Α. Η. Δημάκη: Η μακρά πορεία προς την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα
Η μακρά πορεία προς την κατάργηση
της θανατικής ποινής στην Ελλάδα*
Αλέξανδρου Η. Δημάκη
Επίκουρου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών
Ι. Από την Ελληνική Επανάσταση έως τη Μεταπολίτευση
Η θανατική ποινή προβλέφθηκε στο ελληνικό Δίκαιο από την εποχή της Ελληνικής Επαναστάσεως και της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Ήδη στο «Απάνθισμα των εγκληματικών» του 1823, το πρώτο ελληνικό ποινικό νομοθέτημα, αρκετά από τα εκεί προβλεπόμενα αδικήματα ετιμωρούντο με την ποινή του θανάτου[1]. Παρομοίως, μετά την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα, η θανατική ποινή προβλέφθηκε στον Ποινικό Νόμο του 1834 (άρθρ. 4, 5), ενώ την ίδια περίοδο εισήχθη στην Ελλάδα και η πρώτη λαιμητόμος για την εκτέλεση των θανατικών ποινών[2].
Μικρός μόνο περιορισμός της επιβολής της θανατικής ποινής επήλθε με το Σύνταγμα του 1864, το οποίο κατήργησε την ποινή αυτή επί των πολιτικών εγκλημάτων[3], εκτός εάν επρόκειτο για σύνθετα πολιτικά εγκλήματα, εγκλήματα δηλαδή τα οποία, ενώ μεν αποσκοπούν στην ανατροπή του πολιτεύματος, προσβάλλουν συγχρόνως και ιδιωτικά έννομα αγαθά, όπως συμβαίνει όταν, προκειμένου να επιτευχθεί η ανατροπή αυτή, τελούνται ανθρωποκτονίες ή υλικές καταστροφές[4]. Παρόμοια πρόβλεψη περιελήφθη έκτοτε σε όλα τα μεταγενέστερα ελληνικά Συντάγματα μέχρι το 1975[5].
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, υπό την επίδραση ιδεών οι οποίες ανάγονται ήδη στον διαφωτισμό και ιδίως στη διδασκαλία του Beccaria[6], άρχισε η αμφισβήτηση για την ηθική δικαιολόγηση και τη σκοπιμότητα της επιβολής της θανατικής ποινής. Απόρροια των αντιλήψεων αυτών ήταν η βαθμιαία τάση για περιορισμό ή κατάργηση της θανατικής ποινής σε αρκετές αλλοδαπές νομοθεσίες[7].
Ποια ήταν, όμως, η θέση της ελληνικής ποινικής επιστήμης στο διάστημα αυτό έναντι της θανατικής ποινής; Κατά τα τέλη του 19ου αιώνος και το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνος υπήρχαν βέβαια αρκετοί υποστηρικτές της θανατικής ποινής, όπως ο Τιμολέων Ηλιόπουλος[8]. Εμφανίσθηκαν επίσης συγγραφείς, οι οποίοι επί της αρχής μεν ετοποθετούντο κατά της ποινής του θανάτου, πλην όμως κατέληγαν να διατυπώνουν επιφυλάξεις, κατά πόσον ήταν σκόπιμη ή εφικτή η κατάργησή της στην Ελλάδα. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται π.χ. ο Ν.Ι. Σαρίπολος[9], ο Κωνσταντίνος Κωστής[10] και ο Κωνσταντίνος Γαρδίκας[11].
Κατόπιν αυτών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύνταξη του Ποινικού Κώδικα του 1950 δεν έγινε αναλυτική συζήτηση σχετικά με τη διατήρηση ή την κατάργηση της θανατικής ποινής. Όπως χαρακτηριστικά αναγραφόταν στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου του Ποινικού Κώδικα από το 1933[12], «η εκ της κοινής πείρας συναγομένη αντίληψις περί της ηθικής του λαού καταστάσεως και ιδία η παρατηρουμένη παρ’ αυτώ τάσις προς διάπραξιν εγκλημάτων κατά της ζωής, δεν επιτρέπει εις ημάς να προτείνωμεν την από του ποινικού νόμου απάλειψιν της ποινής του θανάτου…». Είναι, μάλιστα, εντυπωσιακό ότι στο Σχέδιο του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα του 1933 προβλεπόταν εκ νέου η εκτέλεση της θανατικής ποινής, και δη αποκλειστικώς, διά της -προ πολλού χρόνου εγκαταλειφθείσης- λαιμητόμου[13]! Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί εδώ ότι κατά τη συνεδρίαση της Β΄ Αναθεωρητικής Επιτροπής του Σχεδίου του Ποινικού Κώδικα της 3.4.1934, ο Στυλιανός Τεγόπουλος πρότεινε την κατάργηση της θανατικής ποινής, «ήτις, ως υπόλειμμα των μεσαιωνικών ποινών κατά σώματος και ζωής, δεν έχει θέσιν εν συγχρόνω συστήματι ποινών», για να προσκρούσει στην άρνηση του Νικολάου Χωραφά, ο οποίος, καίτοι «προσωπικώς δεν ευρίσκει δικαιολογημένην ταύτην», εν τούτοις εδήλωσε αφ’ ενός μεν ότι το ζήτημα της διατηρήσεώς της ή μη εξέφευγε των στενών ορίων της επιστημονικής συζητήσεως, «ως ανήκον εις τον αναπεπταμένον στίβον γενικοτέρας πολιτικής», αφ’ ετέρου δε ότι εν πάση περιπτώσει η θανατική ποινή προβλεπόταν σε πολύ περιορισμένο βαθμό στο Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα και πάντοτε εν διαζεύξει με την ισόβιο κάθειρξη[14]. Αυτή υπήρξε η μόνη αντίρρηση κατά της θανατικής ποινής στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα.
Έτσι η θανατική ποινή διατηρήθηκε και στον Ποινικό Κώδικα του 1950. Άλλωστε, δυσχερώς θα μπορούσε να αναμείνει κάποιος την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα το 1950, όταν οι εμπειρίες του εμφυλίου πολέμου ήσαν ακόμη νωπές και ο αριθμός των εκτελέσεων ιδιαίτερα υψηλός[15]. Όπως έγραφε το 1954 ο Γαρδίκας,«ποινή βάναυσος ως η ποινή του θανάτου πρέπει βαθμιαίως να καταργηθή». Πλην, όμως, «η κατάργησις της ποινής του θανάτου εν Ελλάδι είναι πρόωρος. (…) Ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος, η εχθρική κατοχή και τα μετ’ αυτήν έτη αναρχίας και ωμοτήτων επήνεγκον ευρυτέραν και βαθυτέραν εξαχρείωσιν και αύξησιν της βαρείας εγκληματικότητος και των φρικωδών φόνων, λίαν επικίνδυνον δράσιν τρομοκρατικών εγκληματικών οργανώσεων… Κατάργησις της ποινής του θανάτου εν περιόδω τοιαύτης οξύτητος της εγκληματικότητος είναι άφρων»[16].
Χαρακτηριστικό των αντιρρήσεων, οι οποίες εγείροντο την εποχή εκείνη κατά της καταργήσεως της θανατικής ποινής, είναι και το ακόλουθο περιστατικό: Τον Δεκαπενταύγουστο του 1950 ο Νικόλαος Πλαστήρας, τότε πρωθυπουργός, εδήλωσε στην Τήνο ότι στο πλαίσιο της ειρηνεύσεως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, τασσόταν κατά της ποινής του θανάτου και υπέρ του μετριασμού των ποινών, πλην όμως δεν είχε την ικανότητα να επιβάλει την κατάργησή της, αφού δε συμφωνούσαν οι κυβερνητικοί του εταίροι. Οι δηλώσεις αυτές του Πλαστήρα προκάλεσαν την έντονη αντίδραση από όλο το πολιτικό φάσμα και δη όχι μόνον του Λαϊκού Κόμματος, αλλά και του Ενωτικού Κόμματος του Π. Κανελλόπουλου. Κυρίως, όμως, απετέλεσαν τη θρυαλλίδα κυβερνητικής κρίσεως (σοβούσης από ικανό χρόνο), η οποία οδήγησε στην αποχώρηση από την Κυβέρνηση του συγκυβερνώντος Κόμματος των Φιλελευθέρων υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο και στην παραίτηση του Πλαστήρα[17].
Δεν έλειψαν, πάντως, και στην Ελλάδα, οι φωνές εκείνες οι οποίες, ιδίως κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, τάχθηκαν ανεπιφύλακτα κατά της θανατικής ποινής και υπεστήριξαν την κατάργησή της[18]. Αξίζει εδώ να αναφερθούν ο Δημήτριος Καρανίκας, ο οποίος το 1948 έγραφε για τη θανατική ποινή ότι «καθίσταται αύτη απορριπτέα και εξοβελιστέα εκ του συστήματος των ποινών, συνεπώς και εκ του ημετέρου Ποινικού Κώδικος»[19], και ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, ο οποίος, ήδη από τη δεκαετία του 1950, πρέσβευε ότι η θανατική καταδίκη και η εκτέλεση αυτής καταρρίπτουν την ιερότητα και την απαραβίαστη αξία της ανθρώπινης ζωής[20].
Η θανατική ποινή συνέχισε, όμως, να επιβάλλεται και να εκτελείται στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αν και βαθμιαία η συχνότητα της επιβολής της άρχισε να μειώνεται[21], ενώ η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα έλαβε χώρα το 1972.
ΙΙ. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες για την κατάρτιση του Συντάγματος του 1975
Θα περίμενε κανείς ότι μετά την πτώση της χούντας, οι συνθήκες ήσαν πλέον ώριμες, ώστε να γίνει και στην Ελλάδα μια σοβαρή συζήτηση για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Πλην, όμως, ενδεχομένη κατάργηση της θανατικής ποινής θα επηρέαζε αναμφισβήτητα την τύχη των πραξικοπηματιών, οι οποίοι την 21.4.1967 είχαν ανατρέψει τη νόμιμη Κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Υπό τις φορτισμένες, λοιπόν, συνθήκες, οι οποίες επικρατούσαν κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, δεν υπήρξε κάποια αξιόλογη πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση αυτή.
Πιο συγκεκριμένα, το ζήτημα της διατηρήσεως ή μη της θανατικής ποινής τέθηκε, πράγματι, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύνταξη του νέου Συντάγματος το 1975[22], αν και στα κυβερνητικά σχέδια του Συντάγματος, τόσο του Δεκεμβρίου 1974 όσο και του Ιανουαρίου 1975, δεν περιείχετο πρόταση για την τροποποίηση των περί θανατικής ποινής προβλέψεων. Εξακολουθούσε να προβλέπεται μόνο η απαγόρευση της θανατικής ποινής επί των πολιτικών εγκλημάτων, πλην των συνθέτων.
Στις σχετικές συζητήσεις οι οποίες έλαβαν χώρα, τόσο στη Β΄ Υποεπιτροπή της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής όσο και στην Ολομέλεια του Σώματος, ήταν διάχυτος ο δισταγμός όλων των παρατάξεων να προτείνουν την κατάργηση της ποινής του θανάτου, δεδομένου ότι μια παρόμοια ρύθμιση θα είχε αναγκαίως εφαρμογή και στην περίπτωση των πραξικοπηματιών, οι οποίοι εδιώκοντο ήδη για εσχάτη προδοσία και στάση στρατιωτικών[23]. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το άρθρ. 63 του τότε ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (α.ν. 2803/ 1941), για τους υποκινητές της στάσεως, τους τεθέντες επί κεφαλής αυτής, καθώς και για τον κατά βαθμόν ανώτερο αξιωματικό από τους στασιαστές, προβλεπόταν μόνο η ποινή του θανάτου, καθώς επίσης και της καθαιρέσεως[24].
Μετά ταύτα, την κατάργηση της θανατικής ποινής πρότεινε με τροπολογία του μόνο ο βουλευτής της Ν.Δ. Άγγελος Πνευματικός[25], τροπολογία η οποία απερρίφθη, και μάλιστα ομόφωνα, κατά τη συνεδρίαση της Β΄ Υποεπιτροπής της 27.2.1975[26]. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι και το ΠΑΣΟΚ, με το «Αντισχέδιο» το οποίο είχε υποβάλει, είχε προτείνει την κατάργηση της ποινής του θανάτου[27]· εν τούτοις, κατά τη συνεδρίαση της 24.1.1975 ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Απόστολος Κακλαμάνης, ενώ αρχικώς επανέλαβε την πρόταση αυτή[28], στη συνέχεια της ιδίας συνεδριάσεως πρότεινε «να μην ισχύση η διάταξις αυτή προκειμένου περί αδικημάτων διά τα οποία προβλέπεται αυτή η ποινή εφόσον διεπράχθησαν από της 21ης Απριλίου 1967 μέχρι 23.7.1974»[29]. Επειδή, όμως, ήταν σαφές ότι κάτι παρόμοιο δε θα ήταν δυνατό να γίνει, προτάθηκε από τον βουλευτή της Ν.Δ. Βασίλειο Κοντογιαννόπουλο, εν όψει του ότι «είναι ένα πρόβλημα που προκαλεί πολλές αντιδράσεις και οι συνθήκες οι παρούσες δεν είναι οι καταλληλότερες διά να μελετηθή και να ληφθή απόφασις», «να διατυπωθή η ευχή να ληφθή από το αρμόδιον Υπουργείον μια σχετική πρωτοβουλία γύρω από το θέμα της καταργήσεως της ποινής του θανάτου»[30].
Και η παραπάνω πρόταση, περί διατυπώσεως «ευχής» από την Επιτροπή, τέθηκε εκ νέου προς συζήτηση και ψηφοφορία στη συνεδρίαση της 27.2.1975. Επί του θέματος αυτού τόσο ο Γ.-Α. Μαγκάκης (αρχικώς) όσο και ο Β. Κοντογιαννόπουλος πρότειναν να συνοδευθεί η διατύπωση της ευχής από τη διευκρίνιση ότι δεν αφορά τα εγκλήματα των πραξικοπηματιών της 21.4.1967. Πλην, όμως, από την προηγουμένη συνεδρίαση της 24.1.1975 μέχρι τη συνεδρίαση της 27.2.1975 είχε μεσολαβήσει ένα πολύ σημαντικό γεγονός: Στις 24.2.1975 είχε αποκαλυφθεί το αποκληθέν «πραξικόπημα της πυτζάμας», μια συνωμοτική κίνηση αξιωματικών - νοσταλγών της δικτατορίας, η οποία τελικά οδήγησε στη σύλληψη τριάντα επτά εξ αυτών και στην καταδίκη δεκατεσσάρων από το Στρατοδικείο τον Αύγουστο του 1975[31]. Το γεγονός αυτό είχε άμεση επίδραση και στις συζητήσεις για τη θανατική ποινή, οι οποίες ελάμβαναν χώρα την εποχή εκείνη στη Βουλή. Έτσι στη συνεδρίαση της Β΄ Υποεπιτροπής της 27.2.1975 ο βουλευτής της Ν.Δ. Στέφανος Στεφανόπουλος επεσήμανε το γεγονός ότι, πέρα από τους πρόσφατους πραξικοπηματίες, η «ευχή» θα κατελάμβανε τυχόν μελλοντικούς πραξικοπηματίες, θεωρουμένου ότι ο πολιτικός κόσμος είχε εκδηλωθεί κατά της ποινής του θανάτου[32]. Με την επιχειρηματολογία αυτή συνεφώνησε τελικά και ο Γ.-Α. Μαγκάκης, μεταβάλλοντας την αρχική θέση του, ενώ υπέρ της διατηρήσεως της θανατικής ποινής τοποθετήθηκαν και άλλοι βουλευτές (Α. Κατσαούνης, Ι. Μάργαρης). Χαρακτηριστικά ο βουλευτής του ΚΚΕ Κωνσταντίνος Κάππος ανέφερε: «Προσωπικά, κύριε Πρόεδρε, είμαι κατά της καταργήσεως της ποινής του θανάτου, αλλά και δε πρέπει σήμερα, κατά την γνώμην μου, αυτά τα οποία λέμε εδώ να κυκλοφορήσουν έξω»[33]. Έτσι η πρόταση για την κατάργηση της ποινής του θανάτου, έστω και υπό τύπον ευχής, υπήρξε θύμα της συγκυρίας της εποχής.
Αντίθετα με την συνολική κατάργηση της θανατικής ποινής, πεδίο ζωηρής αντιπαραθέσεως μεταξύ της Κυβερνήσεως και της αντιπολιτεύσεως απετέλεσε το ζήτημα αν η συνταγματική απαγόρευση επιβολής της θανατικής ποινής επί πολιτικών εγκλημάτων θα έπρεπε να επεκταθεί και στα σύνθετα πολιτικά εγκλήματα. Σχετική τροπολογία υπέρ της μεταβολής αυτής είχε υποβάλει ο βουλευτής της ΕΚΝΔ Γεώργιος Β. Μαγκάκης, ενώ αντίστοιχη πρόβλεψη περιείχε και το «Αντισχέδιο» της ΕΔΑ και του Κομμουνιστικού Κόμματος (Εσωτερικού)[34]. Στο πλαίσιο δε των συζητήσεων της Β΄ Υποεπιτροπής επί του άρθρ. 7 του Συντάγματος ο Γ.Β. Μαγκάκης υπεστήριξε τα ακόλουθα: «Διότι το πολιτικόν αδίκημα, κύριοι συνάδελφοι, βασικά είναι σύνθετον και ίσως να μην υπάρχη πολιτικόν αδίκημα το οποίον να μην είναι σύνθετον. Μόνον αι προπαρασκευαστικαί πράξεις δεν αποτελούν σύνθετον έγκλημα, όλα τα άλλα είναι κατά κανόνα σύνθετα εγκλήματα»[35]. Πλην, όμως, και η πρόταση αυτή απερρίφθη από την κυβερνητική πλειοψηφία κατά τη συνεδρίαση της 27.2.1975 της Β΄ Υποεπιτροπής[36]. Ο Γ.Β. Μαγκάκης επανέφερε την πρόταση αυτή όταν το Σύνταγμα συνεζητείτο στην Ολομέλεια της Βουλής[37], και πάλι όμως η κυβερνητική πλειοψηφία την απέρριψε[38].
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ολομέλεια υπήρξαν τοποθετήσεις βουλευτών, οι οποίοι εδήλωσαν ότι τάσσονται κατά της θανατικής ποινής, χωρίς όμως να υποβάλουν αντίστοιχη τροπολογία και να τεθεί το ζήτημα σε ψηφοφορία. Μεταξύ αυτών χαρακτηριστικές ήσαν οι θέσεις των εισηγητών τόσο της πλειοψηφίας, Δημητρίου Παπασπύρου[39], όσο και της μειοψηφίας, Δημητρίου Τσάτσου[40].
Κατά συνέπεια, η διάταξη περί θανατικής ποινής παρέμεινε αμετάβλητη στο Σύνταγμα του 1975.
Υποστηρίχθηκε τότε, πάντως, η άποψη ότι η διάταξη της § 3 εδ. β΄ του άρθρ. 7 του νέου Συντάγματος, στο μέτρο που επέτρεπε την επιβολή της θανατικής ποινής πέραν των αμιγώς πολιτικών εγκλημάτων, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ανίσχυρη διότι ερχόταν σε αντίθεση με τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος, με την οποία καθιερωνόταν ο σεβασμός της προστασίας της αξίας του ανθρώπου ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας[41]. Η άποψη όμως αυτή, απόρροια της θέσεως ότι υπάρχουν και «αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος», δεν επεκράτησε, αλλά συνάντησε την αντίδραση τόσο της θεωρίας[42] όσο και της νομολογίας. Έτσι ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 753/1976 απόφασή του[43], προσφεύγοντας και στο εξ αντιδιαστολής επιχείρημα, απεφάνθη ότι «εξ ουδεμίας διατάξεως του ισχύοντος Συντάγματος (1975) προκύπτει ότι κατηργήθη γενικώς η θανατική ποινή, αντιθέτως εν άρθρω 7 § 3 εδ. β΄ αυτού ορίζεται ότι θανατική ποινή επί πολιτικών εγκλημάτων εκτός των συνθέτων δεν επιβάλλεται, εξ ης διατάξεως συνάγεται ότι κατ’ εξαίρεσιν μόνον αποκλείεται η επιβολή θανατικής ποινής»[44]. Αλλά και ο κοινός νομοθέτης, με το άρθρ. 1 § 1 περ. γγ΄ του ν. 774/1978 «Περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος»[45], προέβλεψε και πάλι την ποινή του θανάτου -και δη αποκλειστικώς, και όχι διαζευκτικώς προς την ισόβιο κάθειρξη- σε περίπτωση καταρτίσεως τρομοκρατικής ομάδας ή συμμετοχής σε αυτή, εάν επήλθε θάνατος.
ΙΙΙ. Η δίκη των πρωταιτίων της χούντας και η de facto κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα
Ενώ, όμως, σε νομικό επίπεδο τα πράγματα δεν άλλαξαν, δεν συνέβη το ίδιο και στην πράξη. Λίγες ημέρες μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος, στις 23 Αυγούστου 1975, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθ. 477/ 1975 απόφασή του[46], κατεδίκασε τους τρεις βασικούς πρωταίτιους της δικτατορίας στην ποινή του θανάτου[47]. Ειδικότερα, οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος εκρίθησαν ένοχοι στάσεως, και δη ως υποκινητές και επί κεφαλής αυτής, καθώς και εσχάτης προδοσίας. Η ποινή τους στην περίπτωση αυτή ήταν μονόδρομος: Για όσους εκρίνοντο ένοχοι στάσεως με τις προαναφερθείσες επιβαρυντικές περιστάσεις ο τότε ισχύων Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, στο άρθρ. 63, προέβλεπε μόνον την ποινή του θανάτου. Πράγματι, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κατεδίκασε και τους τρεις στην ποινή του θανάτου, καθώς και σε καθαίρεση, για την πράξη της στάσεως, και σε ισόβιο κάθειρξη για την πράξη της εσχάτης προδοσίας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση για την επιβολή της ποινής του θανάτου στους προαναφερθέντες δεν ήταν ομόφωνη, αλλά ελήφθη κατά πλειοψηφίαν. Αυτό δεν είναι ίσως ιδιαίτερα γνωστό, δεδομένου ότι στα διασωθέντα οπτικοακουστικά τεκμήρια της εποχής ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Ι. Ντεγιάννης, ακούεται να απαγγέλλει την απόφαση για την επιβολή της θανατικής ποινής χωρίς να αναφέρει οποιαδήποτε μειοψηφία. Η εξήγηση οφείλεται στο ότι την ημέρα δημοσιεύσεως της αποφάσεως είχε μεν τεθεί σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975, το οποίο προβλέπει στο άρθρ. 93 § 3 ότι η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικώς, αλλά δεν είχε ακόμη ψηφισθεί ο σχετικός εκτελεστικός νόμος. Λίγες, όμως, εβδομάδες μετά ψηφίσθηκε ο ν. 184/1975 (ΦΕΚ Α΄ 210/30.9.1975), ο οποίος, στη μεταβατική διάταξη του άρθρ. 38, προέβλεψε ότι μειοψηφίες σε αποφάσεις εκδοθείσες από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος και μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού, προσαρτώνται στις αποφάσεις αυτές με ιδιαίτερο έγγραφο. Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής προσαρτήθηκε στην καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου ιδιαίτερο έγγραφο με τις επιμέρους μειοψηφίες[48]. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι κατά τη γνώμη ενός εφέτη[49], δεν έπρεπε να επιβληθεί η ποινή του θανάτου στους τρεις υποκινητές και επί κεφαλής της στάσεως, Παπαδόπουλο, Παττακό και Μακαρέζο, διότι η στάση ήταν πολιτικό έγκλημα, ως προς το οποίο απαγορευόταν η επιβολή της ποινής του θανάτου, κατά το άρθρ. 7 § 3 του Συντάγματος[50].
Όμως, παρά την επιβολή της θανατικής ποινής κατά τα ανωτέρω, μόλις δύο ημέρες μετά την έκδοση της αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου, το Υπουργικό Συμβούλιο απεφάσισε ότι οι ποινές αυτές δεν επρόκειτο να εκτελεσθούν, αλλά θα μετετρέποντο σε ποινές ισοβίου καθείρξεως[51]. Η απόφαση αυτή συνάντησε τότε σφοδρές επικρίσεις από πολλές πλευρές. Η αντιπολίτευση κατηγόρησε, μεταξύ άλλων, την Κυβέρνηση, ότι υπέκυπτε σε πιέσεις και εξεπλήρωνε δεσμεύσεις τις οποίες είχε αναλάβει έναντι της χούντας[52], επέμεινε δε να εκτελεσθούν οι ποινές. «Είμεθα υπέρ της εκτελέσεως των ποινών που επέβαλε η δικαιοσύνη εν ονόματι του λαού», δήλωνε στις 24 Αυγούστου ο Ανδρέας Παπανδρέου[53]. Κριτική ασκήθηκε ακόμη και από τη φιλοκυβερνητική Καθημερινή για το εσπευσμένο της κυβερνητικής ανακοινώσεως, η οποία δεν επέτρεψε την εκτόνωση της κοινής γνώμης[54]. Από την άλλη πλευρά, σε συνέντευξη τύπου την οποία έδωσαν ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Στεφανάκης και ο Υφυπουργός Προεδρίας Παναγιώτης Λαμπρίας στις 25.8.1975[55], εδήλωσαν ότι η Κυβέρνηση είναι κατά της εκτελέσεως των τριών θανατικών ποινών, ότι έπρεπε να ληφθεί αμέσως η σχετική απόφαση, για να μη δημιουργηθούν αντιφατικές φήμες στην κοινή γνώμη, και ότι για τη λήψη της αποφάσεως ελήφθησαν υπ’ όψιν πολλοί παράγοντες, όπως θέματα ανθρωπισμού, εναρμονισμού με τις κοινωνίες που αποστέργουν την εκτέλεση της θανατικής ποινής, το πνεύμα της συμβάσεως της Ρώμης κ.λπ.
Η απόφαση για τη μη εκτέλεση των θανατικών ποινών ήταν, κατά τη γνώμη του γράφοντος, ορθότατη. Σε νομικό επίπεδο, η εκτέλεση της θανατικής ποινής προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και επομένως η εκτέλεση της θανατικής ποινής θα αποτελούσε μια βίαιη πολιτιστική οπισθοδρόμηση. Σε πολιτικό δε επίπεδο, μπορεί μεν η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ήλθε τότε σε έντονη αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα, αλλά απέφυγε τη μαρτυροποίηση και ηρωοποίηση των δικτατόρων, την οποία θα προκαλούσε η εκτέλεση. Απέφυγε, επίσης, τη δημιουργία ενός νέου διχασμού. Άλλωστε, οι μνήμες από τις συνέπειες της εκτελέσεως των εξ το 1922 δεν είχαν ακόμη σβήσει[56].
Η παραπάνω απόφαση εγκαινίασε, πάντως, την περίοδο της de facto καταργήσεως της θανατικής ποινής: Σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο θανατική ποινή στην Ελλάδα ουδέποτε εκτελέσθηκε, παρ’ όλο που υπήρξαν περιπτώσεις καταδίκης στην ποινή αυτή[57]. Παράλληλα, και η ελληνική νομική επιστήμη, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις της εποχής, συνηγόρησε υπέρ της καταργήσεώς της[58], με ελάχιστες εξαιρέσεις[59]. Πλην, όμως, ο νομοθέτης εδίσταζε να προχωρήσει προς την κατεύθυνση αυτή.
ΙV. Η υπογραφή του 6ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και η διά νόμου κατάργηση της θανατικής ποινής
Φθάσαμε, έτσι, στις εκλογές του 1981, στις οποίες το ΠΑΣΟΚ ανεδείχθη πρώτο κόμμα, με σημαντική διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία, και σχημάτισε αυτοδύναμη Κυβέρνηση. Στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, και η κατάργηση της θανατικής ποινής[60]. Στις 5 Ιουλίου 1982 ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης ορκίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης[61]. Λίγο καιρό μετά, σε δηλώσεις του στον τύπο ανάφερε ότι η κατάργηση της θανατικής ποινής είναι στις σκέψεις της Κυβερνήσεως και ότι μελετάται μόνο η διατήρησή της για εγκλήματα σε καιρό πολέμου[62]. Και πάλι, όμως, σχετικό νομοσχέδιο δεν κατατέθηκε στη Βουλή.
Μετά ταύτα, η κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα φάνηκε ότι θα έλθει μέσω της αλλοδαπής, με την υπογραφή του 6ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1983. Εν προκειμένω είναι απαραίτητες ορισμένες διευκρινίσεις: H ΕΣΔΑ, η οποία ανάγεται στο έτος 1950, όχι μόνο δεν απηγόρευε την ποινή του θανάτου, αλλά αντίθετα την επέτρεπε ρητά, στο άρθρ. 2 αυτής[63]. Εν τω μεταξύ, όμως, οι αντιλήψεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είχαν μεταβληθεί και πολλά κράτη είχαν ήδη απαγορεύσει τη θανατική ποινή. Τη νέα αυτή πραγματικότητα απετύπωνε το 6ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, το οποίο, στο προοίμιο αυτού, διεπίστωνε «ότι οι εξελίξεις που μεσολάβησαν σε πολλά Κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης εκφράζουν μια γενική τάση υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής». Έτσι, το άρθρ. 1 του 6ου Πρωτοκόλλου προέβλεπε τα ακόλουθα: «Η ποινή του θανάτου καταργείται. Κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί σε τέτοια ποινή, ούτε να εκτελεσθεί». Διετηρείτο, πάντως, στο άρθρ. 2 του Πρωτοκόλλου, η δυνατότητα ενός κράτους να προβλέπει στη νομοθεσία του τη θανατική ποινή για πράξεις που διαπράττονται σε καιρό πολέμου ή επικειμένου κινδύνου πολέμου. Η Ελλάδα υπέγραψε το Πρωτόκολλο αυτό στις 2.5.1983, λίγες μόνο ημέρες αφ’ ότου αυτό άνοιξε για υπογραφή, όταν Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Γ.-Α. Μαγκάκης[64]. Αυτό υπήρξε το πρώτο βήμα για τη διά νόμου κατάργηση της θανατικής ποινής στη χώρα μας[65].
Το βήμα, όμως, αυτό έμεινε χωρίς συνέχεια. Το 6ο Πρωτόκολλο υπογράφτηκε μεν, αλλά δεν κυρώθηκε, ώστε να καταστεί μέρος του εσωτερικού Δικαίου. Επομένως, η θανατική ποινή εξακολούθησε να προβλέπεται στο Δίκαιό μας.
Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι λίγες ημέρες μετά την υπογραφή του παραπάνω πρωτοκόλλου ψηφίσθηκε ο νόμος 1366/1983 (ΦΕΚ Α΄ 81/ 23.6.1983), με τον οποίο τροποποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις για την εσχάτη προδοσία, αλλά διατηρήθηκε η πρόβλεψη για την επιβολή της ποινής του θανάτου (διαζευκτικά με την ισόβιο κάθειρξη) στον αποπειρώμενο να θανατώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας[66]. Έγινε μάλιστα τότε και σχετική επισήμανση κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή[67], για να απαντήσει ο Γ.-Α. Μαγκάκης ότι επρόκειτο να υπάρξει μια γενική ρύθμιση για τη διά νόμου κατάργηση της θανατικής ποινής, όταν θα ερχόταν προς κύρωση το σχετικό Πρωτόκολλο, κάτι το οποίο το Υπουργείο ακόμη μελετούσε. Μέχρι τότε, όμως, θα έπρεπε να παραμείνει η σχετική κύρωση ως είχε[68]. Παρά ταύτα, το Πρωτόκολλο δεν κυρώθηκε. Είναι προφανές ότι πολιτικές σταθμίσεις και αντιστάσεις δεν επέτρεψαν στον Μαγκάκη να υλοποιήσει τη διακηρυγμένη αυτή εξαγγελία του[69].
Χρειάσθηκε, λοιπόν, να περάσουν δέκα έτη έκτοτε για να καταργηθεί η ποινή του θανάτου στην Ελλάδα[70]. Αυτό έγινε με τη διάταξη του άρθρ. 33 § 1 του ν. 2172/1993, όταν Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Γεώργιος Κουβελάκης. Η ιστορική αυτή διάταξη είχε ως ακολούθως: «Η ποινή του θανάτου καταργείται. Όπου στις κείμενες διατάξεις προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται μόνο η τελευταία». Η διάταξη αυτή επί της αρχής συνάντησε την αποδοχή όλων των παρατάξεων στη Βουλή[71]. Οι εκφρασθείσες αντιρρήσεις αφορούσαν κυρίως τον κάπως πρόχειρο χαρακτήρα της ρυθμίσεως, η οποία, αξίζει να σημειωθεί, περιελήφθη σε τροπολογία κατατεθείσα κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή[72]! Πράγματι, ενώ μεν με την τροπολογία κατηργείτο η θανατική ποινή, εν τούτοις παρέμεναν στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα αφ’ ενός μεν η διάταξη του άρθρ. 50, η οποία προέβλεπε τον τρόπο εκτελέσεως αυτής, ιδίως δε η διάταξη του άρθρ. 86, η οποία όριζε ότι επί διαζευκτικής απειλής της ισοβίου καθείρξεως με τη θανατική ποινή, η τελευταία επεβάλλετο μόνο αν η πράξη ήταν ιδιαζόντως απεχθής ή ο δράστης επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια[73]. Οι διατάξεις των δύο αυτών άρθρων καταργήθηκαν τελικά λίγους μήνες μετά, με το άρθρ. 1 § 12 εδ. β΄ του ν. 2207/1994, ως άνευ αντικειμένου, όπως αναγραφόταν στη σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου.
Οι παραπάνω καταργητικές διατάξεις δεν είχαν, όμως, αυξημένη τυπική ισχύ, όπως έχουν το Σύνταγμα ή οι διεθνείς συμβάσεις, και δεν εμπόδιζαν τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει τη θανατική ποινή εκ νέου. Πράγματι το 1995, με την ψήφιση του νέου Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν. 2287/1995), προβλέφθηκε και πάλι η θανατική ποινή (βλ. άρθρ. 7 § 1), βεβαίως μέσα στα στενά πλαίσια εφαρμογής του νομοθετήματος αυτού και σε μικρότερη έκταση απ’ ό,τι προβλεπόταν στον προϊσχύσαντα ΣτρΠΚ του 1941. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΣτρΠΚ, η θανατική ποινή «απειλείται πλέον μόνο για εγκλήματα τελούμενα κατά τη διάρκεια πολεμικής περιόδου, των οποίων η φύση και η βαρύτητα καθιστούν αναγκαία την “in abstracto” πρόβλεψη στο νόμο και της ποινής αυτής»[74]. Παρ’ όλα ταύτα, ο αριθμός των κακουργημάτων του νέου ΣΠΚ, τα οποία προέβλεπαν την ποινή του θανάτου (πάντοτε διαζευκτικά με την ποινή της ισοβίου καθείρξεως), δεν ήταν αμελητέος. Η θανατική ποινή προβλεπόταν σε 35 περιπτώσεις[75].
V. Η κύρωση των διεθνών συμβάσεων κατά της θανατικής ποινής
Είχε, όμως, πια έρθει ο καιρός να κυρωθούν και τα διεθνή συμβατικά κείμενα, τα οποία απαγορεύουν την επιβολή της θανατικής ποινής. Το 1997, με τον ν. 2462/1997, κυρώθηκε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), το οποίο στο άρθρ. 6 § 2 προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής της θανατικής ποινής, καίτοι την περιορίζει στα «πιο σοβαρά εγκλήματα». Ταυτόχρονα, όμως, με τον ίδιο νόμο κυρώθηκε και το Δεύτερο Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο ΔΣΑΠΔ της 15.12.1989, το οποίο στο άρθρ. 1 § 1 προβλέπει ότι κανένα πρόσωπο «δεν θα εκτελεσθεί», παράλληλα δε, στην § 2 του ιδίου άρθρου, θεσπίζει την υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Σε σχέση με τη ρύθμιση αυτή η Ελλάδα, κατά την κύρωση του παραπάνω Πρωτοκόλλου, διετύπωσε (με το άρθρ. δεύτερο του ν. 2462/1997) επιφύλαξη αναφορικά με την εφαρμογή της θανατικής ποινής σύμφωνα με τις διατάξεις του ΣτρΠΚ, «μετά από καταδίκη για έγκλημα στρατιωτικού χαρακτήρα υψίστης σημασίας που τελέσθηκε σε καιρό πολέμου». Κατά τον τρόπο αυτό, για πρώτη φορά η θανατική ποινή απαγορεύθηκε με νόμο αυξημένης τυπικής ισχύος, πλην των περιπτώσεων των σοβαρών στρατιωτικών εγκλημάτων σε καιρό πολέμου.
Ακολούθησε, το 1998, με τον ν. 2610/1998, η κύρωση του 6ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, της 28.4.1983. Έτσι, το μετέωρο βήμα το οποίο έγινε το 1983, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου αυτού, ολοκληρώθηκε 15 χρόνια μετά. Θυμίζουμε εδώ ότι το 6ο Πρωτόκολλο προβλέπει μεν την κατάργηση της θανατικής ποινής, αλλά εισάγει, και αυτό, εξαίρεση για πράξεις οι οποίες διαπράττονται σε καιρό πολέμου ή επικειμένου κινδύνου πολέμου.
Μετά από όλα αυτά, και ο συνταγματικός μας νομοθέτης, στην αναθεώρηση του 2001, προχώρησε στην τροποποίηση του άρθρ. 7 § 3 εδ. β΄ και στην απαγόρευση της θανατικής ποινής, με εξαίρεση τα «κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν». Η ρύθμιση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν περιέχει καθολική απαγόρευση της θανατικής ποινής.
Τελικά, το 2004 κυρώθηκε και το 13ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ της 3.5.2002, με το οποίο καταργήθηκε πλήρως η θανατική ποινή, μη επιτρεπομένης οιασδήποτε παρεκκλίσεως σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημόσιου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους. Χαρακτηριστική της μεταβολής των αντιλήψεων ως προς τη θανατική ποινή είναι η αναφορά στο προοίμιο του Πρωτοκόλλου αυτού ότι τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι «αποφασισμένα να κάνουν ένα τελικό βήμα προς την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις». Κατόπιν αυτού, με το άρθρ. δεύτερο του κυρωτικού ν. 3289/2004, η Ελλάδα κατήργησε όλες τις διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, οι οποίες προέβλεπαν την ποινή του θανάτου[76]. Έτσι η πορεία για την κατάργηση της θανατικής ποινής στη χώρα μας, η οποία ξεκίνησε δειλά το 1983 με την υπογραφή, αλλά όχι και την κύρωση, του 6ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ολοκληρώθηκε μετά από 21 χρόνια, με την πλήρη απάλειψη της θανατικής ποινής από το Δίκαιό μας. Μάλιστα, το 2009 κατέστη νομικά δεσμευτικός και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο οποίος επίσης προβλέπει (άρθρ. 2 § 2) ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί στην ποινή του θανάτου ούτε να εκτελεσθεί. Σήμερα, λοιπόν, η θανατική ποινή δεν προβλέπεται πλέον στην ελληνική έννομη τάξη, ενώ απαγορεύεται και η εκ νέου θεσμοθέτησή της με νόμο.
* Η μελέτη αυτή έχει ως αφετηρία άρθρο του γράφοντος, το οποίο δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της 23.2.2025, σ. 36. Κατά τη συγγραφή της δεν επεδίωξα να επαναλάβω τη συζήτηση και τα -κατά το μάλλον ή ήττον γνωστά- επιχειρήματα υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής, αλλά να αποτυπώσω τους κυριότερους σταθμούς προς την κατάργησή της. Η έμφαση δόθηκε στην περίοδο της Μεταπολιτεύσεως, όταν και καταργήθηκε, πρώτα defacto και μετά de jure, η θανατική ποινή.
[1]. Βλ. Τ. Φιλιππίδη, Η ποινική νομοθεσία κατά την εθνεγερσίαν, 1974, σ. 85 επ.
[2]. Βλ. σχετικώς Β. Δωροβίνη, Θανατική Ποινή: Η πρώτη εφαρμογή και «υποδοχή» της στην Ελλάδα, ΝοΒ 29 (1981). 1459 επ., 1461, όπου και εν γένει αναφορά στη θανατική ποινή την εποχή του Καποδίστρια και του Όθωνα. Το άρθρ. 5 εδ. α΄ του Ποινικού Νόμου προέβλεπε αρχικώς: «Ο καταδικασθείς εις θάνατον αποκεφαλίζεται διά του λαιμητόμου». Με τον νόμο Μ΄/1846 «Περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής» (ΦΕΚ 18/2.7.1846) το άρθρ. 5 τροποποιήθηκε και προβλέφθηκε ότι η θανατική ποινή εκτελείται «διά της λαιμητόμου, ή διά τουφεκισμού». Η λαιμητόμος καταργήθηκε στην πράξη από το 1913, τυπικώς δε διά νόμου με το άρθρ. 8 § 3 του ν. 3861/1929 (ΦΕΚ Α΄ 108/20.3.1929), το οποίο προέβλεψε ότι η ποινή του θανάτου εκτελείται διά τυφεκισμού. Βλ. Δ. Μιράσγετζη, Η ποινή του θανάτου, 1936, σ. 47 επ. Ας σημειωθεί ότι επί Θ. Παγκάλου εισήχθη για βραχύ χρονικό διάστημα στην Ελλάδα και η εκτέλεση της θανατικής ποινής με απαγχονισμό, με βάση το άρθρ. 6 του ν.δ. της 20.7.1925 «Περί υπαγωγής αδικημάτων τινών εις την δικαιοδοσίαν των στρατιωτικών δικαστηρίων» (ΦΕΚ Α΄ 191/24.7.1925, αναδημοσιευθέν σε ορθή επανάληψη στο ΦΕΚ Α΄ 216/18.8.1925). Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής απαγχονίσθηκαν στις 26.11.1925 δύο αξιωματικοί του Στρατού και της Χωροφυλακής, ως καταχραστές δημοσίου χρήματος. Βλ. για την εκτέλεση αυτή την Καθημερινή της 27.11.1925, σ. 4, εν γένει δε για την υπόθεση αυτή, Γ. Δαφνή, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 2η έκδ. 1974, τ. Α΄, σ. 293 επ.
[3]. Ιδού πώς με γλαφυρότητα δικαιολογεί την κατάργηση της θανατικής ποινής στα πολιτικά εγκλήματα ο Ν.Ι. Σαρίπολος, ο οποίος υπήρξε διαπρύσιος υπέρμαχος της σχετικής συνταγματικής αλλαγής κατά τη Β΄ Εθνική Συνέλευση του 1862-1864 (βλ. Ν.Ι. Σαριπόλου, Σύστημα της εν Ελλάδι ισχυούσης ποινικής νομοθεσίας, τ. Β΄, 1868, σ. 98 επ.): «Όταν διά κοινόν τι των μεγίστων αδίκημα καταδικασθή τις εις θάνατον, καταδικάζεται διά πράξιν, ην παντός ανθρώπου η συνείδησις απεχθάνεται, αλλ’ επί τοις πολιτικοίς τολμήμασιν, ουκ έστι κυρίως η πράξις ήτις καταδικάζεται αλλ’ η ιδέα. Απλούς τις πολίτης ορμώμενος εξ ευγενών αισθημάτων, ως επί το πολύ, ρίπτει την ιδέαν αυτού ως τι σπέρμα εν μέσω του έθνους· όπως κατασταθή γόνιμος η ιδέα αύτη από στόματος εις ους διαδίδεται και φέρεται ως υπό του ανέμου η γύρις, ήτις εις μακράς πολλάκις αποστάσεις ούτω μεταφερομένη πίπτει εις την γην, εκεί δε γίνεται η βλάστησις, ει και ουδείς επρονόησε περί της μεταφοράς της γύρεως, ει και ουδείς επεστάτησεν εις την ανάπτυξιν αυτής· ούτω και μία ιδέα ρίπτεται εν έθνει τινί, αγνοείται δε πολλάκις τις ο πρώτον ρίψας αυτήν, και όμως η ιδέα εκείνη κυοφορείται, γονιμοποιείται, γίνεται ιδέα του λαού, ιδέα του έθνους, όταν δ’ η ούτως ενανθρωπήσασα ιδέα αύτη κατά την πρώτην, ή και την δευτέραν και τρίτην εμφάνισιν αυτής αποτύχη καταδικάζεται, αλλ’ οι καταδικάζοντες την ιδέαν ταύτην, ήτις έχει την τάσιν τοιαύτην προς το ριζώσαι, καταστέλλουσιν άρα γε αυτήν; (…) Πολλάκις όμως συμβαίνει και ευγενή τινα ιδέαν αποτυχείν, και περί τοιαύτης κυρίως ημίν ο λόγος ενθάδε· ει τις τοιαύτην συλλαβών γνώμην παραγνωρίσει των πραγμάτων την κατάστασιν και εκλάβει ως ώριμον ό,τι εισέτι ουκ έστι τοιούτον, αν ούτος ορμηθείς απ’ αυτής στασιάση κατά της πολιτείας, ο στασιάσας οφείλει μεν ευθύνας, αλλά τον άνθρωπον αυτόν δέον κριθήναι ουχί κατά το αποτέλεσμα της πράξεως, αλλ’ εκ της αρχής αφ’ ης προς ταύτην ωρμήθη, απ’ αυτής δηλονότι της ιδέας αυτού». Για την αγόρευση του Ν.Ι. Σαριπόλου στη Β΄ Εθνική Συνέλευση υπέρ της καταργήσεως της θανατικής ποινής επί των πολιτικών εγκλημάτων βλ. αναλυτικά Μιράσγετζη, Η ποινή του θανάτου, σ. 62 επ., σημ. 1.
[4]. Για την έννοια του σύνθετου πολιτικού εγκλήματος βλ. Ε. Αποστολόπουλο/Α. Καμινάρη/Π. Κομματά/Α. Κότσιφα, Το πολιτικόν έγκλημα, 1978, σ. 51 επ.· Α. Λοβέρδο, Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα, 1987, σ. 155 επ· Β. Παπαναστασίου, Πολιτικά εγκλήματα και αι επ’ αυτών διακρίσεις, ΠοινΧρ ΛΑ΄ (1981). 1 επ., 13 επ.
[5]. Βλ. άρθρ. 18 εδ. γ΄ Σ 1864, άρθρ. 18 εδ. γ΄ Σ 1911, άρθρ. 17 εδ. γ΄ Σ 1925/1926, άρθρ. 17 εδ. γ΄ Σ 1927, άρθρ. 18 εδ. γ΄ Σ 1952, άρθρ. 7 § 3 εδ. β΄ Σ 1975 (προ της αναθεωρήσεως του 2001). Παρόμοιες διατάξεις περιείχαν το άρθρ. 11 § 2 εδ. γ΄ του δικτατορικού «Συντάγματος» του 1968, καθώς και το άρθρ. 11 § 2 εδ. γ΄ του «Συντάγματος» του 1973.
[6]. Βλ. Δ. Κιούπη, Η επίδραση του διαφωτισμού στο Ποινικό Δίκαιο, ΠοινΧρ ΝΑ΄ (2001). 577 επ., 581.
[7]. Βλ. συγκριτικά στοιχεία στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Ελληνικού Ποινικού Κώδικος, 1933, σ. 53, καθώς επίσης και σε: F. v. Liszt/Eb. Schmidt, Lehrbuch desDeutschen Strafrechts, Bd. 1, 26. Aufl. 1932, σ. 372 επ.· Μιράσγετζη, Η ποινή του θανάτου, σ. 28 επ.
[8]. Βλ. Ηλιόπουλο, Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου, 5η έκδ. 1936, σ. 503 επ. Περαιτέρω, ο Δημοσθένης Μιράσγετζης, Η ποινή του θανάτου, σ. 86 επ., υπεστήριζε ότι έπρεπε να παραμείνει η ποινή του θανάτου μόνο στις περιπτώσεις των αβελτίωτων εγκληματιών, στις περιπτώσεις της διαπράξεως εγκλημάτων του ιδίου τύπου (π.χ. ληστείας) στον ίδιο τόπο, κατά την ίδια χρονική περίοδο υπό πολλών ατόμων, καθώς και στην περίπτωση διαπράξεως κάποιων ειδικών εγκλημάτων κατά τη διάρκεια εμπόλεμης καταστάσεως.
[9]. Βλ. Ν.Ι. Σαριπόλου, Σύστημα, τ. Β΄, σ. 88 επ., ιδία σ. 97: «Πρέπει ναι, ίνα καταργηθή και παρ’ ημίν η ποινή του θανάτου, αλλά βαθμηδόν και ουχί διαμιάς. (…) Οπόταν λοιπόν εκλείψη διαπαντός από της Ελλάδος η ληστεία, όταν αι φυλακαί αυτής κατασταθώσι τοιαύται ώστε εκλείψαι ένθεν μεν πάσαν ελπίδα ευχαρούς χάριτος, ένθεν δε πάντα κίνδυνον αποδράσεως, τότε πάντως δέον καταργηθήναι την ποινή του θανάτου· αναγκαζόμεθα μεν επί του παρόντος ανέχεσθαι την ποινή αυτήν ως οικτράν ανάγκην, μη γένοιτο δέ ποτε έχειν ημάς αυτήν και ως δικαίαν και καλήν καθ’ εαυτήν».
[10]. Βλ. Κ. Κωστή, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, 4η έκδ. υπό Αγγ. Μπουρόπουλου, τ. Α΄, 1926, σ. 41 επ., ιδία σ. 49 επ., ο οποίος, ενώ δηλώνει ότι συμμερίζεται τη γνώμη των υποστηρικτών της καταργήσεως της θανατικής ποινής, ωστόσο θεωρεί ότι αυτή θα είναι δυνατή μόνο όταν η Πολιτεία οργανώσει το σύστημα των φυλακών έτσι ώστε να επιτύχει την προσήκουσα τιμωρία του αδικήματος, αλλά και να ασφαλιστεί κατά της υποτροπής διά της ηθικής βελτιώσεως των εγκληματιών.
[11]. Κ. Γαρδίκας, Η ποινή του θανάτου, ΠοινΧρ Δ΄ (1954). 257 επ., 264, 266 επ.· ο ίδιος, Εγκληματολογία, τ. Γ΄ Σωφρονιστική, 3η έκδ. 1965 (ανατύπωση 2001), σ. 137 επ.
[12]. Βλ. σ. 54.
[13]. Βλ. άρθρ. 24: «Η θανατική ποινή εκτελείται διά της λαιμητόμου, εν περιφράκτω χώρω».
[14]. Βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεων των Αναθεωρητικών Επιτροπών του Σχεδίου Ποινικού Κώδικος, τ. Α΄, 1962, σ. 164 επ. Με την άποψη αυτή του Χωραφά στοιχήθηκαν και τα λοιπά μέλη της Αναθεωρητικής Επιτροπής και έτσι οι μόνες αλλαγές οι οποίες επήλθαν στο Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα ήταν η συμπερίληψη και του τυφεκισμού στους τρόπους εκτελέσεως της θανατικής ποινής, καθώς και η πρόβλεψη ότι αυτή εκτελείται επί παρουσία μόνον των επιτετραμμένων την εκτέλεσιν αρχών. Βλ. σχετικώς το άρθρ. 27 του Σχεδίου του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα του 1935. Οξεία κριτική στην επαναφορά της λαιμητόμου ως τρόπου εκτελέσεως της θανατικής ποινής βλ. στον Μιράσγετζη, Η ποινή του θανάτου, σ. 37 επ.: «Ζώντες εις τον 20όν αιώνα, φρονούμεν ότι δεν επετρέπετο η αναγραφή της διατάξεως ταύτης εν τω Σχεδίω, διότι μας υπενθυμίζει τον Μεσαίωνα και διά της αποκοπής της κεφαλής, παρεχούσης το φρικωδέστερον και αγριώτερον θέαμα, δεν συντελεί παρά εις την διαστροφήν της περί δικαιοσύνης ιδέας του κοινού». Η τελική διατύπωση της περί θανατικής ποινής διατάξεως του άρθρ. 50 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα έγινε βάσει προτάσεως, την οποία υπέβαλε ο Ν. Χωραφάςστις 22.4.1944. Στην τροποποιημένη διάταξη είχε πλέον αφαιρεθεί η πρόβλεψη για τον τρόπο εκτελέσεως της ποινής, βλ. Πρακτικά, τ. Β΄, 1963, σ. 34.
[15]. Ο Κ. Φινοκαλιώτης, Η θανατική ποινή ως πρόβλημα προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, 1983, σ. 43, αναφέρει ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΣ, μέχρι τον Οκτώβριο του 1949 είχαν εκτελεσθεί 3.033 άτομα για κομμουνιστική δράση. Εξάλλου, το 1952 εκδόθηκαν 2.400 θανατικές καταδίκες.
[16]. Γαρδίκας, ΠοινΧρ Δ΄ (1954). 264, 266 επ.
[17]. Βλ. σχετικώς την Καθημερινή της 17.8.1950, σ. 6, της 18.8.1950, σ. 1, και της 19.8.1950, σ. 1. Βλ. ακόμη το άρθρο του Γ. Ρωμαίου, Η παραίτηση Πλαστήρα και η «τριμερής» κυβέρνηση, το Βήμα της 12.8.2008, https:// www.tovima.gr/2008/08/12/archive/i-paraitisi-plastira-kai-i-trimeris-kybernisi/, καθώς και Σπ. Μαρκεζίνη, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, τ. Β΄ (1944-1951), 1994, σ. 346 επ., 359 επ.
[18]. Για κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις κατά τον 19ο αιώνα, οι οποίες δεν είχαν ευρύτερη απήχηση, βλ. Εμμ. Ανδριανάκη, Η κατάργηση της ποινής του θανάτου, 1950, σ. 57. Για εξίσου μεμονωμένες φωνές κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες όλων των ελληνικών Συνταγμάτων μέχρι το 1952 βλ. Ανδριανάκη, ό.π., σ. 60· Μιράσγετζη, Η ποινή του θανάτου, σ. 55· Φινοκαλιώτη, Η θανατική ποινή, σ. 40 επ.
[19]. Δ. Καρανίκα, Σωφρονιστική, τ. Α΄, 1948, σ. 290 επ., 299. Με σφοδρότητα κατεφέρετο ο Καρανίκας, σ. 301, κατά των προαναφερθέντων συγγραφέων, οι οποίοι ετάσσοντο μεν επί της αρχής κατά της θανατικής ποινής, αλλά τελικώς κατέληγαν ότι δεν ήταν ακόμη δυνατή η κατάργησή της: «Οι τοιούτου είδους πολέμιοι της θανατικής ποινής, οίτινες παρατηρούνται και αλλαχού, προσφέρουσι την χειροτέραν δυνατήν υπηρεσίαν εις τον αγώνα κατά της θανατικής ποινής, διότι, ερωτοτροπούντες προς αμφοτέρας τας παρατάξεις, φθέγγονται από τρίποδος ότι «σήμερον» δεν είναι σκόπιμος η κατάργησις αυτής και ούτως αναβάλλουσι την επίλυσιν του ζητήματος ad calendas graecas. Ούτοι είναι κατ’ ουσίαν οι καλύτεροι υποστηρικταί της διατηρήσεως της ποινής του θανάτου, διότι παραμένοντες μετέωροι υποβοηθούσι διά επιτηδείου παραπλανητικής ενεργείας την διατήρησιν της ποινής του θανάτου, καθ’ ης από πολλού απηγγέλθη η εις θάνατον καταδίκη εις την συνείδησιν του ανθρώπου και του επιστήμονος».
[20]. Βλ. Κ. Δεσποτόπουλο, Φιλοσοφία του Δικαίου, τ. Α΄, 1953, σ. 313 επ., σημ. 3. Βλ. επίσης την αναφορά την οποία υπέβαλε ο Δεσποτόπουλος προς τη Βουλή των Ελλήνων, με την οποία ζητούσε από τους βουλευτές να προβούν στην κατάργηση της ποινής του θανάτου: Δεσποτόπουλος, Η πρόταση καταργήσεως της θανατικής ποινής, ΕΕΝ 1958. 167 επ. Από τους υπόλοιπους συγγραφείς, οι οποίοι μέχρι τη Μεταπολίτευση έλαβαν θέση κατά της θανατικής ποινής, θα πρέπει να αναφερθούν εδώ οι Εμμ. Ανδριανάκης, Η κατάργηση της ποινής του θανάτου, 1950, σ. 22 επ., Αλ. Κατσαντώνης, Να καταργηθή η ποινή του θανάτου;, συνέντευξη στην εφημερίδα «Εμπρός» της 24.12.1966, σ. 5, 15 (αντίθετα, στο φύλλο της 31.12.1966 της ιδίας εφημερίδας, σ. 5, ο Ιάκωβος Ζαγκαρόλας εδήλωνε: «Η διατήρησις της ποινής του θανάτου είναι αναγκαία και δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι ουδείς κατέχων υπεύθυνον θέσιν πρόκειται επί των ημερών μας τουλάχιστον να εισηγηθή την κατάργησίν της»), και τέλος ο Βασίλειος Παππάς, Το βλέμμα της Μεδούσης (Το πρόβλημα της ποινής του θανάτου και αι τελευταίαι εξελίξεις του), ΠΕ 1970. 170 επ., 254 επ., 443 επ., 721 επ., μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε μάλιστα την περίοδο της επταετούς δικτατορίας. Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι τον Απρίλιο του 1960 οργανώθηκε στην Πάντειο από τον ΙωάννηΓεωργάκη ένα σημαντικό διεθνές συνέδριο για την ποινή του θανάτου, στο οποίο συμμετείχαν διακεκριμένοι επιστήμονες από την Ελλάδα και την αλλοδαπή. Τα πρακτικά του συνεδρίου αυτού έχουν δημοσιευθεί στον τόμο Colloque sur la peine de mort tenu à Athènes, du 4 au 8 Avril 1960, sous les auspices de l’Ecole des Sciences Politiques «Pantios», 1960. Στο πλαίσιο του συνεδρίου αυτού ο Γ.-Α. Μαγκάκης τάχθηκε (βλ. σ. 126 επ.) κατά της ποινής του θανάτου, με εξαίρεση την περίοδο πολέμου ή μια ανάλογη κατάσταση. Περιοριστική, τέλος, αλλά όχι καταργητική ήταν η θέση του Νικολάου Ανδρουλάκη, Επί της εκφοβιστικής λειτουργίας της θανατικής ποινής, ΠοινΧρ Κ΄ (1970). 238 επ., ο οποίος, αναφερόμενος σε αλλοδαπές μελέτες σχετικά με την ποινή του θανάτου, υπεστήριξε ότι, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος θανατώσεων αθώων ανθρώπων, «θανατική ποινή μόνον κατά του δράστου ανθρωποκτονίας συγχωρείται να επιβληθή».
[21]. Βλ. σχετικά στοιχεία στον Ν. Κουράκη, Η ποινική καταστολή μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, 5η έκδ. 2009, σ. 354.
[22]. Βλ. για το θέμα αυτό και Φινοκαλιώτη, Η θανατική ποινή ως πρόβλημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σ. 43 επ.
[23]. Όταν στις 24.1.1975 συζητήθηκε για πρώτη φορά το άρθρ. 7 του Σχεδίου Συντάγματος στη β΄ Υποεπιτροπή, είχε ήδη ασκηθεί η ποινική δίωξη κατά των πρωταιτίων της χούντας με βάση τη σχετική από 1.11.1974 υπ’ αριθ. 12/1974 απόφαση της Ολομελείας του Εφετείου Αθηνών [βλ. ΝοΒ 22 (1974). 1452] και είχαν προφυλακισθεί οι Ιωαννίδης (στις 14.1.1975), Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός, Λαδάς και Ρουφογάλης (στις 20.1.1975).
[24]. Αντίθετα, η προβλεπομένη ποινή για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, κατά την § 1 του άρθρ. 134 ΠΚ 1950, με βάση την οποία είχε ασκηθεί η δίωξη, ήταν ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη.
[25]. Βλ. την τροπολογία αυτή σε: Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική, Σύνταγμα 1975, Διάταξις κατ’ άρθρον επισήμων σχεδίων – τροπολογιών, ψηφισθέντος τελικού κειμένου, 1976, σ. 53.
[26]. Βλ. Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, 1975, σ. 543.
[27]. Βλ. Σύνταγμα 1975, Διάταξις κατ’ άρθρον επισήμων σχεδίων – τροπολογιών, ψηφισθέντος τελικού κειμένου, σ. 54.
[28]. Βλ. Πρακτικά Υποεπιτροπών, σ. 370.
[29]. Βλ. Πρακτικά Υποεπιτροπών, σ. 375.
[30]. Πρακτικά Υποεπιτροπών, σ. 375. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Β. Κοντογιαννόπουλος: «Δεν θα πρέπει να παραμείνει η εντύπωσις εις τον αυριανόν αναγνώστην των πρακτικών των συνεδριάσεων αυτών ότι ασχοληθήκαμε με όλα τα ατομικά δικαιώματα παραλείποντες να ασχοληθούμε με το ουσιωδέστερον, δηλαδή το δικαίωμα στη ζωή. Δεν ασχοληθήκαμε δηλαδή με το θέμα της καταργήσεως ή μη της ποινής του θανάτου».
[31]. Βλ. για το «πραξικόπημα της πυτζάμας» και τη δίκη των επίδοξων στασιαστών, «Το Βήμα» της 25.2. 1975, σ. 1, 2, και της 26.2.1975, σ. 1, 2, καθώς και την «Καθημερινή» της 28.6.1975, σ. 1, και της 12.8.1975, σ. 9. Βλ. περαιτέρω Αγγ. Συρίγο/Ευ. Χατζηβασιλείου, Μεταπολίτευση, 1974-1975, 2024, σ. 172 επ.· Αντ. Κλάψη, 1974, Μεταπολίτευση, 2020, σ. 256.
[32]. Βλ. Πρακτικά Υποεπιτροπών, σ. 543: «Κύριε Πρόεδρε, θα ημπορούσα να ψηφίσω αυτήν την ευχήν, εάν το άρθρον αυτό είχεν εισαχθεί προς ψηφοφορίαν προ ολίγων ημερών. Σήμερον κωλύομαι να ψηφίσω υπέρ της ευχής. Και κωλύομαι και διά έναν άλλον λόγον. Ακόμη και εάν εξαιρέσωμεν τους πραξικοπηματίες της προχθές, έχει γίνει φαίνεται του συρμού να έχωμε πραξικοπήματα, τα οποία ενδεχομένως κάποτε να δημιουργήσουν μίαν κατάστασιν επικίνδυνον διά το καθεστώς. Επομένως, εάν εξαιρέσωμεν διά της ευχής τους πραξικοπηματίες μέχρι σήμερον, δεν εξαιρούμεν τους αυριανούς ενδεχομένως πραξικοπηματίες. Και θα θεωρηθεί από αυτούς τους ιδίους η ευχή της Υποεπιτροπής αυτής σαν επιχείρημα υπέρ της σωτηρίας τους, ότι ο πολιτικός κόσμος έχει ήδη εκδηλωθή εναντίον της ποινής του θανάτου. Επομένως, δεσμεύομαι και ψηφίζω εναντίον της ευχής αυτής».
[33]. Βλ. για όλα τα προαναφερθέντα, Πρακτικά Υποεπιτροπών, σ. 543 επ.
[34]. Βλ. Σύνταγμα 1975, Διάταξις κατ’ άρθρον επισήμων σχεδίων – τροπολογιών, ψηφισθέντος τελικού κειμένου, σ. 54.
[35]. Βλ. Πρακτικά Υποεπιτροπών, Συνεδρίαση της 24.1.1975, σ. 369. Τη θέση αυτή για τη συμπερίληψη των σύνθετων πολιτικών εγκλημάτων στη ρύθμιση του άρθρ. 7 του Συντάγματος υπεστήριξαν ακόμη στην ίδια συνεδρίαση οι Λ. Κύρκος, Πρακτικά σ. 373, Κ. Κάππος, ό.π., σ. 374, και ο Απ. Κακλαμάνης, ό.π., σ. 371, επικουρικώς για την περίπτωση για την οποία δεν θα γινόταν δεκτή η κύρια πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την πλήρη κατάργηση της θανατικής ποινής.
[36]. Βλ. Πρακτικά Υποεπιτροπών, σ. 543.
[37]. Βλ. Πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975, 1975, Συνεδρίαση της 23.4.1975, σ. 431. Τη θέση αυτή υπεστήριξε και ο βουλευτής Χ. Πρωτόπαπας, ό.π., σ. 432. Μάλιστα όταν ο βουλευτής Γ. Ψηλός έθεσε στον Γ.Β. Μαγκάκη το ζήτημα των προφυλακισμένων πραξικοπηματιών, ο τελευταίος απήντησε ότι αυτοί εκρατούνο και για στάση, η οποία δεν εθεωρείτο πολιτικό έγκλημα και επομένως μπορούσε να επισύρει την ποινή του θανάτου. Η θέση αυτή δεν ήταν, πάντως, ανεπίδεκτη αμφισβητήσεων, όπως απέδειξε η συνέχεια στη δίκη των πρωταιτίων της χούντας. Βλ. για το ζήτημα αυτό κατωτέρω, στο κείμενο.
[38]. Βλ. Πρακτικά Ολομελείας, σ. 435.
[39]. Πρακτικά Ολομελείας, Συνεδρίαση της 23.4. 1975, σ. 430. Με τη θέση αυτή εδήλωσε ότι «θεωρητικώς συντάσσεται» και ο Γ.Β. Μαγκάκης, για να προσθέσει αμέσως μετά: «Δεν γνωρίζω εάν αι σημεριναί συνθήκαι είναι τοιαύται ώστε να αποδεχθήτε την άποψιν αυτήν», βλ. Πρακτικά Ολομελείας, σ. 431. Είχαμε, επομένως, και πάλι επανάληψη του παλαιότερου φαινομένου, να υποστηρίζεται μεν η κατάργηση της θανατικής ποινής ως θέση αρχής, πλην όμως να σχετικοποιείται αυτή αμέσως μετά, με το επιχείρημα ότι οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες.
[40]. Πρακτικά Ολομελείας, Συνεδρίαση της 22.4.1975, σ. 362.
[41]. Την άποψη αυτή υπεστήριξαν τότε οι Κ. Δεσποτόπουλος, Η θανατική ποινή και το νέον Σύνταγμα, ΕΕΝ 1975. 649 επ., Ν. Ανδρουλάκης, Το νέο Σύνταγμα και η Ποινική Δικαιοσύνη, σε: Η επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του Ιδιωτικού και επί του Δημοσίου Δικαίου, 1976, σ. 63 επ., 65 επ. και Κ. Μπέης, Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη, 3η έκδ. 1981, σ. 63 επ. Παρεμφερώς οι Γ.-Α. Μαγκάκης, Η θανατική ποινή και πώς θα καταργηθεί, «Το Βήμα» της 16.12.1979, σ. 6 (βλ. και τον ίδιο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2η έκδ. 1982, σ. 72 επ.) και Δ. Σπινέλλης, Ζητήματα από την επίδραση του Συντάγματος του 1975 στο Ποινικό Δίκαιο, σε: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Νομική Σχολή, Πέντε χρόνια εφαρμογής του Συντάγματος του 1975, 1981, σ. 213 επ., 228 επ. (δημοσιευθέν επίσης σε ΕΕΝ 1980. 849 επ., 858 επ.), υπεστήριξαν ότι η μεν διάταξη του άρθρ. 7 § 3 του Συντάγματος περιέχει μια ειδική απαγόρευση επιβολής της θανατικής ποινής σε σχέση με τα πολιτικά εγκλήματα (πλην των συνθέτων), από την οποία, όμως, δεν δύναται να συναχθεί επιχείρημα εξ αντιδιαστολής, ενώ από τη διάταξη του άρθρ. 2 § 1 Σ συνάγεται μια γενική απαγόρευση επιβολής της θανατικής ποινής και επί των κοινών εγκλημάτων.
[42]. Χαρακτηριστικές οι θέσεις του Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, Ατομικές ελευθερίες, 4η έκδ. 1982, σ. 207 επ. Βλ. επίσης Ι. Μανωλεδάκη, Γενική θεωρία του Ποινικού Δικαίου, τ. Α΄, 1976, σ. 50, σημ. 25· τον ίδιο, Ερμηνεία του άρθρ. 7 του Συντάγματος, αριθ. 68, σε: Κασιμάτη/Μαυριά, Ερμηνεία του Συντάγματος, τ. Α΄, 2η έκδ. 2003· Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδ. 2012, σ. 205· Φινοκαλιώτη, Η ποινή του θανάτου, σ. 57 επ., με περαιτέρω παραπομπές.
[43]. ΠοινΧρ ΚΖ/201.
[44]. Βλ. αντίστοιχες σκέψεις και στην ΑΠ 305/1977 ΠοινΧρ ΚΖ΄ 667.
[45]. ΦΕΚ Α΄ 64/4.5.1978.
[46]. Εκτενή αποσπάσματα από την απόφαση αυτή έχουν δημοσιευθεί στα Ποινικά Χρονικά του 1975 (τόμος ΚΕ΄), σ. 671 επ., από δε τις εισαγγελικές αγορεύσεις στις σ. 684 επ. Τα πλήρη κείμενα των αγορεύσεων και των αποφάσεων ευρίσκονται στην έκδοση «Οι δίκες της Χούντας. Δίκη πρωταιτίων 21ης Απριλίου 1967», με κείμενα – σχόλια Γ. Βούλτεψη και διεύθυνση εκδόσεως Π. Ροδάκη, 1975, τ. Γ΄, σ. 1158 επ.
[47]. Για τη δίκη αυτή βλ. αναλυτικά Δημάκη, Οι μεταπολιτευτικές ποινικές διαδικασίες για εσχάτη προδοσία. Η δίκη των πρωταιτίων της χούντας και το «στιγμιαίο», στο διαδικτυακό περιοδικό e-ΠΟΛΙΤΕΙΑ, τ. 12, Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2024, σ. 365 επ. https://www. epoliteia.gr/wp-content/uploads/2024/12/%CE%91%CE %A6%CE%99%CE%95%CE%A1%CE%A9%CE%9C% CE%91-7.12.pdf
[48]. Οι μειοψηφίες δεν αφορούσαν μόνο το ζήτημα της θανατικής ποινής, αλλά και άλλα ζητήματα. Βλ. Δημάκη, e-ΠΟΛΙΤΕΙΑ, τ. 12, σ. 575. Το σχετικό έγγραφο με τις μειοψηφίες έχει δημοσιευθεί σε Γ. Βούλτεψη/Π. Ροδάκη, Οι δίκες της Χούντας, τ. Γ΄, σ. 1265. Βλ. επίσης «Τα Νέα» της 2.10.1975, σ. 16.
[49]. Την εποχή εκείνη δεν εδημοσιεύοντο τα ονόματα των μειοψηφούντων δικαστών, είναι όμως γνωστό ότι ο μειοψηφήσας ως προς το ζήτημα αυτό εφέτης ήταν ο μετέπειτα Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γ. Πλαγιαννάκος. Βλ. τις σχετικές πληροφορίες από την ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου https://eisap.gr/ istorika-stoixeia/diatelesantes-eisaggeleis-areiou-pagou/ georgios-n-plagianakos/.
[50]. Σχετικά με τον χαρακτήρα της στάσεως ως πολιτικού εγκλήματος υπήρξε αμφισβήτηση κατά τη δίκη. Ο Κ. Σταμάτης, εισαγγελεύς της έδρας μαζί με τον Σπ. Κανίνια, στην αγόρευσή του (βλ. ΠοινΧρ ΚΕ΄ 698) υπεστήριξε τη θέση ότι η στάση αποτελεί σύνθετο πολιτικό έγκλημα, εν αντιθέσει προς την εσχάτη προδοσία η οποία αποτελεί απλό (αμιγές) πολιτικό έγκλημα. Επομένως, με βάση τη ρύθμιση του άρθρ. 7 § 3 του Σ 1975, αλλά και τη ρύθμιση του άρθρ. 18 Σ 1952, δεν απηγορεύετο η επιβολή θανατικής ποινής γι’ αυτήν. Αντίθετα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου (βλ. ΠοινΧρ. ΚΕ΄ 682), η στάση δεν ήταν καν πολιτικό, αλλά στρατιωτικό έγκλημα. Σε ό,τι αφορά δε τη μειοψηφία του Γ. Πλαγιαννάκου ως προς την ποινή του θανάτου, παρ’ όλο που τούτο δεν διευκρινίζεται στο (λίαν συνοπτικό) έγγραφο των μειοψηφιών, είναι προφανές ότι κατά την άποψή του η στάση θα έπρεπε να θεωρηθεί απλό (αμιγές) πολιτικό έγκλημα, δεδομένου ότι η συνταγματική απαγόρευση επιβολής της θανατικής ποινής αφορούσε μόνο τα εγκλήματα αυτά. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα αναλυτικώς αναγραφόμενα στην ιστοσελίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ό.π.
[51]. Είχε προηγηθεί σχετική κυβερνητική ανακοίνωση την ίδια ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Πάντως, προεδρικό διάταγμα για απονομή χάριτος δεν εξεδόθη. Αντίθετα, όπως φαίνεται, εφαρμόσθηκε το άρθρ. 116 § 1 του τότε ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα (α.ν. 125/1967), το οποίο όριζε: «Η ποινή του θανάτου δεν εκτελείται, αν από του αμετακλήτου της επιβαλούσης ταύτην καταδικαστικής αποφάσεως παρήλθον τρία έτη, ότε αυτή μετατρέπεται αυτοδικαίως εις ισόβιον κάθειρξιν». Για τη μη εκτέλεση της θανατικής ποινής στη δίκη των πρωταιτίων της χούντας βλ. αναλυτικά Δημάκη, e-ΠΟΛΙΤΕΙΑ, τ. 12, σ. 591 επ.
[52]. Βλ. το Βήμα της 24.8.1975, σ. 1, και της 26.8.1975, σ. 1, 5, καθώς και την «Καθημερινή» της 24.8.1975, σ. 1, και της 26.8.1975, σ. 1.
[53]. «Το Βήμα» της 26.8.1975, σ. 5.
[54]. Βλ. το άρθρο «Επακόλουθα μιας κυρώσεως» στην Καθημερινή της 26.8.1975, σ. 7. Στο εσπευσμένο της ανακοινώσεως εστιάζει και ο Γ. Ντεγιάννης, Η δίκη, 1990, σ. 199: «Δεν ήταν λάθος η χάρη, ήταν η βιασύνη στην απονομή της».
[55]. Βλ. «Καθημερινή» της 26.8.1975, σ. 1.
[56]. Θετικά αξιολογούν τη μη εκτέλεση των θανατικών ποινών και οι Συρίγος/Χατζηβασιλείου, Μεταπολίτευση, 1974-1975, σ. 272 επ., οι οποίοι τονίζουν ότι ο Καραμανλής«δεν ήθελε να θεμελιωθεί η νεαρή δημοκρατία πάνω στο αίμα του εσωτερικού εχθρού, κάτι που είχε υποσκάψει τα προηγούμενα πολιτεύματα του 1924, 1935, 1946-52».
[57]. Οι ανωτέρω αναφερθείσες ΑΠ 753/1976 και 305/1977 αφορούν αναιρέσεις κατά αποφάσεων δικαστηρίων της ουσίας της μεταπολιτευτικής περιόδου, με τις οποίες επεβλήθη θανατική ποινή.
[58]. Βλ. κατά χρονολογική σειρά Ανδρουλάκη, σε: Η επίδρασις, 1976, σ. 5· Π. Παπαδάτο, Το πολιτικό έγκλημα σήμερα, ΝοΒ 25 (1977). 324, 327· Κατσαντώνη, Ποινικό Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Β, 1978, σ. 81 επ.· Γ.-Α. Μαγκάκη, Η θανατική ποινή και πώς θα καταργηθεί, «Το Βήμα», 16.12.1979, σ. 6.· τον ίδιο, Γ.Μ., σ. 70 επ.· Δ. Σπινέλλη, σε: Πέντε χρόνια εφαρμογής του Συντάγματος του 1975, σ. 228 επ.=ΕΕΝ 1980. 858 επ.· Ε. Αποστολόπουλου, Η ποινή του θανάτου (από κριτικής σκοπιάς), 1980, σ. 260 και passim· Κ.Δ. Σπινέλλη, Η γενική πρόληψη των εγκλημάτων, 1982, σ. 297· Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Η θανατική ποινή από εγκληματολογική σκοπιά, Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 2 1988, σ. 43 επ.· Ν. Κουράκη, Προς κατάργηση της θανατικής ποινής. Παλαιότερες εξελίξεις και σύγχρονες προοπτικές, Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 2 1988, σ. 58 επ.· Ι. Γεωργάκη (Επιμέλεια Αρ. Χαραλαμπάκη), Ποινικό Δίκαιο, Διδασκαλία, Νέα έκδοση 1991, σ. 413.
[59]. Ίσως οι τελευταίοι υποστηρικτές της διατηρήσεως της θανατικής ποινής στην ελληνική ποινική επιστήμη ήσαν οι Ηλίας Γάφος, Η ποινή του θανάτου, ΠοινΧρ ΚΖ΄ (1977). 97 επ., σ. 105 επ., και ΙωάννηςΜανωλεδάκης, Γενική θεωρία του Ποινικού Δικαίου, τ. Β΄, 1978, σ. 206 επ., 210, σύμφωνα με τον οποίο: «Ο χαρακτήρας του Έλληνα και σήμερα ακόμα δεν παρουσιάζει σοβαρή απόκκλιση από τον μεσογειακό τύπο του εκδικητικού, συναισθηματικού και ευέξαπτου ανθρώπου. Από την άποψη αυτή, η ποινή του θανάτου για τα στυγερά εγκλήματα αποτελεί δικλείδα κοινωνικής εκτονώσεως και κατά συνέπεια η κατάργησή της σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι σκόπιμη». Θετικά εξεφράζετο ακόμη ο Μανωλεδάκης, ό.π., για τη διατήρηση της θανατικής ποινής και στις περιπτώσεις της εσχάτης προδοσίας και της προδοσίας της χώρας. Στη νέα έκδοση της «Γενικής θεωρίας» του (Ποινικό Δίκαιο, Γενική θεωρία, 2004, σ. 395 επ.) ο Μανωλεδάκης αφήρεσε, πάντως, τις παραπάνω αναφορές υπέρ της διατηρήσεως της θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Αλλά και ο Ν. Παρασκευόπουλος εδέχετο το 1984 (βλ. Μαργαρίτη/Παρασκευόπουλου, Θεωρία της ποινής, σ. 57 επ.) ότι «σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο» μπορεί κάποτε να δικαιολογηθεί η ποινή του θανάτου, «τη στιγμή που η κατάργηση της θανατικής ποινής μπορεί να προκαλέσει αύξηση των ανθρωποκτονιών», τόσο από πλευράς ψυχρών δραστών, οι οποίοι δε θα φοβούνται πια, αλλά και από πλευράς αυτοδικούντων θυμάτων. «Σε τελική ανάλυση υπάρχει μια κατάσταση ανάγκης, όπου μια (περιχαρακωμένη με εγγυήσεις) ποινική θανάτωση μπορεί κάποτε να συντελέσει στην αποφυγή πολλών άλλων θανατώσεων. Το ζήτημα λοιπόν της ορθότητας της θανατικής ποινής πρέπει να μείνει ανοικτό ώστε οι επιλογές να αφορούν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο με βάση πάντοτε τους σκοπούς της ποινής». Ο Παρασκευόπουλος υποστηρίζει πάντως πια «την ορθότητα της πλήρους εγκατάλειψης της θανατικής ποινής στην Ελλάδα σήμερα», βλ. Παρασκευόπουλο/Νούσκαλη, σε: Μαργαρίτη/ Παρασκευόπουλου-Νούσκαλη, Ποινολογία, 8η έκδ. 2016, σ. 67 επ., 73.
[60]. Βλ. Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, Διακήρυξη κυβερνητικής πολιτικής, σ. 42.
[61]. Βλ. την «Καθημερινή» της 6.7.1982, σ. 1.
[62]. Βλ. «Τα Νέα» της 7.8.1982, σ. 1.
[63]. Σχετικά με τις ρυθμίσεις του άρθρ. 2 της ΕΣΔΑ για τη θανατική ποινή, καθώς και του 6ου και του 13ου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως βλ. Σ.-Η. Ακτύπη/Ι. Πρέζα, σε: Λ.-Α. Σισιλιάνου, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η έκδ. 2025, σ. 102 επ.
[64]. Βλ. την «Καθημερινή» της 3.5.1983, σ. 2.
[65]. Βλ. σχετικά με την υπογραφή του πρωτόκολλου αυτού Κ. Βουγιούκα, Η κατάργηση της ποινής του θανάτου στην Ελλάδα στα πλαίσια του έκτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕΕΕυρΔ 1983. 569 επ.
[66]. Βλ. το άρθρ. 134 § 3 ΠΚ 1950, όπως αναριθμήθηκε με το άρθρ. 2 § 3 του ν. 1366/1983.
[67]. Από τον βουλευτή Π. Σαλαμαλίκη, βλ. Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρίαση ΡΚΘ΄ της 19.5.1983, σ. 6587, ο οποίος ανάφερε ότι δεν υπάρχει λόγος να διατηρηθεί η πρόβλεψη για την ποινή του θανάτου παρά την ύπαρξη σχετικών διεθνών συμβάσεων και παρά το γεγονός ότι για την ανατροπή του πολιτεύματος προβλέπεται ισόβιος κάθειρξη.
[68]. Βλ. Πρακτικά της Βουλής, ό.π., σ. 6591.
[69]. Όπως παρατηρεί ο Αντ. Βγόντζας, Το νομοθετικό έργο του Γεώργιου-Αλέξανδρου Μαγκάκη, σε: Ποινικό Δίκαιο – Ελευθερία – Κράτος Δικαίου, Τ.Τ. για τον Γ.-Α. Μαγκάκη, 1999, σ. 15 επ., 56, σημ. 167: «Το 1983 ήταν ακόμη έντονη η ευαισθησία στο θέμα της διατήρησης της αποδοκιμασίας των πρωταιτίων της απριλιανής δικτατορίας, διαμέσου της καταδίκης τους από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Οποιαδήποτε ασάφεια είτε στο περιεχόμενο δηλώσεων κυβερνητικών παραγόντων είτε στο περιεχόμενο κάποιας διάταξης προκαλούσε έντονη ανησυχία και αναταραχή ως προς το ενδεχόμενο ευνοϊκής, υπέρ των καταδικασμένων πρωταιτίων, ερμηνείας». Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη το ελληνικό κοινό θεωρούσε ότι η ποινή του θανάτου έχει σημαντική αποτρεπτική δύναμη, βλ. τα αποτελέσματα έρευνας την οποία διεξήγαγε η Κ.Δ. Σπινέλλη, Η γενική πρόληψη των εγκλημάτων, σ. 441, 277 επ.
[70]. Διότι έπρεπε, όπως παρατηρούσε ο Φαρσεδάκης, «να ωριμάσει και στους ελληνικούς πολιτικούς κύκλους η ιδέα της κατάργησής της χωρίς να παρατηρηθούν μείζονες αντιδράσεις από οποιαδήποτε πλευρά». Βλ. Ι. Φαρσεδάκη, Η «ποινή» του θανάτου, σε: Ν. Κουράκη (Επιμ.), Αντεγκληματική πολιτική, 1994, σ. 265 επ.
[71]. Βλ. στα Πρακτικά της Βουλής τις τοποθετήσεις των βουλευτών Αντ. Σκυλλάκου, Γ.-Α. Μαγκάκη, Γ. Ανωμερίτη (συνεδρίαση της 24.11.1993), Αντ. Φούσα (συνεδρίαση της 29.11.1993),Νικ. Αθανασόπουλου, Χρ. Μαρκογιαννάκη, Φ. Στεφανοπούλου, Α. Ψαρούδα-Μπενάκη (συνεδρίαση της 2.12.1993). Αντίθετος με την κατάργηση της θανατικής ποινής εμφανίστηκε μόνο ο βουλευτής Αθανάσιος Κονταξής, κατά τη συνεδρίαση της 29.11.1993.
[72]. Βλ. την «Καθημερινή» της 19.11.1993, σ. 1.
[73]. Όπως επεσημάνθη τότε στη Βουλή, ιδίως από την Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη στις 2.12.1993, αλλά και από τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη στις 2.12.1993 και τον Αντώνιο Φούσα στις 29.11.1993, η κατάργηση της θανατικής ποινής με παράλληλη διατήρηση του άρθρ. 86 ΠΚ δημιουργούσε σοβαρό ζήτημα ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη εκείνου, ο οποίος είχε τελέσει την πράξη κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή ή ήταν επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Από την άλλη πλευρά, και η τυχόν κατάργηση του άρθρου αυτού θα δημιουργούσε ζητήματα, αφού δεν θα διεβαθμίζοντο οι ανθρωποκτονίες ανάλογα με τη βαρύτητά τους, αλλά θα ετιμωρούντο όλες, ισοπεδωτικά, με ισόβιο κάθειρξη. Πέραν αυτού, σοβαρό ζήτημα συνταγματικότητας ανέκυπτε εκ του ότι, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής, η ισόβιος κάθειρξη καθίστατο η αποκλειστικά προβλεπομένη στον νόμο ποινή για πληθώρα εγκλημάτων, με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται περιθώριο επιμετρήσεως της ποινής στον δικαστή. Το πρόβλημα αυτό επελύθη -πρόσκαιρα, όμως- με τον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019, ο οποίος προέβλεψε την ισόβιο κάθειρξη πάντοτε διαζευκτικά με την πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, ανεφύη όμως εκ νέου όταν με τον ν. 4855/2021 η ισόβιος κάθειρξη έγινε και πάλι η αποκλειστικά απειλουμένη ποινή για αρκετά εγκλήματα του Κώδικα. Τα ζητήματα, τα οποία ανέκυψαν από την κατάργηση της θανατικής ποινής με το άρθρ. 33 § 1 του ν. 2172/1993, εξέθεσε αναλυτικά ο Ν. Λίβος, Προβλήματα επιμετρήσεως της ισοβίου καθείρξεως, Υπερ 1994. 221 επ., ο οποίος (σ. 222) επεσήμανε ότι η καταργητική της ποινής του θανάτου διάταξη «διακρίνεται από την προχειρότητα που της ενέπνευσε η πολιτική σκοπιμότητα της στιγμής και από την επιπολαιότητα που χαρακτηρίζει σχεδόν όλες, δυστυχώς, τις νομοθετικές επεμβάσεις των τελευταίων ετών στον Ποινικό μας Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
[74]. Όπως προστίθεται στην Αιτιολογική Έκθεση: «Η ρύθμιση είναι σύμφωνη τόσο με το άρθρο 33 του ν. 2172/ 1993, όσο και με το έκτο πρωτόκολλο της Συμβάσεως της Ρώμης, το οποίο, μολονότι δεν έχει ακόμη κυρωθεί στη χώρα μας, εν τούτοις λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή, γιατί εκφράζει τις σύγχρονες ηθικές και φιλοσοφικοπολιτικές αντιλήψεις των Ευρωπαϊκών δημοκρατικών χωρών επί του ζητήματος αυτού».
[75]. Βλ. σχετικώς Ε. Γιαρένη, Κύρωση του 13ου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, ΠοινΔικ 2005. 7 επ., 8, σημ. 7.
[76]. Βλ. Γιαρένη, ό.π.