Ι. Σ. Αγγέλου - Ευαγ. Ηρ. Ζιάκα : Απόρριψη αγωγής ως προώρως ασκηθείσας και παραγραφή των σχετικών αξιώσεων στην πολιτική και διοικητική δίκη. Μεταξύ δόγματος, ratio και ουσιαστικής δικαιοσύνης
Aπόρριψη της αγωγής ως προώρως ασκηθείσας και παραγραφή
των σχετικών αξιώσεων στην πολιτική και τη διοικητική δίκη
Μεταξύ δόγματος, ratio και ουσιαστικής δικαιοσύνης
Ιωάννη Σ. Αγγέλου
Πρωτοδίκη ΔΔ
Μεταδιδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Ευάγγελου Ηρ. Ζιάκα
Δικηγόρου
ΔΝ Πανεπιστήμιο Konstanz
LL.M. Πανεπιστήμιο Tubingen
Υπ. Μεταδιδάκτωρ ΕΚΠΑ
Ι. Εισαγωγή
Το ένδικο βοήθημα της αγωγής αποτελεί πεδίο πρόσφορο για την ανάδειξη νομικών προβληματισμών για τρεις βασικούς λόγους: Πρώτον, ισορροπεί ισοβαρώς μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. Δεύτερον, μετά από τη δημιουργία ολοκληρωμένου συστήματος διοικητικής δικαιοσύνης απασχολεί δύο βασικούς -όσο και διαφορετικούς- κλάδους του Δικαίου. Τρίτον, μέσα από το πρίσμα των περί αδικοπραξίας διατάξεων, αλλά και του «λευκού κανόνα» της παρανομίας κατ’ άρθρα 105-106 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα[1], η εκδίκαση της αγωγής μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή παντός είδους νομοθεσίας και στην υπαγωγή της τελευταίας επί ευρείας περιπτωσιολογίας πραγματικών περιστατικών. Τα ίδια χαρακτηριστικά της αγωγής έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία βαρυνουσών συνεπειών επί ευρειών κατηγοριών κοινωνών· κατά συνέπεια, η προσέγγιση των ανακυπτόντων νομικών θεμάτων οφείλει να γίνεται με κριτήριο τόσο την αποτελεσματική δικαστική προστασία του διαδίκου ο οποίος πράγματι την χρειάζεται, όσο και τη διαφύλαξη της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Με την ανά χείρας μελέτη θα αναδειχθούν ζητήματα, τα οποία αναφύονται στην περίπτωση απόρριψης της αγωγής ως προώρως ασκηθείσας (ιδίως αναφορικά με την παραγραφή των σχετικών αξιώσεων) στην πολιτική και τη διοικητική δίκη. Τα ζητήματα αυτά αναδεικνύουν όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της αγωγής, αλλά και τις ιδιαιτερότητες των δύο κλάδων δικαίου.
ΙΙ. Η αντιμετώπιση της προώρως ασκουμένης αγωγής στην πολιτική δίκη
- Γεγενημένα και μελλοντικά δικαιώματα και αξιώσεις
Η έννοια της ωριμότητας των αξιώσεων εξετάζεται στο πλαίσιο της δυνατότητας παροχής δικαστικής προστασίας[2]. Ως ώριμη χαρακτηρίζεται η αξίωση, όταν απορρέει από γεγενημένο δικαίωμα και δεν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία. Τίθενται έτσι εξ αρχής δυο αθροιστικά συντρέχουσες προϋποθέσεις για την κατάφαση της ωριμότητας, αφ’ ενός μεν γεγενημένο δικαίωμα αφ’ ετέρου δε η έλλειψη εξάρτησης από αίρεση ή προθεσμία.
Το γεγενημένο αντιδιαστέλλεται από το μελλοντικό δικαίωμα. Ο Αστικός Κώδικας περιέχει διατάξεις προβλέπουσες ρητώς τη δυνατότητα της παροχής εγγύησης για μελλοντική ή υπό αίρεση οφειλή[3], καθώς και σύστασης ενεχύρου[4] και υποθήκης[5] για μελλοντική ή υπό αίρεση απαίτηση, χωρίς, ωστόσο, να παρέχεται ορισμός της έννοιας της μελλοντικής οφειλής ή απαίτησης στο κείμενο του νόμου, σε αντίθεση με τις έννοιες τόσο της αναβλητικής όσο και της διαλυτικής αίρεσης, κατά τις ΑΚ 201 και 202 αντιστοίχως. Η έννοια της μελλοντικής απαίτησης εμφανίζεται επίσης και στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης σχετικά με την κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, δύνανται δηλαδή ο επισπεύδων δανειστής να κατάσχει χρηματικές απαιτήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, οι οποίες τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, εφ’ όσον όμως υφίσταται ήδη η έννομη σχέση από την οποία αυτές απορρέουν[6].
Κριτήριο της γέννησης του δικαιώματος από το οποίο εκπηγάζει ορισμένη αξίωση είναι η πλήρωση των προϋποθέσεων του πραγματικού του κανόνα, που αφορά στην εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση[7]. Καθώς ένας κανόνας περιέχει τυπικά περισσότερες της μίας προϋποθέσεις για τη γέννηση ορισμένου δικαιώματος, τίθεται το ερώτημα της κατάστασης αυτού του δικαιώματος κατά το διάστημα της πλήρωσης ορισμένων μόνο εξ αυτών, όταν δηλαδή το δικαίωμα βρίσκεται «εν τω γίγνεσθαι» [8]. Εκ του λόγου δε ότι οι προϋποθέσεις του πραγματικού του κανόνα τελούν σε σχέση ισοδυναμίας, έπεται ότι το δικαίωμα δε γεννάται προτού πληρωθεί και η τελευταία νομική προϋπόθεση[9].
Η γέννηση ορισμένου δικαιώματος δεν ταυτίζεται με τη γέννηση ορισμένης αξίωσης. Η διάκρισή των δύο εννοιών είναι απαραίτητη, καθώς σημείο εκκίνησης της θέσης της θεωρίας είναι η ωριμότητα της επίδικης αξίωσης, προϋπόθεση της οποίας κατά κανόνα είναι η ύπαρξη ορισμένου δικαιώματος. Υπό τη σύγχρονη αναλυτική/λειτουργική προσέγγιση της έννοιας του δικαιώματος, το δικαίωμα διακρίνεται λειτουργικά από την εξ αυτού προκύπτουσα αξίωση[10]. Το ουσιαστικό δίκαιο παραχωρεί στο υποκείμενο του δικαίου πρωτεύοντα δικαιώματα ή δικαιώματα ουσίας, που θέτουν και ρυθμίζουν την έκταση ενός χώρου ελευθερίας προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Το πρωτεύον δικαίωμα αποτελεί όμως ταυτόχρονα πηγή δικαιωμάτων προστασίας ή δευτερευόντων δικαιωμάτων, ήτοι αξιώσεων ή διαπλαστικών δικαιωμάτων, τα οποία τίθενται υπέρ της προστασίας του μητρικού πρωτεύοντος δικαιώματος. Μια αξίωση αποτελεί, έτσι, ένα δικαίωμα προστασίας, το οποίο πηγάζει από και υπηρετεί την πραγμάτωση ενός δικαιώματος ουσίας. Η διάκριση καθίσταται αρκετά σαφής στην περίπτωση προσβολής απολύτων δικαιωμάτων, εξ αιτίας της οποίας γεννώνται εκ του νόμου αξιώσεις προστασίας των απολύτων αυτών δικαιωμάτων, παραμένει, ωστόσο, ακριβής και στην περίπτωση των απαιτήσεων, δηλαδή των ενοχικών δικαιωμάτων[11], όπου αδύνατη είναι μόνον η οντολογική διάκριση μεταξύ δικαιώματος ουσίας και δικαιώματος προστασίας, καθώς το αυτό δικαίωμα, η ίδια απαίτηση, εντάσσεται σε αμφότερες κατηγορίες, αποτελώντας ταυτόχρονα τόσο έννομη θέση ουσίας, ως περιουσία, όσο και εξουσία πραγμάτωσης της θέσης αυτής, ως αξίωση. Κρίσιμη, άλλωστε, υπό την αναλυτική/ λειτουργική προσέγγιση δεν είναι η πρόσδοση σε μια θέση ουσίας της μορφής δικαιώματος, απολύτου ή ενοχικού, αλλά η ύπαρξη ατομικού εννόμου συμφέροντος, το οποίο απλά ενδέχεται να έχει λάβει τη μορφή δικαιώματος και το οποίο αξιολογείται από την έννομη τάξη ως άξιο προστασίας. Η δε προστασία του συμφέροντος αυτού πραγματώνεται με την δικαστική άσκηση των προβλεπομένων αξιώσεων[12].
Κατά τα ανωτέρω αξιώσεις πηγάζουν τόσο ευθέως εκ του νόμου λόγω προσβολής απολύτων δικαιωμάτων ή προστατευτέων εννόμων θέσεων ουσίας όσο και από συμβάσεις υπό τη μορφή ενοχικών απαιτήσεων. Ως κριτήριο της κατάταξης ειδικά των συμβατικών απαιτήσεων σε γεγενημένες και μελλοντικές επανέρχεται η πλήρωση των προϋποθέσεων γέννησής των, διακρίνονται εντούτοις περαιτέρω αυτές σε εν ευρεία και εν στενή εννοία γεγενημένες με κριτήριο την κατάφαση της ύπαρξης της έννομης σχέσης από την οποία θα εκπηγάσουν. Στις πρώτες κατατάσσονται απαιτήσεις μελλοντικές, οι οποίες θα εκπηγάσουν από υπαρκτή έννομη σχέση, ενώ αντιθέτως στις δεύτερες ακόμα και η ίδια η έννομη σχέση είναι ανύπαρκτη[13]. Ιδιαίτερη βαρύτητα παρουσιάζει η κατηγορία των απαιτήσεων υπό αναβλητική προθεσμία ή αίρεση[14]. Κατά τις ΑΚ 201, 202 και 210 οι συμβαλλόμενοι δύνανται να εξαρτήσουν τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας είτε από την επέλευση γεγονότος μελλοντικού και αβέβαιου, είτε από την επέλευση χρονικού σημείου, συμπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το γενικό πραγματικό της δικαιοπραξίας με ορισμένη αίρεση ή προθεσμία αντιστοίχως. Εφ’ όσον έχει υπάρξει κατάρτιση έγκυρης δικαιοπραξίας, η ενέργειά της εξαρτάται από την πλήρωση αυτών των όρων[15]. Κατά το διάστημα μεταξύ της κατάρτισης και της πλήρωσης των όρων του ενεργού τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας δεν επέρχονται και αυτή είναι μετέωρη[16], αναπτύσσει ωστόσο έννομες συνέπειες υπό τη μορφή αφ’ ενός των παρεπομένων υποχρεώσεων, αφ’ ετέρου της δημιουργίας μιας προσδοκίας δικαιώματος[17]. Ειδικότερα εξ όψεως του πραγματικού της δικαιοπραξίας, η δημιουργία του δικαιώματος προσδοκίας προϋποθέτει υπαρκτή και έγκυρη δικαιοπραξία, στο γενικό πραγματικό της οποίας εντάσσεται εκ της ιδιωτικής βούλησης όρος του ενεργού με τη μορφή αίρεσης ή προθεσμίας. Έπεται, ότι κατά το στάδιο της πλήρωσης των όρων του ειδικού πραγματικού, εφ’ όσον δεν έχει υπάρξει συμφωνία των μερών, δεν έχει υπάρξει καν κατηρτισμένη σύμβαση, εντεύθεν δε δύνανται να υφίσταται ούτε δικαίωμα προσδοκίας. Στην περίπτωση της δικαιοπραξίας ειδικά υπό αναβλητική προθεσμία, θα εξαρτάται από τη βούληση των μερών, αν η συμπεφωνημένη προθεσμία τίθεται ως όρος του ενεργού της δικαιοπραξίας ή ως όρος του απαιτητού της εξ αυτής απαίτησης[18]. Η διάκριση παρουσιάζει πρακτική σημασία, διότι οι μελλοντικές αξιώσεις, εφ’ όσον υπάρξει καταβολή, ως μη γεγενημένες δεν ικανοποιούνται, με συνέπεια το μέρος που κατέβαλε να δύναται να αναζητήσει τα καταβεβλημένα κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ενώ στην περίπτωση του γεγενημένου πλην μη ληξιπρόθεσμου χρέους αυτό αποκλείεται βάσει του ΑΚ 905 § 2[19].
Περαιτέρω, ιδιαιτερότητα παρουσιάζουν μελλοντικές συμβατικές απαιτήσεις, οι οποίες πηγάζουν μεν από ενεργή δικαιοπραξία, τελούν δε υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Σύμφωνα με τον Γεωργιάδη[20], τούτο συμβαίνει σε δυο κατηγορίες απαιτήσεων, αφ’ ενός τις απαιτήσεις για περιοδικές παροχές από διαρκείς συμβάσεις, αφ’ ετέρου δε τις δευτερογενείς απαιτήσεις εκ συμβάσεως. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών είναι η προϋπόθεση ύπαρξης σύμβασης, η οποία αποτελεί τη νομική βάση των απαιτήσεων. Όρος γέννησης αυτών είναι η επέλευση ορισμένου εξωτερικού γεγονότος, στις μεν διαρκείς συμβάσεις τον όρο αποτελεί η πάροδος ορισμένων χρονικών διαστημάτων και πρόκειται κατά συνέπεια περί αναβλητικής προθεσμίας, στις δε δευτερογενείς αξιώσεις εκ συμβάσεων, τον όρο αποτελεί η επέλευση εξωτερικών γεγονότων.
Με την πλήρωση των προϋποθέσεων γέννησης της αξίωσης, αυτή γεννάται και καθίσται κατά το ΑΚ 323 άμεσα απαιτητή, εκτός αν συντρέχει προθεσμία μετά την παρέλευση της οποίας η αξίωση καθίσταται το πρώτον ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και εφ’ όσον δε συντρέχει αναβλητική ένσταση, η οποία εμποδίζει το απαιτητό και το εξαναγκαστό αυτής[21]. Παρά την αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή λόγω του μη απαιτητού, οι μη εισέτι απαιτητές αξιώσεις δεν εντάσσονται από τη θεωρία στις μελλοντικές αξιώσεις, αφού έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις της γέννησής τους, χωρίς, ωστόσο, να χαρακτηρίζονται ως ώριμες, καθώς η άσκησή τους δεν μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη[22] του εναγομένου οφειλέτη. Ως ώριμες νοούνται, έτσι, μόνον εκείνες οι αξιώσεις, οι οποίες όχι απλώς έχουν γεννηθεί, αλλά έχουν επιπλέον καταστεί ήδη ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Υπό την έννοια αυτή, τίποτα δεν εμποδίζει τον δικαιούχο να επιτύχει τη δικαστική καταδίκη του οφειλέτη του. Αν δεν πληρούνται, εντούτοις, οι όροι του ληξιπροθέσμου και του απαιτητού, οι αξιώσεις του απορρίπτονται ως αβάσιμες[23]. Έτσι, η μη εισέτι ώριμη ως μη γεγενημένη αξίωση διακρίνεται, συνεπώς, εξ όψεως δικαστικής προστασίας κατά κανόνα μόνο θεωρητικά από την μη ώριμη ως μη ληξιπρόθεσμη ή μη απαιτητή αξίωση, εκτός αν δύναται ο δανειστής να καταφύγει ενώπιον των δικαστηρίων αιτούμενος προληπτικής δικαστικής προστασίας.
- Το άρθρ. 69 ΚΠολΔ ως θεμέλιο της προληπτικής δικαστικής προστασίας
Υπό το καθεστώς της παλαιάς Πολιτικής Δικονομίας η παροχή έννομης προστασίας για μη ώριμες αξιώσεις ήταν αδύνατη[24]. Κατά το άρθρ. 1 ΠολΔ/1834 «πάσα ιδιωτική απαίτησις περί αποκτηθέντων ήδη δικαίων, προερχόμενη είτε παρ’ ενός, είτε παρά πολλών ιδιωτών, είτε παρά τινός σωματείου ή κοινότητος, είτε παρά του δημοσίου, είτε και κατ’ αυτών απευθυνόμενη, υπάγεται κατά κανόνα εις την αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων». Η ερμηνεία της διάταξης απέδιδε, ότι το δικαίωμα προκειμένου να είναι δεκτικό έννομης προστασίας, έπρεπε να είναι όχι μόνο κεκτημένο, αλλά και απαιτητό[25]. Η Αναθεωρητική Επιτροπή του έτους 1955 εγκατέλειψε με την εισαγωγή του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το απαιτητό των αξιώσεων ως προϋπόθεση παροχής έννομης προστασίας, ενώ εισήγαγε τη δυνατότητα της προληπτικής δικαστικής προστασίας στο νυν άρθρ. 69 ΚΠολΔ[26], προσδιορίζοντας ταυτόχρονα με αυτό τα όρια του παραδεκτού των προώρως ασκουμένων αξιώσεων, καταλαμβάνοντας τόσο περιπτώσεις μη γεγενημένων όσο και μη ληξιπρόθεσμων αξιώσεων.
Το άρθρ. 69 § 1 ΚΠολΔ εισάγει απόκλιση από τον βασικό κανόνα του άρθρ. 68 ΚΠολΔ[27], κατά το οποίο δικαστική προστασία δικαιούται να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ελλείψει της οποίας το δικαστήριο δε δύναται να εξετάσει και να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης, απορρίπτει δε την αγωγή ως απαράδεκτη[28]. Απαιτείται να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι απαιτείται να είναι ενεστώσες τόσο η ορισμένη προστατευτέα έννομη σχέση[29] όσο και η ανάγκη παροχής εννόμου προστασίας[30] λόγω προσβολής ή αμφισβήτησης δικαιώματος ή έννομης σχέσης[31], η συνδρομή του οποίου κρίνεται το αργότερο κατά το χρόνο της συζήτησης μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση[32]. Υπό την έννοια αυτή το άρθρ. 69 ΚΠολΔ δεν εισάγει εξαίρεση, καθώς και υπό αυτό προϋποτίθεται ορισμένη γεγενημένη έννομη σχέση[33]. Απόκλιση εντοπίζεται στην προϋπόθεση της ανυπαρξίας ενεστώσας ανάγκης παροχής έννομης προστασίας. Προβλέψιμη μελλοντική ή απλώς πιθανή ανάγκη παροχής έννομης προστασίας δεν τίθεται ως ειδική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος κατά το άρθρ. 69 ΚΠολΔ εν γένει, αλλά αποτελεί μόνον προϋπόθεση του άρθρ. 69 § 1 εδ. στ’ ΚΠολΔ[34]. Επαρκεί δε προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος κατά το άρθρ. 69 ΚΠολΔ απλώς η δυνατότητα να αποφευχθεί με την παροχή προληπτικής δικαστικής προστασίας η προβλεπόμενη χρονική επιβάρυνση στην εκπλήρωση της μελλοντικής παροχής λόγω της πρόσθετης διεξαγωγής δίκης, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να υπάρξει το συντομότερο εκτελεστός τίτλος προς ικανοποίηση του δανειστή[35]. Τούτο υπαγορεύεται από την αρχή της οικονομίας της δίκης[36].
Οι εμπίπτουσες στο άρθρ. 69 § 1 ΚΠολΔ περιπτώσεις μπορούν κατά τα ανωτέρω να καταταγούν ως ακολούθως κατά σειρά σταδίου εξέλιξης προς την ωριμότητα του επιδίκου δικαιώματος: Α) Προηγούνται οι σωρευόμενες αξιώσεις κατά το άρθρ. 69 § 1 εδ. γ’ ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα σώρευσης μαζί με διεκδικητική αγωγή, αιτήματος καταδίκης παροχής του διαφέροντος. Η αξίωση απόδοσης του διαφέροντος τελεί στην περίπτωση αυτή υπό την αίρεση της αδυναμίας απόδοσης του πράγματος λόγω μη εξεύρεσης, χειροτέρευσης ή καταστροφής του[37]. Η πλήρωση του όρου αυτού, ως εκ του νόμου προϋπόθεση γέννησης της αξίωσης απόδοσης του διαφέροντος, επέρχεται το πρώτον μετά την έκδοση της απόφασης κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπου και πρέπει να εντοπιστεί το παραδοτέο πράγμα[38]. Β) Έπονται οι εμπίπτουσες στο άρθρ. 69 § 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ περιπτώσεις, το οποίο αφορά δικαιώματα, των οποίων η γέννηση ή η άσκηση εξαρτάται από την έκδοση της σκοπούμενης δικαστικής απόφασης. Τα δικαιώματα αυτά είναι είτε εν ευρεία εννοία μελλοντικά είτε γεγενημένα πλην μη απαιτητά[39]. Η πλήρωση του πραγματικού του ουσιαστικού κανόνα που αποτελεί τη νομική βάση της πρόωρα ασκουμένης αξίωσης πληρούται με την έκδοση της αιτούμενης απόφασης. Τα δικονομικά αιτήματα σωρεύονται διαδοχικά, με το κύριο να συνοδεύεται από ένα επικουρικό υπό αίρεση αίτημα, με απώτερο σκοπό την έκδοση δύο δικαστικών κρίσεων[40]. Γ) Ακολουθεί η διάταξη του άρθρ. 69 § 1 εδ. ε’ ΚΠολΔ, κατά το οποίο επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία, αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεση ή την επέλευση γεγονότος. Στην περίπτωση αυτή η γέννηση της αξίωσης και η ωρίμανσή της ταυτίζονται[41], αφού με τη γέννησή της η αξίωση είναι κατά κανόνα άμεσα απαιτητή. Ως αίρεση εννοείται προϋπόθεση του πραγματικού της δικαιοπραξίας τιθέμενη από τα μέρη[42], αποκλειομένων έτσι των αιρέσεων δικαίου[43]. Αν υπάρξει καταδίκη του εναγομένου, κατά το άρθρ. 69 § 2 ΚΠολΔ αυτός υποχρεούται να καταβάλει την παροχή με την πλήρωση της αίρεσης ή την επέλευση του γεγονότος και εφ’ όσον αυτό διαπιστωθεί με τον τρόπο που ορίζεται στην απόφαση. Δ) Του δικαιώματος γεγενημένου πλην μη εισέτι ληξιπροθέσμου, δύναται ο δανειστής βάσει του άρθρ. 69 § 1 εδ. στ’ ΚΠολΔ να εναγάγει τον οφειλέτη, ανεξάρτητα από την εξάρτηση της μελλοντικά ληξιπρόθεσμης αξίωσης από αντιπαροχή, προϋποτιθεμένου ωστόσο ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος, με τη μορφή της βάσιμης προοπτικής, φόβου, μη εκπλήρωσης εκ μέρους του οφειλέτη[44]. Για τη θεμελίωση του ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος αρκεί λόγω της γενικότερης στάσης του οφειλέτη να υπάρχει αμφιβολία, αν θα υπάρξει μελλοντική καταβολή˙ δεν προϋποτίθεται, εντούτοις, αμφιβολία περί την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία θα θεμελίωνε το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής.[45] Ε) Εφ’ όσον δε συντρέχει η περίπτωση του άρθρ. 69 § 1 εδ. στ’ ΚΠολΔ, ο δανειστής μη ληξιπρόθεσμης αξίωσης απολαμβάνει προληπτικής δικαστικής προστασίας υπό τους όρους του άρθρ. 69 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, εφ’ όσον δηλαδή η αξίωσή του για καταβολή ορισμένης παροχής εκ μέρους του οφειλέτη του δεν εξαρτάται από προηγούμενη καταβολή ορισμένης αντιπαροχής εκ μέρους του. Συνεπεία του άρθρ. 69 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, ο δανειστής από αμφοτεροβαρή σύμβαση δύναται να εναγάγει τον οφειλέτη μόνον σε περίπτωση που έχει ήδη προεκπληρώσει τη βαρύνουσα τον ίδιο παροχή ή η ζητούμενη αντιπαροχή δεν εξαρτάται πλέον από την παροχή του ιδίου[46]. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση μη οφειλόμενης προεκπλήρωσης παροχής, από την οποία εξαρτάται η αιτουμένη αντιπαροχή, δύναται βάσει του άρθρ. 69 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ να αξιώσει την καταδίκη του οφειλέτη της αντιπαροχής, υπό τον όρο ότι η αξίωσή του είναι ληξιπρόθεσμη[47]. Τότε η καταδίκη απαγγέλλεται υπό τους όρους του ΑΚ 378, όχι όμως του ΑΚ 329[48]. Υπό την έννοια αυτή ο ενάγων δεν έχει έννομο συμφέρον παροχής προληπτικής προστασίας σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρ. 69 § 1 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ.
- Η αντιμετώπιση των προώρως ασκουμένων αξιώσεων από τα πολιτικά δικαστήρια – Ιδιαίτερα η αξίωση αποζημίωσης λόγω μέλλουσας ζημίας
i. Η ωριμότητα της αξίωσης αποζημίωσης λόγω μελλοντικών ζημιών
Ενώ για τις ώριμες αξιώσεις ο δανειστής έχει κατά κανόνα έννομο συμφέρον και μπορεί να αιτηθεί άμεσα παροχής δικαστικής προστασίας και να επιτύχει την καταδίκη του αντιδίκου του και για τις περιπτώσεις επιτρεπόμενης πρόωρης δικαστικής προστασίας περιέχονται στο άρθρ. 69 ΚΠολΔ ειδικές διατάξεις τόσο περί τις κατηγορίες αξιώσεων οι οποίες εμπίπτουν σε αυτό όσο και για τους όρους υπό τους οποίους καταδικάζεται στις περιπτώσεις αυτές ο εναγόμενος, ο νόμος δεν περιέχει διατάξεις σχετικά με τις ουσιαστικές και τις δικονομικές συνέπειες της απόρριψης μιας κατά τους όρους του ουσιαστικού δικαίου μη ώριμης αξίωσης. Η απόρριψη της σχετικής αγωγής ως προώρως ασκηθείσας δε βασίζεται σε διάταξη του ΚΠολΔ, αλλά αποτελεί προϊόν της δικαστηριακής πρακτικής[49]. Σε αντίθεση με την τυπική περίπτωση της καταδίκης του ενάγοντος λόγω της οριστικής κρίσης περί την ύπαρξη αξιώσεων, η πρακτική της απόρριψης μιας αγωγής ως προώρως ασκηθείσας έχει αναπτυχθεί ώστε να αντιμετωπίσει καταστάσεις, κατά τις οποίες η υπό κρίση έννομη σχέση βρίσκεται lato sensu εν εξελίξει. Οι λόγοι που εμποδίζουν την επιδίκαση της απαίτησης είναι προσωρινοί είτε ανάγονται σε έλλειψη ορισμένης ουσιαστικής προϋπόθεσης για την γέννηση ή άσκηση της αξίωσης ή σε αναβλητική ένσταση του εναγομένου στο ουσιαστικό δίκαιο, είτε ανάγονται στην πραγματική δυνατότητα του δικαστηρίου να σχηματίσει προς ώρας ασφαλή κρίση περί την πλήρωση ή μη ουσιαστικής προϋπόθεσης, ήτοι την επέλευση ζημίας στο μέλλον[50].
Η περίπτωση της αδυναμίας επιδίκασης αποζημίωσης για μελλοντικές ζημίες παρουσιάζει, ωστόσο, ιδιαίτερες προκλήσεις. Σε αντίθεση με την μελλοντική οφειλή του ΑΚ 848 και τη μελλοντική ή υπό αίρεση απαίτηση των ΑΚ 1210, 1217 και 1258, με το ΑΚ 929 θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος λόγω ήδη προκληθείσας βλάβης του σώματος ή της υγείας του, η οποία καταλαμβάνει τόσο την παρελθούσα όσο και τη μέλλουσα ζημία, ήτοι οτιδήποτε ο παθών θα στερείται ή θα ξοδεύει επιπλέον στο μέλλον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις αυτές, στις οποίες δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης ή αυτή προσκρούει σε αναβλητική ένσταση, στην περίπτωση της μέλλουσας ζημίας το σύνολο των θεμελιωτικών της αξίωσης γεγονότων έχει επέλθει, ώστε να μην υπάρχει κάποια εκκρεμότητα για τη γέννηση ή το απαιτητό της αξίωσης, τουλάχιστον για ένα τμήμα της ζημίας.
Η ζημία χαρακτηρίζεται από ενότητα μέσα στον χρόνο[51]. Η αξίωση αποζημίωσης καλύπτει το σύνολό της, θετική και αποθετική, παρελθούσα και μέλλουσα[52], εφ’ όσον η τελευταία είναι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανή και εφ’ όσον η δικαστική επιδίωξή της είναι δυνατή[53]. Ως μελλοντική ζημία νοείται εκείνη, η οποία απλώς προβλέπεται, ότι θα επέλθει μετά τη συζήτηση της αγωγής.[54] Δεδομένης δε της υποθετικής εξέλιξης των πραγμάτων στο μέλλον, είναι πιθανότατο, ότι ο ενάγων λόγω του κανόνα της πλήρους απόδειξης θα εβαρύνετο να αντιμετωπίσει κατά την απόδειξη των μελλοντικών γεγονότων δυσκολίες. Ο ενάγων ωφελείται, ωστόσο, από την περιεχόμενη στο ΑΚ 298 αποδεικτική διευκόλυνση της μείωσης του μέτρου απόδειξης σε απλή πιθανολόγηση κατά την απόδειξη τόσο του διαφυγόντος κέρδους[55] όσο και της θετικής ζημίας[56]. Η προθεσμία παραγραφής αφορά την αξίωση αποζημίωσης για ολόκληρη τη ζημία, παρελθούσα και μέλλουσα, από την πλήρωση των όρων του ΑΚ 937. Ιδιαίτερη βαρύτητα παρουσιάζει συνεπώς η γνώση των συνεπειών της παράνομης πράξης, αφού για την εκκίνηση της προθεσμίας παραγραφής δε χρειάζεται να γνωρίζει ο παθών την έκταση της ζημίας ή το ποσόν της προσήκουσας αποζημίωσης[57].
Κατά πάγια νομολογία, αν από την έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του ενάγοντος η επικαλούμενη μελλοντική ζημία παρίσταται ως απλώς ενδεχόμενη, τότε η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη και δεν θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, ενώ αν στην αγωγή η ζημία εμφανίζεται μεν ως πιθανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από τις αποδείξεις, ωστόσο, προκύπτει ότι αυτή είναι μόνον ενδεχόμενη, η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη[58], ενώ, όταν η ζημία «δεν είναι απλώς μέλλουσα, αλλά η πραγμάτωσή της εξαρτάται και από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο να επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, τότε δεν επιδικάζεται, ως πρόωρη, και επιδικάζεται μόνο όταν γεννηθεί»[59]. Ανακύπτει το ερώτημα της ύπαρξης της μελλοντικής αξίωσης κατά το απώτερο χρονικό διάστημα, για το οποίο η αγωγή αποζημίωσης απορρίπτεται ως πρόωρη. Στην περίπτωση αυτή, η χρονική απόσταση μεταξύ επελθούσας και ενδεχόμενης ζημίας είναι τέτοια, που ο υπολογισμός αποζημίωσης καθίσταται παρακινδυνευμένος[60].
Το δικαστήριο δεν αγνοεί βέβαια, ότι όσον αφορά στο προβλέψιμο της μέλλουσας ζημίας, πρόκειται περί μιας προσωρινής κατάστασης, η οποία ενδεχομένως να θεμελιωθεί μελλοντικώς, εξ ου και στις περιπτώσεις αυτές η νομολογία εισάγει την έννοια του προώρου στο πλαίσιο της μέλλουσας ζημίας. Η νομολογία τοποθετεί την κατηγορία των προώρων αξιώσεων φαινομενικά μεταξύ των μη γεγενημένων ως απρόβλεπτων και των ήδη γεγενημένων ως προβλέψιμων ζημιών, καθώς οι πρόωρες αξιώσεις δεν είναι μεν πλήρως απρόβλεπτες, πλην όμως δεν εμφανίζουν εκείνον τον βαθμό πιθανότητας που απαιτείται προκειμένου να κριθεί θετικά από το δικαστήριο η ύπαρξή τους. Έτσι, το ενδεχόμενο της μελλοντικής ζημίας είτε θα εξομοιωθεί με την πλήρη έλλειψη προβλεψιμότητας, είτε επαρκεί για την κατάφασή της, παρά τη ρητή πρόβλεψη της πιθανολόγησης.
Υποστηρίζεται, ότι κρίσιμο είναι το γεγονός, ότι η εν λόγω μέλλουσα ζημία δεν μπορεί να υπολογισθεί, διότι εξαρτάται από αστάθμητα στοιχεία, τα οποία καθιστούν τη ζημία μόνον ενδεχόμενη και επί της ουσίας απρόβλεπτη[61]. Η θέση αυτή είναι εύλογη εξ όψεως της γενικής θεωρίας της αποζημίωσης και της σύλληψης της ζημίας ως της διαφοράς μεταξύ δυο περιουσιακών θέσεων[62], διότι επί της ουσίας η αδυναμία πιθανολόγησης της έκτασης της ζημίας ως αδυναμία πιθανολόγησης ορισμένης διαφοράς ανάμεσα σε δυο πιθανές περιουσιακές θέσεις, συνεπάγεται σε τελική ανάλυση αδυναμία πιθανολόγησης της ύπαρξης της ζημίας καθ’ αυτής.
Ωστόσο, το γεγονός της αδυναμίας προσδιορισμού της έκτασης της εξακολουθούμενης ζημίας δε σημαίνει, ότι δε δύναται να πιθανολογηθεί η ίδια η ύπαρξή της[63]. Η αντίληψη αυτή βρίσκεται εγγύτερα στην ερμηνεία του ΑΚ 937, η οποία διακρίνει μεταξύ της γνώσης των επιζήμιων συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος και της έκτασης της ζημίας[64]. Δεν αποκλείεται μεν το μέλλον να επιφυλάσσει ζημίες που είναι απρόβλεπτες, για τις οποίες η αξίωση θα γεννάται και η παραγραφή της θα εκκινεί όταν αυτή καθίσταται γνωστή. Κατά την ανωτέρω θέση, ωστόσο, πλην αν μια ζημία δεν είναι απολύτως απρόβλεπτη, θα μπορεί να θεωρηθεί ως προβλέψιμη, ανεξαρτήτως της δυνατότητας του δικαστηρίου και του παθόντος να εκτιμήσουν με επαρκή βαθμό πιθανότητας την έκτασή της.
Επισημαίνεται ορθά, ότι η αξίωση αποζημίωση, για μελλοντική ζημία δεν είναι μελλοντική, αλλά υφιστάμενη και απαιτητή[65]. Πρόκειται για μια υπό τους όρους του ουσιαστικού δικαίου ώριμη αξίωση, για την οποία δύναται να αιτηθεί δικαστικής προστασίας ο ζημιωθείς, χωρίς να αναγκάζεται να υπαγάγει το αίτημά του προς αποζημίωση σε κάποια εκ των περιπτώσεων του άρθρ. 69 ΚΠολΔ. Για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό μόνον το χρονικά εγγύτερο τμήμα της συνολικής αξίωσης, ενώ απορρίπτεται η αξίωση για την απώτερη χρονικά ζημία ως επί του παρόντος αβάσιμη. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι ο ενάγων δύναται προς ώρας να υποβάλλει επιτυχώς στην κρίση του δικαστηρίου και να αποδείξει πιθανά μελλοντικά γεγονότα περί την έκταση της συνολικής ζημίας μόνο για εκείνο το τμήμα της, το οποίο κείται εντός του προβλέψιμου ορίζοντα του δικαστή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ενώ πέραν αυτού είτε επικαλείται απρόσφορα, ενδεχόμενα, είτε αδυνατεί να αποδείξει πρόσφορα, πιθανά, περιστατικά για να θεμελιώσει την αγωγή του[66]. Εξ όψεως της διάκρισης των αξιώσεων σε ώριμες και μη, η κατάταξη της απώτερης μέλλουσας ζημίας στις προβλέψιμες ή μη συνεπάγεται την κατάταξή της αντίστοιχης αξίωσης στις γεγενημένες ή μη αξιώσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, η αξίωση για αποκατάσταση της απώτερης μελλοντικής ζημίας θεωρείται ως μη ώριμη, καθώς αν και προβλέπεται η ίδια η ύπαρξη μελλοντικής ζημίας, δεν είναι προβλέψιμη καθ’ όλες τις όψεις της, αφού δεν μπορεί να προβλεφθεί αντικειμενικά και κατά τον χρόνο άσκησης της αξίωσης η έκτασή της[67].
ii. Το ερώτημα της παραγραφής της αξίωσης για αποκατάσταση των ενδεχόμενων μελλοντικών ζημιών
Εξ όψεως παραγραφής, διχογνωμία επικρατεί σχετικά περί την φύση των λόγων απόρριψης μιας αγωγής αποζημίωσης ως πρόωρης. Κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία, η απόρριψη της αγωγής ως πρόωρης γίνεται για μη ουσιαστικούς υπό την έννοια του ΑΚ 263 λόγους[68]. Κατ’ αυτήν την άποψη σημείο εκκίνησης της αξιολόγησης είναι η αδυναμία του δικαστηρίου να αξιολογήσει έστω κατά πιθανολόγηση το βάσιμο των ισχυρισμών λόγω της διάστασης μεταξύ του χρόνου σχηματισμού της δικαστικής κρίσης και του χρόνου κατά τον οποίο πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη της σχετικής αξίωσης. Με άλλα λόγια, επειδή εκ της φύσεως του πράγματος -απώτερο και απώτατο μέλλον-, το δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει την ουσία του πράγματος, δεν το πράττει και έτσι δεν υφίσταται δεδικασμένο επί του ζητήματος που κατάγεται σε κρίση[69]. Κατά την άποψη αυτή, οι εκφράσεις απόρριψη για τυπικούς λόγους και απόρριψη της αγωγής ως προώρως ασκηθείσας είναι ισοδύναμες[70], συγκλίνουν δε με τις έννομες συνέπειες της απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης προς τρεις κατευθύνσεις: (α) Η απόρριψη ορισμένου τμήματος της αξίωσης αποζημίωσης για μέλλουσα ζημία για τυπικούς λόγους ως προώρως ασκουμένου δε δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη και την έκταση του επιδίκου δικαιώματος, (β) δημιουργεί δεδικασμένο επί του δικονομικού ζητήματος, ενώ (γ) ταυτοχρόνως επιτρέπει στον ενάγοντα να επωφεληθεί από τη διάταξη του ΑΚ 263. Εφ’ όσον δε η απόρριψη του τμήματος της αξίωσης κρίνεται ως απόρριψη για μη ουσιαστικούς λόγους, ο παθών δύναται επανερχόμενος με νέα αγωγή εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία, να διατηρήσει το αποτέλεσμα της διακοπής της παραγραφής από την προηγούμενη αγωγή και να διεκδικήσει την διαγνωστή πλέον αποζημίωση.
Σημείο εκκίνησης της αντίθετης άποψης, είναι το ασθενές σημείο της ανωτέρω. Η επιβάρυνση του παθόντος με την ανάγκη επαναφοράς της αγωγής του συστηματικά εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία, προκειμένου να διατηρείται η διακοπή της παραγραφής από την πρώτη αγωγή αποζημίωσης, συνεπάγεται τόσο δαπάνες για τον ενάγοντα και ανώφελη απασχόληση του κρατικού μηχανισμού[71], όσο και την μάταιη ταλαιπωρία του πρώτου, αφού μια μη ώριμη μέλλουσα αξίωση πιθανότατα δε θα ωριμάσει εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία[72], αλλά και τον προφανή κίνδυνο απώλειας της προθεσμίας επαναφοράς κατά το ΑΚ 263 § 2 της ίδιας αγωγής εντός εξαμήνου[73]. Με την παρέλευση της προθεσμίας αυτού δεν επέρχεται η συνέπεια της διατήρησης της διακοπής της παραγραφής με την πρώτη αγωγή και κατά συνέπεια το τμήμα της αξίωσης αποζημίωσης, το οποίο απερρίφθη ως πρόωρο, είναι ήδη παραγεγραμμένο, καθώς κατά το ΑΚ 263 § 1 με την απόρριψη της αγωγής για τυπικούς λόγους, η παραγραφή θεωρείται ότι δεν διακόπηκε με την άσκησή της.
Η εναλλακτική αυτή παρά τον κυρίως πρακτικό προσανατολισμό της θεμελιώνεται σε στέρεες δογματικές βάσεις. Με την υιοθέτηση της προσέγγισης της αντιμετώπισης της απόρριψης του τμήματος της αξίωσης ως απόρριψη για ουσιαστικούς λόγους[74] εγκαταλείπεται η εφαρμογή του ΑΚ 263. Προϋπόθεση είναι η απόρριψη του προώρως ασκουμένου τμήματος της αξίωσης για ουσιαστικούς λόγους. Όπως αναφέρθηκε, αν η μελλοντική ζημία παρουσιάζεται από τα περιστατικά ως ενδεχόμενη, η αγωγή απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη, καθώς εξ αρχής δε θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, ενώ αν η ζημία του ενάγοντος εμφανίζεται στην ιστορική βάση της αγωγής ως πιθανή μεν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πλην όμως από τις αποδείξεις προκύπτει ότι η ζημία είναι ενδεχόμενη, η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη[75]. Με την περαιτέρω θέση, ότι, όταν η ζημία δεν είναι απλώς μέλλουσα, αλλά η πραγμάτωσή της εξαρτάται και από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο να επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και η αξίωση δεν επιδικάζεται ως πρόωρη, η νομολογία δε θέτει το πρόβλημα της πρόωρης άσκησης της αξίωσης εκτός του πλαισίου της εξέτασης της βασιμότητας της αγωγής. Είναι δεδομένο, ότι πριν την απόρριψη ορισμένου τμήματος της αξίωσης ως πρόωρου, έχει εξεταστεί από το δικαστήριο, αν έχει υπάρξει προσβολή ορισμένου εννόμου αγαθού και αν έχει προκληθεί ή πρόκειται να προκληθεί ζημία του παθόντος. Ο ενάγων λόγω της προσβολής του εννόμου αγαθού έχει υφιστάμενη ανάγκη έννομης προστασίας και εντεύθεν ενεστώς έννομο συμφέρον να αξιώσει την καταδίκη του αντιδίκου του σε παροχή αποζημίωσης για την ήδη παρελθούσα αλλά και μέλλουσα ζημία. Συνεπώς, δεν είναι ακριβές το νομολογιακά παγίως δεκτό, ότι με την αξιολόγηση και απόρριψη της αγωγής ως πρόωρης το δικαστήριο δεν έχει τάμει τη διαφορά[76]. Η διαφορά έχει ήδη εξεταστεί στην ουσία της και απορριπτομένης της αξίωσης για τους προαναφερόμενους λόγους εν μέρει αναπτύσσονται συνέπειες προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, εξ όψεως παραγραφής αποκλείεται η εφαρμογή του ΑΚ 263. Δεύτερον, επισημαίνεται ορθά, ότι δεν μπορεί να αποκρουστεί παντάπασιν η ύπαρξη δεδικασμένου από μια απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως προώρως ασκηθείσα[77]. Ως επί της ουσίας απόφαση, η απορριπτική απόφαση αναπτύσσει δεδικασμένο περί την προς ώρας έλλειψη θεμελιωτικού στοιχείου της αξίωσης[78]. Η αγωγή απορρίπτεται μεν επί της ουσίας, ωστόσο ο ενάγων δεν εμποδίζεται μελλοντικά να επικαλεστεί οψιγενή[79] περιστατικά για τη θεμελίωσή της, εφ’ όσον συντρέξουν βέβαια μετά τον κρίσιμο χρόνο εκδήλωσης της ενέργειας του δεδικασμένου και τα οποία θεραπεύουν την έλλειψη του στοιχείου αυτού[80]. Είναι δε φανερό, ότι ο ενάγων δε δεσμεύεται να ασκήσει νέα αγωγή, όταν μελλοντικώς αναφανούν νέες συνέπειες του ζημιογόνου γεγονός, οι οποίες ήταν κατά το προηγούμενο διάστημα απρόβλεπτες. Αυτές συνιστούν νέες αξιώσεις, για τις οποίες εκκινεί νέα πενταετής παραγραφή[81].
Το αδιέξοδο εντοπίζεται στην ιδιαιτερότητα της απόρριψης της πρόωρης αγωγής για ουσιαστικούς λόγους στο γεγονός, ότι αποκλειομένου του ΑΚ 263 ανακύπτει το ερώτημα της τύχης του πρόωρου τμήματος της αξίωσης μετά την απόρριψη της αγωγής. Κατά μια σύγχρονη προσέγγιση η απόρριψη της αγωγής ως πρόωρης συναρτάται με το περιεχόμενο της κρίσης του δικαστηρίου επί του καθολικού δικαιώματος[82]. Με την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης για το σύνολο της ζημίας διακόπτεται η παραγραφή κατά το ΑΚ 261 μέχρι και την τελεσιδικία, τόσο για τις παρελθούσες όσο και τις μέλλουσες, εγγύτερες ή απώτατες, ζημίες. Με την τελεσίδικη βεβαίωση εκ μέρους του δικαστηρίου τμήματος της αξίωσης βεβαιώνεται το καθολικό δικαίωμα για αποζημίωση από το συγκεκριμένο γεγονός και η παραγραφή επεκτείνεται κατά το ΑΚ 268 σε εικοσαετή και για την πρόωρη αξίωση για την απώτερη μελλοντικά ζημία. Όταν ο παθών επανέλθει μελλοντικά με την νέα αγωγή, θα επωφεληθεί από την επέκταση της παραγραφής για όλες τις μέλλουσες ζημίες, λόγω της προηγούμενης κρίσης του δικαστηρίου επί του καθολικού δικαιώματος. Από την κρίση ενός μέρους της αξίωσης δημιουργείται δεδικασμένο για την παρεμπιπτόντως κρινόμενη έννομη σχέση της αδικοπραξίας από την οποία εκπορεύεται το μελλοντικό τμήμα της καθολικής αξίωσης[83]. Όπως αναφέρθηκε, ο παθών δεν εμποδίζεται από το δεδικασμένο να επανέλθει μελλοντικά βάσει των νέων πιθανών περιστατικών και να διεκδικήσει αποζημίωση για το -πλέον- πιθανολογούμενο τμήμα της αξίωσης, επωφελείται δε από την επιμήκυνση της παραγραφής σε εικοσαετή ως προς αυτό βάσει του ΑΚ 268 περ. 1 λόγω του δεδικασμένου περί τη βασική έννομη σχέση.
Έναντι της προσέγγισης αυτής αντιτάσσεται το φαινομενικά παράδοξο που περιέχει. Όπως επισημαίνεται[84], με την απόρριψη της αγωγής για ουσιαστικούς λόγους δημιουργείται επί της ουσίας δεδικασμένο, ήτοι περί την ύπαρξη της απαίτησης, ώστε να είναι παράδοξο να γίνεται λόγος περί διακοπής της παραγραφής του εν λόγω τμήματος της αξίωσης˙ ακόμα δε και αν προκειμένου να αποφύγει ο παθών την αρνητική δικαστική κρίση ασκήσει διαδοχικές αγωγές, δύσκολα θα ωφεληθεί, αφού ο Άρειος Πάγος έχει θέσει εξόχως περιοριστικούς όρους για την επέκταση της παραγραφής σε εικοσαετή για το μη επίδικο τμήμα της απαίτησης[85]. Έτσι, κατά μια τρίτη προσέγγιση, κρίσιμη είναι η πραγματική δυνατότητα του παθόντος να οριοθετήσει την έκταση της ζημίας[86]. Κατά μια άποψη, η προϋπόθεση της γνώσης του ΑΚ 937 πρέπει να ερμηνευτεί ως περιλαμβάνουσα την εκ μέρους του παθόντος δυνατότητα υπολογισμού της μελλοντικής ζημίας˙ κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται θεωρητικές κατασκευές για την επέκταση της παραγραφής[87]. Εγγύς η προσέγγιση του Γιαννόπουλου, σημείο εκκίνησης της οποίας είναι επίσης οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες εκκινεί η παραγραφή και οι οποίες κατά το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ δεν επιτρέπεται να αποτρέψουν την έγκαιρη και αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, όταν αυτές επιβάλλουν στον ενάγοντα να ασκήσει αξιώσεις σε χρόνο κατά τον οποίο δεν έχει πλήρη εικόνα της ζημίας που υπέστη ή το κόστος αποκατάστασης αυτής[88]. Στο μέτρο που το δικαστήριο αδυνατεί να διαμορφώσει δικανική πεποίθηση περί τη βασιμότητα πρόωρης αξίωσης, επειδή ο ζημιωθείς δεν είναι σε θέση να πληροφορηθεί και να υπολογίσει το κόστος αποκατάστασης της ζημίας του, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι δεν τρέχει η παραγραφή των σχετικών αξιώσεων. Κατά την τελευταία προσέγγιση κρίσιμες είναι, λοιπόν, αφ’ ενός η δυνατότητα του παθόντος να οριοθετήσει τη ζημία του, αλλά και η δυνατότητα του δικαστηρίου να τάμει τη διαφορά επί της ουσίας. Η θέση αυτή έχει το σημαντικό φανερό πλεονέκτημα της ασφαλείας του παθόντος, ο οποίος δε βαρύνεται να καταφύγει στο δικαστήριο πριν την επίτευξη ασφαλούς γνώσης περί την έκταση της ζημίας και έτσι δεν επιβαρύνεται πρόωρα με περαιτέρω ίσως περιττά έξοδα και επιβαρύνσεις. Ωστόσο, η εξόχως θετική αυτή λύση για τα συμφέροντα του παθόντος προϋποθέτει μια στροφή της νομολογίας, η οποία μέχρι τούδε δεν απαιτεί τέτοια βεβαιότητα του παθόντος ως προς την έκταση της μέλλουσας αξίωσης ως προϋπόθεση για την έναρξη της παραγραφής[89]. Θα μπορούσε, άλλωστε, να αντιταχθεί σε αυτή τη θέση, ότι οι προϋποθέσεις του ΑΚ 937 πρέπει να ερμηνευτούν σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις του ΑΚ 298 § 1. Καθώς η μείωση του μέτρου της απόδειξης γίνεται προς όφελος του παθόντος, προκειμένου να μπορεί να αποδεικνύει ευχερώς μια εκ φύσεως αβέβαιη οικονομική κατάσταση, αν προϋποτίθετο για την εκκίνηση της παραγραφής της μέλλουσας ζημίας η γνώση, ήτοι η επαρκής βεβαιότητας, περί την έκταση της ζημίας, η αποδεικτική διευκόλυνση του ΑΚ 298 § 1 θα καθίστατο κενή νοήματος, καθώς η γνώση του παθόντος θα συνοδευόταν εύλογα από το βασικό μέτρο απόδειξης, δηλαδή το βάρος του ενάγοντος να επιτύχει πλήρη απόδειξη της μελλοντικής ζημίας. Δεδομένης δε της δυσχέρειας επίτευξης γνώσης περί την έκταση της μελλοντικής ζημίας, περιπτώσεις αυξημένης βεβαιότητας εμφανίζονται σπανιότερα από εκείνες, όπου παθών και δικαστήριο δύνανται βάσει πιθανολόγησης να προβλέψουν τις εξελίξεις. Η αποδεικτική αυτή επιβάρυνση του παθόντος θα είχε ενδεχομένως ως περαιτέρω συνέπεια, ο ίδιος να αναγκάζεται να αναμένει την επίτευξη ενός υψηλού βαθμού βεβαιότητας πριν προσφύγει στο δικαστήριο, πολλαπλασιάζοντας τις πιθανές προσφυγές του ενώπιον της δικαιοσύνης, αφού αυτές θα επιχειρούνταν μόνον όταν ο ίδιος θα είχε συλλέξει πειστικές αποδείξεις περί τη βεβαιότητα επέλευσης της επίδικης μελλοντικής ζημίας, λόγω του κινδύνου απόρριψης της αγωγής του ως ουσία αβάσιμης αν δεν επιτύχει πλήρη απόδειξη. Ωστόσο, η αποκατάσταση κατά το ΑΚ 929 των μελλοντικών ζημιών του παθόντος έχει τον αντίθετο σκοπό, δηλαδή να διευκολύνει τον μελλοντικό βίο του, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αποκατασταθεί προληπτικά με ευμενείς ουσιαστικά και δικονομικά όρους, συγκεντρώνοντας τις πιθανές μελλοντικές του ζημίες ιδανικά σε μια αγωγή και φέροντας προς κρίση την αξίωσή του στην πλήρη κατά το δυνατόν έκτασή της.
ΙΙΙ. Το σχολιαζόμενο ζήτημα στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης
- Η παραγραφή στο δημόσιο δίκαιο
Οι γενικές αρχές του δικαίου, οι οποίες οδήγησαν στην καθιέρωση του θεσμού της παραγραφής στο ιδιωτικό δίκαιο, διέπουν (τηρουμένων των αναλογιών) και τις έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου. Η σημασία των δημοσίου δικαίου κανόνων περί παραγραφής προκύπτει ήδη από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ, με το άρθρο 17 του Εισαγωγικού Νόμου, του οποίου καταργήθηκε κάθε γενική ή ειδική διάταξη περί παραγραφής, διατηρήθηκαν ωστόσο σε ισχύ οι διατάξεις που αφορούσαν το Δημόσιο, καθώς κι εκείνες με τις οποίες είχε επεκταθεί η εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων του Δημοσίου και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου («νπδδ»)[90]. Περαιτέρω, η σημασία αυτή αποτυπώθηκε διά της πρόβλεψης σχετικών διατάξεων στο πλαίσιο του ελληνικού διοικητικού (ειδικότερα, δημοσιονομικού) δικαίου, από σχετικώς πρώιμο στάδιο της εξέλιξής του. Ιδίως, αναφέρονται οι σχετικές με την υπέρ και κατά του Δημοσίου χρηματικών αξιώσεων παραγραφή διατάξεις του ν.δ. 321/1969 («Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», Α’ 205) (άρθρα 87-96) και οι αντίστοιχες μεταγενέστερες διατάξεις των άρθρων 86-94 του ν. 2362/1995 («Περί Δημοσίου Λογιστικού […]», Α’ 247) και 136-144 του ν. 4270/2014 («[…] [Δ]ημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις», Α’ 143), όπως και οι αντίστοιχες «φορολογικές» διατάξεις των άρθρων 68 § 1 του ν.δ. 3323/1955 (Α’ 214), 4 του ν.δ. 3848/1958 (Α’ 152), 1 του α.ν. 142/1967 (Α’ 169), και 10 του α.ν. 185/1967 (Α’ 203).
Ειδικότερα, η παραγραφή των αξιώσεων υπέρ και κατά των ν.π.δ.δ. χαρακτηρίζεται διαχρονικώς από ιδιαιτερότητες, οι οποίες άπτονται της φύσης και της λειτουργίας έκαστης κατηγορίας ν.π.δ.δ. (π.χ. των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης[91], εξαιρούμενων από την εφαρμογή του «περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.» ν.δ. 496/1974, Α’ 204, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 § 1 αυτού), με τον νομοθέτη να θεσπίζει ειδικές σχετικές διατάξεις και τη νομολογία να επιλαμβάνεται επί συγκεκριμένων ζητημάτων, τα οποία αναφύονται από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Τέτοιες ιδιαιτερότητες ανακύπτουν όχι μόνο αναλόγως εκάστης κατηγορίας ν.π.δ.δ., αλλά και αναλόγως της ειδικότερης εφαρμοστέας κατά περίπτωση νομοθεσίας. Σχετικώς, αναφέρεται η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ζητήματος της συμβατότητας με υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της διάρκειας της προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής υπέρ του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., η οποία νομολογία έχει εκδοθεί στο πλαίσιο διαφορών του δικαίου της κεφαλαιαγοράς[92], του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού[93], του φορολογικού δικαίου[94] και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης[95], αλλά και τα παρεμφερή ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί προστασίας του καταναλωτή[96].
Παρά τη θέσπιση πλήθους ειδικών δημοσίου δικαίου διατάξεων περί παραγραφής, λόγω της εγγύτητας των πτυχών του δημοσίου συμφέροντος (ή της δημόσιας τάξης) οι οποίες θάλπονται από το σύνολο (ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου) των περί παραγραφής διατάξεων, διαχρονικώς γίνεται δεκτό ότι δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν η εν μέρει αναλογική εφαρμογή των γενικών διατάξεων του ΑΚ (συνεπώς, και των ερμηνευτικών αρχών οι οποίες τις διέπουν) και επί διαφορών δημοσίου δικαίου[97] (στις οποίες παραπέμπουν οι δημοσίου δικαίου περί παραγραφής διατάξεις[98]). Ωστόσο, οι δημοσίου δικαίου διατάξεις περί παραγραφής διαφοροποιούνται σημαντικά από τις αντίστοιχες του ιδιωτικού δικαίου, σε επίπεδο αρχών (δεδομένης της ανάγκης, ratione materiae, προστασίας του δημοσίου συμφέροντος)[99] αλλά και σε επίπεδο τεχνικό (ιδίως ως προς την προβλεπόμενη έναρξη, διακοπή και αναστολή της προθεσμίας παραγραφής, αλλά και αναφορικά με τη διάρκεια της προβλεπόμενης σχετικώς προθεσμίας)[100]. Κατά συνέπεια, τα εγειρόμενα επί της παραγραφής ζητήματα είναι εξεταστέα διακριτώς, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων του κλάδου δικαίου, στο πλαίσιο του οποίου εγείρονται (ή αναλόγως της εκάστοτε εφαρμοστέας ειδικής νομοθεσίας εντός του ίδιου κλάδου).
Η αναγκαιότητα ιδιαίτερης προσέγγισης των δημοσίου δικαίου διατάξεων περί παραγραφής ανακύπτει εμφατικά κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας· τούτο διότι οι προαναφερθείσες ιδιαιτερότητες της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού συναντούν τις ιδιομορφίες του πραγματικού από το οποίο αναφύονται οι διοικητικές διαφορές πλήρους δικαιοδοσίας. Εξ άλλου, η ίδια η αγωγή του ΚΔιοικΔικ γεννήθηκε[101] ως ένδικο βοήθημα ιδιαίτερο, και εξελίχθηκε[102] ως ένδικο βοήθημα αυτοτελές[103], με τον νομοθέτη να ρυθμίζει ειδικώς τα ζητήματα που εγείρονται κατά την άσκηση και εκδίκασή της και τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων να καλύπτει ερμηνευτικά τα όποια προκύπτοντα κενά, ή ασάφειες ή αμφισημίες του νόμου. Τα ως άνω αναδεικνύονται χαρακτηριστικά από την προσέγγιση του εξεταζόμενου με τη μελέτη τούτη ζητήματος.
- Η παραγραφή στο πλαίσιο της άσκησης «δεύτερης» (κατ’ άρθρο 76 § 2 του ΚΔΔ) αγωγής, κατά τη διεκδίκηση αποδοχών κατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ.
Σε αντιστοιχία προς τα οριζόμενα στο άρθρο 70 § 1 του ΚΔιοικΔικ για το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, το άρθρο 76 § 2 του ΚΔιοικΔικ επιτρέπει κατ’ εξαίρεσιν[104] την άσκηση «δεύτερης αγωγής»[105] (με το ίδιο αντικείμενο και μεταξύ των ίδιων διαδίκων[106]) στην περίπτωση που η αρχικώς ασκηθείσα[107] («πρώτη») αγωγή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγο τυπικό[108] (όπως οι σχετικές διατάξεις προστέθηκαν δυνάμει του άρθρου 8 § 1 του ν. 3659/2008, Α’ 77). Εφ’ όσον συντρέχουν οι τιθέμενες προς την παραδεκτή άσκηση της δεύτερης αγωγής προϋποθέσεις, ορίζεται ρητώς ότι τα αποτελέσματα άσκησης της δεύτερης αγωγής ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής.
Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα εγείρεται στην περίπτωση άσκησης αγωγής[109] με αντικείμενο τη διεκδίκηση από το Δημόσιο[110] αποδοχών ή κάθε φύσεως απολαβών ή αποζημιώσεων - ήτοι, παροχών με χαρακτήρα περιοδικό (εφ’ εξής: «αποδοχών») εκ μέρους δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού, η οποία αγωγή απορρίπτεται (εν όλω ή εν μέρει) τελεσιδίκως ως προώρως ασκηθείσα· ειδικότερα, το ζήτημα αφορά την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής των οικείων αξιώσεων στην περίπτωση που η πρώτη αγωγή είχε επιδοθεί σε χρόνο στον οποίον οι κρίσιμες αξιώσεις δεν είχαν ακόμη γεννηθεί. Προτού αναλυθεί το ζήτημα αυτό, είναι απαραίτητο να προηγηθούν οι ακόλουθες διευκρινήσεις:
Πρώτον, κατά πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, ως προώρως ασκηθείσες απορρίπτονται, μεταξύ άλλων, αγωγές δημόσιων υπαλλήλων ή λειτουργών με αντικείμενο πάσης φύσεως αποδοχές, όταν κρίνεται ότι οι αγωγικές αξιώσεις δεν έχουν γεννηθεί κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής[111]. Η προσέγγιση των διοικητικών δικαστηρίων επί του ζητήματος της γένεσης των αξιώσεων από αποδοχές είναι εξ αντικειμένου επηρεασμένη από την ιδιομορφία των οικείων αξιώσεων των δημόσιων υπαλλήλων και λειτουργών, η ικανοποίηση των οποίων επιδιώκεται με την άσκηση ευθείας αγωγής[112]. Η περίπτωση αυτή διακρίνεται στο διοικητικό δίκαιο από τα γενικώς ισχύοντα περί της γένεσης της αξίωσης για αποζημίωση από αδικοπραξία - ακόμη και όταν αυτή αφορά σε ζημία μέλλουσα[113]. Ειδικότερα, στην περίπτωση των αξιώσεων από πάσης φύσεως αποδοχές τα διοικητικά δικαστήρια κρίνουν ότι ο χρόνος γένεσης εκάστης αγωγικής αξίωσης, η οποία αφορά σε συγκεκριμένο τμήμα της περιοδικής παροχής ανάγεται στον χρόνο κατά τον οποίον προκαταβάλλεται κατά νόμον η μισθοδοσία του υπαλλήλου ή λειτουργού για το ένδικο χρονικό διάστημα[114] - η οποία γένεση, στην περίπτωση αυτή, μάλλον ταυτίζεται με τον χρόνο κατά τον οποίον η αξίωση κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη. Ήτοι, η γένεση της αξίωσης λαμβάνει χώρα στο χρονικό σημείο όταν ο ενάγων είχε (ή τουλάχιστον μπορούσε να έχει) πρόσβαση στις μισθοδοτικές καταστάσεις από τις οποίες προκύπτει η μη καταβολή προς αυτόν του χρηματικού ποσού, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της αγωγικής αξίωσης. Η κρίση αυτή εκφέρεται καθ’ ερμηνείαν[115] των περί αγωγής διατάξεων του ΚΔΔ (διακρινόμενων από τις διαφορετικής φύσης και λειτουργίας διατάξεις περί προσφυγής), συνδυαστικά με τις διατάξεις του δημοσίου λογιστικού, οι οποίες ορίζουν διαφορετικό χρόνο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής των απαιτήσεων των υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου οι οποίες αφορούν σε αποδοχές[116], απ’ ότι ο αντιστοίχως οριζόμενος χρόνος για τις λοιπές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου[117]. Δεύτερον, «λόγο τυπικό» απόρριψης της πρώτης αγωγής, ο οποίος δικαιολογεί την άσκηση δεύτερης, συνιστά κάθε λόγος ο οποίος δεν αφορά την ουσία της επιδίκου αξιώσεως[118]· με άλλα λόγια, οι διαδικαστικού χαρακτήρα τυπικές ελλείψεις ή η έλλειψη εν γένει δικονομικών προϋποθέσεων που συνεπάγονται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής οι οποίες, ως εκ της φύσης τους, μπορούν να καλυφθούν ή να συμπληρωθούν εκ των υστέρων, με την άσκηση νέας αγωγής, ήτοι λόγοι που ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης[119].Υπό το πρίσμα αυτό, τα πολιτικά δικαστήρια κρίνουν στην πλειονότητά τους ότι η απόρριψη αγωγής ως προώρως ασκηθείσας στοιχειοθετεί λόγο τυπικό, ο οποίος δικαιολογεί άσκηση της κατ’ άρθρο 263 του ΑΚ δεύτερης αγωγής[120]. Αντιθέτως, στη θεωρία[121] της διοικητικής δικονομίας αλλά και στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, η απόρριψη της πρώτης αγωγής ως προώρως ασκηθείσας δεν συναριθμείται παγίως μεταξύ των τυπικών λόγων που δικαιολογούν άσκηση δεύτερης αγωγής κατ’ άρθρο 76 § 2 του ΚΔιοικΔικ· ειδικότερα, επί του ζητήματος έχουν εξενεχθεί δικαστικές κρίσεις αποσπασματικές και αντικρουόμενες[122], χωρίς σαφή δογματική αφετηρία. Κατά την άποψή μας, ορθότερο θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόρριψη της πρώτης αγωγής ως προώρως ασκηθείσας, λόγω μη γέννεσης των επιδιωκόμενων αξιώσεων από αποδοχές κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, συνιστά απόρριψη για λόγο τυπικό. Τούτο διότι με την απόρριψη της αγωγής ως προώρως ασκηθείσας, ακόμη και αν η απόρριψη δεν αφορά σε διαδικαστική προϋπόθεση, ούτε σε «τυπική έλλειψη διαδικαστικού χαρακτήρα» (sic), δεν τέμνεται η ένδικη διαφορά στην ουσία της, άρα η απόρριψη της αγωγής στην περίπτωση αυτή προσιδιάζει πράγματι με απόρριψή της για λόγο τυπικό.
Τούτων δοθέντων, το εγειρόμενο εν προκειμένω ζήτημα έχει ως εξής: Εφ’ όσον η πρώτη αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως ως προώρως ασκηθείσα, μπορεί να επανασκηθεί (παραδεκτώς ως δεύτερη, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά) εντός της εξηκονθήμερης προθεσμίας από την κοινοποίηση στον ενάγοντα της τελεσίδικης απόφασης. Από ποιο χρονικό σημείο, ωστόσο, θα εκκινήσει ο υπολογισμός της προθεσμίας παραγραφής των διεκδικούμενων αξιώσεων από αποδοχές, στην περίπτωση που (και υπό το πρίσμα των οριζομένων στο άρθρο 75 § 2 του ΚΔιοικ Δικ) η πρώτη αγωγή (αναγνωριστική ή καταψηφιστική)[123] είχε επιδοθεί[124] σε χρόνο στον οποίον οι κρίσιμες αξιώσεις δεν είχαν ακόμη γεννηθεί;
Κατ’ αρχάς, η διάταξη του άρθρου 76 § 2 του ΚΔιοικΔικ (κατά την οποία τα αποτελέσματα άσκησης της δεύτερης αγωγής ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής) δεν μπορεί εξ αντικειμένου να τύχει εφαρμογής στην ως άνω περίπτωση. Τούτο διότι είναι λογικώς αδύνατο να χωρήσει (ακόμη και κατά πλάσμα δικαίου) διακοπή προθεσμίας παραγραφής σε χρονικό σημείο στο οποίο οι κρίσιμες αξιώσεις δεν είχαν ακόμη γεννηθεί· με άλλα λόγια, δεν μπορεί να εγερθεί ζήτημα διακοπής προθεσμίας, η οποία δεν είχε καν εκκινήσει στον κρίσιμο χρόνο[125]. Τούτο δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο και μόνο προς τον σκοπό της διάσωσης της δεύτερης αγωγής, καθ’ ότι στην περίπτωση αυτή ο δικανικός συλλογισμός θα έπασχε και πάλι από απόψεως λογικής ως «λήψη του αιτούμενου». Συνεπώς, η προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων αυτών δεν θα μπορούσε παρά να διακοπεί από την επίδοση της δεύτερης, πλέον, αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο (ή το εναγόμενο νπδδ). Ωστόσο, δεδομένης αφ’ ενός της διετούς (κατ’ άρθρο 140 § 3 του ν. 4270/2014) διάρκειας της προθεσμίας παραγραφής των αξιώσεων από αποδοχές, και αφ’ ετέρου του χρόνου ο οποίος έχει διαμεσολαβήσει από τη γένεση των διεκδικούμενων αξιώσεων από αποδοχές μέχρι την επίδοση προς το εναγόμενο της δεύτερης αγωγής (διαμεσολαβήσαντος ενός, ή και δύο βαθμών δικαστικής κρίσης), η αναγνωριζόμενη στον ενάγοντα δυνατότητα ν’ ασκήσει δεύτερη αγωγή πιθανώς να μην έχει αντίκρισμα.
Καθίσταται ως εκ τούτου η επιλεγείσα ερμηνευτική εκδοχή λανθασμένη; Θεωρούμε πως όχι. Τούτο προεχόντως διότι η θεωρητική κατασκευή περί διακοπής μη εκκινησάσης προθεσμίας παραγραφής, πέραν του προεκτεθέντος νομικώς και λογικώς ατόπου, θα αντέκειτο στον εξαιρετικό χαρακτήρα των περί άσκησης «δεύτερης» αγωγής διατάξεων, ο οποίος επιτάσσει τη στενή ερμηνεία τους[126]. Σχετικώς, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι βασική ratio του κατ’ άρθρο 76 § 1 του ΚΔιοικΔικ «κανόνα» του απαραδέκτου άσκησης δεύτερης αγωγής αποτελεί ακριβώς η αποτροπή της επιμήκυνσης[127] του χρόνου παραγραφής των επιδιωκόμενων με την πρώτη αγωγή αξιώσεων. Εξ άλλου, η κατασκευή αυτή θα αντέκειτο και στη ratio της καθιερούμενης εκ του νόμου διετούς προθεσμίας παραγραφής· όπως έχει κριθεί, οι διατάξεις αυτές θάλπουν σκοπούς έντονου δημοσίου συμφέροντος[128], κατά συνέπεια τυχόν κάμψη της εφαρμογής τους οφείλει να ερείδεται επί σαφούς εφαρμογής και ερμηνείας του δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου[129].
Αντιθέτως, η προκρινόμενη ερμηνευτική προσέγγιση πληροί τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις, χωρίς μάλιστα να εγείρεται ζήτημα εν επιδικία παραγραφής (απαγορευμένης στη διοικητική δικονομία) των ενδίκων αξιώσεων, λόγω της άσκησης της πρώτης αγωγής σε χρόνο κατά τον οποίον οι ένδικες αξιώσεις δεν είχαν γεννηθεί (κατά συνέπεια, κατά τα ως άνω, δεν είχε αρχίσει η παραγραφή τους)[130]. Εξ άλλου, η δυσμενής για τον ενάγοντα συνέπεια[131] της προκρινόμενης ερμηνευτικής προσέγγισης αμβλύνεται από τη δυνατότητά του να διακόψει ευχερώς την προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων για τις οποίες ασκήθηκε προώρως αγωγή, διά της υποβολής αίτησης ενώπιον της αρμόδιας για την ικανοποίησή της διοικητικής Αρχής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 143 περ. β’ του ν. 4270/2014[132] -ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 51 περ. β’ του ν.δ. 496/1974-, διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά προς τα οριζόμενα στο άρθρο 75 § 2 εδ. β’ του ΚΔιοικ Δικ[133]. Σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη αγωγή μπορεί σε κάθε περίπτωση να ασκηθεί προ πάσης κοινοποίησης[134] της τελεσίδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη[135]. Επίσης, ο ενάγων δύναται, αντιλαμβανόμενος εγκαίρως την αστοχία της πρώτης αγωγής, να παραιτηθεί εγκαίρως[136] από το μέρος αυτής το οποίο αφορά σε αξιώσεις οι οποίες δεν έχουν ακόμη γεννηθεί, με την παραίτηση αυτή ν’ ανατρέπει τις δικονομικές και τις ουσιαστικές συνέπειες της άσκησης της αγωγής[137]. Έτσι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 76 § 3 του ΚΔιοικΔικ, η αγωγή θα θεωρηθεί ως ουδέποτε ασκηθείσα κατά το αντίστοιχο μέρος αυτής (της εκκρεμοδικίας ανατρεπομένης αναδρομικώς). Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων μπορεί να επανέλθει παραδεκτώς με την άσκηση νέας αγωγής για τις προώρως διεκδικηθείσες με την αρχικώς κατατεθείσα αγωγή αξιώσεις, χωρίς η νέα αγωγή να (χρειάζεται να) θεωρηθεί ως δεύτερη.
- Λύση διά της αναστολής της προόδου της δίκης;
Η δεύτερη αγωγή η οποία ασκείται πριν από τη δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη για τυπικούς λόγους, απορρίπτεται ως απαράδεκτη στο πλαίσιο της διοικητικής δικονομίας[138]. Αντιθέτως, στην πολιτική δίκη η ένσταση εκκρεμοδικίας οδηγεί σε αναστολή της δίκης η οποία έχει αρχίσει με την άσκηση δεύτερης αγωγής[139], κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 222 § 1 ΚΠολΔ. Ίσως λύση επί του σχολιαζόμενου ζητήματος να μπορούσε να δοθεί μέσω της πρόβλεψης σχετικού λόγου αναστολής της προόδου διοικητικής δίκης, στην περίπτωση άσκησης νέας αγωγής με αντικείμενο τη διεκδίκηση των αξιώσεων οι οποίες είχαν επιδιωχθεί προώρως με την πρώτη αγωγή, και της συμπληρωματικής πρόβλεψης
ότι η παραγραφή των αξιώσεων αυτών θα διακόπτεται με την άσκηση της νέας αυτής αγωγής. Στην πρόβλεψη δηλαδή μιας λύσης κείμενης στις παρυφές των οριζομένων στα άρθρα 3 στοιχ. β’ και 5 § 1 του ΚΔΔ, υπό το φως της θεμιτής αλληλεπίδρασης των δικονομιών[140], και προς τον σκοπό της τήρησης της συνέπειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου, αλλά και της επιείκιας προς τον διοικούμενο.
IV. Συμπεράσματα
Από την ανάλυση του κεντρικού ζητήματος της μελέτης επιβεβαιώθηκαν όσα είχαν εκτεθεί στον πρόλογό της· ήτοι: Κατά πρώτον, η ισορροπία της αγωγής μεταξύ ουσιαστικού (ιδίως ως προς το ζήτημα της γέννησης του δικαιώματος και της αντίστοιχης αξίωσης) και δικονομικού δικαίου (ιδίως ως προς τη διαδικαστική πράξη με την οποία πρέπει να συνδεθεί η έναρξη της παραγραφής, και ως προς τα ζητήματα τα οποία εγείρονται από την άσκηση «δεύτερης αγωγής» υπό τον ΚΔιοικΔικ). Κατά δεύτερον, η ανάδειξη παρεμφερών νομικών ζητημάτων, υπό τις ιδιαιτερότητες όμως της πολιτικής και της διοικητικής δίκης και δικονομίας. Και κατά τρίτον, οι σημαντικές συνέπειες των ζητημάτων τα οποία αναφύονται κατά την εκδίκαση της αγωγής επί ευρειών κατηγοριών κοινωνών, και η ανάγκη στάθμισης των αρχών της αποτελεσματικής δικαστικής *προστασίας και της ασφάλειας δικαίου. Είναι βέβαιο ότι η ατέρμονη περιπτωσιολογία του πραγματικού της αγωγής θα προηγείται από τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των εφαρμοστών του Δικαίου. Ωστόσο, η εξέλιξη των ερμηνευτικών μας εργαλείων μπορεί να μειώνει την απόσταση αυτή.
[1]. Α.ν. 2250/1940, Α’ 91, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 1329/1983, Α’ 25, και αποδόθηκε στη δημοτική με το π.δ. 456/1984, Α’ 164 .
[2]. Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, 1986, σ. 127˙ Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία Ι2, § 36.4˙ Αρβανιτάκης Π., Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, 1995, σ. 205.
[3]. ΑΚ 848.
[4]. ΑΚ 1210, 1217.
[5]. ΑΚ 1258.
[6]. Γέσιου-Φαλτσή Π., Δίκαιον αναγκαστικής εκτελέσεως -Ειδικό Μέρος2, Τόμος ΙΙ, 2018, § 64 πλ. 71˙ Κεραμεύς Κ./Κονδύλης Δ./ Νίκας Ν./Ορφανίδης Γ., Ερμηνεία ΚΠολΔ- Αναγκαστική εκτέλεση2, 2021, § 982 πλ. 67.
[7]. Λιβάνης Ν., Διάθεση μελλοντικού δικαιώματος, 1990, σ. 20˙ Γεωργιάδης Γ., Η εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης, 2006, § 8.139.
[8]. Γεωργιάδης Γ., Εκχώρηση, § 9.139˙ Λιβάνης Ν., Διάθεση, σ. 22-23, διάφορο είναι το ερώτημα, αν απαιτείται οι πλείονες για τη γέννηση του δικαιώματος όροι απαιτείται να πληρούνται ταυτόχρονα, το οποίο κατά κανόνα δεν απαιτείται˙ Παπαστερίου Δ./ Κλαβανίδου Δ., Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 2021, § 20.27, χαρακτηρίζει το στάδιο αυτό της εξέλιξης πλήρωσης ως μεταβατικό.
[9]. Λιβάνης Ν., Διάθεση, σ. 21˙ Γεωργιάδης, Εκχώρηση, § 9.140.
[10]. Η ανάπτυξη της θεωρίας γίνεται από τον ΜαρκουλάκηΜ., Αναγνωριστική αγωγή και σύστημα έννομης προστασίας, 2020, σ. 157 επ. με πλήρεις παραπομπές στην ελληνική και τη γερμανική θεωρία.
[11]. Μαρκουλάκης Μ. Αναγνωριστική αγωγή, σ. 166 επ.
[12]. Μαρκουλάκης Μ. Αναγνωριστική αγωγή, σ. 180. Τυπικές περιπτώσεις έτσι αξιώσεων λόγω προσβολής απολύτων δικαιωμάτων είναι οι αξιώσεις αποζημίωσης και παράλειψης λόγω της προσβολής του δικαιώματος προσωπικότητας κατά την ΑΚ 57, η αξίωση παράλειψης λόγω προσβολής της κυριότητας κατά την 1108 ή αναγνώρισης της κυριότητας και απόδοσης του πράγματος σε περίπτωση αφαίρεσης ή κατακράτησης κατά την 1094, οι αξιώσεις άρσης και παράλειψης προσβολής εμπορικού σήματος κατά το άρθρ. 38 § 1 ν. 4982/ 2022, οι αξιώσεις άρσης και παράλειψης προσβολής ευρεσιτεχνίας κατά το άρθρ. 17 § 1 περ. α’ ν. 1733/1987, οι αξιώσεις αναγνώρισης του δικαιώματος, άρσης της προσβολής δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και παράλειψής της στο μέλλον κατά το άρθρ. 65 § 1 περ. α’ ν. 2121/1993. Αντίθετα, παραδείγματα αξιώσεων εκ του νόμου άνευ προσβολής απολύτου δικαιώματος αποτελούν οι αξιώσεις παράλειψης και αποζημίωσης του εκ του άρθρ. 1 ν. 146/1914 (έτσι Μαρκουλάκης Μ. Αναγνωριστική αγωγή, σ. 175), καθώς και οι αξιώσεις του άρθρ. 22ζ § 1 και 22θ § 1 ν. 1733/1987, οι οποίες προκύπτουν από παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, επί του οποίου εντούτοις δεν αποκτά ο κάτοχος απόλυτο δικαίωμα [πρβλ. Ψάρρας Α., Εμπορικό απόρρητο, ΕλλΔνη 5/2020. 1344 (1363)]˙ Θεμελιώδης είναι, άλλωστε, η σημασία της αξίωσης αποζημίωσης κατά την ΑΚ 914 λόγω περιουσιακής ζημίας, ήτοι βλάβης σε αγαθά που έχουν οικονομική σημασία (Σταθόπουλος Μ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο5, 2004, § 8 πλ. 57)˙ και αποτελούν, συνεπώς, μια προστατευτέα έννομη θέση ουσίας. Η διαφορά μεταξύ αφ’ ενός των νομίμων αξιώσεων αποζημίωσης και απόδοσης του πλουτισμού και αφ’ ετέρου των συμβατικών απαιτήσεων έγκειται στο γεγονός, ότι ενώ οι πρώτες τίθεται στην προστασία μιας εκτός αυτών ευρισκόμενης έννομης θέσης, ήτοι της προϋφιστάμενης περιουσίας, οι απαιτήσεις δεν ικανοποιούν άλλη έννομη θέση ουσίας παρά εκείνη που προσδιορίζεται με την ίδια την απαίτηση (ΜαρκουλάκηςΜ. Αναγνωριστική αγωγή, σ. 173).
[13]. Λιβάνης Ν., Διάθεση, σ. 61˙ Γεωργιάδης Γ., Εκχώρηση, § 9.146-148.
[14]. Αντιθέτως στην περίπτωση των απαιτήσεων, οι οποίες πηγάζουν από δικαιοπραξία υπό διαλυτική αίρεση ή προθεσμία, τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται άμεσα με την κατάρτισή της παρά την ύπαρξη της διαλυτικής αίρεσης ή προθεσμίας. Μελλοντικές θεωρούνται έτσι οι απαιτήσεις του αρχικώς διαθέτοντος να ανακτήσει το δικαίωμα, υπό τον αυτονόητο όρο ότι μπορεί να υπάρξει ανάκτηση, Λιβάνης Ν., Διάθεση, σ. 37, 44˙ Γεωργιάδης Γ., Εκχώρηση, § 9.164, η απαίτηση του αρχικώς διαθέτοντος τελεί υπό την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης ή προθεσμίας˙ Παπαστερίου Δ./ Κλαβανίδου Δ., Δικαιοπραξία, §§ 63.11.
[15]. Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, § 28.22˙ Παπαστερίου Δ./ Κλαβανίδου Δ., Δικαιοπραξία, § 22. 1.
[16]. Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές, § 28.23.
[17]. Παπαστερίου Δ./ Κλαβανίδου Δ., Δικαιοπραξία, §§ 63.4, 11˙ Λιβάνης Ν., Διάθεση, σ. 88-92, η προσδοκία δικαιώματος δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα προσδοκίας. Οι προενέργειες εκ του νόμου εξασφαλίζουν την μεταγενέστερη κτήση του δικαιώματος ακεραίου. Παρά ταύτα για την απολυτοποίηση του δικαιώματος προσδοκίας απαιτείται περαιτέρω να υπάρχει ασφαλής πρόβλεψη, ότι το δικαίωμα θα γεννηθεί˙ Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές, § 45.14, λόγω της βεβαιότητας της μετατροπής του υπό προθεσμία δικαιώματος σε πλήρες, το δικαίωμα προσδοκίας έχει εν προκειμένω μεγαλύτερη αξία από το υπό αίρεση˙ έτσι και Παπαστερίου Δ./ Κλαβανίδου Δ., Δικαιοπραξία, § 64.4.
[18]. Έτσι Γεωργιάδης Γ., Εκχώρηση, § 10.174˙ πρβλ. Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές, § 45.12˙ Λιβάνης Ν., Διάθεση, σ. 44 επ.˙ Μαρκουλάκης Μ. Αναγνωριστική αγωγή, σ. 266.
[19]. Γεωργιάδης Γ., Εκχώρηση, § 10.172.
[20]. Γεωργιάδης Γ., Εκχώρηση, § 11 passim, με περαιτέρω παραπομπές στη ημεδαπή και γερμανική θεωρία και τη νομολογία˙ πρβλ. παρόμοια θέση Λιβάνης Ν., Διάθεση, σ. 27, 28, παρομοιάζει τις καταστάσεις κατά τις οποίες ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει μια παροχή μόνον εφ’ όσον συντρέξουν ορισμένοι όροι με την κατάσταση της αίρεσης δικαίου. Η σύσταση της ενοχής αποτελεί προϋπόθεση των επιμέρους απαιτήσεων, οι όροι όμως της γέννησής τους πληρούνται μόνο με την επέλευση ορισμένων όρων. Εδώ κατατάσσει χαρακτηριστικά την αξίωση αμοιβής του εργολάβου, προϋπόθεση της γέννησης της οποίας είναι κατά το ΑΚ 694 η παράδοση του έργου.
[21]. Σταθόπουλος Μ., § 17, §§ 16, 18.
[22]. Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 36.4.
[23]. Ibid.
[24]. Κεραμεύς Κ., σ. 127˙ Αρβανιτάκης Π., Δεδικασμένο, σ. 205.
[25]. Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024, σ. 286 (288) με περαιτέρω παραπομπές.
[26]. Κεραμεύς Κ., σ. 127, η Επιτροπή του Σχεδίου Πολιτικής Δικονομίας ενέμεινε αρχικά στη λύση της ΠολΔ, με κρίσιμο σημείο αρχικά την πρώτη συζήτηση (Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας Τόμος β’, σ. 161, «το δικαίωμα δέον να είναι κεκτημένον και απαιτητόν το βραδύτερον κατά την πρώτην ενώπιον του εισηγητού, του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου συζήτησιν της υποθέσεως» 347), κατόπιν δε την καταδίκη του εναγομένου (Σχ ΠολΔ Τ. θ’ 100 επ.), ενώ η Αναθεωρητική Επιτροπή την εγκατέλειψε (Πρακτικά των συνεδριάσεων της αναθεωρητικής επιτροπής του Σχεδίου Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικού Νόμου, 1967, σ. 82-84, 548 § 3, 553, 620).
[27]. ΑΠ 897/2022 (εφ’ όσον δε γίνεται παραπομπή σε ορισμένη βάση δεδομένων, η παραπομπή σε αποφάσεις του Αρείου Πάγου γίνεται στον ιστότοπό του areiospagos.gr)˙ ΑΠ 731/2017 ˙ ΤριμΕφΠειρ 82/2024 (το αυτό για τις αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς, efeteio-peir.gr)˙ ΠρακτΑναθ σ. 82˙ Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου Φ., Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1995, σ. 195˙ Απαλαγάκη/Σταματόπουλος/Γεωργιάδης Γ., Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος α’, § 69.1˙ Αρβανιτάκης Π., Δεδικασμένο, σ. 206.
[28]. Δεληκωστόπουλος Ι., Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, σ. 30˙ Κλαμαρής Ν., Η Νομιμοποίηση και το Έννομο Συμφέρον: Προϋποθέσεις Παροχής Εννόμου Προστασίας ή Διαδικαστικές Προϋποθέσεις της Δίκης;, ΕΠολΔ 2018. 601 (607)˙ Κολοτούρος Π., Ζητήματα νομιμοποίησης και δεδικασμένου, Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων, Ενώσεις προσώπων και λοιπές οντότητες στην πολιτική δίκη, Πρακτικά του 40ου συνεδρίου της ΕΕΔ, 2016, σ. 209 επ.˙ Ο ίδιος, Δικονομικά ζητήματα από την πρόσφατον νομολογίαν του Αρείου Πάγου, ΕλλΔνη 2019. 342 (352-353)˙ Μαρκουλάκης Μ. σ. 138˙ Μητσόπουλος Γ., Η αναγνωριστική αγωγή, 1947, § 6, σ. 114˙ Μπέης Κ., Παρατηρήσεις στην απόφαση ΑΠ 879/2004, Δ 36. 472˙ Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 24.7 υποσ. 26, το έννομο συμφέρον εντάσσεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, κινείται όμως και στις παρυφές του ουσιαστικού δικαίου, διότι ο εντοπισμός του προϋποθέτει την επί της ουσίας έρευνα της αγωγής˙ πρβλ. όμως Ράμμος Γ., Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Τόμος Α’, 1978, σ. 264 επ. και Σταμούλης Σπ., Έννομο Συμφέρον και αστική δικονομική προστασία, ΝοΒ 1973. 1025 (1032).
[29]. ΑΠ 55/2020˙ 404/2018˙ 2068/2017˙ 974/2017˙ 772/2014˙ Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 24.6˙ Απαλαγάκη/ Σταματόπουλος/Γεωργιάδης Γ., ΚΠολΔ, § 68.12.
[30]. ΑΠ 823/2021˙ 1551/2010˙ Νίκας Ν., Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σ. 45˙ ο ίδιος, ΠολΔ Ι, § 24.6.
[31]. ΑΠ 823/2021˙ 1551/2010˙ 385/1999˙ 345/1992.
[32]. Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 24.8˙ πρβλ. όμως ΑΠ 1259/2018, κατά την οποία το έννομο συμφέρον είναι άμεσο, όταν υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής.
[33]. Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, § 69, σ. 375˙ Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 24.6.
[34]. Το άρθρ. 69 § 1 εδ. στ’ απαιτεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, το οποίο θεμελιώνεται με την απόδειξη βάσιμου φόβου, Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου Φ. σ. 201˙ Τριανταφυλλίδης Χρ., Η προληπτική δικαστική προστασία κατά τον ΚΠολΔ, 2009, σ. 113˙ Απαλαγάκη/Σταματόπουλος/Γεωργιάδης, ΚΠολΔ, § 69 § 8˙ Από ένα μέρος της θεωρίας και της νομολογίας, ωστόσο, η ανάγκη έννομης προστασίας λόγω προσβολής δικαιώματος αντιμετωπίζεται ως προϋπόθεση του άρθρ. 69, αν και μετατίθεται ως πιθανότητα στο μέλλον, ΜΠρΠειρ 2662/2020 «Το άρθρο 68 ΚΠολΔ καθιερώνει τον κανόνα ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη αν ο ενάγων δεν έχει άμεσο έννομο συμφέρον, δηλαδή ενεστώσα ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας, προς διάγνωση του επίδικου δικαιώματος. Από τον κανόνα αυτό εισάγει εξαίρεση το άρθρο 69, με την έννοια ότι επιτρέπεται να ζητηθεί η διάγνωση ενός δικαιώματος, και όταν ακόμη η ανάγκη της διαγνώσεως αυτής δεν είναι ενεστώσα, αλλά μέλλουσα, αρκεί να εξοικονομείται ο χρόνος τον οποίο θα έχανε ο ενάγων αν έπρεπε να περιμένει έως ότου πληρωθεί η αίρεση και εφ’ όσον συντρέχει έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί την πρόωρη αυτή άσκηση της αγωγής (Μπέη, ΠολΔ 69 II σ. 375)»˙ ΜΠρΠειρ 1758/ 2020˙ Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, § 69, σ. 375, έμμεσο έννομο συμφέρον˙ επίσης, Τριανταφυλλίδης Χρ., σ. 13˙ Νίκας Ν., Το έννομο συμφέρον, σ. 45 υποσ. 61, όπου διατυπώνεται η σκέψη, ότι το άρθρ. 69 δίνει τη δυνατότητα στον εναγόμενο βάσει του άρθρ. 69 § 1 εδ. α’ να αποδείξει, ότι θα είναι μελλοντικά συνεπής, ώστε κατ’ αποτέλεσμα να απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Εφ’ όσον, όμως, κατά την κρατούσα άποψη για το έννομο συμφέρον του άρθρ. 69 § 1 εδ. α’ πιθανότητα μελλοντικής προσβολής δεν απαιτείται, δύσκολα θα ωφελούνταν ο εναγόμενος από την απόδειξη της μελλοντικής συνέπειάς του.
[35]. Κεραμεύς Κ., σ. 127˙ Αρβανιτάκης Π., Δεδικασμένο, σ. 206.
[36]. Τριανταφυλλίδης Χρ., σ. 13˙ Σταματόπουλος, Η αρχή της οικονομίας της δίκης, 2003, σ. 355, μόνον τα εδ. γ’ και δ’ αποτελούν εκφράσεις της οικονομίας της δίκης.
[37]. Νίκα, ΠολΔ Ι, § 36.9˙
[38]. Πρόκειται περί αντικειμενικής σώρευσης αξιώσεων, μιας γεγενημένης πλην τελούσας υπό διαλυτική αίρεση και έτερης μη γεγενημένης τελούσας υπό αναβλητική αίρεση, εξ όψεως δικονομικού δικαίου ο ενάγων δύναται να σωρεύσει αντικειμενικά τις αξιώσεις του, καίτοι από την άποψη του αστικού δικαίου δε γίνεται να συντρέχουν, Αρβανιτάκης Π., Επικουρικότητα, σ. 70, 71˙ κατ’ άλλη άποψη πρόκειται περί κατ’ εξαίρεση επιτρεπτής μορφής επικουρικής σώρευσης προώρων αιτημάτων, Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, σ. 377˙ έτσι και Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου Φ. σ. 200˙ ως καταχρηστική ή ορθότερα παρεπόμενη επικουρικότητα χαρακτηρίζεται από τον Τριανταφυλλίδη Χρ., σ. 69, 73.
[39]. Στην περίπτωση αυτή εμπίπτει η αγωγή με αίτημα προσδιορισμού της παροχής κατά την ΑΚ 371με σωρευόμενο αίτημα καταψήφισης. Στην περίπτωση αυτή η αξίωση είναι ήδη γεγενημένη, αφού έχει ήδη υπάρξει σχετική συμφωνία των μερών. Η παροχή καθίσταται απαιτητή από τον προσδιορισμό της (Γεωργιάδης Απ., Γενικό Ενοχικό, 1999, § 5.47).
[40]. Αρβανιτάκης Π., Επικουρικότητα, σ. 65, η επικουρική υπό αίρεση διαδικαστική πράξη δεν ασκείται προκειμένου να αναπληρώσει την κύρια πράξη, ούτε συμπλέκονται όμως παράλληλα˙ Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, §36.10˙ Τριανταφυλλίδης Χρ., σ. 69˙ Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, σ. 377, χαρακτηρίζει την περίπτωση ως μη γνήσια επικουρική σώρευση προώρως ασκουμένης αγωγής, η απόρριψη της κυρίας αγωγής συνεπάγεται την απόρριψη της προώρως ασκουμένης ως αβάσιμης.
[41]. Πρβλ. Μαρκουλάκης Μ. Αναγνωριστική αγωγή, σ. 81 υποσ. 378.
[42]. Απαλαγάκη/Σταματόπουλος/Γεωργιάδης, ΚΠολΔ, §69 § 7, ο οποίος εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης τις εν ευρεία εννοία μελλοντικές απαιτήσεις˙ Τριανταφυλλίδης Χρ., σ. 88, προστασία δικαιώματος, η γέννηση του οποίου εξαρτάται από την επέλευση γεγονότος που δε συνιστά γνήσια αίρεση και ο ίδιος, σ. 94, προστασία του δικαιώματος προσδοκίας˙ Μαρκουλάκης Μ. Αναγνωριστική αγωγή, σ. 271˙ πρβλ. ωστόσο αυστηρότερος Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 36.12, από την πλήρωση της αίρεσης ή την επέλευσης του γεγονότος πρέπει να εξαρτάται το απαιτητό του δικαιώματος, όχι η συνδρομή των όρων γέννησής του˙ Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου Φ. σ. 199˙ Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, σ. 378, ο οποίος χαρακτηρίζει την αίρεση ως εξωτερικό όρο της δικαιοπραξίας, η μη πλήρωση του οποίου εμποδίζει την ομαλή λειτουργία της τελειωθείσας δικαιοπραξίας.
[43]. Απαλαγάκη/Σταματόπουλος/Γεωργιάδης Γ., ΚΠολΔ, §69 § 7˙ πρβλ. ωστόσο Μαρκουλάκης Μ., σ. 273, ο οποίος υποστηρίζει πειστικά πως δεν μπορεί να αποκλείεται apriori από το πεδίο προληπτικής προστασίας η κατηγορία των νομικών αιρέσεων, αφού η προστατευτέα έννομη θέση που δημιουργείται έχει τα χαρακτηριστικά του δικαιώματος προσδοκίας.
[44]. Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου Φ. σ. 196, 201 επ.˙ Τριανταφυλλίδης Χρ., σ. 88.
[45]. Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου Φ. σ. 202, 208. Αντίθετες απόψεις υποστηρίζονται σχετικά με τη δυνατότητα της άσκησης αξίωσης παράλειψης μελλοντικών διαταρακτικών ενεργειών, υπέρ Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 36.14˙ ΤριανταφυλλίδηςΧρ., σ. 118, υπέρ της γενικής αξίωσης παράλειψης μελλοντικών πράξεων˙ με επιφυλάξεις Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου Φ. σ. 208 επ.˙ πρβλ. Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, σ. 380, αξιώσεις που συνίστανται σε παράλειψη δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο του άρθρ. 69 § 1 εδ. ς’.
[46]. Νίκας Ν., ΠολΔ Ι, § 36.7.
[47]. Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, σ. 376.
[48]. Ο περιορισμός της άρθρ. 69 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ στην ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατά την ΑΚ 374 έγκειται στη σχέση μεταξύ των δυο παροχών. Κατά τη θεωρία του ενοχικού δικαίου οι κύριες παροχές σε μια αμφοτεροβαρή σύμβαση τελούν σε σχέση αντίθεσης, γενετικής και λειτουργικής αλληλεξάρτησης και αναλογίας, πρβλ. Γεωργιάδης Απ., Γενικό Ενοχικό, § 4 πλ. 12-14. Εκ της αλληλεξάρτησης των αντιθέτων παροχών προκύπτει ο κανόνας της της ταυτόχρονης εκπλήρωσης των δυο παροχών, πρβλ. Σταθόπουλος Μ., § 17 πλ. 55. Κατά τον Νίκα, ΠολΔ Ι, § 36.8, ο περιορισμός της άρθρ. 69 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ στην ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος είναι αποτέλεσμα της αλληλεξάρτησης των παροχών και του κανόνα της ταυτόχρονης εκπλήρωσής των. Ορθά, καθώς η πρόωρη δικαστική προστασία κατά το άρθρ. 69 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ παρέχεται εν όψει του κανόνα της ταυτόχρονη εκπλήρωσης αντιθέτων παροχών, έτσι και Κεραμεύς Κ., σ. 129˙ τον κανόνα δε δύναται να παρακάμψει ο ενάγων ούτε με την παροχή ασφάλειας, κατά την ΑΚ 375. Η συνάρτηση του άρθρ. 69 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ με την ΑΚ 325 είναι άστοχη, παρά την πρόβλεψη του ΑΚ 329. Η δυνατότητα παροχής πρόωρης δικαστικής προστασίας για αξιώσεις έναντι των οποίων μπορεί να προβληθεί ένσταση επίσχεσης εξαρτάται από τους όρους του άρθρ. 69 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ˙ πρβλ. ωστόσο Μπέης Κ., ΠολΔ ΙΙ, σ. 376 επ.
[49]. Κρητικός Αθ., Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα Ι5, § 17 πλ. 186˙ Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (287).
[50]. Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (295).
[51]. Γεωργιάδης Απ./Γεωργιάδης Γ., ΣΕΑΚ, § 937 πλ. 17˙ Λέων Κ., Η αποζημίωση από την επιδείνωση της υγείας του παθόντος, 2024, πλ. 136.
[52]. Παραδείγματα μέλλουσας θετικής ζημίας: Νοσήλια ΑΠ 1572/2018˙ 2176/2009˙ 2029/2007˙ δαπάνες μεταβάσεως στο εξωτερικό, έστω και αν είναι υψηλές, σε δύσκολες και λεπτές περιπτώσεις σωματικών κακώσεων ή παθήσεων που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν στον ελλαδικό χώρο, ΑΠ 1935/2013.
[53]. Σταθόπουλος Μ., § 8 πλ. 102, κατά την κοινή πορεία των πραγμάτων˙ ΑΠ 981/2023˙
[54]. Γεωργιάδης Απ./Περάκη Β., Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα2, 2023, § 297 πλ. 21.
[55]. ΑΠ 1523/2023˙ Η διάταξη έχει διττό χαρακτήρα, διότι αφ’ ενός καθορίζει τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση του διαφυγόντος κέρδους, αφ’ ετέρου δε προσδιορίζει το μέτρο της απόδειξης για την πλήρωση της εν λόγω προϋπόθεσης και δη το μειώνει από πλήρη απόδειξη σε πιθανολόγηση, πρβλ. ΑΠ 1105/ 2015 «Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 298 εδ. β' και 929 του ΑΚ προκύπτει, ότι το διαφυγόν κέρδος, όπως είναι και η αποζημίωση για την στέρηση στο μέλλον των προσδοκώμενων εισοδημάτων, αποτελεί ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και κατ' ανάγκη συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν εμφανίζει τη βεβαιότητα της θετικής ζημίας. Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα, συγκριτικά με την θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση. Έτσι η ανωτέρω διάταξη 298 εδ. β' ΑΚ έχει ουσιαστικό χαρακτήρα εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξιώσεως της αποζημιώσεως και δικονομικό χαρακτήρα εφόσον επιτρέπει στον Δικαστή να αρκεσθεί σε απλή πιθανολόγηση.»˙ 325/2015˙ 601/2010˙ 1933/2007˙ Παντελίδου Κ., H «πρόωρη» μελλοντική ζημία, ΝοΒ 68.3 (4)˙
[56]. Στο πλαίσιο του ΑΚ 298 περ. β’ η πιθανολόγηση αναφέρεται στο διαφυγόν κέρδος της περ. α’ («[…] καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων […]»˙ Γεωργιάδης/Περάκη Β., ΣΕΑΚ, § 297 πλ. 21, η μείωση του μέτρου της απόδειξης δεν αφορά, ωστόσο, αποκλειστικά το διαφυγόν κέρδος αλλά και τη θετική ζημία˙ πρβλ. ΑΠ 1107/ 2007 ΤΝΠ Ισοκράτης «Για την αποκατάσταση της μέλλουσας θετικής ζημίας δεν απαιτείται να διαπιστωθεί κατά τρόπο βέβαιο ότι αυτή θα επέλθει, αλλά αρκεί η πιθανολόγηση του γεγονότος αυτού βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και της κοινής πείρας των πραγμάτων, όπως τούτο ισχύει για το διαφυγόν κέρδος του άρθρου 298 εδ. β του ΑΚ».
[57]. ΑΠ 1205/2023 «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 του ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος απαίτηση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, ενώ η παραγραφή της αντίστοιχης αξιώσεως, έστω και αν αφορά μέλλουσα ζημία, που όμως είναι προβλεπτή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι, κατ' αρχάς, πενταετής και, εφόσον η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως αυτής είναι δυνατή [πράγμα που, εξαιρέσει σχετικού νομικού κωλύματος, πάντοτε συμβαίνει], η παραγραφή αυτή αρχίζει να τρέχει, για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της πρώτης επιζήμιας συνέπειας και του υποχρέου προς αποζημίωση (ΑΠ 1349/2021, ΑΠ 401/ 2020, ΑΠ 255/2020, ΑΠ 247/2019, ΑΠ 1158/2017, ΑΠ 475/ 2017), με εξαίρεση τις ζημίες που είναι από την αρχή απρόβλεπτες, όπως, στη συνέχεια, θα εκτεθεί. Ως γνώση της ζημίας για την έναρξη της παραγραφής, νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, χωρίς, ωστόσο, να είναι απαραίτητη η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΑΠ 401/2020, ΑΠ 255/2020, ΑΠ 750/2018, ΑΠ 674/2013, ΑΠ 666/2010). Η παραπάνω πενταετής παραγραφή καλύπτει όλες τις ζημίες που έχουν επέλθει, καθώς και τις προβλεπτές από την αρχή μέλλουσες ζημίες του παθόντος. Δεν εφαρμόζεται, όμως, αν η ζημία είναι από την αρχή απρόβλεπτη, όπως τούτο μπορεί να συμβεί σε περίπτωση απρόβλεπτης, κατά τα ιατρικά δεδομένα, επιδείνωσης της υγείας του παθόντος. Σε περίπτωση απρόβλεπτης ζημίας, ισχύει νέα, αυτοτελής, πενταετής παραγραφή, η οποία αρχίζει από τότε που ο δικαιούχος αυτής αντιλήφθηκε τις νέες επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ εκείνων και αυτής (ΑΠ 401/2020, ΑΠ 750/2018, ΑΠ 747/2018, ΑΠ 52/2018)»˙1357/2021˙ 401/2020˙ 255/2020˙ 1178/2019˙ 1158/2017˙ Γεωργιάδης Απ./Γεωργιάδης Γ., ΣΕΑΚ, § 937 πλ. 15, 18˙ Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙ2, § 62.11˙ Δακορώνια Ευγ., Θέματα από την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής σε περιπτώσεις βεβαίωσης της αξίωσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση κατ’ ΑΚ 268 εδ. α’, ΧρΙδΔ Ζ/2007. 104 (106-107)˙ Περάκη Β., Η παραγραφή μετά την άσκηση της αγωγής, 2021, σ. 277 επ. Έτσι, η παραγραφή των προβλέψιμων μελλουσών ζημιών αντιδιαστέλλεται από την παραγραφή των απρόβλεπτων ζημιών. Στις τελευταίες συγκαταλέγονται κατά βάσιν περιπτώσεις επιδείνωσης της κατάστασης του παθόντος. Λέων Κ., πλ. 139, ο παθών δύναται σε περιπτώσεις απρόβλεπτης ζημίας να επανέλθει δικαστικά παρά την ύπαρξη δεδικασμένου για την προηγουμένως προβλεπτή ζημία˙ Δακορώνια Ευγ., ΧρΙδΔ Ζ/2007. 104 (107) με περαιτέρω παραπομπές˙ Ρούσσος Κλ., Η παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία, ΧρΙδΔ 2006. 81 (86 επ.).
[58]. ΑΠ 1227/2024˙ 1316/2023˙ 303/2023˙ 909/2022˙ 14/2022˙ 999/2021˙ 554/2021˙ 736/2019˙ 1205/2018˙ 325/2016˙ 1105/2015˙ 2153/2013˙ 869/2013˙ 601/2010˙ 2076/2006˙ 122/2006˙ ΤριμΕφΠειρ 15/2024.
[59]. ΑΠ 1545/2021˙ 736/2019˙ 1448/2018˙ 1205/2018˙ 325/2016˙ 1105/2015˙ 869/2013.
[60]. Περάκη Β., ΝοΒ 66.1817 (1818)˙ Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68.3 (3).
[61]. Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68.3 (7).
[62]. Σταθόπουλος Μ., § 8, § 48.
[63]. Περάκη Β., σ. 277 επ.
[64]. Ibid.
[65]. Αρβανιτάκης Π., Δεδικασμένο, σ. 221˙ Σύμφωνος Μαρκουλάκης Μ. σ. 81 υποσ. 377.
[66]. Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68.3 (8)˙ Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (298), η απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης για μέλλουσες ζημίες ως προώρως ασκηθείσας αποτελεί προϊόν υπαγωγικού συλλογισμού και αποδεικτικού πορίσματος.
[67]. Πρβλ. Κεραμεύς Κ., σ. 127, ο οποίος χαρακτηρίζει ως ώριμη κατά το ουσιαστικό δίκαιο την αξίωση αποκατάστασης μελλοντικής ζημίας, όταν αναμένεται με επαρκή βεβαιότητα η επέλευσή της και είναι δυνατός από τώρα ο καθορισμός της έκτασής της μ.π.π.˙ Περάκη Β., σ. 275.
[68]. ΑΠ 999/2021˙ 736/2019˙ 377/2009˙2076/2006.
[69]. ΑΠ 736/2019 «Η απόρριψη της αγωγής γίνεται για τυπικούς και όχι για ουσιαστικούς λόγους, δημιουργεί περιορισμένο δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται μόνο στα κριθέντα δικονομικά ζητήματα, όχι δε στην ύπαρξη ή μη ουσιαστικού δικαιώματος που έχει καταχθεί σε δίκη, δηλ. η τελεσίδικη απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως προώρως ασκηθείσα δεν δημιουργεί, ως προς τούτο δεδικασμένο, γιατί δεν πρόκειται για τομή της διαφοράς (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 2153/2013, ΑΠ 1379/ 2010).
[70]. Πρβλ. Λέων Κ., πλ. 796, ο οποίος διακρίνει διαζευκτικά μεταξύ τυπικού λόγου και πρόωρης άσκησης της αγωγής.
[71]. Νίκας Ν., ΠολΔ ΙΙ, § 62.11˙ Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (296).
[72]. Περάκη Β., Η παραγραφή μετά την άσκηση της αγωγής, 2021, σ. 275˙ Παντελίδού Κ.,ΝοΒ 68. 3 (10).
[73]. Σχετική η ΑΠ 1445/2018, ΝοΒ 66. 1814 με παρατηρήσεις Περάκη Β.
[74]. ΑΠ 14/2022˙ 554/2021˙ 416/2019˙ 1445/2018, ΝοΒ 66. 1814 με παρατηρήσεις Περάκη Β.˙ 2153/2013˙ ΜΕφΠειρ 42/2024˙ Περάκη Β., Παραγραφή, σ. 274 επ.˙ Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68.3 (10)˙ Νίκας Ν., ΠολΔ ΙΙ, § 62.11˙ Γεωργιάδης/Μιχαηλίδου Χρ., ΣΕΑΚ2, § 263 πλ. 3˙ Κρητικός Αθ., § 17 πλ. 186˙ Πέραν του πλαισίου της απόρριψης της αξίωσης για μελλοντική ζημία, ορθή είναι η θέση η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν τους λόγους πρόωρης άσκησης της αγωγής καθ’ έκαστον, Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (297-298), κρίσιμο είναι το δικονομικό στάδιο εξέτασης της αγωγής στο οποίο αναφαίνεται το ζήτημα της πρόωσης άσκησης της αγωγής και σε συνδυασμό με τη φύση του κανόνα που προσδιορίζει την αναγκαία ωριμότητα της απαίτησης ως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου. Η θέση αυτή συνοδεύεται από το πλεονέκτημα της αποσαφήνισης του ερωτήματος, αν το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τον πρόωρο χαρακτήρα της επίδικης αξίωσης, με την αυτεπάγγελτη εξέταση να καταφάσκεται για τα στάδια του παραδεκτού και του νόμω βασίμου, στην περίπτωση της μη επίτευξης του αναγκαίου μέτρου αποδείξεως, αλλά και της αδυναμίας του δικαστηρίου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας για τη μέλλουσα ζημία, ενώ, αν το πρόωρο ανάγεται στην ύπαρξη αναβλητικής αίρεσης, τότε είναι απαραίτητη η προβολή της σχετικής ένστασης από τον εναγόμενο.
[75]. ΑΠ 2153/2013˙ 325/2016.
[76]. Πρβλ. τη νομολογία στην υποσημείωση 58.
[77]. Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (300), με παραπομπές και αναφορά στην αρνητική στάση της νομολογίας επί του θέματος.
[78]. Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68. 3 (8), αν η αξίωση απορρίπτεται, διότι η ζημία δεν παρουσιάζεται ως αρκετά πιθανή, το δεδικασμένο θα καλύπτει την επί του παρόντος έλλειψη ικανοποιητικής ή βάσιμης πιθανότητας˙ Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (300)˙ Απαλαγάκη/Σταματόπουλος/Ευθυμίου Χρ., ΚΠολΔ, § 324 πλ. 7.
[79]. Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (302).
[80]. Αρβανιτάκης Π., Χρονικά και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου επί αγωγής του ΤΕΕ για την καταβολή αμοιβής μέλους του, ΕλλΔνη 2002. 364 (366)˙ ΑρβανιτάκηςΠ., Δεδικασμένο, σ. 172-178.
[81]. Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68. 3 (11).
[82]. Περάκη Β., Παραγραφή, σ. 278 επ., η θεμελίωση της άποψης αυτής στηρίζεται στη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογιακής κατασκευής στο πλαίσιο διαφυγόντων κερδών, κατά την οποία από την τελεσιδικία απόφασης που βεβαιώνει αξιώσεις για ένα πρώτο χρονικό διάστημα επέρχεται κατά το ΑΚ 268 επιμήκυνση σε εικοσαετή της παραγραφής αξιώσεων μιας ύστερης περιόδου, καθώς με την πρώτη αγωγή έχει βεβαιωθεί το καθολικό δικαίωμα, υπό τον περιορισμό, όμως, ότι οι μελλοντικές αξιώσεις δεν έχουν κατά τον χρόνο της τελεσιδικίας υποπέσει ήδη σε παραγραφή. Θεμελιώδης είναι η απόφαση ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995. 577, ενώ την ίδια ερμηνεία δέχονται οι ΟλΑΠ 24/2003˙ ΑΠ 1196/2023˙ 1443/2022˙ 485/2021˙ 546/2021˙ 401/2020˙ 732/2019˙ 274/2019˙ 52/2018˙ 732/2015˙ 2039/2013˙ 2/ 2010˙ 377/2009˙ Κριτική προς τη θέση της νομολογίας η Δακορώνια Ευγ., ΧρΙδΔ Ζ/2007. 104 (110)˙ Νίκας Ν., ΠολΔ ΙΙ, §62 πλ. 11, δόκιμο να υποβάλλεται αναγνωριστικό αίτημα διάγνωσης της καθόλου υποχρέωσης αποζημίωσης του εναγομένου για όσες ζημίες θα προκύψουν στο μέλλον από τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία˙ Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (307), κρίνει ως πειστική τη λύση όσον αφορά την αποτροπή της παραγραφής των ως προώρων απορριπτόμενων αξιώσεων.
[83]. Νίκας Ν., ΠολΔ ΙΙ, §62. 11.
[84]. Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68. 3 (12).
[85]. Πρβλ. υποσ. 82.
[86]. Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68. 3 (12)˙ Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (307-310)˙ Παναγιώτου Γ., Η αξίωση αποζημίωσης για τη μέλλουσα ζημία και η παραγραφή της, ΝοΒ 42. 1259.
[87]. Παντελίδου Κ., ΝοΒ 68. 3 (12).
[88]. Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (307-310).
[89]. ΑΠ 981/2023˙ 357/2021˙ 401/2020˙ 255/2020˙ 750/2018˙ 674/2013˙ 1178/2019˙ 666/2010˙ 1581/2008: «Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει μόνον για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν - το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά - ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης. Αν όμως μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με την αδικοπραξία.». Επ’ αυτού πρβλ. εντούτοις, Γιαννόπουλος Π., ΧρΔΔ Β/2024. 286 (308), ο οποίος κατ’ αποτέλεσμα βάλλει ευθέως κατά της πάγιας αυτής νομολογίας, ρητώς επισημαίνοντας, με βάση την από τον ίδιο παρατιθέμενη νομολογία του ΕΔΔΑ, ότι στο βαθμό που οι κανόνες περί παραγραφής επιβάλλουν στον ζημιωθέντα να ασκήσει τις αξιώσεις του ενώ δεν έχει ακόμα πλήρη εικόνα της ζημίας του ή του κόστους αποκατάστασής της, διακυβεύεται η έγκαιρη και αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Η εθνική νομολογία, ωστόσο, δε φαίνεται μέχρι τώρα να λαμβάνει υπ’όψιν της αυτή τη διάσταση της ευρωπαϊκής νομολογίας.
[90]. ΑΠ 663/2011.
[91]. Μεταξύ άλλων, βλ. τις διαχρονικώς ισχύσασες σχετικές διατάξεις των άρθρων 60 του ν.δ. 3033/1954 (Α’ 258), τρίτου του ν.δ. 3908/1958 (Α’ 197), 76 του β.δ. της 24ης.9-20ης.10.1958 (Α’ 171), 6 του α.ν. 344/1968 (Α’ 71), 3 του ν.δ. 31/1968 (Α’ 281), 229 και 304 του π.δ. 410/1995 (Α΄ 231), 167 και 276 του ν. 3463/2006 (Α’ 114), 32 του ν. 4304/2014 (Α’ 234) και 72 του ν. 5027/ 2023 (Α’ 48) (επί της συνταγματικότητας των οποίων βλ. ΔΕφΘ 186/2024, σκ. 4, 6).
[92]. Βλ. τις παλαιότερες ΣτΕ (Τμ. Δ’) 3812/2014 και 3915/2011, εκδοθείσες καθ’ ερμηνεία και εφαρμογή της ισχύουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο για έκαστη απόφαση διάταξης του περί κεφαλαιαγοράς ν. 1969/1991 (Α’ 167).
[93]. Βλ. ΣτΕ (Τμ. Στ’, επταμ.) 985/2023, (Τμ. Β’, επταμ.) 582/2019, όπου κρίση ότι μόνη η τυχόν υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ουδόλως δικαιολογεί, κατ’ αρχήν, την ακύρωση της πράξεως της Επιτροπής Ανταγωνισμού που επιβάλλει κυρώσεις, εν όσω πάντως, υπό μεν την ισχύ του ν. 703/1977 η απόφαση έχει εκδοθεί μέσα σε εύλογο χρόνο από την λήξη της παράβασης, υπό δε την ισχύ του ν. 3959/2011, η σχετική εξουσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Βλ. επίσης την προγενέστερη ΣτΕ (Τμ. Β’) 1976/2015, εκδοθείσα μετ’ αναίρεση, με αντικείμενο την ερμηνεία διατάξεων του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο ν. 703 της 20ης/26ης.9.1977 («Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού», Α’ 278), ιδίως καθ’ ο μέρος αυτών δεν προέβλεπαν προθεσμία παραγραφής των παραβάσεων των άρθρων 1 και 2, ή 81 και 82, της ΣυνθΕΚ (αντιστοίχως, των άρθρων 85 και 86 της Συνθ ΕΟΚ) ούτε, περαιτέρω, χρόνο παραγραφής της εξουσίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού να καταλογίζει σε επιχειρήσεις τέτοιες παραβάσεις και να επιβάλλει σε αυτές ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 9 μέτρα, υπό το πρίσμα των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2988/74 του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 1974 περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 319 της 29ης.11. 1974, σ. 1–3), και του άρθρου 25 του μεταγενέστερου Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1 της 4ης.1.2003 σ. 1-25), οι οποίες προέβλεπαν σχετικώς προθεσμίες παραγραφής. Για την αντιμετώπιση των οικείων ζητημάτων από τα δικαστήρια της ουσίας, βλ. τις αντίθετες μεταξύ τους κρίσεις, ιδίως των ΔΕφΑθ 3807, 3039/2014, 3793/2012, 458/2011, 2017/2010. Για τα ισχύοντα υπό το νομοθετικό αυτό καθεστώς (ήτοι, πριν από τη θέση σε ισχύ του ν. 3959/ 2011, Α’ 93), βλ. τη συμβολή του Δελλή Γ., σε «Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού» (επιμέλεια: Τζουγανάτος Δ.), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2013, §18, στοιχ. 107 επ., Καρύδη Γ., «Το ζήτημα της παραγραφής κατά τον Κανονισμό 1/2003 του Συμβουλίου ΕΕ και η εξουσία των εθνικών αρχών ανταγωνισμού για επιβολή προστίμων επί παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού», ΔΕΕ 23/2011. 23 κ.ε., και Μικρουλέα Α., «Ζητήματα παραγραφής στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού», σε «Ζητήματα του δικαίου της παραγραφής» (επιμ.: Παπανικολάου, Π.), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα ΕΕ, Αθήνα 2015, σ. 811. Βλ. καιBellamy & Child, «European Union Law of Competition», Edited by Rose, V. & Bailey, D., 7th Edition, Oxford Competition Law 2013, pp. 1150 et seq.
[94]. Βλ. ιδίως την αρχικώς εκδοθείσα ΣτΕ (Ολ.) 1738/ 2017, τις κρίσεις της οποίας ακολούθησαν, μεταξύ πολλών, και οι (Ολ.) 2649/2017, (Τμ. Β’, επταμ.) 2932-2934/ 2017, 172/2018 και 732/2019 αποφάσεις του Δικαστηρίου.
[95]. Βλ., ενδεικτικώς, ΣτΕ (Ολ.) 1833/2021, εκδοθείσα επί πρότυπης δίκης κατ’ άρθρο 1 § 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), με αντικείμενο τη συνταγματικότητα του άρθρου 95 § 1 ν. 4387/2016 (Α’ 85). Ανάλυση της γενικότερης προβληματικής και ειδικότερων ζητημάτων τα οποία ανακύπτουν από τις περί παραγραφής διατάξεις στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, από Αγγέλου, Ι., «Οι παραγραφές στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης - Ιστορική αναδρομή, διαχρονικά ζητήματα και επίκαιροι προβληματισμοί, ιδίως μετά από τη ΣτΕ (Ολ.) 1833/2021», ΔτΚΑ 1/2023, σ. 49-70, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη βιβλιογραφία.
[96]. Βλ. Αγγέλου, Ι., Συμβολή επί της ερμηνείας των διοικητικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 13γ’ έως και 13θ’ του ν. 2251/1994 (Α’ 191), όπως αυτά προστέθηκαν δυνάμει των άρθρων 23, 24, 25, 27, και 28-30 του ν. 5019/2023 (Α’ 27), σε Αλεξανδρίδου, Ελ. (Επιμ.), Το Νέο Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή - Ελληνικό–Ενωσιακό - Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία του ν. 2251/1994 & Άλλων Σχετικών Νομοθετημάτων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2023, σ. 984-1008.
[97]. Κώνστας, Αποσβεστικαί Παραγραφαί και Προθεσμίαι, 1958, σ. 121 επ., Κλάρας, ΝοΒ 16. 123, ΚορδογιαννόπουλοςΠ., ΕλλΔνη 2. 7· οι παραπομπές, μετά σχετικής ανάπτυξης επί του ζητήματος, από Γεωργιάδη Α.–Σταθόπουλο Μ., Αστικός Κώδιξ – Κατ’ άρθρον Ερμηνεία, Ι – Γενικαί Αρχαί, Εκδόσεις Αφων Π. Σάκκουλα, Αθήναι 1978, Κεφάλαιον Δέκατον, σ. 434, §§ 8-11.
[98]. Βλ. τα οριζόμενα στο άρθρο 94 εδ. α’ του ν.δ. 321/1969 (Α’ 205), αλλά και στις μεταγενέστερες αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 92 εδ. α’ του ν.δ. 2362/ 1995 (Α’ 247) και 142 εδ. α’ του ν. 4270/2014 (Α’ 143).
[99]. Χατζητζανής, Ν., Εγχειρίδιον Γενικών Αρχών Φορολογικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 267-268.
[100]. Πρβλ. ΣτΕ (Τμ. Β’, επταμ.) 1611/2020, σκ. 6 (επί του ζητήματος της προθεσμίας παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να βεβαιώσει τέλη κυκλοφορίας και τα συναφή πρόστιμα μη καταβολής), και 432-433/2020, σκ. 10 (επί του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή χαρτοσήμου και της υπέρ ΟΓΑ κοινωνικής εισφοράς), όπου και κρίση ότι η 249 ΑΚ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί επί φορολογικών διαφορών, ως αφορώσα αστικές σχέσεις και δικαιώματα.
[101]. Βλ. τις θεσπισθείσες αρχικώς σχετικές ρυθμίσεις του π.δ. 341/1978 (Α’ 71), ιδίως εκείνες των άρθρων 10, 24 επ., 41 και 57.
[102]. Επί του ζητήματος της θεώρησης της αγωγής αποζημίωσης ως «παράλληλης προσφυγής» στη διοικητική δικονομία, βλ. ΣτΕ 1637/1992 και ΣτΕ (Ολ.) 764/ 1995.
[103]. Βλ. άρθρο 19 του ν. 1868/1989 (Α’ 230), διά του οποίου διακηρύχθηκε η αυτοτέλεια της αγωγής έναντι των ενδίκων βοηθημάτων της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής αρκετά χρόνια πριν από τη θέσπιση των αντιστοίχου περιεχομένου άρθρων 78 και 80 § 2 του ΚΔΔ (βλ. και τα αναφερόμενα σχετικώς στην αιτιολογική έκθεση επί των άρθρων αυτών). Περαιτέρω, βλ. τις ήδη ισχύουσες σχετικές διατάξεις των άρθρων του ΚΔΔ, ιδίως εκείνες των άρθρων 71 επ., 80 και 199. Τέλος, πρβλ. την αρχική μορφή της διάταξης του άρθρου 71 § 5 του ΚΔΔ, όπως αυτή ίσχυε (πριν, αλλά και μετά) την τροποποίησή της δυνάμει του άρθρου 7 του ν. 3659/2008 (Α’ 77), και πριν από την κατάργησή της δυνάμει του άρθρου 69 περ. γ’ του ν. 3900/2010, (Α’ 213). Επίσης, βλ. τις σχετικές κρίσεις, μεταξύ πολλών, των προσφάτων ΣτΕ (Ολ.) 799, 800/2021, 841/2015, 2260-2261/2013, 604/2005, ΣτΕ 1524/2023, ΔΕφΑθ 168/ 2022, ΔΕφΘ 805/2022. Για το σχετικό με την αυτοτέλεια της αγωγής ιστορικό, βλ., μεταξύ άλλων, Ράικο Δ., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 324-328, Κατρά Ι., Η Αγωγή κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα ΕΕ, Αθήνα 2017, σ. 198-200, Δαγτόγλου Π.Δ., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Έκτη Αναθεωρημένη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σ. 559-564, και Χατζητζανή Ν., Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ Άρθρο, Έκδοσις Δευτέρα, Μέρος Πρώτον – Γενική Διαδικασία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ. 525 κ.ε., 536-537, 605-606, 638-642.
[104]. Πρβλ. τις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος άρθρου 29 του π.δ. 341/1978, δυνάμει του οποίου η άσκηση δεύτερης αγωγής απαγορευόταν μόνο πριν από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της πρώτης αγωγής· έτσι ο Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 5η Έκδοση Ενημερωμένη, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2023, § 632.
[105]. Ανάδειξη και ερμηνεία των ανακυπτόντων ζητημάτων στο πλαίσιο της άσκησης δεύτερης αγωγής βλ., μεταξύ άλλων, στα παραπεμπόμενα σε διάφορα σημεία της μελέτης τούτης έργα των Ράικου (2024), Μωυσίδη (2024), Λαζαράτου (2023), Σοϊλεντάκη (2023, 2014), Δαγτόγλου (2014), Μητσιοπούλου (2021), Κατρά (2017), Μαρινάκη & Πανταζόπουλο(2011), Χατζητζανή (2004).
[106]. Βλ. Λαζαράτο (2023), § 632, υποσ. 114.
[107]. Πρβλ. ΣτΕ 3463/1986.
[108]. Για το περιεχόμενο του όρου αυτού, βλ. αμέσως παρακάτω.
[109]. Αγωγής ευθείας (όπως αυτή καθιερώθηκε διά των κριθέντων δυνάμει της ΣτΕ 1386/1991), ή αγωγής αποζημίωσης λόγω παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, αναλόγως της νομικής θεμελίωσης και του κρίσιμου πραγματικού εκάστης περίπτωσης. Βλ. σχετικώς τη διάκριση μεταξύ των στοιχ. η’ και θ’ της § 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α’ 182), την περιπτωσιολογία η οποία αναπτύχθηκε δυνάμει των ΣτΕ 2676, 2434, 713, 443-444 (επταμ.)/2017, 548/2014, 4627, 3441/2013, κ.α., και το γενικό περίγραμμα που περιγράφουν, μεταξύ άλλων, οι Ράικος(2024), σ. 318, και Μητσιοπούλου, Σ. (επιμ.: Εμμανουηλίδης, Δ.), σε Η Αγωγή στη Διοικητική Δικονομία–Δικονομικά και Ουσιαστικά Ζητήματα, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σ. 53-56. Επίσης, αγωγής καταψηφιστικής, ή αναγνωριστικής· βλ. ΣτΕ 2365/2016.
[110]. Αντιστοίχως και από νπδδ, εφ’ όσον τυγχάνουν εφαρμογής διατάξεις αντιστοίχου περιεχομένου με εκείνες του εκάστοτε ισχύοντος νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, κατά τα αναφερόμενα στα αντίστοιχα σημεία της μελέτης.
[111]. ΣτΕ 2800/2011, 1584/2009, ΔΕφΑθ 324/2023, 2813, 1353/2021, 3282/2020, ΔΠρΑθ 2735/2024, 3981/ 2022, 8976/2020, 11507/2017, κ.α..
[112]. Βλ. σχετικώς υποσημείωση υπ’ αριθ. 21.
[113]. Σχετικώς, όπως αναλύει γλαφυρά ο Χατζητζανής (2004), σ. 554-555: «Εις περίπτωσιν αδικοπραξίας η αξίωσης αποζημιώσεως […] γεννάται αφ’ ης εκδηλώθη το ζημιογόνο γεγονός […] δι’ όλην την ζημίαν παρούσαν και μέλλουσαν, εάν αυτή είναι προβλεπτή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφ’ όσον η δικαστική επιδίωξις είναι δυνατή […]. Δηλαδή δεν αναγεννάται η αξίωσις αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά η αξίωσης και για την μέλλουσαν ζημίαν γεννάται εξ’ αρχής, αφ’ ης η πράξις ήρχισε να αναδίδη τας επιζημίους συνέπειάς της, εφ’ όσον δύναται κατά την συνήθην πορείαν των πραγμάτων να προβλεφθή […]. […] Αντιθέτως, όταν η αδικοπραξία πραγματούται διά παρανόμου παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου, η οποία είναι διαρκής και αι επιζήμιοι συνέπειαι αυτής προβάλλουν εις το μέλλον από την συνέχισιν της παραλείψεως [….] τότε και η παραγραφή της αξιώσεως κατά του Δημοσίου […] αρχίζει […] από το τέλος [σ.σ.: εκάστου έτους]».
[114]. Παλαιότερα, σημείο γένεσης της αξίωσης του ενάγοντος για έκαστο επιμέρους αγωγικό κονδύλι γινόταν δεκτό ότι συνιστά η λήξη εκάστου μηνός (βλ. ενδεικτικώς ΔΠρΑθ 3969/2001) ή και κάθε ημέρα (βλ. ενδεικτικώς ΔΠρΑθ 4114/2001, ΔΠρΘ 9003/2017). Πλέον, η μεγάλη πλειονότητα των διοικητικών δικαστηρίων κρίνει ότι σημείο γένεσης των αξιώσεων αυτών αποτελούν οι ημέρες στις οποίες ορίζεται από το εκάστοτε εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο ότι προκαταβάλλεται ο μισθός (ή η εκάστοτε κρίσιμη περιοδική παροχή) των δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών στους οποίους συγκαταλέγεται ο ενάγων: ήτοι, η 1η και η 16η ημέρα εκάστου μηνός, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 εδ. α’ του προϊσχύσαντος Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων (ν. 2683/1999, Α’ 19), όπως οι ρυθμίσεις αυτές επαναλήφθηκαν διά της θέσπισης του άρθρου 3528/2007 (Α’ 26) (βλ. ενδεικτικώς ΔΕφΑθ 2873/2011, 839/2010, ΔΕφΘ 41/2017, 715/2010, ΔΠρΑθ 491/2024, 673/2021, 2731/2019, 1318/2016, 2417/2001), ή η 13η και η 27η ημέρα εκάστου μηνός, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 της 2/37345/0004/4.6.2010 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών (Β’ 784), εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση των ισχυουσών περί Δημοσίου Λογιστικού διατάξεων (βλ. ενδεικτικώς ΔΕφΑθ 1256/2024, ΔΠρΑθ 12101/2024, 11997/2024, 594/2023, 11254/2021, 15046/2020, 1994/2019). Το ζήτημα της γένεσης των αξιώσεων από αποδοχές κατά του Δημοσίου είναι κρίσιμο και ως εναρκτήριο της προθεσμίας παραγραφής τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 140 § 3 του 4270/ 2014 – όπως και στο προϊσχύσαν άρθρο 90 § 3 του ν. 2362/1995 (πρβλ. ΑΕΔ 32/2000). Γενικώς για το ζήτημα του χρόνου γένεσης της αξίωσης στο πλαίσιο της αγωγής αποζημίωσης του ΚΔιοικΔικ, και για τη διάκρισή της από τον χρόνο γέννησης της δικαιοπρακτικής αξίωσης, βλ. μεταξύ άλλων Χατζητζανή (2004), σ. 554-555, όπου και ο γενικός ορισμός ότι η αξίωση θεωρείται γεγενημένη κατά τον χρόνο όταν «[…] συμφώνως προς τας οικείας διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, η αξίωσις κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητή […]», και του ιδίου (1991), σ. 267 επ., 318-320.
[115]. Βλ. ΑΕΔ 1/2012, 32/2008, 32/2005, πρβλ. ΣτΕ 390/2019, 1084/2016 (επταμ.), 2998/2012, ΔΕφΑθ 2893/ 2021, ΔΕφΠειρ 720/2021, κ.α. Περαιτέρω, βλ. μεταξύ πολλών Μητσιοπούλου (2021), σ. 249-254, Κατρά (2017), σ. 397, και Χατζητζανή (2004), σ. 597, (1991), σ. 318 επ..
[116]. Ήτοι, από την γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης· βλ. άρθρο 140 § 3 του ν. 4270/2014.
[117]. Ήτοι, από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη· βλ. άρθρο 141 του ν. 4270/2014.
[118]. Μεταξύ πολλών, βλ. 416/2019, ΑΠ 2/2016, 2365/2009, 190/2008, ΕφΑθ 1164/2006, ΔΕφΑθ 1840/ 2020, και Λαζαράτο (2023), § 635, Σοϊλεντάκη Ν.Π., Ερμηνεία του άρθρου 76 του ΚΔιοικΔικ, σε Χρυσανθάκη, Χ. (επιμ.), Διοικητική Δικονομία – Ερμηνεία κατ’ Άρθρον, Τόμος 1 - Διοικητικές Διαφορές Ουσίας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2023, § 7(β) (σ. 261), και του ιδίου, Η Αγωγή στη Διοικητική Δικονομία, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα-Δίκαιο και Οικονομία, Αθήνα 2014, σ. 277.
[119]. ΣτΕ 2804/2018, ΔΕφΘ 845/2020, ΔΕφΠατ 380/ 2019.
[120]. Βλ. πρώτο μέρος της μελέτης, και ΑΠ 736/2019, 1105, 234/2015, 2153, 869/2013, 601/2010, 377/2009, αλλά και την (μάλλον αντίθετη) ΑΠ 416/2019. Βλ. και Κατρά (2017), σ. 195.
[121]. Βλ. Μωυσίδη Β., Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας – Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία - Νομολογία, Ζ’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, Άρθρο 76, βλ. § 1.3, 1.7, 1.12 (σ. 550-551), και πρβλ. § 2.5 (σ. 552), Ράικο (2024), σ. 345-346, Λαζαράτο(2023), § 637 περ. γ’, Μητσιοπούλου(2021), σ. 82-83, 84-85, Κατρά(2017), σ. 193, Σοϊλεντάκη (2014), σ. 278, Μαρινάκη, Π. & Πανταζόπουλο Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, σ. 233, στοιχ. 3.
[122]. Βλ., ενδεικτικώς, ΣτΕ 7/2019 (όπου παρεμπίπτουσα αναφορά ότι απόρριψη αγωγής ως προώρως ασκηθείσα εξομοιώνεται με την απόρριψή της ως απαράδεκτη), ΔΕφΧαν 408/2023 (όπου κρίση ότι η τελεσίδικη απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως προώρως ασκηθείσα δεν δημιουργεί, ως προς τούτο, δεδικασμένο, γιατί με τέτοια απόφαση δεν τέμνεται η διαφορά αλλά εξομοιώνεται με απόφαση που απορρίπτει την αγωγή για τυπικούς λόγους), ΔΕφΑθ 4463/ 2022, ΔΠρΑθ 10401/2024. Στην αντίθετη κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, οι ΔΕφΑθ 3319/2005 (εκδοθείσα κατ’ έφεση μετά από την έκδοση της ΔΠρΑθ 10308/2004) [η παραπομπή από Σοϊλεντάκη (2023), § 4 (σ. 259)], ΔΠρΑθ 12557/2022, 3853/2021.
[123]. ΕιδΔικ 88 § 2 Σ 1/2005, 4, 5, 7/2006.
[124]. Διακοπή της παραγραφής επέρχεται αδιακρίτως από την επίδοση της αγωγής επιμελεία του ενάγοντος ή της γραμματείας του δικαστηρίου· βλ. ad hoc ΣτΕ (Ολ.) 1531/2023.
[125]. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι ΔΕφΘ 81/2022, ΔΕφΑθ 3282/2020, 6206/2017, 1578/2005, ΔΠρΑθ 2735, 10401/ 2024, 15075/2023. Επίσης, πρβλ. σχετικώς ΑΠ 1447/ 2002.
[126]. Πρβλ. ΣτΕ 2800-4/2018, βλ. ΔΕφΑθ 443/2024, ΔΕφΘ 771/2022, κ.α..
[127]. ΣτΕ (Ολ.) 3840/2009, και έκτοτε 97, 2292/2011 (επταμ.), 3351/2012, κ.ά..
[128]. Βλ. ΑΕΔ 2/2012, και αντί πολλών, ΣτΕ 4439/ 2013, ΑΠ (Ολ.) 3/2006.
[129]. Έτσι η ΔΠρΑθ 10401/2024.
[130]. Ο θεσμός της παραγραφής εν επιδικία καθιερώνεται για την πολιτική δίκη δυνάμει του άρθρου 261 ΑΚ. Για τον αποκλεισμό της εφαρμογής του στη διοικητική δίκη, εν όψει του κρατούντος ανακριτικού συστήματος, βλ. άρθρο 4 § 22 ν. 2479/1997 (Α’ 67). Για τη γενικότερη ratio του αποκλεισμού αυτού, υπό το πρίσμα των ιδιαιτέρων σκοπών δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι θάλπονται στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης, βλ. Μητσιοπούλου (2021), σ. 256-258, Σοϊλεντάκη (2014), σ. 280-281, Χατζητζανή (2004), σ. 595-596, και (1991) σ. 338-340, και τις (ορισμένες εξ αυτών εκδοθείσες ήδη σε πρώιμο στάδιο εξέλιξης της παρ’ ημίν διοικητικής δικονομίας) ΣτΕ 306/1963, 1189/1967, 3340/1980, 5411/1987, 5014/1995, 4134/1999, 41287/2013, 381/ 2014, 369/2018, 2070/2020, 520/2024 κ.α..
[131]. Η οποία συνέπεια οφείλεται προεχόντως σε δικονομική αστοχία του ιδίου, αντίθετη με την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων περί πρόωρης άσκησης της αγωγής.
[132]. Διατάξεις διάδοχες των αντιστοίχων του άρθρου 93 περ. β’ του προϊσχύσαντος ν. 2362/1995.
[133]. Βλ. Λαζαράτο (2023), § 640, Χατζητζανή (2004), σ. 596.
[134]. Όχι, βεβαίως, και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή· βλ. Λαζαράτο (2023), § 635.
[135]. Βλ. Λαζαράτο (2023), § 635.
[136]. Ήτοι, τηρουμένων των διατυπώσεων του άρθρου 143 του ΚΔιοικΔικ.
[137]. Στην ελληνική δικονομική έννομη τάξη (πολιτική και διοικητική), η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής συναριθμείται μεταξύ των ουσιαστικού δικαίου συνεπειών οι οποίες επέρχονται από την επίδοση της αγωγής (καταψηφιστικής ή αναγνωριστικής). Αντιθέτως, στο Κοινοδίκαιο η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης συναριθμείται μεταξύ των διαδικαστικών συνεπειών της δικαστικής επιδίωξής της. Βλ. Ράικο (2024), σ. 348, Λαζαράτο (2023), § 639, υποσ. 151, Μητσιοπούλου (2021), σ. 100, Δαγτόγλου (2017), σ. 567-568, Σοϊλεντάκη (2014), σ. 278, Χατζητζανή (2004), σ. 591 και 595 επ., και Κεραμέα, Κ.Δ., «Διαδικασία και ουσία: Πρόσφατες εκφάνσεις του προβλήματος», ΝοΒ (2003). 817-831, 820. Επίσης, πρβλ. ΑΠ 38/1996.
[138]. Βλ. Λαζαράτο (2023), § 635, υποσ. 134, και Σοϊλεντάκη (2014), σ. 277.
[139]. Βλ. Λαζαράτο, (2023), § 635, υποσ. 136, Σοϊλεντάκη (2014), σ. 277.
[140]. Πρβλ. τη νομολογιακή διαμόρφωση νέου λόγου αναθεώρησης δυνάμει της ΣτΕ (Τμ. Β’, επταμ.) 636/ 2021, οι κρίσεις της οποίας συμπληρώθηκαν με την ΣτΕ (Τμ. Β’, επταμ.) 2165/2023 προς τον σκοπό της αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής ne bisin idem· σχολιασμός των εγερθέντων σχετικώς ζητημάτων από Αγγέλου Ι., «Αίτηση αναθεώρησης και ‘ne bis in idem’ - Μεταξύ κύρους του δεδικασμένου και ασφάλειας του δικαίου –
Σκέψεις με αφορμή τις ΣτΕ (Τμ. Β’, επταμ.) 636/2021, 2165/2023», E-Πολιτεία (υπό δημοσίευση) και Πρεβε-δούρου Ε., «Tο Συμβούλιο της Επικρατείας ως διαρκής δικονομικός νομοθέτης. Με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ 636/2021 και ΣτΕ 2165/2023», ΘΠΔΔ 2/2024. 50 επ. Πρβλ., επίσης, ΣτΕ 625/2022, όπου κρίση περί δυνατότητας επίκλησης ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση και της διοικητικής δίκης ουσίας, καθ’ ερμηνεία του άρθρου 142 ΚΔΔ υπό το πρίσμα της αντίστοιχης πρόβλεψης του άρθρου 32 § 2 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) για την ακυρωτική δίκη.