Μ. Σταθόπουλου: Η εκατονταετηρίδα της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας – Ο εμπνευστής της Αλέξανδρος Παπαναστασίου και οι πρωτοποριακές θέσεις του
Η εκατονταετηρίδα της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας – Ο εμπνευστής της Αλέξανδρος Παπαναστασίου και οι πρωτοποριακές θέσεις του*
Μιχαήλ Σταθόπουλου
Επίτιμου Καθηγητή Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ακαδημαϊκού
Συμπληρώθηκαν φέτος 100 έτη από την ανακήρυξη, το 1924, της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (της αβασίλευτης Δημοκρατίας). Εμπνευστής της ανακήρυξης ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που την εισηγήθηκε στην Εθνοσυνέλευση (Δ΄ Συντακτική Συνέλευση), η οποία αποτελούσε την περίοδο εκείνη το ανώτατο πολιτειακό όργανο και ασκούσε συντακτική εξουσία. Η Εθνοσυνέλευση δέχθηκε την εισήγηση του Παπαναστασίου στις 25.3.1924 και την απόφασή της την επικύρωσε ο λαός με δημοψήφισμα στις 13.4.1924.
Η Δημοκρατία αυτή ονομάζεται Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία. Πρώτη ήταν η περίοδος του Καποδίστρια έως την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα, στις 25.1.1833. Η τρίτη Ελληνική Δημοκρατία ξεκίνησε πριν από 50 χρόνια, το 1974, όταν κατέρρευσε η επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία.
Από την εποχή του Όθωνα έως το 1924 η Ελλάδα ήταν βασίλειο, γιατί αυτό είχαν αποφασίσει οι προστάτιδες Δυνάμεις (Βρετανία, Ρωσία, Γαλλία) με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1832. Η βασιλεία, που επιβλήθηκε έτσι στην Ελλάδα, βρισκόταν σε αντίθεση προς το πνεύμα της Επανάστασης, όπως αυτό αποτυπώνεται σε όλα τα Συντάγματά της, πρωτίστως στα τρία εθνικά, πανελλαδικής ισχύος, δηλαδή αυτά της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας, τα οποία θέσπιζαν δημοκρατία και όχι βασιλεία. Ο θεσμός της βασιλείας στην Ελλάδα ήταν ξενοείσακτος. Δεν είχε προέλευση τη βούληση του ελληνικού λαού. Του επιβλήθηκε έξωθεν. Με αυτόν τον τρόπο ίσως επηρέαζαν τις εξελίξεις στη χώρα μας ευκολότερα οι προστάτιδες δυνάμεις, ιδίως η Βρετανία.
Η ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1924 υπήρξε ιστορικός σταθμός ύστερα από την κυριαρχία του βασιλικού θεσμού επί ένα περίπου αιώνα. Στην ανώμαλη όμως περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 1930 και ύστερα από το κίνημα του 1935 η Δημοκρατία δεν μπόρεσε να επιβιώσει. Καταλύθηκε με δημοψήφισμα του ίδιου έτους που έμεινε στην ιστορία ως νόθο και επανέφερε τη βασιλεία. Λίγους μήνες αργότερα ήλθε η δικτατορία Μεταξά. Έτσι το μέγα επίτευγμα του 1924, της ανακήρυξης της Δημοκρατίας, δεν άντεξε στην ταραχώδη αυτή περίοδο. Αλλά, όπως εύστοχα έχει τονίσει από το βήμα της Ακαδημίας ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Βλάχος, η ανακηρυχθείσα το 1924 δημοκρατία ήταν μεν βραχύβια, «δεν υπήρξεν όμως απλώς μια παρένθεση αλλ’ ένας αποφασιστικός σταθμός στην καθόλου πορεία του Έθνους»[1]. Ήταν, πράγματι, ένας για την εποχή εκείνη πρωτοποριακός θεσμός. Κλόνισε το ως τότε μονοπώλιο της βασιλείας. Χρειάσθηκε να περάσουν 10ετίες, ωσότου με το Σύνταγμα του 1975, ύστερα από το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, καθιερώθηκε η «προεδρευόμενη» Δημοκρατία και μάλιστα εφοδιασμένη με τη ρήτρα αιωνιότητας. Ανήκει δηλαδή στις ελάχιστες θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση. Ισχύουν εις το διηνεκές. Η προεδρευόμενη δημοκρατία, δηλαδή ο αιρετός χαρακτήρας ανάδειξης του αρχηγού του Κράτους, συνδέεται με τον πυρήνα της δημοκρατίας, τη λαϊκή κυριαρχία. Δεν χρειάζεται κανένα νέο δημοψήφισμα προς επιβεβαίωση του αιρετού χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας αυτός δεν αντλεί την ισχύ του από δημοψηφίσματα. Διότι ο λαός δεν μπορεί να αυτοκαταργηθεί και πολύ περισσότερο να δεσμεύσει και τις επόμενες γενιές, αποφαινόμενος υπέρ ενός ισόβιου και κληρονομικού άρχοντα. Το αιρετό σύστημα αντλεί την αξία και την ισχύ του από την ίδια τη δημοκρατική αρχή. Μπορεί να υπάρχουν -και υπάρχουν- δημοκρατίες με κληρονομικό άρχοντα, αλλά έχουν κατά τούτο ένα δημοκρατικό έλλειμμα. Αυτή είναι η μεγάλη αξία της ανακήρυξης της Δημοκρατίας το 1924, πενήντα και περισσότερο χρόνια πριν από τη συνταγματική θέσπισή της το 1975.
Ο Παπαναστασίου αγωνιζόταν για την αβασίλευτη δημοκρατία ήδη από την εποχή που κυβερνούσε το φιλοβασιλικό Λαϊκό Κόμμα υπό τον Δημήτριο Γούναρη. Δημοσίευσε τον Φεβρουάριο του 1922 το «Δημοκρατικό Μανιφέστο», με το οποίο στρεφόταν κατά του βασιλικού θεσμού. Διώχθηκε γι’ αυτό, παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών. Τον αποφυλάκισε η «Επαναστατική Επιτροπή» τον Σεπτέμβριο του 1922. Έτσι, όταν το 1924 ο Παπαναστασίου έγινε πρωθυπουργός, ήταν φυσικό γι’ αυτόν να επιδιώξει και να πετύχει την έκπτωση του βασιλικού θεσμού και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Δικαίως επομένως αποκλήθηκε «Πατέρας της Δημοκρατίας».
Αξίζει να σημειωθεί και κάτι ακόμη, σχετικό με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, ενδεικτικό του σπάνιου ήθους του ανδρός. Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας υπήρξε θέμα δήμευσης της βασιλικής περιουσίας και της ιδιωτικής (δηλαδή αφαίρεσής της χωρίς αποζημίωση). Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είπε στη συνεδρίαση της Συντακτικής Συνέλευσης, που συζητούσε το θέμα: «Δεν εννοούμεν διά την περιουσίαν των μελών της Δυναστείας να λάβωμεν εξαιρετικά μέτρα τα οποία δεν εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι γενναίον, εις στιγμάς αναπλάσεως του Κράτους, να αφήσωμεν να εννοηθή, ότι προσωπικά ελατήρια μας οδηγούν εις τοιαύτας αποφάσεις. Ας προσπαθήσωμεν να μη κηλιδώσωμεν την θέλησιν του Ελληνικού λαού με μικράς αποφάσεις» (έμφαση του γράφοντος), δηλαδή μικροπρεπείς αποφάσεις. Έμεινε ανοικτό μόνο το θέμα της απαλλοτρίωσης, με αποζημίωση φυσικά, όπως ισχύει για όλους τους πολίτες. Το τονίζω αυτό, γιατί αντίθετη ήταν η στάση της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα το 1994 στο θέμα της βασιλικής περιουσίας της έκπτωτης βασιλείας. Στην ουσία αποφασίσθηκε η δήμευση, με συνέπεια να καταδικασθεί η χώρα μας σε αποζημίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο είχε προσφύγει ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Το μόνο που επιτεύχθηκε από τη χώρα μας ήταν να μειωθεί κατά πολύ το ζητούμενο ποσό[2].
Αυτή ήταν η σημαντικότερη, αλλά κάθε άλλο παρά η μόνη, πρωτοποριακή θέση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Μείζονος σημασίας είναι ότι υπερασπίσθηκε, όσο κανείς άλλος πολιτικός ηγέτης στην εποχή του, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τόσο τα ατομικά (δηλαδή τις ελευθερίες του ανθρώπου) όσο και τα κοινωνικά δικαιώματα.
Ως προς τα κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία βεβαίως συνδέονται με το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο Παπαναστασίου πρωτοστατούσε. Ήδη στους σκοπούς της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας», που ίδρυσε το 1908 με τους συνεργάτες του, αλλά ιδίως στο πρόγραμμα του πρώτου πολιτικού κόμματος, που ίδρυσε δύο χρόνια αργότερα (το 1910) μαζί με τα λοιπά μέλη της Κοινωνιολογικής Εταιρείας, δινόταν έμφαση σε κοινωνικά αιτήματα. Επιδίωξη ήταν να αντιμετωπισθεί η εξάρτηση των εργαζομένων από τους ολίγους κατόχους των μέσων παραγωγής και να αναδιανεμηθεί ο πλούτος «επί το δικαιότερον δια καταλλήλου φορολογικής νομοθεσίας»[3]. Η φορολογία ήταν το μέσο για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν όμως ο Παπαναστασίου τελείως αντίθετος με τον κομμουνισμό και τη βία που αυτός ασκούσε για να επιβληθεί. Τη βίαιη ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος θεωρούσε «αδίκημα κατά του πολιτισμού της ανθρωπότητας»[4]. Εκτός των άλλων εξηγούσε ότι η μεταβολή επί το δικαιότερον δεν μπορεί να γίνει δια μιας, αλλά βαθμιαίως και με ειρηνικά και δημοκρατικά μέσα.
Τις αρχές αυτές εφήρμοζε και στην αγροτική πολιτική του ως αρμόδιος Υπουργός Γεωργίας, προωθώντας την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και την αναδιανομή γαιών. Έδινε μάχες για την παραχώρηση των τσιφλικιών στους ακτήμονες της Θεσσαλίας. Σημαντικό έργο του ήταν επίσης η προώθηση της οργάνωσης εργατών και αγροτών σε συνεταιρισμούς[5]. Επίσης δική του ιδέα και στην ουσία δικό του έργο ήταν η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας ως κατά βάση μη κερδοσκοπικού οργανισμού, για την εξυπηρέτηση της αδύναμης τάξης των αγροτών. Στην ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας αντιτάχθηκε με οξύτητα η Εθνική Τράπεζα, που θα έχανε καταθέτες, αλλά ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου επέβαλε την άποψή του[6]. Ως προς την εργατική νομοθεσία ήταν αυτός που είχε εισηγηθεί, ήδη στο πρώτο κόμμα που ίδρυσε, το 1910, την ψήφιση εργατικής προστατευτικής νομοθεσίας με συγκεκριμένα μέτρα[7]. Η κοινωνική και εργατική νομοθεσία των πρώτων κυβερνήσεων Βενιζέλου είχε εμπνευστές τα μέλη της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας».
Και όσοι ιδεολογικά διαφωνούν με τις θέσεις αυτές του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και ιδίως με τον κοινωνικό προσανατολισμό τους, δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν ότι επρόκειτο για πρωτοποριακές και, εκείνη την εποχή, πρωτόγνωρες, μεταξύ των τότε πολιτικών ηγετών, ιδέες. Στον τομέα αυτόν ο Παπαναστασίου άνοιξε πράγματι νέους δρόμους. Μίλησε για «κοινωνική» δημοκρατία, όρος αλλά και θεσμός άγνωστος στην πολιτική σκηνή ως τότε. Τον δρόμο αυτόν τον ακολούθησαν και άλλοι κατά τις επόμενες δεκαετίες και σήμερα το Σύνταγμά μας αναφέρεται για πρώτη φορά στο Κεφάλαιο για τα δικαιώματα του ανθρώπου και σε κοινωνικά δικαιώματα.
Υπάρχουν και άλλες κοινωνικού προσανατολισμού πρωτοποριακές θέσεις του Παπαναστασίου, που κανείς δεν μπορεί σήμερα να τις αμφισβητήσει για ιδεολογικούς λόγους. Έτσι, μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά προβλέφθηκε σε συνταγματική πλέον διάταξη της χώρας μας η προστασία της εργασίας, πνευματικής και σωματικής, και η ευθύνη του Κράτους «να μεριμνά συστηματικώς υπέρ της ηθικής και υλικής εξυψώσεως των εργαζομένων τάξεων, αστικών και αγροτικών». Ήταν το άρθρο 23 του Συντάγματος του 1925 (Συντάγματος, του οποίου εμπνευστής και Πρόεδρος της Συντακτικής Επιτροπής που το συνέταξε ήταν ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου)[8]. Την προστασία αυτή υιοθέτησε 50 χρόνια αργότερα το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 22 § 1.
Επίσης, στο ίδιο Σύνταγμα του 1925 και στο άρθρο 22 αυτού προβλέφθηκε για πρώτη φορά σε συνταγματική διάταξη στη χώρα μας προστασία της μητρότητας από το Κράτος. Ότι δε ο Παπαναστασίου εννοούσε και την εξώγαμη μητρότητα προκύπτει από αγόρευσή του στη Βουλή στις 9.2.1927[9]. Σήμερα, μετά μισόν αιώνα, τούτο προβλέπεται στο άρθρο 21 του ισχύοντος Συντάγματος, η δε προστασία των εκτός γάμου τέκνων καθιερώθηκε για πρώτη φορά με τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις του Οικογενειακού μας δικαίου του 1982-1983.
Παράλληλα όμως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου κάθε άλλο παρά υποβάθμιζε την ατομική ελευθερία του κάθε ατόμου. Το αντίθετο: Ήδη στο πρόγραμμα του κόμματος που ίδρυσε το 1910 δίνεται έμφαση στο ότι «ανωτάτη ηθική αξία είναι η ανθρωπίνη ύπαρξις και ότι κατ’ ακολουθίαν υπέρτατος σκοπός του Κράτους πρέπει να είναι η προαγωγή εξ ίσου ευνοϊκών συνθηκών προς ανάπτυξιν της προσωπικότητος ενός εκάστου»[10]. Ακριβώς αυτό το δικαίωμα του καθενός για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, που διατυπωνόταν τότε εύγλωττα, το συναντάμε 50 χρόνια αργότερα με την ίδια διατύπωση, ως συνταγματική διάταξη, στο άρθρο 5 § 1 του ισχύοντος Συντάγματός μας του 1975, που κατοχυρώνει τη θεμελιώδη ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Αλλά και η άλλη εύγλωττη και υψηλής περιεκτικότητας επανειλημμένη διατύπωση του Παπαναστασίου για τον αναγκαίο «απόλυτο σεβασμό στον άνθρωπο ως την ανώτατη ηθική αξία»[11] αποδίδεται σήμερα στο ισχύον Σύνταγμα σε μια από τις θεμελιωδέστερες διατάξεις του, στο άρθρο 2, με την παρόμοια διατύπωση ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
Περαιτέρω: Στο, έμπνευσης Παπαναστασίου, όπως τονίσθηκε παραπάνω, Σύνταγμα του 1925 και στο άρθρο 9 αυτού προβλέφθηκε, για πρώτη φορά σε ελληνικό συνταγματικό κείμενο, ένα από τα θεμελιωδέστερα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης[12]. 50 χρόνια αργότερα επαναλήφθηκε τούτο στο άρθρο 13 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και μάλιστα ως μη αναθεωρήσιμη συνταγματική διάταξη, εφοδιασμένη δηλαδή και αυτή με τη ρήτρα της αιωνιότητας. Το Σύνταγμα του 1952 δεν την περιείχε.
Πρωτοπόρος επίσης υπήρξε ο Παπαναστασίου, κυριολεκτικά πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, και σε κρίσιμα θέματα του τότε οπισθοδρομικού (και όχι μόνο στην Ελλάδα) οικογενειακού δικαίου. Και ήταν σχεδόν μόνος με τις προοδευτικές του θέσεις.
Έτσι, στην Αναθεωρητική Επιτροπή του υπό σύνταξη Αστικού Κώδικα του 1930, όπου μετείχαν (μόνο προς έκφραση γνώμης) και πολιτικοί αρχηγοί, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Παναγής Τσαλδάρης και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, υποστήριξε τον πολιτικό τύπο τέλεσης του γάμου, ενώ ο θρησκευτικός τύπος, όπως έλεγε, «μπορεί να διατηρηθεί ως προαιρετικός, όπως και πρέπει να είναι, ως εκ της φύσεως της θρησκείας, αντικειμένης εις οιονδήποτε εκβιασμόν»[13]. (Τότε όλοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν τον θρησκευτικό τύπο). Ο πολιτικός τύπος τέλεσης του γάμου αναγνωρίσθηκε, αλλά μόνο ως εναλλακτική λύση, μόλις το 1982 με τον ν. 1250 του έτους αυτού. Το πνεύμα της εποχής εκείνης (1930) εξέφρασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ίδια Επιτροπή[14] ως εξής: «Πρέπει να δηλώσω ότι δεν ημπορώ να δεχθώ, εκτός εάν δια της συνεχίσεως της συζητήσεως μεταπεισθώ, δεν ημπορώ ως υπεύθυνος κυβερνήτης να εισαγάγω εις την Βουλήν νομοσχέδιον προς κύρωσιν του Αστικού Κώδικος, αν το νομοσχέδιον αυτό δεν διατηρή ως αρχήν τον θρησκευτικόν γάμον, οσάκις αμφότεροι οι εις γάμου κοινωνίαν ερχόμενοι ανήκουν εις θρήσκευμα, το οποίον τον γάμον τον θεωρεί ως μυστήριον».
Στην ίδια Επιτροπή ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τάχθηκε, με ελάχιστα άλλα μέλη, υπέρ της ισότητας των φύλων στον γάμο[15], ισότητα που καθιερώθηκε στο Οικογενειακό μας Δίκαιο μόλις το 1983 (άρθρ. 1387 ΑΚ), δηλαδή και πάλι μισό αιώνα αργότερα, με τη μεγάλη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου.
Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι ο Παπαναστασίου μιλούσε τότε, το 1930, στην Επιτροπή για τον Αστικό Κώδικα, όπως μιλούσε μετά 50 χρόνια, το 1982, η Επιτροπή που συνέταξε το Σχέδιο Νόμου για τη μεγάλη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού μας Δικαίου, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρήθηκε τότε μια από τις πιο προοδευτικές ρυθμίσεις στην Ευρώπη.
Πρωτοποριακή και μια άλλη θέση του Παπαναστασίου: Σε αγόρευσή του στην Δ΄ Συντακτική Συνέλευση στις 20.2.1925 τάσσεται υπέρ της γυναικείας ψήφου στις εκλογές, δηλώνοντας τα εξής: «Θα ήτο εντελώς άδικον από απόψεως ανθρωπίνων δικαιωμάτων να αμφισβητηθή απολύτως εις το ½ του πληθυσμού το δικαίωμά του να εκφέρη γνώμην επί των πολιτικών πραγμάτων, καθ’ ην στιγμήν προσφέρει και αυτό μεγάλας υπηρεσίας και υφίσταται μεγάλα βάρη και εν καιρώ ειρήνης και εν καιρώ πολέμου. Και όχι μόνον τούτο, αλλ’ ακριβώς, λόγω της ιδιοσυστασίας των γυναικών, η ανάμιξις αυτών ήθελε πολύ συντελέσει εις την διαφώτισιν ως προς τας αντιλήψεις της ζωής εις πολλά ζητήματα, ιδίως εις μερικά μέτρα αφορώντα της οικογένειαν, την μόρφωσιν και περίθαλψιν των παιδιών και εις μερικά άλλα…». Παραδέχθηκε όμως στη συνέχεια ότι προς τούτο «απαιτείται ωρίμανσις της δημοσίας γνώμης»[16]. Στην Ελλάδα αναγνωρίσθηκε στις γυναίκες το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές του 1952.
Αλλά και στην εκπαιδευτική πολιτική υπήρξε εμπνευστής νέων θεσμών ο Παπαναστασίου. Ως πρωθυπουργός, το 1924, εισηγήθηκε στη Συντακτική Συνέλευση και αυτή δέχθηκε την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την ίδρυση είχε εξαγγείλει στις πρωθυπουργικές προγραμματικές δηλώσεις του. Οι σχετικές διαδικασίες ολοκληρώθηκαν το 1925. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατέχει πίνακα του ιδρυτή του, φιλοτεχνημένο από τον Παρθένη, θαυμαστή των ιδεών του Παπαναστασίου. Τιμώντας τον ιδρυτή του το Αριστοτέλειο διατηρεί ανηρτημένο τον πίνακα στο γραφείο του Πρύτανη. Επίσης ο Παπαναστασίου υπήρξε μεταρρυθμιστής του ΕΜΠ, στο οποίο έδωσε με νόμο (τον ν. 980/1917), ως εισηγητής-αρμόδιος Υπουργός, για πρώτη φορά την προσήκουσα σε ΑΕΙ αυτοτέλεια, απαλλάσσοντάς το από την επικυριαρχία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Η μεταρρύθμιση αυτή ικανοποίησε τόσο τους καθηγητές του ΕΜΠ, ώστε χαρακτηρίσθηκε απ’ αυτούς ως «Επανάσταση του Παπαναστασίου» ή, μονολεκτικά, ως «Παπανάσταση», όπως γράφει ο ιστορικός του ΕΜΠ Κώστας Μπίρης[17].
Και σε ένα άλλο κρίσιμο εκπαιδευτικό ζήτημα πρωτοστάτησε ο Παπαναστασίου. Στην ανάγκη καθιέρωσης της δημοτικής. Μεταξύ των πολιτικών ήταν αυτός που ήδη το 1911 είχε υποστηρίξει την αναγκαιότητα καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας, την οποία αναγκαιότητα αργότερα (το 1926) συνόψισε ως εξής[18]: «Η ύπαρξη δημοτικής και καθαρεύουσας αποτελεί πραγματική διγλωσσία, δημιουργεί πνευματική σύγχυση σε βαθμό που δυσκολεύει τη διανοητική ανάπτυξη του έθνους, καθαρότητα δηλαδή και αντικειμενικότητα στη σκέψη και ευκολία και ζωηρότητα στην έκφραση … Μια είναι η ζωντανή γλώσσα του έθνους, η δημοτική. Καμμιά δύναμη δεν μπορεί να την πνίξη, ούτε να της ανακόψη το νικηφόρο δρόμο της».
Τέλος, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν ο γνησιότερος συνεχιστής των ιδεών του μεγάλου οραματιστή Ρήγα Φεραίου. Όπως εκείνος, οραματιζόταν, αλλά πιο προχωρημένα στην εξελιγμένη εποχή που ζούσε σε σχέση με την εποχή του Ρήγα, την ιδέα των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» και, αν αυτή αποδειχθεί δύσκολη, όπως έλεγε, τη Βαλκανική Ένωση, ως Συνομοσπονδία των Βαλκανικών Κρατών. Στο Συνέδριο Ειρήνης του 1929, όπου προήδρευε, εισηγείται τη σύγκληση ετήσιων «Διασκέψεων Βαλκανικής Ενώσεως» για τη μελέτη και προετοιμασία της συμπολιτειακής οργάνωσης των βαλκανικών χωρών[19]. Αυτή η εισήγηση είχε απήχηση. Διοργανώνονται πράγματι τέτοιες Διασκέψεις κάθε χρόνο με τη σειρά στην Αθήνα, στην Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη, στο Βουκουρέστι, στη Θεσσαλονίκη. Το 1934 υπογράφεται τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο, που ο Παπαναστασίου το θεωρεί σημαντικό μεν βήμα, αλλά ανεπαρκές, εκτός των άλλων διότι δεν συμμετείχαν η Βουλγαρία και η Αλβανία, και τονίζει την ανάγκη επέκτασης και εμβάθυνσης του Συμφώνου[20]. Ακολούθησαν όμως δικτατορίες, ο πρόωρος θάνατος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (το 1936), ο παγκόσμιος πόλεμος. Το ημιτελές έργο όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά ματαιώθηκε τότε. Σήμερα όμως το όραμα των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» έχει γίνει, έστω ακόμη όχι ολοκληρωμένα, πραγματικότητα.
Ο Παπαναστασίου κυβέρνησε ως Πρωθυπουργός λίγο. Ίσως διότι του ήταν ξένη κάθε νοοτροπία λαϊκιστή που συνεγείρει πλήθη, αλλά κυρίως διότι ήταν μπροστά από την εποχή στην οποία ζούσε, για να μπορεί αυτή η εποχή να τον ακολουθήσει μαζικά. Έτσι, κοινοβουλευτική πλειοψηφία ποτέ δεν είχε πετύχει. Κατέλαβε όμως συχνά υπουργικές θέσεις, όπου είχε την εξουσία να παίρνει καινοτόμες αποφάσεις. Μπορούσε επίσης να πείθει συλλογικά όργανα (Βουλή, Εθνοσυνέλευση), των οποίων τα μέλη ήταν διαβουλευόμενοι πολιτικοί. Γι’ αυτό πολλές από τις πρωτοποριακές ιδέες και θέσεις του δεν έμειναν θεωρία, δεν έμειναν απλοί οραματισμοί. Μερικές υλοποιήθηκαν ήδη στη γενιά του, άλλες σε επόμενες γενιές. Υπάρχουν φυσικά και οι ανεκπλήρωτες. Αυτές παραμένουν ως πνευματικές και κοινωνικές παρακαταθήκες για περίσκεψη και προβληματισμό.
Οπωσδήποτε η μείζων συμβολή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου ήταν η ανακήρυξη της Δημοκρατίας, το 1924. Σήμερα τιμούμε την επέτειο των 100 χρόνων από το γεγονός αυτό και η απόδοση της τιμής ανήκει και σ’ αυτόν. Έκφραση της τιμής αυτής υπήρξε και η ανάδειξη του γενικότερου πρωτοποριακού έργου του, την οποία επιχείρησα με την ομιλία μου. Ασφαλώς ο Παπαναστασίου έκανε και λάθη. Αλλά η θετική συνεισφορά του είναι πολλαπλάσια.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ως συνήγορος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου στη δίκη για το Δημοκρατικό Μανιφέστο τον Ιούνιο του 1922, έκλεισε την αγόρευσή του με τις εξής σύντομες εκφράσεις: «Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είναι εγκαλλώπισμα του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος. Ενάρετος όσον ουδείς. Με ευψυχίαν όσον ουδείς». Εμένα θα μου επιτρέψετε να κλείσω την ομιλία μου με μια λιτότερη έκφραση: «Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν πρωτοπόρος όσον ουδείς».
* Η μελέτη αυτή (από ομιλία στη Δημόσια Συνεδρία της Ολομέλειας της Ακαδημίας Αθηνών στις 5.12.2024) δόθηκε προς δημοσίευση στον Τιμητικό Τόμο του αγαπητού φίλου και συναδέλφου Γιώργου Ορφανίδη.
[1]. Πρακτικά Ακαδημίας, τόμ. 68, 1993, σ. 450-451.
[2]. Βλ. σχετικώς Μιχ. Σταθόπουλο, Μελέτες Ι, 2007, μελέτη 23, σ. 513 επ.
[3] Βλ. ιδίως Καταστατικό της Κοινωνιολογικής Εταιρίας στον Τόμο Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Μελέτες – Λόγοι – Άρθρα, επιμ. Λευκοπαρίδη, 1957 (εφεξής Λόγοι), σ. 3, 73 επ., 881 επ.
[4]. Ό.π. σ. 490.
[5]. Λόγοι, σ. 47, 307.
[6]. Λόγοι, σ. 629 επ.
[7]. Λόγοι, σ. 48, 883 επ.
[8]. Ομοίως και το άρθρο 22 Σ του 1927.
[9]. Λόγοι, σ. 534.
[10]. Λόγοι, σ. 76.
[11]. Λόγοι, σ. 306, 332.
[12]. Το ίδιο και στο άρθρο 1 § 3 του Συντάγματος του 1927, πάλι υπό την επιρροή του Παπαναστασίου.
[13]. Βλ. Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής στο «Σχέδιον Αστικού Κώδικος – Οικογενειακόν Δίκαιον», έκδ. Εθνικού Τυπογραφείου, 1933, σ. 421-423· βλ. και Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Λόγοι, ό.π. σημ. 3, σ. 768 επ.
[14]. Σχέδιον Αστικού Κώδικος, Ι. Οικογενειακόν Δίκαιον, 1933, σ. 428-429.
[15]. Βλ. Πρακτικά, ό.π., σημ. 13, σ. 549.
[16]. Λόγοι, σ. 488· βλ. επίσης ό.π., σ. 615, σε άλλη αγόρευση του Παπαναστασίου υπέρ της γυναικείας ψήφου στη Βουλή στις 8.7.1929.
[17]. Βλ. το τεύχος που εξέδωσε το Μορφωτικό Ινστιτούτο της Αγροτικής Τράπεζας υπό τον τίτλο «Αναφορά στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου», 1986, σ. 19, με παραπομπή σε άρθρο του Κώστα Μπίρη το 1954 στο περιοδικό «Τεχνικά Χρονικά».
[18]. Βλ. Λόγους, σ. 88 επ., 403 επ. και 506 (από όπου το παρατιθέμενο απόσπασμα).
[19]. Ό.π., Λόγοι, σ. 646, όπου και αναφορά σε συνέντευξη του Αλέξανδρου Παπαναστασίου σχετικά με τον απολογισμό του Συνεδρίου Ειρήνης.
[20]. Βλ. Λόγους, σ. 765 επ.