Ι. Ε. Βενιέρη: Το ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ – Νομική φύση και αρμοδιότητα είσπραξης
Το ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ – Νομική φύση
και αρμοδιότητα είσπραξης
Ιάκωβου Ε. Βενιέρη
Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Αθηνών, Δικηγόρου
Α. Εισαγωγικά - νομοθετικό καθεστώς
Το ανταποδοτικό τέλος, ως κύριος πόρος της ΕΡΤ ΑΕ, προβλέφθηκε αμέσως μετά την Μεταπολίτευση, ταυτόχρονα με τη νομοθετική πρωτοβουλία περί ιδρύσεως της ΕΡΤ ΑΕ ως φορέα λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (κατά καθολική διαδοχή του προϋφισταμένου Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως - κρατικής υπηρεσίας), με τις προβλεπόμενες περί του ανταποδοτικού τέλους συντρέχουσες διατάξεις των ν. 173/1975 (Α' 202) και του άρθρου 8 του ν. 230/1975 (Α' 272). Έκτοτε, δε, με μικρές παραλλαγές, εξακολούθησαν να ισχύουν μέχρι σήμερα οι κύριες προβλέψεις περί της είσπραξης από τους κατόχους μετρητών ρευματοδοσίας μέσω των παροχών ρευματοδοσίας και περί της απόδοσης αυτού στη ΕΡΤ ΑΕ από τους τελευταίους.
Η ΕΡΤ ΑΕ επανιδρύθηκε το 2013 ως νέα ανώνυμη εταιρία - με νέο, διακριτό και διαφορετικό ΑΦΜ από της παρελθούσας ΕΡΤ ΑΕ (που ιδρύθηκε αρχικώς με το ν. 230/1975) - με το ν. 4173/2013 (Α’ 169), ως τροποποιηθείς ισχύει σήμερα.
Σήμερα, περί του ανταποδοτικού τέλους ισχύουν οι προβλέψεις του τρέχοντος βασικού νόμου περί της ΕΡΤ ΑΕ (ν. 1473/2013), ήτοι της § 3 του άρθρου 6 του ν. 4173/2013 (Α΄169) τροποποιηθείσης δια της § 1 του άρθρου 5 του ν. 4324/2015 (Α’ 22).
Με βάση τη σχετική διάταξη προβλέπεται ότι: «3. Ως αντιστάθμισμα για την εκπλήρωση των σκοπών της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας του άρθρου 2 του παρόντος, επιβάλλεται και εισπράττεται υπέρ της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. ανταποδοτικό τέλος ύψους τριών (3,00) ευρώ μηνιαίως ανά παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Το ανταποδοτικό τέλος υπολογίζεται και χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας για τη χρονική περίοδο στην οποία αυτός αναφέρεται. Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας παρακρατούν προμήθεια 0,5% επί των εισπράξεων για τον υπολογισμό, ενσωμάτωση σε λογαριασμό, είσπραξη και απόδοση του αναλογούντος ποσού στην Ε.Ρ.Τ Α.Ε. Τα ποσά που εισπράττονται, μετά την αφαίρεση της προμήθειας 0,5%, αποδίδονται στη Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. μέσα στο δεύτερο μήνα από τη λήξη του μήνα στον οποίο ανήκει λογιστικώς η κάθε είσπραξη λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος. Υποχρέωση για την καταβολή αυτού του τέλους έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για κάθε παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα για την οποία υπάρχει σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Από την υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού τέλους απαλλάσσονται: α) το Ελληνικό Δημόσιο, β) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γ) οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι αμιγείς επιχειρήσεις τους, τα αμιγή ιδρύματα τους και οι ενώσεις τους, δ) οι κάτοχοι μετρητών κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας για την κατανάλωση ρεύματος που χρησιμοποιείται σε αρδευτικές, κτηνοτροφικές και πτηνοτροφικές μονάδες, ε) οι κάτοχοι μετρητών, για όσο χρονικό διάστημα καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια αξίας μέχρι και δέκα (10) ευρώ μηνιαίως, στ) οι πάσης φύσεως ναοί και χώροι λατρείας των κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος γνωστών θρησκειών, καθώς και τα νεκροταφεία, ζ) οι παροχές από τις οποίες ηλεκτροδοτούνται αποκλειστικά οι κοινόχρηστοι χώροι των πολυκατοικιών, ανεξάρτητα από τη χρήση τους. Δεν εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού τέλους νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο Κράτος ή που έχουν τα προνόμια του Δημοσίου ή εξομοιώνονται με το Δημόσιο. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου για θέματα Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης Υπουργού Επικράτειας, μπορεί να εξαιρούνται από την καταβολή του ανταποδοτικού τέλους ή από την αναπροσαρμογή αυτού, καταναλωτές οι οποίοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και να καθορίζονται τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια για την εξαίρεση αυτών. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Επικράτειας, αρμόδιου για θέματα Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, ύστερα από εισήγηση τον Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε., το ποσό του ανταποδοτικού τέλους μπορεί να αναπροσαρμόζεται, λαμβάνοντας υπόψη το καθαρό κόστος και την προσυπολογιζόμενη δαπάνη για την παροχή της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά αποτυπώνονται στα σχετικά επίσημα οικονομικά στοιχεία της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. και με την επιφύλαξη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις κρατικές ενισχύσεις στη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Σε κάθε περίπτωση το ποσό του ανταποδοτικού τέλους δεν δύναται να είναι μικρότερο τον ποσού των τριών (3,00) ευρώ. *** Η παράγραφος 3 όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 42 παρ. 8 ν. 4262/2014, ΦΕΚ Α΄ 114/10.5.2014, αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4324/2015 (ΦΕΚ Α' 44/ 29.04.2015)».
Το 2021 τροποποιήθηκε το παραπάνω άρθρο και προσετέθη η νέα ρύθμιση, ήτοι η § 3Α στο άρθρο 6 του ν. 4173/2013 (Α΄ 169), με ημερομηνία ισχύος από της δημοσιεύσεως της ρύθμισης αυτής στο οικείο ΦΕΚ (20.2.2021) και χρονικό πεδίο εφαρμογής επί των αποδοτέων ποσών ανταποδοτικού τέλους των οικονομικών ετών από 1.1.2020-31.12.2020 και εφεξής.
Σύμφωνα με αυτήν την διάταξη, ορίστηκε ότι: «3Α. Η καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών από το ανταποδοτικό τέλος ρυθμίζεται κατά τον ίδιο τρόπο που ρυθμίζονται οι οφειλές από την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος, εφόσον οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας προβαίνουν σε διακανονισμό ή ρύθμιση με τους καταναλωτές για την εξόφληση των λογαριασμών. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές από το ανταποδοτικό τέλος που δεν καταβάλλονται από τους υπόχρεους στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, εισπράττονται από την Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Τίτλο εκτελεστό αποτελεί η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. Για τον σκοπό αυτό, όλοι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας κατά τον μήνα Μάρτιο κάθε έτους αποστέλλουν στην Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. εκκαθαριστική κατάσταση, στην οποία αναγράφονται: α) οι συνολικές χρεώσεις ανταποδοτικού τέλους που ενσωματώθηκαν στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για περιόδους κατανάλωσης που εμπίπτουν στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος, β) το ύψος των εισπραχθέντων και των ανείσπρακτων ποσών για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, γ) ο αριθμός των πελατών που απαλλάσσονται ή εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού τέλους για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, δ) η αιτιολογία της απαλλαγής ή εξαίρεσης, καθώς και ε) ο αριθμός του μετρητή, το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, η διεύθυνση, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), η αρμόδια Δ.Ο.Υ και το ύψος του οφειλόμενου εισπραχθέντος και ανείσπρακτου ποσού κάθε υπόχρεου. Ως προς τα ανείσπρακτα ποσά, η παραπάνω εκκαθαριστική κατάσταση πρέπει επιπροσθέτως να περιλαμβάνει, ανά υπόχρεο, χωριστή μνεία για το ύψος των εξής επιμέρους κατηγοριών ληξιπρόθεσμων ποσών: ι) των ληξιπρόθεσμων που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διακανονισμό με τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, η) των ληξιπρόθεσμων που είτε δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διακανονισμό, είτε η σχετική ρύθμιση ή διακανονισμός έχει απολεσθεί με ευθύνη του υπόχρεου, ανεξαρτήτως της διακοπής ή μη από τον προμηθευτή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Η παραπάνω εκκαθαριστική κατάσταση συνοδεύεται υποχρεωτικά από έκθεση ορκωτού ελεγκτή περί της ορθότητας των υποβαλλόμενων στοιχείων και της ύπαρξης και τήρησης κατάλληλων διαδικασιών για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την παρ. 3 του άρθρου 6. Μετά την αποστολή της εκκαθαριστικής κατάστασης στην Ε.Ρ.Τ. Α.Ε., οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας διαγράφουν από τις απαιτήσεις τους τις ανωτέρω υπό π περιπτώσεις ανείσπρακτων ποσών. Οι οφειλές από το ανταποδοτικό τέλος μπορούν να υπάγονται σε ρύθμιση, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. *** Η παρ. 3Α προστέθηκε και η παρ. 4 τροποποιήθηκε ως άνω με το άρθρο 47 παρ. 1 ν. 4779/2021, ΦΕΚ Α΄ 27/ 20.2.2021».
Σημειώνεται τέλος ότι κατά την νομοθεσία περί ΚΕΔΕ, ν. 4978/2022 (Α’ 190), στην § 4 του άρθρου 9 του ΚΕΔΕ, προβλέπεται ότι: «4. Δεν επιβάλλεται κατάσχεση ακινήτων, καθώς και κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη, εφόσον το συνολικό ύψος του χρέους υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ». Mε δεδομένο δε ότι, κατά τις προβλέψεις της νομοθεσίας στην § 3 του άρθρου 6 του ν. 4173/2013 χρεώνεται «ανταποδοτικό τέλος ύψους τριών (3,00) ευρώ μηνιαίως ανά παροχή ηλεκτρικού ρεύματος», καθίσταται αντιληπτό ότι για να υπερβεί η οφειλή εξ ανταποδοτικού τέλους ανά μετρητή το ύψος των 500 ευρώ, χρειάζεται να παρέλθουν τουλάχιστον 166 μήνες (= άνω των 10 ετών) μη καταβολής της από τον οφειλέτη καταναλωτή.
B. H νομοθετική πρόβλεψη είσπραξης του ανταποδοτικού τέλους από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (§ 3 άρθρου 6 ν. 4173/ 2013)
I. Νομοθετικός καθορισμός των οφειλετών, των εισπρακτόρων του τέλους, αλλά και του τρόπου είσπραξης
Στο άρθρο 6 § 3 του ν. 4173/2013 προβλέπεται ότι: «ως αντιστάθμισμα για την εκπλήρωση των σκοπών της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας του άρθρου 2 του παρόντος, επιβάλλεται και εισπράττεται υπέρ της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. ανταποδοτικό τέλος ύψους τριών (3,00) ευρώ μηνιαίως ανά παροχή ηλεκτρικού ρεύματος». Οι οφειλέτες του ποσού αυτού είναι όλοι όσοι κάνουν χρήση-κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς διευκρινίζεται στην διάταξη ότι: «υποχρέωση για την καταβολή αυτού του τέλους έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για κάθε παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα για την οποία υπάρχει σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας». Ταυτόχρονα, εισάγονται και εξαιρέσεις από τα πρόσωπα που είναι οφειλέτες[1].
Επομένως, ο νόμος προβλέπει το ύψος της οφειλής αλλά και προσδιορίζει ως οφειλέτες όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος. Η αξίωση του ποσού εξ αυτής ανήκει στην ΕΡΤ ΑΕ, αλλά ο νόμος ήδη με την § 3 του άρθρου 6 καθορίζει τον τρόπο είσπραξης της απαίτησης αυτής: επιβάλλεται από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και εισπράττεται από αυτούς. Ως προς αυτό, η διάταξη προβλέπει τον τρόπο αξιώσιμης καταβολής του τέλους αυτού, καθώς «το ανταποδοτικό τέλος υπολογίζεται και χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας για τη χρονική περίοδο στην οποία αυτός αναφέρεται». Δηλαδή, η αποστολή του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος προς τον κάθε οφειλέτη του τέλους (και καταναλωτή ηλεκτρικού ρεύματος), έχει τη λειτουργία έγγραφης κοινοποίησης του χρέους κατά την έννοια της όχλησης οφειλέτη βάσει του άρθρου 340 ΑΚ. Η είσπραξη που λαμβάνει χώρα, δημιουργεί μία υποχρέωση μεταβίβασης των αποτελεσμάτων της είσπραξης στην ΕΡΤ ΑΕ.
Η ίδια διάταξη προβλέπει το μηνιαίο ποσό των τριών ευρώ ως εισπραττόμενο ποσό, αλλά καθορίζει και την αμοιβή των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας για την σχετική είσπραξη, δηλαδή στην προμήθεια ύψους 0,5% επί του εισπραττόμενου ποσού. Η δε προμήθεια 0,5% επί των εισπράξεων δεν προβλέπεται μόνο κατά περιεχόμενο στο ύψος αυτό αλλά καθορίζεται και ο δικαιοπολιτικός λόγος, δηλαδή η αιτία της προμήθειας. Προς αυτήν την κατεύθυνση διευκρινίζεται ότι αποτελεί προμήθεια-αμοιβή για τον υπολογισμό, ενσωμάτωση σε λογαριασμό, είσπραξη και απόδοση του αναλογούντος ποσού στην ΕΡΤ ΑΕ.
II. Νομικός χαρακτηρισμός των παραπάνω εννόμων σχέσεων
Ο ν. 4173/2013 θεωρεί ότι η ΕΡΤ ΑΕ παρέχει ένα είδος υπηρεσίας προς το κοινό (ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία), και κατά λογική ακολουθία η υπηρεσία αυτή είναι δίκαιο και νόμιμο να επιδέχεται ανταλλάγματος/αντιπαροχής. Η αντιπαροχή του κοινού είναι το ανταποδοτικό τέλος, το οποίο θεωρείται μια χρηματική παροχή ενός ιδιώτη προς έναν δημόσιο φορέα έναντι μίας ειδικής και άμεσης παρεχόμενης υπηρεσίας του φορέα προς τον καταναλωτή, την οποία αυτός ελευθέρως χρησιμοποιεί[2]. Ισχύει ότι τα ανταποδοτικά τέλη πρέπει να αντιστοιχούν προς το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας και τα έσοδα που προέρχονται από αυτά πρέπει να διατίθενται για την διατήρηση και λειτουργία της υπηρεσίας αυτής[3].
Κατά αυτήν την έννοια, το ανταποδοτικό τέλος που αποδίδεται στην ΕΡΤ ΑΕ αποτελεί αναγκαστική παροχή των ιδιωτών, η οποία καταβάλλεται έναντι της ειδικής αντιπαροχής (ωφέλειας) εκ των ραδιοτηλεοπτικών της υπηρεσιών, προς την οποία τελεί κατά βάση σε σχέση αντιστοιχίας, διότι αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας αυτής[4]. Το δε ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ ΑΕ ανήκει στην κατηγορία εκείνων των τελών που βαρύνουν τους ιδιώτες υποχρεωτικώς, ανεξαρτήτως από το αν ο κάθε ιδιώτης και οφειλέτης του τέλους κάνει πράγματι και ποιάς έντασης χρήση της προσφερόμενης υπηρεσίας από την ΕΡΤ ΑΕ[5]. Κατ’ ουσίαν, τα τέλη ανταποδοτικού χαρακτήρα επιβάλλονται, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το κόστος της διάθεσης υπηρεσιών που βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής και βαρύνουν ορισμένο κύκλο προσώπων, έναντι της παροχής υπηρεσίας, που πέραν από την εξυπηρέτηση του γενικού δημοσίου συμφέροντος έχουν τον ειδικό προορισμό να παρέχουν και «ειδικό όφελος» στον ως άνω κύκλο προσώπων[6].
Συνεπώς, το ανταποδοτικό τέλος αποτελεί δικαίωμα και αξίωση της ΕΡΤ ΑΕ, το οποίο ως αιτία αλλά και ύψος νομιμοποιείται και δικαιολογείται πλήρως βάσει της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας που παρέχει σε όλους τους ιδιώτες. Οι τελευταίοι το οφείλουν ανεξαρτήτως αν πράγματι κάνουν και ποιας έκτασης χρήση των υπηρεσιών της ΕΡΤ ΑΕ.
Κατά τα παραπάνω, η ΕΡΤ ΑΕ είναι ο δικαιούχος της συγκεκριμένης αξίωσης/αντιπαροχής, αλλά ο νόμος παρέχει ειδικές ρυθμίσεις ως προς την είσπραξη αυτού του ποσού. Ήδη παραπάνω επισημάνθηκε ότι το ανταποδοτικό τέλος υπολογίζεται και χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας για τη χρονική περίοδο στην οποία αυτός αναφέρεται. Κατά αυτήν την έννοια, εξουσία προσδιορισμού του ποσού, όχλησης των οφειλετών αλλά και είσπραξης του τέλους έχουν οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας.
Η πρόβλεψη για την συγκεκριμένη εξουσία προσδιορισμού, όχλησης και είσπραξης δικαιοπολιτικώς έχει την αιτία της σε δύο γεγονότα: α) στο ότι η κάθε εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας έχει ήδη τον απαραίτητο μηχανισμό και υλικοτεχνική και στελεχιακή υποδομή ενημέρωσης, διεκδίκησης και είσπραξης των ποσών που αναγράφονται στον μηνιαίο λογαριασμό και β) το κυριότερο, η κάθε εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας έχει τον πρακτικό μηχανισμό εξαναγκασμού οικειοθελούς καταβολής των οφειλών δια της διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στον οφειλέτη. Δηλαδή έχει έναν πρακτικό εξωδικαστικό τρόπο εξαναγκασμού των οφειλετών σε συμμόρφωση πληρωμής των οφειλών τους.
Ειδικά η τελευταία δυνατότητα, ως προς τον εξαναγκασμό είσπραξης του ανταποδοτικού τέλους, δεν υπάρχει ως τεχνική δυνατότητα για την ΕΡΤ ΑΕ. Δηλαδή δεν υπάρχει για την ΕΡΤ ΑΕ κάποιο μέσο εξαναγκασμού του οφειλέτη σε ικανοποίηση των υποχρεώσεών του μέσω π.χ. της στέρησης απόλαυσης των υπηρεσιών της ΕΡΤ ΑΕ. Η τελευταία δεν έχει τον τεχνικό τρόπο ή μηχανισμό παρεμπόδισης/αποστέρησης της απόλαυσης της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας της ΕΡΤ ΑΕ. Η δε υπηρεσία της, ακόμα και αν υπήρχε δυνατότητα αποστέρησης/διακοπής, δεν αξιολογείται από τους ιδιώτες της ίδιας ζωτικότητας και αξίας στην καθημερινή τους λειτουργία, σε αντίθεση με την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και την διακοπή αυτής, που εξ ορισμού ασκούν πρακτική πίεση στον οφειλέτη να εξοφλήσει ή έστω να ρυθμίσει το χρέος του έναντι των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας ομού μετά του χρέους εκ του ανταποδοτικού τέλους.
Επί των παραπάνω υπάρχει και σχετική άποψη της νομολογίας. Κρίθηκε ότι:[7] «οι προμηθευτές έχουν την δυνατότητα να διαχειρίζονται τον σχετικό κίνδυνο μη είσπραξης των οφειλών των καταναλωτών, καθόσον διαθέτουν σχετικά εργαλεία αντιστάθμισης», ακόμα δε έχουν και το δικαίωμα «να υποβάλουν εντολές αποσύνδεσης μετρητών ή και να καταγγείλουν τη σύμβαση προμήθειας, σε περίπτωση συσσώρευσης ανεξόφλητων οφειλών». Κρίθηκε δε ότι «ως προς την εξόφληση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, οι προμηθευτές, ενεργούν απλώς ως εντολείς ή «ενδιάμεσα» όργανα απόδοσης των σχετικών ποσών, τα οποία εισπράττονται από τους τελικούς καταναλωτές, καταβάλλονται στους αρμόδιους διαχειριστές και αποδίδονται σε τρίτους που είναι και οι τελικοί δικαιούχοι». Η παραπάνω νομολογία υπογραμμίζει επιπλέον ότι «η υποχρέωση των προμηθευτών είναι ανεπιφύλακτη και ανεπίδεκτη οιασδήποτε ενστάσεως ή διαφορετικής ερμηνείας … με σκοπό την προσήκουσα εκπλήρωση απόδοσης των ρυθμιζόμενων χρεώσεων … η υποχρέωση πληρωμής εντός σαφώς προσδιορισμένης ημερομηνίας και δη ανεξάρτητα από την ύπαρξη οποιασδήποτε ένστασης/αντίρρησης του προμηθευτή … ως προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας, έχει την υποχρέωση να καταβάλει τις ένδικες Ρυθμιζόμενες Χρεώσεις τη δήλη ημέρα, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε ενστάσεις/αντιρρήσεις και άρα ανεξάρτητα από την είσπραξη ή όχι αυτών από τους πελάτες - τελικούς καταναλωτές». Ειδικά η τελευταία κρίση εκ της νομολογίας δρα υπερβατικά, οδηγώντας στην υποχρέωση των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας να αποδίδουν υπέρ των δικαιούχων τα ποσά που αναγράφονται στα τιμολόγιά τους και μάλιστα «σε πρώτη ζήτηση», δηλαδή άνευ δυνατότητας προβολής ενστάσεως, ακόμα και αυτής της μη είσπραξης των σχετικών ποσών από τους τελικούς καταναλωτές του ρεύματος και αρχικούς οφειλέτες των εισπρακτέων ποσών.
III. Ειδικότερα η εξουσία είσπραξης του ανταποδοτικού τέλους από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας
Η νομοθετική πρόβλεψη της § 3 του άρθρου 6 εισάγει την εκ του νόμου εξουσιοδότηση προς είσπραξη με εξουσιοδοτούμενους τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας και υπέρ ης η εξουσιοδότηση την ΕΡΤ ΑΕ. Η εξουσιοδότηση προς είσπραξη ως νομική πράξη είναι μονομερής, απευθυντέα δικαιοπραξία του εξουσιοδότη (εν προκειμένω της ΕΡΤ ΑΕ), όπως και η πληρεξουσιότητα, και είναι άτυπη κατά κανόνα[8], με αποτέλεσμα η νομοθετική πρόβλεψη να αρκεί χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω συμφωνία ή συμβατικοί όροι μεταξύ της ΕΡΤ ΑΕ και των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. (Ο νομικός χαρακτηρισμός ως εξουσιοδότησης για τη σχέση μεταξύ ΕΡΤ ΑΕ και παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας ως προς την εκ του νόμου ανάθεση της είσπραξης του ανταποδοτικού τέλους από τους κατόχους μετρητών ρευματοδοσίας, δεν είναι η αποκλειστική νομική προσέγγιση. Υπάρχουν και έτερες νομικές προσεγγίσεις για την νομική υπαγωγή της μεταξύ τους σχέσης, όμως, δεν ανατρέπουν το εδώ αναπτυσσόμενο σκεπτικό).
Με την εξουσιοδότηση για είσπραξη της απαιτήσεως δεν μεταβιβάζεται η απαίτηση στον υπεύθυνο είσπραξης. Φορέας της απαίτησης και τελικός δικαιούχος του αποτελέσματος είσπραξης παραμένει ο δανειστής. Με αυτή (την εξουσιοδότηση) παραχωρείται απλώς σε άλλο πρόσωπο η εξουσία για είσπραξη μόνο της απαιτήσεως. Ταυτόχρονα, οι εξουσίες του εξουσιοδοτημένου είναι περιορισμένες στην είσπραξη και μόνο, καθόσον ο εξουσιοδοτημένος δεν έχει την εξουσία να διαθέσει την απαίτηση πέρα από το σκοπό, για τον οποίο του δόθηκε η εξουσιοδότηση[9]. Ειδικότερα, δεν έχει το δικαίωμα άφεσης χρέους του οφειλέτη, όπως αναλύεται περισσότερο παρακάτω.
Η νομική βάση της εξουσιοδότησης προς είσπραξη αναζητάται στην ΑΚ 417 που κάνει λόγο για καταβολή που επιτρέπεται εκ του νόμου σε άλλο πρόσωπο. Με την εκ μέρους του εξουσιοδοτημένου είσπραξη της απαιτήσεως επέρχεται απόσβεση του χρέους, κατ’ άρθρο 417 § 1 ΑΚ, κατά το οποίο η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής έχει επιτρέψει να δεχτεί την καταβολή[10]. Ο εξουσιοδοτούμενος (εν προκειμένω οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας) εισπράττει στο δικό του όνομα την απαίτηση και προκαλεί έτσι αμέσως την απόσβεσή της, υπαγόμενος στην ευρύτερη έννοια του επιτετραμμένου προς είσπραξη της ΑΚ 417, χωρίς να αποτελεί ούτε εκδοχέα, ούτε πληρεξούσιο του πραγματικού δικαιούχου της απαίτησης[11]. Βέβαια υποστηρίζεται ότι μπορεί να θεωρηθεί είδος «περιτετμημένης» εκχώρησης (ΑΚ 455 επ.), καθόσον ο δανειστής (ΕΡΤ ΑΕ) μεταβιβάζει σε άλλον (τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας), όχι το μείζον δηλαδή το σύνολο της απαίτησής του, αλλά το έλασσον, ήτοι μόνο την είσπραξή της[12].
Με βάση τη σχετική νομοθετική εισαγωγή της εξουσιοδότησης προς είσπραξη εκ του άρθρου 6 § 3 ν. 4173/2013 δεν συντελείται εκχώρηση της απαίτησης ή του δικαιώματος. Μόνο παραχωρείται υποχρεωτικώς από τον δανειστή των ανταποδοτικών τελών (εξουσιοδότη), για τους παραπάνω λόγους, εκ του νόμου, η εξουσία στους παρόχους της ηλεκτρικής ενέργειας (εξουσιοδοτούμενοι), να εισπράξουν την απαίτηση από τον οφειλέτη, μέσω των ήδη υπαρχόντων μηχανισμών είσπραξης των δικών τους απαιτήσεων[13]. Κατά αυτήν την έννοια, οι εξουσιοδοτούμενοι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκονται σε νομική θέση μεταξύ του εκδοχέα και του απλού πληρεξουσίου προς είσπραξη[14].
Σε περιπτώσεις εξουσιοδότησης προς είσπραξη, όπως η εδώ εξεταζόμενη, παρέχεται στον εξουσιοδοτούμενο η δυνατότητα, όχι μόνο να εισπράττει στο όνομά του, όταν ο οφειλέτης καταβάλλει με τη θέλησή του, αλλά και να μπορεί, ενεργώντας στο όνομά του, να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη[15]. Για αυτό διευκρινίζεται, ότι, η κατά το ουσιαστικό δίκαιο εξουσιοδότηση για είσπραξη απαίτησης συνοδεύεται και από θεμελιωθείσα νομιμοποίηση[16], η οποία στην κρινόμενη εδώ περίπτωση καταλαμβάνεται από την παραπάνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 6 § 3 ν. 4173/2013. Συνεπώς, δικονομικώς η εξουσιοδότηση προς είσπραξη και δη προβλεπόμενη από το νόμο, εισάγει και δικονομική νομιμοποίηση των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας προς είσπραξη των αντίστοιχων τελών, ομού ή χωριστά από τα υπόλοιπα ποσά που αναγράφουν τα τιμολόγια των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας προς τους καταναλωτές της ηλεκτρικής ενέργειας. Η εξουσία είσπραξης ως μέρος των εξουσιών του ενοχικού δικαιώματος συμπεριλαμβάνει και την εξουσία δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης στο όνομα του εξουσιοδοτούμενου (προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας), αλλά για λογαριασμό του δικαιούχου (ΕΡΤ ΑΕ). Πρόκειται για περίπτωση ρυθμισμένης από τον νόμο εξαιρετικής νομιμοποιήσεως που εμπεριέχεται στην εξουσία προς είσπραξη[17].
Στην ανάθεση αυτής της εξουσίας κατά το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 6 § 3 ν. 4173/2013 περιλαμβάνεται η κάθε είδους δικαστική και εξωδικαστική ενέργεια, προκειμένου να εισπραχθούν τα ανταποδοτικά τέλη. Ακόμη περιλαμβάνεται και η άσκηση όλων των παρεπόμενων δικαιωμάτων που λειτουργούν ως εξασφάλιση της είσπραξης της απαίτησης. Συνεπώς, ο προμηθευτής ρεύματος ως εξουσιοδοτούμενος προς είσπραξη κατά το οριζόμενα στο άρθρο 6 § 3 αναλαμβάνει την όχληση των οφειλετών, την αποδοχή της εξόφλησης των απαιτήσεων, την ενημέρωση υπολοίπου στους οφειλέτες, την τήρηση των σχετικών βιβλίων, την αντιμετώπιση της υπερημερίας ή αδυναμίας πληρωμών κ.λπ.
Κατά το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 6 § 3 ν. 4173/2013, η διαχείριση και η λογιστική παρακολούθηση των απαιτήσεων ανατίθενται στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, με παραχώρηση της είσπραξης στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό του εξουσιοδοτούντος (ΕΡΤ ΑΕ), που διατηρεί την ιδιότητα του δικαιούχου (φορέα) των απαιτήσεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή των υποκειμένων της έννομης σχέσης (ιδιώτη-ΕΡΤ ΑΕ). Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μόρφωμα που προσομοιάζει με την έμμεση αντιπροσώπευση, με την οποία παρέχεται στον έμμεσο αντιπρόσωπο η εξουσία να εισπράξει ορισμένη απαίτηση του αντιπροσωπευομένου στο δικό του όνομα, αλλά για λογαριασμό του τελευταίου. Δηλαδή η είσπραξη θα γίνει στο όνομα των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας αλλά για λογαριασμό της ΕΡΤ ΑΕ, κατά την έννοια της έμμεσης αντιπροσώπευσης.
Στην έμμεση αντιπροσώπευση, ο αντιπρόσωπος ενεργεί στο δικό του όνομα για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευομένου[18]. Η δήλωση βούλησης στην έμμεση αντιπροσώπευση γίνεται από κάποιο πρόσωπο (αντιπρόσωπο) στο δικό του όνομά αλλά για λογαριασμό άλλου[19]. Συνεπώς, στην έμμεση αντιπροσώπευση με περιεχόμενο την εξουσία προς είσπραξη, ο εξουσιοδοτούμενος εισπράττει με τα τιμολόγια ρεύματος στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της ΕΡΤ ΑΕ ως εξουσιοδότη. Μάλιστα ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 212 ΑΚ κατατείνει ρητώς προς την έμμεση αντιπροσώπευση, όταν δεν προκύπτει σαφώς η άμεση αντιπροσώπευση (ΑΚ 212 «αν δεν μπορεί να διαγνωστεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα»).
Η έμμεση δηλαδή αντιπροσωπεία αποτελεί αντιπροσώπευση συμφερόντων, ενέργεια δηλαδή άλλου και όχι αντιπροσωπεία του άρθρ. 211 ΑΚ[20]. Η εσωτερική σχέση επιτρέπει στο πρόσωπο του νομιμοποιούμενου να ασκεί το δικαίωμα στο δικό του όνομα και όχι στο όνομα αυτού που του επιτρέπει την εξουσία αυτή, αλλά ασκεί το δικαίωμα πάντοτε υπό το πρίσμα του σεβασμού των συμφερόντων του εξουσιοδότη του. Είναι δε ζήτημα αναγόμενο στην «εσωτερική σχέση», αν και πώς θα μεταφερθούν τα αποτελέσματα στον αντισυμβαλλόμενο του προσώπου που άσκησε το δικαίωμα[21].
Κατά την έννοια των παραπάνω, η ΕΡΤ ΑΕ ως εξουσιοδότης παραμένει ο δανειστής, ο δε εισπράκτορας είναι ο προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας κατά την έννοια της ΑΚ 212 και δρα στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της ΕΡΤ ΑΕ[22]. Και αφότου εισπράξει το ποσό του ανταποδοτικού τέλους, έχει την υποχρέωση, όπως κάθε έμμεσος αντιπρόσωπος, να μεταβιβάσει τα αποτελέσματα στον εξουσιοδότη αντιπροσωπευόμενο. Αυτό ισχύει, καθώς η ΕΡΤ ΑΕ εξακολουθεί να είναι δικαιούχος της απαίτησης επί των τελών, και φυσικά καταβάλλοντας ο οφειλέτης στον εξουσιοδοτούμενο προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας απαλλάσσεται από το χρέος[23]. Για την όλη αυτή εμπλοκή τους οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας αμείβονται με την παραπάνω προμήθεια καθιστώντας έτσι ο νόμος και την μεταξύ τους σχέση (ΕΡΤ-προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας) ανταλλακτική, ήτοι ετεροβαρή και όχι χαριστική.
Μπορεί να εισάγεται εκ του νόμου αυτή η εξουσιοδότηση προς είσπραξη, αλλά δρα εξωτερικώς έχοντας ταυτόχρονα και μία εσωτερική σχέση μεταξύ εξουσιοδότη και εξουσιοδοτουμένου (π.χ. εντολή ή άλλη υποσχετική σύμβαση), που αποτελεί την αιτία της εξουσιοδότησης[24]. Η δημιουργούμενη εσωτερική έννομη σχέση καθορίζει, οριοθετεί αλλά και επιβάλλει την εξουσία των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των οφειλετών των ανταποδοτικών τελών να ανεχθούν την εξουσία είσπραξης και να συμμορφωθούν στην ικανοποίηση της απαίτησης. Ο οφειλέτης, χωρίς να αξιώνεται ή να έχει σημασία η συναίνεσή του, υποχρεούται κατά το άρθρο 6 § 3 να καταβάλει στον εξουσιοδοτούμενο προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας (και) το ποσό του ανταποδοτικού τέλους.
Με βάση την παραπάνω πρόβλεψη ως αυτή εισάγεται εκ του άρθρου 6 § 3, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και αυτοί υποχρεούνται και δεν δικαιούνται απλώς να εισπράξουν, ως προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου 6 § 3. Δηλαδή ο νομοθέτης δεν εισάγει κάποια διακριτική ευχέρεια των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά τους υποχρεώνει στην είσπραξη. Κατά την έννοια αυτή, διαφοροποιούνται οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας από τον απλό δεκτικό καταβολής, καθότι οι προμηθευτές ηλεκτρικής ως εξουσιοδοτούμενοι προς είσπραξη έχουν (εκ φύσεως και τρόπου λειτουργίας) και την εξουσία εξαναγκασμού του οφειλέτη[25].
Κατ’ ουσίαν, υπάρχει και σχέση εντολής και οι συνέπειες εκ της εκτέλεσης αυτής, με σημαντική όμως διαφορά, ότι η σχέση εντολής μεταξύ προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας και της ΕΡΤ ΑΕ δεν απορρέει από συμβατική συναινετική σχέση. Την έχει επιβάλλει και θεσμοθετήσει υποχρεωτικώς και για τους δύο (ΕΡΤ ΑΕ και προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας) ο νομοθέτης, αφαιρώντας από αυτούς την εξουσία αυτοδιάθεσης και καθορισμού της έννομης σχέσης τους. Η νομοθετική εισαγωγή του άρθρου 6 §§ 3 και 3Α δεν επιτρέπει αποκλίσεις και συμβατική πρόβλεψη των μεταξύ τους ειδικότερων σχέσεων, αλλά ήδη τις προδιαμορφώνει επιτακτικώς εν είδει αναγκαστικού δικαίου ο νομοθέτης με βάση τις παραπάνω διατάξεις.
Ταυτόχρονα, η νομοθετική πρόβλεψη της εξουσιοδότησης προς είσπραξη διαφοροποιεί την εξεταζόμενη εδώ θέση των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας από τις κοινές συμβατικές εξουσιοδοτήσεις προς είσπραξη. Η κοινή συμβατική εξουσιοδότηση προς είσπραξη αποτελεί μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία, αναιτιώδη όπως η εκχώρηση, αφηρημένη όπως η πληρεξουσιότητα και ελεύθερα ανακλητή[26]. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεν είναι ελεύθερα ανακλητή η εξουσιοδότηση προς είσπραξη, ούτε επιτρεπτή η διακριτική ευχέρεια του εξουσιοδοτούμενου να μην εισπράξει. Η νομοθετική πρόβλεψη περί της είσπραξης των ανταποδοτικών τελών μέσω των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το άρθρο 6 § 3 ν. 4173/2013, εισάγεται ως αναγκαστικό δίκαιο, και όχι ενδοτικό δίκαιο και δεν μπορεί να παρακαμφθεί με συμφωνία ρητή ή σιωπηρή μεταξύ της ΕΡΤ ΑΕ και των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας.
Κατά τα λοιπά, όμως, στην ιδιότυπη αυτή εκ του νόμου επιβληθείσα και συσταθείσα σχέση εξουσιοδότησης προς είσπραξη και εντολής προς εκτέλεση αυτής, επέρχονται και οι συνέπειες της εκτέλεσης μίας εντολής. Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας ως εκ του νόμου εντολοδόχοι οφείλουν να διεξαγάγουν την ανατεθείσα σε αυτούς υπόθεση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 §§ 3 και 3Α και συναφώς να πράξουν κάθε τι που επιβάλλει η φύση της υπόθεσης και το συμφέρον του υπέρ ού η εκτέλεση της νομικής εντολής (ΕΡΤ ΑΕ). Κατά την εκτέλεση δε αυτής της μη συμβατικής αλλά νομικής εντολής/ανάθεσης ο κάθε προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια την οποίαν καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια[27]. Το πταίσμα του υπόχρεου σε εκτέλεση της νομικής εντολής ακόμα και η ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του προς εκπλήρωση της εντολής για είσπραξη των ανταποδοτικών τελών. Ο κάθε προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις στο πλαίσιο της εξουσίας είσπραξης για λογαριασμό του δικαιούχου της απαίτησης. Τα δε αποκτηθέντα-εισπραχθέντα οφείλει κατά το πνεύμα ΑΚ 719 να τα αποδώσει ο προμηθευτής ηλεκτρικού ρεύματος στην ΕΡΤ ΑΕ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 §§ 3 και 3Α ν. 4173/2013.
Γ. Η είσπραξη του ανταποδοτικού τέλους υπέρ της ΕΡΤ ΑΕ κατά τις §§ 3 και 3Α του άρθρου 6 ν. 4173/2013
Ειδικότερη ρύθμιση της § 3 περί του τρόπου είσπραξης ορίζεται στην νέα § 3Α του άρθρου 6. Σε αυτήν ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: «η καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών από το ανταποδοτικό τέλος ρυθμίζεται κατά τον ίδιο τρόπο που ρυθμίζονται οι οφειλές από την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος, εφόσον οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας προβαίνουν σε διακανονισμό ή ρύθμιση με τους καταναλωτές για την εξόφληση των λογαριασμών». Συνεπώς, όπως αντιμετωπίζουν οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας τις δικές τους αξιώσεις κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, με τον ίδιο δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζουν την είσπραξη και του παραπάνω τέλους υπέρ της ΕΡΤ ΑΕ. Κινούν τη διαδικασία είσπραξης ως εκ του νόμου εντολοδόχοι της ΕΡΤ ΑΕ, δρώντας δικονομικώς και ουσιαστικώς στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό της ΕΡΤ ΑΕ, της πραγματικής δικαιούχου των ανταποδοτικών τελών.
Ο οφειλέτης έχει έναντι του εξουσιοδοτημένου προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας τις ίδιες ενστάσεις και δικαιώματα σε σχέση με αυτά που έχει έναντι του δανειστή (ΕΡΤ ΑΕ). Ταυτόχρονα, ο οφειλέτης και μετά από αυτήν την εξουσιοδότηση προς είσπραξη εξακολουθεί να διατηρεί το δικαίωμά του να καταβάλλει στο δανειστή (ΕΡΤ ΑΕ) αντί να καταβάλλει στον εξουσιοδοτούμενο προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν έχει την εξουσία και το δικαίωμα η ίδια η ΕΡΤ ΑΕ να εισπράξει τα ανταποδοτικά τέλη παρά την εκ του νόμου εντολή και εξουσιοδότηση είσπραξης από τους προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Κατά κανόνα, στην εξουσιοδότηση προς είσπραξη ο δικαιούχος της απαιτήσεως, παραχωρεί την εξουσία είσπραξης αλλά δεν αποξενώνεται από αυτήν, καθώς διατηρεί την ιδιότητα του δανειστή και την εξουσία να εισπράξει ο ίδιος την απαίτηση[28]. Αντιθέτως, μόνο στην εκχώρηση (καταπιστευματική ή μη ή και στην ενεχυρίαση) αποκόπτεται κάθε δεσμός του οφειλέτη με τον εκχωρητή, που αποξενώνεται εντελώς και δεν μπορεί να αναμειχθεί στην απαίτηση και να την εισπράξει[29].
Σχετικώς με αυτό το ζήτημα υπάρχει η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 6 § 3Α ν. 4173/2013. Αυτή ορίζει ότι «οι ληξιπρόθεσμες οφειλές από το ανταποδοτικό τέλος που δεν καταβάλλονται από τους υπόχρεους στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, εισπράττονται από την ΕΡΤ ΑΕ με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Τίτλο εκτελεστό αποτελεί η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΤ ΑΕ». Η ίδια διάταξη συνεχίζει ορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας ενημερώνουν ετησίως (το Μάρτιο κάθε έτους) την δικαιούχο ΕΡΤ ΑΕ και αποστέλλουν στην ΕΡΤ ΑΕ έγγραφη ενημέρωση για το σύνολο των ποσών που δικαιούται να εισπράξει. Η σχετική εκκαθαριστική κατάσταση που αποστέλλουν καθορίζει, τα ποσά που εισπράχθηκαν και πρέπει να αποδοθούν, τα ανείσπρακτα, τις περιόδους που αφορούν, τους οφειλέτες που απαλλάσσονται, την αιτιολογία της απαλλαγής και άλλα σχετικά στοιχεία περί των αντίστοιχων αξιώσεων.
Το παραπάνω εδάφιο της § 3Α άρθρου 6 διαφαίνεται να απαντά στο ερώτημα που υπάρχει εν γένει στις περιπτώσεις εξουσιοδότησης προς είσπραξη: απαντά στο αν ο δικαιούχος της απαίτησης διατηρεί την εξουσία είσπραξης παράλληλα με τον εξουσιοδοτούμενο ή αν έχει πλέον την εξουσία είσπραξης μόνο ο εξουσιοδοτούμενος. Πράγματι, ως ήδη αναφέρθηκε, κατά κανόνα θεωρείται αναμφισβήτητο δικαίωμα του δικαιούχου και φορέα της απαίτησης να παραμένει δικαιούχος της είσπραξης[30]. Όμως η παραπάνω διάταξη εισάγει μία σημαντική απόκλιση προς την κατεύθυνση του περιορισμού της δυνατότητας είσπραξης της απαίτησης από την ίδια την ΕΡΤ ΑΕ. Διευκρινίζει ότι, τα αντίστοιχα ποσά εισπράττονται από την ΕΡΤ ΑΕ με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), αν δεν καταβληθούν από τους οφειλέτες οι ληξιπρόθεσμες οφειλές από το ανταποδοτικό τέλος στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας.
Η παραπομπή στις διατάξεις του ΚΕΔΕ δεν είναι τυχαία ούτε άστοχη, αντιθέτως δρα προς κατεύθυνση της οριοθέτησης και συγκεκριμενοποίησης της αρμοδιότητας της ΕΡΤ ΑΕ να εισπράξει εκείνη τα ανταποδοτικά τέλη παρά την εξουσία προς είσπραξη των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Ο συνδυασμός της παραπάνω διάταξης του άρθρου 6 § 3Α ν. 4173/2013 με τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΕΔΕ, διαφαίνεται ότι δεν αφήνει εν τοις πράγμασι ελεύθερο περιθώριο στην ΕΡΤ ΑΕ να εισπράξει λυσιτελώς κάθε ύψους απαίτηση ανταποδοτικών τελών. Η ΕΡΤ ΑΕ κατά ρητή επιταγή και παραπομπή του άρθρου 6 § 3Α ν. 4173/2013 πρέπει να ακολουθήσει τη διαδικασία του ΚΕΔΕ και τους περιορισμούς ή και προϋποθέσεις που αυτός θέτει. Η πρόβλεψη του ΚΕΔΕ εκ του άρθρου 9 § 4 (ν. 4978/2022) περί όλων των διαδικασιών είσπραξης που καθορίζει ο ΚΕΔΕ προβλέπει περιοριστικά ότι: «δεν επιβάλλεται κατάσχεση ακινήτων, καθώς και κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη, εφόσον το συνολικό ύψος του χρέους υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ». Στην δε έννοια της απαγόρευσης αυτής, δηλαδή της ανεπίτρεπτης κινητοποίησης της αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει της διαδικασίας του ΚΕΔΕ για ποσά κατώτερα των 500 ευρώ, καταλαμβάνει και την κατάσχεση εις χείρας τρίτου, δηλαδή κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών[31].
Κατά την έννοια του συνδυασμού των δύο διατάξεων, άρθρου 6 § 3Α ν. 4173/2013 και άρθρου 9 § 4 ΚΕΔΕ, η ΕΡΤ ΑΕ νομιμοποιείται (κατ’ αρχήν, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΡΤ ΑΕ να εκδώσει δικαστικώς μη αμφισβητήσιμο και μη ακυρωτέο τίτλο εκτελεστό) να εισπράξει τα ποσά που ανά οφειλέτη επιτρέπει ο ΚΕΔΕ να εισπραχθούν, ήτοι για ποσά ανώτερα των 500 ευρώ. Δηλαδή έχει την παράλληλη εξουσία είσπραξης, αλλά όχι απεριόριστα όπως οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που ελεύθερα αξιώνουν ατομικώς τα ανείσπρακτα ποσά των τιμολογίων τους κατά τον ΚΠολΔ. Ειδικώς για την ΕΡΤ ΑΕ ως δικαιούχο των απαιτήσεων εκ των ανταποδοτικών τελών ο νομοθέτης ρυθμίζει μέσω του άρθρου 9 § 4 του ΚΕΔΕ (κατά παραπομπή εκ του άρθρου 6 § 3Α ν. 4173/2013) τον περιορισμό στη νομιμοποίηση είσπραξης απαγορεύοντας έτσι την διεκδίκηση εκ της ΕΡΤ ΑΕ ποσών που ανά οφειλέτη είναι κατώτερα των 500 ευρώ. Για αυτά τα ανείσπρακτα τέλη γίνεται επάνοδος στον κανόνα-πρόβλεψη της § 3 του άρθρου 6, δηλαδή της εμπλοκής των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας με τους ήδη υπάρχοντες μηχανισμούς τους είσπραξης των δικών τους απαιτήσεων, και συναφώς και των ανταποδοτικών τελών υπέρ της ΕΡΤ ΑΕ. Για αυτά τα ποσά αφαιρείται η εξουσία είσπραξης από την ΕΡΤ ΑΕ και αποδίδεται πλέον αποκλειστικώς η εξουσία είσπραξης μόνο στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας.
Κατά συμπέρασμα, στον βαθμό κατά τον οποίο επιτρέπει το άρθρο 6 § 3Α στην ΕΡΤ ΑΕ να έχει την εξουσία είσπραξης για τα ανεξόφλητα ποσά μόνο άνω των 500 ευρώ, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι για τα υπόλοιπα ανείσπρακτα ποσά ανά οφειλέτη κάτω των 500 ευρώ, η αποκλειστική εξουσία αλλά και υποχρέωση είσπραξης παραμένει στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτούς παραμένει η εξουσία, γραμματικώς λόγω της ποσοτικής οριοθέτησης (κάτω των 500 ευρώ) αλλά και τελολογικώς, καθώς αυτοί κατά την παραπάνω ανάλυση του σκοπού του άρθρου 6 § 3 ν. 4173/2013, έχουν ήδη υπάρχοντες μηχανισμούς τόσο είσπραξης όσο και εξαναγκασμού των οφειλετών σε καταβολή/ρύθμιση.
Αναφορικώς προς τα οφειλόμενα από τους πελάτες τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος ποσά ανταποδοτικού τέλους που υπερβαίνουν τα 500 ευρώ, ας σημειωθεί ότι η κατά τη διάταξη της § 3Α του άρθρου 6 του ν. 4173/ 2013 οφειλόμενη να παρέχεται πληροφόρηση από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας προς την ΕΡΤ ΑΕ ατομικώς ανά οφειλέτη πελάτη τελικό καταναλωτή με την αποστολή των ετήσιων εκκαθαριστικών καταστάσεων (: «ε) ο αριθμός του μετρητή, το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, η διεύθυνση, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), η αρμόδια Δ.Ο.Υ και το ύψος του οφειλόμενου εισπραχθέντος και ανείσπρακτου ποσού κάθε υπόχρεου») δεν φαίνεται να είναι πλήρης και επαρκής για έκδοση τίτλου εκτελεστού με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΤ ΑΕ, δικαστικώς μη αμφισβητήσιμο και μη ακυρωτέο.
Εν τέλει υπογραμμίζεται ότι το πλέγμα των διατάξεων των §§ 3 και 3Α του άρθρου 6 του ν. 4173/2013 ουδέν προβλέπει και ουδόλως ρυθμίζει ως προς τα ανείσπρακτα ποσά ανταποδοτικού τέλους της περιόδου των οικονομικών ετών 2013 (επανίδρυση της ΕΡΤ) έως 2019 (τελευταίο οικονομικό έτος που δεν καταλαμβάνεται από τη ρύθμιση της § 3Α του άρθρου 6 του ν. 4173/ 2013).
Δ. Νεότερες εξελίξεις - η νομική σημασία της διαγραφής των απαιτήσεων κατά το άρθρο 6 § 3Α ν. 4173/2013
Ι. Η διαγραφή μίας απαίτησης κατά το αστικό/εμπορικό δίκαιο
Η νέα παράγραφος 3Α του άρθρου 6 ορίζει ότι «μετά την αποστολή της εκκαθαριστικής κατάστασης στην ΕΡΤ ΑΕ, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας διαγράφουν από τις απαιτήσεις τους τις ανωτέρω υπό ii περιπτώσεις ανείσπρακτων ποσών. Οι οφειλές από το ανταποδοτικό τέλος μπορούν να υπάγονται σε ρύθμιση, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο».
Εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι η ΕΡΤ ΑΕ έχει τη νομική δυνατότητα και υποχρέωση να εισπράξει τα μη καταβληθέντα ανταποδοτικά τέλη. Όμως, ήδη έχει απαντηθεί εκ της παραπάνω ανάλυσης ότι:
α) η ΕΡΤ ΑΕ δεν έχει απεριόριστη εξουσία είσπραξης των ανεξόφλητων ποσών, καθώς το άρθρο 9 § 4 του ΚΕΔΕ θέτει σε αυτήν σαφή και συγκεκριμένο ποσοτικό περιορισμό ανά οφειλέτη και
β) η § 3 του άρθρου 6 παραμένει σε ισχύ με όλο το ρυθμιστικό της εύρος να επιβάλλει ακόμα και μετά την εισαγωγή της § 3Α την εξουσία και υποχρέωση στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να εισπράττουν τα ανταποδοτικά τέλη.
Πρέπει συνεπώς να αναζητηθούν το νόημα, ο σκοπός και το περιεχόμενο της σχετικής πρόβλεψης της § 3Α του άρθρου 3, η οποία μάλιστα κάνει λόγο για «διαγραφή» των ανείσπρακτων ποσών από τις απαιτήσεις των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας.
Εκ πρώτης όψεως, η «διαγραφή των απαιτήσεων» εννοιολογικώς παραπέμπει στη νομική έννοια της άφεσης χρέους. Ωστόσο, ήδη έχει παραπάνω αναλυθεί, ότι η ΕΡΤ ΑΕ είναι σταθερά ο δικαιούχος των απαιτήσεων εκ των ανταποδοτικών τελών και ο δανειστής υπέρ του οποίου λαμβάνει χώρα η είσπραξη ή υπέρ του οποίου παραμένουν ανείσπρακτα τα οφειλόμενα ποσά. Η δε άφεση χρέους προϋποθέτει αυστηρώς ότι ο δανειστής αποξενώνεται από την συγκεκριμένη απαίτηση και ο δανειστής πλέον δεν έχει την αξίωση να εισπράξει το σχετικό ποσό. Κατά την ΑΚ 454 άφεση χρέους είναι η σύμβαση, με την οποία ο δανειστής συμφωνεί με τον οφειλέτη ότι παραιτείται από την αξίωσή του για την καταβολή της παροχής. Συστατική προϋπόθεση είναι να παραιτείται ο ίδιος ο δανειστής από την αξίωσή του και όχι άλλο πρόσωπο που δεν είναι δικαιούχος της απαίτησης. Η διάταξη του άρθρου 6 § 3Α ν. 4173/2013 είναι σαφής, καθώς δεν επιβάλλει ή δεν επιτρέπει την διαγραφή των ανείσπρακτων ποσών από την ΕΡΤ ΑΕ ως πραγματικού δικαιούχου των απαιτήσεων. Αναφέρεται, αντιθέτως, σε διαγραφή των απαιτήσεων από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, στους οποίους ανήκει μόνο η έναντι αμοιβής/προμήθειας εξουσία είσπραξης των απαιτήσεων αυτών.
Είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα της άφεσης χρέους είναι η άμεση και οριστική απόσβεση της ενοχής[32], αφού δεν παραμένει ούτε ως φυσική (ατελής) ενοχή[33]. Αποτέλεσμα της άφεσης χρέους είναι ότι ο δανειστής δεν δικαιούται πλέον να ασκήσει το δικαίωμα που πηγάζει απ’ αυτήν την ενοχή, αν δε παραταύτα το ασκήσει, αποκρούεται επιτυχώς με την παρακωλυτική της ασκήσεως του δικαιώματος σχετική ένσταση[34]. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, συνάγεται από την διατύπωση του άρθρου 6 § 3Α, αλλά και την διατήρηση σε ισχύ της § 3 του άρθρου 6, ότι δεν υπάρχει πρόθεση του νομοθέτη να οδηγήσει σε απόσβεση της ενοχής δια της παραπάνω προβλεπόμενης διαγραφής. Αντιθέτως, παραμένει εισπρακτέα η απαίτηση εκ των μη εξοφληθέντων ανταποδοτικών τελών και αναφέρεται η διάταξη και στον τρόπο είσπραξής της.
Επιπλέον, σημειώνεται με έμφαση, ότι «η άφεση χρέους είναι εκποιητική δικαιοπραξία, διότι ο δανειστής διαθέτει την απαίτησή του κατά του οφειλέτη· απαιτείται, συνεπώς, να έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και ειδικά ικανότητα προς διάθεση»[35]. Εκ της παραπάνω σημείωσης, και με βάση όσα ήδη έχουν αναλύθεί, προκύπτει ότι
α) για να υπάρχει άφεση χρέους πρέπει ο δανειστής να διαθέτει την απαίτησή του προς απόσβεση και όχι το πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η είσπραξη, καθώς δεν είναι αυτός ο πραγματικός δικαιούχος της απαίτησης και
β) πρέπει να έχει το πρόσωπο αυτό και την εξουσία διάθεσης, κάτι που δεν έχει ανατεθεί ως εξουσία στον εξουσιοδοτούμενο προς είσπραξη (εν προκειμένω τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας), που έχουν την αρμοδιότητα και τη δυνατότητα μόνο της είσπραξης κατά τα παραπάνω, όχι και την εξουσία για τον καθορισμό της τύχης της απαίτησης.
ΙΙ. Λογιστική πρόβλεψη περί διαγραφής των απαιτήσεων
Ο νομοθετικός σκοπός στην παραπάνω πρόβλεψη της § 3Α του άρθρου 6 ν. 4173/2013 αλλά και το είδος των συνεπειών πρέπει να αναζητηθούν στο λογιστικό και όχι στο αστικό ή εμπορικό δίκαιο. Δηλαδή διαφαίνεται, ότι ο νόμος έκανε μόνο λογιστική τακτοποίηση των εκκρεμών ανείσπρακτων ανταποδοτικών τελών ως προς την εκκρεμή τους εμφάνιση στις λογιστικές απεικονίσεις των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν προέβη σε αστικής φύσεως ρύθμιση διαγραφής και άφεσης χρέους, τόσο γιατί διαφαίνεται να εξακολουθούν να υπάρχουν ως εισπρακτέες απαιτήσεις τα ποσά αυτά, όσο και γιατί διαφορετικώς θα είχε απαιτηθεί η διαγραφή των απαιτήσεων αυτών και από τις λογιστικές απεικονίσεις της ίδιας της ΕΡΤ ΑΕ ως δικαιούχου των απαιτήσεων, κάτι που σαφώς έχει αποφύγει να προβλέψει ο νομοθέτης στις §§ 3 και 3Α του άρθρου 6.
Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας διαφαίνεται ότι εγγράφουν στους ισολογισμούς τους τις απαιτήσεις από τα ανταποδοτικά τέλη, τόσο ως απαιτήσεις τους που αξιώνουν βάσει των εκδοθέντων τιμολογίων τους από τους οφειλέτες-ιδιώτες, όσο και ως υποχρεώσεις τους προς απόδοση στην ΕΡΤ ΑΕ ως πραγματικό δικαιούχο των απαιτήσεων αυτών. Η διατήρηση των ποσών αυτών ως ανείσπρακτων στις λογιστικές απεικονίσεις των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας οδηγούν στην διατήρηση χρηματικών αξιώσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αβέβαιη τη δυνατότητα είσπραξης ή και άγνωστη την πιθανότητα διαγραφής.
Η νομοθεσία προβλέπει στις γενικές διατάξεις της, δηλαδή στον ΚΦΕ (ν. 4172/2013), στο άρθρο 26 την αντιμετώπιση των επισφαλών απαιτήσεων. Κατά την § 1 του άρθρου 26 ορίζεται ότι: «τα ποσά των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων και οι διαγραφές αυτών, με την επιφύλαξη των οριζομένων στις παραγράφους 5 έως 7 του παρόντος άρθρου, εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς, ως εξής: α) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις μέχρι το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της εν λόγω απαίτησης, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης». Η δε § 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, σύμφωνα με την § 1, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επιχείρησης, εφόσον η απαίτηση: α) καταστεί εισπράξιμη ή β) διαγραφεί».
Σημειώνεται, ότι κατά το άρθρο 26 του ΚΦΕ οι επισφαλείς απαιτήσεις δεν απαιτείται να προέρχονται αποκλειστικά από πελάτες, αλλά μπορεί να αφορούν οποιουσδήποτε οφειλέτες της επιχείρησης[36]. Η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία όσο και εκείνες που τηρούν απλογραφικά βιβλία[37]. Η βιβλιογραφία τονίζει ότι αν δεν έχει σχηματισθεί πρόβλεψη, το ποσό της διαγραφείσας απαίτησης εκπίπτει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22, ενώ, αν έχει σχηματισθεί πρόβλεψη και το ποσό της διαγραφής υπερβαίνει το ποσό της σχηματισθείσας πρόβλεψης, το ποσό της ήδη σχηματισθείσας πρόβλεψης δεν αναγνωρίζεται εκ νέου για φορολογικούς σκοπούς[38].
Η δε § 4.α ορίζει ότι: «απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: (i) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο, (ii) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου, και (iii) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμον ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης». Συνεπώς, θα έπρεπε οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να έχουν κινήσει ενέργειες για την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών. Όμως η § 4β του ίδιου άρθρου ορίζει ότι: «απαιτήσεις, το συνολικό ύψος των οποίων, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο, δύνανται να διαγραφούν στο φορολογικό έτος εντός του οποίου συμπληρώνονται δώδεκα (12) μήνες από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, χωρίς να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των υποπεριπτώσεων (i) και (ii) της περίπτωσης α' της παρούσας και οι οφειλέτες έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγραφής της οφειλής τους, όπου αυτό είναι δυνατόν. Το συνολικό ύψος των απαιτήσεων που διαγράφονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν δύναται να υπερβαίνει, ανά φορολογικό έτος, ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος της χρήσης.».
Οι ανείσπρακτες απαιτήσεις από τα ανταποδοτικά τέλη είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους ποσά που δεν υπερβαίνουν το όριο των 300 ευρώ και θα μπορούσαν θεωρητικώς οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να κάνουν χρήση των παραπάνω προβλέψεων. Αν και προβλέπονται τα παραπάνω περί των επισφαλών απαιτήσεων και της λογιστικής τακτοποίησης-αντιμετώπισής τους, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας δεν ευνοούνται από τις παραπάνω προβλέψεις για δύο λόγους. Ο πρώτος και όχι τόσο βασικός, είναι το ποσοτικό όριο του 5% επί του συνόλου των απαιτήσεων. Ο δεύτερος λόγος και πιο σημαντικός είναι, ότι κατά την ίδια έννοια με το άρθρο 454 ΑΚ, ομοίως και για την αντιμετώπιση των επισφαλών ανείσπρακτων απαιτήσεων, προϋποτίθεται ότι ο δικαιούχος και δανειστής των απαιτήσεων αυτών, είναι το πρόσωπο που δύναται να κάνει χρήση των σχετικών προβλέψεων του άρθρου 26 ν. 4172/2013. Δεν μπορεί να κάνει χρήση της διάταξης αυτής ο εξουσιοδοτημένος προς είσπραξη, μη πραγματικός δικαιούχος της απαίτησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ως ήδη έχει εκτενώς αναλυθεί παραπάνω, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι οι δικαιούχοι των απαιτήσεων αυτών, αλλά μόνο οι εξουσιοδοτούμενοι να τις εισπράξουν. Το κενό που υφίσταται εκ των παραπάνω διατάξεων ήρθε να καλύψει και να ρυθμίσει το άρθρο 6 § 3Α ν. 4173/2013, χωρίς όμως να επιφέρει άλλες συνέπειες και αποτελέσματα πέραν της λογιστικής τακτοποίησης και ρύθμισης αυτής της εκκρεμότητας (για τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας). Δηλαδή, πλέον μπορούν με την ειδικότερη ρύθμιση της παρ. 3Α του άρθρου 6 οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να διαγράψουν τις ανείσπρακτες αυτές απαιτήσεις, χωρίς να προσπαθήσουν να εξετάσουν αν υπάγονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο του άρθρου 26 ν. 4172/ 2013.
Ταυτόχρονα όμως συνηγορεί υπέρ του παραπάνω συμπεράσματος και το περιεχόμενο των ειδικών προβλέψεων εκ των εξεταζομένων διατάξεων. Δηλαδή η ειδική διάταξη του άρθρου 6 § 3Α αφήνει ανέπαφες τις προβλέψεις που υπάρχουν στο ίδιο άρθρο περί της εξουσίας είσπραξης των απαιτήσεων αυτών, περί της νομιμοποίησης και ποιου και σε ποιες περιπτώσεις να τις εισπράξουν κ.λπ. ως παραπάνω έχει αναλυθεί. Το ρυθμιστικό πεδίο της § 3Α του άρθρου 6 αλλά και ο τελολογικός σκοπός περιορίζονται μόνο στην ειδικότερη πρόβλεψη λογιστικής τακτοποίησης των ανείσπρακτων αυτών ποσών. Αντιθέτως, αν και ήταν δυνατόν, δεν θίγεται το γενικότερο ή ειδικότερο πλαίσιο είσπραξης αυτών των απαιτήσεων, που κατά τις προβλέψεις του άρθρου 6 ν. 4173/2013 ως απαιτήσεις παραμένουν διεκδικήσιμα τα ανταποδοτικά τέλη.
Κατά αυτήν την έννοια, ακόμα και τις απαιτήσεις που λογιστικώς διαγράφουν από τις λογιστικές τους απεικονίσεις εξακολουθούν οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να δύνανται αλλά και να υποχρεούνται να τις εισπράξουν. Αν μάλιστα τις εισπράξουν πρέπει να ακολουθήσουν την ίδια λογιστική εγγραφή αρχικώς ως απαιτήσεις που εισέπραξαν από τους πελάτες τους και έπειτα ως υποχρέωση που πρέπει να αποδοθεί στην ΕΡΤ ΑΕ.
Οι λοιπές ρυθμίσεις του άρθρου 6 § 3 ν. 4173/2013 παραμένουν σε ισχύ αλώβητες, συνεπώς η εξουσία είσπραξης των απαιτήσεων αυτών, η σχετική υποχρέωση είσπραξής τους, ο μηχανισμός είσπραξής τους, ακόμα και η οριοθέτηση εκ του ΚΕΔΕ που διευκρινίζει ποιος και σε ποιες περιπτώσεις εισπράττει τα ανταποδοτικά τέλη, παραμένουν σε πλήρη ισχύ. Δεν επηρεάζονται από τη σχετική πρόβλεψη της § 3Α του άρθρου 6 περί διαγραφής ενώ είναι γραμματικώς αλλά και τελολογικώς σαφές, ότι, η τελευταία δεν θίγει το ρυθμιστικό πεδίο και την νομοθετική εμβέλεια του άρθρου 6 § 3.
Ε. Συμπεράσματα
Από την παραπάνω ανάλυση, μεταξύ άλλων νομικών συμπερασμάτων, προκύπτει ότι:
1) Ο ν. 4173/2013 με το άρθρο 6 εισάγει ένα ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ ΑΕ, το οποίο βαρύνει τους ιδιώτες υποχρεωτικώς, ανεξαρτήτως από το αν ο κάθε ιδιώτης και οφειλέτης του τέλους κάνει πράγματι και ποιας έντασης χρήση της προσφερόμενης υπηρεσίας. Ταυτόχρονα ο νομοθέτης αναθέτει την εξουσιοδότηση για είσπραξη της απαιτήσεως στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Η ΕΡΤ ΑΕ παραμένει πραγματικός δικαιούχος των απαιτήσεων και αξιώνει την καταβολή των εισπράξεων που λαμβάνουν χώρα. Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, ως εκ του νόμου εντολοδόχοι, οφείλουν να διεξάγουν την ανατεθείσα σε αυτούς υπόθεση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 § 3 και 3Α και συναφώς να πράξουν κάθε τι που επιβάλλει η φύση της υπόθεσης και το συμφέρον του υπέρ ού η εκτέλεση της νομικής εντολής (ΕΡΤ ΑΕ).
2) Η ΕΡΤ ΑΕ, ως δικαιούχος των απαιτήσεων εκ των ανταποδοτικών τελών, μπορεί υπό περιορισμούς να εισπράξει τα ανταποδοτικά τέλη. Αντιστοίχως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το ποσοτικό όριο (του άρθρου 9 § 4 ΚΕΔΕ) απαγορεύει στην ΕΡΤ ΑΕ την είσπραξη, γίνεται επάνοδος στην πρόβλεψη περί εξουσίας και υποχρέωσης είσπραξης των ανταποδοτικών τελών από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας με τους ήδη υπάρχοντες μηχανισμούς τους είσπραξης των δικών τους απαιτήσεων.
3) Η πρόβλεψη του άρθρου 6 § 3Α ν. 4173/ 2013 εισάγει την σχετική λογιστική τακτοποίηση και αντιμετώπιση των ανείσπρακτων ανταποδοτικών τελών, όμως δεν οδηγεί στην διαγραφή τους και ως απαιτήσεων, πολλώ δε μάλλον δεν οδηγεί σε άφεση χρέους. Παραμένουν οι απαιτήσεις αυτές εισπρακτέες (είτε από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, είτε από την ΕΡΤ ΑΕ) και μάλιστα υπό το ισχύον και παραπάνω αναλυθέν νομικό πλαίσιο.
[1]. Από την υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού τέλους απαλλάσσονται:
α) το Ελληνικό Δημόσιο,
β) τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
γ) οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι αμιγείς επιχειρήσεις τους, τα αμιγή ιδρύματά τους και οι ενώσεις τους,
δ) οι κάτοχοι μετρητών κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας για την κατανάλωση ρεύματος που χρησιμοποιείται σε αρδευτικές, κτηνοτροφικές και πτηνοτροφικές μονάδες,
ε) οι κάτοχοι μετρητών, για όσο χρονικό διάστημα καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια αξίας μέχρι και δέκα (10) ευρώ μηνιαίως,
στ) οι πάσης φύσεως ναοί και χώροι λατρείας των κατά το άρθρο 13 § 2 του Συντάγματος γνωστών θρησκειών, καθώς και τα νεκροταφεία,
ζ) οι παροχές από τις οποίες ηλεκτροδοτούνται αποκλειστικά οι κοινόχρηστοι χώροι των πολυκατοικιών, ανεξάρτητα από τη χρήση τους.
Δεν εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του ανταποδοτικού τέλους νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο Κράτος ή που έχουν τα προνόμια του Δημοσίου ή εξομοιώνονται με το Δημόσιο.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου για θέματα Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης Υπουργού Επικρατείας, μπορεί να εξαιρούνται από την καταβολή του ανταποδοτικού τέλους ή από την αναπροσαρμογή αυτού, καταναλωτές οι οποίοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και να καθορίζονται τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια για την εξαίρεση αυτών.
[2]. Βλ. έτσι Μπάρμπας, Το νομικό καθεστώς των συμψηφιστικών φόρων επί των εισαγομένων στην Ελλάδα εμπορευμάτων, 1990, σ. 34.
[3]. ΓνΝΣΚ 54/2003.
[4]. ΓνΝΣΚ 374/2007 με παραπομπές σε ΣτΕ 2480/ 2005, ΣτΕ 380/2005, ΣτΕ 605/2004, ΣτΕ 1717/2003, ΣτΕ 2928/2000. Το ανταποδοτικό τέλος διακρίνεται από το φόρο κατά το ότι αποτελεί μεν και αυτό, όπως ο φόρος, αναγκαστική παροχή, καταβάλλεται, όμως, έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας, προς την οποία μάλιστα τελεί σε σχέση αντιστοιχίας, γιατί αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της υπηρεσίας, βλ. ΟλΣτΕ 873/2013.
[5]. Βλ. έτσι Μπάρμπας, ό.π. σ. 34.
[6]. ΔΕφΠειρ 1221/2019 ΤΝΠ QUALEX.
[7]. ΔΕφΑθ 378/2024 ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 91/2023 ΝΟΜΟΣ.
[8]. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2018, § 27, σ. 1726, αριθ. 110.
[9]. Βλ. αντί άλλων ενδεικτικώς σε ΕφΑθ 2802/2010 ΕλλΔνη 2011. 204.
[10]. ΜΕφΑθ 4081/2015 ΤΝΠ QUALEX.
[11]. Έτσι βλ. Ψυχομάνη, Το Factoring, 1996, σ. 162.
[12]. Για αυτές τις σκέψεις βλ. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδ., 2022, σ. 1137. Βλ. και Λαδά, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, τόμ. 2, 2009, § 52, σ. 825, αριθ. 54.
[13]. Έτσι Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2018, § 27, σ. 1724, αριθ. 107.
[14]. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2η έκδ., 2022, § 15, σ. 615, αριθ. 42.
[15]. Έτσι ακριβώς Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, τόμ. 2, 2009, § 52, σ. 829, αριθ. 67.
[16]. Έτσι ακριβώς Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, 4η έκδ., 2016, § 38, σ. 888, αριθ. 577.
[17]. Βλ. έτσι Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σ. 47. Πρβλ. και Κολοτούρο, Δικαιοπρακτική θεμελίωσις της νομιμοποιήσεως, ΧρΙδΔ 2005. 399 επ., Κολοτούρος, Η απαλλοτρίωσις του επιδίκου αντικειμένου, Ημίτ. Β΄, Αι δικονομικαί συνέπειαι της απαλλοτριώσεως, 2009, 354 επ.
[18]. Βλ. Φίλιο, Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος, 2011, σ. 229 επ.
[19]. Βλ. Λαδά, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2009, σ. 732.
[20]. ΑΠ 776/2013 ΝΟΜΟΣ.
[21]. Βλ. Δωρής, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, 2η έκδοση, άρθρο 212 αριθ. 4.
[22]. Υπάρχει έμμεση αντιπροσώπευση προς είσπραξη, κατά την οποία ο έμμεσος αντιπρόσωπος εισπράττει για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου και όχι για δικό του λογαριασμό. Έτσι Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίοσυ, τόμ. 2, 2009, § 52, σ. 826, αριθ. 58.
[23]. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδ., 2022, σ. 1138.
[24]. Έτσι ακριβώς για αυτά βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2018, § 27, σ. 1725, αριθ. 108.
[25]. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2018, § 27, σ. 1726, αριθ. 109.
[26]. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2η έκδ., 2022, § 15, σ. 615, αριθ. 43.
[27]. Πρβλ. ΑΠ 874/2022, ΑΠ 1675/2014.
[28]. Έτσι ακριβώς Παπαστερίου/Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, 2η έκδ., 2021, § 19, σ. 76, αριθ. 11. Βλ. και «ο εξουσιοδοτών εξακολουθεί να είναι ο δικαιούχος της απαιτήσεως, για την είσπραξη της οποίας παρέχει την εξουσιοδότηση και μπορεί να την εισπράξει ο ίδιος», Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδ., 2022, σ. 1137.
[29]. Βλ. ΑΠ 1136/2000 ΕλλΔνη 2001. 1350, ΑΠ 108/ 1997 ΕλλΔνη 1998. 107, ΑΠ 1669/1995 ΕλλΔνη 1998. 378, ΕφΑθ 1112/2004 ΔΕΕ 2004. 1165, ΕφΑθ 4510/1998 ΕλλΔνη 1998. 1657.
[30]. Βλ. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σ. 266 για την περίπτωση π.χ. της αμοιβής μηχανικού που εισπράττεται από το ΤΕΕ αλλά μπορεί να την αξιώσει και ο ίδιος ο μηχανικός, αρκεί όμως να αξιώσει την καταβολή της στο ΤΕΕ, που έπειτα θα την καταβάλλει σε αυτόν, βλ. και ΑΠ 190/2008, ΑΠ 72/2015.
[31]. Βλ. και ΣτΕ 1130/2017.
[32]. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ - Γενικό Ενοχικό (Άρθρα 287-495), τόμ. 2, 2003, άρθρ. 454, σ. 594, Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, τόμ. 2, 5η έκδ., 2007, § 26, σ. 299, αριθ. 155.
[33]. ΕφΑθ 10456/1998 ΕλλΔνη 2000. 203.
[34]. ΑΠ 1586/2023, ΑΠ 1204/2023.
[35]. Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, τόμ. 2, 5η έκδ., 2007, § 26, σ. 298, αριθ. 154.
[36]. Μεντής, Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, 2024, (Ερμηνεία κατ’ άρθρο ν. 4172/2013) σ. 767.
[37]. Μπάρμπας, Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), 3η έκδ., 2020, σ. 291.
[38]. Έτσι ακριβώς Μπάρμπας, Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), 3η έκδ., 2020, σ. 291.