή της προσωπικότητας είναι παράνομη όταν η ενέργεια είναι κοινωνικά απρόσφορη, βλαπτική ή καταχρηστική, ακόμα και αν δεν υπάρχει ειδική διάταξη νόμου που την απαγορεύει.

Σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ, η αποκατάσταση γίνεται μόνο όταν θίγονται ιδιωτικά έννομα αγαθά, όπως η ζωή, η υγεία, η κυριότητα ή η κοινοχρησία. Η θεωρία του ζωτικού χώρου υπογραμμίζει ότι η χρήση κοινών αγαθών, όπως ο αέρας, τα ύδατα και τα δάση, αποτελεί ειδική έκφανση της προσωπικότητας (άρθρο 57 ΑΚ) και συνδέεται με το δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Σ). 

Η μη λήψη των απαραίτητων μέτρων, που επιβάλλεται από το άρθρο 281 ΑΚ και εισάγει στο πεδίο του αστικού δικαίου την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης [48], συνιστά παράνομη συμπεριφορά και θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη. Σε περίπτωση παράνομης προσβολής του περιβάλλοντος, δημιουργείται αγώγιμη αξίωση εναντίον του υπεύθυνου, ενώ το δικαστήριο μπορεί, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ).

3.3 Νομολογία πολιτικών δικαστηρίων. Το ιδιωτικό δίκαιο παρέχει στους ιδιώτες τη δυνατότητα να κινητοποιηθούν για τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας τις ταχύτατες διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων[49] και διεκδικώντας αποκατάσταση των βλαβών σε ατομικά αγαθά τους, όπως η ζωή, η υγεία, η κυριότητα και η προσωπικότητα[50].

Η νομολογία ήδη από τη δεκαετία του 1980 έχει αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον τριτενεργεί και έναντι των ιδιωτών μέσω των άρθρων 57 επ. ΑΚ. Περαιτέρω, η τελευταία συνταγματική αναθεώρηση (άρθρο 25 § 1 εδ. 3 Σ) ρητά αναφέρει ότι αυτά τα δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.

Η ιδιωτικού δικαίου έκφανση του δικαιώματος στο περιβάλλον αφορά τη χρήση των κοινών σε όλους και των κοινοχρήστων πραγμάτων, όπως η ατμόσφαιρα, τα ύδατα και τα δάση, τα οποία προστατεύουν την προσωπικότητα του ατόμου[51]. Η νομολογία επιβεβαιώνει ότι οι ιδιώτες μπορούν να στραφούν δικαστικά κατά συγκεκριμένων φορέων ή επιχειρήσεων όταν οι δραστηριότητές τους προκαλούν βλάβες στο περιβάλλον και, κατά συνέπεια, στην προσωπικότητα και στα ατομικά τους αγαθά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρώτες αποφάσεις σε θέματα αποζημίωσης για παράνομες περιβαλλοντικές δραστηριότητες, στις οποίες οι δικαστές των πολιτικών δικαστηρίων δεν περιορίζονται στην επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων, αλλά συμβάλλουν στην καθοδήγηση της εφαρμογής του δικαίου για την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών βλαβών, διαμορφώνοντας κριτήρια και προϋποθέσεις που επηρεάζουν τη διοικητική και δικαστική πρακτική.

Στην υπόθεση ΠΠρΑθ 29/2007, το Πρωτοδικείο Αθηνών αναγνώρισε προσβολή της προσωπικότητας λόγω της αυθαίρετης ανέγερσης κατασκευών και της λειτουργίας αναψυκτηρίου σε αιγιαλό, με εκπομπή θορύβου και τοποθέτηση ηλεκτροφόρων καλωδίων. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι ενέργειες αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια της απλής χρήσης του αιγιαλού και της παραλίας, προκαλούν αλλοίωση της φυσικής μορφολογίας και παραβιάζουν τον προορισμό της ως κοινόχρηστου πράγματος, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το δικαίωμα των κατοίκων να χρησιμοποιούν και να απολαμβάνουν ελεύθερα τον αιγιαλό και την παραλία, επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.

Παρομοίως, η ΕφΔ 192/2009 αναγνώρισε προσβολή προσωπικότητας εξαιτίας της πλημμελούς λειτουργίας χοιροστασίου στη Ρόδο, απειλώντας την υγεία των κατοίκων. Το Εφετείο τόνισε τη σημασία σεβασμού του δικαιώματος της προσωπικότητας και του δικαιώματος χρήσης των κοινοχρήστων πραγμάτων, όπως ο ατμοσφαιρικός αέρας που εντάσσεται στην ευρύτερη έννοια του περιβάλλοντος και συμπίπτει με τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά, συνιστώντας προϋπόθεση ζωής όσο και στοιχείο για την εξασφάλιση ποιότητας ζωής, επιδικάζοντας αποζημίωση σε όσους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή λόγω της ρύπανσης και των δυσμενών όρων διαβίωσης.

Η ΕφΝ 153/2013 υιοθέτησε ανάλογη συλλογιστική για μη αδειοδοτημένη, με έγκριση περιβαλλοντικών όρων, πτηνοτροφική μονάδα στην Κορινθία, επισημαίνοντας ότι το γεγονός πως η εγκατάσταση και λειτουργία της πτηνοτροφικής μονάδας προηγήθηκε της ανέγερσης των κατοικιών των εναγόντων, και μάλιστα χωρίς οικοδομική άδεια, δεν ασκεί νόμιμη επιρροή, δεδομένου ότι η υποβάθμιση ή μη του περιβάλλοντος και το δικαίωμα των κατοίκων στην ακώλυτη χρήση του ατμοσφαιρικού αέρα δεν εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη οικοδομικών αδειών ή τον χρόνο κατοίκησης στην περιοχή. Το Εφετείο επέβαλε μέτρα αποκατάστασης και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, αναδεικνύοντας τη σημασία της νόμιμης και υπεύθυνης άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Στην ΕφΕυβ 39/2013, έγινε δεκτή η αγωγή κατοίκων στην Χαλκίδα για προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας λόγω εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων από βιομηχανία τσιμέντων. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι παράνομη συμπεριφορά συντρέχει όταν παραβιάζεται η υποχρέωση επιμέλειας, που προβλέπεται από την αρχή της αντικειμενικής καλής πίστης. Εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς παραβιάστηκαν τα δικαιώματα των κατοίκων να αναπνέουν καθαρό αέρα, να χρησιμοποιούν και να απολαμβάνουν καθαρές πλατείες, οδούς, αιγιαλό, παραλία και θάλασσα, καθώς και να ζουν σε ένα καλαίσθητο περιβάλλον. Επιπλέον, το είδος και η έκταση της ρύπανσης κρίθηκε ότι συνιστούσε σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι η μακροχρόνια έκθεση στους ρύπους προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα και σοβαρές πνευμονικές παθήσεις και επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την ΑΠ 1574/2014 επικυρώθηκε η απόφαση του Εφετείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Άρειος Πάγος τόνισε ότι η απειλούμενη βλάβη της υγείας των κατοίκων από την έκθεσή τους στους κινδύνους της συγκεκριμένης περιβαλλοντικής μόλυνσης είναι αρκετή και δεν απαιτείται περαιτέρω και η συντέλεση της βλάβης της υγείας τους για τη γέννηση της σχετικής αξίωσης χρηματικής αποζημίωσης, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, εφαρμόζοντας, κατά τον τρόπο αυτό, την αρχή της προφύλαξης.

Η υπόθεση ΕφΑθ 5560/2013 αφορά την εγκατάσταση Κέντρου Υψηλής Τάσης (ΚΥΤ) στην Αργυρούπολη, εντός αναδασωτέας περιοχής του Υμηττού. Το δικαστήριο αναγνώρισε την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος εξαιτίας της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των ιδιοκτητών της επιχείρησης, καθώς και την απειλή της υγείας των κατοίκων λόγω των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων του ΚΥΤ.

Η απόφαση ενσωματώνει πλήρως τις αρχές της προφύλαξης και της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και την αρχή της στάθμισης των συμφερόντων. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην έλλειψη μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ενώ επιβάλλεται υψηλό χρηματικό ποσό στους θιγόμενους κατοίκους ως αναγνώριση ηθικής βλάβης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι  η ΕφΑθ 5560/2013 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύνδεσης των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, του δημοσίου και του αστικού δικαίου, καθώς και της συναφούς νομολογίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, καταδεικνύει τη δυνατότητα εφαρμογής τους από τον πολιτικό δικαστή, ειδικά σε περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και της ειδικότερης μορφής της οικονομικής ελευθερίας και της προστασίας του περιβάλλοντος

Από την πιο πάνω νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων αποδεικνύεται ότι η περιβαλλοντική υποβάθμιση δεν αποτελεί απλώς ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, αλλά προσβάλλει ευθέως τον πυρήνα της προσωπικότητας του ανθρώπου. Η βλάβη στο  περιβάλλον μετατρέπεται σε νομικά αναγνωρίσιμη προσβολή της προσωπικότητας, παρέχοντας στους πολίτες ενεργητική νομιμοποίηση να ζητήσουν αποζημίωση και αποκατάσταση. Με τον τρόπο αυτό, το ιδιωτικό δίκαιο αναδεικνύεται σε κρίσιμο πεδίο εφαρμογής της συνταγματικής προστασίας του περιβάλλοντος.

Περαιτέρω, η νομολογία προβάλλει με συνέπεια την αρχή ότι η οικονομική ελευθερία και η επιχειρηματική δράση δεν είναι απεριόριστες· οφείλουν να ασκούνται εντός των ορίων που θέτουν η προστασία της υγείας, της ποιότητας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος. Η παραβίαση των ορίων αυτών συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, θεμελιώνοντας αδικοπρακτική ευθύνη και επιβάλλοντας αποζημίωση όχι μόνον για υλική, αλλά και για ηθική βλάβη.

Η ενσωμάτωση επίσης των αρχών της προφύλαξης, της πρόληψης και της βιώσιμης ανάπτυξης στις δικαστικές αποφάσεις επιβεβαιώνει τη σύγκλιση του εθνικού δικαίου με τις επιταγές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αλληλεπίδραση αυτή ενισχύει την ουσιαστική νομική προστασία των πολιτών, ενώ παράλληλα διαμορφώνει έναν ισχυρό αποτρεπτικό μηχανισμό απέναντι σε ρυπογόνες δραστηριότητες και αποδεικνύει η δικαιοσύνη διατηρεί τον ρόλο του τελικού θεματοφύλακα της περιβαλλοντικής ισορροπίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

 

4. Αποτίμηση 50 χρόνων και προκλήσεις

 

Πενήντα χρόνια μετά την καθιέρωση του άρθρου 24 του Συντάγματος, η εικόνα της περιβαλλοντικής προστασίας στην Ελλάδα παραμένει αντιφατική. Σε επίπεδο νομολογίας, ο πήχης της  προστασίας είναι εξαιρετικά υψηλός με τη σημαντική συμβολή, τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και των πολιτικών δικαστηρίων.  Η μελέτη της οικείας νομολογίας αναδεικνύει δύο παράλληλες αλλά αλληλοσυμπληρούμενες πορείες. Το Συμβούλιο της Επικρατείας λειτούργησε ως φραγμός απέναντι στη διοικητική αυθαιρεσία, τη νομοθετική αδράνεια και την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, θέτοντας θεσμικά όρια και ερμηνεύοντας τις συνταγματικές διατάξεις με αυστηρότητα. Τα πολιτικά δικαστήρια κινήθηκαν σε περισσότερο ανθρωποκεντρική κατεύθυνση, εστιάζοντας στις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής βλάβης στα ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα και στη δυνατότητα χρηματικής ικανοποίησης των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι μια σημαντική νομολογιακή συνύπαρξη, που ενισχύει τη συνολική  δικαστική προστασία για το περιβάλλον και τα δικαιώματα των πολιτών. 

Σε επίπεδο όμως εφαρμογής, η Διοίκηση εξακολουθεί να παρουσιάζει αδυναμίες. Καθυστέρηση στη συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις, εσφαλμένη εφαρμογή της νομοθεσίας, αποσπασματικοί μηχανισμοί πρόληψης και ελέγχου, ελλιπής τεχνογνωσία και κατάρτιση. 

Περαιτέρω η περιβαλλοντική νομοθεσία χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και συχνές μεταβολές και κάποιες φορές από μια «εκδικητικότητα» του νομοθέτη προς το ΣτΕ εξαιτίας μη αρεστών δικαστικών αποφάσεων, ιδίως όταν αφορούν κρίσεις αντισυνταγματικότητας, η οποία εκφράζεται με την υιοθέτηση νέων νόμων παρόμοιου περιεχομένου. Η υπόθεση της μεταφοράς συντελεστή δόμησης αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς του νομοθέτη. Παρά τις επανειλημμένες κρίσεις του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας[52], ο νομοθέτης επανήλθε κατ’ επανάληψη με νέες ρυθμίσεις που επιχειρούσαν να παρακάμψουν τη δικαστική κρίση. Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει ανενεργό έως σήμερα ένα θεσμικό εργαλείο που, εάν είχε εφαρμοστεί συνταγματικά ανεκτά, θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιαστικά στην προστασία του οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Περαιτέρω, η αναιτιολόγητη αυτή «εμμονή» του νομοθέτη σε συνδυασμό με την αδράνεια της Διοίκησης, επιβαρύνει το Ελληνικό Δημόσιο και τελικά τους φορολογούμενους πολίτες με πολλά εκατομμύρια ευρώ, τα οποία πλέον επιδικάζονται από τα αρμόδια δικαστήρια στους θιγόμενους πολίτες για προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αναδεικνύοντας τα αποτελέσματα της νομοθετικής άρνησης και ασυνέπειας[53]

Ο νομοθέτης οφείλει, συνεπώς, να θεσπίζει κανόνες δικαίου που συνάδουν με τις ακυρωτικές αποφάσεις, ενισχύοντας την ασφάλεια δικαίου, την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος και την πλήρη ενσωμάτωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης. Η νομοθετική λειτουργία πρέπει να ασκείται με απόλυτο σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών και να αποβλέπει σε ορθολογική, δίκαιη και συνταγματικά ανεκτή ρύθμιση της χρήσης γης, των χωροταξικών σχεδίων, των δημοσίων έργων και εν γένει των οικονομικών δραστηριοτήτων, επιδιώκοντας τη διαρκή ισορροπία μεταξύ αναπτυξιακών επιδιώξεων και περιβαλλοντικής προστασίας.

Ιδιαίτερα ελπιδοφόρο, ωστόσο, είναι ότι η κοινωνική ευαισθησία για θέματα περιβάλλοντος έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια των πενήντα αυτών χρόνων αξιοποιώντας το δίκαιο της ΕΕ, που έχει καταστήσει την κοινωνία των πολιτών συνομιλητή της Διοίκησης και του νομοθέτη. Ο πολίτης δεν είναι πλέον θεατής των αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον, αλλά ενεργός παράγοντας της περιβαλλοντικής προστασίας, με δυνατότητα συμμετοχής στη δημόσια διαβούλευση πριν τη λήψη αποφάσεων, προσφυγής στη δικαιοσύνη και επιδίωξης αποζημίωσης για την προστασία της προσωπικότητάς του, όταν αυτή απειλείται από την υποβάθμιση και ρύπανση του περιβάλλοντος.

 

5. Συμπέρασμα: Η αναγκαιότητα συνεχούς επαγρύπνησης

 

Πενήντα χρόνια μετά την εισαγωγή του άρθρου 24 του Συντάγματος, η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο ανεπτυγμένα συστήματα δικαστικής προστασίας του περιβάλλοντος στην Ευρώπη. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των πολιτικών δικαστηρίων διαμόρφωσε ένα συνεκτικό πλέγμα αρχών, που εδραιώνει την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης και αναδεικνύει την προστασία του περιβάλλοντος ως θεμελιώδη συνιστώσα του κράτους δικαίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε ένα σταθερό πλαίσιο συνταγματικών εγγυήσεων, τα πολιτικά δικαστήρια, με τη συμβολή του ιδιωτικού δικαίου, εμπλούτισαν την προστασία του περιβάλλοντος με «εργαλεία»  ατομικής προστασίας και αποζημίωσης, ενώ η ενσωμάτωση του δικαίου της ΕΕ δημιούργησε ένα σύνθετο και δυναμικό σύστημα πολλαπλών εγγυήσεων, ικανό να προστατεύσει το φυσικό, οικιστικό και πολιτιστικό κεφάλαιο της χώρας.

Ωστόσο, οι καθυστερήσεις της Διοίκησης και η συχνή απροθυμία του νομοθέτη να συμμορφωθεί με ακυρωτικές αποφάσεις, καθώς και η έλλειψη στρατηγικής και υιοθέτησης μακροπρόθεσμων προσεγγίσεων για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης, αποδυναμώνουν την αποτελεσματικότητα αυτού του πλαισίου. Περαιτέρω, η ασυνέπεια στην εφαρμογή της νομοθεσίας και η επιλεκτική αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων αποκαλύπτουν τη μόνιμη θεσμική πρόκληση: την απόσταση ανάμεσα στη συνταγματική επιταγή και την νομοθετική και διοικητική πρακτική.

Τα πενήντα χρόνια του άρθρου 24 του Συντάγματος δεν είναι μόνο επέτειος, αλλά και κρίσιμη στιγμή αυτοκριτικής και επαναπροσδιορισμού. Η Πολιτεία καλείται, μεταξύ άλλων, να σεβαστεί τον χαρακτήρα των ακτών και των νησιών, να προάγει ισορροπημένη τουριστική ανάπτυξη, να διαχειριστεί ορθολογικά τα απόβλητα και τα ύδατα, να ενθαρρύνει τη λελογισμένη αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, να θεσπίσει με ορθολογικό τρόπο χωροταξικούς κανόνες, να διαφυλάξει το οικιστικό κεκτημένο, και να προστατεύσει το δασικό πλούτο και τα ευαίσθητα οικοσυστήματα. Οι μελλοντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες οφείλουν να συνδυάζουν την ασφάλεια δικαίου με ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία, χωρίς αποσπασματικές ρυθμίσεις που επιδιώκουν μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη.

Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της ποιότητας ζωής και του δημόσιου συμφέροντος. Η προάσπισή της δεν περιορίζεται σε νομικές διαδικασίες, καθώς αντανακλά τον τρόπο θεώρησης της προόδου, της συλλογικής ευθύνης, της δημοκρατίας και του σεβασμού απέναντι στις μελλοντικές γενεές.

Η επόμενη δεκαετία θα δείξει αν η χώρα μπορεί να ενσωματώσει πλήρως την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, τόσο μέσα από τη δράση του νομοθέτη και της Διοίκησης, όσο και μέσα από την αντίληψη του πολίτη, που θα αναγνωρίζει και θα μάχεται για το περιβάλλον ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.


     Η πορεία των τελευταίων πενήντα ετών αποδεικνύει ότι κάθε βήμα προόδου στον τομέα του περιβάλλοντος υπήρξε αποτέλεσμα θεσμικής αντοχής και νομικού θάρρους. Το Σύνταγμα, ερμηνευόμενο με συνέπεια, αποτελεί ζωντανό οργανισμό που προστατεύει το κοινό μέλλον. Η εμπειρία της Ελλάδας καταδεικνύει ότι η δικαιοσύνη παραμένει ο πιο σταθερός πυλώνας της βιώσιμης ανάπτυξης και της δημοκρατίας, καθοδηγώντας τελικά το νομοθέτη και τη Διοίκηση.

 


 


[1]. Policy Officer στη Γενική Διεύθυνση Διεύρυνσης και Ανατολικής Γειτονίας (DG ENEST) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΕ, Βρυξέλλες, email: [email protected]. Το άρθρο εκφράζει αποκλειστικά τις προσωπικές απόψεις της συγγραφέως και δεν δεσμεύει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

[2]. Βλ. αντί άλλων, Ε. Klatte, Environmental and Economic Integration, σε Τhe EC in Frontiers of Environmental Law, Ed. O. Lomas, 1991, Chancery Law Publishing, σ. 37. Μετά τη διεξαγωγή της Συνδιάσκεψης του ΟΗΕ δημιουργήθηκε το Πρόγραμμα για το Περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών (UNEP). 

[3]. Για τη συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, βλ. αντί άλλων, Σακελλαρόπουλου, Σκέψεις για το πρόβλημα του περιβάλλοντος, 1982, σ. 284 επ., Γλ. Σιούτη,  Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, 1985, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, της ιδίας, Δίκαιο Περιβάλλοντος, Γενικό Μέρος Ι, Δημόσιο Δίκαιο και Περιβάλλον, 1993, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, της ιδίας, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, 2003, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Ι. Καράκωστα, Δίκαιο και Περιβάλλον, 2000, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σ. 59 επ. 

[4]. Βλ. Γλ. Σιούτη, Το Περιβαλλοντικό Σύνταγμα μετά την αναθεώρηση του 2001 σε Γιαννακούρου,  Κρεμλή, Σιούτη (επιμ.), Η εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, 1981 - 2006, 2007, Ελληνική Εταιρεία Δικαίου του Περιβάλλοντος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, σ.21. 

[5]. Βλ. ΣτΕ 2755/1994, 2757/1994, 2758/1994, ΣτΕ 2537/1996 Ολ. 

[6]. Ωστόσο, η έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος αποτυπώνεται σε διάφορα νομοθετήματα που ακολούθησαν του Συντάγματος του 1975. Ενδεικτικά, στους ν. 360/1976, ν. 1515/1985 και ν. 1650/1986, η προστασία του περιβάλλοντος νοείται ως διατήρηση του χαρακτήρα του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, πρόληψη και αποκατάσταση της υποβάθμισής του, ορθολογική αξιοποίηση των φυσικών πόρων και εναρμόνιση της οικονομικής δραστηριότητας με την οικολογική ισορροπία. Παράλληλα, προβλέπεται η προστασία δασών, υγροτόπων και ακτών, η αναβάθμιση υποβαθμισμένων περιοχών και η διασφάλιση ενός περιβάλλοντος υψηλής ποιότητας που συμβάλλει στην υγεία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου.

[7]. Ι. Καράκωστας, Δίκαιο και Περιβάλλον, ό.π., σ. 60. 

[8]. Γλ. Σιούτη, Δίκαιο Περιβάλλοντος, ό.π., σ. 26 επ. 

[9]. Γλ. Σιούτη, Δίκαιο Περιβάλλοντος, ό.π., σ. 27. 

[10]. Γλ. Σιούτη, Δίκαιο Περιβάλλοντος, ό.π, σ. 27. 

[11]. Κ. Μενουδάκος, Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος μετά την αναθεώρηση, ΝοΒ 2002. 46. 

[12]. Γλ. Σιούτη, Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα μετά την αναθεώρηση του 2001, ό.π., σ. 22, Βλ. ΣτΕ 3050/ 2004. 

[13]. Προσθέτως, με την αναθεώρηση του άρθρου 24 εξισώθηκε η προστασία δημοσίων και ιδιωτικών δασών και θεσπίστηκε η υποχρέωση του Κράτους να συντάξει δασολόγιο και κτηματολόγιο, ενώ συμπεριλήφθηκε ο ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης. 

[14]. ΣτΕ 810-811/77. Για τις αποφάσεις αυτές βλ. Β. Ρώτη, Ανοίγματα της νομολογίας για την προστασία του περιβάλλοντος, 1984, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα- Κομοτηνή, σ. 13 επ. Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, ό.π., σ.108. 

[15]. Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, ό.π., σ.108. 

[16]. Βλ. Γ. Δελλή, Το ατομικό δικαίωμα αντιμέτωπο στο οικολογικό και οικονομικό συμφέρον. 1953-2003: Η συρρίκνωση της ατομικότητας, παράγραφος 36, Δικτυακός τόπος Νόμος και Φύση http://nomosphysis. org,  Ιανουάριος 2004. 

[17]. ΣτΕ 4591, 4592/77, 2034, 3791/78, 3047/80, 797, 1362, 3754/81 Ολ., 262, 2196/82, 1069/84, 1615/88, 2281/92 Ολ. 

[18]. Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, ό.π, σ.114. 

[19]. ΣτΕ 53/93, ΕΑ 42/92. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης υιοθετείται από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου με τη ΣτΕ 2537/1996. 

[20]. ΣτΕ 304/93, 2844/93, 2755/94 Ολ., 2760/94, 3818/95, 5245/96, 2731/97, 2805/97, 4503/97, 4207/97, 637/98, 2502/99, 2939-40/2000 Ολ. 

[21]. ΣτΕ 2731/97. 

[22]. ΣτΕ 4503/1997. 

[23]. ΣτΕ 2501/1999. 

[24]. ΣτΕ 4207/1997. 

[25]. ΣτΕ 772/1998.

[26]. ΣτΕ2990/1998. 

[27]. ΣτΕ 2818/1997.

[28]. ΣτΕ 3289/2004. 

[29]. Βλ. σχετικά Γλ. Σιούτη, Αναθεώρηση και προστασία του περιβάλλοντος, ΠερΔικ 2000. 466 επ., Απ. Παπακωνσταντίνου, Η θεωρία του «κοινωνικού κεκτημένου» ως απόδειξη της κανονιστικής υφής του κοινωνικού κράτους. Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2409/ 1998, ΤοΣ 1999. 297 επ.. 

[30]. Τα άρθρα 2 και 173 της Συνθήκης ΕΚ, μετά την τροποποίησή της, με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Η βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρεται επίσης στο άρθρο 37 του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (2001) και στην πρώτη αρχή της Συνθήκης του Ρίο (1992). 

[31]. Μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας το άρθρο 3 της Συνθήκης ΕΕ αντικατέστησε το άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 174-176 της Συνθήκης ΕΚ αναριθμήθηκαν σε άρθρα 191-193 της Συνθήκης ΛΕΕ. 

[32]. Γ. Δελλής, Το ατομικό δικαίωμα απέναντι στο οικολογικό και οικονομικό συμφέρον, ό.π., § 38. 

[33]. ΣτΕ 613/2002 Ολ. 

[34]. ΣτΕ 796/2003 Ε’ Τμ. 

[35]. ΣτΕ 613/2002 Ολ. 

[36]. ΣτΕ ΠΕ 94/2004, 247/2003. 

[37]. ΣτΕ ΠΕ 636/2002, 633/2002, 601/2002, 536/ 2002, 210/2002. 

[38]. ΣτΕ 2057/2007.

[39]. ΣτΕ 4549/2011, 963/2011, 3139/2011. Βλ επίσης Θ. Ζιάμου, Η νεότερη περιβαλλοντική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας: Στην υπηρεσία του Περιβάλλοντος ή της Ανάπτυξης; https://www.esdi.gr › epi­morfosi › ziamou_2020

[40]. ΣτΕ 2939/2017 7μ., 103/2018 7μ., 1761/2019 Ολ.

[41]. ΣτΕ 2830/2018, 2831/2018.

[42]. Κάτι για το οποίο στο παρελθόν το ΣτΕ είχε κατηγορηθεί.

[43]. ΣτΕ 109/2014, 3905/2012, 3631, 3632/2006, 2173/ 2002 Ολ., 3478/2000, 3755, 3139, 551/2015.

[44]. ΣτΕ 2939/2017 7μ., 103/2018 7μ., 1761/2019 Ολ.

[45]. ΣτΕ 556/2025, ΣτΕ 424/2025. Βλ αντί αλλων Κ. Σακελλαροπούλου , Νομολογία του Ε΄τμήματος σε θέματα χωροταξίας και περιβαλλοντικής πολιτικής, σε http:// www.adjustice.gr › edilStE › static › Articles

45. Ι. Καράκωστας, Δίκαιο και Περιβάλλον, ό.π. σ. 138. 

[46]. Βλ. επίσης ΜΠρΚορ 2449/2008 (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), αδημοσίευτη. Σχετικά με το δικαίωμα χρήσης των κοινών και των κοινοχρήστων πραγμάτων σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, βλ. ενδεικτικά ΠΠρΛ 100/2007, ΜΠρΛ 3687/2005, ΜΠρΡεθ 186/2004 κ.ά. 

[47]. Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος».

[48]. Ι. Καράκωστας, Ιδιωτικό Δίκαιο προστασίας του Περιβάλλοντος, ό.π., σ. 440.

[49]. Ενδεικτικά  ΜΠρΒ 1097/1989, ΜΠρΚορ 301/92, ΜΠρΝ 163/91, ΜΠρΧλκ 336/92, ΜΠρΙ 471/96, ΑΠ 718/2001, ΜΠρΣυρ 438/01, ΜΠρΣυρ 676/03, ΜΠρΒ  2785/03,ΜΠρΧαλ 91/04, ΠΠρΑθ 29/2007  κά. 

[50]. Ι. Καράκωστας, Δίκαιο και Περιβάλλον, ό.π. σ. 3. 

[51]. Ι. Καράκωστας, Δίκαιο και Περιβάλλον, ό.π. σ. 138, Γλ. Σιούτη, Tο περιβαλλοντικό Σύνταγμα μετά την αναθεώρηση του 2001, ό.π., σ 23. 

[52]. Ο θεσμός της μεταφοράς συντελεστή δόμησης (ΜΣΔ) θεσπίστηκε για να συνδυάσει την προστασία του πολιτιστικού και οικιστικού περιβάλλοντος με το δικαίωμα ιδιοκτησίας, αλλά στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ορθά. Οι διατάξεις του ν. 880/1979 και των π.δ. 470/1979 και 510/1979 κρίθηκαν αντισυνταγματικές (ΣτΕ 1071-3/1994), καθώς επέτρεπαν ΜΣΔ χωρίς πολεοδομικά κριτήρια και καθορισμένες ζώνες. Το ίδιο κρίθηκε και για τον ν. 2300/1995 (ΣτΕ 6070/1996), διότι προέβλεπε ΜΣΔ και από ρυμοτομούμενα ακίνητα, κατά παράβαση του άρθρου 24 Σ. Ο ν. 3044/2002 αναμόρφωσε τον θεσμό, όμως η Διοίκηση παρέλειψε να εκδώσει την αναγκαία υπουργική απόφαση του άρθρου 7 § 6, με αποτέλεσμα, κατά τη νομολογία (ΣτΕ 1483/ 2023), να θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, καθώς η παράλειψη αυτή στερεί τους δικαιούχους από το δικαίωμα επιλογής και παραβιάζει το άρθρο 17 § 2 Σ. Με τους ν. 4178/ και ν. 4495/2017 ο νομοθέτης επιχείρησε να ρυθμίσει εκ νέου το μηχανισμό μεταφοράς συντελεστή δόμησης με παρόμοια όμως προβλήματα, για να καταργηθεί τελικά με το ν. 4759/20 και να εισαχθεί εκ νέου. Νέες τροποποιήσεις επήλθαν με τους ν. 4759/2020 και 4819/2021 σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης με τη νομολογία του ΣτΕ.

[53]. ΣτΕ 1587/2024, ΔΕφΑθ 3786/2022, 2028/2023, ΔΕφΑθ 1137/2025.