Ν.Κ. Κλαμαρή: Η έννοια και λειτουργία των «γενικών» και «ειδικών» διατάξεων και η μεταξύ τους «σχέση εντάσεως» ως προς την «προτεραιοποίηση» υπό την δειγματοληπτική έποψη χαρακτηριστικών «γενικών» και «ειδικών» διατάξεων στο πλαίσιο του Ιδιωτικού/Αστικού Δικαίου [π.δ. 715/1979 και 34/1995 («ΑΕΙ ως μισθωτές») και του Αστικού Δικονομικού Δικαίου (άρθρα 495-590, 699, 734 § 3, 738 Α, 761-764, 824, 937, 947 ΚΠολΔ)]1
Η έννοια και λειτουργία των «γενικών» και «ειδικών» διατάξεων και η μεταξύ τους «σχέση εντάσεως» ως προς την «προτεραιοποίηση» υπό την δειγματοληπτική έποψη χαρακτηριστικών «γενικών» και «ειδικών» διατάξεων στο πλαίσιο του Ιδιωτικού/Αστικού Δικαίου
[π.δ. 715/1979 και 34/1995 («ΑΕΙ ως μισθωτές») και του Αστικού Δικονομικού Δικαίου (άρθρα 495-590, 699, 734 § 3, 738 Α, 761-764, 824, 937, 947 ΚΠολΔ)][1]
Νικολάου Κ. Κλαμαρή Καθηγητή (ομ.) της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών – Δικηγόρου – Επίτιμου Διδάκτορος Νομικής του Πανεπιστημίου Freiburg i. Br. – Μέλος του Συμβουλίου της Διεθνούς Ενώσεως Δικονομικού Δικαίου – Μέλος του Δ.Σ. της Επιστημονικής Ενώσεως για το Διεθνές Αστικό Δικονομικό Δίκαιο
- Η «συμβίωση»/«συνύπαρξη»‒είτε στοπλαίσιο του «όλου»μιας συγκεκριμένης ΈννομηςΤάξεως, είτε στο πλαίσιο πλειόνων νόμων, είτε στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου νόμου‒ «γενικών»και «ειδικών» διατάξεων στο πεδίο ισοδυνάμων/ισοσθενών (από πλευράς τυπικής ισχύος αυτών) κανόνων δικαίου/νομικών διατάξεων είναι «επιφανειακή»/ «πλασματική» με την έννοια, δηλαδή, ότι τελικώς μόνο η μία εξ’ αυτών θα ισχύσει/εφαρμοσθεί, διότι όπως προφανώς επισημαίνεται «Συνήθως για την περίπτωση αυτή γίνεται επίκληση της αρχής ότι ο ειδικός νόμος (lex specialis) αποκλείει την εφαρμογή γενικού νόμου (lex generalis)[2]. Επομένως ενέχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διερεύνηση των κριτηρίων και της έννοιας των «γενικών» και των «ειδικών» διατάξεων −και κατά συνεκδοχήν και το καίριο ζήτημα διακρίσεως μεταξύ «γενικών» και «ειδικών» διατάξεων[3]− και μάλιστα με αναφορά σε συγκεκριμένες νομικές διατάξεις συγκεκριμένων νόμων, η οποία επιχειρείται και στην παρούσα μελέτη δειγματοληπτικώς σε δύο συγκεκριμένα νομοθετήματα στο πεδίο του Ιδιωτικού/Αστικού Δικαίου και σε ένα συγκεκριμένο νομοθέτημα στο πεδίο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου (Πολιτικής Δικονομίας).
Ποίος κανόνας δικαίου - από τους προσφερομένους κατ’ αρχήν προς εφαρμογήν - πρέπει να εφαρμοσθεί στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και ποίος κανόνας δικαίου με αναφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστά το γενικό κανόνα δικαίου και ποίος κανόνας δικαίου συνιστά εν προκειμένω τον ειδικό κανόνα δικαίου έχει θεωρητική και πρακτική σημασία, αφενός για να διαπιστωθεί σε ποίου κανόνα δικαίου το πραγματικό υπάγεται ένα γεγονός, ένα συμβάν, μία de facto ή de iure σχέση κ.ο.κ. και αφετέρου - επί «συρροής κανόνων δικαίου»[4] - για να διαπιστωθεί ποίος κανόνας δικαίου προηγείται −δηλαδή απολαύει εν προκειμένω της/μίας κανονιστικής προτεραιοποιήσεως/ προτεραιότητας− από πλευράς ισχύος μεταξύ περισσοτέρων δυναμένων κατ’ αρχήν να εφαρμοστούν κανόνων δικαίου ή ενδεχομένως για να διαπιστωθεί ποίος κανόνας δικαίου καταργεί ή αποκλείει έναν άλλον κανόνα δικαίου.
2.1. Στο πεδίο της αναζητήσεως και της αέναης προσπάθειας για το ζήτημα ποία είναι η επιβεβλημένη /δέουσα αληθής ερμηνεία ενός κανόνα δικαίου ή/και ποία είναι η επιβεβλημένη/δέουσα ορθή υπαγωγή της εκάστοτε ένδικης περιπτώσεως στο πραγματικό ενός κανόνα δικαίου, από την οποία και θα εξαρτηθεί ποία ή ποίες έννομες συνέπειες θα επέλθουν, έχουν διατυπωθεί, από την οπτική γωνία της διακρίσεως των κανόνων δικαίου σε γενικές διατάξεις και σε ειδικές διατάξεις, ως γνωστόν οι ακόλουθες δύο – που με διαφορετική διατύπωση δίνουν προβάδισμα στον εκάστοτε ειδικό νόμο - αρχές: αφενός η αρχή «lex posterior generalis non derogat legi priori speciali», σύμφωνα με την οποία «ο μεταγενέστερος γενικός νόμος δεν καταργεί τον προγενέστερο ειδικό νόμο» και αφετέρου η αρχή «lex posterior specialis derogat Iegi priori generali», σύμφωνα με την οποία «ο μεταγενέστερος ειδικός νόμος καταργεί τον προγενέστερο γενικό νόμο»[5].
2.2. Όπως επίσης επισημαίνεται, με «τους ειδικούς κανόνες (leges speciales) ρυθμίζονται ιδιαίτερα ορισμένα ειδικά θέματα», ενώ η «σημασία του χαρακτηρισμού ενός κανόνα ότι είναι ειδικός έγκειται κυρίως στη σχέση του με κάποιον άλλο κανόνα γενικής φύσεως που τροποποιεί ή καταργεί το προηγούμενο δίκαιο»[6]. Είναι αυτονόητο, βεβαίως, ότι δεν είναι πάντοτε ευχερές να διαπιστωθεί με ερμηνευτική βεβαιότητα, πότε ένα νόμος συνολικά ή αντιστοίχως μία συγκεκριμένη διάταξη νόμου συνιστούν «ειδικό νόμο», ή αντιθέτως «γενικό νόμο». Για το λόγο αυτό ευστόχως επισημαίνεται από τη θεωρία, ότι και οι δύο παραπάνω αρχές - αφενός περί του μεταγενεστέρου ειδικού νόμου, που καταργεί τον προγενέστερο γενικό νόμο και αφετέρου περί του μεταγενεστέρου γενικού νόμου, που δεν καταργεί τον προγενέστερο ειδικό νόμο - «πρέπει να ακολουθούνται με ιδιαίτερη προσοχή»[7]. Δηλαδή θα πρέπει να αποφεύγονται οι «σχηματοποιημένες λύσεις» και για το λόγο αυτό η «αναζήτηση της διάταξης που πρέπει να εφαρμοσθεί πρέπει να είναι αποτέλεσμα αξιολόγησης των σκοπών που επιδιώκουν οι συρρέουσες διατάξεις, από διαφορετικές σκοπιές»[8],[9].
2.3. Βεβαίως υφίστανται και κάποιες ενδιάμεσες κατηγοριοποιήσεις/διαβαθμίσεις, με την έννοια, ότι είναι υπαρκτό το νομοθετικό φαινόμενο μία διάταξη να είναι ειδική έναντι μιας άλλης γενικής, αλλά η ίδια να είναι και γενική έναντι μιας τρίτης ειδικής. Ανεξαρτήτως πάντως αν το ερώτημα συνίσταται, σε ποιες νομικές διατάξεις από πλευράς πραγματικού αυτών υπάγεται μία συγκεκριμένη περίπτωση, ή αν το ερώτημα συνίσταται, ποία από τις περισσότερες προσφερόμενες για εφαρμογή διατάξεις είναι η γενική διάταξη και ποία είναι η ειδική διάταξη, πρόκειται αναμφιβόλως για ένα ζήτημα που συνδέεται αναποσπάστως με την ερμηνεία του νόμου, δηλαδή με την ερμηνεία των συγκεκριμένων νομικών διατάξεων[10] (όχι όμως μεμονωμένως ερμηνευομένων, αλλά τελολογικώς προσεγγιζομένων και εντεταγμένων στο σύστημα δικαίου).
2.4. Στην αλληλοσύγκριση και στη διάκριση αφενός μεταξύ «γενικής διατάξεως» ή «γενικού νόμου» και αφετέρου «ειδικής διατάξεως» ή «ειδικού νόμου» ευστόχως επισημαίνεται, ότι το «ειδικό πραγματικό» - ή άλλως το «πραγματικό» της «ειδικής νομικής διατάξεως» ή του «ειδικού νόμου» - περιλαμβάνει όλα τα επί μέρους στοιχεία του «γενικού πραγματικού» - ή άλλως του «πραγματικού» της «γενικής νομικής διατάξεως» ή του «γενικού νόμου» - και επιπλέον τουλάχιστον ένα ακόμη στοιχείο[11].
2.4.1. Τo ζήτημα περί της αληθούς και ορθής ερμηνευτικής προσεγγίσεως τέτοιων νομικών διατάξεων, οι οποίες άλλοτε (ενδεχομένως) αλληλοαποκλείονται, ή/και (ενδεχομένως) άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται, είναι δυσχερές, διότι και η οπτική γωνία από την οποία καθίστανται αντικείμενο ερμηνευτικής θεωρήσεως μπορεί −και σε κάθε περίπτωση δεν αποκλείεται− να παραλλάσσει με συνέπεια η ίδια και αυτή νομική διάταξη από μία ορισμένη οπτική γωνία ‒και ιδίως από την οπτική γωνία της συγκρίσεώς της με άλλες νομικές διατάξεις του ιδίου νόμου ή άλλου/διαφορετικού νόμου‒ να μπορεί να θεωρηθεί «στενότερη» ή «ειδικότερη» κάποιας άλλης και από μία άλλη οπτική γωνία να μπορεί να θεωρηθεί «ευρύτερη» ή «γενικότερη» της προηγούμενης.
2.4.2. Η «ειδικότητα» («Spezialität») ή η «γενικότητα» («Allgemeinheit» ή «Allgemeinität») μπορεί δηλαδή να μεταλλάσσεται με την έννοια δηλαδή - ανάλογα με την οπτική γωνία θεωρήσεως, συγκρίσεως/ αλληλοσυγκρίσεως με άλλες νομικές διατάξεις, και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται - η μεν «ειδικότητα» να καθίσταται, ή να μετατρέπεται, ή να μεταμορφώνεται σε «γενικότητα», η δε «γενικότητα» να καθίσταται, ή να μετατρέπεται, ή να μεταμορφώνεται σε «ειδικότητα». Την περίπλοκη αυτή «μετατροπή», ή «μεταμφίεση», ή «μεταμόρφωση» επισημαίνει με το γνωστό διαυγή επιστημονικό του λόγο ο διάσημος Γερμανός καθηγητής του 20ου αιώνα Karl Larenz με τη φράση του, ότι «επειδή εν τούτοις η “στενότερη” διάταξη τουλάχιστον ως προς μια έποψη είναι ευρύτερη (δηλαδή αφορά και εκείνες τις περιπτώσεις, οι οποίες δεν καταλαμβάνονται από την «ευρύτερη» διάταξη), δεν συντρέχει υπό λογική έννοια η σχέση της “ειδικότητας”»[12].
2.4.3. To χαρακτηριστικό κριτήριο - προκειμένου να διαπιστωθεί, αν υφίσταται «ειδικότητα» μιας νομικής διατάξεως έναντι κάποιας άλλης - του «επιπλέον» ή «περαιτέρω» «γνωρίσματος» τονίζουν, όπως ελέχθη, με πολύ σαφή τρόπο και οι Koziol-Welser-Kletečka, επισημαίνοντας, ότι ο κανόνας «lex speciaiis derogat legi generali» («ο ειδικός κανόνας καταργεί το γενικό κανόνα») εφαρμόζεται, όταν ένα πραγματικό (ειδικό πραγματικό) συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα/στοιχεία ενός άλλου πραγματικού (δηλαδή του γενικού πραγματικού) και επιπλέον περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα ακόμη στοιχείο[13]. Και με βάση αυτήν την αφετηρία συγκεκριμενοποιούν οι ως άνω διεθνούς εμβέλειας Αυστριακοί καθηγητές της νομικής την ως άνω θεωρητική άποψη με το ακόλουθο παράδειγμα: Αν ένα πραγματικό συντίθεται από τα νομικά γεγονότα Τ1, Τ2 και Τ3 τότε ένα άλλο πραγματικό, το οποίο συντίθεται από τα γνωρίσματα/ χαρακτηριστικά/νομικά γεγονότα Τ1, Τ2, Τ3 και Τ4, είναι σε σύγκριση με το προηγούμενο /πρώτο σε σχέση ειδικότητας[14]. Και με βάση αυτό το συμβολικό παράδειγμα παραθέτουν οι ως άνω συγγραφείς το ακόλουθο, με βάση την αυστριακή νομοθεσία περί τοκοφορίας, συγκεκριμένο παράδειγμα: Σύμφωνα με την § 1000 UGB ο νόμιμος τόκος είναι κατά κανόνα 4%, ενώ μεταξύ επιχειρήσεων ο τόκος, σύμφωνα με την § 456 του UGB(Κώδικας Επιχειρήσεων), είναι 9,2 % πάνω από το βασικό επιτόκιο και τέλος επί αξιογράφων ο τόκος είναι, σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που ισχύουν για τα αξιόγραφα, 6 %. Με βάση αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση συρροής περισσότερων διατάξεων συμπεραίνουν οι ως άνω συγγραφείς, ότι με αφετηρία το κριτήριο της ειδικότητας η νομική περί επιτοκίου ρύθμιση σχετικώς με τα αξιόγραφα αποκλείει την εφαρμογή των παραγράφων 1000 και 456 του UGB, ενώ περαιτέρω η παράγραφος 456 αποκλείει με τη σειρά της την εφαρμογή της παραγράφου 1000 UGB[15].
3. Ένα ενδιαφέρον ζήτημα −στο πλαίσιο του αντικειμένου αυτής της μελέτης ως προς το (μεταξύ δύο αλληλοσυγκρινομένων διατάξεων) ποία διάταξη είναι έναντι της άλλης διατάξεως η «γενική» διάταξη και ποία είναι η μεταξύ αυτών «ειδική» διάταξη −τίθεται σχετικώς αφενός με τη διάταξη του άρθρου 36 § 3 π.δ. 715/1979 και αφετέρου με τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 εδ. β΄ και 43 π.δ. 34/1995 (και το οποίο −δηλαδή το π.δ. 34/1995− αποτελεί κωδικοποίηση του ν. 813/1978 «περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων»). Αυτές οι νομικές διατάξεις των ως άνω προεδρικών διαταγμάτων ως εκ του αντικειμένου της ρυθμίσεώς τους, ανήκουν σε εκείνες τις νομικές διατάξεις, οι οποίες κατ’ αρχήν είναι πρόσφορες για να (και μπορούν να) καλούνται σε εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποίαν μισθωτής ενός ακινήτου είναι ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, το οποίο κατά το Σύνταγμα (άρθρο 16 Συντάγματος) είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (οπότε όμως και ερωτάται, ακριβώς λόγω των διαφορετικών προϋποθέσεων και εννόμων συνεπειών που συνδέονται με αυτές τις νομικές διατάξεις ή άλλως με την εφαρμογή αυτών των νομικών διατάξεων, αν αυτές οι νομικές διατάξεις μπορούν να εφαρμοσθούν σωρευτικώς και συμπληρωματικώς όλες, ή, αντιθέτως, μόνον είτε οι διατάξεις του π.δ. 34/1995, είτε (μόνον) οι διατάξεις του π.δ. 715/1979).
3.1. Ειδικότερα:
α) Η διάταξη της § 3 το άρθρου 36 π.δ. 715/ 1979, η οποία μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τα της μονομερούς λύσεως της μισθώσεως, όταν ο μισθωτής είναι ν.π.δ.δ., ορίζει τα ακόλουθα: «3. Το ν.π.δ.δ., ως μισθωτής, δύναται να προέλθη διαρκούσης της μισθώσεως άνευ ουδεμιάς αποζημιώσεως του εκμισθωτού, εις μονομερή λύσιν της μισθώσεως εάν: α) καταργηθή το σύνολον ή μέρος των στεγαζομένων εις το μίσθιον υπηρεσιών, β) μεταφέρη στεγαζομένην υπηρεσίαν εις ακίνητον ιδιοκτησίας του, γ) προσφερθή εις αυτό παρά τρίτου, η δωρεάν χρήσις καταλλήλου ακινήτου δια τον υπόλοιπον χρόνον της μισθώσεως, δ) αναδιοργανωθή η υπηρεσία του ν.π.δ.δ. κατά την διάρκειαν της μισθώσεως, ώστε το μίσθιον να μην εξυπηρετή τας ανάγκας αυτής ή να μην είναι απαραίτητον, ε) μεταφερθή εις άλλον τόπον, η εν τω μισθίω εγκατεστημένη υπηρεσία του ν.π.δ.δ. έστω και προσωρινώς. Δια την κατά τ’ ανωτέρω λύσιν της μισθώσεως απαιτείται έγγραφος ειδοποίησις προς τον εκμισθωτήν εξήκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της εν τη σχετική ειδοποιήσει καθοριζομένης ημερομηνίας λύσεως της μισθώσεως, αφ’ ης παύει και πάσα υποχρέωσις του ν.π.δ.δ. προς καταβολήν μισθώματος».
β) Οι διατάξεις των άρθρων 1§1 εδ. β΄ και 43 π.δ. 34/1995 («Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων») ορίζουν τα ακόλουθα: βα) «ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΕΚΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ. Άρθρο 1. Προστατευόμενες δραστηριότητες (αρθρ.8 παρ. 3 ν. 52/75, 1, 3 περ. β΄, 31 παρ. 1 εδ. β΄ ν. 813/78, 1 ν. 1229/82, 36 παρ. 2ν. 1316/83). 1. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται οι μισθώσεις ακινήτων οι οποίες συνάπτονται για: α)…. β) εγκατάσταση γενικώς εκπαιδευτηρίων και παιδικών σταθμών…». ββ) «Άρθρο 43 (αρθ. 12 ν. 813/78, 3 ν. 2041/92). Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων (4) μηνών».
3.2. Στη συγκεκριμένη επομένως περίπτωση ανακύπτει το αναμφιβόλως καίριο ερώτημα, ποία νομική διάταξη από τις αμέσως προηγουμένως αναφερθείσες πρέπει να εφαρμοσθεί ή, κατ’ άλλη διατύπωση, σε ποίας εκ των δύο ως άνω διατάξεων το πραγματικό υπάγεται η περίπτωση κατά την οποίαν μισθωτής ενός ακινήτου είναι ένα Α.Ε.Ι., το οποίο εκ του Νόμου -και δη εκ του Συντάγματος (ex constitutione)- είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Η μεν μία νομική διάταξη (αρθρ. 1§1 π.δ. 34/1995) αναφέρεται γενικώς σε «εκπαιδευτήρια», που είναι μισθωτές (χωρίς πάντως να προβαίνει σε περαιτέρω διαφοροποίηση/συγκεκρινοποίηση περί του ποίου είδους εκπαιδευτήρια και περί ποίας βαθμίδας εκπαιδεύσεως πρόκειται), ενώ οι νομικές διατάξεις του π.δ. 715/1979 αναφέρονται ειδικώς μεν σε «Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου», που είναι μισθωτές, πλην όμως με μία γενικότατη ορολογία, η οποία ex lege τόσο κατά το γράμμα του νόμου, όσο και κατά το νόημα του νόμου (φαίνεται να) περιλαμβάνει όλα τα ν.π.δ.δ., χωρίς να εξαιρεί τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Το ζήτημα για το ποία διάταξη νόμου προηγείται της άλλης δεν συνδέεται βεβαίως με το αν στον όρο «εγκατάσταση γενικώς εκπαιδευτηρίων» εντάσσεται και η «εγκατάσταση ΑΕΙ» −που είναι προφανές− ούτε με το αν οι μισθώσεις που συνάπτουν ΑΕΙ ως μισθωτές υπάγονται στην προστασία του π.δ. 34/1995, όπερ (και) κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού άλλωστε και το π.δ. 715/1979 δεν διαφοροποιείται ως προς την ανάγκη προστασίας αυτών των μισθώσεων, με την έννοια δηλαδή ότι επίσης προστατεύει τις μισθώσεις που συνάπτουν ν.π.δ.δ. (άρα και ΑΕΙ) ως μισθωτές (και επομένως ως προς το θέμα αυτό −δηλαδή της προστασίας αυτών των μισθώσεων− δεν υπάρχει εκ των πραγμάτων διαφοροποίηση μεταξύ του π.δ. 715/1979 και π.δ. 34/ 1995 και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα να θέτει η μία −ως ειδική− εκποδών την άλλη, ως γενική). Αντιθέτως τίθεται ζήτημα για το ποία διάταξη νόμου προηγείται της άλλης, από την οπτική γωνία του κριτηρίου ποία εξ αυτών είναι η γενική διάταξη και ποία είναι η ειδική διάταξη, όσον αφορά τη διάταξη της § 3 του άρθρου 36 π.δ. 715/1979 και τη διάταξη του άρθρου 43 π.δ. 34/1995, εν όψει του ότι και οι δύο αυτές νομικές διατάξεις ρυθμίζουν με διαφορετικές όμως προδιαγραφές, προϋποθέσεις και έννομες συνέπειες τη μονομερή λύση της μισθώσεως, δηλαδή η μεν μία (άρθρο 36§3 π.δ. 715/1979) άνευ οποιασδήποτε αποζημιώσεως εκ μέρους του μισθωτού (δηλαδή αζημίως για το μισθωτή/ ν.π.δ.δ.), ενώ η άλλη (άρθρο 43 π.δ. 34/1995) με αποζημίωση (εκ μέρους του μισθωτού) μισθωμάτων 4 μηνών.
3.3. Κατά την κρατούσα στη Νομολογία και στη Θεωρία άποψη ο ν. 813/1978 «περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων», ο οποίος κωδικοποιήθηκε στο π.δ. 34/1995, εισήγαγε ειδικό σύστημα ιδιαίτερης προστασίας της επαγγελματικής στέγης προς προαγωγή του συμφέροντος, όχι μόνο του μισθωτού, αλλά και της εθνικής οικονομίας και ως εκ τούτου οι διατάξεις του, καθώς και οι διατάξεις των νόμων που τροποποιούν ή συμπληρώνουν αυτόν ή περατώνουν αναγκαστικώς τη συμβατική διάρκεια των υπαγομένων στη ρύθμισή του μισθώσεων, είναι ειδικές και κατισχύουν άλλων διατάξεων, από την εφαρμογή των οποίων προκύπτουν έννομα αποτελέσματα αντίθετα ή διαφορετικά εκείνων, που απορρέουν από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου. Κατ’ ακολουθίαν αυτής της γενικότερης απόψεως γίνεται δεκτόν, ειδικότερα, ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την ειδική κατηγορία των εμπορικών μισθώσεων, στις οποίες κατά το άρθρο 1 §1 στοιχ. β΄ του π.δ. 34/1995 περιλαμβάνονται και τα εκπαιδευτήρια, όπως τα ΑΕΙ, κατισχύουν των (αντιστοίχων) διατάξεων του π.δ. 715/1979[16]. Στο πλαίσιο της ίδιας αυτής απόψεως επισημαίνεται, ειδικότερα εν προκειμένω, ότι η διάταξη του άρθρου 43 του εν λόγω π.δ. (του π.δ. 34/1995, το οποίο κωδικοποίησε τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 813/1978 και 3 του ν. 2041/1992), με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις και οι συνέπειες της καταγγελίας της εμπορικής μισθώσεως από το μισθωτή (πάροδος διετίας, έγγραφη καταγγελία, επέλευση των αποτελεσμάτων μετά εξάμηνο, αποζημίωση τεσσάρων μηνιαίων μισθωμάτων) πριν από τη συμπλήρωση του συμβατικού χρόνου, κατισχύουν και των διατάξεων του π.δ. 715/1979 «περί του τρόπου ενέργειας υπό των ν.π.δ.δ. προμηθειών, μισθώσεων, εκμισθώσεων εν γένει κ.λπ.», και συγκεκριμένως και της διατάξεως του άρθρου 36 §3 του τελευταίου αυτού π.δ., που ρυθμίζει την αζήμια μονομερή λύση της μισθώσεως από τα ν.π.δ.δ. σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων της εν λόγω διατάξεως[17]. Με αφετηρία αυτή την άποψη στην περίπτωση των μισθώσεων που συνάπτονται για εγκατάσταση εκπαιδευτηρίων, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για εκπαιδευτήρια του ιδιωτικού ή του δημοσίου τομέα, όπως τα ΑΕΙ, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του π.δ. 34/1995 (και εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 43 αυτού), οι οποίες κατισχύουν των διατάξεων του π.δ. 715/ 1979.
3.4. Κατά τη γνώμη μου η ως άνω κρατούσα άποψη δεν είναι ορθή και παραγνωρίζει την αληθή έννοια της γενικής και της ειδικής διατάξεως. Με βάση και τις παρατηρήσεις και σκέψεις που διατυπώθηκαν προηγουμένως περί του ζητήματος πότε υφίσταται «Ειδικότητα» και πότε υφίσταται «Γενικότητα» - και κατά συνεκδοχήν πότε συντρέχει «Ειδική Διάταξη» και πότε συντρέχει «Γενική Διάταξη» - η διάταξη του άρθρου 36 § 3 π.δ. 715/1979 είναι σε σύγκριση με τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 εδ. β' και 43 π.δ. 34/1995 ειδική διάταξη, διότι η πρώτη (η διάταξη του άρθρου 36 § 3 π.δ. 715/1979) αναφέρεται σε όλα τα στοιχεία που συμπροσδιορίζουν το συνολικό πραγματικό της δεύτερης (δηλαδή της διατάξεως του άρθρου 1 § 1 εδ. β' και 43 π.δ. 34/ 1995), προσθέτοντας επιπλέον τουλάχιστον ένα στοιχείο στο δικό της πραγματικό, δηλαδή ότι για να εμπίπτει ο μισθωτής στο νομικό καθεστώς που θεσπίζεται με αυτή τη νομική διάταξη, θα πρέπει ο ως άνω μισθωτής να είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
3.5. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 36 § 3 π.δ. 715/1979 είναι ειδική εν σχέσει προς τη διάταξη 1 § 1 εδ. β' και 43 Π. 34/1995, η οποία έναντι αυτής έχει τη μορφή, τη λειτουργία και τη δομή της γενικής διατάξεως /ρυθμίσεως (βεβαίως και αυτή είναι ειδική έναντι των σχετικών για τη μίσθωση διατάξεων του ΑΚ). Επομένως στο βαθμό κατά τον οποίο μισθωτής είναι ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, τότε το ζήτημα των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του έναντι του εκμισθωτού για τα θέματα που ειδικώς ρυθμίζονται από τη διάταξη του άρθρου 36 § 3 π.δ. 715/1979, καθώς βεβαίως και για τα λοιπά θέματα που ρυθμίζονται από το π.δ. 715/1979, θα εφαρμοσθεί το π.δ. 715/1979 και όχι το π.δ. 34/1995, διότι το π.δ. 715/1979 συνιστά τον ειδικό νόμο που αφορά τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που είναι μισθωτές και ρυθμίζει ειδικώς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της μισθωτικής σχέσεως, που έχουν συνάψει με την ιδιότητα και το ρόλο του μισθωτού ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
3.6. Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα συνιστούν την ανώτατη βαθμίδα εκπαιδεύσεως και συνιστούν ειδικότερα την Ανώτατη Παιδεία ή άλλως Ανώτατη Εκπαίδευση ή κατά τη σύγχρονη - υποβαθμιστική για τα ΑΕΙ - ορολογία την Τριτοβάθμια Παιδεία ή άλλως Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα ΑΕΙ είναι με βάση το Σύνταγμα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπως ειδικότερα προβλέπει το άρθρο 16 § 5 Συντάγματος, το οποίο θεσπίζει την ακόλουθη ρύθμιση: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Η διάταξη αυτή του Συντάγματος είναι «δεσμευτική» για τον κοινό νομοθέτη, τον εφαρμοστή του δικαίου και τον ερμηνευτή του δικαίου ως προς την υπαγωγή των ΑΕΙ στο πραγματικό εκείνων των διατάξεων, που αφορούν τα ν.π.δ.δ. και όχι στο πραγματικό των διατάξεων, που αφορούν τα υποκείμενα δικαίου που δεν είναι ν.π.δ.δ. Επομένως επί τη βάση και αυτών των παρατηρήσεων όσον αφορά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ΑΕΙ που είναι εκ του Συντάγματος Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου θα πρέπει τα ΑΕΙ να υπαχθούν στο π.δ. 715/1979, το οποίο αφορά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ν.π.δ.δ., όταν είναι μισθωτές[18].
3.7. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε θεωρηθεί, ότι η διάταξη του άρθρου 36 § 3 π.δ. 715/ 1979 δεν είναι ειδική διάταξη εν σχέσει προς τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 εδ. β' κ αι 43 π.δ. 34/ 1995 και ότι και τα δύο π.δ. συνιστούν «ισότιμες» από πλευράς «Γενικότητας» ή «Ειδικότητας» νομοθεσίες και τότε τα ΑΕΙ ως μισθωτές υπάγονται στο π.δ. 715/1979, που αφορά τα ν.π.δ.δ. ως μισθωτές (και όχι στο π.δ. 34/1995).
3.8. Η κρατούσα άποψη δεν είναι συμβατή τελικώς ούτε με αυτό το ίδιο το π.δ. 34/1995, το οποίο στη διάταξη του εδαφίου «η΄» της § 1 του άρθρου 4 ρητώς ορίζει, ότι «1. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος;» (υπονοείται του π.δ. 34/1995) «…η. οι μισθώσεις εντός χώρων που ανήκουν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα…». Δηλαδή αυτό το ίδιο το π.δ. 34/1995 εξαιρεί[19] από τη ρύθμισή του εκείνες τις μισθώσεις χώρων −δηλαδή κατά συνεκδοχήν (και) τους μισθωτές χώρων− που ανήκουν κατά κυριότητα στα ΑΕΙ (και όπου στη συγκεκριμένη σύμβαση μισθώσεων τα ΑΕΙ εμφανίζονται ως εκμισθωτές των ως άνω χώρων). Από τη στιγμή επομένως που αυτό το ίδιο το π.δ. 34/1995 εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του εκείνες τις συμβάσεις μισθώσεως, στις οποίες ένα ΑΕΙ εμφανίζεται ως εκμισθωτής, η συνέπεια αυτής της θεωρήσεως −εν όψει και αυτής της ειδικής ρυθμίσεως του π.δ. 715/1979− υπαγορεύει, όπως και οι συμβάσεις μισθώσεως, στις οποίες ένα ΑΕΙ εμφανίζεται ως μισθωτής, να εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του π.δ. 34/1995 και να υπάγονται στις ρυθμίσεις του π.δ. 715/1979. Δηλαδή η κρατούσα άποψη δεν δικαιολογεί, ούτε αιτιολογεί πειστικώς γιατί πρέπει για τα ΑΕΙ ως ν.π.δ.δ. και ως μισθωτές να ισχύει η διάταξη του άρθρου 43 π.δ. 34/1995 και όχι η διάταξη του άρθρου 36§3 π.δ. 715/1979, όταν αυτό το ίδιο το π.δ. 34/1995 στο άρθρο 4§1 εδ. η΄ ρητώς εξαιρεί από αυτό τις μισθώσεις στις οποίες ένα ΑΕΙ είναι εκμισθωτής.
4. Η και στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο ανακύπτουσα προβληματική και μεθοδολογική και πρακτική σημασία ως προς το γενικότερο μεθοδολογικό και ερμηνευτικό ερώτημα, ποία νομική διάταξη είναι «γενική» και ποία νομική διάταξη είναι «ειδική» και κατά συνεκδοχήν ως προς το ερώτημα, ποία είναι η σχέση στο πλαίσιο ιδίως του ιδίου νομοθετήματος μεταξύ των «γενικών» και των «ειδικών» διατάξεων αυτού, παρατηρείται με ιδιαίτερη έμφαση και ένταση και στους κανόνες και διατάξεις του ΚΠολΔ, οι οποίοι εντάσσονται −ιδίως αλλά όχι μόνον− στα βιβλία του ΚΠολΔ που αφορούν ειδικότερα τις Ειδικές Διαδικασίες, την Εκούσια Δικαιοδοσία, τα Ασφαλιστικά Μέτρα[20], αλλά και την Αναγκαστική Εκτέλεση[21]. Και στο πλαίσιο αυτών των ρυθμίσεων του ΚΠολΔ για τις Ειδικές Διαδικασίες, τα Ασφαλιστικά Μέτρα, την Εκουσία Δικαιοδοσία και την Αναγκαστική Εκτέλεση δεν αποκλείεται βεβαίως ‒ αναλόγως και με τηνεκάστοτε οπτική γωνία θεωρήσεως και (αλληλο)συγκρίσεως‒ μία ρύθμιση/διάταξη είτε των Ειδικών Διαδικασιών, είτε των Ασφαλιστικών Μέτρων, είτε της Εκουσίας Δικαιοδοσίας, είτε της Αναγκαστικής Εκτελέσεως να είναι «γενική» έναντι κάποιων άλλων «ειδικών» διατάξεων/ρυθμίσεων και αντιστοίχως να είναι «ειδική» έναντι κάποιων άλλων «γενικών» διατάξεων/ρυθμίσεων ή έστω έναντι κάποιας άλλης «γενικής» διατάξεως/ρυθμίσεως.
4.1. Υπ’ αυτήν την έννοια η διάταξη του άρθρου 824 ΚΠολΔ είναι ασφαλώς «ειδική» σε σύγκριση με τις διατάξεις των άρθρων 761, 762, 763, 764 επ. κ.ο.κ. ΚΠολΔ, τα οποία στο πλαίσιο μεν της Εκουσίας Δικαιοδοσίας συνιστούν «γενικές» διατάξεις, λ.χ. έναντι του άρθρου 824 ΚΠολΔ, αλλά έναντι των αντιστοίχων διατάξεων περί ενδίκων μέσων της Αμφισβητούμενης Δικαιοδοσίας (άρθρα 495-582 ΚΠολΔ) είναι «ειδικές» διατάξεις. Υπό την ιδίαν αυτήν έννοια η διάταξη του άρθρου 734 § 3, ή η διάταξη του άρθρου 738Α ΚΠολΔ είναι «ειδικές» διατάξεις σε σύγκριση με τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ, η οποία όμως στο πλαίσιο μεν της Διαδικασίας των Ασφαλιστικών Μέτρων συνιστά «γενική» διάταξη έναντι των ως άνω άρθρων 734 § 3 και 738Α ΚΠολΔ, αλλά έναντι των αντιστοίχων διατάξεων/άρθρων περί ενδίκων μέσων της Αμφισβητουμένης Δικαιοδοσίας (άρθρα 495-582 ΚΠολΔ) είναι (μία) «ειδική» διάταξη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανακύπτει προκειμένου και για τις σχετικές ρυθμίσεις των Ειδικών Διαδικασιών. Ασφαλώς οι επί μέρους ρυθμίσεις του άρθρου 591 ΚΠολΔ συνιστούν «ειδικές» ρυθμίσεις/διατάξεις έναντι των αντιστοίχων διατάξεων/ρυθμίσεων της Τακτικής Διαδικασίας, οι οποίες με τη σειρά τους είναι «γενικές» διατάξεις έναντι των επί μέρους «ειδικών» ρυθμίσεων του* άρθρου 591 ΚΠολΔ. Από την άλλη πλευρά όμως οι σχετικές επί μέρους ρυθμίσεις του άρθρου 591 ΚΠολΔ συνιστούν «γενικές» ρυθμίσεις/διατάξεις έναντι των διατάξεων/ ρυθμίσεων του ΚΠολΔ -ως προς τη ρύθμιση των ιδίων θεμάτων- οι οποίες αφορούν ειδικώς τις επί μέρους Ειδικές Διαδικασίες. Αντίστοιχα ζητήματα ως προς τις «γενικές» και τις «ειδικές» διατάξεις ανακύπτουν βεβαίως και στο πεδίο της Αναγκαστικής Εκτελέσεως.
4.2. Όπως έχει επισημανθεί, η θέσπιση/ρύθμιση (των) Ειδικών Διαδικασιών −και γενικότερα διαφοροποιημένων μεταξύ τους Διαδικασιών στο πλαίσιο ενός Δικονομικού Κώδικα, εν προκειμένω του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας− ούτε τυχαία, ούτε αυθαίρετη είναι, αλλά έχει διαφορετική αιτιοκρατική αφετηρία και διαφορετικό τελολογικό στόχο για κάθε μία από τις θεσπιζόμενες Ειδικές Διαδικασίες[22]. Η θέσπιση διατάξεων διαφορετικού περιεχομένου και η θέσπιση διαφορετικής διαδικασίας για τις κατ’ ιδίαν Ειδικές* Διαδικασίες οδηγεί βεβαίως (και) σε ρυθμιστικές −ή άλλως συνδέεται (και) με ρυθμιστικές− διαφοροποιήσεις όχι μόνον έναντι της Τακτικής Διαδικασίας, αλλά και μεταξύ αυτών των ιδίων (των) Ειδικών Διαδικασιών. Για το λόγο αυτό στο πλαίσιο της συγκριτικής νομοτεχνικής, λειτουργικής και δομικής αλληλοθεωρήσεως της Τακτικής Διαδικασίας και των Ειδικών Διαδικασιών και της σχέσεως αφενός μεταξύ των Ειδικών Διαδικασιών και της Τακτικής Διαδικασίας και αφετέρου μεταξύ των κατ’ ιδίαν Ειδικών Διαδικασιών μεταξύ τους είναι ιδιαιτέρως σαφής η ύπαρξη/συνύπαρξη γενικών διατάξεων, μερικοτέρων γενικών διατάξεων, γενικοτέρων ειδικών διατάξεων και τελείως ειδικών διατάξεων. Λόγω αυτού του νομοτεχνικού φαινομένου[23] και εν προκειμένω αφετηρία είναι η θέση, ότι «η ανεύρεση της εφαρμοστέας διατάξεως σε μία περίπτωση, η οποία λ.χ. ρυθμίζεται (και) στο ειδικό μέρος των Ασφαλιστικών Μέτρων ή σε μία Ειδική Διαδικασία θα πρέπει μεθοδολογικώς να εκκινεί όχι από το γενικότερο προς το μερικότερο και στη συνέχεια στο ειδικότερο, ή από το μερικότερο στο ειδικότερο, αλλά αντιστρόφως από το ειδικότερο προς το μερικότερο και αντιστοίχως από το μερικότερο στο γενικότερο»[24].
5. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη σχέση μεταξύ «γενικών» διατάξεων και «ειδικών» διατάξεων στο πεδίο των περί του Κληρονομητηρίου διατάξεων παρέχει ιδίως η διάταξη του άρθρου 824 ΚΠολΔ σχετικώς με την άσκηση −ή μη άσκηση− ή αντιστοίχως με το παραδεκτό (ή αντιθέτως με το μη παραδεκτό) των ενδίκων μέσων στις διάφορες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες στο πλαίσιο της Εκουσίας Δικαιοδοσίας αφορούν την παροχή (ή αντιθέτως τη μη παροχή) του Κληρονομητηρίου.
5.1. Ως γνωστόν με το άρθρο 824 (885)§2 εδ.α ΚΠολΔ −όπως ισχύει μετά τους νόμους 5095/ 2024 και 5134/2024− ρυθμίζεται ρητώς και σαφώς μόνον η προσβολή με ένδικα μέσα της δικαστικής αποφάσεως με την οποία γίνεται τελικώς δεκτή η αίτηση για παροχή Κληρονομητηρίου και κατά συνεκδοχήν διατάσσεται η παροχή του Κληρονομητηρίου. Ταυτοχρόνως με τη διάταξη του εδαφίου γ΄ της §2 του άρθρου 824 (885) ΚΠολΔ ρητώς και σαφώς επίσης προβλέπεται, ότι η απόφαση που διατάσσει την παροχή πιστοποιητικού δεν υπόκειται σε Αναψηλάφηση, Αναίρεση ή Τριτανακοπή. Όπως επισημάνθηκε η διάταξη του άρθρου 824 ΚΠολΔ −τοσο πριν από την τροποποίησή της με τους ν. 5095/2024 και 5134/2024, όσο και μετά την τροποποίησή της με τους ν. 5095/2024 και 5134/ 2024− είναι αναμφιβόλως «ειδική» διάταξη σε σύγκριση με τις διατάξεις των άρθρων 761, 762, 763, 764 επ. ΚΠολΔ, τα οποία με τη σειρά τους στο μεν στενότερο πλαίσιο της Εκουσίας Δικαιοδοσίας είναι και λειτουργούν ως «γενικές» διατάξεις έναντι του ως άνω άρθρου 824 ΚΠολΔ −και των αντιστοίχων ρυθμίσεών του− πλην όμως έναντι των αντιστοίχων διατάξεων περί Ενδίκων Μέσων της Αμφισβητούμενης Δικαιοδοσίας (άρθρα 495-582 ΚΠολΔ) είναι «ειδικές» διατάξεις. Όμως λόγω των σαφών και ρητών ρυθμίσεων του άρθρου 824 ΚΠολΔ τόσο ως προς τα επιτρεπόμενα/παραδεκτά Ένδικα Μέσα, όσο και ως προς τα μη επιτρεπτά/μη παραδεκτά Ένδικα Μέσα ειδικώς κατά των δικαστικών αποφάσεων που διατάσσουν την παροχή Κληρονομητηρίου και ανεξαρτήτως του ζητήματος έναντι ποίων διατάξεων του ΚΠολΔ είναι «ειδική» η διάταξη του άρθρου 824 ΚΠολΔ, ούτως ή άλλως δεν τίθεται ζήτημα μη εφαρμογής του άρθρου 824 §2 ΚΠολΔ −όπως τροποποιήθηκε μετά τους ν. 5095/2024 και 5134/2024− όσον αφορά την άσκηση −ή μη άσκηση− Ενδίκων Μέσων (και ποίων) κατά των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσεται η παροχή (του) Κληρονομητηρίου.
5.2. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην οποία εφαρμόζεται η «γενική» διάταξη λόγω ελλείψεως αντίστοιχης «ειδικής» διατάξεως −αλλά και λόγω μη ενδεικνυομένης αναλογικής εφαρμογής άλλης «ειδικής» διατάξεως −συνιστά η περίπτωση της απορρίψεως από το Δικαστήριο της αιτήσεως για την παροχή του Κληρονομητηρίου. Ως γνωστόν ενώ ο ΚΠολΔ −όπως επισημάνθηκε και αμέσως ανωτέρω− ρυθμίζει ρητώς και σαφώς τόσο με ποία ένδικα μέσα προσβάλλεται η δικαστική απόφαση, η οποία διατάσσει την παροχή του Κληρονομητηρίου, όσο και με ποία Ένδικα Μέσα δεν προσβάλλεται η δικαστική απόφαση, η οποία διατάσσει την παροχή του Κληρονομητηρίου, αντιθέτως, ο ίδιος ΚΠολΔ δεν ρυθμίζει καθόλου στο πλαίσιο των ως άνω ειδικών διατάξεων που αφορούν το Κληρομητήριο το ζήτημα της προσβολής εκείνων των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες απορρίπτουν την αίτηση για παροχή του Κληρονομητηρίου (δηλαδή ο ΚΠολΔ ούτε προβλέπει την άσκηση ενδίκων μέσων −και ποίων− κατά των αποφάσεων, οι οποίες απορρίπτουν την αίτηση για παροχή Κληρονομητηρίου, ούτε απαγορεύει την άσκηση ενδίκων μέσων −όλων ή μερικών− έναντι αυτών). Η εν προκειμένω σαφής, και κατά τη γνώμη μου συνειδητή, σιωπή ως προς την άμεση (αλλά και έμμεση) ρύθμιση του θέματος αυτού από τον ΚΠολΔ δεν σημαίνει, ότι θα πρέπει να θεωρηθεί, ότι το ίδιο ισχύει ως προς τις απορριπτικές αποφάσεις για την παροχή Κληρονομητηρίου −από πλευράς προσβολής τους με ένδικα μέσα− όπως και στις δικαστικές αποφάσεις που κάνοντας δεκτή την αντίστοιχη αίτηση διατάσσουν την παροχή Κληρονομητηρίου (σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 824 ΚΠολΔ), δηλαδή ότι και ως προς αυτές (=τις απορριπτικές) επιτρέπεται η άσκηση μόνον του ένδικου μέσου της εφέσεως. Επομένως κατ’ ακολουθίαν αυτής της μεθοδολογικής πορείας και θεωρήσεως όσον αφορά την απάντηση στο ερώτημα, αν οι δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες απορρίπτεται η αίτηση για παροχή Κληρονομητηρίου και κατά συνεκδοχήν δεν παρέχεται το αιτηθέν/αιτούμενο κληρονομητήριο, προσβάλλονται με Ένδικα Μέσα και με ποία (δηλαδή με όλα, ή όχι, ή μόνο με έφεση), ως ορθή θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να θεωρηθεί η άποψη, ότι για τις δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες απορρίπτεται η αίτηση για παροχή Κληρονομητηρίου και δεν παρέχεται το αιτούμενο κληρονομητήριο, ισχύουν ως προς την προσβολή τους με ένδικα μέσα οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ ως προς την Εκουσία Δικαιοδοσία (άρθρα 739-791 ΚΠολΔ) και, επομένως, ότι αυτές οι δικαστικές αποφάσεις (δηλαδή οι απορριπτικές της αιτήσεως για χορήγηση Κληρονομητηρίου) προσβάλλονται με τα ένδικα μέσα, τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 760 επ. ΚΠολΔ[25]. Ορθώς επίσης επισημαίνεται εν προκειμένω, ότι η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση για έκδοση/χορήγηση Κληρονομητηρίου είναι −σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο και στην περίπτωση αυτή άρθρο 518 ΚΠολΔ− τριάντα ημερών (της ως άνω προθεσμίας αρχομένης από την επίδοση της αντίστοιχης προσβαλλομένης αποφάσεως)[26]. Και εν προκειμένω η ισχύς/ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 518 ΚΠολΔ υπαγορεύεται εκ του ότι αφενός πρόκειται για μια γενική δικονομική διάταξη (δηλαδή γενικής ισχύος και εφαρμογής στο βαθμό που δεν υπάρχει κάποια άλλη αντίθετη ειδική διάταξη) και αφετέρου λόγω του ότι δεν υπάρχει στο κεφάλαιο με τις ειδικές διατάξεις της Εκουσίας Δικαιοδοσίας (άρθρα 782-866) και ιδίως στις διατάξεις που ρυθμίζουν τα του Κληρονομητηρίου κάποια ειδική διάταξη, η οποία να θεσπίζει άλλη προθεσμία ενεργείας για την άσκηση της Εφέσεως στην περίπτωση αυτή.
6.Αντίστοιχα ζητήματα ως προς την έννοια, λειτουργία και την κατά περίπτωση συμβατότητα και «προτεραιοποίηση» μεταξύ (των) «γενικών» και (των) «ειδικών» διατάξεων ανακύπτουν και ως προς τις διατάξεις του ΚΠολΔ που αφορούν την Αναγκαστική Εκτέλεση.
6.1. Βεβαίως, το όγδοο βιβλίο του ΚΠολΔ που περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις του ΚΠολΔ που αφορούν την Αναγκαστική Εκτέλεση δεν έχει με τα άρθρα 1-590 ΚΠολΔ την ίδια σχέση που έχουν με τα ως άνω άρθρα (1-590 ΚΠολΔ) οι σχετικές διατάξεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στο τέταρτο βιβλίο του ΚΠολΔ −άρθρα 591 έως 645 και αφορούν τις Ειδικές Διαδικασίες− ή στο πέμπτο βιβλίο του ΚΠολΔ −άρθρα 682 έως 838 Α και αφορούν τα Ασφαλιστικά Μέτρα− ή στο έκτο βιβλίο του ΚΠολΔ −άρθρα 739 έως 866 και αφορούν την Εκουσία Δικαιοδοσία− διότι το ως άνω όγδοο βιβλίο του ΚΠολΔ, το οποίο ρυθμίζει την Αναγκαστική Εκτέλεση, δεν θεσπίζει μία διαγνωστική ή άλλως διαγνωστικής φύσεως και μορφής «Ειδική Διαδικασία» ανταγωνιστική της Τακτικής Διαδικασίας ή κάποιας των Ειδικών Διαδικασιών που έχουν τον χαρακτήρα της Διαγνωστικής Δίκης (και ρυθμίζουν μορφές δίκης/δικαστικής διαδικασίας που εντάσσονται στη Διαγνωστική Δίκη). Άλλωστε, η Διαδικασία της Αναγκαστικής Εκτελέσεως δεν συνιστά Ειδική Διαδικασία (διαγνωστικής φύσεως και μορφής) έναντι της Διαγνωστικής Δίκης/Διαδικασίας της Τακτικής Διαδικασίας ή κάποιας εκ των Ειδικών Διαδικασιών (των άρθρων 591-645 ΚΠολΔ), αλλά μία Εκτελεστική Διαδικασία −ή άλλως Διαδικασία Εκτελέσεως (και δη Αναγκαστικής Εκτελέσεως)− στο πλαίσιο της οποίας βεβαίως μπορούν να ανακύπτουν και διαφορές που δημιουργούν και δίκες/διαδικασίες −και− με στοιχεία και χαρακτήρα Διαγνωστικής Δίκης[27]. Πέραν τούτου στο όγδοο βιβλίο του ΚΠολΔ για την Αναγκαστική Εκτέλεση δεν υφίσταται αντίστοιχη διάταξη με το άρθρο 591 ΚΠολΔ ή με το άρθρο 741 ΚΠολΔ. Αυτό όμως −δηλαδή η έλλειψη στο όγδοο βιβλίο του ΚΠολΔ για την Αναγκαστική Εκτέλεση αντίστοιχης με τη διάταξη του άρθρου 591 ή του άρθρου 741 ΚΠολΔ διατάξεως− δεν σημαίνει, ότι αποκλείεται εξ ορισμού η εφαρμογή και στο πεδίο της Αναγκαστικής Εκτελέσεως διατάξεων της Τακτικής Διαδικασίας, όταν δεν υπάρχουν αντίστοιχες ειδικές (ως προς τα θέματα αυτά) διατάξεις για την Αναγκαστική Εκτέλεση.
6.2. Χαρακτηριστικές διατάξεις με ιδιαίτερο επιστημονικό/μεθοδολογικό ενδιαφέρον από την οπτική γωνία της έννοιας και λειτουργίας των «γενικών» και «ειδικών» διατάξεων −και της μεταξύ αυτών «προτεραιοποιήσεως», ή του μεταξύ αυτών προβαδίσματος− αποτελούν μεταξύ άλλων οι διατάξεις των άρθρων 937 και 947 § 1 ΚΠολΔ όσον αφορά ιδίως την προσβολή των επί τη βάσει αυτών εκδιδομένων σχετικών δικαστικών αποφάσεων με ένδικα μέσα (όπως αυτές οι διατάξεις ίσχυαν ή ίσχυσαν υπό το κράτος ισχύος του νόμου −και με βάση τη διατύπωσή τους με το νόμο− 4335/2015). Ως γνωστόν η διάταξη του άρθρου 937 (999) ΚΠολΔ έχει υποστεί πολλές μεταβολές μέχρι σήμερα και άλλοτε είχε στενότερη διατύπωση, ενώ άλλοτε είχε ευρύτερη διατύπωση. Με βάση το ν. 4335/ 2015− και υπό την ισχύ του ως άνω νόμου− το άρθρο 937 (999) ΚΠολΔ είχε κατά πολύ στενότερη διατύπωση σε σύγκριση τόσο με τη διατύπωση που είχε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, όσο και με τη διατύπωση που έχει πλέον με βάση το μεταγενέστερο ν. 4842/2021 (ο οποίος κατήργησε σε βασικά του σημεία τον, ούτως ή άλλως προβληματικό, νόμο 4335/2015). Ακριβώς δε λόγω της στενής/στενότερης διατυπώσεως του άρθρου 937 (999) ΚΠολΔ υπό το κράτος ισχύος του ν. 4335/2015 είχε τεθεί το καίριο ερώτημα και τίθεται και τώρα το ερώτημα, αν οι κατά το άρθρο 947§1 ΚΠολΔ εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις είναι −ή όχι− επιδεκτικές προσβολής με το έκτακτο ένδικο μέσο της Αναιρέσεως και γενικότερα με Ένδικα Μέσα.
6.3. Ανεξαρτήτως της διαφοροποιημένης διατυπώσεως που είχε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα (από το 1968 έως σήμερα) η διάταξη του άρθρου 937 (999) είναι σαφές, ότι η ως άνω θεμελιώδης διάταξη στο ρυθμιστικό πεδίο της Αναγκαστικής Εκτελέσεως είναι επιδεκτική της ακόλουθης θεωρήσεως: Σε σύγκριση μεν με τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 1-590 (Τακτική Διαδικασία/Αμφισβητούμενη Δικαιοδοσία) που ρυθμίζουν γενικώς την άσκηση Ενδίκων Μέσων κατά των δικαστικών αποφάσεων η διάταξη του άρθρου 937 (999) ΚΠολΔ είναι −έναντι δηλαδή αυτών των γενικών διατάξεων των άρθρων 495 έως και 590 ΚΠολΔ− ειδική διάταξη. Σε σύγκριση όμως με (άλλες) διατάξεις του ογδόου βιβλίου του ΚΠολΔ, το οποίο ρυθμίζει την Αναγκαστική Εκτέλεση η διάταξη του άρθρου 937 (999) ΚΠολΔ είναι γενική διάταξη, όπως λ.χ. σε σύγκριση με τη διάταξη του άρθρου 947§1 ΚΠολΔ, η οποία έναντι της (ως προς αυτήν) γενικής διατάξεως της ως άνω διατάξεως του άρθρου 937 (999) ΚΠολΔ είναι ειδική διάταξη. Η διάταξη του άρθρου 947§1 ΚΠολΔ ρυθμίζει την απειλή/επιβολή/βεβαίωση/χρηματικών ποινών σε βάρος του οφειλέτου και υπέρ του δανειστού, καθώς και την προσωπική κράτηση του οφειλέτου στην περίπτωση κατά την οποίαν ο οφειλέτης παραβιάζει την υποχρέωσή του για την παράλειψη/ανοχή πράξεων[28]. Εν όψει ακριβώς του ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 947§1 ΚΠολΔ είναι εν προκειμένω η ειδική διάταξη, η οποία χρήζει εφαρμογής, όσον αφορά την απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα, αν οι δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 947§1 και 614 ΚΠολΔ προσβάλλονται με το Ένδικο Μέσο της Αναιρέσεως και γενικότερα με Ένδικα Μέσα, ως ορθή θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να θεωρηθεί συμπερασματικώς η ακόλουθη άποψη: α) Είναι/ ήταν επιτρεπτή/ παραδεκτή (υπό την ισχύ του ν. 4335/2015) αίτηση Αναιρέσεως (καθώς και η άσκηση των λοιπών προβλεπομένων από τις σχετικές διατάξεις Ενδίκων Μέσων) κατά (τελεσίδικης) αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου, που βεβαιώνει κατά τις διατάξεις των άρθρων 947 § 1 και 614 επ. ΚΠολΔ την παράβαση και καταδικάζει στη χρηματική ποινή, ως και κατά της αντίστοιχης αποφάσεως του Εφετείου επί εφέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως. Είναι αυτονόητο, ότι υπό την ισχύ πλέον του ν. 4842/ 2021 (και την από τον ως άνω Νόμο τροποποίηση των κρισίμων διατάξεων του ΚΠολΔ, ιδίως δε του άρθρου 937) πολλώ μάλλον είναι επιτρεπτή/παραδεκτή η αίτηση Αναιρέσεως (καθώς και των λοιπών προβλεπομένων από τις σχετικές δικονομικές διατάξεις Ενδίκων Μέσων) κατά των περί ων ο λόγος Δικαστικών Αποφάσεων. β) Οι ως άνω αποφάσεις δεν υπήγοντο/δεν υπάγονται στην απαγόρευση Αναιρέσεως (και των άλλων Ενδίκων Μέσων) κατά το άρθρο 937 § 1 β ΚΠολΔ (όπως το άρθρο αυτό ίσχυε/ίσχυσε/ισχύει με βάση τον ν. 4335/2015). Είναι αυτονόητο, ότι υπό την ισχύ πλέον του ν. 4842/ 2021 (και την από τον ως άνω Νόμο τροποποίηση των κρισίμων διατάξεων του ΚΠολΔ, ιδίως δε του άρθρου 937) πολλώ μάλλον δεν υπάγονται στην απαγόρευση Αναιρέσεως (και των άλλων Ενδίκων Μέσων) οι ως άνω Δικαστικές Αποφάσεις.
7. Αντίστοιχα ζητήματα ως προς την έννοια, λειτουργία και την κατά περίπτωση συμβατότητα μεταξύ των «γενικών» και των «ειδικών» διατάξεων ανακύπτουν και ως προς τις διατάξεις του ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν τα Ασφαλιστικά Μέτρα (άρθρα 682-738 Α ΚΠολΔ), όπου και εκεί στο μεν Κεφάλαιο Α΄ του πέμπτου βιβλίου του ΚΠολΔ περιλαμβάνονται οι Γενικές Διατάξεις των Ασφαλιστικών Μέτρων (άρθρα 682-703), ενώ στα Κεφάλαια Β΄ έως και Θ΄ του ίδιου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 704-738Α) περιλαμβάνονται οι Ειδικές Διατάξεις, που αφορούν τα κατ’ ιδίαν Ασφαλιστικά Μέτρα.
7.1. Και εν προκειμένω ισχύει, ότι «η ανεύρεση της εφαρμοστέας διατάξεως σε μία περίπτωση, η οποία λ.χ. ρυθμίζεται (και) στο ειδικό μέρος των Ασφαλιστικών Μέτρων ή σε μία Ειδική Διαδικασία θα πρέπει μεθοδολογικώς να εκκινεί όχι από το γενικότερο προς το μερικότερο και στη συνέχεια στο ειδικότερο, ή από το μερικότερο στο ειδικότερο, αλλά αντιστρόφως από το ειδικότερο προς το μερικότερο και αντιστοίχως από το μερικότερο στο γενικότερο»[29]
7.2. Επομένως στο βαθμό που ανακύπτει ζήτημα, αν μία δικαστική απόφαση που αφορά ένα συγκεκριμένο κατ’ ιδίαν Ασφαλιστικό μετρο προσβάλλεται, ή όχι, με κάποιο Ένδικο Μεσο, αφετηρία θα είναι οι συγκεκριμένες ειδικές διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν το συγκεκριμένο Ασφαλιστικό Μέτρο. Αν διαπιστωθεί, ότι υφίσταται συγκεκριμένη προς τούτο διάταξη −λ.χ. το άρθρο 734 § 3 για την Προσωρινή Ρύθμιση Καταστάσεως, ή το άρθρο 738 Α § 2 εδ. δ΄ ΚΠολΔ για την Ευρωπαϊκή Διαταγή Δεσμεύσεως Λογαριασμού− τότε εφαρμόζεται αυτή η συγκεκριμένη διάταξη για την αντίστοιχη δικαστική απόφαση για το συγκεκριμένο Ασφαλιστικό Μέτρο. Αν δεν υφίσταται κάποια τέτοιας μορφής ειδική διάταξη για το συγκεκριμένο ζήτημα −λ.χ. του επιτρεπτού ή όχι Ενδίκων Μέσων− τότε θα ισχύσει η για τα Ασφαλιστικά Μέτρα γενική διάταξη ως προς τα Ένδικα Μέσα του άρθρου 699 ΚΠολΔ.
[1]. Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο του Καθηγητού Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου.
[2]. Ν.Σ. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του αστικού δικαίου, τρίτη έκδοση, 1983, σ. 40.
[3]. Βλ. Ι. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου3, 2022, σ. 76 επ.
[4]. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου5, 2012, σ. 50, π.α. 45.
[5]. Κ.Σημαντήρας, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, τετάρτη έκδοση, Αθήνα, 1983, σ. 98/99.
[6]. Κ.Σημαντήρας, ό.π., σ. 75.
[7]. Δ. Παπαστερίου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Δεύτερη έκδοση, Αθήνα, 2009, σ. 118.
[8]. Ν. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, Τρίτη έκδοση, Αθήνα, 1983, σ. 40.
[9]. Ο κανόνας αυτός για την πρωτοκαθεδρία του «lex posterior», ή του lex prior, ή του «lex generalis», ή του «lex specialis» δεν (φαίνεται να) ισχύει στις περιπτώσεις στις οποίες τα «συγκρουόμενα» δίκαια δεν έχουν την ίδια τυπική ισχύ, οπότε ανεξαρτήτως του ως άνω κριτηρίου ισχύει εκείνη η νομική διάταξη, η οποία με βάση τη συνταγματική ή/και δημοσίου διεθνούς δικαίου ιεράρχηση απολαμβάνει μιας τυπικής ιεραρχίας έναντι της άλλης.
[10]. Βλ. λχ. Κ. Larenz, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, Δεύτερη έκδοση, Berlin-Heidelberg- New York, 1969 σ. 207: «....eine Frage der Gesetzesauslegung oder der ergänzenden Rechtsfindung»- βλ. επίσης το έργο των Η. Koziol- R.Welser-A. Kletečka, Grundriss des bürgerlichen Rechts, Band Ι (Allgemeiner Teil, Sachenrecht, Familienrecht)14, Δεκάτη Τετάρτη έκδοση από τον A. Kletečka, Wien, 2014 σ. 40 «... muss durch Gesetzesauslegung festgestellt werden».
[11]. H.Koziol-R.Welser-A. Kletečka, ό.π., σ. 40: «... wenn ein Tatbestand (Spezialtatbestand) alle Merkmale eines anderen (Generaltatbestand) und dazu noch mindestens ein weiteres aufweist».
[12]. K.Larenz, ό.π., σ. 209: «.... Da jedoch die “engere“ Vorschrift mindestens in einer Hinsicht weiter ist (d.h. auch einige Fälle betrifft, die von der „weiteren“ nicht erfasst sind), so liegt das Verhältnis der „Spezialität“ im logischen Sinne nicht vor“».
[13]. H. Koziol-R.Welser-A.KIetečka, ό.π., σ. 40.
[14]. H. Koziol-R.Welser-A.KIetečka, ό.π., σ. 40: «Setzt sich also ein Tatbestand aus den juristischen Tatsachen T1, T2 und T3 zusammen, so steht ein anderer Tatbestand, der die Rechtsfolge an die Merkmale T1, T2, T3 und T4 knüpft zu ihm im Verhältnis der Spezialität».
[15]. H.Koziol-R.Welser- A.KIetečka, ό.π., σ. 40.
[16]. Βλ. Χ. Παπαδάκη, Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, εκδ. 2000, 3η έκδοση, τόμ. Α΄, αριθ. 901 επ.· Ι. Κατρά, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, 9η εκδ., 2009, § 68, σ. 367.
[17]. Βλ. ΑΠ 885/2009 ΕπΔικΠολυκ 2010. 61· ΑΠ 1429/2000 ΑρχΝ 2001. 571· ΑΠ 553/1995 ΕλλΔνη 1996. 306· ΑΠ 1063/2015.
[18]. Την ίδια −ως προς το θέμα αυτό− άποψη −η οποία όμως δεν είχε περιληφθεί σε κάποια μελέτη μου− είχα διατυπώσει και πριν από αρκετά χρόνια ως (τότε) Νομικός Σύμβουλος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
[19]. Βλ. και Χ. Παπαδάκη, Εγχειρίδιο Εμπορικών Μισθώσεων, μετά το ν. 4242/2014, 2014, σ. 103.
[20]. Βλ. Ν.Κ. Κλαμαρή, Η διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, De lege lata σταθμίσεις, αξιολογήσεις και προσεγγίσεις σε συνδυασμό και με de lege ferenda σκέψεις, προτάσεις και προοπτικές, σ. 114-116, στο συλλογικό έργο: Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, Ιδιωτική Ασφάλιση, Δικονομία Αυτοκινητικών Διαφορών, Πρακτικά Διημερίδας 15 και 16 Οκτωβρίου 2010, Αθήνα, 2011.
[21]. Βλ. Ν.Κ. Κλαμαρή, Η προσβολή των κατά τα άρθρα 947 § 1 και 614 ΚΠολΔ εκδιδομένων (με βάση τον ν. 4335/2015 και τον ν. 4842/2021) Δικαστικών Aποφάσεων με το έκτακτο Ένδικο Μέσο της Αναιρέσεως (και γενικότερα με Ένδικα Μέσα), ΕΠολΔ, 2024. 121-139 (131 επ.).
[22]. Όπως έχει λεχθεί ποικίλλουν οι λόγοι, οι οποίοι κατά καιρούς οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση (των) ειδικών Διαδικασιών. Ειδικότερα άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν τον νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν από την προσπάθεια προστασίας ενός θεσμού ή μιας σχέσεως που εθεωρείτο θεσμός της κοινωνίας και του κοινωνικού ιστού μιας έννομης τάξεως. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ειδικής διαδικασίας συνιστά η ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, των οποίων πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η δίκη διαζυγίου. Άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν από την προσπάθεια της προστασίας μιας κατηγορίας διαδίκων, σε κάποιες κατηγορίες εννόμων σχέσεων, στο πλαίσιο των οποίων αποτελούσε κοινό τόπο η διαπίστωση, ότι υπήρχε μία ανισομέρεια -κοινωνική, οικονομική μορφωτική κ.ο.κ.- μεταξύ των διαδίκων. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ειδικής διαδικασίας συνιστά η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν/εκκινούν από μία ιδεολογική οικονομική θεώρηση βασισμένη και στη διαπίστωση, ότι κάποια απαραίτητα αγαθά για τη διαβίωση των ανθρώπων και την κοινωνική ειρήνη στο πλαίσιο των συγχρόνων κοινωνιών ήταν εν ανεπαρκεία σε συνδυασμό και με τη γενικότερη κακή οικονομική και αναπτυξιακή κατάσταση μιας δεδομένης συγκεκριμένης στιγμής και συγκυρίας μιας πολιτείας/έννομης τάξεως και ταυτόχρονα από την προσπάθεια προστασίας μιας κατηγορίας διαδίκων. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ειδικής διαδικασίας συνιστά η ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών. Άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν/εκκινούν από τη διαπίστωση, ότι για την κοινωνικά επωφελή, λυσιτελή, ορθολογική και αποτελεσματική ενάσκηση κάποιων ελευθέρων επαγγελμάτων θα έπρεπε να ευνοηθούν από πλευράς δωσιδικίας
οι ελεύθεροι επαγγελματίες ως ενάγοντες στη διεκδίκηση της αμοιβής τους, ταυτόχρονα όμως ότι πρέπει να υπάρχει στο πλαίσιο της διεκδικήσεως αυτών και η απαραίτητη διαφάνεια και αντιστοίχιση κάθε συγκεκριμένης εργασίας με την εις αυτή αντιστοιχούσα αμοιβή. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ειδικής διαδικασίας συνιστά η ειδική διαδικασία των αμοιβών. Άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν/εκκινούν από την προσπάθεια να διαφυλαχθεί η ηθική, συναισθηματική και ψυχολογική ισορροπία κάποιων προσώπων, και ειδικότερα των παιδιών. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ειδικής διαδικασίας συνιστά η ειδική διαδικασία για τις διαφορές μεταξύ γονέων και παιδιών. Άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν/εκκινούν από την προσπάθεια να ενισχυθεί η σύνταξη εγγράφων που θα αποδεικνύουν αξιώσεις και ταυτόχρονα να επιταχυνθεί η δικαστική αναγνώριση και καταψήφιση όσων αξιώσεων αποδεικνύονται εγγράφως, με την ταυτόχρονη ταχύτερη δημιουργία ενός εκτελεστού τίτλου. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ειδικής διαδικασίας συνιστά η ειδική διαδικασία της διαταγής πληρωμής. Άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν/εκκινούν από την προσπάθεια για την προστασία της προσωπικότητας των ανθρώπων έναντι της ισχυρότερης και πλέον ανέλεγκτης δυνάμεως στο πλαίσιο κάθε δημοκρατικής έννομης τάξεως/πολιτείας, δηλαδή έναντι του τύπου και της δημοσιογραφίας. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση συνιστά η ειδική διαδικασία για τις διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, η οποία προκλήθηκε από τον τύπο ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, καθώς και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων. Πρόκειται για χαρακτηριστική μορφή ειδικής διαδικασίας, η οποία αποβλέπει αφενός στη γενικότερη δικαστική προστασία του ανθρώπου από τέτοιου είδους συνηθέστατες προσβολές και αφετέρου στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης στις συγκεκριμένες υποθέσεις/ διαφορές. Άλλες φορές οι λόγοι που οδήγησαν το δικονομικό νομοθέτη στη θέσπιση μιας ειδικής διαδικασίας εκκινούσαν/εκκινούν από τη σκέψη, αφενός ότι τον πυρήνα από τον οποίο εκπηγάζει μία κατηγορία διαφορών −και μάλιστα μία αριθμητικά μεγάλη κατηγορία διαφορών− αποτελεί η χρήση πραγμάτων/αντικειμένων που εμπεριέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη «φύση του πράγματος» υψηλές πιθανότητες διακινδυνεύσεως και προκλήσεως ζημιών. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ειδικής διαδικασίας συνιστά ακριβώς η ειδική διαδικασία που αφορά την εκδίκαση των διαφορών που αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεων οποιασδήποτε μορφής για ζημιές από αυτοκίνητο κ.λπ. Επομένως συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί, ότι μπορεί μεν ως ένας κοινός παρονομαστής του σκοπού των ειδικών διαδικασιών του ΚΠολΔ να θεωρηθεί η επίτευξη ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης στις υποθέσεις/διαφορές που υπάγονται στις ειδικές αυτές διαδικασίες, πλην όμως η κάθε μία από αυτές τις ειδικές διαδικασίες έχει και την αυτοτελή δική της τελολογία και αποβλέπει και σε στόχους που συνδέονται αποκλειστικά με την ειδικότερη φύση των διαφορών/υποθέσεων που υπάγονται σε κάθε μία από αυτές τις ειδικές διαδικασίες. Δηλαδή η τελολογία των ειδικών διαδικασιών δεν είναι ενιαία και μονολιθική. Σε ένα βαθμό διαπιστώνεται βέβαια, ότι υπάρχει μία κοινή τελολογία αυτών −δηλαδή η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης− διαπιστώνεται όμως ταυτόχρονα, ότι υπάρχουν και παραλλαγές ως προς την περαιτέρω τελολογία εκάστης εξ αυτών και ότι η τελολογία τους δεν εξαντλείται απλώς και μόνο στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Βλ. Ν. Κ. Κλαμαρή, Η διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, De lege lata σταθμίσεις, αξιολογήσεις και προσεγγίσεις σε συνδυασμό και με de lege ferenda σκέψεις, προτάσεις και προοπτικές, σ. 114-116, στο συλλογικό έργο: Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, Ιδιωτική Ασφάλιση, Δικονομία Αυτοκινητικών Διαφορών, Πρακτικά Διημερίδας 15 και 16 Οκτωβρίου 2010, Αθήνα, 2011.
[23]. Ν.Κ. Κλαμαρής,Η διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, De lege lata σταθμίσεις, αξιολογήσεις και προσεγγίσεις σε συνδυασμό και με de lege ferenda σκέψεις, προτάσεις και προοπτικές, ό.π., σ. 98-122 (100-103).
[24]. Βλ. Ν.Κ. Κλαμαρή, Παρέμβαση στο 46ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Πρακτικά του Συνεδρίου, σ. 188.
[25]. Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Τ. 19 άρθρ. 824, σ. 1046˙ Λ. Κιτσαράς, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 1964-1966, αριθ. 25, σ. 584 (και με περαιτέρω παραπομπές)˙ Γ. Θ. Ράμμος – Ν. Κ. Κλαμαρής – Ν. Μ. Κατηφόρης, Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Δ΄ έκδοση, 2024, σ. 746. Βλ. όμως και Π. Αρβανιτάκη, στους Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ2, άρθρ. 824, σ. 601/602.
[26]. Απ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο3, 2023, σ. 792.
[27]. Βλ. Ν.Κ. Κλαμαρή, Η προσβολή των κατά τα άρθρα 947 § 1 και 614 ΚΠολΔ εκδιδομένων… Δικαστικών Αποφάσεων… ό.π., ΕΠολΔ, 2024. 121-139 (132).
[28]. Για το ζήτημα, αν οι αποφάσεις που εκδίδονται με βάση το άρθρο 947 § 1 ΚΠολΔ προσβάλλονται με το Ένδικο Μέσο της Αναιρέσεως και γενικότερα με Ένδικα Μέσα, βλ. και τις ακόλουθες σημαντικές Γνωμοδοτήσεις των αντιστοίχων Καθηγητών (αλφαβητικώς): Π. Γιαννόπουλου, Χαρακτήρα της δίκης με αντικείμενο τη βεβαίωση των ποινών του άρθρου 947§1 ΚΠολΔ ως δίκης περί την εκτέλεση και επιτρεπτό προσβολής της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με έκτακτα ένδικα μέσα, ΕΠολΔ 2021. 677-689· Π. Κολοτούρου, Η δίκη δια την επιβολήν των ποινών του άρθρου 947 ΚΠολΔ ως δίκη περί την εκτέλεσιν και το διαδικαστικόν πλαίσιον αυτής εξ επόψεως διαχρονικού δικονομικού δικαίου, ΕΠολΔ 2021. 662-676· Ν. Νίκα, Η δίκη περί επιβολής των ποινών προς παράλειψη ή ανοχή πράξεων (ΚΠολΔ 947 Ι 3) αποτελεί δίκη περί την εκτέλεση – Ζητήματα διαχρονικού δικαίου, ΕΠολΔ 2022. 517-527· Ε. Ποδηματά, Έμμεση εκτέλεση αξιώσεων προς παράλειψη κατ’ άρθρ. ΚΠολΔ 947 (Φύση της κατ’ άρθρ. ΚΠολΔ 947 § 1 εδ. 3 αποφάσεως και δυνατότητα προσβολής της με ένδικα μέσα −Διαχρονικού Δικαίου ζητήματα), ΧρΔΔ 2023. 84-106. Βλέπε και την απόφαση του Αρείου Πάγου 1006/2023 (Τ. Πατρώνα) για το ίδιο ζήτημα.
[29]. Βλ. Ν.Κ. Κλαμαρή, Παρέμβαση στο 46ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Πρακτικά του Συνεδρίου, σ. 188.