Ε. Akgunduz: Επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα – Οι αποφάσεις ΔΕΕ [C-674/18 και C-675/18] και ΑΠ 430/2024 και η διεθνής εμπειρία

73
2025
02

 

Επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα – Οι αποφάσεις ΔΕΕ [C-674/18 και C-675/18] 

και ΑΠ 430/2024 και η διεθνής εμπειρία 

Akgunduz Ευαγγελίας

ΜΔΕ Εργατικού Δικαίου 

 

Ι.

1.- Η εκ μέρους του εργοδότη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών στα πλαίσια επαγγελματικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων (“oc­cupational pension schemes”)[1] προς τους εργαζομένους, αποτελεί ένα σύγχρονο θεσμό, ταχέως εξελισσόμενο τις τελευταίες δεκαετίες στο χώρο των επιχειρήσεων, που σκοπό έχει την προσέλκυση εξαιρετικά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού και την μακροημέρευση αυτού στην επιχείρηση του εργοδότη[2].

       Ιστορικά, ο θεσμός – οι καταβολές του οποίου εντοπίζονται στη λεγόμενη «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση»[3] – γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση, αρχικώς σε χώρες χωρίς κρατικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ή χωρίς ανεπτυγμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης) (π.χ. ΗΠΑ, Καναδάς), σταδιακά επεκτεινόμενος και εκτός αυτών. Απέκτησε δε ιδιαίτερη σημασία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αφενός λόγω της κρίσης που διέρχεται το «παραδοσιακό» σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στις ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως συνεπεία του δημογραφικού προβλήματος, αφετέρου δε λόγω της δυνατότητας που παρέχει στις επιχειρήσεις να (συν)χρηματοδοτήσουν ένα επενδυτικό εγχείρημα υπό το σχήμα της προστασίας του μετα-εργασιακού βίου των εργαζομένων[4].

       2.- Παραδοσιακά, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες, σε αυτά με καθορισμένη παροχή (“de­fined benefit”, “DB”) και σε αυτά με καθορισμένη εισφορά (“defined contribution”, “DC”).

       Τα προγράμματα με «καθορισμένη παροχή» είναι αυτά στα οποία ο εργοδότης υπόσχεται να καταβάλλει προς τους εργαζόμενους, με την επέλευση του συνταξιοδοτικού κινδύνου, ήτοι με την πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, καθορισμένη παροχή (εφάπαξ ποσό ή σύνταξη), παραμένοντας υπόχρεος στην καταβολή της, ανεξάρτητα από την εξέλιξη του προγράμματος και φέροντας, σε περίπτωση ανεπάρκειας ή απώλειας των περιουσιακών του στοιχείων, τον κίνδυνο αναπλήρωσης αυτών[5]. Αντιδιαστέλλονται προς τα προγράμματα με «καθορισμένη εισφορά» (“defined contribu­tion”), κατά τα οποία ο εργοδότης καταβάλλει καθορισμένες εισφορές προς το πρόγραμμα, χωρίς να έχει καμιά άλλη νομική υποχρέωση, ακόμη και αν το πρόγραμμα δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να καταβάλλει παροχές στους εργαζόμενους[6].

3.- Ανάλογα με το εάν στη χρηματοδότηση του προγράμματος συμμετέχουν ή όχι οι εργαζόμενοι, αυτά διακρίνονται σε συμμετοχικά (“contributory”) και μη συμμετοχικά (“non con­tributory”). Πρόκειται περί τυπικού και όχι ουσιαστικού κριτηρίου διακρίσεως, καθώς ανεξάρτητα από την τυχόν προβλεπόμενη άμεση συμβολή του εργαζομένου στη χρηματοδότηση του προγράμματος, οι συνταξιοδοτικές παροχές που αποδίδονται από αυτό, αποτελούν καρπό της εργασίας του εργαζομένου και αντιπαροχή για την εκ μέρους του παρεχόμενη εργασία, αποτελώντας μία ετεροχρονισμένη εκδοχή του μισθού (μισθός «σε αναστολή», “deferred wa­ges”[7]).

Επίσης, ανάλογα με το εάν προβλέπεται δυνατότητα μονομερούς εκ μέρους του εργοδότη ανάκλησης ή κατάργησης του προγράμματος αυτό κατηγοριοποιείται ως ελευθέρως ανακλητό (“revocable”) ή μη ελευθέρως ανακλητό (“irre­vocable”). Ενώ, εάν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων του προγράμματος κατηγοριοποιείται ως τροποποιήσιμο (“amen­da­ble”) ή μη τροποποιήσιμο (“non amendable”). Οι διακρίσεις αυτές είναι ιδιαίτερης σημασίας ως προς τα συμφέροντα των εργαζομένων, καθώς οι σχετικές διατάξεις του προγράμματος είναι δυνατόν να επιτρέπουν ή να παρεμποδίζουν την «παράλυση» των συνταξιοδοτικών συμφερόντων αυτών. Η εγκυρότητα των παραπάνω διατάξεων προφανώς κρίνεται με βάση τους κανόνες της (όποιας) εθνικής έννομης τάξης, σε κάθε περίπτωση, όμως, οι ερμηνευτές τέτοιων διατάξεων θα πρέπει να συναξιολογούν  οικουμενικότερες ερμηνευτικές μεθόδους, όπως η υπέρ των εργαζομένων ερμηνεία των όρων που διέπουν την εργασιακή σχέση[8] και η σε βάρος των συντακτών προδιατυπωμένων όρων ερμηνεία αυτών (“contra proferentem”)[9].

4.- Στα προγράμματα με καθορισμένες εισ­φορές (DC) τα προβλήματα σύγκρουσης συμφερόντων είναι εξ ορισμού περιορισμένα, καθώς οι ρόλοι είναι διακριτοί και οι εισφορές που καταβάλλονται για κάθε εργαζόμενο (από τον εργοδότη του ή/και τον ίδιο) καταχωρούνται σε ατομικό λογαριασμό, την ευθύνη για τη διαχείριση του οποίου, μάλιστα, μπορεί να φέρει και ο ίδιος ο εργαζόμενος, καθιστάμενες εξ αρχής περιουσιακό στοιχείο αυτού και εκτός της εξουσίας του εργοδότη. Αντιθέτως, στο πλαίσιο των προγραμμάτων με καθορισμένες παροχές (DB) ανακύπτουν με ιδιαίτερη ένταση, καθώς το σύνολο των εξουσιών συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του εργοδότη, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί τις συγκρούσεις που εγγενώς κατοικοεδρεύουν σε τέτοιας μορφής προγράμματα, μεταξύ των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των εργαζομένων και των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων της ιδιοκτησίας του νομικού φορέα της επιχείρησης ή της διοικητικής ομάδας αυτού[10].

5.- Είναι, συνεπώς, οι εγγενείς στο οικοσύστημα των προγραμμάτων καθορισμένων παροχών συγκρούσεις και ανάγκες, που οδήγησαν σε τυπολογήσεις σχετιζόμενες: α) με τον τρόπο υπολογισμού των παροχών προς τους εργαζόμενους, ανάλογα δηλαδή με το εάν αυτές συναρτώνται προς τις αποδοχές των τελευταίων ετών του εργασιακού βίου του εργαζομένου («προγράμματα τελικού μισθού» - “final salary pension schemes”) ή προς τον μέσο όρο αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου του εργαζομένου («προγράμματα μέσου όρου αποδοχών» - “Career Average Earnings (CAE) pension schemes” και “Career Average Evalua­ted Earnings (CARE) pension schemes”) ή εάν αυτές συναρτώνται απλά προς τον χρόνο υπηρεσίας χωρίς να υφίσταται σύνδεση προς τις αποδοχές (“Flat” benefit) ή το αντίθετο (δηλ. συναρτώνται μόνο με τις αποδοχές του εργαζομένου, “earnings-related pensions”) και β) με τον τρόπο καλύψεως των υποχρεώσεων του εργοδότη, ανάλογα δηλ. με το εάν το πρόγραμμα είναι χρηματοδοτούμενο (“funded”) [οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να προβαίνει σε τακτικές ή έκτακτες εισφορές προς κάποιου είδους αποθεματικό που τηρείται από τον ίδιο ή τρίτο πρόσωπο («ταμείο» ή «ασφαλιστική εταιρεία»)] ή εάν αυτό είναι μη χρηματοδοτούμενο (“un­funded book reserve” / “pay as you go”) [οπότε ο εργοδότης υποχρεούται απλά να καταβάλλει τις τρέχουσες συνταξιοδοτικές παροχές προς τους συνταξιούχους του προγράμματος, χωρίς να υπάρχει υποχρέωσή του προς δημιουργία κάποιου «αποθεματικού»]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα προγράμματα καθορισμένων παροχών αποσκοπούν στο να παρέχουν (και παρέχουν) στους εργαζόμενους αξιοσημείωτη ασφάλεια σχετικά με τις αμοιβές που θα λάβουν στην ηλικία συνταξιοδότησης και το επίπεδο διαβίωσης που θα διατηρήσουν μετά το τέλος του εργασιακού τους βίου.

6.- Πέρα από την «κανονική» παροχή συνταξιοδότησης (σύνταξη γήρατος, η οποία σχετίζεται με το πέρας του εργασιακού βίου του εργαζομένου) συνηθίζεται να παρέχονται και άλλες, επιπρόσθετες, συνταξιοδοτικές παροχές, σχετιζόμενες είτε με ανικανότητα του εργαζομένου προς εργασία λόγω προσωρινής ή μόνιμης αναπηρίας (παροχές αναπηρίας), είτε με πρόωρη συνταξιοδότησή του (με βάση την “κανονική” παροχή συνταξιοδότησης ή και ανεξάρτητα από αυτήν). Εξίσου συνηθισμένη στη διεθνή πρακτική είναι η θέσπιση παροχών προς τους άμεσους συγγενείς του εργαζομένου (κατά κανόνα σύζυγο ή ανήλικα τέκνα), για την περίπτωση αποβίωσης αυτού[11]. Όλες οι ανωτέρω συνταξιοδοτικές παροχές, διακρίνονται τόσο από την κανονική παροχή συνταξιοδότησης, όσο και μεταξύ τους, με βάση τον συνταξιοδοτικό κίνδυνο, καθώς και τις προϋποθέσεις χορήγησής τους: οι τελευταίες αναφέρονται συνήθως (i) στην ηλικία που πρέπει να έχει συμπληρώσει κάθε μέλος, ή/και (ii) στον χρόνο υπηρεσίας που πρέπει να έχει διανύσει, ώστε να αποκτά δικαίωμα στην παροχή και εκ των πραγμάτων διαφοροποιούνται ή παραλλάσσουν από παροχή σε παροχή.

7.- Ιδιάζουσα και ιδιαίτερη είναι η περίπτωση χορήγησης παροχής σε περίπτωση διακοπής/τερματισμού του συνταξιοδοτικού προγράμματος και θέσης του σε εκκαθάριση (“win­ding up”) (παροχή “τερματισμού του προ­γράμ­ματος” ή «παροχή εκκαθάρισης»). Πρόκειται περί περιπτώσεως ιδιαιτέρως δυσχερούς γιατί – σε αντίθεση με τις λοιπές παροχές του προγράμματος – η εκκαθάριση του προγράμματος ως «κίνδυνος» για τον εργοδότη είναι δυνατόν να μην προβλέπεται ρητά σε αυτό, αλλά να συνάγεται ερμηνευτικά ως «επιτίμιο» εξόδου του εργοδότη από τις κανονικές συνταξιοδοτικές του υποχρεώσεις έναντι των εργαζομένων.

Διακριτή και αντίθετη από την ως άνω περίπτωση είναι αυτή όπου το πρόγραμμα προβλέπει την χορήγηση παροχής για τους εργαζόμενους που αποχωρούν από την υπηρεσία του εργοδότη και έτσι παύουν να είναι ενεργά μέλη αυτού [παροχή “τερματισμού της εργασιακής σχέσης” ή παροχή «αποχώρησης»]. Σε αντιδιαστολή με την παροχή εκκαθάρισης, δεν πρόκειται για «ανώμαλη» εξέλιξη της συνταξιοδοτικής σχέσης, καθώς το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα εξακολουθεί να υφίσταται και να παράγει υποχρεώσεις για τον εργοδότη σε σχέση με τον αποχωρήσαντα εργαζόμενο, αλλά για «ανώμαλη» εξέλιξη της εργασιακής σχέσης και ως εκ τούτου δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προϋποθέσεις χορήγησης της συγκεκριμένης παροχής παρουσιάζονται ιδιαιτέρως αυξημένες (ακόμα και «τιμωρητικές» κάποιες φορές – κυρίως εάν η πρωτοβουλία διάρρηξης της εργασιακής σχέσης αφορά στον εργαζόμενο)[12].

ΙΙ.

8.- Όλα τα παραπάνω είναι αυτά που οδήγησαν σε μια επόμενη διάκριση (υποκειμενική αυτή τη φορά) μεταξύ: α) των λεγόμενων “sta­keholders”, δηλαδή των προσώπων εκείνων που εξαρτούν συμφέροντα (“interests”) από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, χωρίς όμως απαραίτητα να έχουν αποκτήσει οποιοδήποτε δικαίωμα σε αυτό, β) των «ενεργών μελών» (“active mem­bers”)[13] του συνταξιοδοτικού προγράμματος και των «εν αναμονή» δικαιούχων (“deferred bene­ficiaries”[14]), όπου αμφότεροι δεν έχουν ακόμη άμεση αξίωση προς λήψη των παροχών του προγράμματος (τόσο αυτών που έχουν σωρευθεί όσο και αυτών που πρόκειται να σωρευθούν οι πρώτοι και μόνο των ήδη σωρευμένων οι δεύτεροι[15]),  πλην όμως έχουν αποκτήσει σχετικό δικαίωμα προσδοκίας (“right”) ή «προσδοκώμενη αξίωση»  (“pros­pective entitlement”) και γ) των δικαιούχων (“beneficiaries”), οι οποίοι λαμβάνουν συγκεκριμένη συνταξιοδοτική παροχή (“benefits”) από το πρόγραμμα ή έχουν «άμεση αξίωση» (“immedia­te entitlement”) προς λήψη αυτής.

9.- Ο γενικότερος όρος «συμφέρον» (“inte­rest”)[16], παραπέμπει στις ευρύτερες, κοινωνικής και οικονομικής φύσεως προσδοκίες που αναπτύσσονται στα πλαίσια του προγράμματος. Είναι εξ ορισμού νοηματικά ευρύτερος του δικαιώματος[17] και αναφέρεται στο μακροπρόθεσμο συμφέρον των ενεργών μελών, των εν αναμονή δικαιούχων και των δικαιούχων να απολαύσουν τις συνταξιοδοτικές παροχές του προγράμματος στο σύνολό τους, στον προβλεπόμενο στο πρόγραμμα χρόνο (συνήθως από το πέρας του εργασιακού τους βίου έως το πέρας του φυσικού τους βίου), κατά τον προβλεπόμενο στο πρόγραμμα τρόπο (συνήθως με βάση μία υπολογιστική «formula» και συνήθως υπό τη μορφή μηνιαίας ή ετήσιας προσόδου) και υπό τις προβλεπόμενες στο πρόγραμμα προϋποθέσεις (συνήθως χρονικές ή ηλικιακές), αλλά ανεξάρτητα από γεγονότα που εκτείνονται πέραν της σφαίρας επιρροής τους: “the wording ‘inte­rests … in respect of rights’ points to the financial interest in satisfaction which lies behind a right”[18].

Τα ανωτέρω ισχύουν και για όσους εργαζόμενους δεν έχουν ακόμη καταστεί μέλη του συνταξιοδοτικού προγράμματος (π.χ. επειδή δεν έχουν συμπληρώσει την προβλεπόμενη στο πρόγραμμα περίοδο αναμονής[19], ώστε να καταστούν μέλη του), αναμένεται, όμως, με σχετική βεβαιότητα η ένταξή τους σε αυτό και η γέννηση των σχετικών («νομίμων») δικαιωμάτων τους[20]. Το συμφέρον γεννάται αυτόματα με την πρόσληψη του εργαζομένου από τον εργοδότη (εφόσον αυτή συναρτάται άμεσα με την προοπτική εντάξεως στο πρόγραμμα), διατηρείται καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της παραμονής του στον εργοδότη ως ενεργού μέλους του προγράμματος, αλλά και μετά από την αποχώρησή του από αυτόν, εφόσον ο εργαζόμενος καθίσταται «εν αναμονή δικαιούχος» ή «δικαιούχος» των παροχών του προγράμματος, καταλαμβάνει δε και το συμφέρον του ενεργού μέλους συνταξιοδοτικού προγράμματος στη διαρκή και αδιάκοπτη σώρευση και εν συνεχεία καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών:

 “A person is said to have an interest in a thing when he has rights, advantages, duties, liabilities, losses or the like, connected with it, whether present or future, ascertained or potential”

 και “… one of the most valuable interests that an Active Member has is the ability to continue to accrue benefits on particular terms as their length of pensionable service increases, even if they have no enforceable legal right under the scheme to continue in employment (with the BBC)”[21].

Ο όρος «δικαιώματα» (“rights”) αποτελεί στενότερη και ειδικότερη νομική έννοια, η οποία ορίζεται από τις δογματικές αντιλήψεις της εφαρμοζόμενης εθνικής νομοθεσίας. Διατηρεί όμως την καθολικότητα του γενικού δικαιώματος, δηλαδή του  κοινού δικαιϊκού υπόβαθρου των επιμέρους παροχών που προβλέπονται στο πρόγραμμα και πηγάζουν από την αυτή (εργασιακή/συνταξιοδοτική) έννομη σχέση και το συμφέρον του εργαζομένου στη διατήρηση ενός υπεσχημένου επιπέδου διαβίωσης μετά την αφυπηρέτησή του από τον εργοδότη:  ““Rights” is a very general word which takes its meaning from its context, and it is a natural use of language to understand these expressions as referring to rights whether already earned or yet to be earned”[22].

Ο όρος «παροχή» (“benefit”), τέλος, συνιστά την οικονομική / μαθηματική εκδοχή των αξιώσεων των εργαζομένων η οποία οριστικοποιείται με την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα και την επέλευση του συνταξιοδοτικού κινδύνου. Αναφέρεται δηλαδή στις διατάξεις του προγράμματος και στις προϋποθέσεις που αυτές τάσσουν για τη χορήγηση έκαστης των προβλεπόμενων παροχών. Για τα ενεργά μέλη του προγράμματος οι παροχές συνήθως τελούν υπό διαμόρφωση, για όσο χρόνο τα ενεργά μέλη εργάζονται στον εργοδότη που παρέχει το πρόγραμμα. Για τους δικαιούχους (είτε τελούν «εν αναμονή», είτε όχι) οι παροχές έχουν ήδη διαμορφωθεί με βάση την πρότερη υπηρεσία τους. Έτσι, η παροχή των ενεργών μελών εμφανίζει έναν δυναμικό χαρακτήρα[23] (περιορισμένο στα προγράμματα, όπου υφίσταται σύνδεση με  τον «τελικό μισθό»[24]), σε αντίθεση με την παροχή των δικαιούχων, η οποία δεδομένα έχει σταθεροποιηθεί σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο.

 

ΙΙΙ.

10.- Στην περίπτωση ομαλής εξέλιξης της ασφαλιστικής-συνταξιοδοτικής σχέσης (μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου), ο εργαζόμενος, τα συμφέροντα του οποίου αναπτύσσονται από την πρόσληψή του και τη συναφή υπόσχεση του εργοδότη για την ένταξη αυτού στο πρόγραμμα (συνήθως μετατρεπόμενα σε δικαιώματα προσδοκίας με την ένταξή του σε αυτό), με την πλήρωση των προβλεπόμενων προϋποθέσεων αποκτά άμεση αξίωση στην κανονική παροχή του προγράμματος, η οποία υπολογίζεται με βάση τον καθορισμένο τύπο υπολογισμού («φόρμουλα») και συνήθως λαμβάνεται από τον συνταξιούχο μέχρι την αποβίωσή του χωρίς να παρεισφρέουν ιδιαίτερα (νομικά τουλάχιστον) προβλήματα. 

11.- Αντίθετα, πλήθος ζητημάτων εγείρεται στην περίπτωση «ανώμαλης» εξέλιξης της συνταξιοδοτικής σχέσης εργοδότη και εργαζομένου και, ειδικότερα, σε σχέση με το ζήτημα της δυνατότητας μονομερούς εκ μέρους του εργοδότη τροποποιήσεως ή ακόμη και ανακλήσεως του προγράμματος (και την έκταση των σχετικών εξουσιών του)[25], την διαδοχή του εργοδότη στο πρόγραμμα, καθώς και την περίπτωση της αφερεγγυότητας του εργοδότη, ενώ εσχάτως επανήλθε με ιδιαίτερη επίταση το ζήτημα της τύχης των τυχόν πλεονασμάτων (“surplus”), που προκύπτουν από την επένδυση των λοιπών κεφαλαίων του προγράμματος.

Η κατ’ εξοχήν περίπτωση κατά την οποία συγκρούονται τα συμφέροντα εργοδότη/εργα­ζομένων (ως παρόχου και δικαιούχων συνταξιοδοτικού προγράμματος), με αποτέλεσμα να ανακύπτουν ιδιαιτέρως δυσχερή δικαιοπολιτικά και δικαιοθετικά ερωτήματα, είναι αυτή της μεταβίβασης επιχείρησης (ή εγκατάστασης ή τμήματος αυτών).

12.- Στην περίπτωση αυτή, η οποία έχει ρυθμισθεί νομοθετικά τόσο στο ενωσιακό όσο και στο εθνικό δίκαιο (Οδηγία 2001/23/ΕΚ[26] και π.δ. 178/2002[27]), παρέχεται ρητή εντολή και εξουσία του Ενωσιακού νομοθέτη προς τον εθνικό, είτε να καταστήσει αυτοδίκαιη την υπεισέλευση του διαδόχου εργοδότη  στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, είτε να προστατεύσει τα συμφέροντα και δικαιώματα επί των οικείων παροχών των εργαζομένων και των πρώην εργαζομένων[28], όπως αυτά είχαν ή ελπίζονταν κατά τον χρόνο που επήλθε το (a priori) επιζήμιο γι’ αυτούς γεγονός της μεταβίβασης[29], [30]. Σκοπείται δε με τις διατάξεις αυτές «… η αποτροπή ενός συγκεκριμένου κινδύνου που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Του κινδύνου να θεωρηθεί ότι επειδή οι εργαζόμενοι στην μεταβιβαζόμενη επιχείρηση δεν είναι πλέον (από την ημερομηνία της μεταβίβασης και μετά) εργαζόμενοι του μεταβιβάζοντος, επειδή  ο μεταβιβάζων δεν έχει πλέον καμία σχέση με την μεταβιβαζόμενη επιχείρηση και επειδή ο διάδοχος αρνείται την συνέχιση της ασφάλισης, η ασφάλιση παύει αυτοδικαίως να υφίσταται και συνεπώς απόλλυνται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τόσο των μεταφερομένων στον διάδοχο όσο και των πρώην εργαζομένων της επιχείρησης που απορρέουν από την ασφάλιση»[31][32]  και η αποτροπή της βλαπτικής μεταβολής των συναφών συμφερόντων, δικαιωμάτων και παροχών των εργαζομένων, καθώς «το γεγονός (δε) ότι η υποχρέωση λειτουργίας του προγράμματος δεν μεταφέρεται στον διάδοχο εργοδότη, με σκοπό να διευκολυνθεί η μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν συνεπάγεται αντίστοιχη θυσία των δικαιωμάτων των εργαζομένων εξ’ ου και η πρόβλεψη του νόμου για την προστασία όχι μόνο των κεκτημένων δικαιωμάτων, αλλά και των δικαιωμάτων προσδοκίας»[33].

       Η επάλληλη χρήση στην Οδηγία 2001/23/ ΕΚ και των τριών όρων («συμφέροντα», «δικαιώματα», «παροχές») εκπορεύθηκε από την ευρεία συζήτηση που διεξαγόταν (και εξακολουθεί να διεξάγεται) διεθνώς, σχετικά με το νομοθετικό και συμβατικό εύρος τους, και τη ρητή επιλογή του υπερεθνικού νομοθέτη να προστατεύσει κάθε μορφής προσδοκία που αναπτύσσεται στα πλαίσια των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων αναφορικά με τις προβλεπόμενες σε αυτά παροχές γήρατος και επιζώντων. 

Έτσι, η προστασία που παρέχεται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι καθολική, αποσκοπεί στην διατήρηση άθικτων των πάσης φύσεως προσδοκιών των εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων και των πρώην εργαζομένων) ως αυτές έχουν προ της μεταβιβάσεως της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, και δεν αφορά μόνον στα δικαιώματα επί παροχών που έχουν ήδη αποκτήσει οι εργαζόμενοι, αλλά και σε αυτά επί παροχών που πρόκειται να αποκτηθούν, ως επίσης όχι μόνον στα δικαιώματα, αλλά και στα συμφέροντα που αναπτύσσονται σε σχέση με συνταξιοδοτικό πρόγραμμα: “… to ensure that the 

long-term interests of employees are protected, given that such interests, with respect to rights conferring immediate or prospective entitlement, extend, in principle, over the entire retirement period….”[34], “….in accordance with Article 3(4)(b) of Directive 2001/23, even where Member States do not make provision for applying paragraphs 1 and 3 of Article 3 to the rights mentioned in the preceding paragraph of the present judgment, the Member States must adopt the measures necessary to protect the interests of employees – including those employees no longer employed in the transferor’s business at the time of the transfer – in respect of rights conferring on them immediate or prospective entitlement to old-age benefits and survivors’ benefits under supplementary schemes referred to in Article 3(4)(a) of that directive (order of 28 January 2015, Gimnasio Deportivo San Andrés, C‑688/13, EU:C: 2015:46, paragraph 44 and the case-law cited) ….”[35], “… the obligation to adopt the measures necessary to protect the interests of the employees is incumbent on that Member State, under Article 3(4)(b) of that directive, both with respect to that portion of those rights which are transferred to the transferee and with respect to those rights which remain capable of being relied on only against the transferor ….”[36], “… for the purposes of calculation of the amount of the old‑age benefits on the occurrence of the event conferring eligibility for those benefits, the base for that calculation must be the totality of the periods of employment completed by the employee during the employment relationship, including those in the employ of the transferor, and the employee’s gross pay before the end of the employment relationship ….”[37], “… the periods of employment completed in the employ of the transferor, during which the rights to old-age benefits accrued, and of the employee’s gross pay at the time when such rights could be exercised ...”[38] “… the scope of the obligation to ensure minimum protection that is imposed, under Article 3(4)(b) of Directive 2001/23, read in the light of Article 8 of Directive 2008/94, with respect to all rights conferring prospective entitlement …”[39].

       13.- Στο ελληνικό δίκαιο, στην περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης (άρθρο 4 § 3 π.δ. 178/ 2002) εισάγεται δυνατότητα του διαδόχου εργοδότη είτε να συνεχίσει το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα (με τους ίδιους ή άλλους όρους, βλ. υποπερ. Α και Β της § 4 του άρθρου 3 του π.δ. 178/2002), είτε να αρνηθεί τη συνέχισή του. Στη δεύτερη περίπτωση τα σχετικά κεφάλαια του προγράμματος περιέρχονται κατά κυριότητα στους εργαζόμενους («ανήκουν» στους εργαζόμενους), για να ακολουθήσει το στάδιο της εκκαθάρισης αυτών, από τους εκκαθαριστές (ήτοι από κοινού τον μεταβιβάζοντα εργοδότη και τους εκπροσώπους των εργαζομένων[40]) και της διανομής τους στους εν ενεργεία εργαζόμενους και τους «εν αναμονή» δικαιούχους[41]. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης επιλέγει να περιέρχεται, στους εργαζόμενους, κατά κυριότητα, το σύνολο των σχετικών με την επιχείρηση κεφαλαίων, χωρίς να εξαιρεί το κεφάλαιο των απαιτήσεων των εργαζομένων έναντι του προγράμματος/ εργοδότη, σε συνδυασμό με τη χρήση του όρου «εκκαθάριση», εκδηλώνει την εθνική νομοθετική βούληση να συμπλεύσει με την υπερεθνική και να προστατεύσει, για μέλη και πρώην μέλη, την προβλεπόμενη στο πρόγραμμα παροχή κανονικής συνταξιοδότησης (πλήρη[42] και ακεραία[43], καταβαλλόμενη[44] ή ελπιζόμενη[45], απλώς[46] ή νομίμως[47] προσδοκώμενη).

       14.- Άλλωστε, το κατά νόμο[48] δικαίωμα του διαδόχου εργοδότη να συνεχίσει το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, «προσχωρώντας» στον κανόνα της § 1 του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002, είναι αυτό που καθορίζει και το μέτρο της προστασίας των εργαζομένων με βάση το εθνικό δίκαιο: έτσι, η παρεχόμενη στους εργαζόμενους προστασία σε περίπτωση άρνησης του διαδόχου οφείλει να είναι ισοδύναμη με την παρεχόμενη στην περίπτωση συνέχισης του προγράμματος[49],[50]. Κατά την αυτή αντίληψη ισοδύναμη οφείλει να είναι και η παρεχόμενη στους εργαζόμενους προστασία στη περίπτωση τροποποίησης του προγράμματος από τον διάδοχο εργοδότη (υποπαρ. Β της § 3 του άρθρου 4 του π.δ. 178/ 2002).

Παρεπόμενη των ανωτέρω, παρίσταται η ρητή εντολή του εκτελεστικού νομοθέτη (εάν ο διάδοχος εργοδότης αρνηθεί τη συνέχιση του προγράμματος, στα προγράμματα με καθορισμένη παροχή) το αποδοτέο στους εργαζόμενους μέγεθος να έχει ως «βάση» τη «δεδουλευμένη παροχή» ή την «παρούσα αξία μελλοντικής παροχής» (υποπαρ. Γ της § 3 του άρθρου 4 του π.δ. 178/ 2002).

Όπως έχει επισημανθεί[51], η εισαγωγή δύο παροχών και η μεταξύ τους διάζευξη, ανάγεται στην αντίστοιχη διάζευξη που υφίσταται στο κείμενο της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και επιβεβαιώνει την κατά το εθνικό δίκαιο καθολική προστασία των δικαιωμάτων ενεργών και πρώην εργαζομένων («Σύμφωνα με το άρθρο 3§4 στοιχ. β Οδηγίας 98/50 /ΕΚ τα προστατευτέα δικαιώματα των, εν ενεργεία και πρώην, εργαζομένων ορίζονται ως “κεκτημένα δικαιώματα” ή “εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν”. Ενόψει του σκοπού και του πνεύματος της διάταξης αυτής το διαζευκτικό  “ή” στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί ως δηλωτικό των ποικίλων δικαιωμάτων που μπορεί να έχουν οι, εν ενεργεία και πρώην, εργαζόμενοι με βάση την ασφαλιστική σύμβαση και όχι ως επιβάλλον στον εθνικό νομοθέτη να επιλέξει εάν θα προστατεύσει τα μεν ή τα δε. Συνεπώς, ο εθνικός νομοθέτης υποχρεούται να προστατεύσει το σύνολο των δικαιωμάτων των, εν ενεργεία και πρώην, εργαζομένων που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και μπορούν να υπαχθούν στις ανωτέρω έννοιες»[52]). Οφείλεται δε στο γεγονός ότι προστατεύονται δύο κατηγορίες εργαζομένων, δηλ. αφενός τα πρώην μέλη και αφετέρου τα ενεργά μέλη του προγράμματος,  τα δικαιώματα καθεμίας εκ των οποίων βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση («Η αναφορά σε δύο τρόπους εκκαθάρισης οφείλεται στο γεγονός ότι το π.δ. προστατεύει δύο ομάδες εργαζομένων, που βρίσκονται όμως σε σχέση με τις παροχές του συνταξιοδοτικού προγράμματος σε διαφορετική κατάσταση με διαφορετικά συμφέροντα και δικαιώματα. Η προσδοκία των εργαζομένων, η σχέση εργασίας των οποίων έχει παύσει να υφίσταται κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, όπως προκύπτει από το π.δ. είναι και αυτή προστατεύσιμη, όμως λόγω της λύσης της εργασιακής σχέσης έχει χάσει τη δυναμική της την οποία διαφορετικά θα διατηρούσε, αν η εργασιακή σχέση συνεχιζόταν κανονικά. Ως προς την κατηγορία αυτή η εκκαθάριση πρέπει να γίνει με βάση την δεδουλευμένη παροχή[53]. ….ως προς τους εργαζομένους που κατά τον χρόνο της μεταβίβασης είχαν ενεργό σχέση εργασίας και συνεπώς το δικαίωμα προσδοκίας τους διατηρεί τον δυναμικό του χαρακτήρα, η εκκαθάριση πρέπει να γίνει με βάση την «παρούσα αξία μελλοντικής παροχής», δηλαδή της παροχής που αντιστοιχεί τόσο στην ήδη παρασχεθείσα όσο και στη μελλοντική υπηρεσία του εργαζομένου και μέλους του προγράμματος, γιατί και η δυναμική αυτή, που στην περίπτωση των εργαζομένων αυτών εμπεριέχεται στο δικαίωμα προσδοκίας τους από το πρόγραμμα, είναι προστατεύσιμη.»[54]).

       Η χρήση του όρου «με βάση», υποδηλώνει τόσο το ελάχιστο (“minimum”) ποσό που δικαιούνται να λάβουν οι εργαζόμενοι από την εκκαθάριση των κεφαλαίων του προγράμματος (ανεξάρτητα δηλαδή από την οικονομική και επενδυτική κατάσταση του προγράμματος, καθώς τους σχετικούς κινδύνους φέρει ο εργοδότης) όσο και την αξίωση αυτών για λήψη και του τυχόν “κεφαλαίου πλεονάσματος”. Παρότι ο ακριβής τρόπος κατανομής του  πλεονάσματος μεταξύ των εργαζομένων δεν καθορίζεται από την νομοθεσία, ορθότερη είναι η εφαρμογή της, γενικώς ισχύουσας στο ελληνικό δίκαιο, αρχής της σύμμετρης ικανοποίησης. Μάλιστα, αν και οι «εν αναμονή» δικαιούχοι έχουν παύσει να σωρεύουν παροχές/εισφορές (και άρα να εισφέρουν στο ενεργητικό του προγράμματος και στην εντεύθεν αύξηση των κεφαλαίων του), θα φαινόταν ορθό να συμμετέχουν και αυτοί στη διανομή του πλεονάσματος (στο βαθμό βέβαια που αυτό αφορά στην μεταβιβαζόμενη επιχειρηματική οντότητα)[55]. Άλλωστε, η συμμετοχή των εργαζομένων στη διαδικασία εκκαθάρισης, όπως και πρόβλεψη περί κυριότητας των εργαζομένων επί των σχετικών κεφαλαίων του προγράμματος (χωρίς περαιτέρω διάκριση, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή και του τυχόν πλεονάσματος), επιβεβαιώνουν ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης κεφαλαίων συνταξιοδοτικού προγράμματος λόγω μεταβιβάσεως, το τυχόν πλεόνασμα (“surplus”) δεν θα λαμβάνεται από τον εργοδότη, αλλά θα υπόκειται σε διανομή προς τους εργαζόμενους.

       Εξαιτίας δε της φύσης των κανόνων του π.δ. 178/2002 ως αναγκαστικού δικαίου[56], προσφυγή στη συμφωνία των εκκαθαριστών (εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων) είναι δυνατή είτε σε σχέση με την διαδικασία εκκαθάρισης καθαυτή (π.χ. με τον τρόπο ή το τίμημα εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν τα κεφάλαια του προγράμματος), είτε σε περίπτωση υπάρξεως πλεονάσματος (“surplus”), είτε για την επίτευξη συμβιβασμού (871 ΑΚ) μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, εφόσον τούτο συγχωρείται με βάση τις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου[57] και την αρχή της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του[58].

       15.- Τα ανωτέρω θεμελίωσε (και δικαιοπολιτικά) το Ανώτατο Ακυρωτικό[59], το οποίο έκρινε ότι «Σε περίπτωση προγράμματος ομαδικής ασφάλισης σε ασφαλιστική επιχείρηση, με καθορισμένη παροχή, τη συνέχιση του οποίου αρνείται ο νέος εργοδότης, τα σχετικά κεφάλαια ανήκουν στους εργαζομένους και εκκαθαρίζονται υποχρεωτικά με σκοπό τη διανομή τους στους δικαιούχους. Ορίζοντας ο νομοθέτης ότι τα σχετικά κεφάλαια "ανήκουν" στους εργαζομένους επιβεβαιώνει ότι με την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση γεννάται αξίωση των εργαζομένων για άμεση εκκαθάριση και καταβολή της παροχής, ως να έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος.»[60], [61] και ότι «… ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού προγράμματος ως οικειοθελούς παροχής δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης επιλέγει ελεύθερα τη μέθοδο διανομής, διότι στην περίπτωση που ο εργοδότης ισχυρίζεται ότι το ασφαλιστικό πρόγραμμα είχε χαρακτήρα οικειοθελούς παροχής και ότι επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα ανάκλησης, τα δικαιώματα των εργαζομένων που έχουν ήδη αποκτηθεί και στα οποία περιλαμβάνονται τα δικαιώματα προσδοκίας, καταλαμβάνουν και τη δεδουλευμένη και τη μελλοντική υπό αίρεση παροχή και δεν παραβλάπτονται. Τούτο οφείλεται στο χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002 ως αναγκαστικού δικαίου (για το χαρακτήρα της διάταξης βλ. ΑΠ 317/  2022, 1629/2017). Η διακοπή της λειτουργίας του προγράμματος λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης λειτουργεί διαφορετικά από οποιονδήποτε προβλεπόμενο στο ασφαλιστικό πρόγραμμα λόγο διακοπής, δηλαδή λειτουργεί ως πλασματική επέλευση του κινδύνου, εξ αιτίας της πρόθεσης του υπερεθνικού νομοθέτη να προστατεύσει τα συμφέροντα των εργαζομένων, το γεγονός δε ότι η υποχρέωση λειτουργίας του προγράμματος δεν μεταφέρεται στον διάδοχο εργοδότη, με σκοπό να διευκολυνθεί η μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν συνεπάγεται αντίστοιχη θυσία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, εξ' ου και η πρόβλεψη του νόμου για την προστασία όχι μόνο των κεκτημένων δικαιωμάτων, αλλά και των δικαιωμάτων προσδοκίας»[62]και πως «Δικαίωμα συμμετοχής στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης έχουν οι εργαζόμενοι που διατηρούν ενεργή σχέση εργασίας με τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση, αλλά και όσοι έχουν ήδη αποχωρήσει και χαρακτηρίζονται ως εν αναμονή δικαιούχοι … Οι εργαζόμενοι αυτοί, εφόσον συμπλήρωσαν την υποχρέωση του ελάχιστου χρόνου παραμονής στην υπηρεσία του εργοδότη που τέθηκε ως προϋπόθεση για να έχουν δικαίωμα στην ασφαλιστική παροχή (περίοδος θεμελίωσης), δικαιούνται την καταβολή της δεδουλευμένης παροχής τους ...»[63].

Συνεπώς, στην κατά το π.δ. 178/2002 διαδικασία εκκαθάρισης και διανομής (ανεξάρτητα από το ανακλητό ή μη του προγράμματος[64] και ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για μεταβίβαση επιχείρησης ή τμήματος επιχείρησης[65]) δικαιούνται να συμμετάσχουν: (α) οι εν ενεργεία εργαζόμενοι, που κατά την ημερομηνία μεταβίβασης πληρούν τις τασσόμενες από το πρόγραμμα προϋποθέσεις για τη λήψη συνταξιοδοτικής παροχής σε περίπτωση πλασματικής επέλευσης του συνταξιοδοτικού κινδύνου, λαμβάνοντας παροχή που αντιστοιχεί τόσο στην ήδη παρασχεθείσα, όσο και στη μελλοντική υπηρεσία τους και (β) οι εν αναμονή δικαιούχοι που κατά την αποχώρησή τους πληρούσαν τις τασσόμενες από το πρόγραμμα προϋποθέσεις για τη λήψη συνταξιοδοτικής παροχής σε περίπτωση πλασματικής επέλευσης του συνταξιοδοτικού κινδύνου, λαμβάνοντας παροχή που αντιστοιχεί στην παρασχεθείσα υπηρεσία τους.

 

IV.

       16.- Πέραν όμως των προστατευόμενων  δικαιωμάτων (καταρχάς δικαιώματα επί της παροχής κανονικής συνταξιοδότησης, αλλά και των λοιπών παροχών του προγράμματος) και των προστατευόμενων μεγεθών (η «δεδουλευμένη» για τους πρώην εργαζόμενους και η «(παρούσα αξία) μελλοντικής παροχής» για τους «υπό αίρεση» ενεργούς εργαζόμενους), επί των οποίων νομολογία[66] και νομική θεωρία[67] δεν φαίνεται ότι διαφωνούν, το Ανώτατο Ακυρωτικό προέβη σε κρίσεις ιδιαίτερης σημασίας σε σχέση με τη μεθοδολογία που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, ώστε να  επιμετρηθούν τα μεγέθη της «δεδουλευμένης παροχής» και της «(παρούσας αξίας) μελλοντικής παροχής» όσο και σε σχέση με την προστασία των εργαζομένων οι οποίοι δεν είχαν αποκτήσει «νόμιμο δικαίωμα προσδοκίας», αλλά περιορίζονταν σε «απλή προσδοκία» επί των παροχών του προγράμματος. [Με την ΑΠ 430/2024 εισάγεται διάκριση, μεταξύ (προστατευόμενων) «νομίμων προσδοκιών» και (μη προστατευόμενων) «απλών προσδοκιών», με τις πρώτες να γεννώνται μόλις το δικαίωμα επί της ελεγχόμενης παροχής εισέλθει σε «υπό αίρεση» στάδιο[68]].

17.- H από τον νομοθέτη του π.δ. 178/2002 χρήση, παράλληλα προς τους ελληνικούς όρους «δεδουλευμένη παροχή» και «μελλοντική παροχή» των εντός παρενθέσεως αγγλικών όρων “accrued benefit” και “project benefit”, καταδεικνύει την βούληση αυτού να αποτελέσει αφετηρία του υπολογισμού των ως άνω μεγεθών η (μελλοντική) παροχή κανονικής συνταξιοδότησης ως ήδη διαμορφωμένη («πλασματική επέλευση του κινδύνου») και όχι ως τελούσα υπό διαμόρφωση («τεκμαιρόμενη επέλευση του κινδύνου») {«project benefit” και όχι  “projected benefit” αλλά και “accrued benefit” και όχι “accumulated benefit”}. Έτσι,  η μεν «μελλοντική παροχή», είναι η παροχή κανονικής συνταξιοδότησης ακεραία, καθώς υπολογίζεται με βάση τον «συνολικό χρόνο» υπηρεσίας  («… οι μελλοντικές ισόβιες καταβολές της παροχής, η οποία υπολογίζεται βάσει των δεδομένων του εργαζομένου που θα ισχύσουν κατά την ημερομηνία κανονικής συνταξιοδότησής του, δηλαδή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου»)[69](με μόνη απομείωση την αφαίρεση προεξοφλητικού τόκου από το χρονικό σημείο υπολογισμού -ημερομηνία μεταβίβασης- μέχρι την ηλικία κανονικής συνταξιοδότησης), ενώ η «δεδουλευμένη παροχή» είναι  η ίδια παροχή κανονικής συνταξιοδότησης προσαρμοσμένη στον «δεδουλευμένο χρόνο» υπηρεσίας και την αναλογία αυτού προς τον «συνολικό χρόνο» υπηρεσίας («… οι παροχές του προγράμματος υπολογιζόμενες ως εάν ήταν καταβλητέες κατά την ημερομηνία άρνησης του διαδόχου με βάση τον “δεδουλευμένο χρόνο” και όχι το συνολικό χρόνο μέχρι την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου.»)[70] (χωρίς καμία  απομείωση). Δεν αξιολογούνται συνεπώς πιθανότητες, όπως αυτή του θανάτου ή της αποχώρησης ή της τροποποίησης ή ανάκλησης του προγράμματος[71], οι οποίες υπό την αντίθετη περίπτωση θα ήταν ορθότερο να αξιολογηθούν και να επιμετρηθούν. Πρόκειται περί, συμβατής με το ενωσιακό δίκαιο, αιτιοκρατικής ερμηνείας του κανόνα δικαίου (4 § 3 υποπαρ. Γ π.δ. 178/ 2002), η οποία θεωρεί βέβαιη την ομαλή εξέλιξη της εργασιακής/ασφαλιστικής σχέσης εργοδότη και εργαζομένου και δεδομένη τη σώρευση παροχών μέχρι την ηλικία κανονικής συνταξιοδότησης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη αβεβαιότητες και χωρίς να επιμετρά πιθανότητες. 

18.- Η ιδία, όπως παραπάνω, αιτιοκρατική προσέγγιση του Ανώτατου Ακυρωτικού δεν εκδηλώνεται μόνο στις περί του αντικειμενικού πεδίου προστασίας του π.δ. 178/2002 σκέψεις του, αλλά και στις περί του υποκειμενικού, και εκφράζεται κυρίως στη κρίση του ότι εξαιρούνται από την προστασία οι εργαζόμενοι με «απλή προσδοκία δικαιώματος» και όχι «νόμιμη προσδοκία δικαιώματος»[72], ακόμη και εάν αυτοί έχουν καταστεί μέλη ή εάν σωρεύονται και για λογαριασμό τους ασφαλιστικές εισφορές που περιλαμβάνονται στο διανεμητέο κεφάλαιο. Τέτοια κρίση όμως (η οποία θεωρεί βέβαιη την μη εκπλήρωση όσων προϋποθέσεων δεν είχαν εκπληρωθεί κατά την ημερομηνία μεταβίβασης και δεδομένη την «πρώιμη» παύση σώρευσης παροχών για τους εργαζόμενους με απλή προσδοκία δικαιώματος), φαίνεται ασύμβατη με τις επιταγές της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και αποκλίνουσα από το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του π.δ. 178/2002[73].

Και αυτό γιατί, κατά την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ, η Οδηγία 2001/23/ΕΚ επιβάλλει στα κράτη-μέλη την προστασία του συνόλου των δικαιωμάτων των εργαζομένων με γνώμονα τα συμφέροντα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο συνταξιοδοτικού προγράμματος και χωρίς να υφίσταται δυνατότητα των κρατών μελών να εξαιρέσουν κατηγορίες εργαζόμενων από την παρεχόμενη προστασία (π.χ. με το σκεπτικό ότι τα δικαιώματα προσδοκίας αυτών δεν είναι «οριστικά»). Αναγνωρίζει, έτσι, τη θεσμική δυνατότητα κάθε κράτους-μέλους να ορίσει το ίδιο την νομική έννοια του δικαιώματος (“προσ­δοκίας” στη συγκεκριμένη περίπτωση)˙ επιβάλλει όμως την υποχρέωση σε αυτό να προστατεύσει τα συμφέροντα των εργαζομένων με βάση την κοινή αντίληψη που έχει διαμορφωθεί επί των σχετικών εννοιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης: “… the recognition that Member States have such a discretion cannot have the result that the effectiveness of the provisions of that directive, particularly Article 8 of that directive, is undermined. That would be the case if a Member State were permitted to exclude certain categories of rights conferring prospective entitlement, with the meaning of its domestic law, from the scope of the obligation to ensure minimum protection that is imposed, under Article 3(4)(b) of Directive 2001/23, read in the light of Article 8 of Directive 2008/94, with respect to all rights conferring prospective entitlement.”[74][75].

Ταυτόχρονα, και η διατύπωση του π.δ. 178/ 2002 οδηγεί στο αυτό συμπέρασμα, καθώς ο εκτελεστικός νομοθέτης, όχι μόνον ορίζει ότι τα κεφάλαια του προγράμματος «ανήκουν» σε όλους (αδιακρίτως) τους εργαζόμενους, αλλά και κάνει χρήση του όρου “κεκτημένα” δικαιώματα (όρου προφανώς ευρύτερου του όρου δικαιώματα “προσδοκίας”, καθώς για την κάλυψη της στενότερης έννοιας της άμεσης αξίωσης[76] χρησιμοποιείται (στην υποπαρ. ΣΤ της § 3 του άρθρου 4 του π.δ. 178/2002) ο όρος “υφιστάμενα” δικαιώματα, προστατεύοντας έτσι και τα πρόσωπα εκείνα τα οποία θα ήταν δυνατό με βάση το γενικό εθνικό δίκαιο να έχουν αξιολογηθεί – σε περίπτωση απουσίας σχετικής ειδικής ρύθμισης – ως μη προστατευόμενα.

 

V.

19.- Εκ πρώτης όψεως, τα ανωτέρω υποδεικνύουν μία κάποια «υποκειμενική» ασυμμετρία μεταξύ αφενός της υπερεθνικής και εθνικής νομοθετικής βουλήσεως και αφετέρου των κρίσεων του Ανωτάτου Ακυρωτικού, καθώς η κατά τα ανωτέρω ικανοποίηση των συμφερόντων των εργαζομένων δεν εξαντλεί, ούτε την υποχρέωση του εθνικού δικαίου έναντι της ενωσιακής έννομης τάξης, ούτε αυτήν του εργοδότη έναντι του συνόλου των προσώπων εκείνων, τα οποία, ενώ έχουν (γεγενημένο) συμφέρον, δεν πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων, ώστε να  επωφεληθούν από την πλασματική επέλευση του κινδύνου. 

Η ασυμμετρία αυτή όμως αμβλύνεται και κατά το ίδιο το Ακυρωτικό, καθώς – εκ του νόμου – συνέπεια της άρνησης του διαδόχου είναι όχι μόνον η πλασματική επέλευση του κινδύνου συνταξιοδότησης, αλλά και η θέση αυτού υπό εκκαθάριση (φυσική επέλευση κινδύνου εκκαθάρισης)[77]: «Η διακοπή της λειτουργίας του προγράμματος λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης λειτουργεί διαφορετικά από οποιονδήποτε προβλεπόμενο στο ασφαλιστικό πρόγραμμα λόγο διακοπής, δηλαδή λειτουργεί ως πλασματική επέλευση του κινδύνου εξαιτίας της πρόθεσης του υπερεθνικού νομοθέτη να προστατεύσει τα συμφέροντα των εργαζομένων, …»[78]. Στην περίπτωση των προσώπων για τα οποία δεν έχει επέλθει πλασματικώς ο συνταξιοδοτικός κίνδυνος, καθώς δεν έχουν αποκτήσει «νόμιμο δικαίωμα προσδοκίας», η εκκαθάριση (η «παύση» ή «διακοπή» του προγράμματος, το οποίο εκ των πραγμάτων δεν παράγει πλέον παροχές για αυτά) συνιστά την επέλευση ενός ανεξάρτητου κινδύνου, τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια του οποίου οφείλουν επίσης να αξιολογηθούν. Έτσι, στην περίπτωση αυτήν: «Με δεδομένο ότι στην ασφαλιστική σύμβαση ενδέχεται να ορίζεται, ευθέως ή καθ’ ερμηνεία της (σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ), ο τρόπος εκκαθάρισης, ανακύπτει το ερώτημα εάν αυτός, ο συμβατικά οριζόμενος τρόπος εκκαθάρισης, εφαρμόζεται υποχρεωτικά και στην περίπτωση που η εκκαθάριση ακολουθεί την άρνηση του διαδόχου να συνεχίσει την ασφαλιστική σύμβαση. Δεδομένου ότι από τον τρόπο εκκαθάρισης εξαρτάται το ύψος του ποσού (δηλαδή της παροχής) που θα λάβει ο εργαζόμενος και η παροχή ως προς όλα τα στοιχεία της ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση, γίνεται δεκτό ότι εάν ο οριζόμενος στην ασφαλιστική σύμβαση τρόπος είναι εξ αυτών που ορίζει ο νόμος δεσμεύει τους εκκαθαριστές»[79].

Και εάν μεν έχει τεθεί στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα όρος, η εφαρμογή του οποίου συνεπάγεται την χορήγηση παροχής εκκαθάρισης, προς τους εργαζόμενους (ή σε κάποιους από αυτούς)[80], θα λάβει χώρα προσφυγή στη ρήτρα του προγράμματος, που προβλέπει τη σχετική παροχή. Σε περίπτωση δε απουσίας τέτοιου ρητού όρου, προς ανεύρεση της ύπαρξης δικαιώματος των εργαζομένων σε παροχή εκκαθάρισης, θα χωρήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ[81], ερμηνεία των διατάξεων του προγράμματος και ιδίως εκείνων που σχετίζονται με τη δυνατότητα του εργοδότη, αφενός να ανακαλέσει (ολικά ή μερικά) το πρόγραμμα, αφετέρου να τροποποιήσει (ολικά ή μερικά) τις σχετικές με τον τρόπο υπολογισμού των συνταξιοδοτικών παροχών του προγράμματος ρήτρες.

20.- Κατά τις οικείες ρήτρες, υπάρχει το ενδεχόμενο ο εργοδότης να έχει συμβατικώς αποκλείσει τη δυνατότητα μονομερούς τροποποιήσεως/ανακλήσεως/διακοπής του προγράμματος, όντας ανέκκλητα δεσμευμένος και για το μέλλον έναντι των εργαζομένων, οπότε η σχετική δέσμευση καταλαμβάνει, όχι μόνον τα παρελθόντα αλλά και τα μελλοντικά έτη υπηρεσίας αυτών μέχρι και την συμπλήρωση της ηλικίας κανονικής συνταξιοδότησης[82]. Στην αντίθετη περίπτωση που ο εργοδότης έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως/ανακλήσεως/διακοπής του προγράμ­ματος, χωρίς καμία απολύτως προϋπόθεση ή περιορισμό, επιβάλλεται περιορισμός του δικαιώματος του εργοδότη να αναιρέσει ex tunc τις παροχές που στηρίζονται στην προϋπηρεσία των εργαζομένων μέχρι τη στιγμή της τροποποίησης του προγράμματος (σωρευμένες ή «δεδουλευμένες» παροχές / εισφορές). Συνεπώς, η από μέρους του εργοδότη άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως δρα μόνο για το μέλλον[83] και δεν καταλαμβάνει τις παροχές που είναι συνδεδεμένες με τα προηγούμενα έτη υπηρεσίας του εργαζομένου.). Αυτή είναι και η ελάχιστη προστασία που παρέχεται από το εθνικό δίκαιο και αφορά στη δεδουλευμένη παροχή εργαζομένου, στο πρόσωπο του οποίου υφίσταται «απλή προσδοκία»[84]στην παροχή κανονικής συνταξιοδότησης προγράμματος το οποίο τυπολογείται ως ελευθέρως ανακλητό.  

21.- Συνηθέστερη είναι βέβαια στη διεθνή πραγματικότητα (η νομική εμπειρία της οποίας θα ήταν ίσως χρήσιμο να εκτεθεί στο παρόν) η εκ μέρους του εργοδότη επιφύλαξη ως προς τη δυνατότητα τροποποίησης/ανάκλησης/διακο­πής του προγράμματος, αλλά υπό την προϋπόθεση (“Fetter” / “Restriction”) της μη επέμβασης στις  παροχές ή στα δικαιώματα ή συμφέροντα των εργαζομένων.

Και εάν μεν ο συμβατικός περιορισμός στις σχετικές δυνατότητες του εργοδότη, αφορά στην προστασία των δεδουλευμένων παροχών (“accrued benefits”) των εργαζομένων, και δεν του επιτρέπει: «να επηρεάσει τις παροχές που έχουν διασφαλισθεί από προηγούμενες εισφορές» (“vary or affect any benefits already secured by past contributions”[85]) ή «να μειώσει τις παροχές μέλους από το πρόγραμμα» (“decreasing the pecuniary benefits secured to or in respect of” a member “under the Scheme”[86]) ή «να θίξει δικαιώματα και συμφέροντα μέλους σε σχέση με παροχές που σωρεύθηκαν πριν την τροποποίηση» (“the rights and interests” of a member would be prejudiced (or substantially prejudiced) “insofar as such rights and interests concern benefits secured in terms of the Scheme” prior to the amendment”[87]) ή «να μειώσει την αξία των παροχών που έχουν διασφαλισθεί από εισφορές που έχουν ήδη δοθεί» (“reduce the value of benefits secured by contributions already made”[88]) ή «να ανακαθορίσει ή να θίξει τις παροχές που σωρεύθηκαν σε σχέση με τον χρόνο παραμονής του μέλους στο πρόγραμμα ως εκείνη τη στιγμή» (“prejudice or impair the benefits accrued in respect of membership up to that time”[89]) ή «να μειώσει τη συνολική αξία των παροχών μέλους που σωρεύθηκαν μέχρι την ημερομηνία τροπο­ποίησης» (“substantially “reduce in aggregate the value ... of the benefits accrued due in respect of any Member up to the date of such alteration””[90]) {γενικά αναφερόμενες ως “Courage clauses”}, τότε, όταν η συνταξιοδοτική παροχή αποτελεί συνάρτηση του τελικού μισθού του μέλους (“final salary link”), o όρος «δεδουλευμένη πα­ροχή» διατηρεί την αναγωγή σε αυτόν, ενώ στα προγράμματα «μέσου μισθού» τέτοια αναγωγή ελλείπει: “In the absence of express definition, I see no reason to exclude any benefit to which a member is prospectively entitled if he continues in the same employment and which has been acquired by past contributions, and no reason to assume he has retired from such employment …”[91], και, “… I conclude that the effect of the Fetter is to render ineffective amendments which reduce the value of benefits, and in particular the future salary benefits, which have accrued to members by virtue of their Service down to the date of the amendment. An amendment to convert such benefits from a final salary entitlement to a money purchase entitlement is permissible, but only subject to an underpin which preserves the future monetary value of the proportion of the Final Pensionable Pay which the member has accrued in respect of pre-amendment Service”[92]. “Accordingly the benefits earned in a particular year are to be taken to include the final salary link – what has been earned is to be taken to be a bundle of rights which amount to a formula, not a crystallised amount that can be assessed at the time of amendment, like the notional leaving service benefit at that time”[93]. Πρόκειται περί της ιδίας αντίληψης, την οποία εξέφρασε το Ανώτατο Ακυρωτικό με τον όρο «δεδουλευμένος χρόνος» της παροχής κανονικής συνταξιοδότησης («Δεδουλευμένη παροχή είναι …. οι παροχές του προγράμματος υπολογιζόμενες ως εάν ήταν καταβλητέες κατά την ημερομηνία άρνησης του διαδόχου με βάση τον “δεδουλευμένο χρόνο” και όχι το συνολικό χρόνο μέχρι την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου.»)[94], καθώς και το ΔΕΕ, σύμφωνα με το οποίο για τον σκοπό της προστασίας του εργαζομένου θα ληφθούν υπόψη  «… the periods of employment completed in the employ of the transferor, during which the rights to old-age benefits accrued, and of the employee’s gross pay at the time when such rights could be exercised….»[95].

Εφόσον, αντίθετα, η πρόβλεψη περί απαγόρευσης επέμβασης αφορά στα κεκτημένα ή δεδουλευμένα ή σωρευμένα δικαιώματα (“accrued rights”) των μελών συνταξιοδοτικού προγράμματος, προστατεύει, όχι μόνον τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αφορούν σε υπηρεσία που πράγματι παρασχέθηκε μέχρι την ημερομηνία τροποποίησης (“past service rights”), αλλά και εκείνα που αναφέρονται  στη μελλοντική υπηρεσία (“future service rights”) του εργαζομένου[96]:  (“109. In these circumstances, I approach the construction of reg. 43 … as applying to amendments affecting future service rights as well as past service rights” και «114 … Or, more simply, “accrued rights” here means “rights accrued now or accrued in the future”»).Πρόκειται επίσης περί τηςαντίληψης τηνοποία εξέφρασε τοΑνώτατο Ακυρωτικό κρίνοντας ότι«τα δικαιώματατων εργαζομένων πουέχουν ήδη αποκτηθείκαι στα οποίαπεριλαμβάνονται τα δικαιώματαπροσδοκίας καταλαμβάνουν καιτη δεδουλευμένη καιτη μελλοντική υπόαίρεση παροχή καιδεν παραβλάπτονται», όπωςκαιο Kαθηγητής Ζερδελήςεκφράζοντας την άποψηότι«η εκκαθάριση πρέπει να γίνει με βάση την «παρούσα αξία μελλοντικής παροχής», δηλαδή της παροχής που αντιστοιχεί τόσο στην ήδη παρασχεθείσα όσο και στη μελλοντική υπηρεσία του εργαζομένου …»[97], καθώςκαιτοΔΕΕ, σύμφωνα με το οποίο, «for the purposes of calculation of the amount of the old‑age benefits on the occurrence of the event conferring eligibility for those benefits, the base for that calculation must be the totality of the periods of employment completed by the employee during the employment relationship, including those in the employ of the transferor, and the employee’s gross pay before the end of the employment relationship»[98].

Το αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο σε σχέση με ρήτρες που απαγορεύουν την επέμβαση σε συμφέροντα των μελών του προγράμματος. Τέτοιου είδους ρήτρες κρίθηκε[99] ότι προστατεύουν και το συμφέρον των μελών να εξακολουθήσουν να σωρεύουν μελλοντικές παροχές με την εργασία τους στον εργοδότη, ακόμη και εάν δεν υφίσταται σχετική αγώγιμη αξίωσή τους: “… the focus of the inquiry is a comparison between the position that Active Members have under the scheme before amendment and the position in which they would be if the amendment were made. If the before and after positions are different, then their “interests” are affected. He decided that the concept of “interests” embraced not only rights earned by past service, but also the linkage of the value of those past service rights to final salary and, in addition, the ability of members to accrue any future service benefits under the scheme as it stood before any variation ….”[100][101]. 

 

Συμπέρασμα

 Το αντικειμενικό πεδίο προστασίας των εργαζομένων και των πρώην εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ή εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης  καταλαμβάνει το συμφέρον των εργαζομένων στην προστασία και εφαρμογή της φόρμουλας υπολογισμού των παροχών του προγράμματος, τις οποίες έχουν άμεσα αξίωση να απολαύσουν, καθώς επέρχεται πλασματικώς ή φυσικώς η συμπλήρωση των προϋποθέσεων καταβολής αυτών ενώ, το υποκειμενικό πεδίο προστασίας καταλαμβάνει όλους τους εργαζόμενους οι οποίοι συναρτούν συμφέροντα από συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, και ιδίως όσους, έχοντας καταστεί μέλη αυτού, αποβλέπουν στις παροχές του προγράμματος, τις οποίες θα απολαύσουν μετά την συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης. Αυτή είναι η σαφής κρίση τόσο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του Αρείου Πάγου και οποιοδήποτε δευτερεύον ζήτημα οφείλει να αξιολογείται υπό το φως της κρίσεως αυτής. 

 



 [1]. Τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα δεν είναι «γνήσιες» συμβάσεις ασφάλισης, όπως τις αντιλαμβάνεται το ασφαλιστικό δίκαιο (ν. 2496/1997, ν. 4364/2016). Είναι, βεβαίως, συμβάσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων (συνήθως προσχωρήσεως), παράγουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους συμβαλλόμενους, διατηρούν τον δεσμό τους με την σχέση εργασίας αλλά και την αυτονομία τους σε σχέση με τυχόν «συμβάσεις υπέρ τρίτου», τις οποίες είθισται να καταρτίζουν οι εργοδότες με ασφαλιστικές επιχειρήσεις με αντικείμενο την ανάθεση της διαχείρισης του προγράμματος στις τελευταίες. Βλ. Δουλτσίνου, Τα δικαιώματα των εργαζομένων στην εκ του νόμου εκκαθάριση συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, ΝοΒ 2019. 386, υποσ. 13, με π.τ. παραπομπές, Δούκα Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 430/2024, ΕλλΔνη 2024. 745, 747 και σχετικές υποσημειώσεις.

[2]. Βλ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Αρμ 1995. 1126, Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, 2022 σ. 918.

[3]. Ιστορικά ως πρώτο πρόγραμμα ασφάλισης γήρατος εργαζομένων σε επιχείρηση καταγράφεται αυτό της AmericanExpress Company, το έτος 1875, βλ. Jennifer L. Pratt, Reversion of Surplus Pension Assets Upon Plan Termination: Is It Consistent with the Purpose of ERISA?, Indiana Law Journal 62 (1987). 805.

[4].ΤονΟκτώβριοτουέτους 2024 τοπλεόνασμαστααποθεματικάτωνσυνταξιοδοτικώνπρογραμμάτων DB (γιαορισμόβλ. αμέσωςκατωτέρωυπό 2) τουΗνωμένουΒασιλείουυπολογίστηκεστα 330 διςλίρες (!) απότην PwC, βλ. από 7 Νοεμβρίου 2024 δελτίοτύπου “UK DB pension schemes reach new record funding level ahead of potential pensions overhaul”.

[5]. Βλ. ΕπιτροπήτηςΕ.Ε., Classification of funded pension schemes and impact on government finance (30.8.2004), σ. 5: ““defined-benefit funded schemes” where, although there is an accumulation of assets as mentioned above, the unit responsible for management of the scheme bears the financial risk, taking the commitment to pay a promised level of benefits irrespective of the value of the accumulated assets.” και “Private Pensions: OECD Classification and Glossary” (2005), σ. 14: ““Traditional” DB plan: a DB plan where benefits are linked through a formula to the members’ wages or salaries, length of employment, or other factors”.

[6]. § 8 τουΔΛΠ 19: ”Defined contribution plans are post-employment benefit plans under which an entity pays fixed contributions into a separate entity (a fund) and will have no legal or constructive obligation to pay further contributions if the fund does not hold sufficient assets to pay all employee benefits relating to employee service in the current and prior periods”, πουτέθηκεσεισχύστηνΕυρωπαϊκήΈνωσημετονΚανονισμό (ΕΚ) 1725/2003. Ο ως άνω Κανονισμός αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1126/2008 και ο τελευταίος από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2023/1803, χωρίς όμως να μεταβληθεί ο ανωτέρω ορισμός. Έτσι καιοορισμόςτουΟΟΣΑ (OECD), ό.α.: “Defined contribution (DC) occupational pension plan: occupational pension plans under which the plan sponsor pays fixed contributions and has no legal or constructive obligation to pay further contributions to an ongoing plan in the event of unfavourable plan experience”.

[7]. Έτσι και η αντίληψη του ΔΕΚ/ΔΕΕ, βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88 (Barber), σκ. 12: “…the fact that certain benefits are paid after the termination of the employment relationship does not prevent them from being in the nature of pay…”, όπως και Supreme Court of Canada, απόφασητης 29ης Ιουλίου 2004, Monsanto Canada v. Ontario Superintendent of Financial Services, σκ. 23. Ομοίως και η αντίληψη των Δικαστηρίων των ΗΠΑ, βλ. ενδεικτικά Supreme Court of Arizona, απόφαση της 22ας Ιουλίου 1977, Van Loan vs Van Loan, “… We start with the proposition that pension plans are a form of deferred compensation to employees for services rendered”.

[8]. Ως ειδικότερη έκφανση της προστατευτικής αρχής που διέπει την ερμηνεία των κανόνων του εργατικού δικαίου, βλ. (για ημεδαπό δίκαιο) Καζάκο, Για το ζήτημα της ερμηνείας στο Εργατικό Δίκαιο, ΕΕργΔ 2001. 1041 επ., τον ίδιο, Το εργατικό δίκαιο στην πράξη, 1998, σ. 41 επ., τον ίδιο, Η διαιτησία συλλογικών διαφορών συμφερόντων κατά τον ν. 1876/1990, 1998, σ. 53-54, Ζερδελή, Καταχρηστικοί όροι εργασίας, σ. 52, τον ίδιο, Ελευθερία και έλεγχος στο δίκαιο της ατομικής σύμβασης εργασίας, ΕΕργΔ 2003. 321 επ., σ. 337.

[9]. Κατά τα ισχύοντα σε περιπτώσεις προσχωρήσεως, βλ. (για ημεδαπό δίκαιο) Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, 1η Έκδοση (1978), 200 αριθ. 30 (σ. 330), τον ίδιο σε 2η Έκδοση (2016), 173, 200 αριθ. 174 (σ. 881), και Καράση, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου, τ. ΙΙ, Δικαιοπραξία, 1996, σ. 336 επ.. Δέλλιο, Ατομική και συλλογική προστασία των καταναλωτών από την έλλειψη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, Ερμηνεία των άρθρων 2 & 10 του ν. 2251/1994 μετά το ν. 3587/2007, Με ανάλυση νομολογίας, σ. 165, Παπανικολάου, Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση, σ. 366, Καζάκο, Αστικό δίκαιο, οικονομία της αγοράς και προστασία των καταναλωτών, σ. 169.

[10]. Οι συγκρούσεις αυτές αποτελούν τον λόγο που στα δίκαια της αγγλοσαξονικής οικογένειας η διαχείριση του προγράμματος ανατίθεται σε τρίτο πρόσωπο (“trustee”), στο οποίο ανήκει και η τυπική κυριότητα των κεφαλαίων του προγράμματος, με χρήση του εκεί κρατούντος θεσμού του trust («εμπιστεύματος»).

[11]. Βλ. τις διακρίσεις Μπούρλου σε σχέση με τις παροχές συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, σε Ομαδικά συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα καθορισμένων παροχών και μεταβίβαση επιχείρησης – Η ερμηνευτική συμβολή της υπ’ αριθ. 430/2024 απόφασης του Αρείου Πάγου, ΕΕργΔ 2024. 949 επ., σ. 958-959. Βλ. επίσης τις διακρίσεις στην § 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και στο άρθρο 8 της Οδηγίας 2008/94/ ΕΚ.

[12]. Προς έλεγχο των σχετικών συμβατικών δυνατοτήτων του εργοδότη σε περίπτωση αποχώρησης του εργαζομένου, θεσπίστηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Οδηγία 2014/50/ΕΕ «Σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την προαγωγή της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών με τη βελτίωση της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης», η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 4575/2018.

[13]. Βλ. και τον ορισμό της περ. (γ) του άρθρου 3 της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ: “’active scheme members’ means workers whose current employment relationship entitles them or is likely to entitle them, after fulfilling any acquisition conditions, to a supplementary pension in accordance with the provisions of a supplementary pension scheme”.

[14]. Βλ. και τον ορισμό της περ. (η) τουάρθρου 3 τηςΟδηγίας 2014/50/ΕΕ: “’deferred beneficiary’ means a former active scheme member who has vested pension rights in a supplementary pension scheme and is not yet in receipt of a supplementary pension from that scheme”. Πρβλ. καιΑΠ 430/2024, σ. 20.

[15]. Βλ. κατωτέρωυπόαριθ. 14 και 15.

[16]. Κατάτονορισμότου Black’s Law Dictionary (11th ed), στον οποίοπαραπέμπειησκέψη 44 τηςαπόφασηςτου Court of Appeal της 9ηςΙουλίου 2024, BBC κατά BBC Pension Trust Limited και Christina Burns,  “Interest. 1. The object of any human desire; esp. advantage or profit of a financial nature …”. Βλ. τονπαραπεμπόμενοστηνίδιααπόφαση (σκ. 45) ορισμότου Jowitt’s Dictionary of English Law: “A person is said to have an interest in a thing when he has rights, advantages, duties, liabilities, losses or the like, connected with it, whether present or future, ascertained or potential: provided that the connection, and in the case of potential rights and duties, the possibility, is not too remote. The question of remoteness depends upon the purpose which the interest is to serve”.

[17]. “The “interests” of a person are wider than his rights.” Hill v Spread Trustee Co Ltd [2006] EWCA Civ 542 per Arden LJ at [101], παραπεμπόμενησεσκ. 46 τηςαπόφασης του Court of Appeal της 9ης Ιουλίου 2024, BBC κατά BBC Pension Trust Limited και Christina Burns.

[18]. Βλ. προτάσεις Γενικής Εισαγγελέως Kokott επί της Υποθέσεως C-278/05,  Robins, ό.α., σκ. 55-56.

[19]. Ως τέτοιας νοουμένης της περιόδου για την ένταξη στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, βλ. και τον ορισμό της περ. (δ) του άρθρου 3 της Οδηγίας 2014/50/ΕΕ: “’waiting period’ means the period of employment, required under national law or by the rules of a supplementary pension scheme or by the employer, before a worker becomes eligible for membership of a sche­me”.

[20]. Ενδεικτική της αντίληψης του νομοθέτη του Ηνωμένου Βασιλείου για τα αναπτυσσόμενα στα πλαίσια των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων συμφέροντα είναι η διάταξη του άρθρου 257 του PensionsAct 2004, δυνάμει του οποίου σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης προστατεύονται, τα συμφέροντα όχι μόνον των ενεργών μελών του συνταξιοδοτικού προγράμματος, αλλά και όσων εργαζομένων θα καθίσταντο μέλη αυτού.

[21]. Απόφαση του Court of Appeal της 9ης Ιουλίου 2024, BBC κατά BBC Pension Trust Limited και Christina Burns, σκ.45 και 72.

[22]. Απόφασητου Court of Appeal της 25ηςΙουλίου 2024, Virgin Media LTD κατά NTL Pension Trustees, Ross Russell LTD και John Jardine, σκ. 92.

[23]. Για τον «δυναμικό» χαρακτήρα της παροχής των εν ενεργεία μελών συνταξιοδοτικού προγράμματος βλ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, 2022, σ. 1799-1800, Δουλτσίνου, Τα δικαιώματα των εργαζομένων στην εκ του νόμου εκκαθάριση συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, ΝοΒ 2019. 396-397.

[24]. Περίπτωση κατά την οποία, ο, αναλογιστικά υπολογιζόμενος, «τελικός μισθός» αποτελεί δεδομένο καθορισμού της συνταξιοδοτικής παροχής του εργαζομένου (ήδη) από τη στιγμή της ένταξής του στο πρόγραμμα, βλ. παρακάτω στο σημείο 21.

[25]. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των περιπτώσεων αποτελεί η δικαστική αξιολόγηση των σχετικών εξουσιών του εργοδότη με βάση όχι μόνο ειδικά νομοθετήματα, αλλά και τις γενικότερες αρχές που διέπουν κάθε δικαιϊκό σύστημα και τις προβλέψεις του συνταξιοδοτικού προγράμματος – χωρίς να είναι σπάνια η επιβολή προηγούμενου ελέγχου των σχετικών δυνατοτήτων του εργοδότη, διοικητικού [τέτοια είναι η περίπτωση του Superintendent που προβλέπει η νομοθεσία του Καναδά για τα συνταξιοδοτικά συστήματα (“Pension BenefitsAct”) ή του Occupational PensionsBoard που προβλεπόταν από την ισχύσασα έως το 1997 νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου] ή δικαστικού [τέτοιος είναι ο ασκούμενος από τα Ομοσπονδιακά Δικαστήρια των ΗΠΑ έλεγχος, δυνάμει του ειδικού νομοθετήματος “ERISA” (Employee Retirement Income Secu­rity Act), έτους 1974].

[26]. Που αποτελεί κωδικοποίηση της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 98/50/ΕΚ.

[27]. Το οποίο αντικατέστησε το προϊσχύσαν π.δ. 572/ 1988.

[28]. «Εν αναμονή δικαιούχων» (“deferred beneficiaries”), έτσι και η ΑΠ 430/2024, σ. 20.

[29]. § 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ: «… τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων ….».

[30]. Κατά την περ. (α) της § 1 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2001/23, αυτή εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

[31]. Έτσι η Δούκα, παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 430/2024, ΕλλΔνη 2024. 742 επ., σ. 744.

[32]. Κατά το ΔΕΕ, η θέσπιση της προστασίας αυτής επιβάλλεται ακόμα και στην περίπτωση που κατά το δίκαιο κράτους-μέλους εφαρμόζεται και επί των συνταξιοδοτικών συστημάτων ο κανόνας της αυτοδίκαιης υποκατάστασης του μεταβιβάζοντος εργοδότη από τον διάδοχο (κατά τα οριζόμενα στην § 1 του άρθρου 3 της  Οδηγίας 2001/23/ΕΚ), λειτουργώντας στην περίπτωση αυτήν συμπληρωματικά προς την παρεχόμενη δια του κανόνα αυτού προστασία, βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, C-674/18 και C-675/18, TMD Friction, σκ. 70: «… η υποχρέωση θέσπισης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων επιβάλλεται στο εν λόγω κράτος-μέλος, δυνάμει του άρθρου της 3, παράγραφος 4, στοιχείο β’, τόσο για το μέρος των δικαιωμάτων αυτών που μεταβιβάστηκαν στον διάδοχο…».

[33].ΑΠ 430/2024, σ. 22-23.

[34]. Βλ. ΔΕΕ απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, C-674/18 και C-675/18, TMD Friction, σκ. 81, με αναφορά στον σκοπό της ταυτόσημης με τη διάταξη της περ. (β) της § 4 του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ διάταξης του άρθρου 8 της Οδηγίας 2008/94/ΕΚ.

[35]. ΔΕΕ, ό.α., σκ. 54.

[36]. ΔΕΕ ό.α., σκ. 70. ΗθέσηαυτήείχεαποτυπωθείγιαπρώτηφοράστηναπόφασητουΔικαστηρίουΕ.Ζ.Ε.Σ. (EFTA Court) της 25ηςΣεπτεμβρίου1996, Ε-3/95, Torgeir Langeland κατά Norske Fabricom A/S, σκ. 31: “A wider and more natural understanding of “rights to ... benefits” would, in the view of the Court, include the employee’s right to enjoy the continued accrual of pension rights during the whole term of his employment”.

[37]. ΔΕΕ, ό.α., σκ. 82.

[38]. ΔΕΕ. ό.α., σκ. 85.

[39]. ΔΕΕ. ό.α., σκ. 91.

[40]. ΑΠ 430/2024, σ. 18.

[41]. Κατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου (1082/2010, 603/2017, 604/2017, 430/2024), εάν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων αρνηθούν να συμπράξουν με τον εργοδότη στην εκκαθάριση, αυτή διενεργείται από μόνο τον εργοδότη, χωρίς η απουσία τους από τη διαδικασία να προκαλεί ακυρότητά της.

[42]. Με μόνη εξαίρεση την εφαρμογή προεξοφλητικού επιτοκίου για την περίπτωση της καταβολής της μελλοντικής παροχής και μόνον. Βλ. Άρειο Πάγο (430/2024, σ. 38-39), αλλά και σύσσωμη τη θεωρία επί της έλλειψης νομιμότητας της προεξόφλησης της δεδουλευμένης παροχής, Ζερδελή, ό.α., σ. 1800, ΒηλαράΜιχ.-Σουφλερού Ηλ., Μεταβίβαση επιχείρησης και τύχη των ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων βάσει της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και του π.δ. 178/2002 (Γνωμ.), ΕλλΔνη 2022. 1678 επ., σ. 1688, Δούκα, ό.α., σ. 747, Μπούρλο, ό.α., σ. 962-964.

[43]. Κατά τον Άρειο Πάγο, πρόκειται για απομείωση της μελλοντικής παροχής εκάστου εργαζομένου («… οι μελλοντικές παροχές υπολογίζονται απομειωμένες ώστε να προσαρμοσθούν στην παρούσα αξία (αυτήν της ημερομηνίας εκκαθάρισης), η δε μέθοδος προσαρμογής συνίσταται στην αφαίρεση ποσού που υπολογίζεται με προεξοφλητικό επιτόκιο, καθώς ο νόμος αναφερόμενος σε "παρούσα αξία μελλοντικής παροχής" εμπεριέχει, λόγω της έννοιας αυτής, τον προεξοφλητικό τόκο ως μέσο για την υπολογισμό της απομείωσης της μελλοντικής παροχής.», ό.α., σ. 19), μη συμβατή με την υποχρέωση καθολικής προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων συνεπεία της μεταβίβασης επιχείρησης (βλ. τις κρίσεις πως «τα δικαιώματα των εργαζομένων που έχουν ήδη αποκτηθεί και στα οποία περιλαμβάνονται τα δικαιώματα προσδοκίας, καταλαμβάνουν και τη δεδουλευμένη και τη μελλοντική υπό αίρεση παροχή και δεν παραβλάπτονται.» και ότι «… το γεγονός δε ότι η υποχρέωση λειτουργίας του προγράμματος δεν μεταφέρεται στον διάδοχο εργοδότη, με σκοπό να διευκολυνθεί η μεταβίβαση της επιχείρησης, δεν συνεπάγεται αντίστοιχη θυσία των δικαιωμάτων των εργαζομένων…», ό.α., σ. 22 και 22-23, αντίστοιχα). Η ανωτέρω αστοχία του εθνικού νομοθέτη είναι δυνατόν να επιλυθεί με την εφαρμογή μηδενικού προεξοφλητικού επιτοκίου, και να καταστεί έτσι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο η ερμηνεία και εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας.

[44]. ΑΠ 430/2024, σ. 12-13.

[45]. ΑΠ 430/2024, ό.α.

[46]. “Non definitive right”, βλ. ΔΕΕ, ό.α. σκ. 87-91.

[47]. “Definitive right”, βλ. ΔΕΕ, ό.α.

[48]. 4 § 3 υποπαρ. (Α) π.δ. 178/2002.

[49]. Έτσι και Δουλτσίνου, ό.α., σ. 389, υποσ. 26.

[50]. Στο αυτό πνεύμα και Ζερδελής, Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, 2η Έκδοση, 2024, σ. 800. Έτσι και ΒηλαράςΜιχ.-Σουφλερός, ό.α., σ. 1683.

[51]. Βλ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, 2022, σ. 1799-1800. Σύμφωνοι και Βηλαράς Μιχ. – Σουφλερός Ηλ., ό.α., σ. 1688, υποσ. 35.

[52]. Βλ. Δούκα, ό.α., σ. 750.

[53]. Ζερδελής, ό.α., σ. 1799-1800. Σύμφωνοι και Βηλαράς Μιχ. – Σουφλερός Ηλ.,  ό.α., σ. 1688, υποσ. 35.

[54]. Ζερδελής, ό.α., σ. 1800.

[55]. Πρβλ. και section 70(6) του Ontario Pension Benefits Act, όπως παρατίθεταιστηναπόφασητου Supreme Court of Canada της 29ηςΙουλίου 2004, Monsanto Canada v. Ontario Superintendent of Financial Services.

[56]. ΠάγιανομολογίαΔΕΚ/ΔΕΕ, βλ. ενδεικτικάαποφάσειςτης  6ης Νοεμβρίου 2003, C-4/01, Martin κ.λπ., σκ. 39, της 9ηςΜαρτίου 2006, C-499/04, Werhof, σκ. 26, της 11ηςΙουνίου 2009, C-561/07, ΕπιτροπήκατάΙταλίας, σκ. 46, της 28ηςΙανουαρίου 2015, C-688/13, Gimnasio Deportivo San Andrés, σκ. 39. Έτσι και ΑΠ 430/2024 σ. 22-23 με π.τ. παραπομπές σε ΑΠ 317/2022, 1629/2017. Έτσι και Δούκα, σχόλιο υπό την ΑΠ 430/ 2024, ΕλλΔνη 2024. 750.

[57]. Κατά τον Άρειο Πάγο (603/2017, 604/2017, 430/ 2024), είναι καταρχήν έγκυρη η σχετική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων (χωρίς ωστόσο να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης οι ειδικότερες προϋποθέσεις κύρους αυτής). Εισάγεται δηλ. η συμφωνία ως ισότιμο «σύστημα επιλογής» όσον αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων (παρέχοντας ευελιξία στη διαμόρφωση του, μετά τη μεταβίβαση, πλέγματος των εργασιακών και συνταξιοδοτικών σχέσεων), σε σχέση με το κύριο «σύστημα επιλογής» κατά το οποίο η εκκαθάριση «… αναφέρεται σε συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων (όπως των αποχωρησάντων η δεδουλευμένη και των με ενεργή σχέση εργασίας η παρούσα αξία μελλοντικής παροχής, αντίστοιχα) …» (ΑΠ 430/2024, σ. 20). Μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση οι Δούκα (ο.α., σ. 750) (κατά την οποία επιβάλλεται η προστασία του συνόλου «… των δικαιωμάτων των, εν ενεργεία και πρώην, εργαζομένων …», ώστε να μην επιτρέπεται η συνομολόγηση συμφωνίας θίγουσας τα νόμιμα δικαιώματα αυτών) και Ζερδελής (ο.α., σ. 1799-1800) (κατά τον οποίο οι αποχωρήσαντες λαμβάνουν τη δεδουλευμένη παροχή και οι εργαζόμενοι με ενεργή σχέση εργασίας την παρούσα αξία μελλοντικής παροχής, χωρίς να υπεισέρχεται στη δυνατότητα συνομολόγησης συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων).

[58]. Κατά το ενωσιακό δίκαιο, η μεταβίβαση επιχείρησης δεν μπορεί καθαυτήν να αποτελέσει λόγο για τη δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας του εργαζομένου, βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-209/91, Watson Rask και Christensen, σκ. 28, ούτε επιτρέπεται επίκληση της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ προκειμένου να επιδεινωθούν οι όροι εργασίας εργαζομένου, βλ. αποφάσεις ΔΕΕ 6ης Σεπτεμβρίου 2011, C-108/10, Scattolon, σκ. 81 και 82, της 26ης Μαρτίου 2020, C-344/ 18, ISS Facility Services, σκ. 35.

[59]. ΑΠ 430/2024.

[60]. ΑΠ 430/2024, σ. 17. Σύμφωνοι και οι Δούκα, ό.α. σ. 746-747 και Μπούρλος, ό.α. σ. 962, 965.

[61]. Αντίθετα, τα δικαστήρια ουσίας (ΜΠρΑθ 1276/ 2017, ΕλλΔνη 2019. 1419, ΕφΑθ 70/2019, ΔΕΕ 2021. 137) φαίνεται ότι εκλαμβάνουν την μεταβίβαση επιχείρησης ως περιστατικό λύσης της εργασιακής σύμβασης, με αποτέλεσμα να ερμηνεύουν υπό αυτό το πρίσμα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων.

[62]. ό.α., σ. 22-23. Έτσι και η θεωρία, η οποία υποστηρίζει επίσης ότι «… η εκκαθάριση πρέπει να γίνει με βάση την «παρούσα αξία μελλοντικής παροχής», δηλαδή της παροχής που αντιστοιχεί τόσο στην ήδη παρασχεθείσα όσο και στη μελλοντική υπηρεσία του εργαζομένου … γιατί και η δυναμική αυτή (σ.σ. παροχή) που στη περίπτωση των εργαζομένων αυτών εμπεριέχεται στο δικαίωμα προσδοκίας είναι προστατεύσιμη» (βλ. μεταξύ αντί άλλων, Ζερδελής, ό.α., σ. 1800).

[63]. ΑΠ 430/2024, σ. 20-21.

[64]. ΑΠ 430/2024, σ. 22.

[65]. ΑΠ 430/2024, σ. 40-41.

[66]. Βλ. την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση TMD Friction.

[67]. Δουλτσίνου, ό.α., σ. 396-397, Ζερδελής, ό.α., σ. 1799-1800, Δούκα, ό.α., σ. 750, Μπούρλος, ό.α., σ. 963.

[68]. Βλ. ΑΠ 430/2024, σ. 22 και 30. Το σημείο κατά το οποίο οι «απλές» προσδοκίες καθίστανται «νόμιμες» καθορίζεται από το ίδιο το Ακυρωτικό και αφορά στη πλήρωση της τελευταίας, (πέραν και προ της επελεύσεως του συνταξιοδοτικού κινδύνου), προϋποθέσεως «ώστε να αποκτήσουν δικαίωμα προσδοκίας στην καταβολή της παροχής όταν συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις …»

[69]. ΑΠ 430/2024, σ. 19.

[70]. ΑΠ 430/2024, ό.α.

[71]. ΑΠ 430/2024, ό.α., καθώς και σ. 22.

[72]. Μάλλον σύμφωνη με την εξαίρεση από την προστασία και η Δούκα, ό.α., σ. 752, αν και από τους παρατιθέμενους από την ίδια όρους του οικείου προγράμματος δεν προκύπτει η μη ύπαρξη «νομίμου δικαιώματος προσδοκίας» για τους ενεργούς εργαζόμενους.

[73]. Βλ. τη ρητή αντίθεση Μπούρλου, ό.α., σ. 967, με αναφορά στην Friction. Έτσι και ο Ζερδελής, ό.α., σ. 1798, καθώς και η Δουλτσίνου, ό.α., σ. 391-392, με αναφορά στην ένταξη των εργαζομένων στο πρόγραμμα ως χρονικό σημείο κτήσεως δικαιώματος προσδοκίας.

[74]. Απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, συνεκδ. υποθ. C-674/18 και C-675/18, TMD Friction, σκ. 91.

[75]. Κατά την αυτή σκέψη του ΔΕΕ, στην εξουσία του εθνικού νομοθέτη εκάστου των κρατών-μελών εναπόκειται ο καθορισμός των δικαιωμάτων προσδοκίας και η οριοθέτησή τους από τα απλά συμφέροντα. Στις ρυθμιζόμενες, όμως, από το ενωσιακό δίκαιο περιπτώσεις (μεταβίβασης επιχείρησης και αφερεγγυότητας) όπου επιβάλλεται προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων και των λοιπών προσώπων («εν αναμονή δικαιούχων», συνταξιούχων, επιζώντων), η σχετική οριοθέτηση απαγορεύεται να οδηγήσει σε ακύρωση της επιβεβλημένης προστασίας. Ο βαθμός ωρίμανσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων μπορεί να δικαιολογήσει διαφοροποίηση στον βαθμό προστασίας, σε καμία περίπτωση, όμως, εξαίρεση από την προστασία που παρέχει η Οδηγία 2001/23/ΕΚ. Έτσι και οι Ζερδελής, ό.α., σ. 1798, Βηλαράς Μιχ. – Σουφλερός Ηλ., ό.α., σ. 1683-1685.

[76]. Έτσι και η αντίληψη της Δούκα, ό.α., σ. 748, υπό σημείο 4.

[77]. Έτσι και ΑΠ 1082/2010.

[78]. Βλ. ΑΠ 430/2024, σ. 22.

[79]. Βλ. Δούκα, ό.α. σ. 747 - 748.

[80]. Βλ. Δούκα, ό.α.

[81]. Βλ. Δούκα, ό.α.

[82]. Πρβλ. και Θεοδόση, Ομαδικά προγράμματα ασφάλισης προσωπικού και μεταβίβαση επιχείρησης, ΔΕΕ 2004.991 επ., 995.

[83]. βλ. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, 2005, σ. 587, Ι. Ρόκα, Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2016, σ. 233.

[84]. ΑΠ 430/2024, ό.α.

[85]. Υπόθεση Courage, Re Courage Group's Pension Schemes [1987] 1 All ER 528.

[86]. Lloyds Bank Pension Trust Corpn Ltd v Lloyds Bank plc [1996] Pens LR 263.

[87]. Walker Morris Trustees Ltd v Masterson [2009] Pens LR 307.

[88]. Υπόθεση IMG, απόφαση High Court (Chancery Division) της 10ης Νοεμβρίου 2009, [2009] EWHC 2785 (Ch).

[89]. Υπόθεση Gleeds, απόφαση High Court (Chancery Division) Briggs v Gleeds, [2014] EWHC 1178 (Ch).

[90]. Sterling Insurance Trustees Ltd v Sterling Insurance Group Ltd [2015] EWHC 2665 (Ch)

[91]. Υπόθεση Courage.

[92]. Υπόθεση IMG, σκ. 141.

[93]. Philip Stear, The Concept of Accrual in English Pensions Law: Some Thoughts, Trust Law International, 30(2016).126 επ., σ. 131.

[94]. ΑΠ 430/2024, σ. 19.

[95]. Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, συνεκδ. υποθ. C-674/18 και C-675/18, TMD Friction, σκ. 85.

[96]. Βλ. απόφαση Court of Appeal, της 25ης Ιουλίου 2024, Virgin Media Ltd κατά NTL Pension Trustees II Ltd, Ross Russell Ltd και John Jardine, § 109 καιεπόμενα.

[97]. Ζερδελής, ό.α., σ. 1800.

[98]. Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, συνεκδ. υποθ. C-674/18 και C-675/18, TMD Friction, σκ. 82.

[99]. Απόφαση Court of Appeal της 9ηςΙουλίου 2024, BBC κατά BBC Pension Trust Limited και Christina Burns.

[100]. Απόφαση Courtof Appeal της 9ης Ιουλίου 2024, σκ. 11.

[101]. Έτσι και  αντίληψη του ΔΕΕ, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, συνεκδ. υποθ. C-674/18 και C-675/ 18, TMDFriction, σκ. 82. Βλ. και Δικαστήριο ΕΖΕΣ, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1996, Ε-3/95, Torgeir Langeland κατά Norske Fabricom A/S, σκ. 31.

[102]. Δηλ. αφενός του εργοδότη ως παρέχοντος το πρόγραμμα και αφετέρου των εργαζομένων-μελών του προγράμματος. Όπως προαναφέρθηκε, συνήθως πρόκειται περί συμβατικής προσχώρησης των εργαζομένων στους προδιατυπωμένους από τον εργοδότη κανόνες του προγράμματος.

[103]. Απόφασητου Court of Appeal της 9ηςΙουλίου 2024, BBC κατά BBC Pension Trust Limited και Christina Burns, σκ. 72.

[104]. Halliburton Group Canada Inc. v. Alberta, απόφασητου Alberta Court of Appeal της 9ηςΣεπτεμβρίου 2010.