Γ. Τσάκνη, Α. Πλεύρη & Σ. Σταματόπουλου: Η διοίκηση της δικαιοσύνης κατά τον νέο Δικαστικό Χάρτη (ν. 5108/2024) και η κοινωνική δικαιοσύνη
Η διοίκηση της δικαιοσύνης κατά τον νέο Δικαστικό Χάρτη (ν. 5108/2024) και η κοινωνική δικαιοσύνη
Γεωργίας Τσάκνη Άννας Πλεύρη Στέλιου Σταματόπουλου
Επίκ. Καθηγήτριας Επίκ. Καθηγήτριας Καθηγητή
ΠΑΔΑ ΑΠΘ ΔΠΘ
- Ο νέος Δικαστικός Χάρτης
Με τον ν. 5108/2024 ρυθμίζεται και εισήχθη ο νέος Δικαστικός Χάρτης της χώρας, με τον οποίο επιδιώκεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και η χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Στην επιστήμη επισημάνθηκε σχετικά πρόσφατα, στο πλαίσιο μίας δικαιοσυγκριτικής προσέγγισης των δικαστικών συστημάτων διαφόρων έννομων τάξεων, η ανάγκη «αναδιάρθρωσης της χωροταξίας των δικαστικών υπηρεσιών», με την παρατήρηση πως το δικαστικό λειτούργημα δεν πρέπει να συνδέεται sine qua non με μαζικές προσλήψεις[1]. Σε επίπεδο γενικών κατηγοριών, στο πρώτο μέρος του ν. 5108/2024 προβλέπονται τρία βασικά πεδία: (α) το πρώτο είναι διαδικαστικό - οργανωτικό, (β) το δεύτερο αφορά τα πρόσωπα της μεταρρύθμισης και (γ) το τρίτο την διοίκηση της δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, σύμφωνα το άρθρο 1 του προκείμενου νόμου, σκοπός του πρώτου διαδικαστικού οργανωτικού πεδίου είναι: (α) η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, μέσω της αναδιάρθρωσης των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και του καθορισμού της έδρας και της περιφέρειάς τους με σκοπό την επιτάχυνση και την ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης, (β) η ορθολογικότερη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού που υπηρετεί στον τομέα της δικαιοσύνης, με ανάλογη κατανομή ανθρώπινων πόρων, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των υποθέσεων και της πληθυσμιακής τους αντιστοιχίας, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των δικαστικών υπηρεσιών, (γ) η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και (δ) η απαλλαγή των διευθυνόντων τα δικαστήρια από τα διαχειριστικά τους καθήκοντα, όπως προμήθειες, επισκευές και συντήρηση δικαστικών κτιρίων, ζητημάτων που άπτονται της διαχείρισης και της διοίκησης δικαστικών υπηρεσιών.
Διακηρυγμένος στόχος δε της μεταρρύθμισης του ν. 5108/2024 είναι η άμεση επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, η οποία, ως γνωστόν, γνωρίζει μακρές καθυστερήσεις και βρίσκεται μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με την βραδύτερη διάρκεια δικών, χωρίς να διαταραχθεί η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και με διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της δίκαιης δίκης και του κράτους δικαίου.
Η ενδημική βραδύτητα, λοιπόν, των ελληνικών τακτικών δικαστηρίων, ως προς την εκδίκαση των διαφορών και την έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων, και δη σε βαθμό που πλησιάζει την αρνησιδικία, είναι γνωστή. Ιδιαίτερα δε στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εκδίκαση υπερβολικού, πράγματι, όγκου διαφορών ιδιωτικού δικαίου, παρουσιάζεται μακρά διάρκεια της πολιτικής δίκης και σημειώνεται έτσι σημαντική καθυστέρηση στην επίλυση των διαφορών. Η κατάσταση στην ελληνική δικαιοσύνη απεικονίζεται αρνητικά και με αριθμούς και χρονικά δεδομένα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της ΕΕ (κυρίως βάσει του) ΕU 2024 Justice Scoreboard Report[2], (το οποίο δημοσιεύεται ετησίως), ιδίως λαμβανομένου υπόψη του πόσος χρόνος απαιτείται για την οριστική (πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας) και τελεσίδικη (δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας) επίλυση διαφορών.
Στο πλαίσιο, άλλωστε, της προσπάθειας επίτευξης του διαρκούς και «σχεδόν άπιαστου» στόχου για βελτίωση της ποιότητας απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης και επιτάχυνσης της πολιτικής δίκης, ο νομοθέτης πασχίζει επί δεκαετίες να καταλήξει σε ένα «μοντέλο» δίκης, η δομή και λειτουργία του οποίου θα εξυπηρετεί όλες τις εκφάνσεις της δίκαιης, αποτελεσματικής και ταχείας εκδίκασης διαφορών του ιδιωτικού δικαίου[3]. Από επιφανή εκπρόσωπο της δικονομικής θεωρίας έχουν επισημανθεί δε πολλάκις[4], (σε ό,τι αφορά την πολιτική δίκη), τα κοινά σημεία, τα οποία καθιστούν αποτελεσματικά τα ευρωπαϊκά δικονομικά συστήματα. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, αφενός για το άνοιγμα όλων των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των διαδίκων και του δικαστηρίου και αφετέρου για την ενθάρρυνση και εκ μέρους του δικαστηρίου των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών. Η επαφή και ενασχόληση του δικαστηρίου με την υπόθεση σε στάδιο πριν την εκδίκασή της, η επικοινωνία μεταξύ διαδίκων και δικαστηρίου σε χρόνο προηγούμενο της συζήτησης και η δυνατότητα του δικάζοντος δικαστή να εκτιμήσει πριν την εκδίκαση της διαφοράς τις αποδεικτικές ανάγκες της ad hoc, έχοντας στη διάθεσή του ευχερώς όλα τα μέσα απόδειξης, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για δίκαιη, αποτελεσματική και ταχεία πολιτική δίκη, όπως αξιώνουν το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 20 του Συντάγματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα πρόσφατης νομοθετικής ρύθμισης για την επιτάχυνση δικών, στο πλαίσιο των πολιτικής δικαιοσύνης είναι ο ν. 4842/2021[5] με τίτλο «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον ΚΠολΔ και λοιπές επείγουσες διατάξεις», που σκοπεί, όπως αναφέρεται στην ΑιτΕκθ[6] του ως προς το Μέρος Α΄ αυτού, το οποίο αφορά στις τροποποιήσεις στον ΚΠολΔ, «… στην ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας. Ο σκοπός αυτός θα επιτευχθεί μέσω της εύρυθμης λειτουργίας της πολιτικής δίκης με την εφαρμογή και χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών». Στην ΑιτΕκθ του ν. 4842/2021[7], ο νομοθέτης εξηγεί την αναγκαιότητα της νομοθέτησης και επισημαίνεται πως από τη συλλογή στατιστικών στοιχείων εκ μέρους της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, η οποία συστάθηκε για τον σκοπό αυτό, διαπιστώθηκε, ότι ο προσδιορισμός δικασίμου σε απώτατο σημείο, οφείλεται στο γεγονός, ότι ο (προηγούμενος) ν. 4335/2015 δεν εφαρμόστηκε αμέσως και πλήρως[8].
Περαιτέρω, η μεταρρύθμιση του νέου Δικαστικού Χάρτη (ν. 5108/2024) προτάθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και από την «Ομάδα Εργασίας για την αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη της ελληνικής δικαιοσύνης (Νοέμβριος 2023)», που συνεστήθη με την υπ’ αριθ. 38541 οικ./1.8.2023 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, αλλά και από την Παγκόσμια Τράπεζα σε σχετικό πόρισμά της «Για την αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη των πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων της Ελλάδας (Δεκέμβριος 2023)», σε συνδυασμό και με τα μέτρα της συγχώνευσης δικαστικών σχηματισμών και της ψηφιοποίησης της ελληνικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση (Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης) του ν. 5108/2024, με τις ρυθμίσεις αυτού «… επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το διαχρονικό πρόβλημα της (χρονικής) αποτελεσματικότηταςτης πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και της καθυστέρησης στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων» στη χώρα μας.
Τα σχετικά δεδομένα για την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα ήταν, άλλωστε, ήδη δυσοίωνα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση «DOING BUSINESS» της Παγκόσμιας Τράπεζας για το έτος 2020, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 146η θέση διεθνώς στον συγκεκριμένο τομέα, γεγονός το οποίο προκάλεσε έντονο προβληματισμό ως προς τα αίτια του προβλήματος. Το ίδιο συμπέρασμα προέκυπτε, μάλιστα, και από τα συγκεντρωθέντα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης (European Commission for the Efficiency of Justice, CEPJ)[9].
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται και ότι η κατάσταση στην απονομή της δικαιοσύνης και στην αποτελεσματική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη της χώρας και τις επενδύσεις, που είναι πιθανόν να προσελκύσει. Η παθολογία, λοιπόν, του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα και η χαμηλή «ανακτησιμότητα» των απαιτήσεων στην χώρα[10], επιδρά και στο χαμηλό ποσοστό επενδύσεων.
Στο πλαίσιο όλων των ανωτέρω, κρίθηκε, ότι με βάση τα δεδομένα των κρατών μελών της Ε.Ε, ο αριθμός των ελληνικών Δικαστηρίων είναι δυσανάλογος και με ανισομερώς κατανεμημένη ύλη σε σχέση προς τον πληθυσμό της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, αξιολογήθηκε ως αναγκαία η αναδιάρθρωση των δικαστικών υπηρεσιών, η ορθολογικότερη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού που υπηρετεί στη Δικαιοσύνη, ήτοι των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων με ανάλογη κατανομή αυτών στο πλαίσιο της χωροταξικής κατανομής των δικαστικών σχηματισμών, καθώς και η ορθολογικότερη κατανομή της δικαστικής ύλης στο υπάρχον δικαστικό προσωπικό[11]. Στην εκτίμηση αυτή συνετέλεσε το γεγονός, πως σύμφωνα με μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (European Commission for the Efficiency of Justice, CEPJ), σε Δικαστήρια με λιγότερους από δεκαπέντε υπηρετούντες Δικαστές, τα οποία στην Ελλάδα αποτελούσαν έως πρότινος την πλειοψηφία των δικαστικών σχηματισμών, δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη αποτελεσματικότητα. Προς την κατεύθυνση αυτή, με το Α΄ Μέρος του ν. 5108/ 2024 καταργείται η ύπαρξη δύο διαφορετικών δικαστικών σχηματισμών (Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων) που δίκαζαν υποθέσεις στον πρώτο βαθμό, βάσει ίδιων κανόνων πολιτικής δικονομίας και με την ίδια τοπική αρμοδιότητα. Με τον τρόπο αυτό, το σύστημα της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης εναρμονίζεται με το ισχύον σύστημα της διοικητικής δικαιοσύνης, ήτοι με ένα μόνο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Στο πλαίσιο «ισχυροποίησης» του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, η κατάργηση του θεσμού των Ειρηνοδικών σχετίζεται άρρηκτα με τη διάταξη του άρθρου 88 του Συντάγματος, κατά την οποία, ως εκ της συνολικής ρύθμισης για τους δικαστικούς λειτουργούς εν γένει, οι Ειρηνοδίκες δεν αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστό τμήμα της Δικαιοσύνης. Επισημαίνεται, ότι με την συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, προστέθηκε υπό το άρθρο 88 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία «κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 88, επιτρέπεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθμιση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού, εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, όπως νόμος ορίζει». Με την ως άνω ερμηνευτική δήλωση επιλύεται ρητά εκ του Συντάγματος το χρονίζον ζήτημα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ως άνω εκ του Συντάγματος δυνατότητας και «προτροπής» προς τον κοινό νομοθέτη να ενοποιήσει τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ψηφίστηκε ο ν. 5108/2024 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και τη χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ο οποίος καταργεί τα Ειρηνοδικεία ως πρωτοβάθμια πολιτικά δικαστήρια και θεσμό του δικαστικού μας συστήματος. Τα παραπάνω σημειώνονται, πάντως, με την επισήμανση, ότι τα τελευταία χρόνια είχε ενισχυθεί ο ρόλος του Ειρηνοδικείου (α) με τον ν. 3869/ 2010 για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, (β) με την αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου από 12.000 ευρώ σε 20.000 ευρώ δυνάμει του ν. 3994/2011 και (γ) με την ανάθεση σε αυτό της εκδίκασης σημαντικού μέρους των υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας δυνάμει διατάξεων του ν. 4055/2012[12].
Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ν. 5108/2024 προσδιορίζεται το αντικείμενο του μέρους του νομοθετήματος που αφορά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και την χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Πρόκειται συγκεκριμένα για: (α) την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων (ήτοι Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία), (β) τον εκσυγχρονισμό του χωροταξικού σχεδιασμού των δικαστικών σχηματισμών της χώρας, (γ) την δημιουργία ειδικής επετηρίδας και την ρύθμιση της μισθολογικής και υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης των δικαστών, που είχαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού τον βαθμό του ειρηνοδίκη και (δ) τη μεταφορά διαχειριστικών αρμοδιοτήτων από τους διευθύνοντες τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.).
Έτι περαιτέρω, για τις ανάγκες της προκείμενης μεταρρύθμισης και την αποτελεσματική εφαρμογή του ν. 5108/2024, στο άρθρο 3 τίθενται οι αναγκαίοι ορισμοί. Σύμφωνα μ’ αυτούς: (α) «Έδρα Πρωτοδικείου» είναι η έδρα υφιστάμενου, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, πρωτοδικείου που βρίσκεται στην πρωτεύουσα έκαστης περιφερειακής ενότητας, με την επιφύλαξη του άρθρου 6. (β) «Παράλληλη έδρα Πρωτοδικείου» είναι η έδρα υφιστάμενου, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, πρωτοδικείου με πλήρη καθ’ ύλην αρμοδιότητα, που βρίσκεται στην ίδια περιφερειακή ενότητα με την έδρα Πρωτοδικείου. (γ) «Περιφερειακή έδρα Πρωτοδικείου» είναι η έδρα Ειρηνοδικείου, που διατηρείται με ειδική καθ’ ύλην αρμοδιότητα. (δ) «Γενικήεπετηρίδα» είναι ο πίνακας αρχαιότητας των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, πλην αυτών που περιλαμβάνονται στην ειδική επετηρίδα και (ε) «Ειδική επετηρίδα» είναι ο ειδικός πίνακας αρχαιότητας των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών που υπηρετούσαν ως Ειρηνοδίκες έως την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 και δεν έχουν ενταχθεί στη γενική επετηρίδα.
Α. Διαδικαστικό – οργανωτικό πεδίο
Στο πλαίσιο, των ως άνω γενικών κατευθυντήριων γραμμών και με στόχο τον εκσυγχρονισμό του χάρτη των δικαστικών σχηματισμών, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 4, τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 76 και την όγδοη παράγραφο του άρθρου 14 του ν. 5108/2024, από 16.9.2024 τα Ειρηνοδικεία καταργούνται και επέρχεται ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης, ενώ όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται Ειρηνοδικείο (ή Πταισματοδικείο), νοείται το Μονομελές Πρωτοδικείο. Επήλθε έτσι μία δραστική μείωση στον αριθμό των δικαστικών σχηματισμών της χώρας. Συγκεκριμένα, στον νέο δικαστικό χάρτη της χώρας υπάρχουν πλέον 113 δικαστικοί σχηματισμοί πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας σε σχέση με τους άνω των 200, που υπήρχαν προηγουμένως[13].
Περαιτέρω, με βάση την υποδιαίρεση της Ελλάδας σε 74 περιφερειακές ενότητες με το Πρόγραμμα Καλλικράτης του έτους 2010 (οι οποίες συνήθως συμπίπτουν με τους παλαιότερους Νομούς της Ελλάδας), το υφιστάμενο στην πρωτεύουσα κάθε περιφερειακής ενότητας Πρωτοδικείο ορίζεται ως «κεντρικό» Πρωτοδικείο (άρθρο 3 στοιχ. α΄ ν. 5108/2024). Ταυτόχρονα, τα λοιπά υφιστάμενα στην ίδια περιφερειακή ενότητα Πρωτοδικεία ορίζονται ως «παράλληλες έδρες» του κεντρικού Πρωτοδικείου (άρθρο 3 στοιχ. β΄ ν. 5108/2024), με πλήρη καθ’ ύλην αρμοδιότητα (άρθρο 5 § 1 ν. 5108/2024), όπως αυτή ορίζεται από τον ΚΠολΔ (άρθρα 13 επ.), συμπεριλαμβάνει δε και την πολυμελή σύνθεση του Πρωτοδικείου, δηλαδή το Πολυμελές Πρωτοδικείο. Οι υφιστάμενοι Δικηγορικοί Σύλλογοι που εδρεύουν στις παράλληλες έδρες των Πρωτοδικείων διατηρούνται (άρθρο 14 § 6 ν. 5108/2024). Επιπρόσθετα, κάποια από τα Ειρηνοδικεία καταργήθηκαν εντελώς ως δικαστικοί σχηματισμοί, όπως ειδικότερα ορίζεται στο άρθρο 6 του ν. 5108/2024, ενώ όσα από αυτά διατηρούνται, ορίζονται ως «περιφερειακές έδρες» του κεντρικού Πρωτοδικείου (άρθρο 3 στοιχ. γ΄ ν. 5108/2024), με ειδική καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Σύμφωνα δε με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 5 του ν. 5108/2024, στην ειδική καθ’ ύλην αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών του Πρωτοδικείου υπάγονται καταρχάς οι πολιτικές υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου[14].
Ειδικότερα, στο άρθρο 4 προβλέπεται ότι: «1. Τα ειρηνοδικεία καταργούνται και επέρχεται ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης. Οι έδρες των υφισταμένων, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, πρωτοδικείων που βρίσκονται στην ίδια περιφερειακή ενότητα με την έδρα πρωτοδικείου ορίζονται ως παράλληλες έδρες του πρωτοδικείου αυτού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6. 2. Στην έδρα πρωτοδικείου υπάγονται οι οργανικές θέσεις δικαστικών λειτουργών και εισαγγελέων. 3. Οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπηρετούν στις παράλληλες έδρες των πρωτοδικείων ή στα ειρηνοδικεία, τα οποία είτε καταργούνται, είτε μετατρέπονται σε περιφερειακές έδρες πρωτοδικείου, μεταφέρονται στην έδρα του πρωτοδικείου όπου υπάγονται. Οι οργανικές θέσεις των εισαγγελέων οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπηρετούν σε εισαγγελία παράλληλης έδρας πρωτοδικείου, μεταφέρονται στην εισαγγελία της έδρας του πρωτοδικείου. 4. Οι οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων διατηρούνται στις έδρες πρωτοδικείων, καθώς και στις παράλληλες και περιφερειακές έδρες αυτών, πλην εκείνων που ανήκουν σε καταργούμενα ειρηνοδικεία, οι οποίες μεταφέρονται στην έδρα πρωτοδικείου ή στην παράλληλη έδρα αυτού». Οι λέξεις «ή στην παράλληλη έδρα αυτού» της τέταρτης παραγράφου προστέθηκαν και η διάταξη αυτή διαμορφώθηκε κατά τα ανωτέρω, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 112 ν. 5134/2024, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με την § 3 του αυτού άρθρου, από 16.9.2024.
Όσον αφορά τις ποινικές υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, αυτές υπάγονται μόνον στις περιφερειακές έδρες Πρωτοδικείων που μέχρι σήμερα λειτουργούσαν ως μεταβατικές ποινικές έδρες. Τούτο, μάλιστα, ακόμη και στην περίπτωση που οι εν λόγω έδρες δεν διατηρούνται με τον ν. 5108/2024 ως περιφερειακές έδρες Πρωτοδικείου. Από τις ανωτέρω ποινικές υποθέσεις αρμοδιότητας περιφερειακής έδρας Πρωτοδικείου εξαιρούνται, σε κάθε περίπτωση, αυτές που εισάγονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 417 έως 427 του ΚΠΔ, δηλαδή εξαιρείται η ποινική διαδικασία που ακολουθείται στις περιπτώσεις δραστών που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω να τελούν πλημμέλημα. Σημειωτέον δε ότι, σύμφωνα με την τέταρτη παράγραφο του άρθρου 5 του ν. 5108/2024, όπου έως πρότινος λειτουργούσαν μεταβατικές πολιτικές ή ποινικές έδρες Πρωτοδικείου, αυτές διατηρούνται. Τέτοιες μεταβατικές έδρες λειτουργούν ως επί το πλείστον σε νησιωτικές περιοχές, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών τους, και αυτές διατηρούνται προς διαφύλαξη της συνταγματικής αρχής της προστασίας της νησιωτικότητας (άρθρο 101 § 4 του Συντάγματος). Αναφορικά με τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, μέχρι σήμερα αυτές διενεργούνταν από Πταισματοδίκες, δηλαδή από υπηρετούντες Ειρηνοδίκες. Πλέον προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση θα διενεργούνται σε ειδικά προανακριτικά τμήματα, τα οποία συστήνονται στις έδρες των «κεντρικών» Πρωτοδικείων και στις παράλληλες έδρες τους, όπου έως τον ν. 5108/2024 λειτουργούσαν Πταισματοδικεία, θα έχουν δε την ίδια αρμοδιότητα με τα τελευταία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 3 και 14 § 3 του ν. 5108/2024). Περαιτέρω, βέβαια, προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση δύναται να διενεργούνται και στις έδρες Πρωτοδικείων όπου δεν λειτουργούσαν Πταισματοδικεία, αλλά και στις περιφερειακές έδρες του «κεντρικού» Πρωτοδικείου, άνευ συστάσεως ειδικού προανακριτικού τμήματος.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 14 του ν. 5108/2024, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την έναρξη ισχύος αυτού, η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση θα εξακολουθούν να διενεργούνται από τους ήδη υπηρετούντες Πταισματοδίκες ως προανακριτές, με τα έως τώρα καθήκοντά τους. Γίνεται δε εύκολα αντιληπτό, ότι η περίπτωση της Αθήνας, ως πρωτεύουσας του κράτους, όπου υπάρχει τεράστιος όγκος πολιτικών και ποινικών υποθέσεων και, συγκεκριμένα, περίπου το 50% των υποθέσεων της ελληνικής επικράτειας, είναι ξεχωριστή. Το Πρωτοδικείο Αθηνών, ο μεγαλύτερος δικαστικός σχηματισμός της χώρας, έχει χαρακτηριστεί, μάλιστα, «υδροκέφαλο» και παρατηρούνται ιδιαίτερες καθυστερήσεις όσον αφορά στον προσδιορισμό και στην εκκαθάριση των υποθέσεων που εισάγονται σε αυτό. Για τον λόγο αυτό, ο ν. 5108/2024 προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις για την Αττική, αλλά και τον Πειραιά[15].
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 στοιχ. ε’ του νόμου, οι δικαστικοί σχηματισμοί ορίζονται σε επίπεδο Περιφέρειας κι έτσι στην Περιφέρεια Αττικής διατηρούνται το Πρωτοδικείο Αθηνών και το Πρωτοδικείο Πειραιώς ως έδρες «κεντρικών» Πρωτοδικείων, με αναδιάρθρωση της τοπικής αρμοδιότητας εκάστου εκ των δύο και των περιφερειακών εδρών τους. Ειδικότερα, ως περιφερειακές έδρες του Πρωτοδικείου Αθηνών ορίζονται το Μαρούσι, το Κορωπί και το Περιστέρι, ενώ ως περιφερειακές έδρες του Πρωτοδικείου Πειραιώς ορίζονται η Καλλιθέα, η Ελευσίνα και ο Πόρος. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο Αθηνών, και μόνον αυτό, «διχοτομείται» με ενιαία, ωστόσο, Διοίκηση, κι έτσι ιδρύεται σε αυτό ποινικό τμήμα, επιφορτισμένο με την εκδίκαση αποκλειστικά ποινικών υποθέσεων. Παρ’ όλα αυτά, με τη μεταβατική διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 14 του νόμου, ορίζεται ότι έως την 15η.9.2026 η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς, ήτοι των περιφερειακών εδρών Αμαρουσίου, Κορωπίου και Περιστερίου (Αθήνας), καθώς και Καλλιθέας, Ελευσίνας και Πόρου (Πειραιά), θα καθορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 14 § 1, 15, 683 §§ 2-3 και 733 ΚΠολΔ). Συνεπώς, για δύο ακόμη έτη οι εν λόγω περιφερειακές έδρες θα εκδικάζουν υποθέσεις αρμοδιότητας του πρώην Ειρηνοδικείου και, συγκεκριμένα, διαφορές που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ, μισθωτικές διαφορές όπου το συμφωνημένο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα 600 ευρώ, διαφορές από την οροφοκτησία που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ, διαφορές που υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του πρώην Ειρηνοδικείου, όπως διαφορές γειτονικού δικαίου κλπ., ασφαλιστικά μέτρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του πρώην Ειρηνοδικείου και ασφαλιστικά μέτρα νομής.
Στην ως άνω ρύθμιση δεν συμπεριλαμβάνονται οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, οι οποίες προφανώς θα υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του αντίστοιχου «κεντρικού» Πρωτοδικείου[16]. Τα ανωτέρω προφανώς προβλέφθηκαν από το νομοθέτη, προκειμένου να παρασχεθεί ο αναγκαίος χρόνος για να υλοποιηθεί η μεταρρύθμιση στη διάρθρωση των δικαστικών σχηματισμών της Αθήνας και του Πειραιά, γεγονός ουδόλως απλό, λαμβανομένου υπ’ όψιν του τεράστιου όγκου υποθέσεων που διαχειρίζονται τα εν λόγω Δικαστήρια.
Επιπρόσθετα, με τη μεταβατική διάταξη της δεκάτης παραγράφου του άρθρου 14 του ν. 5108/2024, ορίζεται ότι η υφιστάμενη τοπική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιώς εξακολουθεί να ισχύει έως τη 15η.9.2026, ενώ έως τότε και οι περιφερειακές έδρες Καλλιθέας κι Ελευσίνας, που υπό το νέο καθεστώς θα αποτελούν περιφερειακές έδρες του «κεντρικού» Πρωτοδικείου Πειραιώς, θα λειτουργούν ως περιφερειακές έδρες του «κεντρικού» Πρωτοδικείου Αθηνών[17].
Προκειμένου δε ακριβώς να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στα νέα δεδομένα στις μεγάλες πρωτοδικειακές περιφέρειες, με τη διάταξη του άρθρου 51 του ν. 5108/2024, παρατάθηκαν έως την 30η.9.2025 οι θητείες των Τριμελών Συμβουλίων Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά και του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης[18], καθώς επίσης και οι θητείες των Διευθυνόντων τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης[19]. Με την ως άνω διάταξη προβλέπεται ακόμη ότι, με πράξη των Προέδρων των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης των πολιτικών Πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, μπορεί να ανατίθεται σε δικαστικό λειτουργό προερχόμενο από τον κλάδο των πρώην Ειρηνοδικών, η αρμοδιότητα κατάρτισης των μηνιαίων υπηρεσιών των πρώην Ειρηνοδικών, και ήδη Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, στα καταργούμενα Ειρηνοδικεία της Περιφέρειας Αττικής ή της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης αντίστοιχα. Ομοίως, μπορεί να ανατεθεί η χρέωση προανακριτικών δικογραφιών και η κατάρτιση των μηνιαίων υπηρεσιών των διατηρούμενων ειδικών προανακριτικών τμημάτων, σε προανακριτή που υπηρετεί σε αυτά, ήτοι σε πρώην Πταισματοδίκη.
Ακολούθως, στο άρθρο 5 του ν. 5108/2024, οριοθετείται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των εδρών των πρωτοδικείων ως ακολούθως: «1. Οι έδρες πρωτοδικείων, καθώς και οι παράλληλες έδρες αυτών, διατηρούν πλήρη καθ’ ύλην αρμοδιότητα. 2. Στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών των πρωτοδικείων ανήκουν: α) η εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου και β) η εκδίκαση ποινικών υποθέσεων αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου, πλην των υποθέσεων που εισάγονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 417 έως 427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 620/2019), αποκλειστικά στις περιφερειακές έδρες πρωτοδικείων που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος λειτουργούν ως μεταβατικές ποινικές έδρες ακόμα και αν δεν διατηρούνται με το παρόν ως περιφερειακές έδρες πρωτοδικείου. 3. Προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, διενεργούνται σε ειδικά προανακριτικά τμήματα, που συστήνονται στις έδρες πρωτοδικείων και στις παράλληλες έδρες αυτών, όπου λειτουργούσαν πταισματοδικεία, και με αρμοδιότητα αντίστοιχη των πταισματοδικείων που λειτουργούσαν στα καταργούμενα ειρηνοδικεία. Προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση δύναται, επίσης, να διενεργούνται στις έδρες πρωτοδικείων, όπου δεν λειτουργούσαν πταισματοδικεία, καθώς και σε περιφερειακές έδρες. 4. Όπου κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος λειτουργούν μεταβατικές πολιτικές ή ποινικές έδρες πρωτοδικείων διατηρούνται».
Τέλος, το άρθρο 6 του ν. 5108/2024 αφορά την αναδιάρθρωση των πολιτικών και των ποινικών δικαστηρίων πρώτου βαθμού και τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους με πρόβλεψη των εδρών και των περιφερειών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων του πρώτου και δεύτερου βαθμού. Κατά τη διάταξη δε της ενάτης παραγράφου του άρθρου 14 του ν. 5108/2024, η κατά τόπον αρμοδιότητα των καταργούμενων Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων μεταφέρεται στην έδρα του «κεντρικού» Πρωτοδικείου ή στην παράλληλη έδρα του που έχει τοπική αρμοδιότητα. Στο άρθρο 6 του ν. 5108/2024 ορίζονται λεπτομερώς οι έδρες των κεντρικών Πρωτοδικείων, καθώς και οι παράλληλες και περιφερειακές έδρες εκάστου, με βάση την υποδιαίρεση της χώρας σε περιφερειακές ενότητες, όπως προαναφέρθηκε. Πέραν της εξαιρετικής περίπτωσης της Αθήνας και του Πειραιά, εξαιρέσεις προβλέπονται και για τις εξής περιπτώσεις: α) στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου διατηρούνται ως «κεντρικά» τόσο το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης όσο και το Πρωτοδικείο Ορεστιάδας, με τις αντίστοιχες περιφερειακές τους έδρες (άρθρo 6 στοιχ. ιβ΄ ν. 5108/2024) και β) στην Περιφερειακή Ενότητα Πέλλας διατηρούνται ως «κεντρικά» τόσο το Πρωτοδικείο Έδεσσας όσο και το Πρωτοδικείο Γιαννιτσών (άρθρο 6 στοιχ. μ΄ ν. 5108/2024). Οι ως άνω εξαιρέσεις προβλέφθηκαν προφανώς για εθνικούς λόγους και δη λόγω του ότι οι συγκεκριμένες περιφερειακές ενότητες βρίσκονται στην μεθόριο της χώρας. Στο ίδιο άρθρο ορίζεται, επίσης, η περιφέρεια η οποία υπάγεται σε κάθε δικαστικό σχηματισμό, δηλαδή η νέα τοπική αρμοδιότητά του, καθώς και ποια Ειρηνοδικεία καταργούνται.
Μετά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με τον ν. 5108/2024, δημιουργήθηκε βεβαίως η ανάγκη προσαρμογής των διατάξεων του ΚΠολΔ στον νέο (ήδη ισχύοντα) Δικαστικό Χάρτη. Και τούτο, διότι πέραν του γεγονότος, ότι ο ΚΠολΔ αναφερόταν σε πλήθος διατάξεων σε «Ειρηνοδικείο» και «ειρηνοδίκη», ο ν. 5108/ 2024, καταργώντας τα Ειρηνοδικεία, δεν ρύθμισε συγκεκριμένα την υλική τους αρμοδιότητα. Αυτό αποτέλεσε αντικείμενο του ν. 5134/2024[20], δυνάμει του οποίου η υλική αρμοδιότητα των καταργηθέντων Ειρηνοδικείων «μεταγγίζεται» σχεδόν αυτούσια στην υλική αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων. Βάσει του εν λόγω κανόνα, η νέα κατανομή της υλικής αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων παρουσιάζει συνοπτικά ως εξής στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας:
(i) Το νέο άρθρο 14 ΚΠολΔ ορίζει, ότι στην αρμοδιότητα των Mονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (250.000). Ο υπολογισμός της αξίας της διαφοράς εξακολουθεί να γίνεται βάσει των διατάξεων των άρθρων 8 έως 11 ΚΠολΔ, (ii) καταργείται το άρθρο 15 ΚΠολΔ, το οποίο προέβλεπε την υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου σε συγκεκριμένες υποθέσεις ανεξαρτήτως της αξίας της διαφοράς, (iii) όλες οι περιπτώσεις του καταργηθέντος άρθρου 15 ΚΠολΔ, με την εξαίρεση της περίπτωσης 11 (διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις των δικηγόρων ή των καθολικών διαδόχων τους για τις αμοιβές και τα έξοδά τους, εφόσον πρόκειται για υπηρεσίες τους σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή στο πταισματοδικείο) μεταφέρθηκαν αυτούσιες στο νέο άρθρο 16 ΚΠολΔ, αριθ. 14 έως 25, (iv) στον αριθμό 13 του άρθρου 16 ΚΠολΔ προστέθηκαν οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων, οι οποίες προβλέπονταν στο παλαιό άρθρο 17 αριθ. 3 ΚΠολΔ, (v) το άρθρο 16 ΚΠολΔ τιτλοφορείται πλέον «αποκλειστική αρμοδιότητα μονομελών πρωτοδικείων», τίτλος όχι επιτυχής, καθώς και εν προκειμένω πρόκειται για εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που πλέον λειτουργεί ανεξαρτήτως ποσού σε βάρος της υλικής αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, επομένως δεν έχει κάποια διαφορά από την εξαιρετική υλική αρμοδιότητα που προβλέπει το άρθρο 17 ΚΠολΔ. Επιπλέον, ο όρος «αποκλειστική αρμοδιότητα» είναι όρος που χρησιμοποιείται ως προς την τοπική αρμοδιότητα[21] και η εδώ νομοθετική «χρήση» του μπορεί να προκαλέσει σύγχυση και (vi) δυνάμει της νέας διάταξης του άρθρου 18 § 1 ΚΠολΔ στην αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων υπάγονται σε πρώτο βαθμό όλες οι διαφορές για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα Μονομελή Πρωτοδικεία, δηλαδή όσες διαφορές δεν υπάγονται στις περιπτώσεις των άρθρων 16 και 17 ΚΠολΔ και είτε δεν είναι αποτιμητές σε χρήμα, είτε η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ισχύουν πλέον τα εξής: (i) Σύμφωνα με το άρθρο 18 § 2 ΚΠολΔ στην αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Μονομελών Πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους α) όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, β) της περίπτωσης 1) του άρθρου 16, εφόσον το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ, γ) των περιπτώσεων 2) έως 13) του άρθρου 16, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, δ) των περιπτώσεων 14) έως 24) του άρθρου 16, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, (ii) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των Μονομελών Εφετείων υπάγονται οι εφέσεις α) κατά των αποφάσεων των Μονομελών Πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα Πολυμελή Πρωτοδικεία κατά την § 2 του άρθρου 18 και β) κατά των αποφάσεων του άρθρου 17, στην δε αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Πολυμελών Πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους. Εκ των ως άνω αναφερομένων, αναφαίνεται μια παραδοξότητα: Η διάσπαση της υλικής αρμοδιότητας μεταξύ Ειρηνοδικείων και Μονομελών Πρωτοδικείων δεν υπάρχει πλέον στον πρώτο βαθμό με την ενσωμάτωση της υλικής αρμοδιότητας των πρώτων στα δεύτερα, αλλά επανεμφανίζεται στον δεύτερο βαθμό. Η κατά τα ανωτέρω ρύθμιση της αρμοδιότητας επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων Μονομελών Πρωτοδικείων και η διάσπασή της μεταξύ Πολυμελών Πρωτοδικείων και Μονομελών Εφετείων δημιουργεί και το δικονομικό ζήτημα τού πως πρέπει να ενεργήσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν διαπιστώσει κατά την συζήτηση της έφεσης ότι είναι υλικά αναρμόδιο, πρόβλημα που δεν ήταν δυνατόν να προκύψει υπό το προϊσχύον δίκαιο, καθώς η αρμοδιότητα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου καθοριζόταν αποκλειστικά και μόνο λειτουργικά από το ποιο ήταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η έφεση θα έχει κατατεθεί σε κάθε περίπτωση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου, θα πρέπει να προκριθεί η ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 46 και 47 ΚΠολΔ, όχι για τη διατήρηση της εκκρεμοδικίας της αγωγής (που αναβιώνει με την άσκηση ενδίκου μέσου), αλλά διότι η απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης θα ενείχε τον κίνδυνο αφενός μεν απώλειας της προθεσμίας άσκησης έφεσης απευθυνόμενης ενώπιον του υλικά αρμόδιου δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αφετέρου αντίθεσής της (σύμφωνα με την κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη) στην αρχή της άπαξ ασκήσεως της έφεσης ως ενδίκου μέσου κατά το άρθρο 514 ΚΠολΔ.
Β. Το επίπεδο των προσώπων
Στο πεδίο των προσώπων, ο νέος σχεδιασμός αφορά (α) τη βαθμολογική αντιστοιχία, τη γενική και ειδική επετηρίδα των δικαστών του πρώτου βαθμού, (β) τις μεταθέσεις και τη μισθολογική κατάσταση των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού και (γ) την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων.
(1) Βαθμολογική αντιστοιχία
Στο άρθρο 7 του ν. 5108/2024 προβλέπεται η κατάργηση των βαθμών ιεραρχίας των ειρηνοδικών και ειδική επετηρίδα, καθώς και τα καθήκοντα και η επιμόρφωση των πρώην ειρηνοδικών. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: « 1. Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες εντάσσονται σε ειδική επετηρίδα κατά τη σειρά αρχαιότητας που είχαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η οποία ισχύει παράλληλα με την ισχύουσα γενική επετηρίδα των λοιπών δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. 2. Με την επιφύλαξη της παρ. 4, οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες εξακολουθούν να εκτελούν τα καθήκοντα που εκτελούσαν έως την κατάργηση των ειρηνοδικείων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιορισμοί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας αυτών. 3. Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες παρακολουθούν υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης, ιδίως στον τομέα του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας, τα οποία ολοκληρώνονται σε κάθε περίπτωση εντός δύο (2) ετών από τη δημοσίευση του παρόντος. Υπεύθυνες για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων επιμόρφωσης του προηγούμενου εδαφίου ορίζονται η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, καθώς και οι λοιπές δικαστικές υπηρεσίες της χώρας. Οι αποζημιώσεις και αμοιβές των επιμορφωτών, καθώς και των ομάδων εργασίας των προγραμμάτων επιμόρφωσης καταβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 4871/2021 και τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του. Στους συμμετέχοντες στα προγράμματα επιμόρφωσης καταβάλλονται δαπάνες μετακίνησης, σύμφωνα με την υποπαρ. Δ9 της παρ. Δ του άρθρο 2 του ν. 4336/2015. Μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 3, οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες εκδικάζουν το σύνολο των αστικών υποθέσεων. Επίσης, και πριν από την ολοκλήρωση της επιμόρφωσης του πρώτου εδαφίου, εξακολουθούν να συμμετέχουν σε συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων, χωρίς ο αριθμός τους να δύναται να υπερβαίνει τον έναν (1) ανά σύνθεση. Ειδικά για τις υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου απαιτείται η επιτυχής ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 3 και η παρέλευση δύο (2) ετών από τη δημοσίευση του παρόντος. Στις πολυμελείς συνθέσεις αρχαιότερος θεωρείται ο δικαστής της γενικής επετηρίδας».
Ακολούθως, στο άρθρο 8 του ν. 5108/2024 προβλέπεται η ένταξη στην ειδική επετηρίδα, η βαθμολογική αντιστοιχία και η ένταξη στη γενική επετηρίδα. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι: «1. Για την ένταξη των υπηρετούντων, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδικών στην ειδική επετηρίδα και την αντιστοίχισή τους με τους δικαστικούς λειτουργούς της γενικής επετηρίδας ισχύουν τα εξής: α) Οι ειρηνοδίκες Α΄ τάξης αντιστοιχούν σε προέδρους πρωτοδικών. β) Οι ειρηνοδίκες Β΄ τάξης αντιστοιχούν σε πρωτοδίκες που έχουν συμπληρώσει από επτά (7) έως δώδεκα (12) έτη υπηρεσίας. γ) Οι ειρηνοδίκες Γ΄ τάξης αντιστοιχούν σε πρωτοδίκες που έχουν συμπληρώσει από τέσσερα (4) έως επτά (7) έτη υπηρεσίας. δ) Οι ειρηνοδίκες Δ΄ τάξης αντιστοιχούν σε πρωτοδίκες που έχουν συμπληρώσει έως τέσσερα (4) έτη υπηρεσίας. Οι ειρηνοδίκες Β΄, Γ΄ και Δ΄ τάξης που εντάσσονται με τον βαθμό του πρωτοδίκη στην ειδική επετηρίδα μετά τη συμπλήρωση πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας διάρκειας δεκαέξι (16) ετών αντιστοιχούν με προέδρους πρωτοδικών. 2. Στους υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες παρέχεται δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα, μετά από αίτησή τους. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται για πρώτη φορά ένα (1) έτος μετά από τη δημοσίευση του παρόντος και κατόπιν ανά έτος, εφόσον οι αιτούντες έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης του άρθρου 7 και έχουν μία (1) τουλάχιστον έκθεση επιθεώρησης του κεφαλαίου ΙΗ΄ του Kώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/ 2022), περί διενέργειας επιθεώρησης από τον αρμόδιο Επιθεωρητή του Αρείου Πάγου της δικαστικής περιφέρειας στην οποία υπηρετούν. Για την ένταξη στη γενική επετηρίδα και τον ακριβή αριθμό των εντασσομένων αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση των αιτούντων, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και την επίδοση αυτών γενικά. Οι εντασσόμενοι στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα των ειρηνοδικών κατά τον χρόνο της αίτησης. Οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν διοριστεί ως Δόκιμοι Ειρηνοδίκες Δ΄ ή βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης μετά από την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου κατάρτισης, μπορούν με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, και μετά από ακρόαση και απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών, τοποθετούμενοι μετά από τον τελευταίο πάρεδρο πρωτοδικείου κατά τη 16η.9.2024. 3. Οι οργανικές θέσεις που ορίζονται σε κάθε έδρα πρωτοδικείου είναι ενιαίες για τους δικαστές της ειδικής επετηρίδας ανεξαρτήτως της αντιστοιχίας της παρ. 1».
(2) Μεταθέσεις
Το κεφάλαιο Ε΄ του ν. 5108/2024 αφορά τις μεταθέσεις και την μισθολογική κατάσταση των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού. Στο άρθρο 9 ορίζεται σχετικώς ότι: «1. Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες μπορούν να μετατεθούν μόνον κατόπιν αίτησής τους, με εξαίρεση τους λόγους υποχρεωτικής μετάθεσης της παρ. 4 του άρθρου 60 του Kώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022). Στις οργανικές θέσεις των εδρών πρωτοδικείων που έχουν καλυφθεί από δικαστές προερχόμενους από την ειδική επετηρίδα, μετατίθενται κατά προτεραιότητα δικαστές της ειδικής επετηρίδας. 2. Όπου απαιτείται μετακίνηση δικαστικού λειτουργού για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών από την έδρα πρωτοδικείου από ή προς παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, η δαπάνη μετακίνησης καταβάλλεται από το δημόσιο», ενώ για τη μισθολογική κατάσταση το άρθρο 10 προβλέπει ότι «Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες λαμβάνουν όλες τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με τους οποίους αντιστοιχούν κατά το άρθρο 8, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών προαγωγών και κατ’ αναλογία των ετών πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας, διατηρώντας τις υφιστάμενες αποδοχές τους όπου αυτές είναι υψηλότερες. Σε καμία περίπτωση οι αποδοχές των ανωτέρω δεν μπορεί να είναι κατώτερες των αποδοχών που ελάμβαναν πριν από την κατάργηση των ειρηνοδικείων».
(3) Υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων
Ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων, το άρθρο 11 του ν. 5108/ 2024 προβλέπει ως προς τη μετακίνηση δικαστικών υπαλλήλων, ότι: «Όπου απαιτείται μετακίνηση δικαστικού υπαλλήλου για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών από την έδρα πρωτοδικείου από ή προς παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, η δαπάνη μετακίνησης καταβάλλεται από το Δημόσιο». Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 5108/2024, ένα σημαντικό θέμα που απασχόλησε ιδιαιτέρως τους δικαστικούς υπαλλήλους και την δικαστηριακή πράξη είναι η διατήρηση ή μη των οργανικών τους θέσεων στους κατά τόπο δικαστικούς σχηματισμούς του νέου Δικαστικού Χάρτη της χώρας. Σε αντίθεση δε με τη μεταφορά όλων των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών της εκάστοτε πρωτοδικειακής περιφέρειας στο αντίστοιχο «κεντρικό» Πρωτοδικείο, οι οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων, σύμφωνα με την τέταρτη παράγραφο του άρθρου 4 του ν. 5108/2024, διατηρούνται τόσο στις έδρες των «κεντρικών» Πρωτοδικείων όσο και στις παράλληλες και περιφερειακές έδρες αυτών, πλην φυσικά των οργανικών θέσεων των υπαλλήλων στα καταργούμενα Ειρηνοδικεία, οι οποίες μεταφέρονται στο αντίστοιχο «κεντρικό» Πρωτοδικείο. Εξάλλου, στο άρθρο 6 του νόμου ορίζονται λεπτομερώς οι οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων του εκάστοτε «κεντρικού» Πρωτοδικείου της χώρας, καθώς και καθεμίας παράλληλης έδρας Πρωτοδικείου και περιφερειακής έδρας Πρωτοδικείου. Ειδικότερα, ως προς τις περιφερειακές έδρες Καλλιθέας και Ελευσίνας, κατά τη μεταβατική διάταξη της δεκάτης παραγράφου του άρθρου 14 του ν. 5108/2024, έως τις 15.9. 2026 αυτές θα λειτουργούν ως περιφερειακές έδρες του Πρωτοδικείου Αθηνών διατηρώντας τις οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων τους, ενώ από τις 16.9.2026 και εντεύθεν αυτές θα λειτουργούν ως περιφερειακές έδρες του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις αντίστοιχες θέσεις δικαστικών υπαλλήλων.
Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 13 § 2 του ν. 5108/2024, προβλέφθηκε ότι στους δικαστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν σε περιφερειακή έδρα Πρωτοδικείου (πρώην Ειρηνοδικείου) όπου ήδη λειτουργεί μεταβατική ποινική έδρα, οι οποίες διατηρούνται άπασες, δύναται να ανατίθεται η διενέργεια διαδικαστικών πράξεων που δεν απαιτούν σύμπραξη δικαστικού λειτουργού, με πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο. Επίσης, όσον αφορά στις αναγκαίες μετακινήσεις των δικαστικών υπαλλήλων για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, όπως για τους δικαστικούς λειτουργούς, έτσι και για τους δικαστικούς υπαλλήλους, με το άρθρο 11 του ν. 5108/2024 προβλέπεται ότι, όπου απαιτείται μετακίνηση υπαλλήλου από την έδρα του «κεντρικού» Πρωτοδικείου προς ή από παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, οι δαπάνες αυτές θα καταβάλλονται από το Δημόσιο.
Γ. Η διοίκηση της δικαιοσύνης
Δεν μπορεί να μην επισημανθεί, ότι ο νέος Δικαστικός Χάρτης διαπνέεται από μια νέα και σύγχρονη αντίληψη ως προς τη διοίκηση των πρωτοβάθμιων και των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων. Ειδικότερα, στο άρθρο 12 του ν. 5108/ 2024 προβλέπεται η μεταφορά διαχειριστικών αρμοδιοτήτων από τους προϊσταμένους πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων: «Στα δικαστήρια της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης η μέριμνα για τη διενέργεια μειοδοτικών διαγωνισμών, τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων με αντικείμενο την προμήθεια υλικών, μηχανολογικού εξοπλισμού και την παροχή συνδεόμενων με τη λειτουργία των ανωτέρω δικαστηρίων ειδών και υπηρεσιών, την παρακολούθηση της προσήκουσας εκπλήρωσης των συναπτόμενων συμβάσεων, την παρακολούθηση και διαχείριση των πιστώσεων και των πάγιων επιχορηγήσεων, τη συντήρηση, την επισκευή, τον καθαρισμό και τον ευπρεπισμό των κτιρίων, των εγκαταστάσεων και των περιβαλλόντων χώρων, καθώς και η μέριμνα για τη συντήρηση και την επισκευή του μηχανολογικού εξοπλισμού που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία των ανωτέρω δικαστηρίων, ανατίθενται στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Οι σχετικές αποφάσεις του αρμόδιου οργάνου του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. λαμβάνονται ύστερα από γνώμη των διοικήσεων των ανωτέρω δικαστηρίων». Σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, στο πλαίσιο της προσπάθειας για επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, με τον ν. 5108/2024 προβλέπεται και η απαλλαγή των Διευθυνόντων τα Δικαστήρια και τις Εισαγγελίες από τα διαχειριστικά τους καθήκοντα, πλην φυσικά των δικαστικών και δικαιοδοτικών τους καθηκόντων (άρθρο 1 στοιχ. δ’ και άρθρο 2 στοιχ. δ’ ν. 5108/2024), κάτι το οποίο αποτελούσε πάγιο αίτημα των δικαστικών λειτουργών και συμβάλλει στην ενίσχυση του θεσμικού ρόλου του Προϊστάμενου Δικαστή. Η ως άνω πρόβλεψη συνιστά ελάφρυνση και του έργου των δικαστικών υπαλλήλων, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι, συνήθως, οι γραμματείς των Δικαστηρίων επιφορτίζονταν με ένα σημαντικό μέρος της οργάνωσης και παρακολούθησης των ανωτέρω διαδικασιών αναφορικά με τις προμήθειες.
Περαιτέρω, έχει ευστόχως επισημανθεί[22], ότι η διοίκηση της δικαιοσύνης έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε μείζον πολιτικό και οικονομικό ζήτημα, καθώς η «καλή διοίκηση της Δικαιοσύνης» δύσκολα μπορεί να ορισθεί[23]. Ο όρος «διοίκηση» περιλαμβάνει το σύνολο των ανθρώπινων και υλικών πόρων, που εξασφαλίζουν την οργάνωση, τη δομή και την επίτευξη του σκοπού που έχει ανατεθεί στο δικαστικό σύστημα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 41 § 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως «χρηστή» διοίκηση της Δικαιοσύνης νοείται η αμερόληπτη, δίκαιη και εντός εύλογης προθεσμίας εξέταση των υποθέσεων από τα δικαστήρια. Η διοίκηση ως γενική έννοια στα ευρωπαϊκά δικαστικά συστήματα, κατανέμεται ανάμεσα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Συμβούλιο για τη Δικαιοσύνη και τα όργανα διεύθυνσης των δικαστηρίων. Σύμφωνα δε με τα πορίσματα της Έκθεσης της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών το έτος 2015, η «καλή διοίκηση» των δικαστηρίων ταυτίζεται με την αποτελεσματικότητα της κεντρικής και της τοπικής διοίκησης του συστήματος, ενώ το Ευρωπαϊκό Δίκτυο των Συμβούλων για τη Δικαιοσύνη εργάζεται για την επιλογή του καλύτερου προτύπου κατά περίπτωση[24].
Στο πλαίσιο, λοιπόν, των προηγούμενων αναπτύξεων, η μεταφορά διαχειριστικών αρμοδιοτήτων από τους προϊσταμένους πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων αναμφίβολα συμβάλλει στην ορθολογικότερη «διοίκηση» και των υλικών, αλλά συνεκδοχικά και των ανθρώπινων πόρων. Η αποδέσμευση της διοίκησης της δικαιοσύνης από τη διαχείριση της γραφειοκρατίας, που σχετίζεται με αμιγώς οικονομικά ζητήματα, με τα οποία θα απασχολούνται πλέον ειδικοί ως προς αυτά τα θέματα, θα έχει ως συνέπεια, αφενός την επαγγελματική αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων και, αφετέρου, την απελευθέρωση της διοίκησης από το συγκεκριμένο βάρος και την ενασχόλησή της με την αποτελεσματική αξιολόγηση του ανθρώπινου δικαστικού δυναμικού, πάντα με τελικό στόχο τη μέγιστη αξιοποίηση του εν λόγω δυναμικού στο πεδίο των δικαστικών και δικαιοδοτικών του καθηκόντων.
ΙΙ. Η κοινωνική δικαιοσύνη του (νέου) Δικαστικού Χάρτη
Όλες οι ως άνω ρυθμίσεις του νέου Δικαστικού Χάρτη, μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια, ότι έχουν χαρακτήρα κοινωνικής δικαιοσύνης για όλους τους πολίτες, καθώς οι επιμέρους στόχοι του συνδέονται άρρηκτα με τις κατ’ ιδίαν πτυχές του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, ενώ αποτελούν και τους διακηρυγμένους στόχους των διατάξεων που συνθέτουν τον Δικαστικό Χάρτη.
Είναι γνωστό δε, ότι ο σκοπός της πολιτικής δίκης μπορεί να μεταβάλλεται, καθώς αλλάζει η έννοια του κράτους ή, σε κάθε περίπτωση, να θεωρείται από διαφορετικές οπτικές[25], ιδίως όταν είναι αναμφισβήτητο ότι ο κοινωνικός και πολιτικός περίγυρος επηρεάζει τη φιλοσοφία με την οποία κινείται και λειτουργεί η πολιτική δίκη[26]. Ο καθορισμός, λοιπόν, του σκοπού της δίκης κατ’ αρχάς μπορεί να γίνει μέσω της λογικής. Η σκέψη του ερευνητή αντιστοιχεί στον στοχασμό του νομοθέτη, ο οποίος αναλογίζεται, γιατί χρειαζόμαστε την δίκη, τι οφείλει αυτή να παρέχει, τι μπορεί αυτή να παράσχει. Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να απαντηθούν με λογικές σκέψεις, με την επισήμανση, πάντως, ότι δεν υπάρχει λογικό επιχείρημα, το οποίο να αποδεικνύει ότι η ορθή απάντηση είναι και θα είναι η ίδια σε κάθε εποχή. Ενδεχόμενη μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων μπορεί να αναθέσει και στη δίκη νέες αποστολές[27].
Στο πλαίσιο αυτό, η αντίληψη για τον σκοπό της δίκης διήλθε από διάφορες φάσεις μέσα στον χρόνο. Για παράδειγμα, ενώ κάποτε θεωρήθηκε ότι η πολιτική δίκη έχει ως αποστολή να βοηθήσει στην επικράτηση της ουσιαστικής δικαιοσύνης, εν ανάγκη και παρά τη βούληση των διαδίκων, στη συνέχεια ο φιλελευθερισμός ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη θεώρηση και υποστήριξε, ότι η πολιτική δίκη είναι μια αποκλειστική ιδιωτική αντιπαράθεση, υπό την επίβλεψη απλώς του κράτους, στην έκβαση της οποίας το κράτος δεν είχε κανενός είδους συμφέρον. Αργότερα, όμως, με την ενίσχυση της αρμοδιότητας του δικαστή να καθοδηγεί τη δίκη και την εισαγωγή του καθήκοντος αλήθειας για τους διαδίκους, εκφράστηκε το συμφέρον του κράτους για μια ουσιαστικά δίκαιη απόφαση σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, όχι όμως με κάθε τίμημα ή αντίθετα προς τη βούληση των διαδίκων της κάθε δίκης[28]. Επομένως, κάθε καθορισμός του σκοπού της δίκης αναφέρεται υποχρεωτικά στο παρόν[29].
Υποστηρίχθηκε, όμως, στη συνέχεια, ότι ο καθορισμός του σκοπού της δίκης δεν μπορεί να γίνει μέσω της ερμηνείας του νόμου, αφού από μια ερμηνεία του νόμου μπορεί, από τη φύση της, να προκύπτει μόνο ο σκοπός τον οποίο ο νόμος θεωρεί δίκαιο και όχι εκείνος που θα έπρεπε να θεωρείται δίκαιος. Ο καθορισμός του σκοπού της δίκης μέσω της ερμηνείας του νόμου οδηγεί στη θέση, ότι με τον τρόπο αυτό θα αποκλειόταν, μεταξύ άλλων, κάθε οδός προς αναθεώρηση του δικονομικού δικαίου, το οποίο θα εμφανιζόταν με τον τρόπο αυτό να εμπεριέχει ένα μηχανισμό αυτοσυντήρησης[30].
Μια ορθολογική οργάνωση της δίκης δεν πρέπει να κατατείνει στον σκοπό που εκφράζεται στο θετικό δικονομικό δίκαιο, ακόμη κι αν θεωρείται αυτός δεσμευτικός χωρίς όρους. Η οικονομία της δίκης τότε μόνο είναι ωφέλιμη στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, όταν πραγματοποιείται σε αναφορά με το σκοπό τον οποίο η δίκη οφείλει να εξυπηρετεί, δηλαδή σε αναφορά με τις προσδοκίες που έχει κανείς από το θεσμό. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί και η υπόθεση, ότι και οι «πατέρες» του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κατευθύνθηκαν κατά τη σύλληψη του νόμου από τον σκοπό της δίκης. Εν τέλει, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας απλώς και μόνο επιδιώκει την πραγμάτωση ενός σκοπού της δίκης, ο οποίος προϋπάρχει αυτού[31]· το μόνο που μπορεί, επομένως, είναι να επιβεβαιώνει με παραδείγματα τον ορισμό του σκοπού της δίκης[32]. Κατά την ίδια άποψη, πάντως, αν και η προσκόλληση στον νόμο ίσως δεν επιτρέπει την παράλειψη κάποιων βημάτων που δεν εξυπηρετούν τον εν λόγω σκοπό, προβλέπονται όμως από τον νόμο, σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε κάποιος να συναγάγει το συμπέρασμα, ότι θα έπρεπε να αποφεύγονται βήματα τα οποία προβλέπονται μεν στον νόμο, παρουσιάζονται, ωστόσο, ως περιττά[33]. Αυτή η ερμηνεία του νόμου, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί παρά μόνο μια αφετηρία και μια υπόδειξη[34].
Η εκδοχή η οποία κατά τον καθορισμό του σκοπού της δίκης εγκαταλείπει το πεδίο της καθαρής ερμηνείας του νόμου, κάνοντας ωστόσο την παραχώρηση ότι ο νόμος, εν τέλει, μπορεί βεβαίως να εξυπηρετεί την επιβεβαίωση μιας άποψης, αλλά πάντως δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική θεμελίωσή της[35], δεν είναι απροσμάχητη. Φυσικά, είναι απαραίτητη η λογική εκκίνηση στην αναζήτηση του σκοπού της δίκης. Όμως, δεν πρέπει να είναι αδιάφορη η μέθοδος της ερμηνείας του ισχύοντος δικαίου. Το πλαίσιο στο οποίο κινείται ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής του δικαίου δεν μπορεί να είναι έξω από αυτό το ισχύον δίκαιο. Έχει επισημανθεί δε με χαρακτηριστικό τρόπο, ότι ο ερμηνευτής του δικαίου οφείλει να τηρεί με ευλάβεια τη διαχωριστική γραμμή, την κάποτε λεπτότατη και δυσδιάκριτη, ανάμεσα στην παραγωγή δικαίου, η οποία είναι έργο της πολιτικής εξουσίας, και στην ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου, που είναι έργο της δικαστικής εξουσίας∙ ανάμεσα στο θετικό δίκαιο και στο, κατά την κρίση του, θετέο. Η διαχωριστική αυτή γραμμή είναι μια από τις απόρροιες της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, η οποία, όσο και αν στις μέρες μας έχει γίνει σχετική, δεν πρέπει να υποτιμάται[36].
Επομένως, όταν ερμηνεύεται ένας δικονομικός θεσμός, η αναζήτηση δεν μπορεί να είναι άσχετη και αδιάφορη απέναντι στο σκοπό, τον οποίο επιδιώκει ο συγκεκριμένος νομοθέτης που πρόβλεψε τον συγκεκριμένο θεσμό. Μια τέτοια προσέγγιση του θεσμού της δίκης γενικά, αλλά και των άλλων ειδικότερων θεσμών του δικονομικού δικαίου, δεν μπορεί να γίνεται ερήμην των θεμελιωδών επιλογών του ίδιου νομοθέτη[37]. Η πολιτική δίκη στο σύνολό της και οι κατ’ ιδίαν θεσμοί αυτής αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, ένα συγκροτημένο σύστημα, με συγκεκριμένη λογική και λειτουργία, ώστε ως τέτοιο να πρέπει να αντιμετωπίζεται. Διαφορετικά, όλο το δικονομικό σύστημα αντιμετωπίζεται ως τυχαίο άθροισμα επιμέρους θεσμών, χωρίς ενιαία γραμμή και με μοναδική παράμετρο τη θεωρητική άποψη του κάθε ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου σχετικά με το τι θεωρεί αυτός, ότι πρέπει να εκφράζει ο θεσμός της δίκης. Μια τέτοια θεώρηση, όμως, εγκυμονεί κινδύνους όχι μόνο για τη σωστή προσέγγιση των επιμέρους δικονομικών θεσμών, αλλά και για την ύπαρξη και τη συνοχή όλου του δικονομικού συστήματος[38].
Εξάλλου, η εκτίμηση ότι ο καθορισμός του σκοπού της δίκης μέσω της ερμηνείας του νόμου οδηγεί στη θέση, ότι με τον τρόπο αυτό αποκλείεται κάθε αναθεώρηση του δικονομικού δικαίου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί από λογική και νομική συνέπεια. Το γεγονός ότι προσεγγίζει κάποιος το ζήτημα του σκοπού της δίκης μέσω της ερμηνείας του ισχύοντος δικονομικού δικαίου, αυτό δεν αποκλείει δίχως άλλο τη δυνατότητα αναθεώρησης του τελευταίου. Πάντα υπάρχει η δυνατότητα, και πολλές φορές μάλιστα επιβάλλεται η αλλαγή του νομοθετικού καθεστώτος. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η προσέγγιση των διαφόρων ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου θα γίνει ερήμην αυτού του δικαίου. Αποτελεί λογική και νομική αντίφαση η νόηση του δικαίου χωρίς το ίδιο το δίκαιο. Δεν μπορεί, λοιπόν, η οικονομία της δίκης να κινείται εκτός του νομοθετικού πλαισίου, στο οποίο είναι ενταγμένη η πολιτική δίκη. Ο νομοθέτης και ο ερμηνευτής του δικαίου εξαναγκάζονται να ακολουθήσουν επί μέρους λύσεις με βάση το σκοπό της δίκης, ο οποίος έτσι αποτελεί τη βασική αρχή του δικονομικού δικαίου.
Για το ζήτημα, λοιπόν, ποιος είναι ή ποιος πρέπει να είναι, ανάλογα με την αφετηρία καθενός, ο κυρίαρχος και ποιοι οι δευτερεύοντες σκοποί που επιδιώκει η πολιτική δίκη, η επιστημονική συζήτηση έχει οδηγηθεί σε διάφορα συμπεράσματα, τα οποία έχουν να κάνουν με την οπτική, από την οποία κάποιος θεωρεί τούτο το πρόβλημα, που δεν είναι βεβαίως άσχετη και με το ιδεολογικό – πολιτικό υπόβαθρο του ερευνητή και της εποχής που ζει[39]. Έτσι, κατηγοριοποιώντας κάποιος, με συντομία, τις θεωρήσεις που έχουν προβληθεί θα μπορούσε να διακρίνει[40] τα εξής:
(α) Προστασία των υποκειμενικών δικαιωμάτων
Ορισμένη άποψη εκτιμά ως κυρίαρχο σκοπό της πολιτικής δίκης την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, σκοπός της δίκης είναι, κατά την γνώμη αυτή, η παροχή έννομης προστασίας, η εξασφάλιση δηλαδή στο δικαιούχο του ουσιαστικού δικαιώματος έννομης προστασίας, όταν βεβαίως τη ζητήσει και, επομένως, η προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων με την αναγνώριση, ενδεχομένως διάπλαση, καθώς και με την εξασφάλιση της πραγματοποίησής τους. Η πολιτική δίκη τότε μόνο ανοίγει, όταν υφίσταται έριδα ή αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, την οποία οι κοινωνοί του δικαίου δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν μόνοι τους με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Έτσι, η δίκη είναι υποκατάστατο του συμβιβασμού, μέσο δηλαδή για την προστασία του προσβληθέντος δικαιώματος και όχι για την πιστή τήρηση του εξ αντικειμένου δικαίου[41]. Απώτερη συνέπεια αυτού του στόχου είναι η πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου[42]. Αντικείμενο, λοιπόν, της πολιτικής δίκης δεν είναι η παραβιασθείσα έννομη τάξη, αλλά μόνο τα προσβληθέντα ιδιωτικά δικαιώματα, ενώ εξάλλου δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το ισχύον σύστημα της διάθεσης και της συζήτησης, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστής δεν επεμβαίνει αυτεπάγγελτα σε περίπτωση παράβασης κάποιου κανόνα δικαίου, αλλά μόνο μετά από αίτηση του φορέα του προσβληθέντος ουσιαστικού δικαιώματος. Η πολιτεία δεν έχει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτα να καταστήσει επίδικη οποιαδήποτε ουσιαστική αξίωση, παρά τη θέληση εκείνου που έχει αυτήν την αξίωση, αφού τα πολιτικά δικαστήρια αντιπροσωπεύουν απλώς το υποκατάστατο της αυτοδικίας. Οι διάδικοι είναι εκείνοι που αποφασίζουν κυριαρχικά, αν θα κινήσουν μια δίκη ή όχι. Αλλά και στη συνέχεια, το δικαστήριο δεν έχει λόγο, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αξίωσή του ή ο εναγόμενος αναγνωρίσει αυτήν, ανεξάρτητα αν όλες αυτές οι δικονομικές συμπεριφορές ανταποκρίνονται ή όχι στην αντικειμενική έννομη κατάσταση. Όλες αυτές οι καταστάσεις συνιστούν εκφάνσεις της δικονομικής όψης της ιδιωτικής αυτονομίας, οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι σκοπός της πολιτικής δίκης είναι μόνο η προστασία των υποκειμενικών δικαιωμάτων. Η πολιτική δίκη, πάντως, δεν εξυπηρετεί την αναγνώριση και ικανοποίηση ενός δικαιώματος το οποίο απλώς και μόνο φέρεται ως τέτοιο, εφευρίσκεται ή υπονοείται, αλλά ενός δικαιώματος που πράγματι υφίσταται. Και με τον τρόπο αυτό, βεβαίως, έμμεσα προάγεται και η επικράτηση της αντικειμενικής έννομης τάξης. Αυτό, όμως, είναι απλώς και μόνο μια αντανάκλαση του πραγματικού σκοπού της δίκης. Τα ίδια ισχύουν και αναφορικά με τις άλλες αντανακλάσεις του σκοπού της δίκης. Και η ειρήνη δικαίου μέσω της ειρηνευτικής λειτουργίας της δίκης, αλλά και η βεβαιότητα, η ασφάλεια ή η εξέλιξη του δικαίου, νοούνται μόνο ως περαιτέρω συνέπειες της προστασίας των υποκειμενικών δικαιωμάτων[43].
(β) Πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου
Έτερη άποψη δέχεται ότι σκοπός της πολιτικής δίκης είναι η «πραγμάτωσις του εξ αντικειμένου [εννοείται: ιδιωτικού] δικαίου»[44]. Από το δίκαιο αυτό πηγάζουν τα ιδιωτικά δικαιώματα, η ικανοποίηση και πραγματοποίηση των οποίων έχει ανατεθεί από το κράτος, σε περίπτωση αμφισβήτησης, στα δικαστήρια, μιας και το ίδιο το κράτος απαγορεύει την αυτοδικία. Το κριτήριο του προσβληθέντος ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος παροχή έννομης προστασίας δεν είναι απαραίτητο για την οριοθέτηση του σκοπού της δίκης, αφού δεν τίθεται τέτοια προϋπόθεση ούτε για την έναρξη και την πρόοδο της δίκης, ούτε και για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης[45]. Δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια του εξ υποκειμένου με εκείνη του εξ αντικειμένου δικαίου[46] και, συνεπώς, ο σκοπός της δίκης προς το σκοπό της αγωγής. Η επιδιωκόμενη από τον ενάγοντα έννομη προστασία είναι το αντικείμενο της δίκης. Ο σκοπός, δηλαδή, της αγωγής δεν είναι και σκοπός της δίκης, αλλά το αντικείμενό της[47]. Επομένως, η προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων και συμφερόντων δεν είναι ο σκοπός της δίκης, αλλά το μέσο και το αποτέλεσμα της αποκατάστασης της έννομης τάξης, που έχει προσβληθεί. Στη δίκη υπηρετείται όχι μόνο το ιδιωτικό συμφέρον των διαδίκων, αλλά και το δημόσιο συμφέρον, όπως λ.χ. τούτο φαίνεται και στην αναιρετική διαδικασία, όπου η προστασία του ιδιωτικού δικαιώματος υποχωρεί αισθητά προ της ανάγκης τήρησης του εξ αντικειμένου δικαίου[48]. Η εξασφάλιση της παροχής έννομης προστασίας αποτελεί βεβαίως υποχρέωση του κράτους δικαίου, από τη στιγμή όμως κατά την οποία αυτό καταστεί περιεχόμενο κάποιου κανόνα εξ αντικειμένου δικαίου, τότε στην πραγμάτωση αυτού ανάγεται τελικά ο σκοπός της δίκης, ενώ η παροχή έννομης προστασίας στα μεμονωμένα πρόσωπα περιορίζεται στο ρόλο ενδιάμεσου σκοπού του δικονομικού δικαίου κατά την επιδίωξη του τελικού σκοπού της πραγμάτωσης του δικαίου[49]. Με άλλα λόγια, η πολιτική δίκη έχει ως αφετηρία την ιδιωτική πρωτοβουλία και τέλος την ανεπίδεκτη διάθεσης δημόσια ανάγκη διαφύλαξης της ισχύος της έννομης τάξης[50]. Οι υποκειμενικοί σκοποί, εκείνα δηλαδή τα οποία επιδιώκουν οι ιδιώτες, δεν έχουν σημασία παρά μόνο από τη στιγμή κατά την οποία το θετικό δίκαιο θελήσει να τους λάβει υπόψη του και να τους αντικειμενικοποιήσει[51].
(γ) Ασφάλεια δικαίου και κοινωνική ειρήνη
Άλλη γνώμη τοποθετεί την ασφάλεια του δικαίου και την ειρήνη στους σκοπούς της δίκης, με διπλή κατεύθυνση: πρώτον, ως προς τη συγκεκριμένη διαφορά, με την έννοια ότι η δίκη οδηγεί κατά κανόνα στην αυθεντική διάγνωση της αληθινής νομικής κατάστασης και αποκόπτει οποιαδήποτε δυνατότητα περαιτέρω αμφισβήτησής της από τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων έλαβε χώρα η δίκη. Έτσι, επιλύεται τελειωτικά όχι μόνο η συγκεκριμένη διαφορά, αλλά και αποκαθίσταται συγχρόνως η κοινωνική ειρήνη. Η ασφάλεια του δικαίου, δεύτερον, συμπεριλαμβάνει και μια γενικότερη έννοια, αφού και η ύπαρξη και μόνο της δίκης ως θεσμού που προβλέπει το ισχύον δίκαιο, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρησιμοποίησή του, εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των κοινωνών του δικαίου στην εφαρμογή της έννομης τάξης και προάγει με τον τρόπο αυτό ψυχολογικά την ασφάλεια του δικαίου. Στον δικαιούχο παρέχεται η διαβεβαίωση ότι τυχόν άρνηση εκούσιας εκπλήρωσης εκ μέρους του υπόχρεου δεν θα σημάνει και ματαίωση της άσκησης του δικαιώματος, αφού έχει αυτός (ο δικαιούχος) τη δυνατότητα να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη και να πετύχει την ικανοποίηση του δικαιώματός του. Από το άλλο μέρος, απευθύνεται στον υπόχρεο μια μόνιμη υπόμνηση ότι η άρνησή του να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του δικαίου δεν μπορεί να ματαιώσει την εκτέλεσή τους, αφού αυτή θα του επιβληθεί, τελικά, με τη δύναμη της κρατικής εξουσίας. Έτσι, και με την απλή μόνο απειλή της χρησιμοποίησης της πολιτικής δίκης συντελείται ουσιωδώς η εκούσια εφαρμογή του δικαίου[52].
(δ) Καλλιέργεια δικαίου
Στους σκοπούς της πολιτικής δίκης εντάσσεται και η καλλιέργεια του δικαίου, καθώς και η διαλεύκανση αμφίβολων νομικών ζητημάτων. Βεβαίως, η κατά περιεχόμενο προαγωγή της έννομης τάξης δεν ανήκει στις συνειδητές επιδιώξεις του θεσμού της πολιτικής δίκης, ωστόσο μπορεί να ενταχθεί στα «περαιτέρω προϊόντα της». Στις δίκες αντιμετωπίζονται διάφορα νομικά προβλήματα, πολλές φορές άλυτα ή άγνωστα, ώστε, στη συνέχεια, με τη δημοσίευση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων στα ειδικά περιοδικά να καθίστανται προσιτές στο ευρύτερο νομικό κοινό οι σκέψεις οι οποίες έγιναν και να προσφέρεται, τελικά, πολύτιμο υλικό και αναντικατάστατο για περαιτέρω επιστημονική επεξεργασία. Με τον τρόπο αυτό οι αφηρημένοι κανόνες δικαίου, με την εφαρμογή τους στις ποικίλες περιπτώσεις που δημιουργεί η ζωή, αποκτούν διαρκώς περισσότερο συγκεκριμένο περιεχόμενο και υφαίνουν πυκνό πλέγμα επιταγών που διέπουν την κοινωνική ζωή. Τελικά, με τον τρόπο αυτό καθοδηγείται η συμπεριφορά των προσώπων. Με άλλα λόγια, με το θεσμό της πολιτικής δίκης το κοινωνικό φαινόμενο που λέγεται δίκαιο εισχωρεί βαθύτερα στα καθημερινά προβλήματα και προάγει την αρτιότητα της έννομης ρύθμισής τους[53].
(ε) Συνδυασμός περισσότερων σκοπών
Τέλος, έχουν υποστηριχθεί και απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η πολιτική δίκη επιδιώκει ταυτόχρονα όλους τους προαναφερόμενους σκοπούς και πάλι, όμως, με διαφωνίες ως προς την προτεραιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς τους περισσότερους σκοπούς[54]. Εκείνο, πάντως, που πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι η παρατήρηση[55] πως ανάμεσα σε όλους αυτούς τους σκοπούς δεν υπάρχει αναγκαστικά αντίφαση. Έτσι, όλες οι εκδοχές μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο κεντρικές τάσεις: σε αυτήν, η οποία αντιλαμβάνεται φιλελεύθερα την πολιτική δίκη και σε εκείνη που εντοπίζει το σκοπό της δίκης στην επιβολή και την τήρηση της έννομης τάξης, ώστε, αντίστοιχα, να εξυπηρετείται το υποκειμενικό συμφέρον των διαδίκων ή το αντικειμενικό συμφέρον της κοινωνίας. Με αυτή την σύνθεση, οι ισορροπητικές θεωρίες τονίζουν στη συνέχεια, ότι η απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός της δίκης δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Επομένως, δεν μπορεί να είναι ούτε μόνο η προστασία των υποκειμενικών δικαιωμάτων, αλλά ούτε και μόνο η ικανοποίηση αντικειμενικών συμφερόντων. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο ο ένας όσο και ο άλλος σκοπός. Συνολικά η πολιτική δίκη εκπληρώνει ταυτοχρόνως περισσότερους σκοπούς: την επίτευξη της ειρήνης και της ασφάλειας του δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική λειτουργία της δίκης που προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη με στόχο την τήρηση της αντικειμενικής έννομης τάξης, χωρίς να παραβλέπεται και την εξυπηρέτηση της εξέλιξης του δικαίου, μέσω της δυνατότητας του δικαστηρίου να ερμηνεύει το νόμο και να συμπληρώνει τυχόν κενά αυτού.
Γενικεύοντας τις προηγούμενες διαπιστώσεις, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου είναι ο πρωταρχικός και τελικός σκοπός της πολιτικής δίκης, ήτοι η πραγμάτωση[56] ή, ακριβέστερα, η προσέγγιση[57], δηλαδή η δυνατή πραγμάτωση[58] του εξ αντικειμένου καθ’ όλου δικαίου, η οποία συνίσταται στην ειδίκευση του δικαίου μέχρι του απολύτως ατομικού της κοινωνικής ζωής[59], με τη διευκρίνιση, ότι η πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικονομικού δικαίου επέρχεται ως αντανακλαστικό επακόλουθο της πραγμάτωσης του ουσιαστικού δικαίου, κατ’ ακρίβεια ως αναγκαίας προϋπόθεσης του τελευταίου, ώστε στην πραγματικότητα να έχει τη θέση του μέσου εκείνου, με το οποίο επιτυγχάνεται η πραγμάτωση του ουσιαστικού δικαίου∙ γι’ αυτό και δεν νοείται η κίνηση πολιτικής αγωγής μόνο για την πραγμάτωση των κανόνων του δικονομικού δικαίου.
Καθώς, λοιπόν, σκοπός της δίκης είναι η πραγμάτωση του εξ αντικειμένου, δικονομικού (με την ως άνω διευκρίνιση) και ουσιαστικού, δικαίου, πρέπει και η υποχρέωση της πολιτείας, ως υπηρετούσα τον εν λόγω σκοπό, να συνίσταται στην πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου στο πλαίσιο τούτης της δίκης[60]. Έτσι, όλοι οι επιμέρους θεσμοί του δικονομικού δικαίου, τους οποίους προβλέπει η πολιτεία για να υπηρετήσουν το θεσμό της δίκης, συνεπώς και η οικονομία της δίκης, τελικά (πρέπει να) αναφέρονται στην πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου. Τονίζεται[61] με ακρίβεια, ότι κάθε διαδικαστική πράξη, και η απόφαση, πρέπει να είναι σύμφωνη προς το σκοπό αυτό και τούτη η αρχή συνάγεται από την τελολογική σχέση των διαδικαστικών πράξεων και το σκοπό της διαδικασίας, ώστε να ενδείκνυται η υπαγωγή κάθε μέσου σ’ αυτό το σκοπό.
Όλοι οι ανωτέρω σκοποί του ν. 5108/2024, ήτοι (α) η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής (και ποινικής) δικαιοσύνης, μέσω της αναδιάρθρωσης των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και του καθορισμού της έδρας και της περιφέρειάς τους με σκοπό την επιτάχυνση και την ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης, (β) η ορθολογικότερη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού που υπηρετεί στη δικαιοσύνη, με αναλογική κατανομή ανθρώπινων πόρων, με βάση των αριθμό των υποθέσεων και την πληθυσμιακή τους αντιστοιχία, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των δικαστικών υπηρεσιών, (γ) η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και (δ) η απαλλαγή των διευθυνόντων τα δικαστήρια από τα διαχειριστικά τους καθήκοντα, όπως προμήθειες, επισκευές και συντήρηση δικαστικών κτιρίων και, συνολικά, η εν λόγω μεταρρύθμιση στοχεύοντας στην άμεση επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, ικανοποιούν τους προαναφερόμενους σκοπούς της πολιτικής δίκης. Με την ενίσχυση της αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστή, που πλέον είναι ένας και μοναδικός, χωρίς διαιρέσεις και δυισμούς, εκφράζεται το συμφέρον του κράτους για μια ουσιαστικά δίκαιη απόφαση σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, όχι όμως με κάθε τίμημα ή αντίθετα προς τη βούληση των διαδίκων της κάθε δίκης, καθώς οδηγεί και στην ορθολογική οργάνωση της δίκης. Η επιβαλλόμενη, επιχειρηθείσα αρκετές φορές στη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων, αλλαγή του νομικού καθεστώτος του Δικαστικού Χάρτη θα καθορίσει αποφασιστικά την αποτελεσματική απονομή του εξ αντικειμένου δικαίου με αποφάσεις εκδιδόμενες σε εύλογο χρόνο, ώστε να ικανοποιούνται οι στόχοι, αφενός, της επιβολής και της τήρησης της έννομης τάξης και, συνακόλουθα, της εξυπηρέτησης του υποκειμενικού συμφέροντος των διαδίκων, αλλά και του αντικειμενικού συμφέροντος της κοινωνίας. Συνολικά, ο νέος Δικαστικός Χάρτης, ορθά εφαμοζόμενος θα πετύχει την επίτευξη της ειρήνης και της ασφάλειας του δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική λειτουργία της δίκης που προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη με στόχο την τήρηση της αντικειμενικής έννομης τάξης, χωρίς να παραβλέπεται και η εξυπηρέτηση της εξέλιξης του δικαίου, μέσω της δυνατότητας του δικαστηρίου να ερμηνεύει το νόμο και να συμπληρώνει τυχόν κενά αυτού.
IΙΙ. Κατάληξη
Έχει καταδειχθεί εδώ και δεκαετίες, ότι οι κύριες αιτίες, οι οποίες ενοχοποιούνται για την καθυστέρηση στην εξέλιξη της πολιτικής δίκης βασικά είναι κυρίως δύο. Από την μια πλευρά η ίδια η λειτουργία του θεσμού της πολιτικής δίκης και, από το άλλο μέρος, η τάση των πολιτών να προσφεύγουν «δικομανώς» στα δικαστήρια. Και η μεν λειτουργία του θεσμού της πολιτικής δίκης χρειάζεται ορθή διαχείριση, με την ορθολογική ερμηνεία και εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου από όλους ανεξαίρετα τους λειτουργούς του, ενώ και οι πολίτες απαιτείται να συνειδητοποιήσουν ορισμένες αλήθειες: Εάν είναι σωστό ότι η δημιουργία των αντιδικιών οφείλεται προπάντων στην ψυχολογία που έχουν οι άνθρωποι σε σχέση με μια αξίωση, την πυκνότητα των ρυθμίσεων, το μεγάλο πλήθος των κανόνων δικαίου, καθώς και τον υπερτονισμό του δικαίου της κάθε ατομικής περίπτωσης, τότε εκείνο που χρειάζεται είναι ακριβώς η κάμψη αυτού του υπερτονισμού. Αποτελεί «παρεξήγηση» η αντίληψη, ότι το κράτος (δικαίου) έχει πρωταρχική αποστολή να παρέχει σε κάθε ατομική επιθυμία τη δυνατότητα μια υπόθεση να διέρχεται από όλες τις δυνατές δικονομικές βαθμίδες, προκειμένου να επαληθεύεται πολλαπλώς το δίκαιο της κάθε ατομικής περίπτωσης[62]. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι θα πρέπει να αρνηθούμε τις δυνατότητες που παρέχει το κράτος δικαίου και η δικονομία στον πολίτη. Απαιτείται σίγουρα, πάντως, διαφάνεια στη λειτουργία των θεσμών και ισχυροποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας[63]. Αν τα δύο αυτά συστατικά υπάρχουν, τότε είναι βέβαιο ότι η πολιτική δίκη θα βρίσκεται σε αρμονία με την ιδέα της οικονομίας, αν και αποτελεί πικρή παραδοχή η σκέψη, ότι δεν υπάρχει λύση που να συνδυάζει τη γρήγορη και οικονομική δικαστική διαδικασία με την εγγύηση μιας απόλυτα ορθής απόφασης[64]. Και δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει από την προσοχή μας, ότι η εκπλήρωση της αποστολής της δικαιοσύνης για παροχή έννομης προστασίας με τρόπο διαδικαστικώς οικονομικό είναι κάτι εύλογο. Όμως, πρωταρχικό ζήτημα είναι να την εκπληρώνει[65], ενώ ποτέ η δικονομία δεν εγγυήθηκε την ελάχιστη δυνατή διάρκεια της δίκης[66]. Μια υπερβολική εφαρμογή των κανόνων που εξυπηρετούν μόνο την επιτάχυνση της δίκης, μολονότι θα οδηγούσε (ίσως) σε συντομότερη δίκη, δεν θα οδηγούσε πάντως με ασφάλεια και σε ουσιαστικά ορθή απόφαση. Ο σκοπός μιας ουσιαστικά δίκαιης απόφασης δεν χρειάζεται να περιοριστεί περισσότερο από όσο απαιτεί το συμφέρον της συγκέντρωσης της διαδικασίας. Και αν προκύπτει περίπτωση σύγκρουσης των δύο αυτών στόχων, τότε τίθεται το ζήτημα της συνταγματικής ισχύος και των δύο αυτών αγαθών και υπεροχής του ενός έναντι του άλλου με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, της αρχής δηλαδή που απαγορεύει την υπέρβαση των ορίων[67]. Έτσι μπορούμε να συμφωνήσουμε με την παρατήρηση, ότι όσον αφορά την αφηρημένη διαμόρφωση της δίκης, αυτή θα πρέπει να είναι προϊόν συμβιβασμού μεταξύ του συμφέροντος για ορθές αποφάσεις και του συμφέροντος για αποφάσεις σε εύλογο χρόνο[68]. Και θα απομένει στον δικαστή, εν όψει των ιδαιτεροτήτων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης την οποία εκδικάζει, να σταθμίζει εκάστοτε τις περιστάσεις και να ισορροπεί ανάμεσα στους ως άνω στόχους.
[1]. Τσάκνη, Η διοίκηση της δικαιοσύνης, δικαιοσυγκριτική προσέγγιση, δ.δ., 2019, σ. 162.
[2]. Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Central Bank, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions COM (2024). Διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/commission/press corner/detail/en/ip_24_3164, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 17.1.2025.
[3]. Πλεύρη, Η τακτική διαδικασία μετά την τροποποίηση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ από τον ν. 4842/2021, ΕλλΔνη 2022. 59.
[4]. Βλ. Μακρίδου, Εισαγωνική ομιλία: «Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή», στο έργο: Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή, Επιστημονικό Συμπόσιο προς τιμήν του Καθηγητή Νικολάου Νίκα, 2016, σ. 8.
[5]. ΦΕΚ Α΄ 190/13.10.2021. Για τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπής που συγκροτήθηκαν για την τροποποίηση του ΚΠολΔ πριν τη ψήφιση του ν. 4842/2021, βλ. Αρβανιτάκη/Μακρίδου, Η ημιτελής τροποποίηση ως προς την τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (Στο πλαίσιο των εργασιών της από 6.5.2020 νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την τροποποίηση διατάξεων του ΚΠολΔ), ΕΠολΔ 2020. 225. Για την πολιτική δίκη μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν οι ν. 4842/2021 και 4855/2021, βλ. ΕΝΟΒΕ, τ. 78, Η πολιτική δίκη στη δίνη των συνεχών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ (με αφορμή τις τροποποιήσεις των νόμων 4842 και 4855/2021).
[6]. Σ. 76 της ΑιτΕκθ.
[7]. Στις σ. 76-78.
[8]. Βλ. πιο αναλυτικά Πλεύρη, ΕλλΔνη 2022 .60. Τα στατιστικά δεδομένα της περιόδου 2015-2018, ως προς το μέσο όρο του χρονικού διαστήματος που απαιτείται για την έκδοση απόφασης στην τακτική διαδικασία αναφέρονται αναλυτικά στην ΑιτΕκθ του ν. 4842/2021 προκειμένου να υποστηριχθεί η θέση του νομοθέτη περί «ιδιαίτερα θετικού αντικτύπου», σύμφωνα με τη διατύπωση της ΑιτΕκθ (σ. 77) του ν. 4335/2015 στην επιτάχυνση της διαδικασίας.
[9]. Βλ. https://www.coe.int/en/web/cepej, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 17.1.2025.
[10]. Βλ. Πλεύρη, Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 σε ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως (προσωρινή εκτελεστότητα, προδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και δίκες περί την εκτέλεση), ΕλλΔνη 2016. 152-162.
[11]. Άρθρο 1 ν. 5108/2024.
[12]. Βλ. εισήγηση στην ΕΣΔι.
[13]. Βλ. αναλυτ. Αλικάκο, Η χωροταξία του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας κατά τον νέο δικαστικό χάρτη, σε ΕΝΟΒΕ, τ. 79, Η πολιτική δίκη υπό τον νέο Δικαστικό Χάρτη (ν. 5108/2024 & 5134/2024), σ. 15-22.
[14]. Για την ισχύουσα σήμερα καθ’ύλην αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και τα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν, βλ. Αρβανιτάκη, Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων μετά τον ν. 5134/2024 και η αντιστοίχισή της με την κατά τόπον λειτουργίαν, αρμοδιότητα στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε ΕΝΟΒΕ, τ. 79, Η πολιτική δίκη υπό τον νέο Δικαστικό Χάρτη (ν. 5108/2024 & 5134/ 2024), σ. 25-37.
[15]. Για την ιδιόρρυθμη μεταβατική καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα ορισμένων περιφερειακών εδρών των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς, βλ. Γιαννόπουλο, Προβλήματα διαχρονικού δικαίου στους ν. 5108/2024, 5134/2024, 5140/2024 και 5151/ 2024, Μελετήματα Sakkoulas Online, 2024.
[16]. Ως προς τα ζητήματα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας, βλ. Δεδικούση, Η αρμοδιότητα του «Μονομελούς Πρωτοδικείου» και του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου» ως αυτοτελών λειτουργικά δικαιοδοτικών οργάνων και λοιπές τροποποιήσεις στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας σε ΕΝΟΒΕ, τ. 79, Η πολιτική δίκη υπό τον νέο Δικαστικό Χάρτη (ν. 5108/2024 & 5134/2024), σ. 41-61.
[17]. Βλ. και άρθρo 76 § 2α΄ ν. 5108/2024.
[18]. Άρθρο 17 § 3 β΄ ν. 4938/2022- Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
[19]. Άρθρο 18 § 2 ν. 4938/2022 - Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
[20]. «Παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σε εναρμόνιση με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με τον ν. 5108/2024 - Διατάξεις για τη Δικαστική Αστυνομία και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις», ΦΕΚ Α΄146/11.9.2024.
[21]. Λ.χ. στο άρθρο 42 § 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ.
[22]. Τσάκνη, Η διοίκηση της δικαιοσύνης, δ.δ., 2019, § 1.3 σ. 9.
[23]. Εταιρεία Δικαστικών Μελετών, Συμβολή για την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, 2015, σ. 119.
[24]. Εταιρεία Δικαστικών Μελετών, ό.π. σ. 124.
[25]. C. vonMettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie,1968, σ. 17.
[26]. Βλ. Wassermann, Der soziale Zivilprozeß, 1978, σ. 13 επ.
[27]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie ό.π σ. 19. Πρβλ. Klein, Zeit- und Geistesstroemungen im Prozess, 1901, σ. 16 επ., ιδίως σ. 21.
[28]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie ό.π σ. 18.
[29]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie ό.π σ. 19.
[30]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie ό.π σ. 18· Noske, Die Prozeßökonomie als Bestandteil des verfassungsrechtlichen Grundsatzes der Verhältnismäßigkeit, 1989, σ. 37 [§ ΙΙ 1].
[31]. Βλ. Noske, Die Prozeßökonomie als Bestandteil des verfassungsrechtlichen Grundsatzes der Verhältnismäßigkeit ό.π. σ. 37 [§ ΙΙ 1].
[32]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie ό.π σ. 19·Noske, Die Prozeßökonomie als Bestandteil des verfassungsrechtlichen Grundsatzes der Verhältnismäßigkeit ό.π. σ. 37 [§ ΙΙ 1].
[33]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie ό.π. σ. 19.
[34]. Noske, Die Prozeßökonomie als Bestandteil des verfassungsrechtlichen Grundsatzes der Verhältnismäßigkeit ό.π. σ. 37 [§ ΙΙ 1].
[35]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie ό.π. σ. 19.
[36]. Σχινάς, Η ύποπτη περίοδος κατά το ν.δ. 3562/ 56, γνωμοδότηση, Δ 22 (1991). 760 [§ 2].
[37]. Βλ. εδώ και Stern, Prozessökonomie und Prozessbeschleunigung als Ziele der zürcherischen Zivilrechtspflegegesetze, Zürich, 1989, ό.π. σ. 4.
[38]. Πρβλ. στο σημείο αυτό όμως Bley, Klagerecht und rechtliches Interesse, 1923, σ. 6 και Β. Rimmelspacher, Zur Prüfung von Amts wegen im Zivilprozeß, 1966, σ. 10 και 13.
[39]. Βλ. και Μπότσαρη, Το καθήκον αληθείας κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ, 1998, σ. 65.
[40]. Χωρίς να λείπουν και οι μεμονωμένες εκδοχές, λ.χ. ότι μοναδικός σκοπός της πολιτικής δίκης είναι η διαπίστωση του δικαίου που ισχύει μεταξύ των διαδίκων στη συγκεκριμένη περίπτωση (hic et nunc) ή ότι η δίκη είναι ο νομικός τρόπος να αποφασίζει κανείς για το μέλλον (Pawlowski, Die Aufgabe des Zivilprozesses ZZP 80 [1967]. 345 επ., ιδίως σ. 358 και 388). Συνολικά για το πρόβλημα του σκοπού της πολιτικής δίκης βλ. Schmidt, Der Zweck des Zivilprozesses und seine Ökonomie (mit einer Analyse der Rechtssprechung des BGH zur sog. Prozeßökonomie ό.π. § 2 σ. 9 επ., καθώς και Kaissis, Die Verwertbarkeit materiell-rechtswidrig erlangter Beweismittel im Zivilprozeß, 1978, σ. 15 επ.
[41]. Βλ. ενδεικτικά Ράμμο, Στοιχεία ελληνικής πολιτικής δικονομίας, τόμ. Ι, 5η έκδ. 1961-1962, § 28 σ. 62.
[42]. Pohle, Verhandlungen des vierundveirzigsten deutschen Juristentages Hannover, 1962, τ. Ι 3 b σ. 10· Ο ίδιος, Οι σκοποί της πολιτικής δίκης ΝΔικ 17. 594.
[43]. Βλ. για τις θέσεις αυτές, αντί πολλών, Noske, Die Prozeßökonomie als Bestandteil des verfassungsrechtlichen Grundsatzes der Verhältnismäßigkeit ό.π. σ. 40-44, όπου και περαιτέρω παραπομπές.
[44]. Βλ. ενδεικτικά, Μητσόπουλο, Πολιτική δικονομία ό.π. § 5 σ. 34 και Καλαβρό, Δεδικασμένον δόλω κτηθέν ως λόγος αποζημιώσεως Δ 4 (1973). 200 [§ Β 1], ό.π.π. στην υποσημείωση 12.
[45]. Μπέης, Οι λόγοι αναψηλαφήσεως και η ερμηνευτική διεύρυνσις αυτών, 1966, § 1 Ι σ. 18.
[46]. Μιχελάκης, Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως, 1944, § 2 σ. 23 και στη σημ. 3.
[47]. Wach, Handbuch des deutschen Civilprozessrechts, 1885, § 1 ΙΙ σ. 4·Schönke, Das Rechtsschutzbedürfnis, 1950, σ. 12.
[48]. Μπέης, Οι λόγοι αναψηλαφήσεως ό.π. § 1 Ι σ. 20.
[49]. Μπέης, Οι λόγοι αναψηλαφήσεως ό.π. § 1 Ι σ. 21.
[50]. Βλ. Μπέη, ΠολΔ, Εισαγωγή εις την δικονομικήν σκέψιν, 1973, § 2 Ι σ. 14.
[51]. Τσάτσος, Το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου, 1932, σ. 81.
[52]. Βλ. ενδεικτικά, Schönke, Das Rechtsschutzbedürfnis. Ein zivilprozessualer Grundbegriff AcP 150 (1949), 232·Gottwald, Die Bewältigung privater Konflikte im gerichtlichen Verfahren ZZP 95 (1982). 245· Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο Ι, 2η έκδ., 1983, αριθ. 2 ΙΙ σ. 7.
[53]. Έτσι, Gottwald, Die Bewältigung privater Konflikte im gerichtlichen Verfahren ZZP 95 (1982). 245· Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο Ι, 2η έκδ., 1983, αριθ. 2 ΙΙ σ. 8.
[54]. Βλ. τις απόψεις αυτές με κριτική τους σε Μπέη, Οι λόγοι αναψηλαφήσεως ό.π. § 1 Ι σ. 22 επ.
[55]. Hütten, Die Prozeßökonomie ό.π. § 3 Ι σ. 10-11.
[56]. Wach, Handbuch des deutschen Civilprozessrechts, 1885, § 1 σ. 3 επ. W.Sax, Das unrichtige Sachurteil als Zentralproblem der allgemeinen Prozessrechtslehre ZZP 67, 21 επ., ιδίως σ. 27. Μιχελάκης, Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως ό.π. § 2 σ. 23 και στη σημ. 3. Ο ίδιος, Η εικονική δίκη ΝΔικ 3. 198. Μητσόπουλος, Η αναγνωριστική αγωγή ό.π. § 1 ΙΙ 10 και 11 σ. 31-32. Ο ίδιος, Η αναψηλάφηση στη διαδικασία των εργατικών διαφορών ΕΕργΔ 13. 683.
[57]. Sauer, Allgemeine Prozessrechtslehre ό.π. § 1 σ. 2 και 8.
[58]. Sauer, Allgemeine Prozessrechtslehre, zugleich eine systamatische Schulung der zivilistischen und der kriminalistischen Praxis, 1951, § 1 σ. 3. W.Sax, ό.π. ZZP 67. 40 επ.
[59]. Τσάτσος, Το πρόβλημα ό.π. 1η έκδ. σ. 74. Μπέης, Οι λόγοι αναψηλαφήσεως ό.π. § 1 Ι σ. 25.
[60]. Μητσόπουλος, Η αναγνωριστική αγωγή κατά το ελληνικόν δικονομικόν δίκαιον, 1947, § 1 ΙΙ 10 σ. 30/31.
[61]. Καλαβρός, Δεδικασμένο δόλω κτηθέν ό.π. Δ 4 (1973). 200 [§ Β 1].
[62]. Βλ. Prütting, Anwaltschaft, Rechtsschutz, Prozeßökonomie, in: 50 Jahre freiheitlich – demokratischer Rechtsstaat, 1999, σ. 277-294 (hrsg. Von Bernd Rill, 1. Aufl., Baden – Baden, Nomos Verlag), § VΙΙΙ σ. 293.
[63]. Prütting, Anwaltschaft, Rechtsschutz, Prozeßökonomie ό.π. § VΙΙΙ σ. 293/294.
[64]. Βλ. Prütting, Anwaltschaft, Rechtsschutz, Prozeßökonomie ό.π. § ΙΧ σ. 294, ο οποίος επισημαίνει ότι δεν είναι τυχαίο που η γερμανική γλώσσα με την έκφραση «σύντομη δίκη (kurz Prozess)» δηλώνει μια διαδικασία με εντελώς άδικο αποτέλεσμα.
[65]. Έτσι, Rauscher/Weber, Prozeßökonomie und effektiver Rechtsschutz. Einige Gedanken zu den §§ 549 ZPO/1460 BGB 740, 741 ZPO/313 a, 313 b, 495 a ZPO, σε: Festschrift für Dietrich Rothoeft, 1994, σ. 128.
[66]. Noske, Die Prozeßökonomie als Bestandteil des verfassungsrechtlichen Grundsatzes der Verhältnismäßigkeit ό.π. σ. 63.
[67]. BGHZ 86, 218 (223, 224). Noske, Die Prozeßökonomie als Bestandteil des verfassungsrechtlichen Grundsatzes der Verhältnismäßigkeit ό.π. σ. 64.
[68]. C. von Mettenheim, Der Grundsatz der Prozeßökonomie im Zivilprozeß, ό.π. σ. 28.