Μ. Π. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ: «ΑΝΑΛΕΚΤΑ» από τον Παναγιώτη Κ. Τσούκα
ΜΙΧΑΗΛ Π. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
«ΑΝΑΛΕΚΤΑ»
Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2024, σ. 469
Τα «ΑΝΑΛΕΚΤΑ» είναι το τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε, μέχρι σήμερα, ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, ο νομοδιδάσκαλος Μιχάλης Π. Σταθόπουλος.
Όπως και η λέξη του τίτλου του σημαίνει, ο τόμος περιέχει (είκοσι τέσσερα, τον αριθμό) κείμενα ποικίλου γραμματολογικού είδους: άρθρα, μελέτες, ομιλίες, βιβλιοκρισίες, ένα δικανικό κείμενο και άλλα κείμενα υβριδικού χαρακτήρα.
Τα θέματα είναι επίσης ποικίλα. Στον τόμο απαντούν, μεταξύ άλλων, κείμενα φιλοσοφίας και ιστορίας του δικαίου, κείμενα ιστορίας της Ελληνικής νομικής επιστήμης και σημαντικών προσώπων της (Κ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νικ. Π. Δημητρακόπουλος), κείμενα για μορφές της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας (Ρήγας Βελεστινλής, Αλέξανδρος Παπαναστασίου), κείμενα επί διαχρονικών, διαρκώς επίκαιρων και κρίσιμων θεμάτων της πολιτικής ζωής της Ελλάδος (:«έλλειμα δημοκρατίας», «απλή αναλογική και κυβερνήσεις συνεργασίας», «δικομματισμός», «ανάγκη αντιβάρων»), κείμενα επί πολύ σημαντικών θεμάτων εθνικού ενδιαφέροντος (: «το μακεδονικό ζήτημα», «η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης»), βιβλιοκρισίες, αναθηματικά κείμενα προσωπικού – βιωματικού χαρακτήρα.
Η θεματική ποικιλία των περιεχομένων του τόμου μαρτυρεί μεγάλο εύρος πνευματικών αναζητήσεων και γνώσεων, και βάθος νομικού και δικαιοπολιτικού στοχασμού.
Εξ άλλου, η γραμματολογική ανομοιογένεια των κειμένων καταδεικνύει πως ο συντάκτης τους δεν ανήκει -αντιθέτως!- μεταξύ εκείνων των (ευσυνειδήτων) πανεπιστημιακών καθηγητών που αυτοπεριορίζονται στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα και εξαντλούν την ενεργητικότητά τους εντός των πανεπιστημιακών οργάνων και θεσμών.
Ο Μιχ. Σταθόπουλος δεν υπηρέτησε συστηματικά τον δοκιμιακό - επιφυλλιδογραφικό λόγο, όπως επί πολλές δεκαετίες απαράμιλλα τον είχε υπηρετήσει ο Γεώργιος Κουμάντος. Μολοντούτο, αν δεν αναζητούσε, πάντως αξιοποιούσε, σίγουρα άκρως επιλεκτικά, τις ευκαιρίες που του δίδονταν, για να απευθυνθεί σε εξωπανεπιστημιακά και εξωνομικά περιβάλλοντα και να διατυπώσει κρίσεις και απόψεις του επί διαχρονικών ή επικαιρικών νομικών, δικαιοπολιτικών, ιστορικών και πολιτικών θεμάτων.
Ο Μιχ. Σταθόπουλος επιδίωκε να αρθρώνει δημόσιο κοινωνικό, πολιτικό και δικαιοπολιτικό λόγο και δι’ αυτού να ευρίσκεται σε νοερό διάλογο με ένα ιδεατό, αλλά υπαρκτό, ευρύ κοινό πνευματικώς ανήσυχων και πολιτικώς εγρήγορων πολιτών.
Αυτού του είδους ο δημόσιος λόγος, ο οποίος αρθρωνόταν με τα παραδοσιακά μέσα της λογιοσύνης, τον έντυπο λόγο, επιτρέπει να λεχθεί πως ο Μιχ. Σταθόπουλος ήταν διανοούμενος πανεπιστημιακός καθηγητής του Δικαίου, πως είναι διανοούμενος νομικός, ο οποίος συνέχιζε, και συνεχίζει, την παράδοση που κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου είχαν σχηματίσει οι προκάτοχοί του στη Νομική Σχολή του Αθήνησι, Κ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αλέξανδρος Σβώλος, Θρασύβουλος Πετιμεζάς και Παναγιώτης Αραβαντινός, και από τον κόσμο της δικηγορίας οι Σπύρος Θεοδωρόπουλος («Άγις Θέρος») και Αλέξανδρος Βαμβέτσος.
Την παράδοση αυτή συνέχισε ο Γεώργιος Κουμάντος, αλλά επίσης - ο καθένας με τον δικό του, πάντα έντυπο, τρόπο - οι καθηγητές Δ.Θ. Τσάτσος, Κ.Δ. Κεραμεύς, Λεων. Γεργακόπουλος, Πρ. Δαγτόγλου, Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, Κ.Δ. Δασκαλάκης, Κ. Μπέης, και συνεχίζουν, εντύπως ή ψηφιακώς, οι καθηγητές Ν. Αλιβιζάτος, Γ. Δελής και Αντ. Καραμπατζός. (Με την ενδεικτική μνεία των ονομάτων αυτών περιορίζω την αναφορά μου σε προσωπικότητες των νομικών γραμμάτων).
Η πολυμέρεια των πνευματικών ενδιαφερόντων του Μιχ. Σταθόπουλου και η θεματική ποικιλία των δημοσιευμάτων του (τα πλείστα των οποίων έχουν συγκεντρωθεί σε προηγούμενους, τέσσερις, πολυσέλιδους τόμους) δεν επέφεραν την πολυδιάσπαση των καρπών τού πολυετούς πνευματικού του μόχθου, ως συνέβη σε μεγάλους Έλληνες νομικούς του 20ου αιώνα, όπως, μεταξύ άλλων, οι Κ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χαρ. Φραγκίστας, Αλ. Τσιριντάνης, Αλ. Λιτζερόπουλος, Κ.Δ. Κεραμεύς, Γ. Μητσόπουλος, Ανδρ. Γαζής, Γ. Σόντης, Γ.Δ. Δασκαλάκης, Αλ. Τσιριντάνης, Φ. Βεγλερής, Θεμ. Τσάτσος.
Ο Μιχ. Σταθόπουλος κατόρθωσε να παραμείνει κύριος των πνευματικών του αναζητήσεων και συγγραφικών του προθέσεων, και επέτυχε έτσι να προσφέρει στη σύγχρονη Ελλάδα και τη νομική επιστήμη της το μνημειώδες συστηματικό έργο του επί του Ενοχικού Δικαίου, κεφάλαια του οποίου, ως είχε προσφυώς λεχθεί από τον Γ. Κουμάντο, έχουν την αξία πρωτότυπης μονογραφίας.
Ο Μιχ. Σταθόπουλος δεν επιδίωξε τη συγγραφή συστηματικού έργου και επί των λοιπών «βιβλίων» του Αστικού Κώδικα (: Γενικές Αρχές, Εμπράγματο, Οικογενειακό και Κληρονομικό Δίκαιο).
Τούτο μπορεί να αποδοθεί στην απόφασή του να καταγίνεται με την πραγμάτευση συγκεκριμένων, δυσεπίλυτων νομικών ζητημάτων, τα οποία, παλαιά ή νέα, προκαλούσαν το ερευνητικό του ενδιαφέρον και επιζητούσαν σύντονη, εις βάθος μελέτη που θα τα ανατάμει και θα προτείνει λύσεις. Συνέπεια της θεμελιώδους αυτής απόφασης ήταν να επιλέγει, από την παλέτα των ειδών του γραπτού επιστημονικού νομικού λόγου, εκείνο της νομικής μελέτης – εκείνο, δηλαδή, το γραμματολογικό είδος, το οποίο άλλοτε καλούνταν, στη Χώρα μας, μονογραφία.
Ο Μιχ. Σταθόπουλος έχει βαθειά επίγνωση της αλήθειας, που όλοι οι κατ’ ελάχιστον σκεπτόμενοι επαγγελματίες της νομικής σκέψης και συγγραφής γνωρίζουν. Ποιας: Ότι όση εμβρίθεια και αν διαθέτουν, όσο ιδιοφυείς και αν είναι, η συστηματική ερμηνεία τού εκάστοτε ισχύοντος δικαίου και η επιστημονική επεξεργασία των νομικών εννοιών είναι υποταγμένες στο άφευκτο πεπρωμένο κάθε τεχνικής – επιστημονικής γνώσης, που δεν είναι άλλο από τη βεβαιότητα ότι η υφιστάμενη γνώση θα ξεπεραστεί από νέα γνώση, η οποία ή θα την αποδείξει ως εξ υπαρχής εσφαλμένη, ή θα την αφομοιώσει, θα την προχωρήσει και θα την υπερβεί.
Αυτό το πεπρωμένο είναι όλως ιδιαιτέρως βαρύ στη νομική επιστήμη, αφού την υφιστάμενη νομική γνώση επί του εκάστοτε ισχύοντος δικαίου δύναται να παραμερίσει όχι μόνο νέα γνώση, αλλά και η μεταβολή αυτού τούτου του αντικειμένου της.
Ίσως να μην είναι όλως περιττό να υπομνήσω, χάριν των νέων νομικών, την πολυθρύλητη, δραματική στην υπερβολή της, ρήση του Γερμανού εισαγγελέα Julius von Kirchmann: «Τρεις διορθωτικές λέξεις του νομοθέτη, και ολόκληρες νομικές βιβλιοθήκες γίνονται κουρελόχαρτα».
Η επίγνωση του φευγαλέου της νομικής γνώσης μπορεί να οδηγήσει θεράποντες του νομικού δόγματος στην απραξία ή στην απέλπιδα πολυπραγμοσύνη.
Η ίδια επίγνωση, όμως, επενεργεί αλλιώς σε άλλους. Δεν τους παρακινεί μόνο στη συγγραφή συστηματικών έργων, που καταγράφουν και μεταδίδουν συστηματοποιημένη την υπάρχουσα επί του πεδίου τους νομική γνώση (όπως το «Ενοχικό Δίκαιο» του Μιχ. Σταθόπουλου ή το, επίσης μνημειώδες, «Εμπράγματο Δίκαιο» του Απόστολου Γεωργιάδη). Τους παρακινεί και στην επίμοχθη εκπόνηση πυκνών σε διανοήματα και πρωτότυπες ιδέες μελετών - μονογραφιών, κατά την άλλοτε εύστοχη ορολογία - που ανατέμνουν καινοφανή προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής τού (ισχύοντος) δικαίου ή προτείνουν νέες λύσεις σε παλαιά, για τα οποία νέοι καιροί και νέες ανάγκες επιτάσσουν την εκ νέου πραγμάτευσή τους.
Ο Μιχ. Σταθόπουλος αποφάσισε υπέρ της μονογραφικής πραγματεύσεως των νομικών ζητημάτων και προβλημάτων, που έκρινε άξια της προσοχής του. Ήταν απόφαση ζωής που του απέδωσε -μας απέδωσε- πλούσιους καρπούς της νομικής του διάνοιας. Και έχω ισχυρό λόγο να είμαι βέβαιος ότι, γι’ αυτό το μεγάλο σε έκταση και εξόχως σημαντικό σε διανοητική αξία μέρος του έργου του, προσυπογράφει εκείνο το οποίο, εν έτει 1959, ο μεγάλος προκάτοχός του στην επιστήμη, Κωνσταντίνος Δ. Τριανταφυλλόπουλος είχε πει κατά την τελετή τής προς αυτόν επιδόσεως του τιμητικού του τόμου:
«[…] Ευχαριστώ θερμώς τους ομιλητάς δι’ όσα ειδικώτερον είπαν περί της ποικιλίας της συγγραφικής μου προσπαθείας, αλλά τους ευχαριστώ και δι’ όσα δεν είπαν. Διότι δεν αγνοώ ότι η ποικιλία αυτή κατεκερμάτισε την απόδοσιν του έργου μου, και μόνον εν θα με επαρηγόρει, εαν αι συμβολαί μου δεν θα εφαίνοντο ασύνδετοι μεταξύ των, εάν επαρουσίαζαν κάποιαν ενότητα. [...]»[1]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ
Σύμβουλος της Επικρατείας
[1]. Βλ. ΝοΒ 21(1959), 1221, ΕΕΝ 26(1959), 937, Συνήγορος τχ 54 (2006), 54 και σε: Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Άπαντα, τόμος Β1, επιμέλεια: Π.Κ. Τσούκας, Ακαδημία Αθηνών/ Ίδρυμα Γαζή – Τριανταφυλλόπουλου, Αθήνα 2009, σ. α΄]. Πρβλ. εκείνο που ο μεγάλος νομοδιδάσκαλος είχε γράψει, εν έτει 1951, σε επιστολή του προς τον εκδότη - διευθυντή της νομικής επιθεώρησης Νέον Δίκαιον, τον σπουδαίο της δικηγορίας και των νομικών γραμμάτων, Πέτρο Ζήση:
«[…] Συμφωνώ μαζί σας ότι κάπου και που υπήρξα δια το επιστημονικόν μας περιβάλλον καινοτόμος, αλλ΄ ανασκοπών την τριακονταετίαν μου ευρίσκω ότι καταπιάστηκα με πλείονα πολύπλευρα θέματα και κατεκερματίσθην. Φαίνεται και ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι κύριος του εαυτού του. Όθεν παρηγορούμαι ότι, αν δεν έδωκα ύλην του θετικού δικαίου ανάλογον προς το μάκρος της καθηγεσίας μου, όμως η διδασκαλία μου απέβλεπεν αείποτε εις το να αποκομίσουν οι φοιτηταί τον πόθον να μάθουν το δίκαιον. [...]» [ΝΔικ 22(1966), 96 και σε: Κ. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Άπαντα, τόμος Ε΄, επιμέλεια: Π.Κ. Τσούκας, Ακαδημία Αθηνών/ Ίδρυμα Γαζή – Τριανταφυλλόπουλου, Αθήνα 2013, σ. 249].