Δ. Θ. Πυργάκη: Το δεδικασμένο από τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ

73
2025
03
 
Το δεδικασμένο από τις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ
Δημητρίου Θ. Πυργάκη
Παρέδρου ΣτΕ
 

1. Εισαγωγή

 

Η διάταξη της § 1 του άρθρου 50 του π.δ. 18/ 1989 (A΄  8) ορίζει ότι «η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική, είτε πρόκειται για ατομική πράξη», ενώ η § 5 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο».

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, που διακρίνουν μεταξύ αποτελέσματος της ακύρωσης διοικητικής πράξης και δεδικασμένου που προκύπτει από την απόφαση, συνάγεται ότι η από το Συμβούλιο της Επικρατείας έκδοση ακυρωτικής απόφασης (που είναι διαπλαστικού χαρακτήρα), έχει ως αποτέλεσμα ότι η διοικητική πράξη που ακυρώθηκε λογίζεται ως ανύπαρκτη έναντι όλων, δηλαδή για κάθε διοικούμενο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στη δίκη για την ακύρωση. Δεδικασμένο όμως δημιουργείται μόνο μεταξύ των διαδίκων και μόνο για το διοικητικής φύσης ζήτημα που έλυσε κυρίως ή παρεμπιπτόντως το Συμβούλιο της Επικρατείας για να θεμελιώσει την κρίση του περί του ότι η διοικητική πράξη είναι ακυρωτέα (ΟλΑΠ 39/1988).

Με άλλα λόγια, στον απόλυτο χαρακτήρα (erga omnes) της ακύρωσης αντιδιαστέλλεται ο σχετικός (inter partes) χαρακτήρας του δεδικασμένου[1].

 

2. Υπερνομοθετική κατοχύρωση του δεδικασμένου

 

Η νομολογία του ΣτΕ φαίνεται να αποδέχεται ότι υφίστανται συνταγματικές αρχές αφορώσες αμέσως το δεδικασμένο.

Το ΣτΕ, κρίνοντας ότι είναι «Διοικητικά Δικαστήρια … [τα] κεκτημένα αρμοδιότητα όπως μετά δυνάμεως δεδικασμένου επιλύωσι τας διοι­κητικάς ταύτας διαφοράς» (ΣτΕ 1052/1949, 1392/ 1950), δέχεται ότι το δεδικασμένο συνιστά το κύριο γνώρισμα της δικαστικής αποφάσεως.

Επομένως, νόμος που θα καταργούσε εν γένει τον θεσμό του δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων θα ήταν αντισυνταγματικός, ως καταλύων θεμελιώδες γνώρισμα της δικαστικής λειτουργίας.

Πρόσφατα κρίθηκε ότι από τα άρθρα 4 § 1, 20 § 1 και 26 του Συντάγματος - με τα οποία καθιερώνονται, αντίστοιχα, η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών - συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, να μεταβάλλει, ακόμη και με αναδρομική δύναμη, τις κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, αρκεί η εν λόγω επέμβαση να μην προσβάλλει, μεταξύ άλλων, το δεδικασμένο (ΟλΣτΕ 1532/2023 σκ. 11).

Υπό το πρίσμα αυτό, το ΣτΕ έχει κρίνει ότι διάταξη που κυρώνει αναγκαστικό νόμο και περιέχεται «εν νόμω δημοσιευθέντι μετά την έκδοσιν … ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι εφαρμοστέα επί … ακυρωθείσης [πράξεως], της Διοικήσεως υποχρεουμένης να συμμορφωθή προς το δια αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένον, του οποίου άλλως τε η ανατροπή θα αντέκειτο εις την υπό του Συντάγματος καθιερουμένην διάκρισιν των εξουσιών» (ΣτΕ 2445/1952). 

Υπό το πρίσμα της προσέγγισης αυτής πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής: Η έννομη τάξη στηρίζεται σε ορισμένα αξιώματα. Ένα τέτοιο αξίωμα συνιστά η παραδοχή ότι «ο τελευταίος λόγος της έννομης τάξης ανήκει στα δικαστήρια». «Η αμετάκλητη δικαστική απόφαση», όπως οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, «είναι αμάχητα ορθή και πρέπει να εφαρμοστεί έτσι όπως έχει. Το Σύνταγμα και ο νόμος λένε ό,τι ο τελευταίος δικαστής λέει ότι λένε»[2]. Βασική έκφραση του αξιώματος αυτού είναι το δεδικασμένο που αναπτύσσει η απόφαση. Είναι «προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου οι δικαστικές αποφάσεις κατά των οποίων δεν παρέχεται πλέον κανένα ένδικο μέσο να αποκτούν στις σχέσεις μεταξύ προσώπων χαρακτήρα πράξεως μη δυνάμενης να αμφισβητηθεί, δηλαδή να καθίστανται νομικό γεγονός. Το νομικό αυτό γεγονός πρέπει να γίνεται σεβαστό. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείεται η άσκηση νέας αγωγής ή προσφυγής με το ίδιο αντικείμενο, τους ίδιους διαδίκους και τους ίδιους λόγους»[3].

Η αρχή του res judicata, δηλαδή του δεδικασμένου, είναι γνωστή σε όλες τις έννομες τάξεις των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δεδικασμέ­νο γίνεται σεβαστό στην ενωσιακή έννομη τάξη [διάταξη της 11ης Ιουλίου 1996, C‑397/95 P, Δη­μήτριος Κούσιος κατά Επιτροπής (Συλ 1996. I‑3873), απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, C‑442/ 03 P και C‑471/03 P, P&O European Fer­ries κ.λπ. (Συλ 2006. Ι-4845) και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 

Από συγκριτική έρευνα προκύπτει εντούτοις ότι, παρά τη μεγάλη σημασία του δεδικασμένου, τα αποτελέσματά του δεν έχουν απόλυτη ισχύ. Στις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις είναι δυνατές, έστω και υπό αυστηρές προϋποθέσεις, εξαιρέσεις από το δεδικασμένο. Αυτό, παραδείγματος χάριν, μπορεί να συμβαίνει όταν υφίσταται «απάτη» ή όταν η απόφαση που δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί συνιστά κατάφωρη προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκύπτει ότι το δεδικασμένο δεν μπορεί να καλύπτει σαφείς προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων [ΕΔΔΑ, απόφαση S.A. Dangeville κατά Γαλλίας της 16ης Απριλίου 2002, Recueil des arrêts et décisions, 2002-ΙΙΙ].

Επίσης, δεν πρέπει να θεωρηθεί αδιαφιλονίκητη η ισχύς δεδικασμένου μιας αποφάσεως, η οποία μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, όπως αυτή συνάγεται από τη Συνθήκη, και επί πλέον θα καθιστούσε αδύνατη την άσκηση των αρμοδιοτήτων που έχουν εν προκειμένω παρασχεθεί στην Επιτροπή. Έτσι το ενωσιακό δίκαιο απαγορεύει την εφαρμογή διάταξης του εθνικού δικαίου σκοπούσας στη θέσπιση της αρχής του δεδικασμένου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή της εμποδίζει την ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας κατά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, της οποίας το ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά έχει διαπιστωθεί με απόφαση της Επιτροπής που κατέστη απρόσβλητη (απόφαση ΔΕΚ της 18.7.2007, Lucchini, C-119/05).

Και το ΣτΕ έχει δεχθεί ότι «είναι μεν αρχή δικονομική ότι ο κατά την δημοσίευσιν δικαστικής αποφάσεως ισχύων νόμος προσδιορίζει το συγχωρητόν των ενδίκων μέσων και τους βαθμούς της δικαιοδοσίας, η συμφώνως δε προς την κατά την έκδοσιν αυτής ισχύουσαν νομοθεσίαν τελεσίδικος και αμετάκλητος απόφασις αναγνωρίζει την ύπαρξιν του κριθέντος δικαιώματος του υπέρ ου αύτη διαδίκου και δημιουργεί τίτλον εκ της τελεσιδικίας, αλλά τα δικαιώματα ταύτα παύουσιν υφιστάμενα εάν εξαφανίση αυτά ρητή διάταξις νόμου, διότι η νομοθετική εξουσία κέκτηται το δικαίωμα να ρυθμίζη καθ’ ον κρίνει εύλογον τρόπον και δικαιώματα ανεγνωρισμένα δια δικαστικών αποφάσεων, εφ’ όσον δεν περιορίζεται εν τούτω υπό Συνταγματικής τινός διατάξεως». Ομοίως με την ΣτΕ 503/1951 κρίθηκε ότι «νόμος καθιερών νέον ένδικον μέσον κατά τελεσιδίκων αποφάσεων και θίγων ούτω το εξ αυτών δεδικασμένον δεν αντίκειται εκ τούτου και μόνον εις το Σύνταγμα, δοθέντος ότι τούτο δεν προστατεύει ειδικώς τα εκ τελεσιδίκων αποφάσεων κεκτημένα δικαιώματα».

 

3. Εννοιολογικός προσδιορισμός και μορφές του δεδικασμένου

 

Δεδικασμένο είναι η δεσμευτικότητα που πηγάζει από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που αποτρέπει τα δικαστήρια που θα επιληφθούν της ίδιας διαφοράς, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, να κρίνουν εκ νέου όσα αποτέλεσαν αντικείμενο αυθεντικής διάγνωσης σε προγενέστερη δίκη. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια έννομη συνέπεια που προσδίδει υπό προϋποθέσεις ο νόμος στην δικαστική απόφαση και συνίσταται στην εξασφάλιση της μη ανατροπής του περιεχομένου της σε περίπτωση θέσης του ίδιου ζητήματος σε δικαστική ακρόαση. 

Η δεσμευτική αυτή ενέργεια εμφανίζεται τόσο υπό θετική μορφή, με την έννοια ότι το δικαστικό όργανο στο οποίο θα τεθεί ως προδικαστικό ζήτημα αυτό που έχει ήδη κριθεί με δύναμη δεδικασμένου οφείλει να λάβει υπ΄ όψιν του τη δικαστική απόφαση από την οποία δημιουργήθηκε το δεδικασμένο, όσο και υπό αρνητική μορφή, με την έννοια ότι το ως άνω όργανο δεν έχει τη δυνατότητα να επανεξετάσει όσα κρίθηκαν τελεσιδίκως με δύναμη δεδικασμένου[4].

Η δεσμευτικότητα του δεδικασμένου είναι ανεξάρτητη από την έκβαση της δίκης και απορρέει τόσο από απόφαση που δέχεται το ένδικο βοήθημα όσο και από απορριπτική.

Κατά μία ωραία διατύπωση (ΟλΣτΕ 3312/ 2017), το δεδικασμένοαπό ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας λαμβάνεται αντί αληθείας (pro veritate) και αποκλείει τη δυνατότητα επαναλήψεως από τα ίδια πρόσωπα του διεξαχθέντος δικαστικού αγώνος, αφορά δε όχι μόνο τη νομική ύπαρξη της διοικητικής πράξεως της οποίας είχε ζητηθεί η ακύρωση και η οποία με την ακυρωτική απόφαση καταργείται από τότε που εκδόθηκε, λογιζόμενη ως μηδέποτε εκδοθείσα και ουδέν παράγουσα έννομο αποτέλεσμα (quod nullum est nullum producit effectum), αλλά καλύπτει και τα κριθέντα από το Δικαστήριο διοικητικής φύσεως ζητήματα (βλ. παρακάτω). 

Το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΣτΕ, εμφανίζεται ως τυπικό και ως ουσιαστικό. Τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία είναι το απρόσβλητο της δικαστικής απόφασης με τακτικά ένδικα μέσα[5]

Ουσιαστικό δεδικασμένο είναι η δεσμευτική ισχύς της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης[6]. Έτσι το τυπικό δεδικασμένο εξασφαλίζει την ύπαρξη, ενώ το ουσιαστικό, που αποτελεί συνέπεια του τυπικού, εξασφαλίζει το περιεχόμενο της απόφασης[7].

 

4. Νομική φύση του δεδικασμένου 

 

Όπως και στον χώρο της πολιτικής δικονομίας, έτσι και στον χώρο της διοικητικής, έχουν αναπτυχθεί δύο είδη θεωριών αναφορικά με τη νομική φύση του δεδικασμένου.

       Η πρώτη από αυτές, η λεγόμενη ουσιαστική θεωρία, εκλαμβάνει το δεδικασμένο ως λόγο δημιουργίας, αλλοίωσης ή κατάλυσης εννόμων σχέσεων, έχει να κάνει δηλαδή με το ουσιαστικού δικαίου δικαίωμα που αποτελεί αντικείμενο έριδας μεταξύ των διαδίκων και το οποίο -ανεξάρτητα από το αν η απόφαση είναι ορθή- μπορεί να ισχύσει ή να καταργηθεί. Έτσι, ο θεσμός του δεδικασμένου αντιμετωπίζεται ως θεσμός του ουσιαστικού δικαίου και έχει την έννοια ότι η δεσμευτική δύναμη που απορρέει από τη δικαστική απόφαση είναι ικανή να δημιουργήσει μια μη υφιστάμενη έννομη σχέση ή να καταλύσει μια ήδη υφιστάμενη. 

Στον αντίποδα βρίσκεται η κρατούσα δικονομική θεωρία[8], κατά την οποία το δεδικασμένο έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι με την απόφαση που το παράγει αναγνωρίζεται η ύπαρξη ή ανυπαρξία κάποιου δικαιώματος. Έτσι εντάσσεται ως θεσμός στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, εφόσον σχετίζεται με τη δέσμευση του δικαστηρίου και των διαδίκων από ό,τι κρίθηκε και διαγνώστηκε με τη δικαστική απόφαση. 

Μια ενδιάμεση άποψη, τέλος, αντιλαμβάνεται το δεδικασμένο ως αμάχητο τεκμήριο ορθότητας της δικαστικής κρίσης[9]. Δεν ενδιαφέρει εδώ αν το περιεχόμενο της απόφασης είναι σωστό ή εσφαλμένο, διότι το σημαντικό στοιχείο είναι η ύπαρξη του αμάχητου τεκμηρίου αυθεντικής διάγνωσης της διαφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, το δεδικασμένο ακροβατεί μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, εφόσον συμβάλλει στην παγίωση του επίδικου δικαιώματος, ενώ ταυτόχρονα δεσμεύει τόσο τον μελλοντικό δικαστή που θα επιληφθεί της ίδιας διαφοράς να δεχτεί ως δεδομένα και μη ανατρέψιμα τα όσα κρίθηκαν με τη δικαστική απόφαση, όσο και τον διάδικο να επικαλεστεί το θεμελιωθέν δικαίωμά του σε μεταγενέστερη δίκη[10].

 

5. Δεδικασμένο – νομολογία Αρείου Πάγου 

 

Από τις διατάξεις των άρθρ. 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δεδικασμένο, που πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από τον σκοπό της πολιτικής δίκης και αποτυπώνει το τέλος ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, που είχε τεθεί σε κίνηση προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες ισορροπίες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης που διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της, απορρέει από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και εκτείνεται τόσο στο ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού όσο και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα, υπάρχει δε μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα το ως άνω ουσιαστικό δεδικασμένο (σε αντιπαραβολή με το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης) εμποδίζει να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 613/2007, 1040/2021). Η ταυτότητα των προσώπων ως αναγκαία κατ` αρχήν υποκειμενική προϋπόθεση για την ενέργεια του δεδικασμένου και επακόλουθο του συζητητικού συστήματος, που ισχύει κατά το άρθρ. 106 ΚΠολΔ στην πολιτική δίκη, αποτυπώνεται και στο άρθρ. 325 ΚΠολΔ, που θέτει τον κανόνα ότι το δεδικασμένο ισχύει πρωταρχικά υπέρ και κατά των διαδίκων. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, ώστε να καλύπτονται από το δεδικασμένο και τρίτα πρόσωπα, αποτελούν οι προβλεπόμενες στο ίδιο άρθρο περιπτώσεις, καθώς και οι περιπτώσεις των επόμενων άρθρων 326-329 ΚΠολΔ, που δεν επιδέχονται ανάλογης εφαρμογής. Αποκλείεται έτσι η επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα απλώς και μόνον επειδή η διαφορά τους είναι όμοια κατά την ιστορική και νομική αιτία της με το αντικείμενο δίκης στην οποία δεν μετείχαν. Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως από την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 331 ΚΠολΔ, δηλαδή εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα.

Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 50 § 5 π.δ. 18/1989 (για τις ακυρωτικές διαφορές) και του άρθρου 197 § 1 εδ. α΄ ΚΔιοικΔικ (ν. 2717/ 1999)[11], οι αποφάσεις του ΣτΕ ή και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όταν καταστούν απρόσβλητες, δημιουργούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο και για τα πολιτικά δικαστήρια, μόνον όμως για το διοικητικής φύσης ζήτημα που το δικαστήριο έλυσε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για το κύρος της διοικητικής πράξης (ΟλΑΠ 39/1988, ΑΠ 603/2004), οφείλουν δε τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον το διοικητικό δικαστήριο ενήργησε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, να θέσουν ως βάση της δικής τους απόφασης το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ως προς το κύρος της διοικητικής πράξης, από το οποίο εξαρτώνται οι εκκρεμείς στα πολιτικά δικαστήρια αστικές αξιώσεις (ΑΠ 1286/2011, 302/ 2011, 20/2020). 

Κατά μία άλλη διατύπωση, κατ’ άρθρ. 197 § 1 ΚΔιοικΔικ οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο που δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια ως προς το ουσιαστικό ή δικονομικό διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε, με αυτές, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με αυτές έγινε δεκτό. Δεν καλύπτονται συνεπώς τα πλεοναστικά κριθέντα (ΑΕΔ 18/2005) ή τα κριθέντα παρεμπιπτόντως. Έτσι οι αποφάσεις του ΣτΕ και των διοικητικών δικαστηρίων, αν καταστούν απρόσβλητες, δημιουργούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια, μόνον επί του διοικητικής φύσεως ζητήματος που κρίθηκε κυρίως ή παρεμπιπτόντως προς θεμελίωση της κρίσης του σχετικά με το κύρος της διοικητικής πράξης (ΟλΑΠ 39/1988, ΑΠ 302/2011, 20/2020), δεν αποτελούν δε δεδικασμένο ως προς τα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου που παρεμπιπτόντως εξετάσθηκαν, για τα οποία έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια κατ’ άρθρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 552/2002, 20/2020).

Αντιστοίχως, η 2564/2004 απόφαση του ΣτΕ δέχθηκε ότι «κατά τα άρθρα 322, 324 και 331 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν παράγεται δεδικασμένο από σκέψεις του αιτιολογικού δικαστικής αποφάσεως, οι οποίες δεν είναι αναγκαίες και δεν στηρίζουν το διατακτικό αλλά εκφέρονται πλεοναστικώς».

 

6. Προϋποθέσεις του δεδικασμένου

 

Όπως έχει κριθεί «κατά τας γενικάς περί δεδικασμένου αρχάς, αίτινες και επί των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων κρατούν, αποκλείεται η επάνοδος εις νέαν κρίσιν επί των οριστικώς κεκριμένων, εφ' όσον συντρέχουν αι προϋποθέσεις της τελεσιδίκου αποφάσεως, της ταυτότητος προσώπων ως και της ταυτότητος διαφοράς, η δύναμις δε αύτη του δεδικασμένου εκτείνεται και εις τα παρεμπιπτόντως και προκριματικώς λυθέντα ζητήματα» (ΣτΕ 882/1940). 

Επομένως, οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου είναι τρεις:

α) η τελεσιδικία της απόφασης (τυπικό δεδικασμένο),

β) η ταυτότητα των προσώπων,

γ) η ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης (ταυτότητα διαφοράς). 

 

6.1. Τελεσιδικία της απόφασης (τυπικό δεδικασμένο) 

 

Γενικά, δεδικασμένο προκύπτει εκ των οριστικών και τελεσιδίκων δικαστικών αποφάσεων, όχι όμως εκ των προδικαστικών (βλ. και ΣτΕ 103-105/1958). 

Ειδικότερα, δεδικασμένο δημιουργείται από τις οριστικές αποφάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων του ΣτΕ, που έχουν εκδοθεί επί ακυρωτικών διαφορών (95 § 1 α΄ Σ). Οι αποφάσεις αυτές, ως μη υποκείμενες σε τακτικά ένδικα μέσα, είναι τελεσίδικες. 

Όπως είναι φυσικό, το δεδικασμένο που δεσμεύει τους διαδίκους προκύπτει και από τις αποφάσεις των τμημάτων του ΣτΕ (ΣτΕ 2368/ 1987).

 

6.2. Ταυτότητα προσώπων

 

Ένα εκ των στοιχείων του δεδικασμένου είναι η ταυτότητα των προσώπων (ΣτΕ 21/2023, 574/2021, 1599/2020, 1302/2018, 4303/2015, 3550/1974, 1306/1956). Εφόσον η προγενέστερη απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε μεταξύ ετέρων διαδίκων, που δεν έχουν καμία σχέση προς τον αιτούντα, και επί ασχέτου διαφοράς, δεν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του δεδικασμένου (ΟλΣτΕ 1683/2022 σκ. 18, 1403-1407/2022 Ολ., 1890-1891/2019 Ολ., και παλαιότερα ΣτΕ 238, 234, 233, 232, 231, 230, 229, 228, 227, 226/1975).

Το δεδικασμένο ισχύει επομένως μόνο έναντι των διαδίκων, ανεξαρτήτως από την ιδιότητα που είχαν στη δίκη που οδήγησε στο δεδικασμένο[12].

Τα κριθέντα με ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ αποτελούν δεδικασμένο και έναντι του ασκήσαντος τυπικώς έγκυρη παρέμβαση (ΣτΕ 1318/ 1967).

Τρίτοι, άσχετοι με τους διαδίκους και μη παρεμβάντες στη δίκη, δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το δεδικασμένο. 

Έτσι έχει κριθεί ότι λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι με την προσβαλλομένη πράξη παρεβιάσθη το δεδικασμένο από ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ εκδοθείσες επί παρομοίων υποθέσεων άλλων αξιωματικών είναι απορριπτέος προεχόντως διότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα διαφοράς, η οποία για τον αιτούντα δεν συντρέχει εν προκειμένω [έλλειψη ταυτότητος προσώπων και διοικητικής πράξεως] (ΣτΕ 2304/1994 σκ. 11, 1035/1991 σκ. 12, 1024/1991 σκ. 14).

       Παλαιότερα είχε κριθεί ότι εκ της ακυρωτικής αποφάσεως του ΣτΕ, που έκρινε μια διάταξη αντισυνταγματική και μη εφαρμοστέα, παρήχθη δεδικασμένο μόνον μεταξύ των διαδίκων (ΣτΕ 1754, 1753/1974).

 

6.3. Ταυτότητα διαφοράς

 

Το δεδικασμένο προϋποθέτει και ταυτότητα διαφοράς (ΣτΕ 1099/2021, 558/2020, 478/2020, 329/2020, 2451/2019, 571/2014, 505, 2/1958) ή ταυτότητα αντικειμένου διαφοράς (ΣτΕ 107/ 1957). Σύμφωνα με την ΣτΕ 397/1931 ταυτότητα διαφοράς συνιστά η «ταυτότητα δικαιωμάτος, των νομικών γεγονότων, εξ ων τούτο πηγάζει και του αντικειμένου εις ο αναφέρεται, εις τρόπον ώστε η δευτέρα απόφασις να προσβάλη την δια της πρώτης καταρτισθείσαν τελεσιδικίαν». Επίσης σύμφωνα με την ΣτΕ 410/1951 «δεδικασμένον υπάρχει όταν μεταξύ των αυτών διαδίκων εγείρεται το αυτό ζήτημα και αποτελεί τούτο την βάσιν αμφοτέρων των αξιώσεων, περί ων ή τε προτέρα δίκη, εις ην τελεσιδίκως απεφασίσθη υπό του δικαστού και η νεωτέρα, εν η αύθις αναγκαίως φέρεται, ήτοι όταν υφίσταται ταυτότης ως προς τε την δικαιολογικήν σχέσιν και την παραγαγούσαν αυτήν αιτίαν».

Έχει κριθεί ότι δεν δημιουργείται δεδικασμένο εξ αποφάσεως του ΣτΕ επί θέματος το οποίο δεν αποτέλεσε αντικείμενο της περί ής η απόφαση διαφοράς (3528, 3527, 3526, 3525, 3524, 3523, 3522, 3521, 3520, 3519, 3518, 3517, 3516, 3515, 3514, 3513, 3512, 3511, 3510, 3509, 3508, 3507, 3506, 3505, 3504, 3503, 3502, 3501/1971). Κατά το ΣτΕ η δια διοικητικής πράξεως ρύθμιση κάποιου θέματος δεν αποτελεί παράβαση του δεδικασμένου εξ αποφάσεως του ΣτΕ, εφόσον η απόφαση αύτη δεν έκρινε επί του αυτού θέματος, αλλά επί ετέρου συναφούς (115-7/1962 Ολ.).

Κάποιες άλλες φορές, από τη νομολογία απαιτείται ταυτότητα διοικητικής πράξεως για να γίνει δεκτή η ύπαρξη δεδικασμένου (π.χ. ΣτΕ 2304/1994, 1035/1991). 

Ταυτότητα διαφοράς υπάρχει και όταν το υπό κρίση, στη νεότερη δίκη, ζήτημα εμφανίζεται ως μέρος του αναγκαίως κριθέντος στην αρχική δίκη γενικότερου ζητήματος (ΣτΕ 882/1940).

Ταυτότητα διαφοράς υπάρχει σίγουρα όταν το κρινόμενο ζήτημα είναι το ίδιο, ακριβέστερα όταν προσβάλλεται το ίδιο δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, που αφορά το ίδιο αντικείμενο (π.χ. την ίδια διοικητική πράξη ή παράλειψη) και έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία, αναφέρεται δηλαδή στα ίδια πραγματικά περιστατικά και στηρίζεται στην ίδια νομική βάση

Για παράδειγμα, με την ΣτΕ 1679/1993 κρίθηκε ότι νέα, προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως οικοδομική άδεια, η οποία είναι του ίδιου περιεχομένου με την ακυρωθείσα, εκδόθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου, το οποίο προέκυψε από την 292/1990 απόφαση του ΣτΕ, όσον αφορά τη μη τήρηση προκηπίου, η οποία υπό την αυτή νομική και πραγματική βάση και μεταξύ των αυτών διαδίκων κρίθηκε μη νόμιμη με την ακυρωτική αυτή απόφαση. Επομένως, για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια είναι σύμφωνα με το άρθρο 50 § 5 του π.δ. 18/ 1989 μη νόμιμη και ακυρωτέα.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που αφορά το παραγόμενο από ακυρωτική απόφαση δεδικασμένο σε σχέση με προσβολή σχεδίου πόλης. Με την ΣτΕ 2944/2017 κρίθηκαν τα εξής: με την προσβαλλόμενη πράξη επιχειρείται διαφορετική ρύθμιση από αυτήν που προέβλεψε η ακυρωθείσα 667/04/11.6.2004 απόφαση του Νομάρχη Ηρακλείου. Ειδικότερα, ενώ με την ακυρωθείσα νομαρχιακή απόφαση καταργήθηκε τμήμα οδού μεταξύ δύο οικοδομικών τετραγώνων, αντιθέτως με την προσβαλλόμενη πράξη το τμήμα αυτό διατηρείται χαρακτηριζόμενο ως πεζόδρομος, με μείωση του πλάτους του σε 2,5 μ. στο σημείο που συμβάλλεται με τη Λεωφόρο Κνωσού. Με τη ρύθμιση αυτή δεν παραβιάστηκε το απορρέον από την 1357/2010 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένο το οποίο καταλαμβάνει το ζήτημα της νομιμότητας της αιτιολογίας της εκεί ακυρωθείσας νομαρχιακής αποφάσεως, ήτοι την κρίση ότι η εν λόγω εντοπισμένη τροποποίηση του σχεδίου δεν ήταν νομίμως αιτιολογημένη, αφενός διότι η Διοίκηση επικαλούνταν την ανακριβή πραγματική προϋπόθεση ότι η συμβολή της επίμαχης οδού και της Λεωφόρου Κνωσού γίνεται υπό οξεία γωνία, ενώ στην πραγματικότητα η προβλεπόμενη από το π.δ. της 11.2. 1995 συμβολή γινόταν υπό ορθή γωνία, και αφετέρου διότι δεν είχε συνεκτιμηθεί από τη Διοίκηση ότι από την προς κατάργηση από μακρού υφισταμένη οδό διέρχονταν κοινόχρηστα δίκτυα και ότι η οδός αυτή είχε ληφθεί υπόψη για την έκδοση οικοδομικών αδειών και τον προσανατολισμό κτισμάτων. Η Διοίκηση, η οποία δεν κωλύεται κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων να θεσπίζει εκ νέου διατάξεις που τροποποιούν το πολεοδομικό σχέδιο λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε εμφανιζόμενες πολεοδομικές ανάγκες και βάσει προβλεπόμενων στον νόμο αντικειμενικών κριτηρίων, νομίμως επανήλθε με νέα ρύθμιση και νέα αιτιολογία και αποφάσισε τη διατήρηση της οδού με τον χαρακτηρισμό της ως πεζοδρόμου, αίροντας με τον τρόπο αυτό τα δικαστικώς διαπιστωθέντα μειονεκτήματα της ακυρωθείσης τροποποιήσεως. Με τα δεδομένα αυτά, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως δεδικασμένου κρίθηκε απορριπτέος ως αβάσιμος.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι καλύπτονται επομένως από το δεδικασμένο: α) η ίδια η ακυρωθείσα διοικητική πράξη ή παράλειψη, β) οι «όμοιες» πράξεις, δηλαδή οι πράξεις, οι οποίες εκδίδονται από το ίδιο όργανο, με την ίδια διαδικασία και έχουν το ίδιο με την ακυρωθείσα πράξη περιεχόμενο, τόσο ως προς την πραγματική βάση της ρύθμισης όσο και ως προς την επίκληση των εφαρμοζομένων διατάξεων.

Υπό τα δεδομένα αυτά, μεταγενέστερη πραγ­ματική βάση ή νέα αιτιολογία δεν παραβιάζουν το δεδικασμένο προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης. Η Διοίκηση δεν κωλύεται κατ' αρχήν, μετά την ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, να επανεξετάσει την όλη υπόθεση από πραγματικής και νομικής απόψεως και να μεταβάλει την πραγματική βάση της υποθέσεως ή τους επί ταύτης εφαρμοστέους κανόνες εφόσον η νέα πράξη στηρίζεται σε ερμηνεία διατάξεως ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών περί των οποίων δεν έγινε έρευνα και κρίση δια της ακυρωτικής αποφάσεως (1963/1970, 2799/1965, 1315/1964, 1653/1960). Σε περίπτωση που εκδίδεται από τη Διοίκηση νέα πράξη μετά από ακυρωτική απόφαση, το εξεταστέο στη νέα ακυρωτική δίκη θέμα είναι αν η πράξη αύτη αντιτίθεται προς την κρίση του ΣτΕ επί ερευνηθέντος παρ' αυτού ζητήματος (ΣτΕ 1653/1960).

Έτσι έχει κριθεί ότι η απόρριψη του αιτήματος της αιτούσης περί συνταξιοδοτήσεώς της για αναπηρία επελθούσα εξ ατυχήματος εκτός εργασίας, για τον λόγο ότι η αιτούσα κατά την στιγμή του ατυχήματος δεν τελούσε σε ενεργό ασφαλιστική σχέση, δεν παραβιάζει το εκ προηγουμένης αποφάσεως του Α' Τμήματος του ΣτΕ δεδικασμένο, δοθέντος ότι η ακυρωθείσα τότε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου στήριζε την απόρριψη του αυτού αιτήματος επί άλλης νομικής και πραγματικής βάσεως (ΣτΕ 1654/ 1960)

Ωστόσο, το δεδικασμένο δεν έχει μόνο αυτό το «περιορισμένο» αντικείμενο. Ταυτότητα της διαφοράς υπάρχει, όταν το λυθέν (κυρίως ή παρεμπιπτόντως) διά της αποφάσεως διοικητικής φύσεως ζήτημα εμφανίζεται ως προέχον ή προδικαστικό ζήτημα άλλης δίκης, διαφοράς ή υποθέσεως. Με άλλα λόγια το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα διοικητικής φύσεως ζητήματος. Η ταυτότητα διοικητικής φύσεως ζητήματος προσδιορίζει το αντικείμενο του δεδικασμένου και καθορίζει και την έκταση αυτού. 

 

6.3.1. Ειδικώς, η ταυτότητα νομικής βάσεως

 

       Αν η Διοίκηση στηριχθεί στην ίδια διάταξη όπως και στην ακυρωθείσα πράξη, ενώ το ΣτΕ έκρινε ότι έπρεπε να στηριχθεί σε διαφορετική διάταξη, τότε παραβιάζεται το δεδικασμένο (ΣτΕ 3658/1994 σκ. 5, 2265/1969).

Αντιθέτως, δεν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου όταν εφαρμόζεται διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς (ΣτΕ 2412/2018, 3521/2017, 4334/2009 σκ. 6, 1236/2007 σκ. 10, 2191/2006 7μ. σκ. 8, ΣτΕ 931/1995 σκ. 5, 2284/1995 σκ. 4, 2330/ 1985 σκ. 4, 3797/1978 σκ. 6, 2649/1976, 3529/ 1970). 

Πρόσφατα κρίθηκε (ΣτΕ 1904/2024[13]) ότι η παράταση της ισχύος κανονιστικής απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μέχρι τις 3.8.2023 (περί προστασίας περιοχής natura) δεν αποτελεί παραβίαση του απορρέοντος από τις 1705/2016 και 2151/2019  αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένου (με τις αποφάσεις αυτές είχε κριθεί ότι έπρεπε να εκδοθεί σε εύλογο χρόνο προεδρικό διάταγμα για την προστασία των επίμαχων περιοχών) εν όψει του μεσολαβήσαντος εν τω μεταξύ νεότερου νομοθετικού καθεστώτος (ν. 4819/2021 και 4964/2022), καθώς δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς, υπό τη μορφή της ταυτότητας νομικής βάσης (πρβλ. ΟλΣτΕ 813/2019, 464/2018, 1471/1994, 1978/1991 επτ., 1641/1990, κ.ά.).

Επίσης, σε άλλη χαρακτηριστική υπόθεση (πόθεν έσχες δικαστών) κρίθηκε, με τις ΟλΣτΕ 813-814/2019, ότι οι νεότερες διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4571/2018 δεν αντίκεινται στην απορρέουσα από το άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε και στις διατάξεις των άρθρων 4 § 1, 20 § 1 και 26 του Συντάγματος, διότι αφενός εντάσσονται στο πλαίσιο της συνολικής τροποποίησης του συστήματος υποβολής και ελέγχου Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και αφετέρου δεν προκύπτει ότι εισήχθησαν για να καταστήσουν ανενεργή την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καταστρατηγώντας τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά αντιθέτως για να ρυθμίσουν συνολικώς τα ζητήματα που ανέκυψαν μετά τη δημοσίευση των ανωτέρω αποφάσεων (πρβλ. ΟλΣτΕ 1125-1128/2016). Από την υποχρέωση, εξ άλλου, συμμόρφωσης στις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν κωλύεται η νομοθετική εξουσία να προβαίνει εφεξής, με γενικές διατάξεις, σε νέες ρυθμίσεις που μεταβάλλουν το ισχύον νομοθετικό καθεστώς (ΣτΕ 2617/2015). Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στις ως άνω διατάξεις του ν. 4571/2018 σύνθεση της Επιτροπής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 δεν αποτελεί παραβίαση του απορρέοντος από τις 2467 και 3312/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένου, διότι εν όψει του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος (ν. 4571/2018) και μεταβολής δι’ αυτού του οργάνου ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς, υπό τη μορφή της ταυτότητας νομικής βάσης (πρβλ. ΣτΕ 464/2018, 1471/1994, 1978/1991 επτ., 1641/1990, κ.ά.) και, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω κρίσεις των ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομελείας του Δικαστηρίου ως προς τη συγκρότηση της Γ΄ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης δεν συνιστούν δεδικασμένο, κατά την  έννοια  του  άρθρου 50 § 5 του π.δ. 18/1989.

Εξάλλου, «κριθέντος δι’ αποφάσεως του ΣτΕ ζητήματος τινός διοικητικής φύσεως δεν δύναται η Διοίκησις, υπό τα αυτά ακριβή πραγματικά δεδομένα, να κρίνη αντιθέτως, έστω και αν η τοιαύτη αντίθετος κρίσις αυτής επικαλήται διάταξιν προϋπάρχουσαν μεν της αποφάσεως του ΣτΕ, μη αναφερομένην όμως εν αυτή μεταξύ των ληφθεισών υπ’ όψιν προς στήριξιν της δοθείσης λύσεως» (ΣτΕ 1772/1970, 2282/1968).

Έχει κριθεί ότι λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, όσον αφορά την τοποθέτηση της οικοδομής των παρεμβαινουσών σε επαφή με το κοινό όριο των δύο οικοπέδων, παραβιάζει το δεδικασμένο από την 4826/1988 απόφαση του ΣτΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής βάσεως για το επίμαχο ζήτημα στις δύο αυτές υποθέσεις, εφόσον, όπως προκύπτει από το φάκελο, η νέα οικοδομική άδεια στηρίζεται στο άρθρο 1 § 4 του ν. 1772/1988, που αντικατέστησε την αρχική διάταξη της § 3 του άρθρου 9 του ΓΟΚ του έτους 1985, η οποία υπήρξε το έρεισμα της ακυρωθείσης με την 4826/1988 απόφαση του ΣτΕ 3388/87 οικοδομικής άδειας, λόγω αντιθέσεως της διατάξεως αυτής προς το άρθρο 24 του Συντάγματος (ΣτΕ 1471/1994 σκ.6, 1978/1991 σκ. 4).

Επίσης, λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του δεδικασμένου απορρίφθηκε ως αβάσιμος, δεδομένου ότι οι ήδη προσβαλλόμενες πράξεις εξεδόθησαν δυνάμει άλλου, νεώτερου, νομοθετικού καθεστώτος, το οποίο συνάδει κατ’ αρχήν με το Σύνταγμα και το οποίο δεν αποβλέπει στην επ’ αόριστον συνέχιση της εκμεταλλεύσεως λατομικού χώρου, αλλά στην αποκατάστασή του, με τα δεδομένα δε αυτά δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο από τις ακυρωτικές αποφάσεις, αφού δεν ανατρέπονται τα κριθέντα με αυτές (2191/2006 7μ. σκ. 8).

Περαιτέρω, δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς εφόσον η κρίση εχώρησε επί αμφισβητήσεων αναφερομένων στην επιβολή διαφόρων φορολογιών, έστω κι αν γίνεται εκτίμηση των ίδιων πραγματικών στοιχείων (ΣτΕ 429, 926/ 1954, 371, 502, 505, 1420, 1419, 1314, 1313/1958).

Λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο μη νομίμως το Πανεπιστήμιο Πατρών εφήρμοσε σχετικά με την έγκριση της διδακτορικής διατριβής και της απονομής διδακτορικού διπλώματος την προϊσχύσασα διαδικασία του ν. 5343/1932 και όχι την ήδη ισχύουσα διαδικασία του άρθρου 36 του ν. 1268/1982, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει ευθέως το δεδικασμένο το οποίο πηγάζει από την 5206/1987 απόφαση του ΣτΕ, η οποία εκδόθηκε σε δίκη που διεξήχθη μεταξύ των αυτών διαδίκων και αφορούσε την τηρητέα διαδικασία εγκρίσεως της επίδικης διδακτορικής διατριβής, εκρίθη δε με αυτήν αμετακλήτως ότι η διαδικασία εγκρίσεως της διατριβής και απονομής διδακτορικού διπλώματος στο συγκεκριμένο πρόσωπο διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του ν. 5343/1932, που ίσχυαν πριν από τον νόμο 1268/1982 (ΣτΕ 197/1993 7μ. σκ.9).

Επίσης, ακυρωθείσης αποφάσεως περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ύδατος προς ύδρευση των κατοίκων της Κοινότητας, δεν κωλύεται, μη συντρέχοντος δεδικασμένου, προσβολή νεωτέρας αποφάσεως περί δεσμεύσεως του ύδατος βάσει του α.ν. 560/1968 (ΣτΕ 3529/ 1970). 

Περαιτέρω, εφόσον η δια του προσβαλλομένου διατάγματος γενομένη πολεοδομική ρύθμιση ερειδομένη επί διαφόρου νομικού καθεστώτος, επαγομένου διάφορες έννομες συνέπειες, δεν συνιστά επανάληψη της δια διατάγματος ακυρωθέντος δι' αποφάσεως ΣτΕ επιχειρηθείσης ρυθμίσεως, είναι αβάσιμος ο περί παραβάσεως δεδικασμένου λόγος (ΣτΕ 2601/1975).

Εφόσον δε ο Υπουργός, επιληφθείς κατόπιν προηγουμένης ακυρωτικής αποφάσεως του ΣτΕ, μετέβαλε τη νομική βάση, υπό την οποία υπήγαγε τα υπ' αυτού δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, αβασίμως προβάλλεται παράβαση δεδικασμένου (ΣτΕ 2659/1976).

Επίσης, είναι αβάσιμος λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως δεδικασμένου εξ αποφάσεως του ΣτΕ, εφόσον δια της αποφάσεως αυτής δεν κρίθηκε το κύρος διατάξεως, που επιβάλλει αυτοτελή υποχρέωση εξαγοράς συνταξίμου χρόνου (ΣτΕ 3201/1971).

Τέλος, σε περίπτωση που με προηγηθείσα απόφαση του ΣτΕ είχε ερευνηθεί το συνταξιοδοτικό αίτημα του αιτούντος μόνον εξ επόψεως εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού Παροχών του Ταμείου, ουδόλως δε ερευνήθηκε το αίτημα τούτο και εξ επόψεως της εφαρμογής των ειδικών διατάξεων του ισχύοντος επί του ΙΚΑ, ΚΒΑΕ, οι οποίες, άλλωστε, επεκτάθηκαν στο Ταμείο μεταγενεστέρως, δεν υφίστατο δεδικασμένο εκ της αποφάσεως του ΣτΕ ως προς το ζήτημα της εφαρμογής του ΚΒΑΕ επί της περιπτώσεως του αιτούντος (ΣτΕ 2241/1975).

 

6.3.2. Ειδικώς, η ταυτότητα πραγματικής βάσεως

 

Κατά το ΣτΕ δεν υπάρχει δεδικασμένο σε περίπτωση ελλείψεως ταυτότητας πραγματικού (ΣτΕ 1599/2020, 2115/1967). 

Έτσι, έχει κριθεί ότι δεν παραβιάζει το εξ αποφάσεως του ΣτΕ δεδικασμένο, απόφαση του ΙΚΑ, εφόσον δεν υφίσταται ταυτότητα μεταξύ των πραγματικών περιστατικών, τα οποία δέχθηκε η απόφαση εκείνη, και των ήδη γενομένων δεκτών (ΣτΕ 1196/1972). Αντιθέτως, έχει κριθεί ότι, κατά παράβαση του εξ ακυρωτικής αποφάσεως δεδικασμένου εκδίδεται διοικητική πράξη επικαλουμένη δόλο του διοικουμένου, ερειδομένη όμως επί της αυτής πραγματικής βάσεως επί της οποίας στηρίχθηκε η προηγούμενη πράξη που ακυρώθηκε από το ΣτΕ, δια της αποφάσεως του οποίου αποκλείστηκε ότι εκ των πραγματικών τούτων περιστατικών προκύπτει δόλος του διοικουμένου (ΣτΕ 130/1964).

Περιπτώσεις ελλείψεως ταυτότητας πραγματικού είναι οι εξής: 

Εάν μετά την έκδοση ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας η Διοίκηση προβαίνει σε ρύθμιση της επίδικης υποθέσεως για χρονικό διάστημα διαφορετικό εκείνου που αποτέλεσε το αντικείμενο της πράξεως που ακυρώθηκε και το οποίο δεν ανατρέχει στο παρελθόν ούτε περιέχει αποκατάσταση, δεν πλήσσεται το δεδικασμένο που απέρρευσε από την ακυρωτική απόφαση (ΣτΕ 2932/1998, 1592/ 1998, 2331, 2332/1967). Έτσι έχει κριθεί απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως σύμφωνα με τον οποίο η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αντίθετη προς το δεδικασμένο που απορρέει από ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, προεχόντως διότι δεν συντρέχει ταυτότητα διαφοράς, δοθέντος ότι η από 12.6.2003 αίτηση του αιτούντος αφορά αίτηση προσλήψεως σε θέση Νομικού Συμβούλου για την επόμενη τριετία (από 10.9.2003) και όχι για το χρονικό διάστημα (από 10.9.2000 έως 10.9.2003) που αφορούσε η ακυρωθείσα απόφαση (από 18.5.2000) (ΣτΕ 1014/ 2007)[14]

Το ίδιο ισχύει και για τις  κρίσεις υπαλλήλων: Όταν η κρίση του υπαλλήλου αφορά σε διαφορετικά έτη (ΣτΕ 2219/1998 σκ. 6, 2946/1996 σκ. 6 – η ίδια λύση και στην 1234/2003 σκ. 10, με μειοψηφία) ή γενικότερα όταν η ρύθμιση αφορά σε διαφορετικό χρονικό διάστημα (ΣτΕ 5213/1995 σκ. 6), οι περιπτώσεις αυτές δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο ακυρωτικής απόφασης, έστω κι αν πρόκειται για ομοίου περιεχομένου πράξεις. Για παράδειγμα έχει κριθεί με την ΣτΕ 3182/1999 (σκ. 4) ότι από τις διατάξεις περί προαγωγών των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων (άρθρο 19 και επ. του ν.δ. 178/1969) προκύπτει ότι η κρίση των αξιωματικών δι' έκαστον έτος είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της κρίσεως των προηγουμένων ή μεταγενεστέρων ετών. Ως εκ τούτου σε περίπτωση ακυρώσεως δυσμενούς κρίσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ή κατά περίπτωση το Διοικητικό Εφετείο) για μη νόμιμη αιτιολογία η Διοίκηση δεν παραβιάζει το απορρέον από τη δικαστική αυτήν απόφαση δεδικασμένο εκ μόνου του λόγου της επικλήσεως των αυτών στοιχείων, επί των οποίων είχε στηριχθεί η ακυρωθείσα κρίση, εφόσον ήδη πρόκειται περί κρίσεως αναγομένης σε μεταγενέστερο έτος (ΣτΕ 2336/ 2004 σκ.13, 4458/1990, βλ. και ΣτΕ 925, 1170/ 1991 κ.α.).

Επιπλέον, δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς αν πρόκειται για προαγωγή σε βαθμό διάφορο εκείνου στον οποίο αφορούσαν οι ακυρωθείσες πράξεις (ΣτΕ 480/1995 σκ. 3, ΣτΕ 361/1994 σκ. 7). Το ίδιο ισχύει και όταν με την προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ ακυρώθηκε απόφαση του Σ.Α.Γ.Ε., με την οποία είχε κριθεί στον βαθμό του Ταξιάρχου για την τακτική κρίση του έτους 1997-1998, ενώ η εν προκειμένω προσβαλλόμενη απόφαση αφορά έκτακτη κρίση του αιτούντος στον βαθμό του Ταξιάρχου προς πλήρωση κενών θέσεων υποστρατήγων του έτους 1999, δηλαδή αφορά διαφορετική κρίση (ΣτΕ 2997/2011 σκ.7). Ομοίως, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Σ.Α.Γ.Ε. προσκρούει στο εκ των δύο ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένο, διότι οι αποφάσεις αυτές ακύρωσαν κρίσεις του αιτούντος ως αποστρατευτέου, ενώ, εν προκειμένω, πρόκειται περί κρίσεως προακτέου κατ' αρχαιότητα (ΣτΕ 2310/1993 σκ. 5). Το ίδιο ισχύει και όταν με την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ακυρώθηκε προηγούμενη κρίση του αιτούντος για το ίδιο έτος ως αποστρατευτέου, η οποία εστηρίχθη επί των αυτών πραγματικών στοιχείων με την προσβαλλόμενη κρίση του ως ευδοκίμως τερματίσαντος την σταδιοδρομία του, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς (ΣτΕ 299/1999 σκ. 7).

Επίσης, έχει κριθεί ότι από άλλες δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν σχετικά με τη δασμολογική κατάταξη άλλων εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν γεννάται δεδικασμένο που να δεσμεύει την κρίση του αυτού δικαστηρίου αναφορικά με άλλη εισαγωγή, έστω και ομοίων, προϊόντων (βλ. ΣτΕ 581/2007, 774/1981, 3275/ 1980).

Άλλη περίπτωση ελλείψεως ταυτότητας διαφοράς συνιστά η εκτίμηση διαφορετικών αποδεικτικών στοιχείων: Κρίθηκε ότι δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο από απόφαση που ακύρωσε πράξη ασφαλιστικού Οργανισμού, διότι δεν εκτιμήθηκαν κάποια στοιχεία, εφόσον η νεωτέρα εμμένουσα απόφαση εκδόθηκε μετά από εκτίμηση των στοιχείων τούτων (ΣτΕ 2194/1970).

Επίσης, δεν παραβιάζεται το εξ ακυρωτικής αποφάσεως του Σ.τ.Ε. δεδικασμένο εκ του ότι εμμένει η προσβαλλομένη απόφαση στο δια της ακυρωτικής πράξεως ληφθέν μέτρο (ανάκλησις παραχωρητηρίου), εφόσον ερείδεται επί νέας ευρυτέρας πραγματικής βάσεως (ΣτΕ 2475/ 1965).

       

6.3.3. Ειδικώς, η ταυτότητα αιτιολογίας της διοικητικής πράξης

 

Αν η διοικητική πράξη ακυρώθηκε για έλλειψη αιτιολογίας, μόνο για το ζήτημα αυτό παράγεται δεδικασμένο (ΟλΑΠ 39/1988).

Γενικά ισχύει ο κανόνας ότι σε περίπτωση ακυρώσεως από το ΣτΕ διοικητικής πράξεως ως παρανόμως αιτιολογημένης δύναται να εκδοθεί πράξη, ομοίου προς την ακυρωθείσα περιεχομένου, εφόσον στηρίζεται επί αιτιολογίας διαφόρου της κριθείσης ως παράνομης (ΣτΕ 2792/ 1979, 2197/1970). Για παράδειγμα, η κρίση ότι παρανόμως θεωρήθηκε ότι για κάποιο λόγο δεν δικαιούται κάποιος συντάξεως, δεν εμποδίζει τον εκ νέου αποκλεισμό εκ της συνταξιοδοτήσεως για άλλη αιτία περί της οποίας δεν έκρινε το ΣτΕ (ΣτΕ 1963/1970, 2799/1965). Επίσης, από ακυρωτική, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, απόφαση του ΣτΕ δεν κωλύεται η Διοίκηση να εκδώσει πράξη του αυτού περιεχομένου με την ακυρωθείσα (πειθαρχική), αιτιολογούσα νομίμως την κρίση της (ΣτΕ 3170/1966).

Αντιθέτως, αιτιολογίες αντικείμενες σε δεδικασμένο που προκύπτει από αποφάσεις του ΣτΕ δεν δύναται να παρέχουν νόμιμο έρεισμα σε πράξη που στηρίζεται επ' αυτών (ΣτΕ 1151/1956, 977/1960, 1980-1983/2024).

Σε κάθε περίπτωση, παραβιάζεται το δεδικασμένο όταν η ακυρωτική απόφαση έχει αποκλείσει την επάνοδο της Διοίκησης στο ίδιο ζήτημα ανεξαρτήτως αιτιολογίας (π.χ. σε σχέση με τεχνικό έργο ΟλΣτΕ 2939/2000 σκ. 5, 6).

Ένα από τα επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα της δικαστικής αποφάσεως μπορεί αυτοτελώς να γεννήσει δεδικασμένο (ΣτΕ 2658/2011, πρβλ. ΣτΕ 424/2009 παραπ. ειδικώς για τα επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα)[15].

 

6.3.3.1. Παραβίαση δεδικασμένου

 

Υπάρχει παράβαση του δεδικασμένου της απόφασης, που ακύρωσε την πράξη λόγω πλημμελούς αιτιολογίας, όταν η Διοίκηση επαναλαμβάνει κατά λέξη (ΣτΕ 3687/2001 σκ. 6, 1979/1998 σκ. 4, 1602/1995 σκ. 5, 1979/1990 σκ. 5, 274/1985 σκ. 3, 3528/1980 σκ. 5, 2820/1968) ή κατ’ ουσίαν (ΣτΕ 301/2008 σκ. 7, 1113/2005 σκ. 6, 1192/2004 σκ. 5, 710/2001 σκ. 8, 2414/2001 σκ. 6, 3048/2000 σκ. 4, 720/1998 σκ. 6, 730/1998 σκ. 4, 3909/1998 σκ. 5, 3489/1997 σκ. 4, 1769/1997 σκ. 4, 6016/1996 σκ. 5, 4204/1995 σκ. 6, 3739/ 1995 σκ. 4, 3081/1995 σκ. 5, 3598/1994 σκ. 5, 3080/ 1993 σκ. 5, 2920/1993 σκ. 6, 2688/1993 σκ. 6, 1580/ 1993 σκ. 6, 1264/1993 σκ. 7, 1159-60/1993  σκ. 6, 882/1993 σκ. 6, 3785/1992 σκ. 6, 1177/1990 σκ. 4, 514/1984, 66/1983) την αιτιολογία της προηγούμενης και ήδη ακυρωθείσας πράξης της –όταν δηλαδή οι δύο πράξεις έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο (ή και παρόμοια κρίση, κατά την 710/2001 σκ. 8). Και τούτο μάλιστα ενδέχεται να συμβεί ακόμα κι αν η Διοίκηση επανέλαβε κατά βάση την ίδια αιτιολογία στηριζόμενη σε διαφορετικά στοιχεία από αυτά που κρίθηκαν από την ακυρωτική απόφαση ως μη ικανά να στηρίξουν την αιτιολογία αυτή (ΣτΕ 3402/1994 σκ. 5). 

Π.χ. Παραβιάζει το εξ αποφάσεων του ΣτΕ δεδικασμένο απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, με την οποία απαλλοτριώθηκε τμήμα της επιδίκου εκτάσεως και για τον λόγο ότι αποτελεί αναγκαιότατο για τη συντήρηση της κτηνοτροφίας παρακολούθημα, ενώ προηγηθείσα απόφαση του ΣτΕ είχε εξαιρέσει της απαλλοτριώσεως ολόκληρη την έκταση, ως καλλιεργήσιμη και μη αποτελούσα, αντιθέτως, απαραίτητο για τη συντήρηση της κτηνοτροφίας παρακολούθημα (1813/1961). 

Παραβιάζει επίσης το δεδικασμένο από απόφαση του ΣτΕ, με την οποία ακυρώθηκε ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη απόφαση της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Ν.Α.Τ., νεότερη απόφαση του αυτού οργάνου απορρίπτουσα και πάλι το αίτημα συνταξιοδοτήσεως με γενική και αόριστη αιτιολογία (ΣτΕ 1091/1970).

 

6.3.3.2. Μη παραβίαση δεδικασμένου

 

Αντίστροφα, δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο όταν η νέα πράξη έχει αιτιολογία, ενώ η προηγούμενη πράξη είχε ακυρωθεί λόγω έλλειψης αιτιολογίας (ΣτΕ 2064/1994 7μ. σκ. 6) ή έχει πληρέστερη αιτιολογία (ΣτΕ 197/1998 σκ. 5, 2683/1998 σκ. 4, 3156/1973, 2400/1965) ή διαφορετική αιτιολογία (ΣτΕ 2646/2009 7μ. σκ. 9, 2024/2003 σκ. 5, 3320/2003 σκ. 11, 1774/2000 σκ. 7, 3888/1999 σκ. 5, 1887/1999 σκ. 5, 1774/1999 σκ. 4, 4071/1998 σκ. 5, 5269/1997 σκ. 5, 2754/1997 σκ. 6, 1267/1997 σκ. 5, 627/1997 σκ. 6, 2946/1996 σκ. 6, 3724/1994 σκ. 6, 2719/1994 σκ. 7, 2754/1993 7μ. σκ. 12, 274/1991 σκ. 3, 4663/1986 σκ. 6, 4101/1984 σκ. 3-4, 1021/1966, 2400/1965) ή αιτιολογία που δεν ταυτίζεται προς την αιτιολογία της ακυρωθείσης ως αναιτιολογήτου πράξεως (ΣτΕ 1660/ 1974). Δεν αποκλείεται, όμως, στην περίπτωση αυτή, η νέα αιτιολογία να κριθεί και πάλι μη νόμιμη. 

Περαιτέρω, πράξη προβαίνουσα στην ίδια ρύθμιση επίδικης διαφοράς με προγενέστερη πράξη, που ακυρώθηκε λόγω αναιτιολογήτου από το ΣτΕ δεν αντίκειται στο εκ της αποφάσεως του ΣτΕ δεδικασμένο, εφόσον είναι αιτιολογημένη και επικαλείται ως έρεισμα αυτής διάταξη διάφορη εκείνης την οποία επεκαλείτο η ακυρωθείσα (ΣτΕ 307/1959).

Περαιτέρω, δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο που απορρέει από απόφαση του ΣτΕ, με την οποία είχε κριθεί ότι αποκλείεται η λειτουργία ξενοδοχείου σε οίκημα το οποίο δεν είχε οικοδομηθεί εξ αρχής ως ξενοδοχείο, δια της χορηγήσεως αδείας λειτουργίας πανδοχείου στο ως άνω οίκημα (ΣτΕ 1903/1962).

Τέλος, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η 3237/2015 απόφαση του ΣτΕ προβλήθηκε ότι το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του άρθρου πέμπτου § 3 του ν. 3839/2010 παρέβη το εκ της 1794/2010 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρέον δεδικασμένο ως προς την κρίση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου του άρθρου 9 του ν. 3260/2004, επί των προσόντων του αιτούντος και της παρεμβαίνουσας, κρίση, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, δεν εθίγη από την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου. Και, πάντως, κατά τα προβαλλόμενα, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, με τα προδιαληφθέντα πρακτικά (έτους 2010) υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας που διέθετε, λόγω της αποκλίσεως, από τη δεσμευτική, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τον αιτούντα, κρίση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου (έτους 2006). Ο λόγος αυτός ακυρώσεως κρίθηκε απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Και τούτο, διότι εν όψει του ότι η αρχική επιλογή του αιτούντος ακυρώθηκε λόγω μη τηρήσεως πρακτικού συνέντευξης, το δεδικασμένο της ακυρωτικής αποφάσεως αφορά μόνον την κρίση του Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος και δεν εκτείνεται στο περιεχόμενο της εν γένει αξιολογήσεως και, δη, της υπεροχής του αιτούντος, κατά την κρίση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου του έτους 2006, ζήτημα ως προς το οποίο δεν αποφάνθηκε το Δικαστήριο.

 

6.3.3.3. Επίκληση νέων στοιχείων

 

Η εκ νέου επίκληση των αυτών στοιχείων, τα οποία ήδη κρίθηκαν μη νόμιμα ως προς την συγκεκριμένη δυσμενή κρίση του αιτούντος, παραβιάζει το δεδικασμένο που απορρέει από την ακυρωτική απόφαση (ΣτΕ 1980-1983/ 2024, 2865/2017, σκ. 5, 326/2012 σκ. 6, 858/2011 σκ. 9, 1576/2010 σκ. 7, 4554/1996 σκ. 4, 5808/ 1995 σκ. 6, 812/1966) και επομένως η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως καθίσταται εξ αυτού του λόγου μη νόμιμη (1022/1993 σκ. 4). 

Αν όμως η προσβαλλόμενη γνωμάτευση της αναθεωρητικής υγειονομικής επιτροπής στηρίχθηκε στα ίδια στοιχεία με εκείνα που στηρίχθηκε η ακυρωθείσα, αλλά η ακυρωτική απόφαση ούτε έκρινε ότι τα στοιχεία αυτά παρανόμως λήφθηκαν υπ’ όψη, ούτε έκρινε για το περιεχόμενο των εν λόγω στοιχείων, ώστε να προκύπτει σχετική δέσμευση κατά την επανεξέταση της υποθέσεως, τότε δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο (ΣτΕ 2231/2005 σκ.4).

Αντίστροφα, αν η Διοίκηση επικαλεστεί δια­φορετικά στοιχεία, δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο (ΣτΕ 2244/2019, 2237/2003 σκ. 5, 2259/2003 σκ. 5, 2504/2002  σκ. 7, 2420/2001 σκ. 7, 3013/2000 σκ.5, 1039/1991 σκ. 5). Δεν αποκλείεται, όμως, στην περίπτωση αυτή, η νέα αιτιολογία να κριθεί και πάλι μη νόμιμη. 

Κρίθηκε επίσης ότι δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο από απόφαση που ακύρωσε πράξη ασφαλιστικού Οργανισμού, διότι δεν εκτιμήθηκαν κάποια στοιχεία, εφόσον η νεωτέρα εμμένουσα απόφαση εκδόθηκε μετά από εκτίμηση των στοιχείων τούτων (ΣτΕ 2194/1970).

Σε υπαλληλικές διαφορές κρίθηκε ότι η μετά από ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ εμμονή της Διοικήσεως στην έναντι του αιτούντος πρόκριση ως προακτέου του ίδιου συναδέλφου του, δεν παραβιάζει το εκ της αποφάσεως αυτής του ΣτΕ δεδικασμένο, εφ’ όσον η εμμονή αυτή υπήρξε αποτέλεσμα νέας συγκρίσεως, η εμμονή αυτή αιτιολογείται ήδη επαρκώς εφόσον ρητώς καθορίζονται τα προσόντα εκάστου υπαλλήλου και προκύπτει ότι έγινε ουσιαστική εκτίμηση αυτών (ΣτΕ 1912/1969, 2427, 2357, 297/1968).

 

6.3.3.4. Εκτίμηση Διοικήσεως-Νομικός χαρακτηρισμός

 

Περαιτέρω, η επανεκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών, τα οποία θεμελίωσαν την κρίση διοικητικού οργάνου, ακυρωθείσα διότι δεν είχε δοθεί ο πρέπων νομικός χαρακτηρισμός για την εφαρμογή του νόμου, δεν παραβιάζει το δεδικασμένο, εφόσον ήδη προσδίδεται διάφορος χαρακτηρισμός, υποκείμενος στον έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 1156/1970, βλ. και ΣτΕ 2364/1959).

Επίσης, κατά παράβαση του εξ ακυρωτικής αποφάσεως δεδικασμένου εκδίδεται διοικητική πράξη επικαλουμένη δόλο του διοικουμένου, ερειδομένη όμως επί της αυτής πραγματικής βάσεως επί της οποίας στηρίχθηκε η προηγούμενη πράξη που ακυρώθηκε από το ΣτΕ, δια της αποφάσεως του οποίου αποκλείστηκε ότι εκ των πραγματικών τούτων περιστατικών προκύπτει δόλος του διοικουμένου (ΣτΕ 130/1964).

Εξάλλου, εφόσον κρίθηκε ήδη με ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ ότι υπηρετών στην αιτούσα Τράπεζα παλαιός πολεμιστής προέβη στην αποδοθείσα σ’ αυτόν ενέργεια και ότι αυτή συνιστά, κατά την αληθή έννοια του νόμου, ακαταλληλότητα και ανάρμοστη συμπεριφορά, δεν μπορούσε η επιτροπή προστασίας παλαιών πολεμιστών να επανέλθει επί του θέματος τούτου και να χαρακτηρίσει άλλως την ενέργεια του πολεμιστού. Αντιθέτως, όμως, ενεργήσασα, παρέβη το εκ της αποφάσεως του ΣτΕ δεδικασμένο (ΣτΕ 627/1958).

Εφόσον δε, με απόφαση του ΣτΕ ο αιτών κρίθηκε νομιμόφρων και υπερέχων συναδέλφου του, η διοίκηση έπρεπε, συμμορφουμένη, να επαναφέρει αυτόν στην υπηρεσία, δικαιουμένη μόνον να προκρίνει άλλον εκ των διατηρηθέντων προς απόλυση. Δεν μπορούσε να επανέλθει και να επανεξετάσει την εθνικοφροσύνη του αιτούντος, ούτε να επανεκτιμήσει τούτον σε σύγκριση προς τον ίδιο συνάδελφό του, αφού τα ζητήματα αυτά κρίθηκαν αμετακλήτως από το ΣτΕ (ΣτΕ 1981/1954).

Περαιτέρω, εκ του γεγονότος ότι το ΣτΕ με παλαιότερη απόφασή του είχε προβεί στο νομικό χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δάσους, επί τη βάσει της τότε υφισταμένης πραγματικής καταστάσεως, δεν κωλύεται η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων, επιλαμβανομένη εκ νέου κατ’ άρθρ. 104 του Σ και των διατάξεων ν.δ. 2185/1952, να χαρακτηρίσει την ίδια έκταση ως μη δασική, επί τη βάσει της νέας πραγματικής καταστάσεως, μη παραβιαζομένου εντεύθεν του δεδικασμένου εκ της προηγουμένης αποφάσεως του ΣτΕ, καθ' όσον το απαλλοτριωτέο ή μη κάποιας εκτάσεως κρίνεται βάσει της πραγματικής καταστάσεως της υφισταμένης κατά τον χρόνο της απαλλοτριώσεως (ΣτΕ 949/1959).

 

7. Η νομολογία - Η έννοια του κριθέντος διοικητικής φύσεως ζητήματος

 

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 50 § 5 του π.δ. 18/1989 το δεδικασμένο από τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αφορά μόνο τη νομική ύπαρξη της διοικητικής πράξης, της οποίας είχε ζητηθεί η ακύρωση και η οποία με την ακυρωτική απόφαση καταργείται από τότε που εκδόθηκε και θεωρείται εφεξής ως ουδέποτε εκδοθείσα, αλλά καλύπτει και τα κριθέντα από το Δικαστήριο ζητήματα· ως κριθέν δε ζήτημα νοείται κάθε ζήτημα, το οποίο συναρτάται προς το γενόμενο δεκτό από την απόφαση συμπέρασμα και αποτελεί αναγκαίο τούτου έρεισμα, όχι όμως και άλλα περιστατικά, αφηγηματικώς αναφερόμενα, τα οποία δεν είναι αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος της απόφασης που διατυπώνεται στο διατακτικό[16] (ΣτΕ 1042/2016, 217/ 2016, Ολ., 1113/2014, 7μ., 2658, 2049/2011, 3802/ 2000, 7μ., 5854/1996, 484/1991, 2638/1987, 1429/ 1986,  883/1981, 1823, 1825/1974 κ.ά.).

Στο δεδικασμένο μετέχουν και οι συγκεκριμένοι λόγοι που στήριξαν το διατακτικό της απόφασης (ΣτΕ 2520/2020), καθώς και εκείνοι που απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι[17].

Ειδικότερα το πιο πάνω δεδικασμένο καλύπτει και διοικητικής φύσεως ζητήματα, που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως ακόμη και όταν στην ακυρωτική απόφαση δεν υπάρχει ρητή σκέψη γι' αυτά, εφόσον όμως τα τελευταία συνδέονται άρρηκτα με το κύριο ζήτημα, κατά τρόπο ώστε η διαμόρφωση της τελικής γι' αυτό κρίσης να προϋποθέτει κατά λογική αναγκαιότητα την προηγούμενη κρίση και των ζητημάτων αυτών (ΣτΕ 3802/2000 7μ.). 

Αντιθέτως το δεδικασμένο δεν καλύπτει ζητήματα που δεν συνδέονται κατά τρόπο στενό και άρρηκτο με το κριθέν κύριο ζήτημα, δηλαδή, όταν η διαμόρφωση της τελικής κρίσης δεν προϋποθέτει, κατά λογική αναγκαιότητα, την προηγούμενη γι’ αυτά κρίση (ΣτΕ 3802/ 2000 7μ.). 

Τέλος, δεδικασμένο δεν δημιουργείται για θέματα που αναφέρονται αφηγηματικά στην ακυρωτική απόφαση (ΣτΕ 3802/2000 7μ., 3312/ 2017 Ολ., Πρακτικό Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης 16/2010). Επίσης, αιτιολογίες πλεοναστικές (ή εκ περισσού, ΣτΕ 1535/2017, 2564/2004), εκείνες δηλαδή των οποίων η παράλειψη δεν θα επιδρούσε στην πληρότητα του δικανικού συλλογισμού, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο. Κρίσεις που διατυπώνονται ως obiter dicta δεν συμμετέχουν στο δεδικασμένο (πρβλ. ΣτΕ 3312/2017). Ωστόσο, δεν είναι πλεοναστική η κρίση που προσδιορίζει το περιεχόμενο των μετά την ακύρωση και σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση ενεργειών της Αρχής (ΣτΕ 217/2016 Ολ. σκ. 14).

Κατά μία άλλη διατύπωση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 50 § 5 του π.δ. 18/1989 το δεδικασμένο που προκύπτει από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας καλύπτει κάθε ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση ότι συναρτάται προς το συμπέρασμα, το οποίο έγινε δεκτό με την απόφαση, και αποτελεί αναγκαίο του στήριγμα (ΣτΕ 2658/2011 κ.ά.).

 

8. Αντικειμενικά όρια δεδικασμένου - Ουσιαστικά ζητήματα

 

Το ουσιαστικό δεδικασμένο μπορεί να καλύπτει την κρίση του δικαστηρίου επί ουσιαστικών ή δικονομικών ζητημάτων.

Στις διαφορές ουσίας, το διοικητικής φύσης ζήτημα μπορεί να είναι είτε ουσιαστικό (ζήτημα του ουσιαστικού διοικητικού δικαίου), είτε δικονομικό (ζήτημα που αφορά την τυπικώς παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος) –αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 197 § 1 ΚΔιοικ Δικ. 

Όμως, στις ακυρωτικές διαφορές, ελλείψει ρητής διάταξης, το διοικητικής φύσης ζήτημα φαίνεται να καταλαμβάνει μόνο τα ουσιαστικά ζητήματα και όχι τα δικονομικά (Δαγτόγλου, Σπηλιωτόπουλος). Έτσι, το διοικητικό δικαστήριο δεν κωλύεται να κρίνει και πάλι το κριθέν δικονομικό ζήτημα (πρβλ. ΣτΕ 2259/2017). Το δικαστήριο μπορεί δηλαδή να κρίνει για δεύτερη φορά και κατά διάφορο τρόπο τις προϋποθέσεις παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος (εκτός από την προϋπόθεση της προθεσμίας – βλ. ΣτΕ 2179-2180/2023 και παλαιότερα ΣτΕ 273/ 1965: στην υπόθεση αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δεύτερη προσβολή του αποστρατευτικού διατάγματος, όταν προηγούμενη αίτηση ακυρώσεως του αιτούντος είχε απορριφθεί κατά το μέρος αυτό ως εκπρόθεσμη). 

       Πάντως, το εκ της τελεσιδίκου αποφάσεως δεδικασμένο καταλαμβάνει το «κριθέν ζήτημα» είτε τούτο ανάγεται στην ουσία της κρινομένης υποθέσεως, είτε τούτο αναφέρεται στον τύπο της ελεγχόμενης διοικητικής πράξεως (ΣτΕ 612-3/1976). Το κριθέν ζήτημα μπορεί να αφορά και στη διαδικασία έκδοσης της πράξεως: Π.χ. εφόσον με απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι η υπόθεση (επρόκειτο περί αποστρατείας ταξιάρχου) έπρεπε να κριθεί από την κανονική σύνθεση Α.Σ.Σ. και όχι από την αυξημένη, η από τη Διοίκηση εκ νέου παραπομπή της υποθέσεως στο αυξημένης συνθέσεως Α.Σ.Σ. αποτελεί παράβαση του εκ της αποφάσεως του ΣτΕ δεδικασμένου, η οποία καθιστά και τη νέα κρίση ακυρωτέα (ΣτΕ 957/1960).

 

8.1. Ερμηνεία κανόνων δικαίου

 

Το δεδικασμένο, δεν εκτείνεται πάντως κατ’ αρχήν στον τρόπο που το δικαστήριο ερμήνευσε κανόνες δικαίου, ώστε το ίδιο ή άλλο δικαστήριο μπορεί να ακολουθήσει διάφορη ερμηνεία σε μεταγενέστερη δίκη, αφού η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου. Ωστόσο στο παρελθόν είχε κριθεί ότι η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων δεν μπορούσε, επανερχομένη επί θέματος για το οποίο υφίστατο προηγούμενη πράξη της, ακυρωθείσα με απόφαση του ΣτΕ, να αποστεί των κριθέντων από το ΣτΕ, δίνοντας άλλη ερμηνεία στις ερμηνευθείσες ήδη διατάξεις (ΣτΕ 1063/ 1955).

Έχει κριθεί ότι δεν δεσμεύεται το πολιτικό δικαστήριο από την κρίση του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα ή την αντισυνταγματικότητα του νόμου (ΑΠ 417/1951, ΕΕΝ 1952. 23), διότι η κρίση αυτή δεν ανάγεται σε παρεμπίπτον διοικητικής φύσεως ζήτημα. Αν, όμως, βάσει της κρίσεως για συνταγματικότητα ή αντισυνταγματικότητα του νόμου, αποφασίστηκε ως κύριο (ή κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αλλά αναγκαίως και από καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο) κάποιο ζήτημα διοικητικής φύσεως (π.χ. το κύρος προσλήψεως ή απολύσεως υπαλλήλου), τότε για το ζήτημα αυτό (όχι για τη συνταγματικότητα του νόμου αυτοτελώς) δημιουργείται δεδικασμένο.

Ενδιαφέρον έχει, για το ζήτημα του απορρέοντος από κρίση περί συνταγματικότητας δεδικασμένου, η 2332/2023 7μ. απόφαση του ΣτΕ με την οποία κρίθηκαν τα εξής: «το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού του προσωπικού των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας έχει κριθεί συνταγματικό: α) εν όψει των κρατούντων κατά την λήψη του επιδημιολογικών και επιστημονικών δεδομένων και β) υπό την προϋπόθεση της επαναξιολογήσεώς του σε εύλογο χρονικό διάστημα. Είναι, συνεπώς, απορριπτέος ο ισχυρισμός του καθ’ ου Υπουργού Υγείας ότι η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι από την απόφαση 1684/2022 της Ολομελείας του Δικαστηρίου παρήχθη δεδικασμένο ως προς την συνταγματικότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας, δοθέντος ότι η κρίση περί της συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού covid-19 στην ως άνω 1684/2022 απόφαση συναρτάται αμέσως με τα κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4820/2021 ισχύοντα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα και προϋποθέτει την περιοδική επαναξιολόγησή του».

Σε άλλη υπόθεση κρίθηκε ότι εφόσον η ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ δέχθηκε ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα υπαλλήλου της Δ.Ε.Η. διέπεται από τον ν. 4491/1966 και το ν.δ. 4202/ 1961 και έπρεπε ως εκ τούτου να συνυπολογισθεί ως χρόνος ασφαλίσεως και ο διανυθείς στο ΤΣΜΕΔΕ προγενέστερος χρόνος ασφαλίσεως, παρανόμως η Διοίκηση έκρινε και πάλι ως μη εφαρμοστέες τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφαλίσεως του ως άνω ν.δ. 4202/1961, παραβιάζοντας έτσι το δεδικασμένο της αποφάσεως του ΣτΕ (ΣτΕ 2265/1969).

Ενδιαφέρουσα είναι μία υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ: δια του πρώτου και δευτέρου λόγου ακυρώσεως η αιτούσα είχε υποστηρίξει ότι η προσβαλλομένη απόφαση τυγχάνει παράνομος, διότι ερείδεται επί διατάξεων του Κώδικα Τροφίμων πλημμελών και εκτός εξουσιοδοτήσεως. Οι λόγοι αυτοί είχαν προβληθεί ήδη από την αιτούσα με άλλη αίτηση ακυρώσεως, με την οποία προσεβλήθη απευθείας το πλείστον των διατάξεων του Κώδικος Τροφίμων, κρίθηκε δε με απόφαση του ΣτΕ, μεταξύ άλλων, ότι και οι διατάξεις εφ' ων ερείδεται η προσβαλλομένη απόφαση θεσπίστηκαν νομίμως και εντός των ορίων της σχετικής εξουσιοδοτήσεως. Συνεπώς απαραδέκτως επανέρχεται η αιτούσα επί του ιδίου θέματος κριθέντος ήδη μετά δυνάμεως δεδικασμένου από την απόφαση του ΣτΕ, είναι δε  απορριπτέοι οι σχετικοί λόγοι ακυρώσεως (ΣτΕ 1842/1976).

Επίσης, κριθέντος δι’ αποφάσεως του ΣτΕ κάποιου ζητήματος διοικητικής φύσεως, δεν δύναται η Διοίκηση, υπό τα αυτά δεδομένα, να κρίνει αντιθέτως, έστω και αν η αντίθετη αυτή κρίση επικαλείται διάταξη προϋπάρχουσα μεν της αποφάσεως του ΣτΕ, μη αναφερόμενη όμως στην εν λόγω απόφαση μεταξύ αυτών που ελήφθησαν υπ' όψιν προς στήριξη της δοθείσης λύσεως (ΣτΕ 812/1966, 2282/1968, 1772/1970).

 

8.2. Πραγματικά περιστατικά

 

Το δεδικασμένο δεν εκτείνεται επίσης στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, ώστε το ίδιο ή άλλο δικαστήριο μπορεί σε μεταγενέστερη δίκη να προβεί σε διαφορετικές διαπιστώσεις των ίδιων πραγματικών περιστατικών (βλ. και ΣτΕ 382/1954)[18]. Γενικώς, απλή περί τα πράγματα κρίση δεν συνιστά καθ’ εαυτή παρεμπίπτον ζήτημα κεκτημένο δύναμη δεδικασμένου (ΣτΕ 926/1954).

Όπως έγινε δεκτό με την 397/1931 απόφαση του ΣτΕ «το δεδικασμένον εκτείνεται επί των δικαιωμάτων δια την ύπαρξιν ή ανυπαρξίαν των οποίων προκλήθη η ψήφος του δικαστού, ουχί δε περί της αληθείας πραγματικών ισχυρισμών, εξ ων ως στοιχείων χρησίμων σχηματίζεται η δικαστική πεποίθησις, των ούτως όμως καθ' οιονδήποτε τρόπον κρινομένων πραγματικών ισχυρισμών, μη αποκτώντων δύναμιν δεδικασμένου, δυναμένων αυτών πραγματικών ισχυρισμών να κριθώσιν άλλως υπό άλλων δικαστών εις άλλην δίκην».

Ωστόσο, μερικές φορές το ΣτΕ δέχεται ότι το δεδικασμένο καλύπτει και το πραγματικό.

Π.χ. με την ΣτΕ 430/1964 κρίθηκε ότι λόγος ακυρώσεως αμφισβητών το έτος γεννήσεως του αιτούντος, εφ' όσον το θέμα τούτο κρίθηκε ήδη δι' αποφάσεως του ΣτΕ, σε δίκη των αυτών διαδίκων, προσκρούει στο εκ της αποφάσεως ταύτης προκύπτον δεδικασμένο. Επίσης, ακυρωθείσης πράξεως της Επιτροπής Ρουμανικών Επανορθώσεων με απόφαση του ΣτΕ για τον λόγο ότι εφόσον με προγενέστερη απόφασή της η ως άνω Επιτροπή είχε δεχθεί ότι πλοίο δεν είχε βυθισθεί, παρανόμως δεχόταν με νεότερη της ακυρωθείσης απόφαση ότι το πλοίο βυθίστηκε σε ορισμένη ημερομηνία, κρίνεται ότι πράξη, εκδοθείσα μετά την ακυρωτική απόφαση και δεχθείσα ότι το πλοίον βυθίστηκε κατά την ρηθείσα ημερομηνία, απομακρύνθηκε της πραγματικής βάσεως της αποφάσεως του ΣτΕ και επομένως παρεβίασε το εκ ταύτης δεδικασμένο (ΣτΕ 2977/1976). Σε άλλη περίπτωση κρίθηκε ότι γενομένου δεκτού από ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ ότι ορισμένη έκταση είχε ολόκληρη εξαιρεθεί της απαλλοτριώσεως από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων, του αριθμού των στρεμμάτων αναφερομένου ενδεικτικώς μόνον, παρεβίασε το εκ της ακυρωτικής ταύτης αποφάσεως απορρέον δεδικασμένον η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων, κρίνασα ότι η έκταση ανερχόταν στον ίδιο αριθμό στρεμμάτων, μη αναφερομένων ενδεικτικώς (ΣτΕ 1463/1958). Επίσης, από απόφαση του ΣτΕ, που δέχθηκε ότι, ελλείψει ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως, η κατόπιν αποφάσεως του προέδρου πρωτοδικών συνταγείσα ληξιαρχική πράξη γεννήσεως ασφαλισμένης του Ι.Κ.Α. κέκτηται έναντι αυτού πλήρη αποδεικτική ισχύ ως προς την αναφερόμενη στην απόφαση αυτή ηλικία της ως άνω ασφαλισμένης, προκύπτει δεδικασμένο, λόγω του οποίου το Ι.Κ.Α. οφείλει, προκειμένου να αποφανθεί περί της συνταξιοδοτήσεως της εν λόγω ασφαλισμένης, να στηριχθεί για την απόδειξη της ηλικίας αυτής στην ως άνω κατόπιν δικαστικής αποφάσεως συνταγείσα ληξιαρχική πράξη (ΣτΕ 1130/1955).

Ενδιαφέρουσα είναι η 757/1936 απόφαση του ΣτΕ κατά την οποία «το δεδικασμένον δεν είναι αποδεικτικόν στοιχείον των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, αλλά δημιουργεί δεσμόν, υποχρεωτικώς αποκλείοντα την έρευναν της αληθείας των περιστατικών αυτών, άρα και την ανάγκην της αποδείξεως τούτων, και συνεπώς καθιστά ανεπιδέκτους εφαρμογής τους την διεξαγωγήν της σχετικής αποδείξεως ρυθμίζοντας εν λόγω κανόνας».

 

8.3. Προδικαστικά-παρεμπίπτοντα ζητήματα

 

Εκτός από το κύριο αντικείμενο του δεδικασμένου, το διοικητικής φύσεως ζήτημα περιλαμβάνει και τα προδικαστικά ζητήματα, εφόσον η κρίση επ’αυτών ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου[19]

Κατά τη νομολογία και τη θεωρία, θα καλυφθεί από το δεδικασμένο εκείνο το προδικαστικό ζήτημα το οποίο στηρίζει, βάσει των αιτιολογιών της απόφασης, την έννομη συνέπεια που αναγνωρίστηκε ή απαγγέλθηκε μ’ αυτή. Σύμφωνα με την ωραία διατύπωση των παλαιότερων δικαστικών αποφάσεων, το προδικαστικό ζήτημα καλύπτεται από το δεδικασμένο «μόνον εφόσον ήτο αναγκαίον να επιληφθεί της λύσεως αυτού το δικαστήριον και εστηρίχθη επ’ αυτού η οριστική απόφασις» (ΑΠ 673/1973 ΝοΒ 1974. 62). Χρειάζεται επομένως λογική συνάρτηση μεταξύ προδικαστικού ζητήματος και διατακτικού της απόφασης.

Προσαπαιτείται, όπως προεκτέθηκε, το δικαστήριο να είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να κρίνει το επίμαχο  ζήτημα (βλ. ΣτΕ 2404/1962). Έτσι, η παρεμπίπτουσα κρίση για την κυριότητα ενός πράγματος σε μια φορολογική δίκη δεν αναπτύσσει δύναμη δεδικασμένου, γιατί ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων.

Έτσι έχει κριθεί ότι παρενθετική σκέψη της ακυρωτικής αποφάσεως, ότι διάταγμα αντικατέστησε υπουργική απόφαση, ουδόλως συνάπτεται με την κρίση περί νομιμότητας του διατάγματος, «ήτοι δεν αποτελεί κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα, η λύση του οποίου θα ήτο αναγκαία για την διατύπωση του Διατακτικού της αποφάσεως. Αφού, λοιπόν, η κρίση αυτή δεν τελεί σε συνάρτηση με το συμπέρασμα που έγινε δεκτό από την απόφαση, δεν συντρέχει ως προς αυτήν δεδικασμένο» (βλ. ΣτΕ 801/1974, 1429/1986 κ.α.).


 

8.4.  Ειδικώς το ζήτημα της δικαιοδοσίας
 

Στο δεδικασμένο αποφάσεως του ΣτΕ δεν περιλαμβάνεται και το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (ΟλΣτΕ 1562/1986, 3588/ 1987, 3458, 3459/1985). 

Επίσης, το συμφώνως προς το άρθρο 50 § 5 του ν.δ. 170/1973 εκ των επί αιτήσεως ακυρώσεως αποφάσεων των διαφόρων σχηματισμών του ΣτΕ πηγάζον δεδικασμένο δεν περιλαμβάνει και το ζήτημα της αρμοδιότητας του εκδόντος την απόφαση σχηματισμού και, συνεπώς, επί προσβολής με αίτηση ακυρώσεως πράξεως, εκδοθείσης προς συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση ορισμένου σχηματισμού του ΣτΕ, δεν γεννάται εκ της αποφάσεως αυτής δέσμευση ως προς τον καθορισμό του αρμοδίου προς εκδίκαση της ασκηθείσης νέας αιτήσεως ακυρώσεως σχηματισμού (ΣτΕ 56/1979, βλ. και ΣτΕ 3458, 3459/1985). 

Έτσι, το ΣτΕ, παρότι με προηγούμενη απόφασή του δέχτηκε σιωπηρώς ότι είχε δικαιοδοσία και πράγματι δίκασε αίτηση ακυρώσεως κατά υπουργικής απόφασης, δεν κωλύεται εξ αυτού να εξετάσει την αρμοδιότητά του κατά την εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως κατά υπουργικής απόφασης ομοίου περιεχομένου που αφορούσε τους ίδιους διαδίκους και να κρίνει ότι πρόκειται περί ιδιωτικής διαφοράς που υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια (βλ. ΣτΕ 3588/ 1987). 

Ωστόσο με την 1692/2007 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκαν τα εξής: «διά της υπ’ αριθ. 162/2004 αποφάσεως του ΣτΕ επελύθη μετά δυνάμεως δεδικασμένου το ουσιαστικόν, παρεμπίπτον και αναγόμενον εις την αρμοδιότητα του ΣτΕ διοικητικής φύσεως ζήτημα περί της φύσεως της συμβάσεως, η οποία συνήφθη μεταξύ του αναιρεσείοντος και του ΕΟΤ, ως διοικητικής. Ειδικώτερον, διά της εν λόγω αποφάσεως του ΣτΕ εκρίθη ότι: «... η προσβαλλομένη “ανακλητική” πράξις, η οποία, σημειωτέον, δεν εξεδόθη κατ’ εφαρμογήν διατάξεων διοικητικού νόμου και των περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων γενικών αρχών, συνιστά πράγματι υπαναχώρησιν από της ήδη καταρτισμένης ως άνω μισθωτικής συμβάσεως, ως εκ τούτου δε η κρινομένη διαφορά, ανακύψασα εκ της προσβολής της εν λόγω πράξεως υπό του αιτούντος (μισθωτού), αποτελεί, κατά τας διατάξεις του ν. 1406/ 1983, διαφοράν εκ διοικητικής συμβάσεως (πρβλ. ΣτΕ 4467/1995), υπαγομένην εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, και δη των διοικητικών εφετείων, ειδικώτερον δε, εν όψει του τόπου καταρτίσεως της συμβάσεως, εις την αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εις το οποίον και πρέπει να παραπεμφθή η υπό κρίσιν αίτησις, κατ’ άρθρον 34 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150), προκειμένου να εκδικασθή ως προσφυγή, δεν επηρεάζεται δε η κατά τα άνω φύση της διαφοράς από την επίκλησιν, εκ μέρους του ΕΟΤ, του δημοσίου συμφέροντος, αφού το στοιχείον τούτο ενυπάρχει εις πάσαν πράξιν της Διοικήσεως, ενεργούσης κυριαρχικώς είτε μονομερώς, είτε εις τα πλαίσια διοικητικής συμβάσεως». Υπό τα δεδομένα ταύτα, το Διοικητικόν Εφετείον Αθηνών, κρίναν αντιθέτως διά της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, ότι η επίμαχος σύμβασις δεν έχει τον χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και, ως εκ τούτου, δεν ανήκει εις την δικαιοδοσίαν των διοικητικών δικαστηρίων, παρεβίασε το εκ της υπ’ αριθ. 162/2004 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας δεδικασμένον και πρέπει διά τον λόγον τούτον, βασίμως προβαλλόμενον, να αναιρεθή, η δε υπόθεσις να παραπεμφθή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προς νέαν νόμιμον κρίσιν».

Σε κάθε περίπτωση, απόφαση που προέρχεται από δικαστήριο στερούμενο δικαιοδοσίας επί της αχθείσης ενώπιόν του διαφοράς δεν παράγει δεδικασμένο ούτε είναι άλλως πως δεσμευτική (πρβλ. ΣτΕ 426/2015, 166/1992, 1562/ 1986 Ολ., 1474/1990 7μ.).

 

9. Χρονικά όρια δεδικασμένου

 

Το δεδικασμένο δεσμεύει, κατά πάγια αρχή, υπό την επιφύλαξη rebus sic standibus[20]. Η αλλαγή των πραγματικών ή νομικών συνθηκών θέτει χρονικό όριο στη δεσμευτική δύναμη του δεδικασμένου, το οποίο δεν κωλύει πλέον τη Διοίκηση να εκδώσει ή να ανακαλέσει πράξη που είχε θεωρηθεί παράνομη με την προηγούμενη απόφαση, ούτε κωλύει τον ενδιαφερόμενο να προσβάλει την υπό τις νέες συνθήκες εκδοθείσα πράξη ή σημειωθείσα παράλειψη. 

Έτσι έχει κριθεί ότι δεν συντρέχει παράβαση του εξ ακυρωτικής αποφάσεως του ΣτΕ δεδικασμένου, δοθέντος ότι με την ακυρωτική απόφαση κρίθηκε η χρονική και μόνον ισχύς της συνέπεια π.δ. κηρυχθείσης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως της ιδιοκτησίας των αιτούντων, η δε διοίκηση δεν εκωλύετο κατ' εφαρμογή της περί σχεδίων πόλεων νομοθεσίας να θεσπίσει εκ νέου διατάξεις τροποποιούσες το σχέδιο πόλεως στην περιοχή αυτή για τον εφεξής χρόνο. Αυτό απορρέει από τη γενική αρμοδιότητα αυτής να προβαίνει σε επέκταση ή τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, αναλόγως των εμφανιζομένων πολεοδομικών αναγκών και επί τη βάσει των εξ αντικειμένου κριτηρίων του νόμου (ΣτΕ 355/ 1964).

 

10. Άρση του δεδικασμένου

 

Η δέσμευση του ουσιαστικού δεδικασμένου παύει όταν το δικαστήριο δεχθεί έκτακτο ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως. 

 

11. Τήρηση του δεδικασμένου-έννομες συνέπειες παράβασής του

 

11.1. Στην ακυρωτική δίκη

 

Η δέσμευση εκ του δεδικασμένου συνίσταται στην υποχρέωση του ΣτΕ, των λοιπών δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών να θέτουν ως βάση της κρίσης τους το περιεχόμενο της δικαστικής αποφάσεως του ΣτΕ, εφόσον πρόκειται να κριθεί το ίδιο διοικητικής φύσεως ζήτημα. Αυτό σημαίνει ότι όταν εμφανίζεται ως προέχον ή προδικαστικό ζήτημα το διά της αποφάσεως του ΣτΕ κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα, το ΣτΕ, τα λοιπά δικαστήρια ή η Διοίκηση οφείλουν να ακολουθήσουν την εξενεχθείσα κρίση και να δώσουν περαιτέρω λύση σύμφωνη  προς την κρίση αυτή.

Η ενέργεια της ακυρωτικής απόφασης δεν εξαντλείται «εις την γενομένην μεταβολήν δια της ακυρώσεως». Καλύπτει επιπλέον με ισχύ του δεδικασμένου και τον συγκεκριμένο λόγο παρανομίας της διοικήσεως. Το δεδικασμένο αυτό εκδηλώνεται, αν η διοίκηση προβεί σε έκδοση νέας, όμοιας προς την ακυρωθείσα, διοικητικής πράξεως. Έτσι, η απόφαση του ΣτΕ με την οποία ακυρώθηκε κάποια διοικητική πράξη, δημιουργεί δεδικασμένο σε περίπτωση που ζητείται η ακύρωση νεότερης πράξεως, εκδοθείσας ακριβώς σε συμμόρφωση προς τα δια της ακυρωτικής αποφάσεως κριθέντα (ΟλΣτΕ 2279/1967). Δηλαδή, το δεδικασμένο ακυρωτικής απόφασης καλύπτει και τη διοικητική πράξη που εξέδωσε η Διοίκηση ακριβώς για να συμμορφωθεί στην ακυρωτική αυτή απόφαση. Εφόσον η νέα πράξη προσβληθεί παραδεκτώς, το δικαστήριο θα την ακυρώσει λόγω δεδικασμένου ως προς τον λόγο που ακυρώθηκε η προηγούμενη, χωρίς καμία άλλη έρευνα ως προς την συνδρομή του λόγου αυτού.

 

11.1.1. Τύχη της διοικητικής πράξεως που προσκρούει στο δεδικασμένο 

 

Διοικητική πράξη που προσκρούει σε δεδικασμένο είναι ακυρωτέα για παράβαση νόμου (ΟλΣτΕ 1279/1963, ΣτΕ 1679/1993, C.E. 28.12. 1949, Berliet), καθώς παραβαίνει την κατά το Σύνταγμα και τον νόμο υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων – μια υποχρέωση που περιλαμβάνει και την τήρηση του δεδικασμένου. Όπως έχει κριθεί, πράξη της Διοικήσεως προσκρούουσα στην επί της αυτής υποθέσεως εκδοθείσα απόφαση του ΣτΕ τυγχάνει ακυρωτέα λόγω παραβάσεως του άρθρ. 50 του π.δ. 18/1989 (παλαιότερα του άρθρου 50 του ν. 3713/1928 (ΣτΕ 1859, 1709, 1563/1954,  591/1955, 122/1956, 2104, 589/1958, 807, 689/1959, 2331/1960).

 

11.1.2. Έμμεση παράβαση του δεδικασμένου

 

Και έμμεση δε παράβαση του δεδικασμένου από δικαστική απόφαση επάγεται την ακύρωση (ΣτΕ 689/1959). Γενικά, εκ του εξ ακυρωτικής αποφάσεως του ΣτΕ δεδικασμένου ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να μην προβαίνει σε πράξεις ή παραλείψεις που ενέχουν εμμονή στη διατήρηση του αποτελέσματος της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως (ΣτΕ 3498/1970). Έτσι, ακυρωθείσης από το ΣτΕ αδείας ανεγέρσεως οικοδομής, η Διοίκηση παραβιάζει το εκ της αποφάσεως του ΣτΕ πηγάζον δεδικασμένο είτε εκδίδουσα νέα πράξη του αυτού περιεχομένου προς την ακυρωθείσα, είτε χορηγούσα άδεια για συμπληρωματικές εργασίες (ΣτΕ 538/1958). Επίσης, μετά απόφαση του ΣτΕ με την οποία ακυρώθηκε η συμμετοχή του αιτούντος σε άδεια κυκλοφορίας λεωφορείου, το αίτημα αυτού να του χορηγηθεί μεγαλύτερο ποσοστό, στερείται νομίμου ερείσματος (ΣτΕ 731/1969). Περαιτέρω, αφού κρίθηκε με προηγούμενη ακυρωτική απόφαση ότι αποδεικνύεται η ιδιότητα του αιτούντος ως πολεμιστού, άρα δε και περί του τυπικώς εγκύρου της υποβολής της υποψηφιότητάς του για τοποθέτηση σε θέση αγροτικού διανομέα, η διοίκηση, συνεχίζουσα τη διαδικασία ως προς την πλήρωση της θέσης δεν μπορούσε να αποστεί των ήδη κριθέντων και ν’ αποκλείσει αυτόν, για μη εμπρόθεσμη (άρθρ. 5 § 1 α.ν. 1836/1951) υποβολή της αιτήσεως και των δικαιολογητικών (ΣτΕ 1368/1954). Εξάλλου, ακυρωθείσης εν μέρει με απόφαση του ΣτΕ πράξεως του κατά τον ν. 3956/1959 Συμβουλίου περί ρυθμίσεως των χρεών της αιτούσης εταιρείας προς τους πιστωτές της και περιελθόντος έτσι σε κατάσταση εκκρεμότητας του δια της αποφάσεως καταρτισθέντος συμβιβασμού, έπρεπε η Διοίκηση να προβεί σε νέα νόμιμη ρύθμιση της όλης σχέσεως, συμφώνως προς τα δια της αποφάσεως του ΣτΕ διατασσόμενα πριν προβεί σε λήψη μέτρων ανατροπής του συμβιβασμού γι' άλλους λόγους, αναφερομένους στην μη εκπλήρωση ορισμένων όρων αυτού, δηλαδή λόγους που προέκυψαν μετά την αρχική του κατάρτιση, διότι άλλως η Διοίκηση θα προέβαινε εις ανατροπή συμβιβασμού μη υπάρχοντος ως ακυρωθέντος από το ΣτΕ (ΣτΕ 2002/1963). 

Σε κάθε περίπτωση, πράξη διοικητικού οργάνου δεν δύναται να ματαιώσει τα αποτελέσματα της ακυρωτικής αποφάσεως του ΣτΕ, ως παραβιάζουσα το εκ της αποφάσεως αυτής προκύψαν δεδικασμένο (ΣτΕ 1666/1955).

Όσον αφορά την ακύρωση παράλειψης, έχει κριθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος και τα άρθρα 45 § 4 και 50 §§ 3 και 4 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση ακυρώσεως, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της παραλείψεως οφειλομένης νομίμου ενεργείας της Διοικήσεως και αναπομπής της υποθέσεως στην Διοίκηση προκειμένου να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια, η οποία συνίσταται στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως που ρυθμίζει την έννομη σχέση σύμφωνα με την κρίση της ακυρωτικής αποφάσεως, η διοικητική πράξη που εκδίδεται σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση ανατρέχει αναγκαίως στον χρόνο κατά τον οποίο συντελέσθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη ως εκ της υποχρεώσεως της Διοικήσεως, που θεσπίζεται με τις μνημονευθείσες διατάξεις, να σέβεται το δεδικασμένο που απορρέει από την ακυρωτική απόφαση και να συμμορφώνεται πλήρως προς τα δι’ αυτής κριθέντα (ΣτΕ223/2021, 2264/1998, 3663/1996, βλ. και ΣτΕ 2091/1994).

 

11.1.3. Ακυρωτική απόφαση μεταγενέστερη της διοικητικής πράξης που προσ­κρούει στο δεδικασμένο
 

Αν η ακυρωτική απόφαση που αναπτύσσει το δεδικασμένο είναι μεταγενέστερη της διοικητικής πράξης που προσκρούει στο δεδικασμένο αυτό, τότε η διοικητική πράξη είναι ακυρωτέα λόγω του εκ των υστέρων κλονισμού της αιτιολογίας (βλ. ΣτΕ 1152/2014). Κατά μία άλλη εκδοχή, όμως, το δεδικασμένο δεν έχει χρονικά όρια, οπότε καταλαμβάνει και διοικητικές πράξεις που είχαν εκδοθεί πριν από την ακυρωτική απόφαση από την οποία απορρέει το δεδικασμένο (ΣτΕ 300/2002, contra σε σχέση όμως με το ακυρωτικό αποτέλεσμα η ΣτΕ 1151/1954).

 

11.1.4. Τύχη λόγων ακυρώσεως και ισχυρισμών που προσκρούουν στο δεδικασμένο
 

Περαιτέρω, είναι απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, καθ' ο μέρος άπτονται θεμάτων κριθέντων δι' αποφάσεως του ΣτΕ και καλυπτομένων εκ του δεδικασμένου του απορρέοντος εκ της αποφάσεως ταύτης (ΣτΕ 1479/ 1968). Έτσι, λόγος ακυρώσεως επί θέματος για το οποίο προηγήθηκε απόφαση του ΣτΕ εκδοθείσα επί αιτήσεως του αυτού αιτούντος, επί του αυτού συγκεκριμένου ζητήματος, θίγει το εκ της αποφάσεως εκείνης δεδικασμένο (ΣτΕ 667/1966).

Για παράδειγμα, κρίθηκε ότι απαραδέκτως[21] προβάλλεται λόγος ακυρώσεως που πλήττει άδεια ανεγέρσεως οικοδομής, λόγω μη αρτιότητας του οικοπέδου, εφόσον η αρτιότητα του οικοπέδου τούτου εκρίθη ήδη καταφατικώς δι' αποφάσεως του ΣτΕ, υπάρχοντος ούτω δεδικασμένου κωλύοντος την επανεξέταση του θέματος τούτου (ΣτΕ 1089/1968, 237/1968). 

Επίσης, ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο μη νομίμως το Πανεπιστήμιο Πατρών εφήρμοσε σχετικά με την έγκριση της διδακτορικής διατριβής και της απονομής διδακτορικού διπλώματος την προϊσχύσασα διαδικασία του ν. 5343/1932 και όχι την ήδη ισχύουσα διαδικασία του άρθρου 36 του ν. 1268/1982, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήσσει ευθέως το δεδικασμένο το οποίο πηγάζει από την 5206/1987 απόφαση του ΣτΕ, η οποία εκδόθηκε σε δίκη που διεξήχθη μεταξύ των αυτών διαδίκων και αφορούσε την τηρητέα διαδικασία εγκρίσεως της επίδικης διδακτορικής διατριβής, εκρίθη δε με αυτήν αμετακλήτως ότι η διαδικασία εγκρίσεως της διατριβής και απονομής διδακτορικού διπλώματος στο εν λόγω πρόσωπο διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του ν. 5343/ 1932, που ίσχυαν πριν από το ν. 1268/1982 (ΣτΕ 197/1993 7μ. σκ.9).

Λόγοι δε ακυρώσεως, στρεφόμενοι κατά απαλλοτριωτικής αποφάσεως, που εκδόθηκε για την υλοποίηση κοινής υπουργικής αποφάσεως περί επεκτάσεως της χερσαίας ζώνης του Λιμένος Πειραιώς, τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω δεδικασμένου, εφόσον προβληθέντες πανομοιοτύπως σε προηγουμένη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως του ίδιου του αιτούντος που σκοπούσε στην ακύρωση της ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως περί επεκτάσεως της χερσαίας ζώνης, απορρίφθηκαν με απόφαση του ΣτΕ ως αβάσιμοι (ΣτΕ 3196/1973).

Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβάλλει η Διοίκηση με την έκθεση απόψεών της ενώπιον του Δικαστηρίου (C.E. 28.12.1949, Berliet).

Προϋπόθεση βέβαια είναι ο προβάλλων τους σχετικούς λόγους περί παραβάσεως δεδικασμένου να έχει έννομο συμφέρον προς τούτο (ΣτΕ 2163/2008 Γ΄ σκ. 7).

 

11.1.5. Ευχέρεια της Διοίκησης για επάνοδο

 

Η Διοίκηση πάντως δεν κωλύεται κατ' αρχήν, μετά την ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, να επανεξετάσει την όλη υπόθεση από πραγματικής και νομικής απόψεως και να μεταβάλει την πραγματική βάση της υποθέσεως ή τους επί ταύτης εφαρμοστέους κανόνες εφόσον η νέα πράξη στηρίζεται σε ερμηνεία διατάξεως ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών περί των οποίων δεν έγινε έρευνα και κρίση δια της ακυρωτικής αποφάσεως (ΣτΕ 1963/1970, 2799/1965, 1315/1964). Σύμφωνα με μία διαφορετική διατύπωση «η ακυρωτική απόφασις του ΣτΕ αποτελεί δεδικασμένον κωλύον την έκδοσιν ταυτοσήμου πράξεως, πλην αν συντρέχη νέον ή πραγ­ματικόν γεγονός ή νέον κρίσιμον αποδεικτικόν στοιχείον, όπερ δεν είχεν υποπέσει εις την αντίληψιν του δικαστού της ακυρώσεως και δεν εκρίθη υπ’ αυτού εν τη ακυρωτική αποφάσει» (ΣτΕ 1024/1955).

Έτσι για παράδειγμα, απόφαση του ΣτΕ ακυρώσασα απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με την οποία απορρίφθηκε αίτημα εξαγοράς κατεχομένου τμήματος δημοσίας εκτάσεως, ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη, δεν υποχρέωνε την Διοίκηση να πωλήσει στον αιτούντα το κατεχόμενο ακίνητο αλλά παρέσχε ευχέρεια όπως επανέλθει επί του θέματος της διαθέσεως προς κάλυψη δημοσίας ανάγκης παραθέτουσα ειδική αιτιολογία περί της ανάγκης (ΣτΕ 730, 729/ 1970).

Επίσης, νέα άρνηση της Διοικήσεως να προβεί σε απαλλοτρίωση εκτάσεως υπέρ μεταλλευτικής εταιρείας, αποτελεί συμμόρφωση προς το δεδικασμένο προηγηθείσης αποφάσεως του ΣτΕ, που ακύρωσε προγενέστερη άρνηση της Διοικήσεως επί του αυτού θέματος, εφόσον η εν λόγω ακυρωτική απόφαση ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση για να κρίνει εάν είχε προηγηθεί παραχώρηση της εκτάσεως προς τη μεταλλευτική εταιρεία κατά χρήση και κατάληψη αυτής πέραν των δύο ετών, η δε Διοίκηση έκρινε ανελέγκτως ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές (ΣτΕ 2057/1968).

Ακυρωθείσης από το ΣτΕ κατακυρωτικής μειοδοτικού διαγωνισμού πράξεως, ως αναιτιολόγητης ως προς την πρόκριση του μειοδότη, δεν κωλύεται η διοίκηση να αποκλείσει τον μειοδοτήσαντα για τον λόγο ότι εστερείτο των κατά νόμο προσόντων συμμετοχής στον διαγωνισμό, εφόσον το ζήτημα αυτό δεν ερευνήθηκε από το ΣτΕ (ΣτΕ 1315/1964).

 

11.2. Στην αναιρετική δίκη
 

Ως προς την αναιρετική δίκη ισχύουν τα εξής: Δικαστική απόφαση που προσκρούει σε δεδικασμένο είναι αναιρετέα[22].

Η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου από την οποία πηγάζει το δεδικασμένο εφόσον είναι έγγραφο άλλης δίκης συνιστά αντικείμενο εκτίμησης από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναφέρει όλα τα στοιχεία της, ώστε να αιτιολογήσει την κρίση του περί ύπαρξης ή όχι δεδικασμένου. Αν διοικητικό δικαστήριο, δεχθεί την ύπαρξη δεδικασμένου, που το δεσμεύει, από απόφαση άλλου διοικητικού δικαστηρίου, το οποίο δίκασε την ίδια διαφορά, οφείλει, για να είναι πλήρης και επαρκής η αιτιολογία της αποφάσεώς του, να παραθέσει σ` αυτήν το περιεχόμενο της άλλης αποφάσεως από την οποία απορρέει το δεδικασμένο, ώστε να προκύπτει από αυτό η συνδρομή των προϋποθέσεων του δεδικασμένου (ΣτΕ 3332/2002, όμοιες: ΣτΕ 1505/1999, 2271/ 1994, 2816/1988, 293/1984 Ολ.).

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν δικάζει κατ’ αναίρεση, ελέγχει την κρίση αυτή του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μόνο από την άποψη εάν παρατίθεται σε αυτήν το περιεχόμενο της άλλης δικαστικής αποφάσεως, ώστε να μπορεί από αυτό να διαπιστωθεί η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, δεν μπορεί όμως να προβεί αυτό το ίδιο στην εκτίμηση του περιεχομένου της άλλης δικαστικής αποφάσεως ή να ελέγξει την ορθότητα των διαπιστώσεων του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το περιεχόμενο αυτής (ΣτΕ 2212/2020, 2362/2015, 4367/2014, 2768/2014, 2621/2014, 1278/2014, 3541/2013, 3138/2013, 3233/2002, 1505/1999, 2271/1994, 2816-2817/ 1988, 125/1985, 4577/1984, και ΟλΣτΕ 293/1984, πρβλ. ΣτΕ 453/1999, κατ’ αντιδιαστολή ΣτΕ 2089/2012).

 

11.3. Προσωρινό δεδικασμένο

 

Επί εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, τόσο η αναθέτουσα αρχή, όσο και η ΑΕΠΠ, όταν αποφαίνεται επί προδικαστικής προσφυγής κατά πράξης που εκδόθηκε από την αναθέτουσα αρχή σε συμμόρφωση προς προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, έχουν την υποχρέωση, βάσει του προσωρινού δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση αυτή, να μην αποστούν από τις κρίσεις της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών (πρβλ. ΣτΕ 832/2021 σκ. 6). Το ειδικότερο δε περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων, κατά περίπτωση, της ΑΕΠΠ ή της αναθέτουσας αρχής, προσδιορίζονται από το περιεχόμενο της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών, δηλαδή από τις κρίσεις επί των ζητημάτων που εξέτασε και επί των οποίων απεφάνθη η ΑΕΠΠ στο διατακτικό και αιτιολογικό της απόφασής της, σε συνδυασμό με τις κρίσεις της απόφασης της Επιτροπής Αναστολών (ΣτΕ 1243/2022 σκ. 11, 832/2021 σκ. 6).

 

11.4. Γενικώς, εξουσία και υποχρεώσεις του Δικαστηρίου

 

Το δεδικασμένο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή αποτελεί πραγματικό περιστατικό γνωστό στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργεια (ΣτΕ 282/2000, 2865/2017)[23].

Εξάλλου, δεν νοείται γενική εκ των προτέρων παραίτηση από τον ισχυρισμό διαδίκου περί υπάρξεως δεδικασμένου[24].

Ζήτημα για το οποίο υπάρχει δεδικασμένο δεν μπορεί να εξεταστεί ούτε παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο.

Είναι πιθανό η απόφαση, την οποία επικαλείται ο διάδικος για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του περί δεδικασμένου, να μην είναι σαφής, να γεννιέται δε, λόγω της ασάφειάς της, αμφιβολία ως προς το ζήτημα, αν από αυτή παράγεται (ή σε ποια έκταση ή μεταξύ ποιων διαδίκων) δεδικασμένο για τη δεύτερη δίκη. Οι τυχόν απόψεις των διαδίκων για την έννοια της απόφασης δεν δεσμεύουν, αφού το δεδικασμένο δεν υπόκειται στην εξουσία διαθέσεως των διαδίκων. Η αμφιβολία μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε στοιχείο του νομικού συλλογισμού.

Στις περιπτώσεις αυτές ανακύπτει θέμα ερμηνείας της απόφασης. Θα γίνει δε η ερμηνεία κατά τους κοινούς κανόνες, βάσει του συνόλου της απόφασης, και γενικά των στοιχείων της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση. Σκοπός της ερμηνείας είναι να ανευρεθεί η πραγματική βούληση των δικαστών 
που εξέδωσαν την ερμηνευόμενη απόφαση. Θα ερευνηθεί, δηλαδή, όχι πώς θα ήταν σωστό να αποφασίσει το δικαστήριο σε εκείνη τη δίκη, αλλά πώς αποφάσισε. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης δεν επιτρέπεται να καλυφθούν, μέσω της ερμηνείας. Συνεπώς, απαγορεύεται η επανεκτίμηση των αποδείξεων ή νέα ερμηνεία των διατάξεων, που είχαν εφαρμοστεί.

 



 

[1]. Κουβαράς Η. σε Α. Ράντου-Ε. Πρεβεδούρου, Η αίτηση ακυρώσεως, Νομική Βιβλιοθήκη 2023. 831, Ποδηματά Ε., Σκέψεις για το δεδικασμένο στο πεδίο της Διοικητικής Δικονομίας, Αρμ 2006. 1716.

[2]. Α. Ράντος, Υπάρχουν ορθές και εσφαλμένες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις; ΔτΑ 74/2017. 764.

[3]. Ε. Πρεβεδούρου, Η επιρροή του ευρωπαϊκού δικαίου στους κανόνες περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων των κρατών μελών και περί δεδικασμένου που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις, στην ιστοσελίδα της, 13.5.2018.

[4]. Παπαγιαννόπουλος Γ., Αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου στη διοικητική δίκη. Έννοια του «κριθέντος διοικητικής φύσεως ζητήματος», ΔιΔικ 11 (1999). 805 επ. 

[5].Δαγτόγλου Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Σάκκουλας Α.Ε., 2014, § 774.

[6]. Μιχελάκης Εμ. Η ισχύς και το δεδικασμένον της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕΕΝ 1952. 753 επ. Ποδηματά Ε., ό.π, σ. 1714. Λαζαράτος Π. Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη 2021. 846-847. Γέροντας Α. Επιτομή Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Σάκκουλας 2020, σ. 136.

[7]. Κουτούπα-ΡεγκάκουΕυ., Το Δεδικασμένο των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων, 2002. Βλ. ΣτΕ 3599/2000 «με την απόφαση αυτή η οποία κατέστη τελεσίδικη, κατά τα βεβαιούμενα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, λόγω παραιτήσεως του αναιρεσιβλήτου Ταμείου από την ασκηθείσα κατ' αυτής έφεσή του, παρήχθη δεδικασμένο ως προς το ανωτέρω ζήτημα, εφόσον η περιληφθείσα στο διατακτικό διάταξη περί αναγνωρίσεως του ανωτέρω χρονικού διαστήματος μόνο με την ευδοκίμηση της εφέσεως του Ταμείου ήταν δυνατόν να ανατραπεί».

[8]. Μητσόπουλος Γ. Η θεωρία του αστικού δικονομικού δικαίου, Δ 1 (1970), Μπουρόπουλος Ν. Η έννοια της δικαιοδοτικής λειτουργίας, 1951, Κονδύλης Δ., Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, σ. 207.

[9]. Παπαγιαννόπουλος Γ., ό.π., σ. 805 επ. «δεδικασμένο κατά τον κλασσικό ορισμό των Οικονομίδη-Λι­βαδά, είναι η ιδιότης της τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως όπως το εξ αυτής υπέρ της αληθείας πηγάζον τεκμήριον είναι αμάχητον και δεν δύναται να αμφισβητηθεί πλέον». 

[10]. Χρυσανθάκη Χ., Το δεδικασμένο της ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1991.

[11].«Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις, εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το ουσιαστικό ή δικονομικό διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό».

[12]. Δαγτόγλου Π.Δ., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2010, σ. 848. Αντίθετα, το ακυρωτικό αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης ισχύει και έναντι των τρίτων.

[13]. Κρίθηκε επίσης ότι και οι δύο αποφάσεις, τις οποίες επικαλείται η αιτούσα, αφορούσαν άλλους διαδίκους (ειδικώς η 2151/2019 απορριπτική απόφαση του ΣτΕ αφορούσε περιβαλλοντικώς αδειοδοτημένη εταιρεία ήδη από το 2008) και διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Σε κάθε περίπτωση, τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της ΣτΕ 2151/2019 μεταβλήθηκαν ουσιωδώς κυρίως λόγω της έκδοσης του 134/2020 πρακτικού επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το οποίο το αρχικώς υποβληθέν σχέδιο διατάγματος κρίθηκε μη νόμιμο και η Διοίκηση, αφενός κλήθηκε να εκδώσει τις προβλεπόμενες στην § 6 του άρθρου 21 του ν. 1650/1986 υπουργικές αποφάσεις για την εξασφάλιση της προστασίας των επίμαχων περιοχών και αφετέρου, υποχρεώθηκε να εκπονήσει νέα ειδική περιβαλλοντική μελέτη, προκειμένου να προωθηθεί προς επεξεργασία στο ΣτΕ νέο σχέδιο προεδρικού διατάγματος. Τα νέα αυτά δεδομένα, σε συνδυασμό με την ανάγκη να αποτραπεί η στοιχειοθέτηση ευθύνης της χώρας μας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω πλημμελούς προστασίας των περιοχών NATURA, συνιστούν, ταυτόχρονα, εξαιρετικούς λόγους για την παράταση της προστασίας των επίμαχων περιοχών, χάριν της οποίας έχουν θεσπιστεί απαγορευτικοί κανόνες για την εγκατάσταση συγκεκριμένων, δυνητικά επιβλαβών για τη συνοχή του οικοσυστήματος, δραστηριοτήτων. Με τα δεδομένα αυτά είναι απορριπτέοι οι προμνησθέντες λόγοι ακυρώσεως.

[14]. Συναφώς έχει κριθεί ότι η δια το προηγούμενο οικονομικό έτος κρίση Φορολογικού Δικαστηρίου δεν παράγει δεδικασμένο δια το τρέχον έτος, το δε Φο­ρολογικό Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί αντιθέτως επί τη βάσει νέων στοιχείων (ΣτΕ 1431, 1437/1959, 1008/1956, 1789/1955, 382, 1897/1954).

[15]. Γενικώς, φαίνεται ότι τα σκέλη της αιτιολογίας ή τα αιτιολογικά ερείσματα λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή, και ως τέτοια συγκρίνονται μεταξύ τους για να διαπιστωθεί αν υπάρχει ταυτότητα αιτιολογίας (πρβλ. ΣτΕ 1113/2005, 4204/1995, 3081/1995, 3080/1993, 2920/ 1993, 2688/1993, 1580/1993, 1264/1993, 1159/1993, 882/1993, 3785/1992, 3528/1980).

[16]. Κατά την παλαιότερη διατύπωση: «το εξ ακυρωτικής ή απορριπτικής αποφάσεως του Σ.τ.Ε. προκύπτον δεδικασμένον καλύπτει τα υπό του Δικαστηρίου τούτου κριθέντα ζητήματα» (ΣτΕ 801/1974). «Κατά κρατούσαν γενικώς δικονομικήν αρχήν, θεωρείται ως κριθέν δικαστικώς το ζήτημα εκείνο, το οποίον ευρίσκεται εν συναρτήσει προς το γενόμενον δεκτόν υπό της αποφάσεως συμπέρασμα και αποτελεί αναγκαίον τούτου στήριγμα, ουχί δε έτερα περιστατικά ιστορικώς αναφερόμενα, άτινα δεν είναι αναγκαία προς συναγωγήν του εν τω διατακτικώ διατυπουμένου συμπεράσματος της αποφάσεως» (ΣτΕ 995/1965, 1388-1389/1973, 801, 2292/ 1974, 2187/1975). 

[17]. Κουβαράς Η. ό.π., σ. 832.

[18]. Δαγτόγλου Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π. § 804.

[19]. Κουβαράς Η. ό.π., σ. 832, Δαγτόγλου Π, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., § 782.

[20]. Πυργάκης σε Ράντου-Πρεβεδούρου, Η αίτηση ακυρώσεως, Νομική Βιβλιοθήκη 2023. 21-22.

[21]. Στην ΣτΕ 237/1968 κρίθηκε ότι παρόμοιος λόγος είναι αβάσιμος.

[22]. Τζέμου Χ. σε Ι. Γράβαρη, Ο θεσμός της αναίρεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη 2022. 325 επ.

[23]. Παρά την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εκτίμησης της απόφασης που παράγει το δεδικασμένο θα πρέπει αυτή να έχει τεθεί, με κάποιον τρόπο, υπόψη του Δικαστηρίου (με υπόμνημα ή με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο). Βλ. ΣτΕ 1983/1996: «Άλλωστε, και αν ακόμη ο λόγος αυτός έχει την έννοια ότι η αναιρεσιβαλλόμενη παρέβη δεδικασμένο απορρεύσαν από τις ανωτέρω αποφάσεις, και πάλι είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι το αναιρεσείον Δημόσιο δεν ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις αυτές είχαν τεθεί υπ' όψιν του δικάσαντος διοικητικού εφετείου.» («ούτε άλλωστε προκύπτει η προβολή σχετικής αιτίασης με το δικόγραφο της έφεσης» Βλ. ΣτΕ 2348-2350/2015). Επίσης ΣτΕ 453/1999 «4. Επειδή, με … υπόμνημά της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αναιρεσίβλητος … επικαλείται ότι για το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση … είχε ήδη αποφανθεί αρνητικώς το δικάσαν Διοικητικό Πρωτοδικείο … με … τελεσίδικη απόφασή του, η οποία, ως εκ τούτου, παρήγε δεδικασμένο στην προκειμένη υπόθεση. Δεδομένου, όμως, ότι η προηγούμενη αυτή δικαστική απόφαση αποτελεί έγγραφο άλλης δίκης (βλ. ΟλΣτΕ 293/ 1984, 2091/1986, 2817/1988, 2271/1994), ο ανωτέρω ισχυρισμός της αναιρεσιβλήτου … προβάλλεται απαραδέκτως κατ’ αναίρεσιν, προεχόντως διότι στηρίζεται σε πραγματικό (την ύπαρξη, δηλαδή, και το περιεχόμενο της προηγουμένης αυτής δικαστικής αποφάσεως), το οποίο δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ούτε προβάλλεται ότι είχε τεθεί υπ' όψιν του δικάσαντος πρωτοδικείου».

[24]. Βλ. ΟλΣτΕ 2215/1997 σύμφωνα με την οποία η γενική, εκ των προτέρων, παραίτηση του δημοσίου από την επιδίωξη των απαιτήσεών του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, «γιατί στο στάδιο αυτό δεν πρόκειται απλώς για επιδίωξη απαιτήσεως αλλά για εκτέλεση των κριθέντων με δικαστική απόφαση και με δύναμη δεδικασμένου, από την οποία δεν είναι νοητή παραίτηση με την εκτεθείσα έννοια».