Α. Π. Αργυρού: Η αστική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνο συμπεριφορά των οργάνων του και ιδίως των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας (Επισκόπηση νομολογίας αποζημιώσεως 104-106 ΕισΝΑΚ)

73
2025
04

 

Η αστική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνο συμπεριφορά 

των οργάνων του1 και ιδίως των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας

(Επισκόπηση νομολογίας αποζημιώσεως 104-106 ΕισΝΑΚ)

Αντώνη Π. Αργυρού

Δικηγόρου

«Η άμυνα του πολίτη» 

«Στη Δημοκρατία ουδείς, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα, 

δικαιούται να είναι ανέλεγκτος»

 

 

I. Εισαγωγικά: H αστική ευθύνη του Δημοσίου αποτελεί έναν από τους βασικούς επανορθωτικούς θεσμούς του Δικαίου για την τήρηση της αρχής της νομιμότητος[1]

 

Προ της εισαγωγής του Αστικού Κώδικα (ΑΚ)  και του Εισαγωγικού Νόμου(ΕισΝΑΚ)[2]  η ευθύνη του Κράτους[3] από παράνοιες ενέργειες των οργάνων του δεν είχε ρυθμισθεί νομοθετικά[4]. Η νομολογία, με την ιστορική απόφαση 11/1858 του Αρείου Πάγου, έθεσε τα θεμέλια για την   καθιέρωση της αστικής ευθύνης του ∆ημοσίου, όπως και η ΑΠ 315/1893. Η περιορισμένη αστική ευθύνη βασίζονταν κυρίως στις αρχές της πρόστησης (ΑΠ 292/1892). Αξίζει να αναφέρουμε την ΑΠ 169/1925 περί του ανευθύνου του Κράτους[5].

 Μετά τη εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) και του Εισαγωγικού Νόμου (ΕισΝΑΚ το νομικό έρεισμα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου[6] των ΟΤΑ και ν.π.δ.δ. εδράζεται: 1) Στα άρθρα 104, 105, 106 ΕισΝΑΚ[7] και σύμφωνα με τη νομολογία:2) Στα άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος και στοιχειοθετείται για: α) παράνομες πράξεις (ΣτΕ 980/2002[8]) ή νόμιμες πράξεις (ΣτΕ 5504/ 2012) ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας(ΣτΕ 1181/2023), όπως τα όργανα του κράτους διακρίνονται κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος: 1. H νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

2. H εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση.

3. H δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.

β) από ζημίες που προκαλούν οι δημόσιες αρχές σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας (άρθρο 105 ΕισΝ ΑΚ) γ) την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου (ΣτΕ 624/2024). Θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου είναι και τα άρθρα 4 § 5 όπως και 20 § 1 του Συντάγματος, εισήχθησαν για την προστασία των πολιτών από την αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων, αποτελούν άμυνα του πολίτη και ασπίδα προστασίας, παράλληλα έναν από τους βασικούς επανορθωτικούς θεσμούς του δικαίου. Το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν άνευ αποκαταστάσεως ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες κρατικού οργάνου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ν.π.δ.δ.). (Βλ. ΣτΕ 1607/2016, 3783/2014 Επταμ., πρβλ.1501/2014 Ολ. ΣτΕ 2527/2019).

 

ΙΙ. Η θεσμική κατοχύρωση του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του δημοσίου

 

Α.Έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου:

 

1. Ο θεσμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, αποτελεί θεμέλιο της Αρχής της Νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου (ΣτΕ 95/2017). Η έννοια του Κράτους Δικαίου συνίσταται στην πραγμάτωση του δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου[9] και του σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 § 1 Συντάγματος). Σύμφωνα με το άρθρο 25 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση αυτού με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή της. (Άρειος Πάγος 5/ 2013).

2. Γενικό κανονιστικό πλαίσιο για την ίδρυση αστικής ευθύνης του Δημοσίου: Η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου, θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 104-106 ΕισΝΑΚ και έρχεται να θεραπεύσει, ως επανορθωτικός μηχανισμός, σε σημαντικό βαθμό τις βλάβες που μπορεί να προκληθούν από τα Όργανα του Κράτους[10]: α) από παράνομες πράξεις (ΣτΕ 980/ 2001) και την παραβίαση της Αρχής της Νομιμότητας και της αποκαταστάσεως του Κράτους Δικαίου[11].

Παράνομη θεωρείται εκείνη η πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια, η οποία αντιβαίνει στην αρχή του κράτους δικαίου και στην αρχή της νομιμότητας. Ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται από τις πάσης φύσεως διοικητικές πράξεις, εκτελεστές και μη, και από την εν γένει συμπεριφορά της δημόσιας υπηρεσίας και από τις κάθε είδους πράξεις, παραλείψεις, ενέργειές της και τις παραλείψεις του άρθρου 45 § 4 του π.δ. 18/1989.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου ΑΚ, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση παράνομης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από την παράνομη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον αυτές συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Η δε παρανομία στοιχειοθετείται όχι μόνο όταν παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα ή υποχρεώσεις που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, καθώς και εκείνα που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (βλ. ΣτΕ 347/2025,2195/2024, 764/2021, 1909/2020, 1704/2019, 1819/2018, 2838/2017 κ.ά.). Τουναντίον, το πταίσμα του οργάνου του Δημοσίου δεν συνιστά προϋπόθεση για την κατάφαση της ευθύνης (βλ. ΣτΕ 764/ 2021, 1909/2020, 1704/2019, 2838/2017 κ.ά.)

3. Η διευρυμένη Νομολογιακή και θεωρητική αντίληψη από ζημιογόνες πράξεις όχι μόνο παράνομες, αλλά και νόμιμες[12](ΣτΕ 1361/2025[13], 5504/2012, 1942/2020), όπως προέκυψε από την συμπλήρωση του νομικού καθεστώτος της αστικής ευθύνης του δημοσίου με την ιστορική απόφαση 1501/2014 του ΣτΕ[14], και με την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος)[15].

Η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών    επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία (ΟλΣτΕ 1400/2022, 1360-1361/2021 Ολ., 905/ 2022 7μ., 622/2021).Από την διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος συνάγεται ευθέως ότι δύναται να ανακύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση και ζημίας, την οποία υφίσταται κάποιος από νόμιμη, κατ’ αρχήν, ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου (βλ. ΣτΕ 3783/ 2014). Η διάταξη αυτή επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, που υφίσταται κάποιος χάριν του δημοσίου συμφέροντος, εφ’ όσον η ζημία αυτή είναι μη αναμενόμενη, πέραν της συνήθους και υπερβαίνει τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος[16].

 

Β. Έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 104 ΕισΝΑΚ: «Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα».

Ακόμη και όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια, πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια που εκδηλώθηκε στο πλαίσιο εννόμου σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου ή συνδέεται με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συντελέσθηκε μέσα στα πλαίσια ή έχει ως υπόβαθρο τέτοια σύμβαση, όπως μια σύμβαση έργου, η ευθύνη για την αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θεμελιώνεται στα άρθρα 104 και 105 ΕισΝΑΚ και οι εντεύθεν διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 7/2014, ΑΕΔ 3/2004, AΠ 347/2014, ΑΠ 1175/2014, ΑΠ 1607/2012, ΑΠ 59/2017). 

 

ΙΙΙ. Η θεμελίωση της αστικής ευθύνης.

 

1. Η συνταγματική θεμελίωση της Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου

 

1.1. Το Σύνταγμα του 1975 αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως υπέρτατη αξία, χάριν της οποίας υφίσταται και οργανώνεται η έννομη τάξη, θεσπίζει δε τα επί μέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα για τη διασφάλιση της επί ίσοις όροις ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας εκάστου και την απόλαυση των εννόμων αγαθών που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών[17]. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου[18] και την αρχή της νομιμότητας[19]. Είναι η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου ένας επανορθωτικός μηχανισμός με τον οποίο παρέχεται κατά το Σύνταγμα και την ΕΔΔΑ πλήρης και αποτελεσματική δικαστική προστασία, η οποία δεν επιτρέπεται να περιορίζεται με οποιοδήποτε τρόπο ή μέθοδο. Σε κάθε περίπτωση μπορούν να ελεγχθούν παρεμπιπτόντως δικαστικά[20] στην δίκη αποζημιώσεως του άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ ακόμη και μια σειρά ενέργειες και πράξεις της διοικήσεως οι οποίες εκφεύγουν της δυνατότητος αιτήσεως ακυρώσεως, (όπως ενδεικτικά οι κυβερνητικές πράξεις[21] (βλ. ΣτΕ 270/2025, 943/ 2023, 1942/2020,3669/2006) ή στις περιπτώσεις της μη παροχής αδείας διώξεως των άρθρων 86, 62 Συντάγματος (Βλ. ΕΔΔΑ της 20.12. 2022, Μπακογιάννη κατά Ελλάδας: (προσφ. υπ’ αριθ. 31012/2019) και Τσαλκιτζής κατά Ελλάδος της 16ης Νοεμβρίου 2006 (προσφυγή 11801/04), «ΕΔΔΑ Συγγελίδης κατά Ελλάδος» (προσφυγή αριθ. 24895/07). Σημειώνεται ότι με την 1361/ 2025 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, «εκδοθείσα επί αίτησης αναιρέσεως κατά απόφασης η οποία εκδόθηκε επί διαφοράς που ανέκυψε από άσκηση αγωγής αποζημίωσης για αποκατάσταση ζημίας φερόμενης ως προκληθείσας από την άρνηση του Υπ. Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού Δημοσίου κατ’ εφαρμογή του άρθρ. 923 ΚΠολΔ, αφού επαναλήφθηκε η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία α) η κατ’ ενάσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας του Υπουργού εκδιδόμενη πράξη δεν αφορά στην επίλυση διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, από την προσβολή δε αυτής προκαλείται κατ’ αρχήν διαφορά διοικητικού δικαίου και β) οι πράξεις με τις οποίες, κατ’ επίκληση της εν λόγω διάταξης του άρθρ. 923 ΚΠολΔ, ενεργείται από τον Υπ. Δικαιοσύνης στάθμιση των επιπτώσεων στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας[22], ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, έχουν τον χαρακτήρα κυβερνητικής πράξης κατ’ άρθρ. 45 § 5 του π.δ. 18/ 1989, που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του  άρθρ. 4 § 5 Σ, εφόσον έχει υποστεί βλάβη: α) ιδιαίτερη, με την έννοια ότι προκαλείται μόνο σε αυτόν και όχι στο σύνολο ή σε ευρύτερη κατηγορία πολιτών και β) σπουδαία, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό, που να υπερβαίνει τα όρια τα οποία είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει το άρθρ. 923 ΚΠολΔ και ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού Δημοσίου στις ομαλές σχέσεις της Χώρας με το κατά περίπτωση κράτος. Η σπουδαιότητα δε της βλάβης προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης»[23]

1.2.-Η αποζημίωση στο Σύνταγμα:

Η υποχρέωση αποζημιώσεως του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δεν περιλαμβάνεται σε καμιά συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος[24]. Το Σύνταγμα όμως με ειδικές διατάξεις του προβλέπει την αποζημιώση για συγκεκριμένα ζητήματα:

α.- Στο άρθρο 7 § 4 Συντάγματος, « Nόμoς ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία.» Όπως κρίθηκε στην  132/2024 ΕφΑιγ (Μον.) (ΝΟΜΟΣ): «… περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικά αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από  το  άρθρο 7 § 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών (άρθρα 94, 95 και 96) ότι αρμόδιο Δικαστήριο για την διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το Ποινικό Δικαστήριο (ή Δικαστικό Συμβούλιο), που αθώωσε ή απάλλαξε, ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε Πολιτικά Δικαστήρια είναι αρμόδια, μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις που το Ποινικό Δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης, ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Και τούτο διότι, ο Ποινικός Δικαστής, ο οποίος έχει πλήρη γνώση της διεξαχθείσας ενώπιον του ποινικής διαδικασίας, εκτιμώντας τις συνθήκες και όλες τις προσκομισθείσες αποδείξεις, είναι ο πλέον κατάλληλος για να αποφανθεί για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση (Βλ. ΑΠ 366/2013 ΧρΙδΔ 2013. 589, ΑΠ 918/2008 ΝοΒ 56. 2402)». 

β. Στο άρθρο 6 §§ 1 έως 3 του Συντάγματος για παραβίαση των όρων που αφορούν την Προσωπική ασφάλεια, προφυλάκιση ορίζεται: «1. Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα  αυτόφωρα εγκλήματα» «3. Όταν περάσει άπρακτη καθεμία από τις δύο αυτές προθεσμίες, κάθε δεσμοφύλακας ή άλλος, είτε πολιτικός υπάλληλος είτε στρατιωτικός, στον οποίο έχει ανατεθεί η κράτηση εκείνου που έχει συλληφθεί, οφείλει να τον απολύσει αμέσως. Οι παραβάτες τιμωρούνται για παράνομη κατακράτηση και υποχρεούνται να επανορθώσουν κάθε ζημία που έγινε στον παθόντα και να τον ικανοποιήσουν για ηθική βλάβη με χρηματικό ποσό, όπως νόμος ορίζει». (Βλ. ΔΠρΑθ 8512/ 2005, ΔΕφΘ 79/2024, ΔΕφΑθ 3659/2023, ΔΕφΑθ 543/2023, ΣτΕ 28/2025, ΣτΕ 1109/2022).

γ.- Στο άρθρο 95 § 5 Συντάγματος: Προβλέπεται η ευθύνη οργάνων Διοίκησης για μη συμμόρφωση προς δικαστικές  αποφάσεις[25].

δ.- Στο άρθρο 99 Συντάγματος[26]: Προβλέπεται η προσωπική ευθύνη των οργάνων δικαστικής εξουσίας[27] και το δικαίωμα αποζημιώσεως σε όποιον έχει υποστεί ζημία από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη δικαστή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, μέσω της αγωγής κακοδικίας. (Βλ. ΔΑΚ 7/2007[28], ΔΑΚ 9/2021). 

ε.- Το άρθρο 17 Συντάγματος αφορά την προστασία της ιδιοκτησίας και τις απαλλοτριώσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η ιδιοκτησία προστατεύεται από το κράτος, αλλά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν μπορούν να ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος. Επίσης, κανένας δεν μπορεί να στερηθεί την ιδιοκτησία του, εκτός αν αυτό γίνεται για δημόσια ωφέλεια, όπως ορίζει ο νόμος, όπως και η καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, που να ανταποκρίνεται στην αξία και οι συνέπειες της μη καταβολής. (Βλ. ΑΠ 110/2025, ΑΠ 170/2025, ΑΠ 374/2025, ΣτΕ 582/2025, ΣτΕ 276/2025, ΣτΕ 1799/2024).

στ. Το άρθρο 18 Συντάγματος: Αναφέρεται στην προστασία της ιδιοκτησίας, σε ειδικές περιπτώσεις, και την επίταξη και η υποχρέωση αποζημιώσεως και λοιπές ρυθμίσεις προστασίας.  (Βλ. ΑΠ 420/2018, ΣτΕ 358/2024, ΣτΕ 130/ 2024).

ζ. Το άρθρο 24 Συντάγματος: Αφορά την προστασία του περιβάλλοντος[29] και του πολιτισμού[30]. (Βλ. ΣτΕ 1569/2005 Ολ., ΣτΕ 1969/2024, ΟλΣτΕ 4498/1998, ΟλΣτΕ 3478/2000, εκτροπή ποταμού Αχελώου, ΣτΕ 1421/2013, ΟλΣτΕ 2153/2015, Γήπεδο ΑΕΚ, ΣτΕ 3341/2013 (Ολ.), ΟλΣτΕ 2281/1992, ΣτΕ 101/2018 5μ., Ολ. ΣτΕ 2274/2000.) 

(1) Σύμφωνα με την 1731/2006 απόφαση του Γ΄ Τμ. του ΑΠ, η παράνομη παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του παρεμποδιζομένου, η οποία παρέχει σε αυτόν τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ αξιώσεις για άρση της προσβολής και παύση αυτής στο μέλλον.

(2)Με την απόφαση ΣτΕ 1611/2006 κρίθηκε  το δικαίωμα Αποζημίωσης για τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην ιδιοκτησία του λόγω του καθορισμού με προεδρικό. Διάταγμα Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου. 

(3) Με την απόφαση 533/2023 ΔΕφΑθ κρίθηκε ότι: Σε περίπτωση απαγόρευσης ανέγερσης κατοικίας σε ακίνητο, λόγω θέσπισης περιορισμών στη δόμηση, υφίσταται υποχρέωση του Δημοσίου για αποζημίωση εάν το επιβαλλόμενο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα την ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, η οποία υπερβαίνει το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης που δικαιούται να αξιώνει το κράτος από τους πολίτες. 

(4) Με την Απόφαση ΣτΕ 1113/2022,  που αφορά την προστασία του  περιβάλλοντος, κρίθηκε ότι  η τυχόν ουσιώδης στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας σε σχέση με τον προορισμό της ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δικαιούται να ασκήσει ευθεία αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του.

(5) Με την απόφαση ΣτΕ 166/2021 που αφορά την προστασία του  περιβάλλοντος. η Αίτηση ακύρωσης του από 17.9.2018 π.δ. για τον χαρακτηρισμό του Κυπαρισσιακού Κόλπου και της ευρύτερης περιοχής του ως «Περιοχής Προστασίας της Φύσης» απορρίφθηκε και κρίθηκε: «… η τυχόν ουσιώδης στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας σε σχέση με τον κατά τα προεκτεθέντα προορισμό της, σε περίπτωση που το επιβαλλόμενο στην ιδιοκτησία βάρος υπερβαίνει το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης που δικαιούται να αξιώνει το Κράτος, δεν καθιστά μη νόμιμο το χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης ως περιοχής προστασίας και την επιβολή περιοριστικών μέτρων, αλλά μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών, η οποία ερείδεται στο άρθρο 22 του ν. 1650/1986 (βλ. σκ. 4) και κρίνεται από το δικαστή της αποζημίωση …».

Η επιβολή περιορισμών ως προς τη χρήση ακινήτων, μέχρι την έκδοση του προβλεπόμενου στο άρθρο 21 § 4 του ν. 1650/1982 π.δ., ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δικαιούται να ασκήσει ευθεία αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. 

(6) Η σύμβαση Aarhus ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 3422/2005 (ΦΕΚ 303/Α΄/13.12.2005) με στόχο να συμβάλλει στην προστασία του δικαιώματος κάθε ανθρώπου, είτε ανήκει στις παρούσες είτε στις μελλοντικές γενεές, να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευεξία του.

 

1.3. Συνταγματικό έρεισμα της αστικής ευθύνης του κράτους αποτελεί: 

α) το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, το οποίο θεσπίζει την ισότητα των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών. 

Το ΣτΕ με την ιστορική απόφασή του 1501/ 2014[31] έκρινε: «… το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία».

Η απόφαση ΟλΣτΕ 1501/2014, αναγνωρίζει ως συνταγματικό έρεισμα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από νόμιμες πράξεις των οργάνων του, την διάταξη της § 5 του άρθρου 4 Συντάγματος, όπως έκριναν μεταξύ άλλων και οι αποφάσεις: Βλ. ΣτΕ 622/2021[32], 3783/2014[33] και 980/2002[34].

β) Η αστική ευθύνη του Δημοσίου, ερείδεται στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας που εισάγει το άρθρο 20 § 1 Συντάγματος (Βλ. ΣτΕ 980/2002) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) στο άρθρο 6 το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης. 

Ο κανόνας του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, περί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας[35] είναι παράλληλα εφαρμοζόμενος με την διάταξη του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/ 1974 (Α΄ 256), στις οποίες η δικαστική προστασία, δύναται να θεμελιώνει την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του και των τριών λειτουργιών που προκαλούν βλάβη. 

 Το άρθρο 20 § 1 Συντάγματος[36] σε συνδυασμό με την αρχή του κράτους δικαίου και την αρχή της νομιμότητας, δεν παρέχει μόνον τη δυνατότητα και το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής, αλλά και την έννομη προστασία του πολίτη για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του. Κατά τον καθηγητή Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011, αριθ. περ. 212, το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος αποτελεί συμπληρωματικό έρεισμα της εξωσυμβατικής ευθύνης (βλ. 1139/2013 ΣτΕ).

γ) Η αστική ευθύνη του Δημοσίου, βρίσκει έρεισμα και στην υποχρέωση αλληλεγγύης των Ελλήνων πολιτών[37], βάσει του άρθρου 25 § 4 Συντάγματος: «4. To Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης»[38]. Κρίθηκε με την 622/2021 απόφαση του ΣτΕ[39]: «…σε περίπτωση που, συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νομίμου, κατά τα ανωτέρω, πραγματοποιήσεως εμβολιασμού, επέλθει ευθέως βλάβη της υγείας προσώπου, δηλαδή βλάβη μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη (όπως π.χ. χορήγηση ελαττωματικού ή ακατάλληλου σκευάσματος ή πλημμέλειες κατά την διενέργεια του εμβολιασμού), ανακύπτει, κατά τα προεκτεθέντα (σκ. 10), ευθέως εκ του άρθρου 4 § 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος υπό την έννοια της αποκαταστάσεως τόσο της τυχόν υλικής όσον και, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, της ηθικής βλάβης του». Κρίθηκε με την απόφαση 1400/ 2022 ΟλΣτΕ: «… τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από την διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για τη διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στην διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα υγείας, η μέριμνα για τη διατήρηση του οποίου στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και για την απρόσκοπτη λειτουργία του αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους. Εξάλλου, σε περίπτωση τυχόν εμφάνισης σοβαρής βλάβης της υγείας προσώπου συνεπεία πραγματοποίησης του εμβολιασμού ανακύπτει εκ του άρθρου 4 § 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος ευθύνη του Κράτους προς αποζημίωση του παθόντος (πρβλ. ΟλΣτΕ 1501/2014). Τούτο, διότι στις περιπτώσεις αυτές η προκαλούμενη από τον εμβολιασμό βλάβη υπερβαίνει για τον παθόντα το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται να αξιώνει το Κράτος χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (πρβλ. ΣτΕ 622/2021)».

 Όπως κρίθηκε με την 540/2025 απόφαση ΣτΕ : «από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 5 και 21 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της προλήψεως των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους εξ άλλου παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του (ΟλΣτΕ 2135-7/2023, 1764/2023, 1681/2022, 1400/ 2022 κ.ά.).»

δ) Η συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις:

Η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις[40] συνιστά θεμελιώδη πτυχή και έκφραση της αρχής του κράτους δικαίου και αποτελεί Συνταγματική επιταγή (άρθρο 95 § 5 του Συντάγματος): Κρίθηκε με την 4/2018 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι: «από το συνδυασμό των άρθρων 95 § 5 του Συντάγματος και 3 § 1 του ν. 3068/2002, συνάγεται ότι η διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο την νομοθετική πράξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από τις πράξεις αυτές, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις σχετικές στο μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η κριθείσα αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική πράξη ή η ακυρωθείσα διοικητική πράξη. Το ειδικότερο, εξ άλλου, περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακυρώσεως, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσης πράξεως, καθώς και από τα επιτασσόμενα από την ακυρωτική απόφαση. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι η συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι μετά την δημοσίευση της αποφάσεως η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της  διατάξεως  του άρθρου 95 § 5 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1995, 1518/2014, 2559/2011, 677/2010, 2557/2006, 3191/2005 και 21/ 2008, 43/2010 αποφάσεις του Συμβουλίου άρθρου 2 ν. 3068/2002).». Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3068/2002, η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο νόμο ή η προτροπή σε μη εκπλήρωση συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα για κάθε αρμόδιο υπάλληλο, η δε άσκηση κατά το άρθρο αυτό πειθαρχικής δίωξης, προκαλείται και με τη διαβίβαση στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο των σχετικών στοιχείων από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου του προαναφερθέντος νόμου. Οι παραβάτες, εκτός από την δίωξη του άρθρου 259 ΠΚ (παράβαση καθήκοντος) υπέχουν και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση. 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) αποφάνθηκε «Υπόθεση Horns­by κατά Ελλάδας» ότι «η αποτελεσματική προστασία ενός μέρους ειδικά σε διοικητικές δίκες και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις». Αποτελεί υποχρέωση της Διοικήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 § 4 και 95 § 5 του Συντάγματος σε συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει και έτσι η εκτέλεση μίας δικαστικής απόφασης πρέπει να θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος της «δίκης» για τους σκοπούς του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (Βλ. ΟλΣτΕ 689/2019, ΣτΕ 33/2016, 13/2015 (Ολ.), 8/2016, 37/2015, 33/2015 (Ολ.), 23/2015. (Αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου ν. 3068/02). Βλ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την με αριθμό 13571/ 2018, 17ο Τμήμα).Το ζήτημα αυτό αντιμετώπισε με την, καταδικαστική για την Ελληνική Δημοκρατία, απόφαση 23.5.2019 «Σινέ Τσαγκαράκης κατά Ελλάδας 17257/13»[41], το Δικαστήριο του Στρασ­βούργου. 

Γεννάται δικαίωμα αποζημιώσεως από μη συμμόρφωση της Διοικήσεως σε δικαστική απόφαση (βλ. αποφάσεις συμβουλίου συμμόρφωσης ΣτΕ Ζ15/2021[42], Ζ14/2021[43]).

Οπωσδήποτε η επίδραση της νομολογίας του ΕΔΔΑ στα ελληνικά δικαστήρια είναι σημαντική[44], με οδηγό το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, η υπερνομοθετική ισχύς της ΕΣΔΑ δεν αμφισβητείται. Το ΕΔΔΑ με την απόφαση 21.12. 2010 του ΕΔΔΑ στην υπόθεση «Αθανασίου & λοιποί κατά Ελλάδας» διαπίστωσε το συστημικό πρόβλημα βραδύτατης απονομής της δικαιοσύνης[45] (άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ). Η Πολιτεία θέσπισε τον ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» (ΦΕΚ Α' 51/12.03.2012)[46], χωρίς να επιτύχει θεαματικά αποτελέσματα. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Βερβέλη κατά Ελλάδας της 26.08. 2025 (αριθ. προσφ. 34012/20) έκρινε ότι το ισχύον ένδικο μέσο για αποζημίωση λόγω παραβίασης της εύλογης διάρκειας που είχε θεσμοθετηθεί με το ν. 4239/2014 δεν ήταν αποτελεσματικό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση (18 έτη, 9 μήνες και 18 ημέρες σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας) Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης υπό την ειδικότερη έκφανση της παραβίασης της εύλογης διάρκειας  των  διαδικασιών  (άρθρο 6 § 1) και του δικαιώματος αποτελεσματικής έννομης προστασίας (άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε για ηθική βλάβη 11.000 ευρώ και τα δικαστικά έξοδα.

Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση ΕΔΔΑ «Τσιώλης κατά Ελλάδας (19.11. 2024)»: έθεσε πρόσφατα ότι το ζήτημα της νομολογιακής τακτικής του ΣτΕ στις προϋποθέσεις παραδεκτού στις αναιρέσεις, παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και με την απόφαση «Υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας» (No. 3) (57246/21), που αφορά το ζήτημα της ευθύνης αποζημίωσης του Δημοσίου από νόμιμες πράξεις και από ζημιογόνες ενέργειες των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας λόγω πρόδηλου σφάλματος κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 105-106 ΕισΝΑΚ ή κατ’ επίκληση της διάταξης του άρθρου 4 § 5 Συντάγματος(ΣτΕ 1501/2014). Με την απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ, απεφάνθη ότι η κρίση της 800/2021 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ως καταλυτικό αποτέλεσμα την αδυναμία ασκήσεως οποιουδήποτε δικαστικού ελέγχου, ως προς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία για παραβιάσεις του εθνικού δικαίου. Oι ανωτέρω αποφάσεις του ΣτΕ εγείρουν αναμφισβήτητα ζητήματα[47] που σε κάθε περίπτωση το ιδιο το ΣτΕ, με την κρίση του επί της Αιτήσεως Επαναλήψεως διαδικασίας του άρθρου 69α του π.δ 18/1989[48]  αλλά και ο κοινός[49] και ακόμη και ο συνταγματικός υποχρεούται να επιλύσει, εν όψει του άρθρου 46 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)[50]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προσεχώς σε επικείμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, όπως συνέβη στο παρελθόν, ενδεικτικά : Ι.- Στην Συνταγματική αναθεώρηση του 2001, (Ψήφισμα της 17ης Απριλίου 2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων) λόγω της απόφασης ΕΔΔΑ HORΝSBY (18357/91) τροποποιήθηκε το άρθρο 95 Συντάγματος και θεσπίστηκε η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις και στη συνέχεια ο νόμος 3068/2002 που πρόβλεψε τη δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της ιδιωτικής περιουσίας  του Δημοσίου (άρθρο  94 § 4, εδ. γ Συντάγματος). ΙΙ. Κατόπιν της απόφασης Θλιμμένος κατά Ελλάδας (34369/97), προστέθηκε ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 4 Συντάγματος, για να δοθεί η δυνατότητα εναλλακτικής θητείας στους αντιρρησίες συνείδησης (Παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ).ΙΙΙ Λόγω της απόφασης Τσίρλης και Κουλουμπάς κ.λπ. (19233/91), τροποποιήθηκε η διάταξη του Άρθρου 93 § 3 Συντάγματος, επειδή η καταδικαστική απόφαση του ΑΠ δεν έλαβε υπόψη πάγια νομολογία ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πιστοί γνωστής θρησκείας. ΙV.- Στην Συνταγματική αναθεώρηση του 2008 (Ψήφισμα της 27ης Μαΐου 2008 της Η’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων) λόγω της απόφασης «ΕΔΔΑ Λυκουρέζου» (33554/03)τροποποιήθηκε το άρθρο 57 Συντάγματος, ώστε να καταργηθεί το απόλυτο ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητας.

V-1.- Στην Συνταγματική αναθεώρηση του 2019 (Ψήφισμα της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 187/Α’/28.11.2019) τροποποιήθηκε το σχετικό άρθρο 86 για την ασυλία των Βουλευτών, ενώ είναι προφανές ότι η χώρα πρέπει να λάβει μέτρα μετά την απόφαση του «ΕΔΔΑ, Μπακογιάννη κατά Ελλάδος» της 20.12.2022 (αριθ. προσφ. 31012/19) για την άρνηση ελληνικού κοινοβουλίου να άρει ασυλία υπουργού για άσκηση ποινικής δίωξης για συκοφαντική δυσφήμηση γνωστής βουλευτού.

2.- Κρίθηκε ότι η παραβίαση δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο αποτελεί παράβαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Και έτσι  δημιουργείται νομολογιακό προηγούμενο σε ό,τι αφορά τα όρια επίκλησης της βουλευτικής ασυλίας όταν επίμαχες δραστηριότητες δεν εντάσσονται στο στενό πλαίσιο του βουλευτικού ή υπουργικού ρόλου(Βλ. «ΕΔΔΑ Συγγελίδης κατά Ελλάδος». (Προσφυγή αριθ. 24895/07).

 

2. Η θεμελίωση της Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου στην ΕΣΔΑ

 

1. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου θεμελιώνεται στην παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «παν πρόσωπο έχει το δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης». Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ως μία από τις εκφάνσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, αναφέρεται στις θεσμικές και δικονομικές εγγυήσεις στο πλαίσιο της ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα[51], η ισότητα των δικονομικών όπλων μεταξύ των διαδίκων και το δικαίωμα σιωπής του κατηγορούμενου αποτελούν δυο σημαντικές δικονομικές εγγυήσεις. Κάθε άτομο φέρει, λοιπόν, το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη είτε σε υποθέσεις αστικής είτε ποινικής φύσεως, με σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, αντικειμενικότητα και αμεροληψία της έδρας. Η αποδεικτική διαδικασία θα πρέπει να διέπεται από κανόνες που να εξασφαλίζουν την ομαλή εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, ενισχύοντας την αποτελεσματική προστασία των πολιτών ενώπιον των δικαστικών αρχών. Στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ απαγορεύονται οι διακρίσεις ως προς την απόλαυση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το άρθρο αυτό δεν λειτουργεί αυτόνομα, παρά μόνο σε συνδυασμό προς κάποια άλλη ουσιαστική διάταξη της ΕΣΔΑ. Η αρχή της ισότητας των διαδίκων αλλά και της εντεύθεν «ισότητας των όπλων» μαζί με την αρχή του φυσικού δικαστή και το δικαίωμα ακροάσεως αποτελούν τις απαράβατες προϋποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η «δίκαιη δίκη» του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με την οποία: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου …». Όπως έχει ερμηνευθεί η διάταξη η έννοια του όρου «δικαίως» δεν αναφέρεται στην ορθότητα της αποφάσεως, αλλά στην έγκαιρη, ουσιαστική και αδιάβλητη υπό δικονομικές εγγυήσεις, διεξαγωγή της δίκης. Με την πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) στο Στρασβούργο: 1) Υπόθεση «Τσιώλη κατά Ελλάδας» (Αpplication no. 51774/17) με την απόφαση του ΕΔΔΑ  κατέστη σαφές ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, καθώς ενέμεινε στην τυπική προϋπόθεση παραδεκτού του ν. 3900/2010 για την αίτηση ακύρωσης. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι συχνά η τυπολατρία «τραυματίζει» την ουσία μιας υπόθεσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα ότι η καθυστέρηση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης ενώπιον του ΣτΕ υπολογίζεται σε 1239 ημέρες! 

2Υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (Νο. 3), απόφαση της 4ης Ιουνίου 2024 του Τρίτου Τμήματος Προσφυγή Νο 57246/21 (Βλ. αναλυτικά στο οικείο τμήμα του παρόντος) το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.860 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα. Το ζήτημα εκκρεμεί με Αίτηση Επαναλήψεως διαδικασίας του άρθρου 69Α του π.δ. 18/1989 ενώπιον του ΣτΕ. συνιστά έκτακτο ένδικο μέσο, με το οποίο επιδιώκεται η εξαφάνιση της αμετάκλητης δικαστικής από­φασης 800/2021 ΣτΕ, προκειμένου να καταστεί εκκρεμές και να κριθεί εκ νέου το ένδικο βοήθημα ή μέσο που απορρίφθηκε με την απόφαση αυτή. (Βλ ΣτΕ 680/2017,993/2024).

3. Στην απόφαση ΕΔΔΑ Βερβέλη κατά Ελλάδας της 26.08.2025 (αριθ. προσφ. 34012/20) κρίθηκε ότι: Η διαδικασία αποζημίωσης που έχει θεσπιστεί για παραβίαση εύλογης διάρκειας δεν παρέχει αποτελεσματική έννομη προστασία. Προσφυγή χωρίς να ασκηθεί αγωγή στα ελληνικά δικαστήρια! Καταδίκη Ελλάδας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ισχύον ένδικο μέσο για αποζημίωση λόγω παραβίασης της εύλογης διάρκειας που είχε θεσμοθετηθεί με το ν. 4239/2014 δεν ήταν αποτελεσματικό, καθώς δεν επέτρεπε στα ελληνικά δικαστήρια να εξετάσουν τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας αλλά μόνον την εύλογη διάρκεια κατά επίπεδο δικαιοδοσίας και ότι η ερμηνεία των κριτηρίων για την εκτίμηση του τι συνιστά «εύλογο» χρονικό διάστημα και για την απονομή δίκαιης ικανοποίησης δεν ήταν σύμφωνη με τα πρότυπα που έχουν καθοριστεί στη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση (18 έτη, 9 μήνες και 18 ημέρες σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας) ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση που δεν μπορούσε να αποδοθεί στις αρχές, ήταν υπερβολική. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης υπό την ειδικότερη έκφανση της παραβίασης της εύλογης διάρκειας των διαδικασιών (άρθρο 6 § 1) και του δικαιώματος αποτελεσματικής έννομης προστασίας (άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε για ηθική βλάβη 11.000 ευρώ και τα δικαστικά έξοδα.

2. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου θεμελιώνεται περαιτέρω στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ. (Βλ. ΣτΕ  Ολομ.334/2025, 148/2024, 2318, 2220/2018 κ.ά.)

Αντικείμενο του δικαιώματος αυτού είναι η περιουσία, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, είναι έννοια αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις αντίστοιχες στο εσωτερικό των Κρατών[52]. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) προσδίδει περιεχόμενο, ερμηνεύει και εφαρμόζει τον όρο «περιουσία», σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, χωρίς να προσκολλάται στο νόημα που αυτός μπορεί να έχει στις εσωτερικές έννομες τάξεις. Η έννοια της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ είναι ευρύτατη και εκτείνεται πέραν της εμπράγματης φύσης του δικαιώματος, περιλαμβάνοντας και κάθε περιουσιακό δικαίωμα, ήτοι και ενοχικής φύσεως[53] (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Στραν και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδας). Να σημειωθεί ότι το άρθρο 1 εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ήδη υπάρχουσα περιουσία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων, για την απόκτηση ή ικανοποίηση των οποίων ο προσφεύγων μπορεί να υποστηρίξει ότι έχει τουλάχιστον μία «εύλογη προσδοκία» (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Ιατρίδης κατά Ελλάδος, Αντωνακόπουλος κατά Ελλάδος).

 

3. Η θεμελίωση της Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου, στο Κοινοτικό δίκαιο

 

Η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου εδράζεται και στο άρθρο 2 της ΣΛΕΕ[54], στο οποίο περιλαμβάνεται ως θεμελιώδης αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή του κράτους δικαίου, που είναι κοινή στην νομική παράδοση των κρατών μελών.[55] Τέλος, το άρθρο 340 ΣΛΕΕ προβλέπει αστική ευθύνη της ίδιας της Ένωσης για δικά της σφάλματα. Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Ένωση και η δράση της διέπεται και εκείνη από την αρχή της νομιμότητας, όπου στο άρθρο 288 της Συνθήκης Ε.Κ. (ΣΕΚ) καθιερώνεται ρητά η υποχρέωση της Κοινότητας για αποκατάσταση των ζημιών που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. 

Η νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ)[56] έχει πλέον θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών προς αποζημίωση όταν τα εθνικά όργανα, προκαλούν ζημιά στους ιδιώτες από τη μη εφαρμογή ευρωπαϊκού δικαίου[57] (δηλαδή από παραβιάσεις οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, τόσο των διοικητικών, όσο και των οργάνων της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας).Το ΔΕΚ στην υπόθεση Francovich, έκρινε ότι: «το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει την αρχή, κατά την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται»[58]. [Βλ. Υποθέσεις Francovich and Bonifaci (C-6,9/90), αποφάσεις Brasserie du Pêcheur (ΔΕΚ της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και 48/93, Brasserie du Pêcheur, Συλ 1996. Ι-1029), Hedley Lomas (ΔΕΚ της 23ης Μαΐου 1996, C-5/94, Ηedley Lomas, Συλ 1996. Ι-2553) και Dillenkofer (ΔΕΚ της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178 και 179/94, Dillenkofer, Συλ 1996. Ι-4845) και την εμβάθυνσή της με την απόφαση Köbler (ΔΕΚ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C-224/01, Συλ 2003. Ι-10239)], που έθεσε τις προϋποθέσεις της ευθύνης από πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, τις οποίες διευκρίνισε περαιτέρω και παγίωσε η απόφαση Traghetti [ΔΕΚ της 13ης Ιουνίου 2006, C-173/03, Traghetti del Mediterraneo SpA, υπό εκκαθάριση, κατά Repubblica italiana, Συλ 2006. Ι-5177]. 

Η ιστορική απόφαση ΟλΣτΕ 1501/2014, αποτελεί τη ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του(και των τριών εξουσιών) και των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο παράνομες, όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες. Εμπνεόμενο από τη νομολογία Köbler και Traghetti[59], τo Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνώρισε την αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες αποφάσεις των δικαστικών οργάνων και έθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσής της.

Η δυνατότητα του πολίτη να αποζημιωθεί από την βλάβη που έχει υποστεί από τα κρατικά όργανα είναι μείζονος σημασίας, διότι το ζήτημα αυτό είναι σύμφυτο με την καθημερινότητά του, όπου ο πολίτης συναλλάσσεται συχνότατα με το κράτος και τα νομικά πρόσωπα αυτού και είναι πολύ πιθανό να εμπλακεί σε αντιδικία λόγω ζημίας που υπέστη. Η νομολογία που προέκυψε  από την 1501/2014 που συμπλήρωσε το νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, μετεβλήθη με την 799/2021 Απόφαση του ΣτΕ, ως προς το ζήτημα της παραβιάσεως του ενωσιακού δικαίου και με τις 800-803/2021 Αποφάσεις του ΣτΕ κατά το μέρος που αφορά την ευθύνη αποζημιώσεως του Δημοσίου από βλαπτικές ενέργειες των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας(το ζήτημα αναλύεται κατωτέρω σε ειδικό κεφάλαιο: «Γ3. Η ευθύνη από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων δικαστικής λειτουργίας».

 

ΙV. Το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο για την ίδρυση αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των ΟΤΑ (άρθρ. 104-106 ΕισΝΑΚ)

 

1. Το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ (έννομες σχέσεις του δημοσίου δικαίου)

 

1. Η αστική ευθύνη του κράτους αποτελεί την νόμιμη άμυνα του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία και την παρανομία των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η οποία του προκαλεί ζημία. Το δικαίωμα αποζημιώσεως έχει ο πολίτης από παράνομες αλλά και από νόμιμες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας  οι οποίες συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του ν.π.δ.δ. και δεν σχετίζονται με την ιδιωτική διαχείρισή τους, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου τους, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 21/2005, 5/1995)., αρκεί να προκαλείται, ζημία υλική (θετική και αποθετική) ή ηθική, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με αυτές τις πράξεις. (ΣτΕ 1093/2025, ΟλΣτΕ 1527-1529/2023). Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 82/2023 7μ., 1196/2022 7μ.) Στην περίπτωση αυτή, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος.

2. Η διάταξη του 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα αναφέρεται στα όργανα του Κράτους, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 26 Συντάγματος, δεν αναφέρεται όμως ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του (άρθρα 87 § 1 και 93 § 4 Σ). Ενόψει της φύσης του δικαστικού έργου, μετά την 1501/2014 απόφαση της ΟλΣτΕ μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/2016 επταμ., 1330/2016)με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Επακολούθησε επί τα χείρω  μεταστροφή της νομολογίας με τις 799-803/2021 αποφάσεις του ΣτΕ. Με την 799/2021 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη αποζημιώσεως για πρόδηλο σφάλμα δικαστικού λειτουργού μόνον για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Κρίθηκε αναφορικά με παραβίαση του εθνικού δικαίου με τις 800-803/2021 αποφάσεις του ΣτΕ ότι, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά στη ζημία που προκλήθηκε  από πράξη δικαστικού οργάνου, ούτε ακόμη με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων προς τούτο δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Επομένως, οι σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι α) η υποχρέωση της Πολιτείας να ρυθμίσει επιτέλους νομοθετικά το ζήτημα των προϋποθέσεων θεμελίωσης της ευθύνης του Δημοσίου από πρόδηλο σφάλμα των οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία και β) η αναμενομένη κρίση[60] του ΣτΕ επί της Αιτήσεως Επαναλήψεως της υποθέσεως επί της οποίας η  800/2024 Απόφαση του μετά την Απόφαση ΕΔΔΑ: «Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος» (04.06.2024). Με την απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ, η οποία κατέστη οριστική, διαπιστώθηκαν από το ΕΔΔΑ παραβιάσεις των δικαιωμάτων του αιτούντος κατά το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Συνεπώς αφενός πρέπει να αναμείνουμε την κρίση του ΣτΕ επί της ήδη εκκρεμούς Αιτήσεως επανάληψης της διαδικασίας του άρθρου  69Α του π.δ. 18/1989[61], αφετέρου έχομε την άποψη, ότι μέχρι τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας για την αστική ευθύνη για πρόδηλα σφάλματα από πράξεις των οργάνων των ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία, θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ  ή και με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος από τα δικαστήρια[62]. Σε κάθε όμως περίπτωση, ενόσω ο νομοθέτης δεν προβεί στην σχετική ρύθμιση, πρέπει να μην εμποδίζεται με οποιοδήποτε τρόπο η πρόσβαση σε δικαστήριο,  που είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα κάθε πολίτη, και θεσπίζεται ως ειδική έκφανση της δίκαιης δίκης στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 § 1 του ΔΣΑΠΔ. Ουσιαστικά πρόκειται για τον  συστατικό του πυρήνα του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας και συμβάλλει στην αποτροπή της αυθαιρεσίας κάθε εξουσίας. 

 

1.1. Η θεμελίωση στον ΕισΝΑΚ της αστικής ευθύνης του Κράτους, από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Κράτους

 

Στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το Δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών» και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία του»

Μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι οποίες ήδη ανήκουν στα διοικητικά δικαστήρια[63], κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος, περιλαμβάνονται και οι διαφορές που αναφύονται από την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, συμφώνως προς τις κείμενες σχετικές διατάξεις. Τέτοιες διαφορές είναι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος, όχι μόνον εκείνες που γεννιούνται από την έκδοση μη νόμιμης[64] εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από την μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και αυτές που προκύπτουν από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τούτων, όχι δε και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κ.λπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του (ΣτΕ 1147/2005, πρβλ. ΟλΣτΕ 3045/1992, ΑΕΔ 5/1995, 3/2004 Βλ. Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου, τ. 1, Εκδ. Σάκκουλα 1989).

 

1.2.- Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 105-106 ΕισΝΑΚ.

 

Από τις διατάξεις του άρθρου 105-106 ΕισΝ ΑΚ, προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου[65] προς αποζημίωση, απαιτείται: 

 α) παράνομη[66] πράξη ή παράλειψη οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας (βλ. ΣτΕ 980/ 2002), 

 β) επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένηςζημίας υλικής (θετική ή διαφυγόν κέρδος) ή ηθική βλάβη καθώς και 

 γ) αιτιώδης σύνδεσμος[67] μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας[68].

 Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία. Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου, η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (Σ.τ.Ε 285/2011, ΣτΕ 334/2008 7μ.).

Στην 1500/2022 απόφαση ΣτΕ (υπόθεση Μυρτούς Παπαδομιχελάκη)[69] έγινε εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, ενώ για το θέμα του αιτιώδους συνδέσμου κρίθηκε: «… υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδηςσύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό (πρβλ. ΣτΕ 1964-1966/2021 7μ. και 442/2012, 1364, 1677/2008, 4067/2005 7μ., 28/2000 κ.ά. σε περιπτώσεις παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων να λάβουν τα αναγκαία, κατάλληλα και πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή ζημιών εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στο πλαίσιο μαζικής κινητοποιήσεως πολιτών ή διαδηλώσεων ή εξαιτίας τρομοκρατικών ενεργειών».

 ε) Οι κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (ΣτΕ 1278/2013, 322/2009, 1024/2005). 

 ζ) Η διαπίστωση του παράνομου της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 4410/2015, 877/2013 7μ., 1413/2006 7μ., 2727/ 2003) ή του κατάφωρου ή πρόδηλου χαρακτήρα της παρανομίας (πρβλ. ΟλΣτΕ 1501/2014).

 

1.3. Όργανα του δημοσίου 

 

Τα όργανα του Κράτους πραγματοποιούν τη βούληση του Κράτους και αυτό έχει και την ευθύνη των παράνομων πράξεων ή παραλείψεών τους (άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ).

Όργανο του Κράτους είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο διατελεί στην υπηρεσία του Κράτους χωρίς καμιά διάκριση τρόπου διορισμού, βαθμού ή υπηρεσίας, αλλά μετέχει της δημόσιας εξουσίας. Υπήρξαν σοβαρές διακυμάνσεις, τόσο στη θεωρία (Γ. Μπαλής, Κ. Καυκάς, Η. Κυριακόπουλος, Μ. Στασινόπουλος, Π. Δαγτόγλου, Π. Σπηλιωτόπουλος, Α. Τάχος, Π. Παυλόπουλος κ.λπ.) όσο και στη νομολογία (ΣτΕ 2011/2003, 189/2007, 1919/2009 Ολ.) για την εννοιολογική οριοθέτηση του όρου «όργανα του κράτους». 

Το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών[70] (Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δι­καστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνον διά της ισοδυναμίας και της ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκρισή τους, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του κράτους δικαίου.

Ειδικώς για τη δικαστική λειτουργία, καθιερώνεται με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες. 

Προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, το Σύνταγμα αναγνωρίζει ευθέως και ρητώς, με το άρθρο 87 § 2 αυτού, λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (και μέσω αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες, μέσω της οποίας πραγματοποιείται αποτελεσματική διάκριση των λειτουργιών) προς την ανεξαρτησία των δικαστών, που αποτελούν άμεσα όργανα του Κράτους.

 

1.3.1. Η ευθύνη των οργάνων του Δημοσίου που θεμελιώνουν την αστική ευθύνη του

 

Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται από: 

Α) Μη νόμιμες ενέργειες του δημόσιου οργάνου,( άρθρο 105 ΕισΝΑΚ) όπου σύμφωνα με τις λοιπές προϋποθέσεις επήλθε βλάβη, όπως ενδεικτικά: την έκδοση παράνομης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από την παράνομη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών. Έχει κριθεί ότι: Υπάρχει δικαίωμα αποζημίωσης για την παράνομη δράση της Διοίκησης, που δημιούργησε τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι επίδικες οικοδομικές άδειες, ερειδόμενες επί του από 23.3/8.4.1965 β.δ., ήταν νόμιμες, ενώ δεν ήταν (πρβλ. ΣτΕ 980/2002, 2328/2003, 631/ 2010, ΟλΣτΕ 2035, 2036/2011 ΟλΣτΕ).

Β) Νόμιμες ενέργειες του δημόσιου οργάνου,( άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος) όπου σύμφωνα με τις λοιπές προϋποθέσεις επήλθε βλάβη, όπως ενδεικτικά: Η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους. Όπως έχει κριθεί: 

1. Στην απόφαση 1607/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι: «Επειδή,  το άρθρο  4 § 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι “Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους” έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε παράλληλα και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του, που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ν.π.δ.δ.), όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν άνευ αποκαταστάσεως ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες κρατικού οργάνου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 3783/2014 επταμ., πρβλ. 1501/2014 Ολ.)».

2. Στην απόφαση 1501/2014 Ολ. Συμβουλίου της Επικρατείας το συνταγματικό έρεισμα για την αποκατάσταση ζημίας σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους (εδώ της δικαστικής λειτουργίας), ανάχθηκε αποκλειστικά στη διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. 

3. Στην απόφαση ΣτΕ 622/2021 κρίθηκε το δικαίωμα αποζημιώσεως για βλάβη της υγείας στο πλαίσιο εμβολιασμών[71].

Κρίθηκε με την 167/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι: «Προκειμένου να επιτευχθεί ο συνταγματικός στόχος της διαφύλαξης του περιβάλλοντος, επιτρέπεται η λήψη μέτρων που είναι δυνατόν να εξικνούνται και μέχρι την ολοσχερή απαγόρευση της δόμησης, σε περιοχές όπου αυτό επιβάλλεται, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με αντικειμενικά κριτήρια, είναι αναγκαία και πρόσφορα για την επίτευξη του σκοπού δημοσίου συμφέροντος προστασίας του περιβάλλοντος και δεν παρίστανται δυσανάλογα σε σχέση προς αυτόν. Περαιτέρω, η τυχόν ουσιώδης στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας σε σχέση με τον κατά τα προεκτεθέντα προορισμό της, σε περίπτωση που το επιβαλλόμενο στην ιδιοκτησία βάρος υπερβαίνει το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης που δικαιούται να αξιώνει το Κράτος, δεν καθιστά μη νόμιμο τον χαρακτηρισμό ορισμένης έκτασης ως περιοχής προστασίας και την επιβολή περιοριστικών μέτρων, αλλά μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών, η οποία κρίνεται από τον δικαστή της αποζημίωσης και ερείδεται στο άρθρο 22 του ν. 1650/1986»

Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε (βλ. ΣτΕ 45/ 2025),λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛΑΣ) κατά τη διάρκεια επεισοδίων που έλαβαν χώρα στο κέντρο της Αθήνας (ΣτΕ 2195/2024, 1964-1966/2021 7μ., 1049/2016, 952/ 2010, 2741/2007. 

4. Ακύρωση οικοδομικής αδείας με απόφαση ΣτΕ, δικαίωμα αποζημιώσεως. Με την 1288/ 2025 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι υπάρχει υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης «ενόψει της ψυχικής ταλαιπωρίας και της ηθικής απαξίας που βίωσε συνεπεία της έκδοσης της οικοδομικής άδειας χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, γεγονός που δημιούργησε σε βάρος της αλλεπάλληλες και βαρύτατες συνέπειες και την οδήγησε σε φάση ψυχικής εξαθλίωσης και ηθικής εξόντωσης».

 

Α1- Η ευθύνη από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας

 

Επισκόπηση νομολογίας

α. Παράνομη ή πλημμελής νομοθέτηση: Ο νομοθέτης, είτε με νόμο, είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, από την εκ μέρους της Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. (βλ. ΣτΕ 656/2025, 479-81/2018 Ολ., 4741/2014 Ολ., 2544 επταμ., 3901/2013 επταμ., 3088, 3089 επταμ./2009, 1038/2006 επταμ. κ.ά.).

β. Νομοθέτηση και λήψη προστατευτικών μέτρων για την προστασία του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος[72]

1. Κρίθηκε με την ΟλΣτΕ 689/2019 : «Σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην … διατάξεις του ν. 1650/1986, προκειμένου να επιτευχθεί ο συνταγματικός στόχος της διαφύλαξης του φυσικούπεριβάλλοντος επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, να χαρακτηρίζονται εκτάσεις ως περιοχές προστασίας της φύσης, Εθνικά πάρκα ή ζώνες προστασίας αυτών και να επιβάλλονται, αφού τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας, προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα που συνεπάγονται την απαγόρευση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων σε αυτές ή τη χρήση τους για ορισμένο σκοπό. Εξάλλου, εάν το επιβαλλόμενο μέτρο έχει ως αποτέλεσμα την ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, η οποία υπερβαίνει το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης που δικαιούται να αξιώνει το κράτος από τους πολίτες και απολήγει σε θυσία ολίγων, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 22 § 1 του ν. 1650/1986 ερμηνευόμενης ενόψει της κατοχυρωμένης στο άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, του κατά το άρθρο 17 § 1 του Συντάγματος κοινωνικού χαρακτήρα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, του άρθρου 1 § 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης και την αρχή της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη, η αποζημίωση του ιδιοκτήτη δεν ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, αλλά γεννάται αξίωσή του έναντι του Δημοσίου προς αποζημίωση, η οποία θεμελιώνεται ευθέως στη διάταξη αυτή (άρθρο 22 § 1), ανάλογα με την έκταση, την ένταση και τη χρονική διάρκεια της ζημίας. Η αποζημίωση αυτή αντιστοιχεί στην κατά προορισμό χρήση του ακινήτου, όπως προβλέπεται από το χωροταξικό και πολεοδομικό καθεστώς που ισχύει στη περιοχή (βλ. ΣτΕ 4283/2013 επταμ., 3899/2014 κ.ά., πρβλ. ΟλΣτΕ 3146/1986, 3067/2001 επταμ., 3419/2011 επταμ.) (βλ. ΣτΕ 1258/2024)».

 

Β2.- Η ευθύνη από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας:

 

Επισκόπηση νομολογίας:

1.1. Παράλειψη πολεοδομικών ελέγχων:

(1) Κρίθηκε με την απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) 157/2020 Α’ Τμήμα, αστική ευθύνη του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση (άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ) από ζημία τρίτου εξαιτίας πτώσης τμήματος που αποκολλήθηκε από διατηρητέο κτίριο. Υποχρέωση των πολεοδομικών οργάνων προς αυτεπάγγελτη διενέργεια ελέγχων κτιρίων για τη διαπίστωση τυχόν στατικής ή δομικής ανεπάρκειάς τους δημιουργείται μόνον εάν έχουν τεθεί υπόψη τους με οποιονδήποτε τρόπο σοβαρές ενδείξεις σε σχέση με την επικινδυνότητα συγκεκριμένου κτιρίου. Ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων υπηρεσιών δεν στοιχειοθετείται ευθύνη προς αποζημίωση κατ’ άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ από την παράλειψη άσκησης των προβλεπόμενων στα άρθρα 424 και 425 του ΚΒΠΝ αρμοδιοτήτων. Οι διαδικασίες χαρακτηρισμού οικοδομών το μεν ως διατηρητέων το δε ως επικινδύνως ετοιμόρροπων είναι αυτοτελείς και διακριτές μεταξύ τους. Ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων οργάνων για την επικινδυνότητα διατηρητέου κτιρίου, η μη άσκηση ελέγχου και αυτοψιών και η μη υπόδειξη στον ιδιοκτήτη διατηρητέου κτιρίου να εκπληρώσει την πρόσθετη υποχρέωσή του διενέργειας συγκεκριμένων ενεργειών αποκατάστασης των αρχιτεκτονικών στοιχείων που έχουν φθαρεί δεν συνιστά παράνομη παράλειψη κατ’ άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Ο μόνος που ευθύνεται έναντι των τρίτων για την παράλειψη διενέργειας εργασιών συντήρησης, επισκευής ή ανακατασκευής του κτιρίου ή λήψης μέτρων προς άρση οιουδήποτε κινδύνου κατάρρευσής του είναι ο ιδιοκτήτης του[73].

 

1.2. Η θέσπιση κατ’ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου:

Συντρέχει παράλειψη νομοθέτησης και όταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η θέσπιση κατ’ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ' εξουσιοδότηση νόμου, σε διοικητικό όργανο που καθίσταται έτσι αρμόδιο για την έκδοση κανονιστικής πράξης, η οποία περιλαμβάνει κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου. Η παράλειψη, στην περίπτωση αυτή, είναι παράνομη όταν, είτε η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, όπως στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος καθιερώνει αμέσως και ευθέως ένα δικαίωμα, καταλείπει δε στον εξουσιοδοτημένο από αυτόν κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για τη ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος γενικώς ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ, 2040/2017, 2544 επταμ., 3901/2013 επταμ., 3088/2009 κ.ά.). Εάν, ειδικότερα, πρόκειται για περίπτωση που αφορά την καθιέρωση ενός δικαιώματος προς παροχή, δεν εμποδίζεται ο εξουσιοδοτών νόμος να αναγνωρίσει εξ αρχής και αμέσως αυτό το δικαίωμα, με την έννοια ότι το θεωρεί, από την έναρξη της ισχύος του νόμου, ως παρεχόμενο, καταλείποντας απλώς στο εξουσιοδοτούμενο όργανο την περιορισμένη εξουσία να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες δικαίου, αναγκαίους για την περαιτέρω ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων άσκησης του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή, δεν συγχωρείται να καθίσταται το δικαίωμα αυτό, στην ουσία, ανενεργό, με την παράλειψη της επιτασσόμενης συμπληρωματικής κανονιστικής ρύθμισης αυτού, όταν η σχετική επιταγή της εξουσιοδότησης δεν επιτρέπει μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος. Συνεπώς, εάν ο εξουσιοδοτών νόμος δεν επιτρέπει τη μετάθεση του χρόνου έναρξης της ισχύος του δικαιώματος, το οποίο παρέχεται αμέσως από αυτόν, η άσκηση της αρμοδιότητας προς κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δέσμια, η παράλειψη της Διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική αυτή αρμοδιότητα είναι αντίθετη προς τον νόμο, από την παράλειψη δε αυτή δημιουργείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (βλ. ΣτΕ 1131/2020, 730/2010, 2224/ 2009, 6/2001 επταμ., πρβλ. ΣτΕ 2052/1980, 1929/1978 Ολ., 795/1954 Ολ.).

 

1.3. Ακύρωση διοικητικής πράξεως:

Με την απόφαση 2732/2004 Συμβουλίου της Επικράτειας (ΣτΕ) (Α' Δημοσίευση Νόμος) κρίθηκε ότι: Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σφράγιση του δικηγορικού γραφείου για τέσσερις εργάσιμες ημέρες εξαιτίας ληξιπροθέσμων χρεών του προς το Δημόσιο. Ακύρωση της σχετικής υπουργικής απόφασης και επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ο προσ­διορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.

 

1.4. Ευθύνη αποζημιώσεως με πράξη ή παράλειψη οργάνου, παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις:

1. Υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κειμένη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως. 

Αρκεί για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. ΣτΕ 2146/ 2004, 2796/2006 7μ., 2741/2007, 1019/2008, 4133/2011 7μ., 877, 1183/2013, 2327, 2669/2015, 596, 1414/2017). 1) Για παράλειψη αστυνομικών προστασίας της περιουσίας ή της ζωής (ΣτΕ 1008/2023, 2005-2007/2024),

2) Για την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εξ αιτίας του θανάτου * κρατουμένου στην δικαστική φυλακή. 

Τέτοιας φύσεως υποχρέωση είναι και η υποχρέωση των οργάνων αυτών: να προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες και στους αναγκαίους ελέγχους ώστε να αποτρέπεται η είσοδος στο σωφρονιστικό κατάστημα και η περιέλευση στην κατοχή των κρατουμένων επικινδύνων αντικειμένων και ουσιών(βλ. ΣτΕ 484/2018). Υφίσταται παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου: να χορηγήσουν άδειες λειτουργίας από τις *2009 έως τις *2012 για τρεις μονάδες συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας(Βλ. ΣτΕ 2125- 2126/2024).

 

1.4.1. Νομολογία για την αποζημίωση από παράλειψη νομίμων καθηκόντων

Γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία, η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτελέσεως από τα όργανα του επιβεβλημένου σε αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της αυτής ως άνω διατάξεως, η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι όμως και στην περίπτωση που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παραλλήλως με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων (βλ. ΣτΕ 28/2000, 3706, 3919/2001, 307/2007). Ενδεικτικά:

1. Αποζημίωση για θεομηνία: α) Για τις φονικές πλημμύρες στη Μάνδρα (απόφαση υπ’ αριθμόν 6816/2021, 9201/2023 Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών). β) Θεομηνία ΙΑΝΟΣ: απόφαση 2749/2024 ΔΕφΑθ. γ) Ζημία από μη αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του νομικού προσώπου να προβούν στην συντήρηση και επισκευή των φρεατίων συλλογής ομβρίων υδάτων: απόφαση 1502/2024 ΔΕΦΑ. δ) ΔΕφΧαν, απόφαση 135/2024, απόφαση 226/2023 Διοικητικό Εφετείο Πατρών.

β. Αποζημίωση για πυρκαγιά που έλαβε χώρα στις 23.7.2018 στην Ανατολική Αττική (Μάτι): ΔΕφΑθ 877, 876, 872, 871,/2025, 1911/2025) «… θεμελιώνεται αποζημιωτική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου και της Περιφέρειας Αττικής, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ , δεδομένου ότι οι ως άνω παράνομες παραλείψεις των οργάνων τους, τόσο κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της εκδήλωσης της ένδικης πυρκαγιάς όσο και κατά την εκδήλωση της, ήταν ικανές και πρόσφορες να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα της καταστροφής ...» ΔΕφΑθ 1911/2025) 

γ. Ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση: α) Λόγω απώλειας της όρασης στον δεξιό οφθαλμό και της μείωσης της όρασής του στον αριστερό οφθαλμό, βλάβες τις οποίες υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις ιατρών της Οφθαλμολογικής Κλινικής του * νοσοκομείου (ΣτΕ 1997/2024), β) Η ευθύνη του δημοσίου νοσοκομείου είναι αντικειμενική, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας (δόλου ή αμέλειας) του οργάνου του, με την έννοια ότι αρκεί η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας (ΣτΕ 621/2021, 2473/2019, 15/2018). γ) Βλάβη της υγείας κυοφορούμενου (απόφαση ΣτΕ 621/2021). δ) Αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης για «απώλεια ευκαιρίας» (ΣτΕ 1943/2020). ε) Με την απόφαση ΣτΕ 252/2020 του Α΄ Τμήματος, σχετικά με τη θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου προς χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, εξαιτίας της παράλειψης ιατρού να ενημερώσει τον ασθενή ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της εφαρμοσθείσας θεραπευτικής μεθόδου σε σχέση με άλλες, ώστε ο τελευταίος να παράσχει την έγκυρη συναίνεσή του. στ)Αγωγή κατ’ άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ κατά νοσοκομείου λόγω ιατρικών σφαλμάτων. Απαλλαγή των ιατρών από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Έννοια της § 2 του άρθρ. 5 του ΚΔιοικΔικ κατά το μέρος που θεσπίζει δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα. Η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται στις αγωγές με βάση τα άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ. Το τεκμήριο της αθωότητας εκτείνεται και στις δίκες που ανοίγονται κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατ’ άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ. Το εναγόμενο νοσοκομείο μπορεί να επικαλεστεί το τεκμήριο της αθωότητας ιατρού του. Το διοικητικό δικαστήριο που δικάζει την αγωγή δεν δεσμεύεται από την εκδοθείσα αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Υποχρεούται, όμως, να την συνεκτιμήσει και μπορεί να αποκλίνει από τις κρίσεις της αθωωτικής ποινικής απόφασης, αιτιολογώντας τη διαφορετική κρίση του κατά τρόπο που δεν θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα

δ. Με την απόφαση 227/2021 Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) κρίθηκε ότι: Για τη νόμι­μη λειτουργία ιδιωτικού διαγνωστικού εργαστηρίου, όπως και για τη μεταστέγαση, επέ­κταση ή μείωση του αντικειμένου του, απαιτείται να χορηγηθεί άδεια ίδρυσης και άδεια λειτουργίας [π.δ. 84/2001 70)]. Η υπέρβαση της δίμηνης προθεσμίας για τη χορήγη­ση της άδειας λειτουργίας στοιχειοθετεί ευθύνη της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (ήδη Περιφέρειας) προς αποζημίωση, εφόσον η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε εύλογη αιτία. Η καθυστέρησή της να χορηγήσει στην [...] την επίμαχη άδεια λειτουργίας μέσα στη δίμηνη προθεσμία από την υποβολή της αίτησής της με όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, συνιστά παράνομη παράλειψη.

ε. Τραυματισμός πυροσβέστη

Με την απόφαση 2819/2005 Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) κρίθηκε ότι: Ευθύνη του Δημοσίου και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για αποζημίωση κατά τους όρους του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Τραυματισμός πυροσβέστη λόγω κατακρήμνισης σε κοίτη ποταμού οχήματος της πυροσβεστικής υπηρεσίας, από υπαιτιότητα του οδηγού. Αιτιολογημένα επιδικάσθηκε το ποσό [...] ευρώ για την αιτία αυτή. Η προαγωγή που δόθηκε δεν ασκεί καμία επιρροή στο ύψος του επιδικαζομένου ποσού.

στ. Καθυστέρηση και μη απονομή σύνταξης

(1) Με την απόφαση 1410/2006 Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) κρίθηκε ότι: Αν τα ασφα­λιστικά όργανα αρνηθούν ή καθυστερούν να εκδώσουν τη σχετική πράξη ανακαθορισμού, ο ασφαλισμένος μπορεί να απαιτήσει και διαφυγόν κέρδος, όπως η απώλεια τόκων από την κατάθεση του συμπληρωματικού ποσού σε τράπεζα. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και προσβολή της προσωπικότητας του ασφαλισμένου. Η κρίση ότι ο αναιρεσείων δεν είχε υποστεί ηθική βλάβη δεν ελέγχεται αναιρετικά. (2) Μη απονομή σύνταξης: Με την απόφαση 70/2006 Διοικητικού Πρωτοδικείου Ροδόπης (ΔΠρΡοδπ) κρίθηκε ότι: Επιδικάζεται ως αποζημίωση το ποσό σύνταξης που το ΙΚΑ όφειλε λόγω θανάτου να κα­ταβάλει, μετά την παραπομπή του συνταξιοδοτικού φακέλου από το ΝΑΤ, που ήταν ο κατ’ αρχήν απονέμων τη σύνταξη ασφαλιστικός οργανισμός, καθώς επίσης και χρημα­τική ικανοποίηση για ηθική βλάβη της συζύγου και του ανηλίκου τέκνου του θανόντος ασφαλισμένου.

ζ. Αστική ευθύνη εποπτικών αρχών επί πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας 

Με την απόφαση ΣτΕ Α΄ 7μ. 656/2025, παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της ευθείας ή ανάλογης εφαρμογής των άρθρ. 105-106 ΕισΝΑΚ όσον αφορά την αστική ευθύνη εποπτικών αρχών επί πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας, λόγω των αντίθετων γνωμών που διατυπώθηκαν στο Τμήμα, της κυμαινόμενης νομολογίας του ΣτΕ και της αντίθετης νομολογίας του ΑΠ. Το ζήτημα ανέκυψε σε υπόθεση που αφορά αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από επιχειρήσεις παροχής οδικής βοήθειας κατά του Ελληνικού Δημοσίου για ζημία που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν, μεταξύ άλλων, από παράνομες πράξεις και παραλείψεις που αφορούν πλημμελή άσκηση εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων εποπτικών/ελεγκτικών οργάνων του Δημοσίου και της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) (που καταργήθηκε από 1.12.2010 και οιονεί καθολικός διάδοχος αυτής κατέστη το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο και νομιμοποιείται παθητικώς στις δίκες που αφορούν αξιώσεις κατά της εν λόγω Επιτροπής, οι οποίες ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της καταργήσεώς της) επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον ανωτέρω κλάδο παροχής υπηρεσιών. Σύμφωνα με την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη, προκειμένου να κριθεί αν θεμελιώνεται αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποκατάσταση ζημίας τρίτου (μη ασφαλιστικής επιχειρήσεως) εξαιτίας της πλημμελούς ασκήσεως εκ μέρους των αρμόδιων εποπτικών/ελεγ­κτικών οργάνων της κατά νόμον εποπτείας επί των ανταγωνιστριών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο απαιτεί τη συνδρομή σωρευτικώς τριών προϋποθέσεων (της παρανομίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρανομίας και ζημίας), έχει ευθεία εφαρμογή. Δεν μπορεί δε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ, να απαιτηθούν πρόσθετες προϋποθέσεις αυστηρότερες σε σχέση με τις ως άνω απαιτούμενες κατά το άρθρο αυτό (όπως η ύπαρξη προδήλου ή/ και  βαρέος σφάλματος αντί της προβλεπόμενης στον νόμο προϋποθέσεως της υπάρξεως παρανομίας ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ή μη των δημοσίων οργάνων). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 105 ΕισΝ ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρ. 298 ΑΚ, αποκαθίσταται πλήρως η περιουσιακή ζημία του τρίτου, εφόσον αυτή βεβαίως αποδειχθεί και συντρέχουν και οι άλλες δύο προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση. Επομένως, δεν μπορεί κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 105 ΕισΝ ΑΚ, αντί της πλήρους αποζημιώσεως που καλύπτει όλη τη ζημία, να επιδικασθεί «εύλογη» αποζημίωση ανάλογα με τις περιστάσεις, διότι τούτο (α) δεν προβλέπεται ρητώς στο άρθρο αυτό που ρυθμίζει την αστική ευθύνη του Δημοσίου, όπως αντιθέτως προβλέπεται ρητώς στον νόμο σε άλλες περιπτώσεις και (β) θα απέβαινε, άλλωστε, σε βάρος της ασφάλειας του δικαίου και της βεβαιότητας του ζημιωθέντος ως προς την πλήρη προστασία του. Εξάλλου, η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τρίτων λόγω πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής δεν αποκλείεται από την ύπαρξη του μηχανισμού αποζημιώσεως που προβλέπεται στις διατάξεις του ν.δ. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού.

Μειοψήφησε ένα μέλος της συνθέσεως του Τμήματος, κατά τη γνώμη του οποίου η ευθύνη προς αποζημίωση από πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της κρατικής αυτής δραστηριότητας και του αβέβαιου του αποτελέσματος του εποπτικού ελέγχου. Για τη θεμελίωση της ευθύνης απαιτείται πρόδηλο και βαρύ σφάλμα των εποπτικών οργάνων, η δε αποζημίωση που τυχόν θα επιδικασθεί μπορεί να είναι μόνον εύλογη.

 

2. Νομολογία για την αποζημίωση από παράνομες πράξεις της διοικήσεως

 

2.1. Παράνομη σύλληψη-φυλάκιση

 

(1) Με την απόφαση 2192/2006 Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (ΔΠρΑθ) (ΔιΔικ 2006. 1465) κρίθηκε ότι: Η σύλληψη και η κράτηση του ενάγοντα ήταν παράνομες, αφού οι δικαστικές αποφάσεις των οποίων έγινε επίκληση δεν μπορούσαν να εκτελεστούν, λόγω χορήγησης αναστολής εκτέλεσης. Μη ενημέρωση του φακέλου του ενάγοντα και παρανομία της Διοίκησης. Δεν αίρεται ούτε μειώνεται η ευθύνη του Δημοσίου από τη μη προσκόμιση των αποφάσεων αναστολής από τον ίδιο τον ενάγοντα. Επιδίκαση πο­σού για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

(2) Με την απόφαση 1272/2021 Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (ΔΕφΑθ) (ΤΝΠ QUALEX) κρίθηκε ότι η πρόκληση σωματικών βλαβών, κατά τη σύλληψη του ενάγοντος, από αστυνομικά όργανα γεννά ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση.

(3) Με την απόφαση 41/2020 του Αρείου Πάγου κρίθηκε η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση των προσωρινώς κρατηθέντων ή φυλακισθέντων και τελικώς αθωωθέντων κατηγορουμένων. Αποκλειστική δικαιοδοσία ποινικών δικαστηρίων. Τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία ως προς τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της αποζημιώσεως, εάν η σχετική υποχρέωση του Δημοσίου έχει αναγνωρισθεί από το ποινικό δικαστήριο, δίχως προσδιορισμό του ύψους της απο­ζημίωσης, ή εάν έχει προσδιορισθεί και το ύψος της αποζημιώσεως, αλλά ο δικαιού­χος κρίνει αυτό ως ανεπαρκές προς κάλυψη της ζημίας του ή το Δημόσιο θεωρεί τούτο υπέρμετρο. Η προβλεπόμενη κατ’ αποκοπή ημερησία αποζημίωση αφορά τόσο την περιουσιακή ζημία όσο και την ηθική βλάβη. Δύναται να υπερβεί το προβλεπόμενο ανώτατο όριο μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των οποίων φέρει ο ενάγων.

(4) Με την απόφαση 826/2020 Εφετείου Αθηνών (Μον.) (ΤΝΠ QUALEX) κρίθηκε η πα­ροχή αποζημίωσης σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες ή στερηθέντες την ελευθερία τους. Απαιτείται διάγνωση από το δικαστήριο του αδίκου ή παρανόμου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στη συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη. Αρμοδιότητα πολιτικών δικαστηρίων για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποί­ησης, στις περιπτώσεις που το ποινικό δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει τη σχετική υπο­χρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Η «κατ’ αποκοπή ημερήσια αποζημίωση», αφενός μεν συμπεριλαμβάνει την αποζημίωση και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφετέρου δε, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 29 ευρώ ημερησίως συνολικά, εκτός αν το δικαστήριο δεχθεί αιτιολογη­μένα ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση προς τούτο, το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της οποίας έχει ο ενάγων (βλ. ΑΠ 260/2019)».

(5) Με την απόφαση 1370/2019 Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως των αδίκως προφυλακισθέντων ή καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους κατά το άρθρο 7 § 4 του Συντάγματος. Η αξίωση αποζημιώσεως δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ και οι αναφυόμενες διαφορές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Όμοια με την αριθ. 1371/2019 ΣτΕ.

 

2.2. Παράνομες παραλείψεις της ΕΛΑΣ

 

(1) Με την απόφαση 3441/2006 Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (ΔΠρΑθ) κρίθηκε ότι: Πλημμελής σωματικός έλεγχος των εισερχομένων στο γήπεδο οπαδών από την ΕΛΑΣ. Αποζημίωση φιλάθλου για τον τραυματισμό του από φωτοβολίδα. Επιπλέον, επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για υλική και ηθική βλάβη που υπέστη από την απώλεια κατά 80% της όρασής του στον έναν οφθαλμό.

(2) Με την απόφαση ΣτΕ Α΄ 1500/2022 - Αστική ευθύνη του Δημοσίου (άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ ΑΚ). Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη Χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού.

(3) Με την απόφαση 8125/2020 Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (ΔΠρ Αθ) κρίθηκε η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και ότι το δικαστήριο δύναται να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Οι αστυνομικές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία και αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια τάξη, η ασφάλεια και η σωματική ακεραιότητα των πολιτών. Τα αστυνομικά όργανα έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ πε­ρισσοτέρων λύσεων την κατά την κρίση τους ενδεικνυόμενη, η επιλογή τους, όμως, αυτή ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων ή την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας τους, εφόσον από τις ενέργειες ή παραλείψεις τους επήλθε βλάβη στη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την προσωπικότητα και τα λοιπά ατομικά δικαιώματα των διοικούμενων, διαφορετικά μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Ο ενάγων, κατόπιν της σύλληψής του και όντας ακινητοποιημένος με χειροπέδες, υπέστη οξεία απρόκλητη σωματική και λεκτική βία από τα αστυνομικά όργανα με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του, τη διακομιδή και τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, καθώς και τη μετέπειτα δυσλειτουργία των πληγέντων σημείων του σώματός του. Περιστατικά. Η πλημμελής άσκηση από τα αστυνομικά όργανα των καθηκόντων τους κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τον τραυματισμό του ενάγοντος και θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Επιδίκαση στον ενάγοντα, ο οποίος υπέστη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία και προσεβλήθη η τιμή και η υπόληψή του, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

(4) Με τις αποφάσεις ΣτΕ 1964-1972/2021, Α΄ Τμ. 7μ. Αστική ευθύνη του Δημοσίου από παράλειψη αστυνομικών οργάνων να προστατεύσουν την περιουσία πολιτών κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων. Η ανωτέρα βία αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου λόγο που διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των παράνομων πράξεων και παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και της ζημίας. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης του λόγου απαλλαγής φέρει το εναγόμενο Δημόσιο με την προβολή καταλυτικής της αγωγής ένστασης. (Βλ ΔΕΦΑθ 1213/2025).

 

2.3. Περικοπή επιδόματος

 

Με την απόφαση ΣτΕ 3321/2005, κρίθηκε ότι λόγω παρανόμων υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες περιεκόπη η καταβολή του ειδικού επιμισθίου, η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ευρίσκει νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ.

 

2.4. Θανάσιμος τραυματισμός από πτώση κλαδιών

 

Με την απόφαση ΔΕφΘ 204/2021, κρίθηκε ότι: «... ο δήμος είναι αρμόδιος, μεταξύ άλλων, για τη συντήρηση, επίβλεψη και ασφαλή χρήση από πλευράς των πολιτών, των χώρων στους οποίους έχουν φυτευ­τεί δένδρα (ΣτΕ 4331/ 2000). Ειδικότερα, επιβάλλεται σε βάρος του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, υποχρέωση να προβαίνει με επιμέλεια σε κάθε αναγκαία ενέρ­γεια και να λαμβάνει προληπτικά, όλα τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει την πτώ­ση των δένδρων ή κλαδιών τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφαλής και ακίνδυ­νη κίνηση των πεζών και οχημάτων και η στάθμευση των τελευταίων στις παρακείμενες δημοτικές οδούς».

 

2.5. Νομολογικές Επισημάνσεις αστικής ευθύνης

 

(1) Με την ΟλΣτΕ 334/2025 κρίθηκε ότι η αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του διοικουμένου, προκαλείται από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων της φορολογικής διοίκησης και δεν αποτελεί, κατά νόμο, αντικείμενο του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής ουσίας, όπως η χρηματική ικανοποίηση λόγω της αποδιδόμενης στην ίδια αιτία ηθικής βλάβης, μπορεί να επιδιωχθεί παραδεκτώς με αγωγή. Πλην, όπως κρίθηκε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, η περιεχόμενη στα άρθρα 78 και 80 § 2 του ΚΔιοικΔ ρητή επιφύλαξη όσων ορίζονται στην § 4 του άρθρου 71 του ΚΔιοικΔ, έχει την έννοια ότι, όταν η παρανομία, στην οποία ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την αξίωσή του για την αποκατάσταση της ζημίας (περιουσιακής ή μη), η οποία επιτρέπεται να επιδιωχθεί με αγωγή, εδράζεται σε πράξη ή παράλειψη της φορολογικής αρχής υποκείμενη σε προσφυγή ουσίας (ήτοι πράξη με την οποία καταλογίζονται φόροι, δασμοί, τέλη και εισφορές ή επιβάλλονται κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας ή εκδηλώνεται άρνηση να ικανοποιηθεί αίτημα του φορολογουμένου για απαλλαγή από φόρο ή για επιστροφή φόρου, καθώς και σχετική παράλειψη), κάμπτεται ο κανόνας της αυτοτέλειας της αγωγής και εντεύθεν απαγορεύεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της πράξης ή παράλειψης αυτής από τον δικαστή της αγωγής. Όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη της φορολογικής αρχής είναι προσβλητή με προσφυγή ουσίας, αυτή υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας μόνον κατόπιν άσκησης προσφυγής (κατ’ επιλογή του ενδιαφερομένου είτε αυτοτελώς, είτε κατά αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο προσφυγής και αγωγής) και όχι κατόπιν απευθείας άσκησης αγωγής (όταν κατά τα ανωτέρω η έγερσή της είναι επιτρεπτή) και το δικαστήριο της αγωγής δεν έχει εξουσία να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης του οργάνου της φορολογικής διοίκησης κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή, είτε έχει ασκηθεί αλλά έχει απορριφθεί. Τέτοιος παρεμπίπτων έλεγχος χωρεί μόνο εφόσον, ασκηθείσης της προσφυγής, εκλείψει το αντικείμενο της επ’ αυτής δίκης συνεπεία ανάκλησης από τη φορολογική αρχή της ζημιογόνου πράξης / παράλειψης ή λήξης της ισχύος αυτών. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που, κατόπιν μη (παραδεκτής) άσκησης ή άσκησης και απόρριψης του παρεχόμενου στους ενδιαφερόμενους ένδικου βοηθήματος της προσφυγής, επιλύεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας το κρίσιμο νομικό ζήτημα, ύστερα από ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από τη φορολογική διοίκηση, κατά τρόπο αντίθετο από την έως τότε κρατήσασα νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας και κρίνεται, τελικώς, επί δικών άλλων φορολογουμένων, ότι παροχές όμοιες με εκείνες για τις οποίες φορολογήθηκαν οι ενάγοντες δεν υπέκειντο κατά τον κρίσιμο χρόνο στον επίμαχο φόρο.

(2) ΣτΕ Α´ 336-347/2025: Αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Απώτατο χρονικό σημείο για την υποβολή αιτήματος επίδειξης εγγράφων κατ’ άρθρο 174 ΚΔιοικΔικ.

Από τις διατάξεις των άρθρων 138 §§ 1 και 2, 150 §§ 1 και 2 και 174 § 1 του ΚΔιοικΔικ και ιδίως από τη διάταξη του πρώτου  εδαφίου  της § 1 του άρθρου 150 του ΚΔιοικΔικ, με την οποία καθορίζεται το χρονικό σημείο μέχρι το οποίο μπορούν να προσκομισθούν παραδεκτώς στο δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά στοιχεία των διαδίκων, συνάγεται ότι στον ίδιο χρονικό περιορισμό υπόκειται και η συναπτόμενη προς τις αποδείξεις υποβολή αιτήματος για την επίδειξη εγγράφου που κατέχει ο αντίδικος ή τρίτος ή οποιαδήποτε αρχή. Συνεπώς, σχετικό αίτημα του εναγομένου μπορεί να υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με υπόμνημα ή με αυτοτελή αίτηση το αργότερο μέχρι την παραμονή της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης. Ορθώς, αν και με άλλη αιτιολογία, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε σχετικό λόγο έφεσης του εναγόμενου-αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου.

(3) ΣτΕ 675/2021: Ερμηνεία άρθρων 105, 106 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό με άρθρα 39, 80 § 2, 148 και 190 του ΚΔιοικΔ Αναιρείται απόφαση Διοικητικού Εφετείου, το οποίο δεν εξέφερε δική του κρίση για την συνδρομή συγκεκριμένης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως, αλλά δέχθηκε αστική ευθύνη νοσοκομείου, στηριζόμενο σε υποθετικές κρίσεις περί ενδεχομένων αιτίων προκλήσεως της βλάβης της υγείας της αναιρεσιβλήτου.

(4) Απόφαση ΣτΕ 291/2020 του Α´ Τμήματος σχετικά με την παραγραφή αξιώσεων αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως έναντι του Ελληνικού Δημοσίου σε περίπτωση βλάβης σώματος εξαιτίας κατάρρευσης κτίσματος. Παραγραφή αξιώσεων αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως σε περίπτωση βλάβης σώματος εξαιτίας κατάρρευσης κτίσματος (άρθρ. 90 § 1, 91, 93 περ. α, 119 ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού»). Έναρξη παραγραφής. Μη εφαρμογή της § 2 του άρθρ. 937 ΑΚ. Συντρέχον πταίσμα του παθόντος. Χρόνος προβολής της ενστάσεως του άρθρου 300 ΑΚ.

(5) ΣτΕ Α´ 7μ 156/2022 - Αστική Ευθύνη νοσοκομείου κατ’ άρθρ. 105 – 106 ΕισΝΑΚ. Έννοια της § 2 του άρθρ. 5 ΚΔιοικΔ σχετικά με τη δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αθωωτικές ποινικές αποφάσεις και τα απαλλακτικά βουλεύματα.

 

Γ3. Η ευθύνη από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων δικαστικής λειτουργίας,

 

Ι. Η ιστορική εξέλιξη του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του δημοσίου

 

α. Η νομολογία ΔΕΚ-ΔΕΕ

 

Ο ρόλος του εθνικού δικαστή ως κοινοτικού δικαστή του κοινού δικαίου και η ευθύνη των κρατών μελών για τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου:

1.- Η ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβιάσεως του ενωσιακού δικαίου διαπλάσθηκε νομολογικά αρχικά στην απόφαση Francovich.  Σύμφωνα με τη σκέψη 33 της απόφασης: «Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι η Συνθήκη ΕΟΚ δημιούργησε ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών και δεσμεύει τα δικαστήριά τους. Υποκείμενα της εννόμου αυτής τάξεως δεν είναι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι υπήκοοί τους· όπως δημιουργεί υποχρεώσεις στους ιδιώτες, το κοινοτικό δίκαιο γεννά επίσης δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών· τα δικαιώματα αυτά γεννώνται όχι μόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητώς στη Συνθήκη, αλλά και λόγω σαφών υποχρεώσεων που η Συνθήκη επιβάλλει τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα (βλ. τις αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1963, υπόθ. 26/62, Van Gend en Loos, Race 1963, σ. 3, και της 15ης Ιουλίου 1964, υπόθ. 6/ 64, Costa, Race 1964, σ. 1141)». Στη σκέψη 36 της απόφασης: «Η υποχρέωση των κρατών μελών να αποκαταστήσουν τις ζημίες αυτές μπορεί να στηριχθεί επίσης στο άρθρο 5 της Συνθήκης, κατά το οποίο τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο. Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνεται και η υποχρέωση εξαλείψεως των παρανόμων συνεπειών της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου (βλ., ως προς την ανάλογη διάταξη του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1960, υπόθ. 6/60, Humblet, Race 1960, σ. 1125)». Στη σκέψη 37 της απόφασης: «Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει την αρχή κατά την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται».

2.- Στις αποφάσεις Brasserie du Pêcheur  και Factortame III το δικαστήριο όρισε την ευθύνη αποζημίωσης εκ μέρους του Κράτους όταν η παράβαση συνίσταται σε νομοθετική πράξη αντίθετη προς το Κοινοτικό Δίκαιο. Στη Factorta­me III η υπόθεση αφορούσε τον αγγλικό νόμο Merchant Shipping Arh. 1988, του οποίου οι προϋποθέσεις ιθαγένειας, διαμονής και κατοικίας των κύριων των σκαφών προκειμένου να εγγραφούν στο νέο νηολόγιο κρίθηκαν ότι παρέβαιναν το άρθρο 43 ΣΕΚ. Το ΔΕΚ, αφού διακήρυξε ότι η ευθύνη του Κράτους όπως θεμελιώνεται στο Κοινοτικό Δίκαιο περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις θετικής ενέργειας ή παράλειψης του εθνικού νομοθέτη επαναλαμβάνοντας τη συλλογιστική της Francovich, όσον αφορά τον χαρακτήρα της ευθύνης ως σύμφυτου με τις Συνθήκες προχώρησε στη διατύπωση της επιπλέον προϋπόθεσης για τη συνδρομή της ευθύνης όταν η δράση ή η απραξία του εθνικού νομοθέτη συνδυάζεται με ευρέα περιθώρια εκτιμήσεων κατά την υλοποίηση των νομοθετικών του επιλογών.

Προκειμένου λοιπόν να συντρέχει ευθύνη αποζημίωσης ενός Κράτους λόγω έκδοσης νόμου αντίθετου προς το Κοινοτικό Δίκαιο, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α) Ο κανόνας του δικαίου που παραβιάστηκε είχε σκοπό να αποδώσει δικαιώματα σε ιδιώτες, β) η παραβίαση του κανόνα ήταν κατάφωρη, γ) ανάμεσα στην παραβίαση του κανόνα και τη ζημία του ιδιώτη υπήρχε άμεση αιτιώδης σύνδεση. Το δικαστήριο όρισε τα εθνικά δικαστήρια ως αρμόδια για να κρίνουν βάσει του εσωτερικού δικαίου τη συνδρομή του κατάφωρου της παραβίασης.

3.- «Τα κράτη μέλη ευθύνονται για τις ζημίες που υφίστανται ιδιώτες από παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου καταλογιστέα σε ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο, εφόσον η παραβίαση είναι πρόδηλη».

Σύμφωνα με την απόφαση Köbler, το ΔΕΚ έκρινε πως «θα περιοριζόταν η πλήρης αποτελεσματικότητα αυτών των κανόνων και θα ατονούσε η προστασία των δικαιωμάτων που αυτοί αναγνωρίζουν, αν δεν παρεχόταν στους ιδιώτες η δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ζητούν αποζημίωση όταν θίγονται τα δικαιώματά τους λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου καταλογιστέας σε απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό», όπου δεν υπάρχουν αλλά ένδικα μέσα ώστε να προστατευτούν.

Με πάγια νομολογία του το Δικαστήριο καθόρισε τρεις αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης κράτους μέλους για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που δύνανται να του καταλογιστούν. Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν, επίσης, εφαρμογή και στην περίπτωση παραβάσεως κανόνος του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό:

 

1) Ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

2) Η παραβίαση να είναι κατάφωρη, και

3) Να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το Κράτος και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες.

 

Προκειμένου να κρίνει αν η παραβίαση είναι κατάφωρη, όταν η παραβίαση απορρέει από απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιομορφίας του δικαστικού λειτουργήματος, να εξετάζει αν το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο αγνόησε προδήλως το εφαρμοστέο δίκαιο και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

Στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους απόκειται να ορίσει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση διαφορών σχετικών με μια τέτοια αποζημίωση.

β. ΕισΝΑΚ: 

1.1.- Η διάταξη του 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα αναφέρεται σε ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου, δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με τη φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του[74]. Η λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 § 1 Συντάγματος) εκδηλώνεται κυρίως στην αρχή ότι κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων υπόκεινται μόνο στον νόμο και στο Σύνταγμα (άρθρο 87 § 2 Συντάγματος).Η νομολογία υπήρξε στο παρελθόν σταθερά αντίθετη σχετικά με ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση από βλαπτική ενέργεια δικαστικού λειτουργού ή δικαστηρίου (βλ. 2744/ 2000 ΣτΕ, 6772/1987 Εφετείου Αθηνών[75]). Υπήρ­ξε στην εξέλιξη της αστικής αποζημίωσης του Κράτους σε κοινοτική πλέον υποχρέωση η ιστορική Απόφαση ΔΕΚ Francovich and Boni­faci [C-6/90 και C-6/90 (19.11.1991)], η οποία διατυπώνει ευθέως την υποχρέωση των κρατών μελών να προβούν στην αποζημίωση των ιδιωτών λόγω παραβίασης των κοινοτικών διατάξεων. Εμπνεόμενο από τη νομολογία Köbler και Trag­hetti, τo Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1501/2014 (Δικάσιμος 1.3.2013) απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) αναγνώρισε την αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες αποφάσεις των δικαστικών οργάνων και έθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσής της  (ΣτΕ 48/2016, 1942/2020, 1370-1371/2019, 1533-1534/2018. Η νεότερη νομολογία έκρινε ότι: ενόψει της φύσης του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα[76] του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/ 2016 επταμ., 1330/ 2016).

Η διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος αποτελεί θεμέλιο την ευθύνης του κράτους[77] όπως έκρινε η 1501/2014 απόφαση της ΟλΣτΕ. Οι αποφάσεις ΟλΣτΕ 800-803/21 και 1360-1361/ 2021 επέφεραν μεταστροφή  της νομολογίας της 1501/2014 ιστορικής αποφάσεως του ΣτΕ και έκριναν: «ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες». 

 

Β. Η θεμελίωσης του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του δημοσίου στο άρθρο4 § 5 του Συντάγματος:

 

3.1. Η ιστορική 1501/2014 ΟλΣτΕ:

 

1. Η ιστορική απόφαση Ολομελείας Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) Ολ. 1501/2014[78], η οποία αποτελεί τη συμπλήρωση  της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του και των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο παράνομες, όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες[79]. Αξίζει να αναφερθούν και επισημανθούν οι ακόλουθες σκέψεις της απόφασης Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) 1501/2014[80]: «5. Επειδή, το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία.. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους. Μειοψήφησαν …., οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη: Εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες υφίσταται ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου από πράξεις δικαστικών οργάνων, εάν προκληθεί ζημία κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΚ 30.9.2003, C-224/01, Köbler, Συλλ. 2003 Ι-10239, ΔΕΚ 13.6.2006, C-173/03 Traghetti del Me­diterraneo, Συλλ. 2006 Ι-5177, ΔΕΚ 24.11.2011, C-379/10, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 2011 Ι-00180), το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος που αποτελεί την διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012, 2165/2013 επταμ.) ή παράνομες (ΣτΕ 980/2002), προκειμένου να τύχει εφαρμογής σε περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από αποφάσεις ή πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων με τις εγγυήσεις των άρθρων 87 και επομένων του Συντάγματος, και η οποία διακρίνεται κατά το Σύνταγμα από την νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία, θα πρέπει να εναρμονίζεται προς άλλες σχετικές συνταγματικές διατάξεις οι οποίες έχουν ίση τυπική ισχύ (ΣτΕ 292/1984 Ολομέλεια). Στο πλαίσιο αυτό, οι διατάξεις των άρθρων 8, 20 § 1 και 25 § 1 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος διασφαλίζουν την εκδίκαση των διαφορών από προκαθορισμένο με γενικό και αντικειμενικό τρόπο συγκεκριμένο δικαστή και με ορισμένη διαδικασία αποτελεσματική, η οποία, άρα, περιλαμβάνει την οριστική αυθεντική επίλυσή τους από τον δικαστή αυτόν σύμφωνα με την καθιερωμένη οργάνωση απονομής της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς την φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών (άρθρα 93, 94, 96, 98 του Συντάγματος), που είναι αρμόδια και για τον έλεγχο της ορθότητας των σχετικών αποφάσεων ή πράξεων, που μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνισή τους. Η εκδοχή ότι η αναφερθείσα διάταξη του Συντάγματος επιτάσσει την αποκατάσταση από το Δημόσιο της ζημίας που προκαλείται και από την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας έχει ως συνέπεια την άσκηση παρεμπίπτοντος ελέγχου από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως σε σχετικές αποφάσεις ή πράξεις των δικαστικών οργάνων ή άλλων οργάνων που είναι ενταγμένα στην διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Ο έλεγχος της εν γένει ορθότητας των αποφάσεων ή πράξεων των οργάνων αυτών, τα οποία θα είναι μάλιστα και αρμόδια να αποφανθούν και σε τελευταίο βαθμό, στο πλαίσιο της διαδικασίας της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου κατόπιν της εγέρσεως σχετικής διαφοράς που έχει ως κύριο αντικείμενο ήδη εξενεχθείσα δικαιοδοτική κρίση με τις εγγυήσεις και τα αποτελέσματα που διασφαλίζουν οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, οδηγεί στην οριστική επίλυση της αποζημιωτικής διαφοράς αυτής με αυθεντική κρίση και για το παρεμπιπτόντως εξεταζόμενο προεκτεθέν ζήτημα. Κατά τον τρόπο όμως αυτό τελικά το ζήτημα εξετάζεται από δικαστή διαφορετικό από τον φυσικό δικαστή της υποθέσεως, επιλύεται δε με την έκδοση και άλλης αποφάσεως που μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικές ή αντίθετες κρίσεις έναντι της αποφάσεως ή πράξεως που αποτέλεσε αιτία της αποζημιωτικής διαφοράς, καθιστώντας μη αποτελεσματική την παρασχεθείσα ήδη έννομη προστασία από το αρμόδιο δικαστήριο. Για τους προεκτεθέντες λόγους η μέσω της διαδικασίας της εκδικάσεως των διαφορών της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου αμφισβήτηση ενώπιον του δικαστή των διαφορών αυτών παρεμπιπτόντως της κρίσεως δικαστικών οργάνων κατά την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων, που άγει σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας της έννομης προστασίας από τον φυσικό δικαστή, δεν εναρμονίζεται προς τις μνησθείσες διατάξεις των άρθρων 8, 20 § 1 και 25 § 1 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, δεν είναι κατά το Σύνταγμα δυνατός τέτοιος παρεμπίπτων έλεγχος από τον διοικητικό δικαστή πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου, ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (εισαγγελέα, ανακριτή), ενταγμένου στην διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (πρβλ. ΣτΕ 2574/2006 επταμ.). Άλλωστε, ο συνταγματικός νομοθέτης, κατοχυρώνοντας κατ’ αρχήν την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση από ζημιογόνες πράξεις οργάνων του, στάθμισε περαιτέρω την ανάγκη αποζημιώσεως όσων ζημιώνονται από αποφάσεις ή πράξεις δικαιοδοτικών οργάνων με την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας από συγκεκριμένο για κάθε υπόθεση δικαστή προσωπικά και λειτουργικά ανεξάρτητο, θεσπίζοντας ειδικές σχετικές ρυθμίσεις. Οι ειδικές διατάξεις αυτές, που έχουν ίση τυπική ισχύ με την διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, ρυθμίζουν το ζήτημα της ευθύνης προς αποζημίωση από τέτοιες αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις οργάνων ενταγμένων στην άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας κατά την άσκησή της. Ειδικότερα το Σύνταγμα με την διάταξη του άρθρου 7 § 4 καθιερώνει ευθύνη του Κράτους προς αποζημίωση όσων καταδικάσθηκαν, προφυλακίσθηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία, επιβάλλει δε στον νομοθέτη να ορίσει τις σχετικές προϋποθέσεις (βλ. ήδη τις διατάξεις των άρθρων 533 – 545 του κώδικα ποινικής δικονομίας) και με τις διατάξεις του άρθρου 99 ρυθμίζει το ζήτημα της αποζημιώσεως από παράνομες αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών λειτουργών με το θεσπιζόμενο δικαίωμα ασκήσεως αγωγής κακοδικίας και την αντίστοιχη καθιέρωση ευθύνης των ιδίων των δικαστών σε αρμονία προς την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους και με την ανάθεση σε Ειδικό Δικαστήριο του έργου της εκδικάσεως των διαφορών αυτών. Για την αποφυγή των ατερμόνων δικών επί του αυτού ζητήματος με το άρθρο 7 περ. δ΄ του ν. 693/1977 (φ. 262) ορίστηκε ότι δεν χωρεί αγωγή κακοδικίας κατά των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας για τις αποφάσεις επί αγωγών κακοδικίας. Συνεπώς, σύμφωνα με την εν λόγω μειοψηφήσασα γνώμη, ζημία που προκλήθηκε από ποινική δίωξη δεν μπορεί να αποκατασταθεί με εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ (πρβλ. ΣτΕ 2574/2006 επταμ., ΑΠ 256/1996).

6. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το Δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές, ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως έχει ευθεία εφαρμογή στην περίπτωση ζημιογόνας δράσεως οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθετήσεως αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφ’ όσον δε το Σύνταγμα, κατά την προηγούμενη σκέψη, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας, προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη. Μειοψήφησαν οι … οι οποίοι διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Με το άρθρο 105 ΕισΝ ΑΚ επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως. Η διάταξη αυτή, παρά την ευρεία διατύπωσή της, αναφερόμενης σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Για την νομιμότητα των πράξεων αυτών (αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων), κατ’ επιταγή του Συντάγματος που προκύπτει από την οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς την φύση των αναφυόμενων δικαστικών διαφορών (άρθρα 93, 94, 96), ο νόμος καθιερώνει συγκεκριμένο σύστημα ελέγχου στους κόλπους των ιδιαιτέρων κλάδων της απονομής της δικαιοσύνης. Οι πράξεις, επομένως, αυτές ελέγχονται υποχρεωτικώς, κατά το Σύνταγμα, από δικαστικά όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο και κατά ορισμένη διαδικασία, δεν καταλείπεται δε έδαφος παρεμπίπτοντος ελέγχου τους από διοικητικό δικαστήριο αρμόδιο να αποφαίνεται για την κατ’  άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ευθύνη του Δημοσίου. Ειδικότερα, δεν υπόκεινται σε τέτοιο παρεμπίπτοντα έλεγχο πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις ποινικού δικαστηρίου, ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (εισαγγελέα, ανακριτή), ενταγμένου στην διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (πρβλ. ΣτΕ 2574/2006 επτ.). Ως όργανα δε ενταγμένα στην διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης νοούνται και οι αστυνομικοί υπάλληλοι όταν ενεργούν υπό την εποπτεία ή κατόπιν εντολών εισαγγελικού λειτουργού και σύμφωνα με αυτές. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου και, ειδικότερα, από ποινική δίωξη δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Σύμφωνα όμως με την προηγούμενη σκέψη, η διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην σκέψη αυτή έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, και τους όρους υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από όργανα ενταγμένα στην διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, πέρα της από το άρθρο 7 § 4 του Συντάγματος προβλεπόμενης περιπτώσεως αποζημιώσεως των αδίκως προφυλακισθέντων ή καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους και, συγκεκριμένα, ζημία που προκλήθηκε από ποινική δίωξη, η οποία κρίθηκε μη νόμιμη με αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Επιβάλλει, δηλαδή, τον καθορισμό των κατάλληλων προϋποθέσεων υπό τις οποίες αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε από την δράση των ενταγμένων στην διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης οργάνων, όταν εκ των υστέρων προκύπτει ότι τα όργανα αυτά κατά την εκτέλεση της αποστολής τους για την καταπολέμηση του εγκλήματος και την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης χάριν του καλού του κοινωνικού συνόλου εσφαλμένως εκτίμησαν ως ποινικώς κολάσιμη ανθρώπινη ενέργεια ή συμπεριφορά. Μειοψήφησαν επίσης οι …., οι οποίοι, εν όψει της αναφερθείσας απόψεώς τους, υποστήριξαν ότι ο νομοθέτης δεν έχει υποχρέωση να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους υπό τους οποίους αποκαθίσταται ζημία που προκαλείται από εν γένει αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου τους, για τους λόγους που αναφέρονται στη μειοψηφούσα γνώμη των Συμβούλων αυτών, η οποία παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη. Για τους ίδιους λόγους δεν είναι δυνατή και η ευθεία ή η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ στις αναφερθείσες περιπτώσεις παράνομων ζημιογόνων αποφάσεων ή πράξεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους και συγκεκριμένα ενταγμένων στην διαδικασία της ποινικής διαδικασίας».

2. Εν όψει της φύσης του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/2016 επταμ., 1330/ 2016), το δε Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους (πρβλ. ΣτΕ, 1047, 49/ 2016 και ΔΕΕ C-173/2003, Traghetti del Medi­terraneo κατά Ιταλίας της 13.6.2006, C-224/01, Köbler κατά Αυστρίας της 30.9.2003). 

Είναι χαρακτηριστική η κρίση της 2527/ 2019 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ): «Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφ’ όσον δε το Σύνταγμα, κατά την προηγούμενη σκέψη, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/2016 επταμ., 1330/ 2016) της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΟλΣτΕ 1501/2014, 1330/2016, 1533-4/2018)».

3. Η μη επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής «προδήλου σφάλματος» του δικαστικού λειτουργού (βλ. ΣτΕ 1607/2016) ή μη απόδειξη τέτοιου προδήλου σφάλματος δεν θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), η δε κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί (Διοικ ΠρΑθ 3350/2019).

Συμπερασματικά: Με την απόφαση Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) Ολ. 1501/2014,  η Ολομέλεια επέλυσε σημαντικά ζητήματα, αναφορικά με το καθεστώς της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. α.-Έθεσε το συνταγματικό έρεισμα της ευθύνης (δέχθηκε ότι εφαρμόζεται ο συνταγματικός κανόνας της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών που αποτυπώνεται στο άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος).β.- Το δικαστήριο προσδιόρισε την ευθύνη των οργάνων του δημοσίου  από νόμιμες πράξεις γ.- καθώς και την ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας (όπου ανάγεται σε κανόνα η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου, η διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος)[81].

 

3.2.- Νομολογιακή αντιμετώπιση υπό το πνεύμα της 1501/2014 ΣτΕ

 

1.- Η υπόθεση «Κannabishop» είναι μια από τις απολύτως ενδεικτικές, που αναφέρεται στο πως αντιμετωπίζεται η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αφού ο ιδιοκτήτης της αντιμετώπισε ουκ ολίγα δεινά από το 1998 όταν άνοιξε το πρώτο κατάστημά του. Οι διωκτικές αρχές θεώρησαν πως αυτό ουσιαστικά αποτελεί διαφήμιση ναρκωτικών ουσιών, τον συνέλαβαν, κατάσχεσαν τα εμπορεύματα, ενώ παραπέμφθηκε από τον εισαγγελέα στον τακτικό ανακριτή. Διώχτηκε ποινικά, αλλά το 1999 αθωώθηκε με το σκεπτικό ότι «ο διακριτικός τίτλος «Κannabishop» και η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μίσχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκαλυμμένη και έντεχνη διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών ή πρόκληση σε παράνομη χρήση τους». Το Γενικό Χημείο του Κράτους, αποφάνθηκε ότι τα προϊόντα που κατασχέθηκαν «είτε δεν περιείχαν την ναρκωτική ουσία της τετραϋδροκανναβινόλης, είτε την περιείχαν σε ελάχιστο βαθμό χωρίς να είναι εφικτή η ανάκτησή της ή απομόνωσή της». Ο καταστηματάρχης ζήτησε αποζημίωση από το δημόσιο για την αξία των εμπορευμάτων, ηθική βλάβη κ.λπ., το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή του, αλλά το Διοικητικό Εφετείο του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 14.673,51 ευρώ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση 1501/2014), πέραν τυχόν ευθύνης των αστυνομικών οργάνων, δεν αποκλείει την ύπαρξη ευθύνης του εισαγγελικού λειτουργού, που έδωσε την σχετική παραγγελία στα αστυνομικά όργανα.

Το ελληνικό δημόσιο υποχρεούται να αποζημιώσει πολίτη για ζημία που του προκλήθηκε από «πρόδηλο σφάλμα» δικαστικού. Αυτό αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1501/2014 απόφασή του με αφορμή υπόθεση που έφτασε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η οποία εκκρεμούσε στη Δικαιοσύνη 16 χρόνια. (Βλ. νεότερη νομολογία όμως ΟλΣτΕ 799-803/2021 κατωτέρω).

2. Όπως, εξάλλου, έχει κριθεί για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και μέχρις ότου ρυθμισθεί νομοθετικά ειδικώς η ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα είναι αναλόγως εφαρμοστέο και στην περίπτωση που οι πράξεις των οργάνων αυτών, από τις οποίες προκαλείται ζημία δυνάμενη να αποδοθεί σε πρόδηλο, υπό την ανωτέρω έννοια, σφάλμα τους, είναι κατά περιεχόμενο διοικητικής φύσης και συνδέονται στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων (ΣτΕ 48/2016). Εξάλλου, με την ειδική επισήμανση της κατωτέρω νομολογικής μεταβολής των 800-803/2021 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο υποχρεούτο με να αποκαταστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, κάθε θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΣτΕ 2150/2017, 451/2013 7μ., 1491/2010, 2706/2009 7μ.). 

3. Τέλος, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων, όπως ερμηνεύθηκαν από την με την ειδική επισήμανση της κατωτέρω νομολογικής μεταβολής των 800-803/2021 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ανεξαρτήτως της αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορούσε να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ (ΣτΕ 1300/ 2014, 3322/2012 7μ.).

 

4. Η Μεταστροφή της νομολογίας ΣτΕ 799-803/2024[82]:

 

4.1.- Μεταστροφή της νομολογίας του ΣτΕ για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου (ΟλΣτΕ 799/2021) 

 

Α) Με την απόφαση ΟλΣτΕ 799/2021, δημοσιευθείσης επί αγωγής που εισήχθη με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκαν τα εξής: Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, εξαιτίας παραβίασης κανόνα του ενωσιακού δικαίου, είναι οι εξής: α) Ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, β) η παράβαση του κανόνα αυτού να είναι κατάφωρη και γ) να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας των ιδιωτών. Η δε εφαρμογή της αρχής της ευθύνης του κράτους μέλους για αποφάσεις εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν επιτρέπεται να τεθεί σε κίν­δυνο από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου.

Κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, ειδικώς περί ζημιογόνων πράξεων δικαστικών οργάνων αναφορικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, οι διατάξεις του Συντάγματος ερμηνεύονται σε αρμονία με τη ως άνω βασική αρχή του ενωσιακού δικαίου να αποζημιώνεται από το Δημόσιο και η ζημία ιδιωτών από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης από εθνικά δικαστήρια, υπό τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζει η νομολογία του ΔΕΕ και τρέπουν την ευχέρεια του νομοθέτη για ρύθμιση της αποζημιωτικής ευθύνης από πράξεις οργάνων της Δικαιοσύνης σε υποχρέωση στην περίπτωση αυτή. Και πάλι, όμως, οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις οφείλουν να σταθμίσουν, κατά τρόπο πρόσφορο, την εν λόγω υποχρέωση με την συνταγματική απαίτηση για σεβασμό της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης. 

Β) Κρίθηκε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία ότι μέχρι να θεσπισθεί τυχόν ειδική διαδικασία, η σχετική έννομη προστασία νομίμως παρέχεται με την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αρχήν αναλόγως, η δε θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό διέπεται από τις προϋποθέσεις που όρισε το ΔΕΕ με την προαναφερόμενη νομολογία.

Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δεν υφίσταται νομοθετική ρύθμιση για την αποζημίωση από παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία, η δε διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝ ΑΚ ούτε λαμβάνει μέριμνα για τη δικαστική ανεξαρτησία, την εύρυθμη απονομή και το κύρος της Δικαιοσύνης, ούτε παρίσταται πρόσφορη προς τούτο.

Γ) Εν συνεχεία, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι επί αγωγών αποζημίωσης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του ενωσιακού δικαίου οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 § 1 περ. η του ν. 1406/ 1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης.

Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 § 1 περ. η του ν. 1406/ 1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνει και την εκδίκαση διαφορών επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας, στην οποία ανήκει το δικαστήριο αυτό, επομένως και όταν πρόκειται για απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.

Δ) Εν προκειμένω, ζητήθηκε αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για αποκατάσταση βλάβης που ο ενάγων υπέστη από την, κατά τους ισχυρισμούς του, κατάφωρη παραβίαση από δικαστικά όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας (Ειρηνοδικείο και Άρειος Πάγος) των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζουν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Με την απόφαση 799/ 2021 κρίθηκε, σε συνέχεια της ανωτέρω γνώμης της πλειοψηφίας, ότι η επίδικη αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου αποδιδόμενων σε αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η ένδικη αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Συνεπώς: α) Είναι δυνατή η επιδίωξη αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, εξαιτίας παραβίασης κανόνα του ενωσιακού δικαίου, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις β) ότι μέχρι να θεσπισθεί τυχόν ειδική διαδικασία, η σχετική έννομη προστασία νομίμως παρέχεται με την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ γ) η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθί-στανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης.

 

4.2. Μεταστροφή της νομολογίας του ΣτΕ για παραβίαση του εθνικού δικαίου ΟλΣτΕ 801-803/2021[83]

 

Με τις αποφάσεις ΟλΣτΕ 801-803/2021 δημοσιευθείσες επί αγωγών, οι οποίες εισήχθησαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης, κρίθηκαν κατά πλειοψηφία τα εξής: Στο άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία παράνομες ή όταν αυτές είναι μεν νόμιμες, αλλά προκαλούν βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπουν οι πράξεις αυτές, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στον νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους.

Κατά τη μία μειοψηφούσα γνώμη, η διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, ως θεμέλιο της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, δεν καταλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την κατηγορία των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, δοθέντος ότι αποζημίωση από πράξεις της κατηγορίας αυτής προβλέπεται ειδικώς στο Σύνταγμα (άρθρο 7 § 4 περί ευθύνης του Δημοσίου για άδικη ποινική καταδίκη και στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, άρθρο 99 περί ευθύνης των δικαστικών λειτουργών για κακοδικία, στο οποίο μάλιστα προβλέφθηκε και αρμόδιο ειδικό δικαστήριο), χωρίς πάντως να αποκλείεται η ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να διευρύνει τις περιπτώσεις αποζημίωσης από ζημιογόνες δικαιοδοτικές πράξεις, έπειτα από στάθμιση, κατά πρόσφορο τρόπο, της ανάγκης αποζημίωσης από τις συνταγματικές απαιτήσεις ως προς την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αλλά και σε συμφωνία προς τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Κατά την έτερη μειοψηφούσα γνώμη, από τις διατάξεις των άρθρων 7 § 4 και 99 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το θέμα της ευθύνης του Κράτους από την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε εξαίρεσε το θέμα της ανωτέρω αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους από το ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 4 § 5. Συνεπώς, η αναγνώριση της ευχέρειας, πολλώ δε μάλλον της υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη, να ρυθμίσει, χωρίς μάλιστα ειδική διασφαλιστική της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης συνταγματική πρόβλεψη, τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της «ορθότητας» των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων από άλλο δικαστή, διαφορετικό από τον φυσικό, δεν συνάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρούμενη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, πλήττοντας την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας (άρθρα 8, 20 § 1 και 87 § 1 Συντάγματος). Άλλο δε είναι το ζήτημα, κατά την ίδια μειοψηφούσα γνώμη, της ευθύνης του Δημοσίου από αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εξάλλου, όπως περαιτέρω κρίθηκε κατά πλειοψηφία, οι διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, ενόσω δεν υφίσταται, σε εκτέλεση της προεκτεθείσας επιταγής του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η δε γενόμενη δεκτή με την απόφαση ΟλΣτΕ 799/2021 υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφύλαξης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια.

Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη και σε συνέχεια προηγούμενης νομολογίας του Δικαστηρίου (ΟλΣτΕ 1501/2014), εφόσον το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, η δικαστική επιδίωξη των σχετικών αξιώσεων χωρεί κατ’ επίκληση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένου (θεμελίωση ευθύνης από πρόδηλο σφάλμα του ενταγμένου στη δικαστική λειτουργία οργάνου).

Όπως περαιτέρω κρίθηκε κατά πλειοψηφία, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, ώστε ο νομοθέτης οφείλει να ρυθμίσει τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο. 

Κατά τη μία μειοψηφούσα γνώμη, η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 1 § 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983) περιλαμβάνει και την εκδίκαση διαφορών αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκουν τα όργανα αυτά. Κατά την έτερη μειοψηφούσα γνώμη, λόγω της ιδιότητας του προσώπου που εξέδωσε τη φερόμενη ως μη ορθή και ζημιογόνο απόφαση ή τέλεσε φερόμενη μη ορθή πράξη ή παράλειψη, ο δικαστής της αγωγής αποζημίωσης δεν θα πρέπει να ανήκει στο ίδιο Σώμα ή στον ίδιο Κλάδο της Δικαιοσύνης.

Στις προκείμενες περιπτώσεις, ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝ ΑΚ, τόσο ευθέως, όσο και αναλόγως εφαρμοζόμενο, κατά τα κριθέντα με την απόφαση ΟλΣτΕ 1501/2014, για την αποκατάσταση της βλάβης που οι ενάγοντες κατά τους ισχυρισμούς τους υπέστησαν εξαιτίας σφαλμάτων, άλλως προδήλων σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσαν, αντίστοιχα, τα διοικητικά δικαστήρια της ουσίας και – κυρίως – το Συμβούλιο της Επικρατείας με αποφάσεις τους επί αχθείσης διαφοράς ενώπιον τους (ΟλΣτΕ 802/2021), οι εισαγγελικοί λειτουργοί (ΟλΣτΕ 803/2021), καθώς και οι αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές (ΟλΣτΕ 801/2021). Κατά την πλειοψηφία, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζόμενου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Εξάλλου, την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ δεν δύναται να δικαιολογήσει το γεγονός ότι με τις προκείμενες αποφάσεις επέρχεται μεταστροφή της πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου (ΟλΣτΕ 1501/ 2014), καθώς μόνον υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις κωλύεται η άμεση εφαρμογή των κανόνων που προκύπτουν από τη νομολογιακή μεταστροφή. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, ωστόσο, επιβάλλεται η εξέταση των υπό κρίση αγωγών με βάση τα κριθέντα με την απόφαση ΟλΣτΕ 1501/2014, καθώς η επελθούσα εν προκειμένω μεταστροφή της νομολογίας δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη από τους ενάγοντες.

ΟλΣτΕ 800/2021

Θ) Όμοια είναι η κρίση του Δικαστηρίου και στην απόφαση ΟλΣτΕ 800/2021 επί αιτήσεως αναιρέσεως που εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητάς της.

Στην προκείμενη περίπτωση, ζητήθηκε αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, τόσο ευθέως, όσο και αναλόγως εφαρμοζόμενο, κατά τα κριθέντα με την απόφαση ΟλΣτΕ 1501/2014, για την αποκατάσταση της βλάβης που ο αιτών κατά τους ισχυρισμούς του είχε υποστεί εξαιτίας σφαλμάτων, άλλως προδήλων σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσε με απόφασή του ο Άρειος Πάγος κατά την εκδίκαση υπόθεσής του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο που δίκασε κατ’ ουσίαν την αγωγή, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, υπερέβη τη δικαιοδοσία του, για τον λόγο δε αυτό, τον οποίο εξέτασε αυτεπαγγέλτως, αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη.

Συνεπώς  δεν είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων.

 

4.3.-H νομολογία μετά την μεταστροφή της νομολογίας δια των 799-803/2021 αποφάσεων ΣτΕ

 

1. Με την 3409/2024 ΔΕφΑθ κρίθηκε: «Οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες» (Βλ. και ΔΕφΑθ 2850/2024, 2747/2024 αφορούν σφάλματα δικαστικών, αλλά και αστυνομικών ενεργούντων ως προανακριτικών υπαλλήλων), βλ. και 1246/2023)».

2. Οι αποφάσεις ΣτΕ 1360-1361/2021 έκριναν: «Οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Ωστόσο,  η διάταξη  του  άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της εκτάσεως των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκαταστάσεως της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες.»

 

5.- Το ΕΔΔΑ: ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ[84]

 

5.1.- Τα ζητήματα που ανέκυψαν με τις ανωτέρω αποφάσεις και ιδίως με την 800/2024 απόφαση, τελικώς οδηγήθηκε στο ΕΔΔΑ, το οποίο με την ιστορική απόφασή του ΖΟΥΜΠΟΥ­ΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (No. 3) (57246/21)., που αφορά το ζήτημα της ευθύνης αποζημίωσης του Δημοσίου από νόμιμες πράξεις και από ζημιογόνες ενέργειες των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας λόγω πρόδηλου σφάλματος κατ’ άρθρο 105-106 ΕισΝΑΚ έκρινε ότι: «Άρθρο 6 § 1 (αστικές) - Πρόσβαση στη δικαιοσύνη - Προσφυγή κατά του Δημοσίου για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε από την απόρριψη από το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας) της αναίρεσής του, για νομικά ζητήματα που διαπιστώθηκαν από το Δικαστήριο στην υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας (77574/ 01) να έχουν παραβιάσει το άρθρο 6 § 1, κρίθηκε απαράδεκτο λόγω αναρμοδιότητας από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (ΣτΕ)- Το εθνικό δίκαιο περί ευθύνης του Δημοσίου ερμηνεύεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι δεν επιτρέπει αξιώσεις για ζημίες που προκλήθηκαν από πρόδηλο σφάλμα δικαστικού οργάνου έως ότου θεσπιστεί ειδική νομοθεσία που ρυθμίζει την ευθύνη αυτή-Η ερμηνεία του ΣτΕ δεν συμβαδίζει με την προηγούμενη νομολογία του, που εφαρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις το ισχύον εσωτερικό δίκαιο αναλογικά, λόγω της μη ύπαρξης ειδικού νόμου για σφάλματα δικαστών, και έτσι οδηγήθηκε για πρώτη φορά απαράδεκτο στην περίπτωση του προσφεύγοντος - Καμία ένδειξη αισθητής νομολογιακής εξελίξεως αποκλίνουσας από την προηγουμένη νομολογία του ΣτΕ - Η νέα ερμηνεία είχε ως αποτέλεσμα η αξίωση του προσφεύγοντος να μην είναι δικαστικά επιδιώξιμη στο διηνεκές (ad infini­tum) και αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε τυχόν μελλοντικές αξιώσεις αποζημίωσης από αυτόν κατά του Δημοσίου για τα εικαζόμενα λάθη των πολιτικών δικαστηρίων μέχρι την θέσπιση ειδικής νομοθεσίας- Περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο του προσφεύγοντος για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου σε βάρος του -Δυσανάλογη επιβάρυνση που επιβάλλεται στον προσφεύγοντα - Η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο προσβάλλεται».

5.2.- Η ιστορική απόφαση του ΕΔΔΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (No. 3) (57246/ 21, έκρινε ότι σύμφωνα με άρθρο 6 § 1 της ΕΣ ΔΑ, δεν μπορεί να εμποδισθεί η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, υφισταμένης αστικής ευθύνης του Δημοσίου, από πράξεις των οργάνων του Κράτους και μάλιστα της δικαστικής λειτουργίας (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/2016 επταμ., 1330/2016). 

Η απόφαση του ΕΔΔΑ επί της προσφυγής «Υπόθεση ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ[85] (No. 3) (57246/21), η οποία δημοσιεύθηκε την 5η Ιουνίου 2024 είναι η σημαντική απόφαση, με την οποία βάσει των διατάξεων της ΕΣΔΑ και μάλιστα του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ (δίκαιη δίκη) η απόφαση 800/2021 της ΟλΣτΕ. Η σημασία της εκτενούς, πολυσέλιδης απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ είναι αναμφισβήτητα ιδιαίτερα μεγάλη. Το κρίσιμο ζήτημα που απασχόλησε το ΕΔΔΑ είναι η κρίση του ΣτΕ στην 800/2021 «ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες». Η ΕΣΔΑ αποτελώντας μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου, ερμηνεύεται κυρίως και εφαρμόζεται από τα αρμόδια όργανα του κράτους και τα δικαστήρια, τα οποία και δεσμεύονται από αυτήν. Ο φυσικός δικαστής της εφαρμογής ή μη της ΕΣΔΑ κατά πρώτον είναι ο εθνικός δικαστής και στην προκειμένη περίπτωση το ΣτΕ. Η νομολογία στο ζήτημα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κυμαίνεται με επί μακρόν πλήρη αρνητική θέση της νομολογίας και μεταγενέστερες πρόσφατες τις απόψεις: 1) Την ιστορική απόφαση Ολομελείας Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) Ολ. 1501/2014, η οποία αποτελεί τη ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του και των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο παράνομες, όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες. 2) Η μεταβολή της νομολογίας που προκλήθηκε από απόφαση εθνικού δικαστηρίου επήλθε με τις 799-803/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Η εξέλιξη του ζητήματος είναι η αποδοχή της άποψης ότι το Δημόσιο ευθύνεται για αποζημίωση από παραβιάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας από τα όργανα της δικαστικής λειτουργίας και τα δικαστήρια, ενώ για παραβιάσεις της εθνικής νομοθεσίας η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες». 3)Το ανωτέρω  ζήτημα που ανέκυψε με την 800/2021 απόφαση του ΣτΕ, το ΕΔ ΔΑ με την απόφαση στην υπόθεση ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ και αναμένουμε την απόφαση επ’ αυτής του ΣτΕ κατόπιν αιτήσεως επανάληψης της διαδικασίας, που δικάζεται στις 10.10.2025 στην Μείζονα Ολομέλεια του ΣτΕ. Στην ελληνική έννομη τάξη η θέση της ΕΣΔΑ προσδιορίζεται από το άρθρο 28 § 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι διεθνείς συμβάσεις από την στιγμή που κυρώνονται και τίθενται σε ισχύ έχουν τυπική δύναμη υπέρτερη κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου και υπερισχύουν αυτής. Το ζήτημα ανακύπτει από την υποχρέωση εφαρμογής της αποφάσεως του ΕΔΔΑ από το ΣτΕ και τα Διοικητικά Δικαστήρια, ιδίως μετά την κρίση του ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου6 § 1 ΕΔΔΑ. «Η νέα ερμηνεία είχε ως αποτέλεσμα η αξίωση του προσφεύγοντος να μην είναι δικαστικά επιδιώξιμη στο διηνεκές (ad infinitum) και αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε τυχόν μελλοντικές αξιώσεις αποζημίωσης από αυτόν κατά του Δημοσίου για τα εικαζόμενα λάθη των πολιτικών δικαστηρίων μέχρι την θέσπιση ειδικής νομοθεσίας. Περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο του προσφεύγοντος για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου σε βάρος του. Δυσανάλογη επιβάρυνση που επιβάλλεται στον προσφεύγοντα. Η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο προσβάλλεται».

Μετά την ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ, υπεβλήθη  αίτηση ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της 800/ 2021 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αίτηση επανάληψης διαδικασίας[86], ασκήθηκε βάσει των διατάξεων του άρθρου 69Α του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), με αυτήν δε γίνεται επίκληση της απόφασης του του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ[87] (No. 3) (57246/21), Με την απόφαση αυτή, η οποία κατέστη οριστική, διαπιστώθηκαν από το ΕΔΔΑ παραβιάσεις των δικαιωμάτων του αιτούντος κατά το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στο πλαίσιο της εκδίκασης αιτήσεως αναιρέσεως της */ 2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της */2015 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση είχε απορριφθεί η από * αγωγή του, με την οποία είχε ζητήσει, , να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει το ποσό των * δολαρίων ΗΠΑ ή το ισόποσό του σε ευρώ κατά το χρόνο εξόφλησης, καθώς και το ποσό των * ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία κατά τους ισχυρισμούς του υπέστη λόγω της απόρριψης, με την */2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, ως αορίστων των δύο προτασσόμενων λόγων του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως που αυτός είχε ασκήσει κατά της */ 1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, και της συνακόλουθης επικύρωσης της κρίσης του Εφετείου περί απορρίψεως, ως νόμω αβάσιμης, της από *1998 αγωγής του κατά του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το μέρος που με αυτή επιδίωκε να του επιδικαστεί προσαύξηση -λόγω τέκνων- του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής που ελάμβανε υπό την ιδιότητά του ως υπάλληλου της Πρεσβείας της Ελλάδας *, με βάση σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.

Το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ επιβάλλει στα 47 συμβαλλόμενα κράτη να συμμορφώνονται[88] με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις οποίες ήταν διάδικοι. (Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ Hornsby κατά Ελλάδος, απόφαση της 19 Μαρτίου 1997). Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, εντάσσεται στο πλαίσιο της εκπλήρωσης κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ, της υποχρέωσης της χώρας για εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Το ΣτΕ στην 993/2024 έκρινε: «3. Επειδή, το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι: «1. Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι. 2. Η οριστική απόφαση του Δικαστηρίου διαβιβάζεται στην Επιτροπή Υπουργών, η οποία εποπτεύει την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. 3. [...]». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 46 της ΕΣΔΑ, το κράτος μέλος υποχρεούται όχι μόνο να πληρώσει στον προσφεύγοντα την αποζημίωση που του επιδικάσθηκε με την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ αλλά επίσης να λάβει στην έννομη τάξη του μέτρα, ατομικού ή/και γενικού χαρακτήρα, προκειμένου να τερματίσει την παράβαση που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ και να άρει τα αποτελέσματά της, ώστε να περιέλθει ο προσφεύγων, στο μέτρο του δυνατού, στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράβαση αυτή [βλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 30.6.2009, 32772/02, VgT v. Switzerland (Νο. 2), σκέψη 85 – πρβλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 13.7.2000, 39221/98 & 41963/98, Scozzari & Giunta v. Italy, σκέψη 249 και γαλλικό Conseil d’ Etat, 30.7.2014, 358564, M. Vernes, σκέψεις 3-4], δεδομένου ότι η σχετική, διαπιστωτική της παράβασης, απόφαση του ΕΔΔΑ στερείται διαπλαστικού χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ότι δεν έχει ως συνέπεια την ακύρωση, την εξαφάνιση ή την αναίρεση της δεσμευτικότητας και των έννομων συνεπειών των οικείων αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων (βλ. ΕΔ ΔΑ 9.6.2016, 66602/09 και 71879/12, Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας, σκέψη 73 – πρβλ. Conseil d’ Etat, 358564, op. cit., σκέψη 5). Εξάλλου, ναι μεν το κράτος μέλος διαθέτει περιθώριο εκτίμησης ως προς τα μέσα που επιλέγει για να ανταποκριθεί στο ανωτέρω καθήκον του (βλ. ΕΔΔΑ Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδας, op. cit., σκέψη 73), αλλά τα μέσα αυτά πρέπει να είναι ικανά να οδηγήσουν στην αποτελεσματική εκπλήρωση της εν λόγω διεθνούς υποχρέωσής του (πρβλ. ΕΔΔΑ VgT v. Switzer­land, op. cit., σκέψη 88), η οποία βαρύνει τα όργανά του, συμπεριλαμβανομένων των δικαιοδοτικών. Ειδικότερα, σε υπόθεση όπως η παρούσα, η επανάληψη της εθνικής ένδικης διαδικασίας, στην οποία σημειώθηκε η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παραβίαση της ΕΣΔΑ, μέσω της επανεξέτασης από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο του (απορριφθέντος) ενδίκου μέσου, προκειμένου να αρθεί η επίμαχη παράβαση και να εξαλειφθούν ex tunc οι συνέπειές της, συνιστά, κατ’ αρχήν, πρόσφορο μέσο (ενδεχομένως, δε, ανάλογα με την περίπτωση, και το μόνο ή το πλέον κατάλληλο μέσο) πλήρους και προσήκουσας εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ (πρβλ. ΕΔΔΑ VgT v. Switzerland, op. cit., σκέψεις 88-90). Συνεπώς, διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που προβλέπουν ένδικο μέσο επανάληψης της διαδικασίας αναφορικά με αμετάκλητη δικαστική απόφαση πρέπει να ερμηνεύονται από τον εθνικό δικαστή ενόψει της ως άνω υποχρέωσης του κράτους για αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, με τις οποίες του αποδίδεται παραβίαση της ΕΣΔΑ ( βλ. ΣτΕ 1992/2016 7μ.)

 

5.3. Η νομολογία μετά την απόφαση Ζουμπουλίδης 

 

Απορριπτική υπήρξε η απόφαση 1043/2025 του ΔΕΦ  Θεσσαλονίκης επί αγωγής κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, για εσφαλμένη η κρίση της δικαστικής απόφασης, καθώς ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι «το δικαστήριο προχώρησε αυθαίρετα σε μία contra legem ερμηνεία». Το δικαστήριο έκρινε περαιτέρω : «είναι διάφορο το ζήτημα της δυνατότητας του εκκαλούντος να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, έχουσα ως βάση την παράλειψη του νομοθέτη να θεσπίσει την επιτασσόμενη νομοθετική ρύθμιση, εκ της οποίας (παράλειψης) θίχθηκε το δικαίωμά του για παροχή δικαστικής προστασίας κατά παράβαση του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ (πρβλ ΣτΕ 4702/2012, 751/2011, 243/2011)»[89] Η κρίση αυτή κατά την άποψη μας εσφαλμένα παραγνωρίζει πλήρως την γνωστή λόγω ευρείας δημοσιότητάς, Απόφαση του ΕΔΔΑ και θεωρώ ότι  είναι σε αντίθεση με τις Αρχές του Κράτους δικαίου  και τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ 1 του Συντάγματος και 6 παρ 1 ΕΣΔΑ, αγνόησε ότι υπάρχει παράλειψή νομοθέτησης , όταν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος ,όπως παγίως  δέχεται η νομολογία και εν προκειμένω η ΕΣΔΑ είναι κανόνας  δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος.(βλ ΣτΕ 1131/ 2020).

 

Δ. Συμπερασματικά για την αστική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνες ενέργειες των οργάνων της εκτελεστικής, νομοθετικής εξουσίας

 

Ι. Κατά εθνικό δίκαιο: 

 

1.Σύμφωνα με τις διατάξεις και προϋποθέσεις του ΕισΝΑΚ(άρθρα 104,105,106).

2. Σύμφωνα με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συν­εισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012).

Ι.- Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται: 1) παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, 2) επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας (βλ. ΣτΕ 1396/2014 7μ. σκ. 12, 2271/2013 7μ. σκ. 4, 3839/2012 7μ. σκ. 5, 347/2012 σκ. 5 κ.ά.). 

ΙΙ.-Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία (βλ. ΣτΕ 1184, 266/2013, 4100/ 2012 κ.ά.). 

ΙΙΙ.-Οι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (πρβλ. ΣτΕ 322/2009 επτ. κ.ά.).

IV.- Αγωγή αποζημιώσεως δεν μπορεί να ασκηθεί για την αναγνώριση της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας εννόμων σχέσεων ή δικαιωμάτων, αλλά μόνο για την αναγνώριση ή καταψήφιση χρηματικής αξιώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2112/ 1995).

V.- Όταν το δικαίωμα αποζημίωσης προέρχεται ευθέως από ειδικές διατάξεις, όταν δηλαδή υποστεί κάποιος βλάβη προερχόμενη από τη σύννομη δράση του κρατικού οργάνου, όπως, ενδεικτικά, επίταξη, αναγκαστική απαλλοτρίωση κ.λπ., τότε το δικαίωμά του καθορίζεται όπως προσδιορίζεται από τις ειδικές διατάξεις, χωρίς όμως να αποκλείεται η άσκηση αγωγής αποζημίωσης των άρθρων 104, 105, 106 ΕισΝΑΚ εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις.

VI.- Η διάταξη του άρθρου 4 § 5 Συντάγματος δεν έχει εφαρμογή επί της παράνομης αστικής ευθύνης του Κράτους, της οποίας το νομικό έρεισμα είναι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, γιατί οι παράνομες πράξεις ή παραλείψεις δεν συνδέονται (ως παράνομες) με την ικανοποίηση ορισμένου δημοσίου συμφέροντος.

 

ΙΙ. Από παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου

 

Άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, με ανάλογη, κατ’ αρχήν, εφαρμογή των οικείων προϋποθέσεων (βλ. κατωτέρω ΣτΕ 799/2024).

 

Ε. Συμπερασματικά για την αστική ευθύνη του δημοσίου από ζημιογόνες ενέργειες των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας

 

Ι. Κατά εθνικό δίκαιο: 

 

Με τις αποφάσεις ΟλΣτΕ 800-803/2021 κρίθηκαν κατά πλειοψηφία τα εξής:  Στο  άρθρο  4 § 5 του Συντάγματος θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία παράνομες ή όταν αυτές είναι μεν νόμιμες, αλλά προκαλούν βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπουν οι πράξεις αυτές, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στον νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους. Οι διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, ενόσω δεν υφίσταται, σε εκτέλεση της προεκτεθείσας επιταγής του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος, νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Σημειώνεται ότι: Η ιστορική απόφαση του ΕΔ ΔΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ (No. 3) (57246/21), έκρινε ότι σύμφωνα με άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να εμποδισθεί  η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, υφισταμένης αστικής ευθύνης του δημοσίου, από πράξεις των οργάνων του Κράτους και μάλιστα της δικαστικής λειτουργίας (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/2016 επταμ., 1330/2016). Εκκρεμεί ενώπιον του ΣτΕ Αίτηση Επαναλήψεως διαδικασίας[90] για την α­πόφαση 800/2021 της ΟλΣτΕ, η οποία έκρινε ότι «ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες.» 

Κατά το κοινοτικό δίκαιο:

Με την απόφαση ΟλΣτΕ 799/2021, κρίθηκαν τα εξής: Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από απόφαση εθνικού δικαστηρίου, αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, εξαιτίας παραβίασης κανόνα του ενωσιακού δικαίου, είναι οι εξής: α) Ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, β) η παράβαση του κανόνα αυτού να είναι κατάφωρη και γ) να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας των ιδιωτών. Η δε εφαρμογή της αρχής της ευθύνης του κράτους μέλους για αποφάσεις εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν επιτρέπεται να τεθεί σε κίνδυνο από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου. Μέχρι να θεσπισθεί τυχόν ειδική διαδικασία, η σχετική έννομη προστασία νομίμως παρέχεται με την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αρχήν αναλόγως, η δε θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό διέπεται από τις προϋποθέσεις που όρισε το ΔΕΕ με την προαναφερόμενη νομολογία. Επί αγωγών αποζημίωσης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του ενωσιακού δικαίου οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ 1 περ. η του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης.

 

Στ. Επιγραμματικά για την αστική ευθύνη του δημοσίου από ζημιογόνες ενέργειες των οργάνων του

 

Ι. Κατά την έννοια των διατάξεων του 105, 106 ΕισΝΑΚ, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών αυτών προς εξυπηρέτηση των γενικότερου ενδιαφέροντος σκοπών που επιδιώκονται από το Δημόσιο ή το οικείο ν.π.δ.δ., όχι δε και όταν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε έξω από τον κύκλο των υπηρεσιακών αυτών καθηκόντων του (ΣτΕ 740/2001, 3626/2001). 

ΙΙ. Είναι παράνομη η σχετική εκτελεστή πράξη ή υλική ενέργεια (ή οι αντίστοιχες παραλείψεις) των οργάνων του Δημοσίου ή ορισμένου ν.π.δ.δ., όταν με τη διοικητική αυτή πράξη ή υλική ενέργεια παραβιάζεται κανόνας δικαίου με τον οποίο προστατεύεται δικαίωμα ή συμφέρον του ζημιωθέντος (πρβλ. ΣτΕ 2171/2000, 3303/2001), ενώ και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας (ΣτΕ 4913/1998). 

ΙΙΙ. Κατ’ εφαρμογή των ως άνω άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, ο διοικούμενος δικαιούται να απαιτήσει και διαφυγόν κέρδος, κατά το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση της ειδικής αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. (ΣτΕ 3626/2001, 2171/2000, 4913/ 1998). 

Ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με την πιθανή πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. 

ΙV. Το Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους (πρβλ. ΣτΕ, 1047, 49/ 2016). και ΔΕΕ C-173/2003 Traghetti del Medi­terraneo κατά Ιταλίας της 13.6.2006, C-224/01 Köbler κατά Αυστρίας της 30.9.2003).

V. Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, απαιτείται, μεταξύ άλλων: η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του να είναι παράνομη, ήτοι να παραβιάζεται με αυτή κανόνας δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (ΣτΕ 2898/2014, 898/2014, 750/2011 κ.ά.). 

VI. Απαραίτητη σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης (ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης υλικής ενέργειας) του δημόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας[91]

VΙI. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη (ή παράλειψη ή υλική ενέργεια κ.λπ.) ήταν εξ αντικειμένου επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΣτΕ 969/2018, 1414/ 2017, 2168/2016, 2669/2015, ΟλΣτΕ 4741/2014 κ.ά. Δ. Ράϊκου, Πτυχές της κατ’ άρθρο 105 ΕισΝ ΑΚ προϋπόθεσης της εσωτερικής συνάφειας για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΘΠΔΔ 2008).

VIII. Ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, γεννάται όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνων τους παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που προσιδιάζουν σε συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και την αρχή της καλής πίστης (ΣτΕ 116/ 2019, 484/2018, 15/2018, 1414/2017, 2775/2016, 3539/2015 κ.ά.). 

IX. Η δε ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά την ίδια αυτή διάταξη, είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τυχόν υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) των οργάνων του (ΣτΕ 1370/2018, 15/2018, 1326/2017, 1613/2016 κ.ά.). 

X. Σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ το Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. υποχρεούνται να αποκαταστήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 298 του ΑΚ, κάθε θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή, το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΣτΕ 460/2023, 1109/2022 7μ., 227/2021, 1229/2019, 1678/2017, 3692/2015, 451/2013 7μ. κ.ά.). Τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επιπλέον, να επιδικάσουν σε βάρος του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του ΑΚ (ΣτΕ 2101/2023, 227/ 2021, 1229/2019, 2430/2018 κ.ά.).

 

ΙV. Επίλογος 

 

«Το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου» (ΣτΕ 2527/2019)

 


 


 


[1]. Βλ. Αντώνη Αργυρού «ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-Το δικαίωμα αποζημίωσης» Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση: 2η, 2023 σ. 416.

[2]. Ισχύς από 23.02.1946.

[3]. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν.δ. 7/10.5.1946 (ΦΕΚ Α' 151), τέθηκε σε ισχύ ο α.ν. 2250/1940 «Αστικός Κώδιξ» και ο ΑΝ 2783/1941 «Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικος.

[4]. Βλ. Μ. Στασινόπουλος, Αστική ευθύνη του Κράτους, 1950.

[5]. Βλ. Κ. Δεμερτζής, Περί ευθύνης του Κράτους εκ των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των υπαλλήλων αυτού, Αθήναι 1903, σ. 23, σημ. 8.

[6]. Ο όρος αστική ευθύνη του ∆ημοσίου, αντί αστική ευθύνη του Κράτους, χρησιμοποιείται σύμφωνα με διατύπωση των άρθρων 104- 105 ΕισΝΑΚ, βλ. Πρ. Παυλόπουλος Η αστική ευθύνη του ∆ημοσίου 1986 σ. 33, άλλωστε ο όρος παγίως χρησιμοποιείται από τα δικαστήρια (Ενδεικτικά: ΣτΕ 656/2025, 2126/2024, 2077/ 2024, 2005/2024, 569/2023, 2745/2022, 2047/2022, 1783/2022, 2240/2021, 1951/2021).

[7]. Α.ν. 2783/1941 «Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικος» τέθηκε σε ισχύ από 23.02.1946 (π.δ. 456/1984 (ΦΕΚ Α' 164).

[8] Βλ. ΣτΕ 980/2002, σύμφωνα με τις σκέψεις της οποίας θεμελιώνεται συνταγματικώς η αστική ευθύνη του δημοσίου υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 4 § 5 και 20 § 1 του Συντάγματος.

[9]. Βλ. Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Εκδ. 2017, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 75.

[10]. Βλ. Διάκριση εξουσιών στο άρθρο 26 Συντάγματος. Όργανο του Κράτους είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο διατελεί στην υπηρεσία του Κράτους χωρίς καμιά διάκριση τρόπου διορισμού, βαθμού ή υπηρεσίας, αλλά μετέχει της δημόσιας εξουσίας.

[11]. Για την διαπίστωση της παρανομίας, αρκεί η διαπίστωση παράβασης κανόνα εθνικού ή κοινοτικού δικαίου ή διεθνούς συμβάσεως κυρωθείσης με νόμο, που έχει αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος˙ περιλαμβάνονται και οι ατομικές και οι κανονιστικές πράξεις, ακόμη και οι κυβερνητικές πράξεις (βλ. ΣτΕ 943/2023, 270/2025).

[12]. Βλ. ΣτΕ 1501/2014, 5504/2012, 1330/2016 Ολ., 622/2021.

[13] ΟλΣτΕ 1361/2025. Αίτηση αναιρέσεως κατά απόφασης εκδοθείσης επί αγωγής αποζημιώσεως για βλάβη προκληθείσα από άρνηση του Υπ. Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια κατ’ άρθρ. 923 ΚΠολΔ για αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού Δημοσίου.

[14] Βλ. όμως τις ΣτΕ 799-803/2021 (57246/2021.

[15]. Βλ. ΣτΕ 622/2021(αστική ευθύνη του δημοσίου από βλάβη λόγω εμβολιασμού) και βλ. Π. Παυλόπουλος σε Διοικητικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2010, σ. 314. Π. Παυλόπουλος «Η συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και οι συνέπειές της στην πράξη». Η απόφαση 622/2021 ΣτΕ για την αστική ευθύνη του Δημοσίου από βλάβη λόγω νόμιμου εμβολιασμού σε https://www.constitutionalism. gr/.

[16]. Βλ. (1) ΣτΕ 1258/2024: «αποκατάσταση της πε­ριουσιακής ζημίας που ισχυρίστηκε ότι υπέστη από την αποδυνάμωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της μετά από τη θέσπιση διαδοχικών περιορισμών δόμησης για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας caretta caretta και στη συνέχεια της πλήρους απαγόρευσης δόμησης, εξαιτίας της οποίας δεν μπόρεσε να ανεγείρει ξενοδοχειακό συγκρότημα»(2) ΔΠρΑθ 4978/2022, Τμήμα 25ο: Αν συνεπεία νόμιμης εκτέλεσης αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών, επέλθει θάνατος τρίτου, μη εμπλεκόμενου στην υπόθεση προσώπου, δηλαδή ζημία μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη, ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 § 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη χρηματική ικανοποίηση των οικείων του θανόντος λόγω ψυχικής οδύνης.

[17]. ΣτΕ 867/1988, Ολ. 2633/2014, 535/2019, 18/ 2019.

[18]. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κράτος δικαίου είναι μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Εμπεριέχει την ιδέα ότι τόσο η ίδια η ΕΕ όσο και όλες οι χώρες της ΕΕ διέπονται από ένα νομοθετικό σύνολο (νομοθετικοί κώδικες και διαδικασίες), που εγκρίθηκε με καθιερωμένες διαδικασίες και όχι με αποφάσεις που λαμβάνονται κατά διακριτι­κή ευχέρεια ή κατά περίπτωση.

Εκτός από τη λειτουργική δημοκρατία και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπερι­λαμ­βα­νομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, το κράτος δικαίου αποτελεί ένα από τα πολιτικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι χώρες που επιθυμούν να εντα­χθούν στην ΕΕ.

[19]. Θεμέλιο του κράτους δικαίου αποτελεί η αρχή της νομιμότητας, η οποία συνίσταται στην υποχρέω­ση της Διοίκησης να σέβεται και να εφαρμόζει τις νομοθετικές διατάξεις που της επιβάλλουν ενέρ­γειες ή παραλείψεις, καθώς και στον έλεγχο που της ασκεί η διοικητική δικαιοσύνη για την τήρηση των νόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων της.

[20]. Βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Οι πράξεις κυβερνήσεως υπό το πρίσμα της νεώτερης νομολογίας του ΣτΕ, Ελλ ∆νη 1996. 1483.

[21]. Κατά το άρθρο 45 § 5 του π.δ. 18/1989 «∆εν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας». Ο χαρακτηρισμός μιας πράξεως ως «κυβερνητικής» ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ 105/1981).

[22]. Βλ. ΣτΕ 2389/1953, 1317/1972

[23]. Από την επίσημη ανακοίνωση του ΣτΕ την ιστοσελίδα του: https://www.adjustice.gr/

[24]. Βλ. Προκόπιος Παυλόπουλος, Κανονιστικές διαστάσεις της συνταγματικής κατοχύρωσης του θεσμού της αστικής ευθύνης του δημοσίου. Οι διακυμάνσεις του «διαλόγου» μεταξύ Θεωρίας και Νομολογίας. Σε https://www.constitutionalism.gr/: «Η υποχρέωση του Δημοσίου ν’ αποκαθιστά πλήρως κάθε ζημία ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του έχει, όπως γίνεται καθολικώς πλέον δεκτό στο πλαίσιο της Θεωρίας και της Νομολογίας, και συνταγματική κατοχύρωση, έστω και αν τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στο ισχύον Σύνταγμα».

[25]. Βλ. ΑΠ 157/2024, 1402/2021, 7785/2021 ΔΠρ Αθ), ΣτΕ 1009/2025, βλ. ΣτΕ 1995, 1518/2014, 2559/ 2011, 677/2010, 2557/2006, 3191/2005 19/2024 Πρακτικό συνεδριάσεως του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΤρΣυμβΔΠρ (άρθρο 2 του ν. 3068/2002) Ηρακλείου 665/2021.

[26]. Βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, Η συμμόρφωση της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις μετά την αναθεώρηση του άρθρου 95 § 5 του Συντάγματος, σε: Συμμόρφωση της Διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις – Μέτρα εκτέλεσης των αποφάσεων μέσω δικαστικής συνδρομής, Πρακτικά Συνεδρίου (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2002) 281.

[27]. Βλ. Πρεβεδούρου Ευγενία «Η προσωπική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών και η αγωγή κακοδικίας υπό το πρίσμα της κοινοτικής νομολογίας» Στοιχεία περιοδικού: Ευρωπαίων Πολιτεία, τευχ. 2 [2007] σ. 499-52.

[28]https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/dak7 _07.htm

[29]. Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, «Εξελίξεις στην αίτηση ακυρώσεως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΘΠΔΔ, 4-5/2018. 292 επ. Βλ. K. Μενουδάκος, «Η Σύμβαση του Άαρχους και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για την πληροφόρηση και συμμετοχή των πολιτών», Νόμος και Φύση, Νοέμβριος 2007.

[30] Βλ. μελέτη της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, ΠτΔ, «Χωροταξία και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» δημοσιευμένη στη ΘΠΔΔ 2014. 97.

 

[31]. Βλ. ΣτΕ 1501/2014 Ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας (με σχόλιο ΑντώνηΑργυρού) σε ΝοΒ 2015. 1287, Ε. Πρεβεδούρου «Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου: Νομολογικές εξελίξεις στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: ΟλΣτΕ 1501/2014 (ευθύνη από νόμιμες πράξεις, ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας, 19.03.2018) σε https://www.pre­vedourou.gr/».

[32]. Σύμφωνα με την οποία υπάρχει ευθύνη προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης από νόμιμη πράξη εμβολιασμού.

[33]. Πλημμελής άσκηση εποπτικής δραστηριότητας του Κράτους επί ασφαλιστικών εταιρειών και αποκατάσταση της σχετικής ζημίας των ασφαλισμένων.

[34]. «... Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στον καθορισμό του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου συγχωρείται η ανάκληση των παρανόμων ατομικών διοικητικών πράξεων, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 4 § 5 και 20 § 1 του Συντάγματος, στις οποίες θεμελιώνεται συνταγματικώς η αστική ευθύνη του Δημοσίου, δεν αποκλείουν την εν λόγω ευθύνη σε όσες περιπτώσεις οι διοικούμενοι δεν έχουν προκαλέσει υπαιτίως την έκδοση των ανακαλουμένων παρανόμων πράξεων».

[35]. Βλ. ΣτΕ 1139/2013 «…υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 4 § 5 και 20 § 1 του Συντάγματος, στις οποίες θεμελιώνεται συνταγματικώς η αστική ευθύνη του Δημοσίου …». Βλ. απόψεις μειοψηφίας στην 2852/2012 απόφαση του ΣτΕ. 

[36]. Βλ. Χ. Αθανασόπουλος, Η αστική ευθύνη του Κράτους από σύννομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, ΕΕΝ, 2005.

[37]. Βλ. Κ. Ρέμελης, Η αστική ευθύνη του κράτους από νόμιμες ενέργειες των οργάνων του μεταξύ «δικαιοκρατικού» και «κοινωνιοκρατικού» Συντάγματος, https:// www.constitutionalism.gr/

[38]. Βλ. ΑΠ 1641/2022, 466/2024. Βλ. ΣτΕ431/2018 «… εν όψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων και της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται κυρίως άλλες κατηγορίες πολιτών. Επί πλέον όριο στην εξουσία του νομοθέτη να περιστέλλει δαπάνες και συναφώς να μειώνει αποδοχές δημοσίων λειτουργών πηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τις θιγόμενες ομάδες του πληθυσμού». ΣτΕ 431/2018: Αντισυνταγματικές οι μειώσεις των αποδοχών των ιατρών ΕΣΥ του ν. 4093/2012.

[39]. Η απόφαση αναγνωρίζει αποζημιωτική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για βαριά νόσηση και θάνατο παιδιού από τον εμβολιασμό του από το τριδύναμο εμβόλιο.

 

[40]. Φ. Αρναούτογλου, Μια προσπάθεια ελέγχου της συμμορφώσεως της Διοικήσεως στις αποφάσεις του ΣτΕ: Η Επιτροπή του άρθρου 5 το.υ ν. 1470/1984, ΝοΒ 38(7). 139, Φ. Βεγλερής, Η συμμόρφωσις της διοικήσεως εις τας αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1934. Στ. Κτιστάκη, Η συμμόρφωση της Διοικήσεως στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων μετά την αναθεώρηση του 2001, ΤοΣ 2007. 813.

 

[41]. Βλ ΣτΕ  2209/2020.

[42]. «Συνεπώς, εξακολουθεί να μην υπάρχει συμμόρφωση της Διοικήσεως προς την 2957/2016 απόφα­ση του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρά την παρέλευση περίπου πέντε ετών από τη δημοσίευση της ως άνω δικαστικής αποφάσεως (29.12.2016). Κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο κρίνει ότι συντρέχει νόμιμος λόγος να επιβληθεί στην Περιφέρεια [...], ως κύρωση για τη μη συμμόρφωσή της προς την 2957/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χρηματικό ποσό, το ύψος του οποίου πρέπει να οριστεί σε δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών μη συμμορφώσεως, σε συνδυασμό με τις συνέπειές της για τον αιτούντα, ενώ βεβαίως παραμένει ακέραιη η υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς την 2957/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας».

[43]. «Το Συμβούλιο, εκτιμώντας τις συνθήκες της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης, προσδιορίζει το ποσό αυτό σε 2.000 ευρώ, το οποίο η Περιφέρεια [...] και το Υπουργείο [...] υποχρεούνται να κατα­βάλουν εις ολόκληρον στους αιτούντες, ενώ, βεβαίως, παραμένει ακέραιη η υποχρέωση συμμόρ­φωσης της Διοίκησης προς την εν λόγω 3083/2017 απόφαση του Δικαστηρίου. Οίκοθεν νοείται ότι σε περίπτωση περαιτέρω αδικαιολόγητης καθυστέρησης συμμόρφωσης μέσα σε εύλογο χρόνο οι αιτούντες μπορούν να υποβάλουν νέα αίτηση στο Τριμελές Συμβούλιο Συμμορφώσεως προκειμένου να επιβληθεί στη Διοίκηση νέα κύρωση σύμφωνα με τον νόμο, κατά την επιμέτρηση του ύψους της οποίας θα ληφθεί υπόψη η τυχόν εμμονή σε μη συμμόρφωση».

[44]. Βλ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Πρόεδρος Συμ­βουλίου της Επικρατείας «Όψεις της επίδρασης της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην οργάνωση και λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας» σε: https://www. constitutionalism.gr/.

[45]. Η νομοθετική πρωτοβουλία, εξαιτίας της τακτικής του ΣτΕ, κατέστη απρόσφορος, αφού για καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης πολλών ετών επιδικάζονται στον θιγέντα εξευτελιστικά ποσά. Ενδεικτικά: ΣτΕ 1984/2024, η διαδικασία διήρκεσε από την κατάθεσή της (17.12.2010) έως τη δημοσίευση της 2468/2023 απόφασης του Δικαστηρίου (29.12.2023), με την οποία αυτή απορρίφθηκε, συνολικά 13 έτη και 12 ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας, επιδίκασε 3.000€, ΣτΕ 1507/ 2020, η διαδικασία διήρκεσε συνολικά οκτώ (8) έτη, έξι (6) μήνες και δεκαεννέα (19) ημέρες (για έναν βαθμό δικαιοδοσίας), επιδίκασε 2.500€, ΣτΕ 2674/2017, η διαδικασία διήρκησε οκτώ έτη, δύο μήνες και τρεις ημέρες για έναν βαθμό δικαιοδοσίας, επιδίκασε 1.800 €!!!!

[46]. Βλ. Αντώνης Αργυρός, Η δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, Σάκκουλας 2015, σελίδες XVI + 683. 

[47]. Βλ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος, Πρόεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ. Όψεις της επίδρασης της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην οργάνωση και λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας σε: https://www.constitutionalism. gr/opseis-tis-epidrasis-tis-nomologiaw/

[48]. «1. Δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύμβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας που την εξέδωσε».

[49]. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει ανακοινώσει σχετική νομοθετική πρωτοβουλία.

[50]. Βλ. Βασίλη Χειρδάρη H κριτική στο Στρασβούργο, τα όρια ερμηνείας, το «περιθώριο εκτίμησης» και τα προβλήματα του ΕΔΔΑ Αρθρογραφία 13.12. 2017. 

 

[51]. Α. Αργυρός, Δικονομικά προνόμια του δημοσίου και ΕΣΔΑ. ΝοΒ 2012, ΔιΔικ 3/2009. 561-583.

[52]. Βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Δ. Καραγιάννης κ.λπ. κατά Ελλάδος, 51354/99, της 16.1.2003 σκ. 41- 43 και της 15.7.2004 σκ. 13, βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ Barcza και λοιποί κατά Ουγγαρίας, 50811/10, σκ. 47 και 50-54.

[53]. Βλ. ΣτΕ 1925/2024, 1647/2024.

[54]. Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) 2012/C 326/01.

[55]. Βλ. Ι. Μαθιουδάκη, Η κοινοτικού δικαίου αξίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΔιΔικ 10 (1998).

[56]. Βλ. Προκόπιος Παυλόπουλος, Κανονιστικές διαστάσεις της συνταγματικής κατοχύρωσης του θεσμού της αστικής ευθύνης του δημοσίου. Οι διακυμάνσεις του «διαλόγου» μεταξύ Θεωρίας και Νομολογίας. Σε https://www.constitutionalism.gr/.

[57]. Βλ. Γρηγόριος Αυδίκος, Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της ΕΕ για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξή της στην εθνική έννομη τάξη. Σε: www.nsk.gr. 

[58]. Βλ. Αντ. Μεταξάς, ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005.

[59]. Βλ. ΔΕΚ της 13ης Ιουνίου 2006, C-173/03, Trag­hetti del Mediterraneo SpA, υπό εκκαθάριση, κατά Repubblica italiana, Συλ 2006. Ι-5177.

 

[60]. Η αίτηση επαναλήψεως  εισάγεται ενώπιον της μείζονος Ολομελείας του ΣτΕ με δικάσιμο 10.10.2025.

[61]. Η κρίση αφορά αφενός το παραδεκτό και βάσιμο της Αιτήσεως και αφετέρου την τυχόν εξαφάνιση εν όλω ή εν μέρει της Αποφάσεως επί της οποίας  η Απόφαση του ΕΔΔΑ,  που διαπίστωσε παραβιάσεις των δικαιωμάτων του αιτούντος και εν τέλει νέας κρίσεως  επί της αρχικής Αιτήσεως. 

[62]. Έχουν γίνει σχετικές ανακοινώσεις από το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία όμως βραδύνει εξαιρετικά.

 

[63]. Με την επιφύλαξη όσων κρίθηκαν με την 799/ 2021 απόφαση του ΣτΕ ότι δηλαδή, η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των διαφορών αστικής ευθύνης του δημοσίου κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης.

[64]. ΣτΕ 1038/2006 7μ., 3089/2009 7μ., 1629/2014 7μ., κατά τις οποίες προκύπτει αστική ευθύνη του Δημοσίου από την από μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια όργανα αυτής ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος και Βλ. ΣτΕ 1141/1999, ΝοΒ 49/2001. 110.

[65]. Βλ. ΑΠ 20/1929, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη του κράτους κρίνεται με βάση τους κανόνες, όχι του ιδιωτικού, αλλά του δημοσίου δικαίου και.  Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους κανόνες του Δημοσίου Δικαίου σε «Διοικητικό Δίκαιο», Εκδόσεις Αντώνη Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004.

[66]. Αλλά και των νομίμων βλ. ΣτΕ 5504/2012.

[67]. Αιτιώδης σύνδεσμος (ΣτΕ 1968/2022, 877/2019 7μ., 2432, 1532, 484/2018, 596/2017).

[68]. Βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλος Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η εκδ., 2007, σ. 844 επ., Αν. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, εκδ. 7η 2003, σ. 845 επ.

[69]. Βλ. Προκόπιος Παυλόπουλος « Αποφασιστικά βήματα της νομολογίας της Διοικητικής Δικαιοσύνης κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου: Σχολιασμός των αποφάσεων ΣτΕ (Α΄) 1500/2022 και ΤριμΔιοικΠρΑθ 6340/2021» σε https://www.constitutionalism.gr/

[70]. Φ. Σπυρόπουλου, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα 2006.

[71]. Βλ. σχόλιο καθηγητή Π. Παυλόπουλου: «Η συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και οι συνέπειές της στην πράξη. Η Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμ. Α') 622/2021 για την αστική ευθύνη του Δημοσίου από βλάβη λόγω νόμιμου εμβολιασμού», σε https://www.prokopios­pav­lo­pou­los.gr/2021/.

[72]. Με τις 3146/1986 Ολ., 4151/2011, 323/2009, 1998/2007, 1920/2007, 1606/2007, 3009/2006, 3000/ 2005 αποφάσεις του ΣτΕ, είχε κριθεί ότι γεννάται ευθέως από το άρθρο 24 § 6 του Συντάγματος υποχρέωση της Διοίκησης να αποζημιώσει το θιγόμενο από την επιβολή περιορισμών στην ιδιοκτησία του χάριν της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος ιδιοκτήτη μέχρι την έκδοση του προβλεπόμενου στο άρθρο 24 § 6 του Συντάγματος ειδικού νόμου περί καθορισμού του τρόπου και του είδους της αποζημίωσης. Με την 4627/ 2013 7μελούς (και όχι το πρώτον με τη 1880/2016 απόφασης 7μελούς) κρίθηκε ότι μετά τη θέσπιση του ν. 3028/2002, οι διατάξεις του άρθρου 19 του οποίου περιέχουν ολοκληρωμένο πλέγμα ρυθμίσεων για το ζήτημα της αποζημίωσης του ιδιοκτήτη ακινήτου, για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, για το οποίο αποφαίνεται ο Υπουργός Πολιτισμού, η απόφαση δε του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 1646/2024).

[73]. Μέγα ζήτημα η ευθύνη των διατηρητέων κτισμάτων.

 

[74]. Προς τα άρθρα 87 § 2 και 93 § 4 του Συντάγματος στοιχούν και τα άρθρα 40 § 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988): «Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Είναι υποχρεωμένος να μη συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν θεσπισθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» και 91 § 4 περίπτωση α΄ του ιδίου Κώδικα: «Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για τον δικαστικό λειτουργό: α) η άρνησή του να εφαρμόσει διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος ή είναι αντίθετες σε αυτό».

[75]. Βλ. ΕλλΔνη 1989. (784), ΝοΒ 1987. (1630).

[76]. Βλ. Αντώνης Αργυρός, «Πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ» https:// www.ddikastes.gr/node/5130

[77]. Βλ. Πρ. Παυλόπουλος, τ. ΠτΔ, ομιλία κατά την ανακήρυξή του ως επίτιμου διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης με θέμα: “Η Συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου” με αφορμή την απόφαση ΣτΕ (Ολ.) 1501/2014

[78]. Βλ. σχετ. Ε. Πρεβεδούρου, Το διοικητικό δίκαιο παραμένει προεχόντως «νομολογιακό», ΘΠΔΔ 5/2014. 411-421.

[79]. Βλ. ΣτΕ 2557/2019, 1533/2018, 2168/2016, 1330/ 2016, 48/2016.

[80]. Για λόγους ιστορικούς οι ουσιώδεις σκέψεις της  οποίας παρατίθενται ολόκληρες.

 

[81] Βλ. 1) αναλυτικό σχόλιο της Ε. Πρεβεδούρου «Νομολογιακές εξελίξεις στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: ΟλΣτΕ 1501/2014 (ευθύνη από νόμιμες πράξεις, ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας)», σε http://www.prevedourou. gr., 2) Σημείωση Ε. Γαληνού (ΕΔΚΑ 2014/629) και 3) Σχόλιο Ε. Πρεβεδούρου, «Ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας», σε ΟλΣτΕ 1501/2014, ΘΠΔΔ, τχ. 5 (2014). 411.

 

[82]. ΠΗΓΗ: Παρατίθενται αυτούσιες οι περιλήψεις όπως δημοσιευθήκαν http://www.adjustice.gr/web center/portal/ste/pageste/epikairotita/apofaseis?contentID=DECISION-

 

[83]. Όμοιες ΟλΣτΕ 1360-1/2021. Αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουρ­γία.

 

[84]. Βλ. https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-ed da/a­porripsi-agogis-apozimiosis-kata-tou-dimosiou-os-aparadektis-gia-prodilo-sfalma-ton-dikaston-allagi-nomologias-tou-ste-paraviasi-prosvasis-se-dikastirio/

 

 

[85]. Δικηγόρος της υποθέσεως, η κυρία Βασιλική Σκορδάκη. 

[86]. Βλ. I. Δημητρακόπουλος, Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εις Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ, Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε Διαρκή Διάλογο, Εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 83.

[87]. Δικηγόρος της υποθέσεως, η κυρία Βασιλική Σκορδάκη. 

[88]. Βλ. 2165/13 ΣτΕ, 14/2010 ΑΠ 26/2010 ΕΣ.

 

[89]. Το Δικαστήριο δημοσίευσε την Απόφαση του την 30.6.2025, ενώ ήδη από μακρού είχε δημοσιευθεί η απόφαση του ΕΔΔΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ που έγινε την 04.06.2024!!!

 

[90]. Κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ και με τις προϋποθέσεις της νομολογίας (βλ. ΣτΕ 1992/ 2016, ΣτΕ 466/2015) Η αίτηση επαναλήψεως διαδικασίας  προέκυψε κατόπιν της καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, στην υπόθεση Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος (βλ. ΣτΕ 2130/2016).

 

[91]. Βλ. Α. Τσαμπάση, Το δίκαιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ΘΠΔΔ 2008.