Ε.-Ο. Βουβονίκου: Η έκταση της εκλογικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου μετά τους νόμους 4804/2021, 5019/2023 και 5043/2023
Η έκταση της εκλογικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου
μετά τους νόμους 4804/2021, 5019/2023 και 5043/2023
Ευάγγελου Ορέστη Βουβονίκου
Διδάκτορος Δημοσίου Δικαίου Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Μεταδιδάκτορος Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Περίληψη: Στο άρθρο που ακολουθεί επιχειρείται η τοποθέτηση του γράφοντος ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου σε σχέση με την εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών, μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις της εκλογικής νομοθεσίας βάσει των νόμων 4804/2021, 5019/2023 και 5043/2023. Περιλαμβάνεται συνοπτική αναφορά στις έως σήμερα εξελίξεις στην δικαστικώς εκκρεμή υπόθεση του μορφώματος «Σπαρτιάτες», όπου η κατάθεση των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων κατά της εκλογής του συνόλου των μελών της κοινοβουλευτικής του ομάδας προκάλεσαν προβληματισμούς στην επιστήμη. Tόσο για το εάν θεμελιώνεται δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να κρίνει επί των συναφών ενστάσεων όσο και το για το ποιες έννομες συνέπειες πρόκειται να επέλθουν εάν οποτεδήποτε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο καταλήξει σε αμετάκλητη κρίση επί του ζητήματος. Το παρόν άρθρο ασχολείται με το πρώτο από τα δύο αυτά ζητήματα.
Ι. Εισαγωγή
Μετά την έκδοση της απόφασης ανακήρυξης των εκλεγέντων βουλευτών και των αναπληρωματικών τους, των εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023, υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα ενστάσεις-αιτήσεις, κατά τα προβλεπόμενα συνδυαστικά στα άρθρα 58 Σ και 100 § 1 περ. α’ Σ, καθώς και κατά τα άρθρα 24 επ. του Κώδικα Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν. 345/1976), με σκοπό την ακύρωση της εκλογής του συνόλου των δώδεκα βουλευτών οι οποίοι εξελέγησαν με το μόρφωμα «Σπαρτιάτες», απόφαση η οποία-οποτεδήποτε εκδιδόταν στην κατεύθυνση που αιτήθηκαν οι ενιστάμενοι-θα μπορούσε να επιφέρει ουσιαστικά την ακύρωση της εκλογής εν γένει του παραπάνω μορφώματος. Η προσβολή του κύρους της εν λόγω εκλογής βασίζεται ιδίως στο γεγονός ότι, καταδικασθείς σε ποινή πολυετούς κάθειρξης (για το αδίκημα, μεταξύ άλλων, της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση) κρίθηκε ότι ασκούσε την πραγματική ηγεσία των «Σπαρτιατών». Σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 32 § 1 της εκλογικής νομοθεσίας (π.δ. 26/2012)-όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν πρόσφατα με τους νόμους 4804/ 2021, 5019/2023 και 5043/2023-δεν επιτρέπεται η κατάρτιση συνδυασμών υποψηφίων από κόμματα των οποίων η εμφανής ή και η υποκρυπτόμενη (ως πραγματική) ηγεσία αποτελείται από πρόσωπα που έχουν καταδικασθεί για τη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων, που απειλούνται με ποινές κάθειρξης. Βάσει του ν. 5083/2024, ο προαναφερόμενος αποκλεισμός κομμάτων από το δικαίωμα στην παθητική εκλογιμότητα επεκτάθηκε και στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, με τις αποφάσεις του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου 8/2023 και 95/2023 αποκλείστηκαν από τη συμμετοχή τους στις βουλευτικές εκλογές ανάλογα μορφώματα στα οποία η πραγματική ηγεσία είχε ασκηθεί από τον ως άνω καταδικασθέντα, ενώ το μόρφωμα «Σπαρτιάτες» αποκλείστηκε-για τον ίδιο λόγο-από τη συμμετοχή του στις εκλογές για την ανάδειξη μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την απόφαση 1/2024 του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου[1].
Συναφώς, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (εφεξής: ΑΕΔ) καλείται να κρίνει εάν φέρει καθ’ ύλην αρμοδιότητα να προβεί στην εξέταση των υποβληθεισών ενστάσεων-αιτήσεων, με δεδομένη την τροποποίηση του άρθρου 32 § 1 της εκλογικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ΑΕΔ αναμένεται να προβεί σε έλεγχο συνταγματικότητας των νέων ρυθμίσεων της εκλογικής νομοθεσίας, καθώς και σε έλεγχο συμβατότητας αυτών με την ΕΣΔΑ. Επιπλέον, από το ΑΕΔ θα πρέπει να καθορισθούν με ακρίβεια και οι έννομες συνέπειες στο ενδεχόμενο κατά το οποίο υπάρξει παραδοχή του βασίμου των ενστάσεων-αιτήσεων. Εάν δηλαδή θα ορισθεί επανακαθορισμός βουλευτικών εδρών ή, αντιθέτως, θα διαταχθεί η διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών, καθώς και σε ποιες εκλογικές περιφέρειες θα πρέπει να διεξαχθούν επαναληπτικές εκλογές[2].
ΙΙ. Ο έλεγχος του κύρους των εκλογών από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
Α. Γενικά για την προκείμενη αρμοδιότητα
Στο άρθρο 100 Σ καθορίζεται η έκταση των αρμοδιοτήτων του ΑΕΔ. Βάσει του άρθρου 100 § 1 Σ, στο ΑΕΔ ανατίθεται μεταξύ άλλων η δικαστική επίλυση εκλογικών διαφορών· δηλαδή διαφορών οι οποίες ανακύπτουν από την εκδίκαση των ενστάσεων για τον έλεγχο και το κύρος των βουλευτικών εκλογών (περ. α’), ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος (περ. β’), καθώς και η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή (περ. γ’). Ειδικότερα, στο άρθρο 100 § 1 περ. α’ Σ προβλέπεται παραπομπή στο άρθρο 58 Σ. Σύμφωνα με το άρθρο 58 Σ, στο ΑΕΔ ανατίθεται ο έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται, είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών, είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων. Έτσι, ο δικαστικός έλεγχος των εκλογών από το ΑΕΔ δε φέρει αυτεπάγγελτο χαρακτήρα, αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η υποβολή του ενδίκου βοηθήματος της ένστασης-αίτησης, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ανακήρυξης των εκλεγέντων βουλευτών ή των αναπληρωματικών τους μόνο από τους έχοντες έννομο συμφέρον[3]. Τόσο η προθεσμία, όσο και η τυχόν υποβολή του παραπάνω ενδίκου βοηθήματος, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την ισχύ της προσβαλλόμενης απόφασης ανακήρυξης[4]. Από τον χαρακτήρα αυτόν του δικαστικού ελέγχου που ασκεί το ΑΕΔ προκύπτει και το ότι, το ΑΕΔ, όταν κρίνει επί εκλογικών διαφορών ύστερα από άσκηση του ως άνω ενδίκου βοηθήματος, θα κρίνει αποκλειστικά επί του παραδεκτού και βασίμου των αιτιάσεων οι οποίες έχουν υποβληθεί μέσω της ασκηθείσας ένστασης-αίτησης, χωρίς ο υπό κρίση δικαστικός έλεγχος να δύναται να επεκταθεί και σε τυχόν άλλα σφάλματα που υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της προπαρασκευής ή και της διενέργειας των εκλογών[5].
Το ΑΕΔ -ασκώντας και την μελετώμενη αρμοδιότητά του- εκδίδει απόφαση, η οποία είναι αμετάκλητη[6]. Πρόκειται για αυτοτελή, εξ υπαρχής κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο διαθέτει την ευχέρεια αξιολόγησης εκ νέου του συνόλου των πραγματικών περιστατικών μίας υπόθεσης, χωρίς να δεσμεύεται από προηγούμενες δικαστικές κρίσεις επί της ίδιας υπόθεσης και, δη, εν προκειμένω από το περιεχόμενο της ανακήρυξης των υποψηφίων συνδυασμών βουλευτικών εκλογών. Η απόφαση ανακήρυξης υποψηφιοτήτων από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου λογίζεται ως προπαρασκευαστικού χαρακτήρα πράξη των βουλευτικών εκλογών και προς τούτο ελέγχεται παρεμπιπτόντως από το ΑΕΔ. Προϋπόθεση του παραδεκτού της ένστασης-αίτησης αποτελεί η προσβολή του κύρους συγκεκριμένης απόφασης με βάση την οποία ανακηρύχθηκαν οι εκλεγέντες βουλευτές και οι αναπληρωματικοί τους (κατ’ αρχήν σε συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια), υπό την επίκληση κατ’ ελάχιστον ενός ειδικού, νόμιμου λόγου ακύρωσης της εκλογής. Συναφώς, περιεχόμενο της ένστασης-αίτησης θα πρέπει να είναι-επί ποινή απαραδέκτου-ο ονομαστικός προσδιορισμός εκλεγέντος βουλευτή ή αναπληρωματικού αυτού, του οποίου ζητείται η ακύρωση της εκλογής[7].
Από τον συνδυασμό του άρθρου 100 § 1 περ. α’ Σ και του άρθρου 58 Σ συνάγεται ότι ο δικαστικός έλεγχος επί της νομιμότητας των βουλευτικών εκλογών υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΑΕΔ και όχι, κατ’ αρχήν, σε άλλα πολιτειακά όργανα[8]. Επομένως, η κρίση περί την απώλεια ή μη της βουλευτικής ιδιότητας, ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του ΑΕΔ και τα άλλα πολιτειακά όργανα θα πρέπει να θεωρούν ισχύουσα τη βουλευτική ιδιότητα για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει εκδοθεί από το ΑΕΔ αντίθετη απόφαση. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τις διατάξεις του άρθρου 52 Σ, βάσει των οποίων απαιτείται η συνταγματική εγγύηση της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης να διασφαλίζεται από τα αρμόδια κρατικά όργανα. Η ανάθεση στο ΑΕΔ ως αποκλειστικής της παραπάνω αρμοδιότητας καθορίσθηκε από τον συνταγματικό νομοθέτη ενόψει της κρισιμότητας του ζητήματος της διευθέτησης της νόμιμης συγκρότησης της Βουλής, εφόσον υφίστανται σχετικοί λόγοι. Ως εκ τούτου, η αρμοδιότητα αυτή δεν ασκείται με σκοπό την ικανοποίηση υποκειμενικών δικαιωμάτων. Το ΑΕΔ καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ως το κατ’ εξοχήν κρατικό όργανο διαφύλαξης της τυπικής και ουσιαστικής εγκυρότητας των βουλευτικών εκλογών[9].
Β. Οι ειδικότερες προϋποθέσεις του δικαστικού ελέγχου του κύρους των εκλογών
Κατά τις προβλέψεις των άρθρων 58 Σ και 100 § 1 περ. α’ Σ, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ΑΕΔ θεμελιώνεται «είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών, είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 126 § 1 της εκλογικής νομοθεσίας, καθώς και το άρθρο 32 του ν. 345/1976, εξειδικεύοντας τις ως άνω συνταγματικές προβλέψεις, λόγοι θεμελίωσης της ένστασης-αίτησης για την ακύρωση ανακήρυξης βουλευτή ή αναπληρωματικού αποτελούν οι εξής: «α) Έλλειψη νόμιμων προσόντων αυτών που ανακηρύχθηκαν βουλευτές ή αναπληρωματικοί βουλευτές ή νόμιμο κώλυμα για την ανακήρυξή τους. β) Παράβαση του νόμου κατά τη διεξαγωγή της εκλογής. γ) Λάθος στην αρίθμηση των ψήφων».
Όσον αφορά τις ενστάσεις-αιτήσεις που αναφέρονται σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών, σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνευτική προσέγγιση των παραπάνω όρων, η έννοια των «εκλογικών παραβάσεων» νοείται διευρυμένα. Επομένως, στην αναλυόμενη αρμοδιότητα του ΑΕΔ υπάγεται οποιαδήποτε παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας έχει πραγματωθεί, όχι μόνο κατά την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών, αλλά καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί από το χρόνο προκήρυξης των εκλογών έως και την έκδοση της απόφασης ανακήρυξης των εκλεγέντων βουλευτών και των αναπληρωματικών τους[10]. Στο πλαίσιο αυτό, στην παραπάνω αρμοδιότητα του ΑΕΔ υπάγονται, εκτός των άλλων, η κρίση περί τη συνταγματικότητα του εκάστοτε εφαρμοζόμενου εκλογικού συστήματος και των κατανομών των βουλευτικών εδρών που απορρέουν από αυτό, τυχόν παραβάσεις κατά την πλήρωση βουλευτικών εδρών, η τήρηση των συνταγματικών αρχών οι οποίες διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία κλπ. Προϋπόθεση της παραδοχής από το ΑΕΔ ένστασης-αίτησης, με την οποία προβάλλεται εκλογική παράβαση υπό την προαναφερόμενη έννοια, είναι η διαπίστωση ότι η παράβαση έχει επιδράσει, έστω κατά ένα μέρος, στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος[11].
Κατά το δεύτερο λόγο ενστάσεων που εισάγεται με την προαναφερόμενη δέσμη διατάξεων, στην αρμοδιότητα του ΑΕΔ εντάσσεται η εκδίκαση ενστάσεων με τις οποίες προβάλλεται έλλειψη νόμιμων προσόντων εκλογιμότητας των εκλεγέντων βουλευτών ή των αναπληρωματικών τους. Υπό την έννοια αυτή νοείται η άσκηση ελέγχου τόσο ως προς την έλλειψη των θετικών προσόντων εκλογιμότητας (άρθρο 55 § 1 Σ) όσο και ως προς τον εντοπισμό κωλυμάτων[12] εκλογιμότητας (άρθρο 56 §§ 1, 3 και 4 Σ). Ένσταση κατά της εκλογής που κατατίθεται για λόγους έλλειψης νόμιμων προσόντων εκλογής μπορεί να γίνει δεκτή ακόμη και εάν κριθεί ότι δεν έχει επέλθει επηρεασμός του εκλογικού αποτελέσματος[13].
Ειδικότερα, μεταξύ των σωρευτικά απαιτούμενων θετικών προσόντων εκλογιμότητας, τίθεται η νόμιμη ικανότητα του φορέα του παθητικού εκλογικού δικαιώματος να μπορεί να εκλέγει, δηλαδή να είναι φορέας προηγουμένως του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος, σύμφωνα και προς τις προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται στο άρθρο 51 § 3, εδ. β’ Σ. Οι προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται στις διατάξεις των άρθρων 51 § 3 Σ, 55 § 1 Σ, καθώς και 56 §§ 1, 3 και 4 Σ έχουν εξαντλητικό χαρακτήρα και επιβάλλεται η στενή ερμηνεία τους, καθότι από τις διατάξεις αυτές εξαρτάται η άσκηση κρίσιμης σημασίας πολιτικών δικαιωμάτων[14]. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της εκλογικής νομοθεσίας-με το οποίο εξειδικεύεται η κατ’ άρθρο 51 § 3 Σ ρύθμιση-η έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για καταδίκη για συγκεκριμένα αδικήματα (και επιβολή συγκεκριμένων ποινών) σε βάρος προσώπου στερεί από αυτό την προϋπόθεση της νόμιμης ικανότητας του εκλέγειν και, συνεπώς, και το παθητικό εκλογικό του δικαίωμα. Παραταύτα, από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις δεν απορρέει δέσμευση του κοινού νομοθέτη για θέσπιση συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων ή και ποινών (δηλαδή, με εκ του νόμου προσδιορισμό του είδους και του χαρακτηρισμού αυτών), η καταδίκη στα οποία θα συνεπαγόταν και τη στέρηση του παθητικού εκλογικού δικαιώματος. Ούτε ακόμη είναι απαραίτητη η πρόβλεψη στον κοινό νόμο της ύπαρξης ποινικής καταδίκης σε παρεπόμενη ποινή στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ή και η επιβολή αυτής από ποινικό δικαστήριο. Ωστόσο, απαιτείται στενή ερμηνεία των περιορισμών που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη στο ενεργητικό (και, κατ’ επέκταση, και στο παθητικό) εκλογικό δικαίωμα, εφόσον θα πρέπει να τηρούνται οι υποχρεώσεις του νομοθέτη που απορρέουν ιδίως από την αρχή της αναλογικότητας και όσον αφορά τον καθορισμό ποινικών αδικημάτων, τα οποία επισείουν απώλεια της νόμιμης ικανότητας του εκλέγειν[15].
Συναφώς, υπό την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (άρθρα 59 επ.)[16], προβλέφθηκε η κατάργηση, ως παρεπόμενης ποινής, της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Βάσει του άρθρου 60 ΠΚ, από ποινικό δικαστήριο μπορεί να επιβληθεί, ως παρεπόμενη ποινή, η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων· ωστόσο, με περιορισμένο πεδίο εφαρμογής σε σύγκριση με το πεδίο εφαρμογής της προϊσχύουσας ρύθμισης περί επιβολής αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Το περιεχόμενο της ποινικής καταδικαστικής απόφασης θα πρέπει να κριθεί υπό τις προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται κατ’ άρθρο 55 § 1 Σ (είτε έχει επιβληθεί μέσω αυτής και η ως άνω παρεπόμενη ποινή, είτε μόνο κύρια ποινή)[17]. Ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 55 § 1 Σ, η πρόβλεψη των συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων-η καταδίκη στα οποία επιφέρει τη στέρηση του παθητικού εκλογικού δικαιώματος-ανήκει στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη, χωρίς να είναι επιτρεπτός ο παραπάνω καθορισμός μέσω δικαστικής απόφασης.[18]
III. Οι εξελίξεις στη σχολιαζόμενη υπόθεση
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023, εναντίον μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας του μορφώματος «Σπαρτιάτες» ασκήθηκε ποινική δίωξη, ύστερα από παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει αιτηθεί εγγράφως την κατ’ άρθρο 62 Σ άρση της ασυλίας των εν λόγω βουλευτών. Η ποινική διαδικασία η οποία έχει εκκινήσει αφορά συγκεκριμένα τη διερεύνηση τέλεσης του ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 112 § 2 της εκλογικής νομοθεσίας· με βασικό περιεχόμενο του αδικήματος τη με εκ προθέσεως εξαπάτηση εκλογέα προκειμένου να μην ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα ή να μεταβάλει το εκλογικό του φρόνημα. Για ηθική αυτουργία στη διάπραξη του υπό κρίση ποινικού αδικήματος κατηγορείται και ο κριθείς ως ο ασκών την πραγματική ηγεσία του μορφώματος.[19] Σύμφωνα και προς τα προπαρατιθέμενα, εφόσον κατάληξη της παραπάνω ποινικής προδικασίας είναι η παραπομπή βουλευτών ως κατηγορουμένων για το ανωτέρω ποινικό αδίκημα και η έκδοση αμετάκλητης σε βάρος τους καταδικαστικής απόφασης, θα ήταν νοητή η έκδοση από το ΑΕΔ οριστικής απόφασης ακύρωσης της εκλογής των εν λόγω βουλευτών· λόγω της έλλειψης της νόμιμης ικανότητας του εκλέγειν που συνιστά, κατ’ άρθρο 55 § 1 Σ, θετικό προσόν εκλογιμότητας[20]. Κατά το παρόν στάδιο, το ΑΕΔ προέβη στην έκδοση σχετικής μη οριστικής απόφασής του[21], με την οποία διαπιστώθηκε η ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω αποδεικτικής διαδικασίας, που αναμένεται να συμπληρωθεί στη βάση των αποτελεσμάτων της εν εξελίξει ποινικής διαδικασίας[22].
Επιπρόσθετα, μετά τη θέση σε ισχύ των τροποποιήσεων της εκλογικής νομοθεσίας που επήλθαν πρωτίστως με τους νόμους 4804/2021, 5019/2023 και 5043/2023, το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου-με ολομελή σύνθεση και στο πλαίσιο των διοικητικής φύσης αρμοδιοτήτων του-ελέγχει αυτεπαγγέλτως την πλήρωση των προϋποθέσεων κατάρτισης συνδυασμών κομμάτων. Το Τμήμα δύναται να αποφανθεί τη μη εκλογιμότητα συνδυασμού εφεξής, όχι μόνο για λόγους αναγόμενους σε τυπικές πλημμέλειες των κομματικών υποψηφιοτήτων, αλλά και αξιολογώντας ουσιαστικά, μεταξύ άλλων, και για το ποια πρόσωπα συγκροτούν την πραγματική ηγεσία του υποψήφιου κομματικού συνδυασμού, όπως και για το εάν αυτά έχουν υποπέσει στην τέλεση συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων[23]. Περαιτέρω, μέσω των αποφάσεων 8/2023, 95/ 2023 και 1/2024 του παραπάνω Τμήματος περί ανακήρυξης υποψήφιων συνδυασμών βουλευτικών και ευρωπαϊκών εκλογών διαπιστώθηκε η συμφωνία των νέων εκλογικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές διατάξεις και, δη, με το άρθρο 29 § 1, εδ. α’ Σ. Σύμφωνα με μέρος από το σκεπτικό που αξιοποιήθηκε στις εν λόγω αποφάσεις, η δεύτερη υποπερίοδος του άρθρου 29 § 1, εδ. α’ Σ εμπεριέχει -κατά τη νομική της φύση- σιωπηρή επιφύλαξη υπέρ του νόμου, διαθέτει δηλαδή κανονιστικό και όχι προγραμματικό χαρακτήρα[24]. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, με την ΑΠ 1/2024 αποφασίστηκε ο αποκλεισμός των «Σπαρτιατών» από την ανακήρυξή τους στις εκλογές για την ανάδειξη μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Ιουνίου 2024· καθώς κρίθηκε ότι η πραγματική ηγεσία τους ασκείται από πρόσωπο καταδικασθέν οριστικά σε ποινή κάθειρξης δεκατριών ετών και έξι μηνών, μεταξύ άλλων, για τα αδικήματα της ένταξης και της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, με την ΑΠ 95/2023 οι συνδυασμοί του μορφώματος είχαν ανακηρυχθεί και εξ’ αυτών εξελέγησαν τελικά δώδεκα βουλευτές, συγκροτώντας κοινοβουλευτική ομάδα.
Εν γένει, η κρίση περί τη νομιμότητα της ανακήρυξης των υποψηφιοτήτων από το αρμόδιο Τμήμα του Αρείου Πάγου υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του ΑΕΔ, καθώς αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη των εκλογών[25].
Αναφορικά με το ζήτημα της αναγωγής της ΑΠ 95/2023-με την οποία επιτράπηκε η συμμετοχή των «Σπαρτιατών» στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023-στην κρίση του ΑΕΔ, στην επιστήμη εκφράστηκαν και ορισμένες επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις. Επισημάνθηκε έτσι ότι ενώπιον του ΑΕΔ αναμένεται να κριθεί κατ’ ουσίαν το ζήτημα της νομιμότητας της συμμετοχής πολιτικού κόμματος στις βουλευτικές εκλογές και όχι μόνο μεμονωμένων εκλεγέντων βουλευτών, όπως συνέβαινε σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Καθότι, κατά το πραγματολογικό μέρος της σχολιαζόμενης υπόθεσης, η εν αναμονή οριστική κρίση του ΑΕΔ επί των υποβληθεισών ενστάσεων-αιτήσεων, εκτείνεται στο σύνολο των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας του παραπάνω μορφώματος. Κατά προέκταση, στο ενδεχόμενο που το ΑΕΔ καταλήξει σε έκδοση οριστικής απόφασης, θα προκύπτει υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές προβλέπονται συνδυαστικά στα άρθρα 58 Σ και 100 § 1 περ. α’ Σ και στις διατάξεις του αντίστοιχου εκτελεστικού νόμου. Σύμφωνα με την ίδια γνώμη, οι ανωτέρω περιορισμοί στις δυνατότητες του ΑΕΔ απορρέουν από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 58 Σ, στο οποίο θεμελιώνεται δικονομικό δικαίωμα για ακύρωση εκλογής υποψηφίων που δεν επιτρέπεται όμως να επεκταθεί και στον έλεγχο της εκλογιμότητας υποψήφιων συνδυασμών πολιτικών κομμάτων· σε συνδυασμό με την περιοριστική απαρίθμηση των λόγων ακύρωσης των εκλογών, οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 58 Σ[26].
Η θεμελίωση της δικαιοδοσίας του ΑΕΔ, ως προς την μελετώμενη υπόθεση, δεν φαίνεται να χρειάζεται να διαφοροποιηθεί σε σύγκριση με τις νομικές βάσεις θεμελίωσης της δικαιοδοσίας που ασκεί το ΑΕΔ όταν καλείται να εξετάσει ενστάσεις κατά του κύρους εκλογής βουλευτών ή των αναπληρωματικών τους.
Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, το ΑΕΔ, συνιστά το αποκλειστικά αρμόδιο πολιτειακό όργανο για να κρίνει την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα των εκλογών. Η αρμοδιότητά του αυτή απορρέει από το συνδυασμό των άρθρων 52 Σ, 58 Σ και 100 § 1 περ. α’ Σ[27]. Όπως επίσης προεκτέθηκε, το ΑΕΔ δύναται να προβεί σε εξ υπαρχής νέα κρίση επί των πραγματικών περιστατικών της σχολιαζόμενης υπόθεσης (δηλαδή και των επιλήψιμων συμβάντων ή τυχόν ελαττωμάτων τα οποία προηγούνται της ημερομηνίας διενέργειας των εκλογών), χωρίς να δεσμεύεται από προηγούμενη απόφαση της δικαστικής λειτουργίας (εν προκειμένω από τις αποφάσεις του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου)[28]. Οι αναφερόμενες δικονομικές δυνατότητες του ΑΕΔ συνάγονται, ορθότερα, ήδη από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 58 Σ, βάσει της οποίας στη δικαιοδοσία του ΑΕΔ ανατίθεται ουσιαστικά η προστασία του κύρους των βουλευτικών εκλογών[29]. Από τη ρύθμιση αυτή απορρέει η αρμοδιότητα του ΑΕΔ να κρίνει το κύρος της συμμετοχής των εκλεγέντων βουλευτών του μορφώματος «Σπαρτιάτες» στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023, ασκώντας έλεγχο κατά πόσον η εκλογή καθενός εξ’ αυτών των βουλευτών συντελέσθηκε χωρίς τη συνδρομή των νόμιμων προσόντων εκλογής, ανεξάρτητα από την επίδραση της εκλογής τους στο τελικό αποτέλεσμα της επικράτειας. Επομένως, με βάση τη σχετική δέσμη συνταγματικών διατάξεων, η έλλειψη των νόμιμων προσόντων εκλογής καθορίζεται ως ελάττωμα που, εάν συντρέχει, θίγει γενικά το κύρος των βουλευτικών εκλογών[30].
Άλλο ζήτημα συνιστά το κατά πόσον θα μπορούσε να υπάρξει διαφοροποιημένη κρίση του ΑΕΔ όσον αφορά τις ενστάσεις-αιτήσεις σε βάρος βουλευτών των «Σπαρτιατών» οι οποίοι έχουν, στο μεσοδιάστημα, ανεξαρτητοποιηθεί από την αντίστοιχη κοινοβουλευτική ομάδα. Κατ’ ορθότερη γνώμη[31], το ΑΕΔ υποχρεούται να προβεί στην απαγγελία των εννόμων συνεπειών στο σύνολο των καθ’ ου οι ενστάσεις βουλευτών, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι επιμέρους ενστάσεις-αιτήσεις κατά των δώδεκα εκλεγέντων βουλευτών των «Σπαρτιατών» εδράζονται εν πολλοίς σε κοινή ιστορική-πραγματολογική βάση[32]. Σύμφωνα με το άρθρο 32 § 4 του ν. 345/1976: «Εις ην περίπτωσιν η κατά τας παραγράφους 2 και 3 ακύρωσις της ανακηρύξεως βουλευτών συνεπιφέρει εννόμους συνεπείας και επί ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωματικών εις άλλην ή άλλας εκλογικάς περιφερείας, το Ειδικόν Δικαστήριον υποχρεούται να απαγγείλη διά της αποφάσεώς του και τας συνεπείας αυτάς»· όπου, στην § 2 προβλέπεται η ρύθμιση των συνεπειών από την ακύρωση ανακήρυξης για παράβαση νόμου, ενώ, στην παράγραφο 3 για λανθασμένη αρίθμηση των ψήφων, αντιστοίχως. Τυγχάνει, δε, εφαρμογής το άρθρο 32 § 4 του ν. 345/1976 και ως προς την κατ’ άρθρο 32 § 1 του ν. 345/1976 ακύρωση της ανακήρυξης λόγω έλλειψης νόμιμου προσόντος εκλογής, ενόψει της υπαγωγής και αυτής της περίπτωσης στο εννοιολογικό εύρος του κατ’ άρθρου 58 Σ όρου των εκλογικών παραβάσεων, που είναι σχετικές με την ενέργεια των εκλογών[33].
Ωστόσο, όπως προκύπτει και από την προαναφερόμενη μη οριστική απόφαση του ΑΕΔ επί του θέματος που εκδόθηκε εντός του 2024, η εκ των πραγμάτων διαφαινόμενη, μακρόχρονη αναμονή έως και την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής κρίσης για τις αξιόποινες πράξεις που βαρύνουν την πραγματική ηγεσία και τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του μορφώματος, θα μπορούσε πολύ πιθανά να επιφέρει-ως δικονομική έννομη συνέπεια-την απόφαση κήρυξης της συζήτησης από το ΑΕΔ ως απαράδεκτης, λόγω της έλλειψης της Βουλής στην οποία είχαν εκλεγεί οι βουλευτές, των οποίων ελέγχεται το κύρος της εκλογής[34].
ΙV. Συμπερασματικά
Όπως επισημάνθηκε στο παρόν, τυχόν έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου σε βάρος της πραγματικής ηγεσίας και μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας του μορφώματος των «Σπαρτιατών» θα πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να κριθούν βάσιμες οι ενστάσεις-αιτήσεις κατά του κύρους της εκλογής των εν λόγω βουλευτών, στη βάση της κατ’ άρθρο 58 Σ έλλειψης των νόμιμων προσόντων εκλογής τους.
Όμως, παρά την κατά τα προηγούμενα θεμελίωση της δικαιοδοσίας του ΑΕΔ, η αναδιαμόρφωση της εκλογικής νομοθεσίας, ιδίως μετά τη θέση σε ισχύ των νόμων 4804/2021, 5019/ 2023 και 5043/2023[35] (και την έκδοση συνακόλουθα των ΑΠ 8/2023, 95/2023 και 1/2024) προξένησε ισχυρές επιφυλάξεις στην επιστήμη ως προς τη συμφωνία των νέων ρυθμίσεων με την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 29 § 1, εδ. α’ Σ. Κυρίως για το κατά πόσον, υπό τις νέες ρυθμίσεις, υποκρύπτεται νομοθετικό πρόπλασμα για την εισαγωγή διατάξεων περί δικαστικής διάλυσης κομμάτων[36]. Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να είχαν αποφευχθεί. Υπό την προϋπόθεση ότι δινόταν έμφαση από τον κοινό νομοθέτη στην αντιμετώπιση του μελετώμενου φαινομένου πρωτίστως μέσω εμπλουτισμού σχετικών ρυθμίσεων του ποινικού δικαίου. Έτσι, ώστε να είναι δυνατή η επαναφορά, μέσω νέας νομοθετικής ρύθμισης, της εκλογικής νομοθεσίας στα ισχύοντα προ του ν. 4804/2021.
[1]. Θ. Ξηρός, Άρθρο 55, σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2023 (ηλεκτρονική έκδοση), 1 (33 επ. και 42επ)· Γ. Καραβοκύρης, Άρθρο 29, σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2023 (ηλεκτρονική έκδοση), 1 (12επ)· Χ. Τσιλιώτης, Το ΑΕΔ και οι Σπαρτιάτες: Μία δύσκολη σχέση, https:// www.syntagmawatch.gr/trending-issues/to-aed-kai-oi -spartiates-mia-dyskoli-shesi/, 23.5.2024 (* Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης για τους υπερσυνδέσμους άρθρων που παρατίθενται στο παρόν: 13.10.2024)· Λ. Παπαδοπούλου, Σύνταγμα, κόμματα και απαγορεύσεις, https://www. constitutionalism.gr/sintagma-kommata-kai-apagorefseis/, 9.2.2023· Χ. Ανθόπουλος, Τα κόμματα και η άμυνα της δημοκρατίας μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, https://www.constitutionalism.gr/ta-kommata-kai-i-amina-tis-dimokratias/, 2.7.2023· Κ. Χρυσόγονος, Οι δυνατότητες του εκλογοδικείου, https://www.constitutionalism.gr/oi-dinatotites-tou-eklogodikeiou/, 2.7.2023
[2]. Ξηρός, Άρθρο 55, ό.π., 41· Χρυσόγονος, ό.π.· Λ. Παπαδοπούλου, Τι θα γίνει με τους «Σπαρτιάτες»;, σε: Το Βήμα (έντυπη έκδοση), 14.4.2024· Σ. Βλαχόπουλος, Το ένα λάθος δεν διορθώνεται με μεγαλύτερο λάθος. Όχι άλλους «Σπαρτιάτες» και «Αθηναίους», https://www.syntagmawatch.gr/ trending-issues/to-ena-lathos-den-diorthwnetai-me-megalytero-lathos/, 27.6.2023· Κ. Μποτόπουλος, Διάλογος με το Συνάδελφο Ακρίτα Καϊδατζή επί του άρθρου του «Αναρμόδιο το εκλογοδικείο ν ελέγξει την ηγεσία κοινοβουλευτικού κόμματος (www.constitutionalism.gr), https:// www.constitutionalism.gr/dialogos -me-ton-sinadelfo-akrita-kaidatzi-eklogodikeio/, 2.8. 2023· Α. Καραμπατζός, Ανακατανομή εδρών ερήμην της δημοκρατικής αρχής, σε: Τα Νέα (έντυπη έκδοση), 11.4.2024. Το παρόν σημείωμα αναφέρεται στο πρώτο από τα δύο αυτά ζητήματα.
[3]. Α. Ράικος, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο (Οργανωτικό Μέρος II), Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη 2018, 416 επ.· Φ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2020, 216 επ. και 412 επ.· Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2022, 560 επ.· Κ. Γιαννακόπουλος, Άρθρο 100, σε: Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης (επιστημονική διεύθυνση), Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2017, 1566 (1570 επ.)· Ε. Πρεβεδούρου/Μ.-Χ. Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2023 (ηλεκτρονική έκδοση), 1 (17 επ.).
[4]. Άρθρο 25 του ν. 345/1976.
[5]. Α. Ράικος, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου 1996 (ΣΤ’ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου), Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, 37
[6]. Σύμφωνα με το άρθρο 21 § 1 του ν.345/1976 δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση ενδίκου βοηθήματος κατά των αποφάσεων του ΑΕΔ.
[7]. Α. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: Λιβάνη 2018, 409 επ.· Πρεβεδούρου/ Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 23 επ.· Θ. Ξηρός, Ζητήματα εκλογικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας 2007, 96 επ.· ΑΕΔ 22/2008· ΑΕΔ 6/2015· ΑΕΔ 7/2016.
[8]. Πάντως, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), επί των διοικητικών πράξεων που έχουν προπαρασκευαστικό χαρακτήρα για τις εκλογές ασκείται ευθέως έλεγχος ακυρότητας από το ΣτΕ και παρεμπίπτων έλεγχος από το ΑΕΔ – Γ. Σωτηρέλης, Άρθρο 58, σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2023 (ηλεκτρονική έκδοση), 1 (4 επ.)· Πρεβεδούρου/ Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 18 επ.· Ράικος, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο (Οργανωτικό Μέρος II), 418 επ.· του ίδιου, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου 1996 (ΣΤ’ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου), Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας 1999, 38. Ακόμη, κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη, ο έλεγχος ως προς την τήρηση των νομίμων προσόντων εκλογής και της έλλειψης κωλυμάτων εκλογιμότητας ή ασυμβιβάστων ανατίθεται μετεκλογικά στο ΑΕΔ και δεν διεξάγεται από το αρμόδιο για την ανακήρυξη όργανο (αρμοδιότητα η οποία μεταβιβάστηκε, ως αποκλειστική, από τα κατά τόπους πολιτικά πρωτοδικεία στο Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, μετά την ισχύ του άρθρου 34 του ν. 4648/2019) – Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 561 επ.· Σωτηρέλης, Άρθρο 58, ό.π., 3· Ξηρός, Ζητήματα εκλογικού δικαίου, 94 επ.· του ίδιου, Άρθρο 55, σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2023 (ηλεκτρονική έκδοση), 1 (20)· Πρεβεδούρου/Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 21, υποσ. 79
[9]. Σωτηρέλης, Άρθρο 58, ό.π., 2 επ.· Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 560 επ.· Πρεβεδούρου/ Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 18 επ.· ΑΕΔ 1/1992· ΑΕΔ 12/2005.
[10]. Πάντως, υποστηρίζεται και η αντίθετη γνώμη. Σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η προεκτιθέμενη αρμοδιότητα του ΑΕΔ εκτείνεται αποκλειστικά σε παραβάσεις, οι οποίες συντελούνται κατά την ημέρα διεξαγωγής της ψηφοφορίας των βουλευτικών εκλογών και όχι σε προγενέστερα της διενέργειας των εκλογών στάδια. Για την άποψη αυτή βλ. Α. Καϊδατζή, Αναρμόδιο το εκλογοδικείο να ελέγξει την ηγεσία κοινοβουλευτικού κόμματος, https://www.constitutionalism.gr/ anarmodio-to-eklogodikeio/, 3.7.2023· Ράικο, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο (Οργανωτικό Μέρος II), 416 επ.
[11]. Ράικος, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο (Οργανωτικό Μέρος II), 416 επ.· Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, 216 επ.· Σωτηρέλης, Άρθρο 58, ό.π., 4 επ.· Πρεβεδούρου/Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 20· Γιαννακόπουλος, Άρθρο 100, ό.π., 1570 επ.· ΑΕΔ 52/1985· ΑΕΔ 76/1985· ΑΕΔ 32/1994.
[12]. Των λεγόμενων άλλως ως «αρνητικών προσόντων» εκλογιμότητας.
[13]. Θ. Ξηρός, Άρθρο 55, σε: Σπ. Βλαχόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Γ. Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2023 (ηλεκτρονική έκδοση), 1 (15 επ. και 26 επ.)· Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, 216 επ. και 414 επ.· Πρεβεδούρου/Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 20 επ.· Γιαννακόπουλος, Άρθρο 100, ό.π., 1571 επ.· Ράικος, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο (Οργανωτικό Μέρος II), 419· του ίδιου, Ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου 1996 (ΣΤ’ Συμπλήρωμα του Δικονομικού Εκλογικού Δικαίου), 40.
[14]. Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2021, 407 επ. και 477 επ.· Ξηρός, Άρθρο 55, ό.π., 26 επ.· Πρεβεδούρου/ Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 27.
[15]. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 407 επ.
[16]. Όπως κυρώθηκε με τον ν. 4619/2019.
[17]. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι/Ν. Μπιτζελέκης/Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο Ποινικών Κυρώσεων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη 2020, 71 επ.· Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 409.
[18]. Καϊάφα-Γκμπάντι/Μπιτζελέκης/Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο Ποινικών Κυρώσεων, 72 επ.
[19]. Αναλυτικά ως προς την εξέλιξη αυτή και την τεκμηρίωση για τη σοβαρή δυσχέρεια υπαγωγής των συναφών πραγματικών περιστατικών στο προαναφερόμενο αδίκημα βλ. Χ. Τσιλιώτη, Πώς μπορεί να προσφερθεί δωρεάν δημοσιότητα σε έναν κρατούμενο; Το Έγγραφο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων για την άρση της ασυλίας των 11 Βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες», https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/ pws -mporei-na-prosferthei-dwrean-dimosiotita-se-enan-kratoumeno/, 30.10.2023.
[20]. Ibidem.
[21]. Καθόσον διαθέτει αυτή τη δικονομική δυνατότητα για έκδοση μη οριστικών αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 345/1976.
[22]. Χ. Τσιλιώτης, Το ΑΕΔ και οι Σπαρτιάτες: Μία δύσκολη σχέση, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/to-aed-kai-oi-spartiates-mia-dyskoli-shesi/, 23.5.2024
[23]. Γ. Τασόπουλος, Η απόφαση ΑΠ 8/2023 και η πάγια ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 29 § 1 του Συντάγματος απέναντι στον νεοναζισμό, e-ΠΟΛΙΤΕΙΑ, τεύχος 7, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2023: 411 (413)· Καραβοκύρης, Άρθρο 29, ό.π., 12 επ.
[24]. Καραβοκύρης, Άρθρο 29, ό.π., 12 επ.· Ξηρός, Άρθρο 55, ό.π., 39 επ.· Κ. Παπανικολάου, Το άρθρο 32 § 1 του π.δ. 26/2012 ως περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ΔτΑ 95/2023. 403 επ.· Σ. Ρίζος, Η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων στο ισχύον Σύνταγμα, ΔτΑ 95/2023. 311 (313 επ.)· Πρεβεδούρου/Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 22 επ.
[25]. Ξηρός, Άρθρο 55, ό.π., 40 επ.· Πρεβεδούρου/Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 19 επ. Βλ. επίσης ενδεικτικά ΑΕΔ 52/1985· ΑΕΔ 10/2000· ΑΕΔ 25/2001. Αυτή η ερμηνευτική προσέγγιση έχει γίνει δεκτή παγίως και στη σχετική νομολογία του ΣτΕ, καθόσον, όπως επισημαίνεται, παρότι εκδιδόμενες στο πλαίσιο άσκησης διοικητικών καθηκόντων, οι ανωτέρω αποφάσεις του αρμόδιου Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου αποτελούν μη υπαγόμενες στην άσκηση ακυρωτικού ελέγχου κρίσεις της δικαστικής λειτουργίας – Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2423/1992· ΣτΕ 2190/2001· ΣτΕ 213/ 2004.
[26]. Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της γνώμης αυτής βλ. ενδεικτικά Καϊδατζή, ό.π.· Τσιλιώτη, ό.π.
[27]. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 560 επ.·
[28]. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 409 επ.
[29]. Πρεβεδούρου/Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 18 επ.· Μποτόπουλος, ό.π. Τα ανωτέρω εξειδικεύονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 24 ν. 345/ 1976.
[30]. Ράικος, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο (Οργανωτικό Μέρος II), 416 επ.· Μποτόπουλος, ό.π.
[31]. Παπαδοπούλου, ό.π.
[32]. Εφόσον, τόσο από την υπό εκκρεμότητα ποινική διαδικασία εναντίον των κατηγορουμένων βουλευτών όσο και από την ενώπιον του ΑΕΔ περιγραφόμενη διαδικασία, επιβεβαιωθεί η κρίση επί των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης αυτής, όπως αυτά γίνονται δεκτά στην ΑΠ 1/2024.
[33]. Ράικος, Γενική Πολιτειολογία & Συνταγματικό Δίκαιο (Οργανωτικό Μέρος II), 419. Ενισχυτική προς την ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση φαίνεται να είναι η ρύθμιση του εδαφίου β’ της § 3 του άρθρου 32 του ν. 345/1976. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 § 3 του ν. 345/1976: «Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον λάθος περί την αρίθμησιν των ψήφων, αποφαίνεται άκυρον την συνεπεία του λάθους γενομένην ανακήρυξιν και ανακηρύσσει βουλευτάς ή αναπληρωματικούς τους κατά την ορθήν αρίθμησιν των ψήφων πλειοψηφήσαντας. Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται αναλόγως και εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ακυρώσεως ανακηρύξεως, κατά την οποίαν εν όψει της φύσεως της εκλογικής παραβάσεως είναι προφανώς, κατά την κρίσιν του Ειδικού Δικαστηρίου, περιττή η επανάληψις της ψηφοφορίας».
[34]. Τσιλιώτης, ό.π.· ΑΕΔ 13/2012· ΑΕΔ 5/2016· ΑΕΔ 11/2016.
[35]. Σημειωτέον ότι, ενδείξεις αυστηροποίησης των διατάξεων για τη λειτουργία και την εκλογιμότητα των πολιτικών κομμάτων είχαν προηγηθεί ήδη αρκετά έτη πριν: βλ. ενδεικτικά ρυθμίσεις του ν.4304/2014 περί του καθεστώτος χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και τη συναφή απόφαση ΟλΣτΕ 518/2015 – Χ. Ανθόπουλος, Άρθρο 29, σε: Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης (επιστημονική διεύθυνση), Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας 2017, 773 (789 επ.).
[36]. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 333 επ.· Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας 2016, 406 επ. ·Ξηρός, Άρθρο 55, ό.π., 33 επ.· Πρεβεδούρου/Βλάχου-Βλαχοπούλου, Άρθρο 100, ό.π., 22 επ.· Ρίζος, Η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων στο ισχύον Σύνταγμα, ό.π., 314 επ.· Παπανικολάου, Το άρθρο 32 § 1 του π.δ. 26/2012 ως περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ό.π., 406 επ.