Π. Νάση: Οι Αρχές της Ουάσινγκτον του 1998 για τη λεηλατημένη κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Τέχνη. Εθνικές επιτροπές αποκατάστασης και τελευταίες εξελίξεις
Οι Αρχές της Ουάσινγκτον του 1998 για τη λεηλατημένη
κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Τέχνη.
Εθνικές επιτροπές αποκατάστασης και τελευταίες εξελίξεις
Παναγιώτα Νάση
ΜΔΕ, Υπ. Δρ. ΔΙ.ΠΑ.Ε, Δικηγόρος
Ι. Ιστορικό υπόβαθρο
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ναζί πραγματοποίησαν μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες έργων τέχνης στην ιστορία, αφαιρώντας έργα τέχνης από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές, κυρίως από Εβραίους ιδιοκτήτες. Μετά την κατάληψη της Γαλλίας το 1940, η λεηλασία έγινε ακόμη πιο οργανωμένη . Οι Ναζί μετέτρεψαν την επιχείρηση λεηλασίας έργων τέχνης σε μια ομαλά λειτουργούσα μηχανή στις κατεχόμενες χώρες με τη βοήθεια του "Einsatzstab Reichsleiter Rosenberg", συχνά αναφερόμενου ως "ERR", του οποίου η πλήρης μετάφραση ήταν “Ινστιτούτο Ράιχσλεϊτερ Ρόζενμπεργκ για τα κατεχόμενα εδάφη - The Reichsleiter Rosenberg Institute for the Occupied Territories". Το ERR ελεγχόταν από τον Χέρμαν Γκέρινγκ και στα τέλη του 1940 έγινε η κύρια ομάδα επεξεργασίας των λεηλατημένων έργων τέχνης στις κατεχόμενες χώρες, ιδίως στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, αλλά και στη Ρωσία και σε τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης[1].
Η λεηλασία αυτή οδήγησε στην απώλεια χιλιάδων έργων τέχνης, πολλά από τα οποία παραμένουν χωρίς ιδιοκτήτη ή βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Υπολογίζεται ότι πάνω από 100.000 από τους 600.000 πίνακες ζωγραφικής και εκατομμύρια βιβλία, χειρόγραφα, τελετουργικά θρησκευτικά αντικείμενα και άλλα πολιτιστικά αντικείμενα εκλάπησαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος[2].
Η κατάσταση που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά επέβαλε εξαιρετικά μέτρα για την απόδοση δικαιοσύνης ως προς τα ζητήματα που προέκυψαν μετά το Ολοκαύτωμα, με τις σπάνιες ηθικές ιδιαιτερότητες που τα συνοδεύουν. Ενόψει αυτών χρειάσθηκαν κάποια εξαιρετικά μέτρα που θα εκθέσουμε στο παρόν, τα οποία εξελίσσονται ως τις μέρες μας με αποκορύφωση τις νομοθετικές εξελίξεις στη Γερμανία το τελευταίο διάστημα. Ο θεσμός της διαιτησίας και της διαμεσολάβησης έχει λάβει έναν ιδιαίτερο ρόλο σε σχέση με το αντικείμενο αυτό ήδη με τη θέσπιση των λεγόμενων αρχών της Ουάσιγκτον, όπως αναλυτικά θα δούμε πιο κάτω.
ΙΙ. Το ειδικό κανονιστικό πλαίσιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Διακήρυξη της Ουάσινγκτον του 1998
Μετά τον πόλεμο η διεθνής κοινότητα ασχολήθηκε έντονα με την προστασία των πολιτιστικών αγαθών λόγω των εκτεταμένων καταστροφών και λεηλασιών που έγιναν κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο[3].Ειδικότερα, υιοθετήθηκαν διάφορες συμβάσεις, όπως η Σύμβαση της Χάγης του 1954 για την Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε Περίπτωση Ένοπλης Σύρραξης[4], και η Σύμβαση της UNESCO του 1970 σχετικά με τα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας πολιτιστικών αγαθών[5].
Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα ιδιαίτερο κανονιστικό πλαίσιο και για τα λάφυρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σχετικά με τις κατασχέσεις εβραϊκών έργων τέχνης, μεταξύ των οποίων η τελική πράξη της Νομισματικής και Οικονομικής Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών, Μπρέτον Γουντς, Νιου Χαμσάιρ, Εχθρικές περιουσίες και περιουσιακά στοιχεία (1-2 Ιουλίου 1944)[6],οι συστάσεις του ICOM σχετικά με την επιστροφή έργων τέχνης που ανήκουν σε Εβραίους ιδιοκτήτες[7], το ψήφισμα 1205 του Συμβουλίου της Ευρώπης του Νοεμβρίου 1999[8], η Διακήρυξη του Φόρουμ του Βίλνιους[9], η Διακήρυξη του Τερεζίν[10], το ψήφισμα και έκθεση της Επιτροπής Νομικών θεμάτων και εσωτερικής Αγοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Νοέμβριος 2003)[11], η κοινή δήλωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τσεχικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας της 29ης Ιουνίου 2009[12].
Ιδιαίτερης σημασίας στο ζήτημα των Λαφύρων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι οι αρχές της Ουάσινγκτον του 1998 σε σχέση με την κατάσχεση πολιτιστικών αγαθών που έκλεψαν οι Ναζί. Οι εν λόγω αρχές υιοθετήθηκαν στη διάσκεψη που οργανώθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και το Μνημείο Μουσείο του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Washington, το 1998, με τη συμμετοχή 44 κρατών, τα οποία και εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να εργαστούν για τη δικαιοσύνη και την αποκατάσταση των αδικιών σε σχέση με τη λεηλατημένη τέχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[13]. Οι αρχές αυτές είχαν ως στόχο να προτείνουν δίκαιες λύσεις για την αποκατάσταση των έργων τέχνης, τα οποία λεηλατήθηκαν από τους Ναζί και δεν επιστράφηκαν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους ή στους κληρονόμους τους. Οι αρχές αυτές, επιπλέον, επηρέασαν βαθιά τη διεθνή κοινότητα, η οποία δεσμεύτηκε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για τη δικαιοσύνη και την αποκατάσταση των θυμάτων και των κληρονόμων τους. Μάλιστα την 5η Μαρτίου 2024, επ’ αφορμή των 25 ετών από την ψήφιση των αρχών της Ουάσινγκτον, υιοθετήθηκε ένα σύνολο οδηγιών-βέλτιστων πρακτικών, που αναπτύχθηκαν ακριβώς για να βοηθήσουν ακόμα περισσότερο κυβερνήσεις, μουσεία και άλλους φορείς να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της τέχνης που λεηλατήθηκε κατά τη επίμαχη περίοδο[14].
ΙΙΙ. Ανάλυση των αρχών της Ουάσινγκτον
Η Συνδιάσκεψη της Washington κάλεσε τις κυβερνήσεις, τα μουσεία και τους εμπόρους τέχνης να συνεργαστούν στα πλαίσια των αρχών, ώστε να επιλυθούν οι απαιτήσεις νόμιμων δικαιούχων με τους κατόχους, αποδεχόμενοι ότι κατά την περίοδο 1933-1945 οι Ναζί και οι συνεργάτες τους καταλήστευσαν ένα τεράστιο αριθμό έργων τέχνης και πολιτιστικών αντικειμένων, προκαλώντας ανεπανόρθωτες απώλειες. Αναλυτικότερα, οι αρχές[15] αποσκοπούν στον εντοπισμό της ναζιστικής λεηλατημένης τέχνης (αρχή 1), στην προσβασιμότητά τους (αρχή 2), στη δημοσιοποίηση όσων έχουν κατασχεθεί και δεν έχουν επιστραφεί (αρχή 3), 4) στην επικέντρωση της προσοχής στα αναπόφευκτα κενά ή ασάφειες στην προέλευση των έργων, τα οποία παρουσιάζουν «θολά σημεία» ως προς τις μεταβιβάσεις τους μεταξύ 1933-1945 και αποκτήθηκαν από μουσεία από το 1933 μέχρι σήμερα (αρχή 4), 5) τη δημοσιότητα της τέχνης που έχει κατασχεθεί και δεν έχει επιστραφεί ακόμη (αρχή 5), 6) στη δημιουργία ενός κεντρικού μητρώου που θα συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες σχετικά με αυτά (αρχή 6). Προς το σκοπό αυτό μάλιστα, οι κυβερνήσεις και τα μουσεία οφείλουν να διασφαλίζουν ότι η διαδικασία υποβολής αξιώσεων για την επιστροφή των έργων τέχνης είναι απλή, δίκαιη και προσβάσιμη, χωρίς υπερβολικά νομικά και οικονομικά εμπόδια για τους διεκδικητές και με σκοπό την υιοθέτηση δίκαιων και ισότιμων λύσεων όσον αφορά τους ιδιοκτήτες ή τους κληρονόμους τους, θυμάτων της λεηλασίας (αρχή 8).
Μάλιστα καθότι η επιστροφή ενός έργου τέχνης δεν είναι πάντα εφικτή ή επιθυμητή, σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να εφαρμοστούν εναλλακτικές λύσεις, όπως οικονομικές αποζημιώσεις, συμφωνίες δανεισμού, συνιδιοκτησία κ.α. Σε περιπτώσεις όπου η κυριότητα ενός έργου τέχνης αμφισβητείται, οι αρχές προτρέπουν τα εμπλεκόμενα μέρη να επιλύσουν τις διαφορές τους μέσω διαπραγματεύσεων ή εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών (ADR) (αρχή 11).
IV. Η αρχή 11 της Διακήρυξης της Ουάσινγκτον και η ενθάρρυνση εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης
Η 11η αρχή της διακήρυξης της Ουάσινγκτον ενθαρρύνει τα κράτη να αναπτύξουν εθνικές διαδικασίες και να εφαρμόσουν αυτές τις αρχές, ιδίως όσον αφορά στην εξεύρεση μηχανισμών εναλλακτικής επίλυσης διαφορών των θεμάτων αυτών (διαμεσολάβηση, διαιτησία), για να διευκολύνουν την αποκατάσταση των δικαιωμάτων κυριότητας που άπτονται της λεηλατημένης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τέχνης, χωρίς να απαιτείται πολύπλοκη και πολυδάπανη δικαστική διαμάχη[16].
Η πρόταση για χρήση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφοράς αποτέλεσε επίσης βασικό αντικείμενο τόσο του Ψηφίσματος 1205 του Συμβουλίου της Ευρώπης του Νοεμβρίου 1999, όπου αναφέρεται ότι «η Συνέλευση ενθαρρύνει τη συνεργασία σε αυτό το ζήτημα των μη κυβερνητικών οργανώσεων ... η ενθάρρυνση αυτή επεκτείνεται στη διερεύνηση και την εξέλιξη των εξωδικαστικών μορφών επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση και ο προσδιορισμός από εμπειρογνώμονες» (ρήτρα 16)[17], όσο και της αποδοχής της Δήλωσης του Terezin όπου η διάταξη υπ’ αριθ. 3 προτρέπει τις κυβερνήσεις να «εξασφαλίσουν ότι τα νομικά τους συστήματα ή οι εναλλακτικές διαδικασίες […] διευκολύνουν τη δίκαιη μεταχείριση στις υποθέσεις λεηλατημένων από τους Ναζί έργων τέχνης».
Μάλιστα στο κείμενο οδηγιών - βέλτιστων πρακτικών που δημιουργήθηκε τον προηγούμενο χρόνο, αναφορικά με την εφαρμογή των αρχών της Ουάσινγκτον, επ’ αφορμή των 25 χρόνων από τη Διακήρυξή τους, γίνεται ρητή μνεία στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των σχετικών διαφορών, με δυνατότητα μάλιστα μονομερούς πρόσβασης, καθώς αναφέρεται ότι «Οι χώρες ενθαρρύνονται να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο σώμα εμπειρογνωμόνων του οποίου η σύνθεση μπορεί να είναι ευθύνη των κρατών, στο οποίο είναι διαθέσιμη μονομερής πρόσβαση, το οποίο μπορεί να εκδικάζει υποθέσεις τέχνης και πολιτιστικών αγαθών και να καταλήγει ή να συνιστά δεσμευτική ή μη δεσμευτική απόφαση (για παράδειγμα, χρήση επιτροπών στην Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο). Οι φορείς αυτοί θα πρέπει να έχουν ισορροπημένη, εξειδικευμένη και αντιπροσωπευτική σύνθεση. Ενθαρρύνεται η χρήση εναλλακτικών μηχανισμών εξυγίανσης για την αποφυγή δικαστικών διαφορών»[18].
Η υιοθέτηση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών δεν είναι τυχαία. Η δικαστική διαμάχη σε δικαστήριο σε σχέση με τις συγκεκριμένες διαφορές μπορεί να είναι μη ικανοποιητική, τόσο ουσιαστικά, όσο και διαδικαστικά. Όσον αφορά τη διαδικασία, μια σημαντική δυσκολία εντοπίζεται στην παραγραφή, η οποία συχνά εμποδίζει τους ενάγοντες από το να ζητήσουν την ανάκτηση των έργων τέχνης τους[19]. Άλλο εμπόδιο αφορά την ικανοποίηση του βάρους της απόδειξης το οποίο μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολο για έναν ενάγοντα, με συνεπακόλουθη τη διεξαγωγή δαπανηρής και χρονοβόρας έρευνας[20]. Ζητήματα δικαιοδοσίας, επιλογής δικαίου, νόμιμου τίτλου και νόμιμων περιορισμών είναι συχνά φαινόμενα. Η «απομάκρυνση από το δίκαιο και τις δικαστικές διαδικασίες»[21] φαίνεται αρκετά ελκυστική, ενόψει του γεγονότος ότι το νομικό πλαίσιο είναι συχνά ανεπαρκές και δύσκαμπτο, ότι οι δικαστικές διαδικασίες είναι πολύ χρονοβόρες και δαπανηρές και ότι τα βάρη και τα πρότυπα απόδειξης της κυριότητας και του τίτλου είναι δύσκολα για τους αιτούντες.
Επιπλέον, οι διάδικοι είναι συνήθως πιο διατεθειμένοι να συνυπολογίσουν μη νομικές εκτιμήσεις σε υποθέσεις που αφορούν την αποκατάσταση της λεηλατημένης από τους Ναζί τέχνης (όπως και στην περίπτωση της κληρονομιάς των αυτοχθόνων, των ανθρώπινων λειψάνων)[22] και αυτό είναι κάτι που ξεχωρίζει τις εν λόγω υποθέσεις από τις εμπορικές υποθέσεις τέχνης. Στην πραγματικότητα, τα μέρη μοιράζονται μια ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς, η οποία απουσιάζει από τις συνήθεις εμπορικές διαφορές. Αυτό μπορεί να εξηγήσει, τουλάχιστον εν μέρει, γιατί οι διαφορές που σχετίζονται με την τέχνη είναι τόσο μοναδικές σε αντίθεση με άλλες υποθέσεις, και σε ποιο βαθμό επηρεάζει τη δικαστική στρατηγική που ακολουθείται από τους διαδίκους. Ο βαθύτερος λόγος πίσω από την κίνηση της δικαστικής διαδικασίας είναι η ίδια η σημασία του έργου τέχνης για τον ενάγοντα και όχι μόνο η αποτιμητή χρηματική του αξία. Έτσι, ο ενάγων σε τέτοιες υποθέσεις συχνά εμφορείται από μια επιδίωξη δικαιοσύνης και θέλησης αποκατάστασής της.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι μέθοδοι εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών παρέχουν την απαραίτητη ευελιξία για το χειρισμό δύσκολων υποθέσεων, όπως οι αξιώσεις για έργα τέχνης της ναζιστικής εποχής, αφού μπορούν να διευκολύνουν τις συναινετικές και αμοιβαία ικανοποιητικές συμφωνίες[23], λαμβάνοντας υπόψη τις ηθικές αρχές, πέραν των αμιγώς νομικών αρχών και την υιοθέτηση δίκαιων λύσεων, αντί για την απλή εφαρμογή του νόμου, που περιορίζεται στην αποδοχή ή στην απόρριψη της απαίτησης.
Αρκετοί συγγραφείς, μάλιστα, εκτιμούν ότι η διαμεσολάβηση και η διαιτησία αποτελούν το πλέον κατάλληλο εργαλείο επίλυσης διαφορών για τις πολιτιστικές διαφωνίες[24]. Ειδικότερα ως προς τη θεσμό της διαιτησίας, η εμπιστευτικότητα και η μυστικότητα που προσφέρει, εκτιμάται ως η πλέον κατάλληλη προσέγγιση για την επίλυση διαφορών σχετικά με την τέχνη και τον πολιτισμό λόγω των ιδιαιτεροτήτων που αφορούν τις δράσεις με τις οποίες τα αντικείμενα συνδέονται και άπτονται ζητημάτων ιστορικής και εθνικής σημασίας με εμπλοκή κρατών και μουσείων και με συγκεκριμένες ιστορικές ιδιαιτερότητες αποτέλεσμα λεηλασιών ή αρπαγών ανάλογα την περίπτωση[25].
Σε κάθε περίπτωση, χαρακτηριστικό των υποθέσεων που σχετίζονται με τις αξιώσεις επιστροφής πολιτιστικών αγαθών είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαδοχικά διάφορα είδη διαδικασιών σε μία μόνο υπόθεση. Στην υπόθεση Western Prelacy of the Armenian Apostolic Church of America κατά Getty Museum, η διαφορά υποβλήθηκε διαδοχικά σε δικαστήριο, σε διαμεσολάβηση, ενώ η δικαστική διαδικασία είχε ανασταλεί, σε περαιτέρω δικαστική διαδικασία και σε διαπραγματεύσεις[26].
Οι Αρχές της Ουάσιγκτον (1998) αποτέλεσαν σημείο καμπής ακριβώς σε τούτο, καθώς κάλεσαν για τη δημιουργία εθνικών μηχανισμών εναλλακτικής επίλυσης των εν λόγω διαφορών, οι οποίοι θα προσφέρουν δίκαιες και ηθικές λύσεις για τα θύματα της λεηλασίας. Σύμφωνα με τη θεωρία, οι εν λόγω επιτροπές συνιστούν μια ιδιόμορφου τύπου θεσμική μεσολάβηση υπό την έννοια της διευκόλυνσης (facilitation), η οποία και καλύπτει κάθε μορφή «βοήθειας που παρέχεται στα μέρη από ένα τρίτο μέρος, συνήθως ουδέτερο, για να τα βοηθήσει να αντιμετωπίσουν εποικοδομητικά τα μεταξύ τους ζητήματα»[27]. Το πρόσωπο που μεσολαβεί μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή, εναλλακτικά, ιδιωτικός δημόσιος φορέας. Στο δίκαιο της τέχνης υπάρχει διάκριση μεταξύ ad hoc και θεσμικών προσώπων. Οι πρώτοι διορίζονται για μια συγκεκριμένη υπόθεση από τα μέρη. Οι τελευταίοι νοούνται γενικά ως δημόσιοι οργανισμοί, που είναι επιφορτισμένοι από το νόμο με την αποστολή να βοηθούν τα μέρη μιας διαφοράς.
Ο ρόλος των επιτροπών έγκειται στην αξιολόγηση υποθέσεων, στην παροχή προτάσεων και οδηγιών, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις εκδίδουν οδηγίες προς τα εμπλεκόμενα μέρη για τη βελτίωση των διαδικασιών ή την αποφυγή μελλοντικών διαφορών. H λειτουργία των εν λόγω επιτροπών ως επιτροπών μεσολάβησης, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς στα πλαίσια των ενώπιόν τους αιτημάτων, εξετάζονται και λαμβάνονται υπόψιν παράγοντες πέρα από νομικά τεχνικά επιχειρήματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι τεχνικές άμυνες μπορούν να εφαρμοστούν λιγότερο αυστηρά υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Για παράδειγμα, η εξαίρεση της δημόσιας τάξης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που επηρεάζει άμεσα την εφαρμογή ή τη μη εφαρμογή των νόμιμων περιορισμών του δικαστηρίου μπορεί να εξεταστεί με διαφορετικό τρόπο[28]. Επιπλέον, οι συστάσεις των επιτροπών δεν περιορίζονται μόνο σε φυσική επιστροφή του πολιτιστικού αγαθού, αλλά και σε κάθε άλλη πρόσφορη λύση, όπως καταβολή αποζημίωσης[29] κ.α.
Αυτοί οι μηχανισμοί, που δημιουργήθηκαν σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία και Γερμανία) μέχρι στιγμής, εξετάζουν υποθέσεις και προσπαθούν να επιτύχουν συμβιβαστικές λύσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.
V. Ανάλυση των εθνικών επιτροπών αποκατάστασης
i. Η αυστριακή Kunstrückgabebeirat
Η Αυστρία εισήγαγε στη νομοθεσία τις ορισμένες διατάξεις που αποσκοπούσαν στην προώθηση της επιστροφής των λεηλατημένων έργων τέχνης ακόμη και πριν από τη Διάσκεψη της Ουάσιγκτον, με την υιοθέτηση ενός νόμου το 1946, με τον οποίο ακυρώθηκαν όλες οι δικαιοπραξίες που έγιναν υπό ναζιστική κατοχή, και επτά νόμων περί αποκατάστασης (Rückstellungsgesetze) μεταξύ 1946 και 1949. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, χάρη στην αλλαγή του δημόσιου διαλόγου σχετικά με το ζήτημα της κατασχεθείσας από τους Ναζί τέχνης, η Αυστρία έγινε το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που άρχισε να ερευνά τις δημόσιες συλλογές της, προκειμένου να εντοπίσει τα έργα τέχνης με προβληματική προέλευση, να βρει τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους και να προτείνει την αποκατάστασή τους. Για το σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε τον Φεβρουάριο του 1998, μερικούς μήνες πριν από τη διάσκεψη της Ουάσινγκτον, η Commission für Provenienzforschung (Επιτροπή για την Έρευνα Προελεύσεως), για να διεξάγει έρευνα προέλευσης στις ομοσπονδιακές συλλογές. Επιπλέον, την επομένη της λήξης της Διάσκεψης της Ουάσινγκτον, στις 4 Δεκεμβρίου 1998, ψηφίστηκε ο νόμος Kunstrückgabegesetz (νόμος περί αποκατάστασης έργων τέχνης), ενώ ακολούθησε η δημιουργία του Beirat (Συμβουλευτική Επιτροπή Αποκατάστασης Τέχνης) στις 9 Δεκεμβρίου 1998, η πρώτη επιτροπή που ασχολήθηκε με την Ναζιστική λεηλατημένη τέχνη[30].
Η σχέση μεταξύ των δύο αυστριακών οργανισμών επιστροφής έργων τέχνης, της Kommission für Provenienzforschung και του Beirat, είναι στενή και αλληλοσυμπληρούμενη. Η πρώτη, η οποία υπάγεται στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Τέχνης, Πολιτισμού, Δημόσιας Διοίκησης και Αθλητισμού, αναλύει τους φακέλους έργων τέχνης και συντάσσει αναφορές που διαβιβάζονται στο Beirat. Το Beirat εξετάζει τις υποθέσεις και εκδίδει συστάσεις για την επιστροφή ή μη των πολιτιστικών αγαθών στους αρχικούς ιδιοκτήτες ή στους νόμιμους κληρονόμους τους. Η τελική απόφαση ανήκει στον Ομοσπονδιακό Υπουργό, ο οποίος συνήθως ακολουθεί τις συστάσεις του Beirat. Εάν η ταυτότητα του αρχικού ιδιοκτήτη είναι άγνωστη, το Beirat αναλαμβάνει την έρευνα για τον εντοπισμό του[31].
Για να διευκολυνθεί η διαδικασία ταυτοποίησης, έχει δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων (Art Database) με αντικείμενα αγνώστου ιδιοκτησίας. Αν δεν βρεθούν νόμιμοι κληρονόμοι, η κυριότητα μεταβιβάζεται στο αυστριακό κράτος, το οποίο με τη σειρά του τη μεταβιβάζει στο Nationalfonds. Το Nationalfonds πωλεί τα έργα τέχνης και χρησιμοποιεί τα έσοδα για την υποστήριξη των θυμάτων του ναζιστικού καθεστώτος ή για ερευνητικά προγράμματα σχετικά με τον εθνικοσοσιαλισμό.
Η διαδικασία αυτή είναι αυτοενεργοποιούμενη, καθώς ο νόμος περί αποκατάστασης δεν επιτρέπει στους ιδιώτες να υποβάλλουν αιτήσεις επιστροφής. Ωστόσο, οι πληροφορίες που παρέχουν τα θύματα μπορεί να αξιοποιηθούν στην έρευνα. Τέλος, κάθε χρόνο ο αρμόδιος υπουργός καταθέτει στο Εθνικό Συμβούλιο ετήσια έκθεση αποκατάστασης, η οποία συνοψίζει τις δραστηριότητες της Επιτροπής και του Beirat και είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο[32].
Στην εν λόγω επιτροπή προσέφυγε αρχικά η Maria Altmann στην μεγάλης σπουδαιότητας υπόθεση των πινάκων Buchenwald (1903), Adele Bloch-Bauer I (1907), Schloss Kammer am Attersee III (1910), Adele Bloch-Bauer II (1912), Apfelbaum I (1912), Häuser in Unterach am Attersee (1916), Amalie Zuckerkandl (1917-1918), έργων του Gustav Klimt, τα οποία κατασχέθηκαν από τα μέλη της εβραϊκής οικογένειάς της, τον Ferdinand και την Adele Bloch-Bauer, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου[33]. Το αίτημα της Maria Altman στην επιτροπή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι, με τη διαθήκη της, η Adele Bloch-Bauer είχε μεταβιβάσει την κυριότητα των πινάκων στο Belvedere πριν από την έναρξη της γερμανικής κατοχής. Η Επιτροπή συνέστησε απλώς την επιστροφή δεκαέξι άλλων σχεδίων του Klimt και δεκαεννέα αντικειμένων πορσελάνης που δεν αναφέρονταν στη διαθήκη. Εν τέλει μετά από ένα μακρύ δικαστικό αγώνα σε Αμερική και Αυστρία, τα μέρη συμφώνησαν να υποβάλουν τη διαφορά σε διαιτησία, όπως και έγινε, με την κεφαλαιώδους σημασίας διαιτητική απόφαση, όπου το διαιτητικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι πίνακες Adele Bloch-Bauer I, Adele Bloch-Bauer II, Buchenwald, Häuser in Unterach am Attersee και Apfelbaum I πρέπει να επιστραφούν στη Maria Altmann.
ii. Η γαλλική Commission pour la restitution des biens et l’indemnisation des victimes de spoliations antisémites (CIVS)
Η γαλλική προσπάθεια ανάκτησης και αποκατάστασης των λεηλατημένων έργων τέχνης ξεκίνησε από το Office des Biens et Intérêts Privés (OBIP) και ενισχύθηκε το 1944 με τη δημιουργία της Commission de Récupération Artistique (CRA), η οποία ανακάλυψε και επέστρεψε χιλιάδες αντικείμενα έως τη διάλυσή της το 1949. Το 1950, η Διεύθυνση Μουσείων της Γαλλίας ανέλαβε τη φύλαξη 2.143 έργων MNR (Musées Nationaux Récupération), ενώ περίπου 13.000 έργα τέχνης πωλήθηκαν από το κράτος[34].
Η πολιτική επιστροφής έργων τέχνης παρέμεινε ανενεργή έως τη δεκαετία του 1990, όταν ο δημόσιος διάλογος αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τα ναζιστικά λεηλατημένα έργα. Το 1997, η Mission Mattéoli εξέτασε τις απωλεσθείσες εβραϊκές περιουσίες, επισημαίνοντας ότι πολλά έργα είχαν ασαφή προέλευση.
Το 1999, η Commission pour la restitution des biens et l’indemnisation des victimes de spoliations antisémites (CIVS) συστάθηκε για να αξιολογεί αιτήσεις αποζημίωσης και επιστροφής πολιτιστικών αγαθών[35]. Η CIVS διερευνά τις υποθέσεις μέσω αρχειακής έρευνας, εισηγητών και δικαστικών διαδικασιών. Παρότι οι περισσότερες υποθέσεις οδηγούν σε οικονομική αποζημίωση, λίγες αφορούν την επιστροφή αντικειμένων. Η διαδικασία είναι μακροχρόνια (1-3 χρόνια), περιλαμβάνει πολλαπλές έρευνες και γνωμοδοτήσεις και η τελική απόφαση ανήκει στον Πρωθυπουργό, βάσει της μη δεσμευτικής σύστασης της CIVS[36].
Από το 2013, η γαλλική πολιτεία ανέπτυξε μια πιο ενεργή προσέγγιση (démarche proactive) στη διερεύνηση της προέλευσης των έργων MNR (Musées Nationaux Récupération), με στόχο την επιστροφή τους. Το 2018, ιδρύθηκε η Mission de Recherche et de Restitution des Biens Culturels Spoliés entre 1933 et 1945 (M2RS) για τη συντονισμένη διαχείριση του θέματος[37]. Μάλιστα, το 2016 η γαλλική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να καταθέτει ετήσιες εκθέσεις στο Κοινοβούλιο για την πρόοδο του έργου. Η πρωτοβουλία αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας και στη βελτίωση των διαδικασιών αποκατάστασης των λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών. Από την δημιουργία της η Επιτροπή έχει ασχοληθεί με παραπάνω από 877 υποθέσεις για λεηλατημένα έργα τέχνης, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων οδηγήθηκε σε αποζημίωση, ωστόσο μόνο λίγα πολιτιστικά αγαθά επιστράφηκαν στους νόμιμους κατόχους τους[38].
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιστροφής αποτελεί η υπόθεση του πίνακα “La Seine vue du Pont-Neuf, au fond le Louvre” του Camille Pissarro[39]. Η CIVS κλήθηκε από την κληρονόμο του Max Heilbronn, μέλους της Αντίστασης, εκτοπισμένου στο Buchenwald το 1944 και στη συνέχεια προέδρου των Galeries Lafayette μεταξύ 1945 και 1971 να ανοίξει την υπόθεση για την ανάκτησή του, μόλις το 2003. Ο πίνακας είχε λεηλατηθεί κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Μάιο του 2007, δεδομένου ότι ο πίνακας όπως και άλλα έξι έργα τέχνης δεν είχαν βρεθεί παρά τις έρευνες που είχαν διεξαχθεί, η CIVS συνέστησε αποζημίωση. Την άνοιξη του 2012, κατά τη διάρκεια ερευνών στο σπίτι του Cornelius Gurlitt, ο οποίος ήταν ύποπτος για φοροδιαφυγή, οι γερμανικές αρχές κατέσχεσαν μια συλλογή περίπου 1.500 έργων, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω πίνακα του Camille Pissarro, στο διαμέρισμά του στο Μόναχο και στο σπίτι του στο Σάλτσμπουργκ, ορισμένα από τα οποία είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί. H εν λόγω υπόθεση έγινε γνωστή ως "υπόθεση Gurlitt". Ως απάντηση, συστάθηκε η Ομάδα Εργασίας του Schwabinger Kunstfund για να προσδιορίσει την προέλευση των έργων που βρέθηκαν και, αν χρειαστεί, να επιστρέψει τα λεηλατημένα έργα στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Τον Μάιο του 2014, ο Cornelius Gurlitt πέθανε και κληροδότησε τη συλλογή του στο Kunstmuseum της Βέρνης. Στα τέλη του 2014 ξεκίνησε η συνεργασία μεταξύ της CIVS, της Taskforce της Γερμανίας και του Kunstmuseum Bern. Το τελευταίο αποδέχθηκε το κληροδότημα του Gurlitt, αλλά κατέληξε σε συμφωνία με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Μετά από ενδελεχή έρευνα, το CIVS κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία ότι ο πίνακας που βρισκόταν στη συλλογή του Gurlitt ήταν πράγματι ο ίδιος με αυτόν που ισχυριζόταν η κληρονόμος του Max Heilbronn. Βάσει αυτού του συμπεράσματος, η CIVS ενημέρωσε την Taskforce στις 11 Δεκεμβρίου 2014 και το 2017 μετά από έναν επίπονο νομικό αγώνα, ο πίνακας επιστράφηκε τελικά βάσει της συμφωνίας που υπέγραψαν η κληρονόμος του Max Heilbronn και η γερμανική Taskforce. Η υπόθεση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς υπογραμμίζει τη νομική και ηθική ευθύνη των τοπικών αρχών στη διαδικασία αποκατάστασης λεηλατημένων έργων τέχνης, όχι μόνο των εθνικών μουσείων. Παράλληλα, ενισχύει το νομολογιακό προηγούμενο πως κάθε περίπτωση μεταβίβασης εβραϊκής περιουσίας (ακόμη και αν μεσολάβησαν δεκαετίες και μεταπώληση από καλόπιστους τρίτους, παραμένει ανοιχτή σε διεκδίκηση επιστροφής. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και ηe συνεργασία που επετεύχθη μεταξύ των επιμέρους επιτροπών της Γαλλίας και Γερμανίας και η οποία οδήγησε στην τελική συμφωνία για επιστροφή του έργου.
iii. Το βρετανικό Spoliation Advisory Panel (SAP)
Το Ηνωμένο Βασίλειο, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν βρέθηκε υπό ναζιστική κατοχή, γεγονός που εξηγεί την απουσία επίσημης πολιτικής επιστροφής λεηλατημένων έργων τέχνης μέχρι τη δεκαετία του 1990. Ωστόσο, υπήρχαν πολιτιστικά αντικείμενα με προβληματική προέλευση που εισήχθησαν στις βρετανικές συλλογές.
Το 1998, το National Museum Directors’ Conference (NMDC) συγκρότησε ομάδα εργασίας για την ανίχνευση τέτοιων έργων τέχνης, εντοπίζοντας περίπου είκοσι έργα με αμφίβολη προέλευση. Ακολούθησε η Συμβουλευτική Επιτροπή για την Απαλλοτρίωση (Spoliation Advisory Panel - SAP) το 2000[40], με στόχο τη διευθέτηση αξιώσεων χωρίς δικαστική προσφυγή. Ωστόσο, οι αρχικοί περιορισμοί της νομοθεσίας εμπόδιζαν τα μουσεία να επιστρέφουν έργα τέχνης. Το 2009, ο βουλευτής Andrew Dismore κατέθεσε νομοσχέδιο που επέτρεψε σε 18 βρετανικά ιδρύματα να επιστρέφουν έργα τέχνης, ενώ το 2019 καταργήθηκε η ρήτρα λήξης του νόμου.
Η SAP μπορεί, επίσης, να παρέχει συμβουλές για έργα σε ιδιωτικές συλλογές, εφόσον συμφωνούν και τα δύο μέρη, δεν βασίζεται σε νομικές διατάξεις αλλά σε ηθικές αρχές και η σύστασή της, που εκδίδεται μετά από 6-8 μήνες, μπορεί να προτείνει επιστροφή, αποζημίωση ή άλλες λύσεις.
Από το 2010, η SAP αποτελείται από 10 μέλη, συμπεριλαμβανομένων δικαστών, ακαδημαϊκών και εμπειρογνωμόνων τέχνης. Έχει εξετάσει 22 υποθέσεις και σήμερα εκκρεμεί ενώπιόν της[41] αίτημα επιστροφής για τον πίνακα με τίτλο «Ο Αινείας και η οικογένειά του φεύγουν από την φλεγόμενη Τροία» του Άγγλου ζωγράφου Henry Gibbs, ο οποίος βρίσκεται στην Tate Gallery[42].
Το 2006, η SAP εξέτασε την υπόθεση τεσσάρων σχεδίων[43] που βρίσκονταν στην κατοχή του Βρετανικού Μουσείου κατόπιν αιτήματος αποκατάστασης προερχόμενου από τους απογόνους του Dr. Arthur Feldmann[44]. Ο Arthur Feldmann ήταν ένας σημαντικός συλλέκτης έργων τέχνης και νομικός εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος διέμενε στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Μέχρι το 1939 είχε συγκεντρώσει μια πολύτιμη συλλογή εκατοντάδων σχεδίων, κυρίως της Αναγέννησης και του 18ου αιώνα. Μετά την εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων στην Τσεχοσλοβακία τον Μάρτιο του 1939, η Γκεστάπο κατέλαβε το σπίτι του Feldmann, τον συνέλαβε και αφαίρεσε από αυτόν με τη βία όλη του την περιουσία. Τα τέσσερα έργα που εντοπίστηκαν στο Βρετανικό Μουσείο είχαν εισαχθεί στη συλλογή του μεταξύ 1946 και 1956, μέσω αγορών από γνωστούς εμπόρους έργων τέχνης. Τη στιγμή της απόκτησης, δεν υπήρχε καμία πληροφορία ή υποψία ότι τα έργα αυτά προέρχονταν από λεηλατημένη συλλογή. Η σύνδεσή τους με τη συλλογή Feldmann εντοπίστηκε πολλά χρόνια αργότερα μετά από έρευνα και αίτημα των απογόνων του. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι τα έργα είχαν όντως απωλεσθεί λόγω ναζιστικής δίωξης και ότι οι κληρονόμοι του Feldmann είχαν θεμιτό ηθικό δικαίωμα να ζητήσουν την αποκατάσταση. Παράλληλα, σημείωσε ότι το Βρετανικό Μουσείο είχε αποκτήσει τα έργα καλόπιστα, χωρίς πρόθεση απόκρυψης ή εξαπάτησης. Ωστόσο, η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου δεν επιτρέπει την απομάκρυνση αντικειμένων από δημόσιες συλλογές, παρά μόνο με ειδική νομοθετική πράξη. Έτσι, η Επιτροπή κατέληξε ότι η επιστροφή των έργων δεν ήταν εφικτή νομικά, αλλά εισηγήθηκε να προσφερθεί στους κληρονόμους του Feldmann χρηματική αποζημίωση (ex gratia payment), βασισμένη στην τρέχουσα εμπορική αξία των έργων. Με αυτόν τον τρόπο αποδόθηκε μια μορφή ηθικής δικαίωσης, παρά τον νομικό περιορισμό.
Η υπόθεση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η Επιτροπή επιδιώκει να εξισορροπήσει την ηθική αποκατάσταση των θυμάτων ναζιστικών διώξεων με τη διατήρηση των συλλογών προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.
iv. Η ολλανδική Restitutiecommissie
Η ολλανδική εμπειρία στην επιστροφή ναζιστικά λεηλατημένων έργων τέχνης ήταν παρόμοια με τη γαλλική μέχρι τη δεκαετία του 1990. Αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκαν θεσμοί όπως το Raad voor het Rechtsherstel (Συμβούλιο Αποκατάστασης Δικαιωμάτων) και το Stichting Nederlands Kunstbezit (STK) για τη διαχείριση των επιστροφών. Ωστόσο, μέρος των αζήτητων έργων τέχνης ενσωματώθηκε στην ολλανδική εθνική συλλογή.
Τη δεκαετία του 1990 το θέμα επανήλθε στο προσκήνιο, οδηγώντας σε έρευνες από την Ένωση Μουσείων και στη δημιουργία του Bureau Herkomst Gezocht (BHG) για την ταυτοποίηση προέλευσης των αντικειμένων. Το 2001, μετά τις συστάσεις της Επιτροπής Ekkart, συστάθηκε η Restitutie Commissie, μια επιτροπή για την αξιολόγηση αιτήσεων επιστροφής[45], η οποία έχει ως αρμοδιότητα την συμβουλευτική προς το κράτος για έργα που ανήκουν στην εθνική συλλογή και τη μεσολάβηση σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών.
Οι αποφάσεις της είναι δεσμευτικές μόνο για ιδιωτικές υποθέσεις. Λειτουργεί με ηθικά και ιστορικά κριτήρια αντί για αυστηρή νομική προσέγγιση, ευθυγραμμιζόμενη με τις αρχές της βρετανικής SAP. Η επιτροπή αποτελείται από επτά μέλη, συμπεριλαμβανομένων νομικών και ιστορικών τέχνης, ενώ έχει εκδώσει πάνω από 200 συστάσεις με τελευταία τον Νοέμβριο του 2024[46].
Χαρακτηριστικές της αμηχανίας που αντιμετώπισε η επιτροπή στην αξιολόγηση υποθέσεων που τέθηκαν ενώπιόν της είναι οι τρεις υποθέσεις που ακολουθούν. Συνοπτικά και πριν αναλυθούν, στην πρώτη υπόθεση του έργου “Christ and the Samaritan Woman at the Well” του Bernardo Strozzi η επιτροπή απέρριψε το αίτημα, σταθμίζοντας την ιδιαίτερη σημασία του πίνακα για το μουσείο Museum de Fundatie, στη δεύτερη υπόθεση του έργου “Odalisque” του Henri Matisse, η επιτροπή αποδέχτηκε την επιστροφή, αλλά υπήρξε παραίτηση του δημοτικού συμβουλίου του Άμστερνταμ από το δικαίωμα να επικαλεστεί την καλή πίστη ως προς την κτήση της κυριότητας όσον αφορά την προέλευση του πίνακα κατά την αγορά του, ενώ στην τρίτη υπόθεση του έργου “Vechtende kaartspelers”, αγνώστου καλλιτέχνη, η επιτροπή εισηγήθηκε την επιστροφή του έργου.
Αναλυτικότερα στην Restitutie Commissie υποβλήθηκε αίτημα για επιστροφή του έργου “Christ and the Samaritan Woman at the Well”, το οποίο αποδίδεται στον Ιταλό ζωγράφο Bernardo Strozzi[47]. Ο πίνακας αυτός αποτέλεσε αντικείμενο αιτήματος επιστροφής από τους κληρονόμους της Gross - Eisenstädt, κληρονόμου του Εβραίου επιχειρηματία και συλλέκτη έργων τέχνης Richard Semmel, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Βερολίνο και να πουλήσει μέρος της συλλογής έργων τέχνης του, για να επιβιώσει οικονομικά. Ο εν λόγω πίνακας πουλήθηκε στον Dirk Hannema, διευθυντή ολλανδικών μουσείων, ο οποίος στη συνέχεια τον δώρισε στη συλλογή του Museum de Fundatie στην Ολλανδία. Η Restitutie Commissie αναγνώρισε ότι ο πίνακας ανήκει στο Μουσείο από το 1964, όταν ο ιδρυτής Hannema δώρισε το έργο, το οποίο σύμφωνα με την επιτροπή είχε αγοράσει καλόπιστα και δεν βρήκε καμία απολύτως ένδειξη ότι το Μουσείο ενήργησε χωρίς τη δέουσα προσοχή κατά την απόκτηση του, παρόλο που δεν γνώριζε την προέλευσή του. Περαιτέρω επεσήμανε, ότι ναι μεν οι κληρονόμοι θεωρούν δίκαιο να επιθυμούν να πάρουν πίσω τον πίνακα που τους ανήκει, όμως δεν αποδεικνύεται μία ιδιαίτερη σχέση και σύνδεσή τους με το εν λόγω έργο. Επιπλέον, η επιτροπή επεσήμανε ότι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μουσείου προκύπτει πιο εύλογη, καθώς ο πίνακας είχε μια δημοφιλή και εξέχουσα θέση στη συλλογή και την ιστορία του μουσείου. Εν τέλει, στη δεσμευτική σύστασή της, η επιτροπή απέρριψε το αίτημα αποκατάστασης, μαζί και με την καταβολή αποζημίωσης και απλά συνέστησε στο Museum de Fundatie να αναδείξει την ιστορία του πρώην ιδιοκτήτη του πίνακα , Richard Semmel με κάποιο μέσο, όπως την τοποθέτηση λεζάντας δίπλα στον πίνακα με το όνομά του.
Η υπόθεση Albert Stern κατά Δήμου Άμστερνταμ[48], περαιτέρω, αφορούσε αίτημα επιστροφής από τους κληρονόμους των Albert και Marie Stern του έργου “Odalisque” (1920-1921) του Henri Matisse, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του Δήμου Άμστερνταμ και το οποίο από το 1941 ανήκε στη συλλογή του Stedelijk Museum. Το εν λόγω έργο προερχόταν από τη συλλογή του εβραϊκού ζεύγους Albert και Marie Stern, των οποίων η περιουσία εκποιήθηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Η επιτροπή δέχτηκε ότι η μεταβίβαση του έργου έλαβε χώρα υπό καθεστώς καταπίεσης ή εξαναγκασμού, και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να θεωρηθεί προϊόν ελεύθερης βούλησης ή εμπορικής συναλλαγής κατά τους κανόνες του αστικού δικαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιτροπή σημειώνει ότι η απελπιστική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η οικογένεια Stern προκύπτει σαφώς από τις επιστολές που αντάλλαξαν τα μέλη της οικογένειας, όπου σε σε μία από αυτές με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1941 ο Albert είχε εκμυστηρευτεί στον αδελφό του Isidor ότι η οικονομική του κατάσταση είχε επιδεινωθεί, υπήρχε ελάχιστη τροφή, και θα έπρεπε ο ίδιος με τη σύντροφό του να εγκαταλείψουν το διαμέρισμά τους. Βάσει των ανωτέρω γεγονότων και περιστάσεων, η επιτροπή θεώρησε ότι ήταν εύλογο η πώληση του πίνακα ζωγραφικής και η απώλεια της κυριότητας των νόμιμων κυρίων να ήταν αποτέλεσμα περιστάσεων που σχετίζονται άμεσα με το ναζιστικό καθεστώς. Ενόψει τούτου, η επιτροπή συνέστησε την επιστροφή του έργου τέχνης στους νομίμους κληρονόμους, όπως και έγινε. Ιδιαιτέρα σημαντικό στην εν λόγω έκβαση της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι το δημοτικό συμβούλιο του Άμστερνταμ δήλωσε ότι παραιτείται από το δικαίωμα να επικαλεστεί την καλή πίστη όσον αφορά την προέλευση του πίνακα κατά την αγορά του, κάτι το οποίο αν δεν είχε λάβει χώρα ίσως οδηγούσε σε διαφορετικό αποτέλεσμα την εν λόγω σύσταση.
Η υπόθεση Van Praag[49] αφορούσε την εξέταση αιτήματος επιστροφής του έργου “Vechtende kaartspelers”, αγνώστου καλλιτέχνη, το οποίο υποβλήθηκε από απογόνους του Meijer Marcus van Praag[50]. Ο Meijer Marcus van Praag ήταν Εβραίος συλλέκτης τέχνης, ο οποίος αναγκάστηκε να εκποιήσει την περιουσία του κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής και εξαιτίας της οικονομικής εξαθλίωσης την οποία υπέστη, πούλησε το εν λόγω έργο τον Οκτώβριο του 1941 στον συλλέκτη έργων τέχνης Van der Sloot, ο οποίος εν συνεχεία τον μεταπώλησε. Η επιτροπή διαπίστωσε βάσει τεκμηρίων και αρχείων ότι το επίδικο έργο άνηκε στον Maurice Van Praag κατά τον χρόνο της μεταβίβασής του και ότι η μεταβίβαση έλαβε χώρα σε συνθήκες καταναγκασμού, ως αποτέλεσμα των πολιτικών καταπίεσης κατά των Εβραίων και σε καμία περίπτωση δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης. Η επιτροπή μάλιστα απέδωσε μεγάλη σημασία σε ένα σχόλιο που γίνεται για τον Meijer van Praag σε ένα έγγραφο του 1960, όπου αναφέρεται ότι “Εκείνη την εποχή είχε ανάγκη από χρήματα, επειδή έπρεπε να παραδώσει τα μετρητά του κ.λπ. Στις γερμανικές αρχές ως αποτέλεσμα των μέτρων των δυνάμεων κατοχής κατά του εβραϊκού πληθυσμού’’. Η επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων, εκτίμησε ότι η εκποίηση των έργων τέχνης συντελέστηκε εντός πλαισίου καταναγκαστικών μέτρων με φυλετικά κίνητρα, ότι η κυριότητα των έργων ανήκε στον Maurice Van Praag κατά τον χρόνο απώλειας και ότι δεν υφίσταται τεκμήριο αποζημίωσης που να αναιρεί την υποχρέωση επιστροφής. Κατ’ επέκταση, η επιτροπή εισηγήθηκε την επιστροφή του έργου στους κληρονόμους του.
v. Η ελβετική Expert- kommission für belastetes Kulturerbe
Τον Νοέμβριο του 2023, η ελβετική κυβέρνηση αποφάσισε να συστήσει μια "Expert- kommission für belastetes Kulturerbe"[51], η οποία θα γίνει η έκτη ad hoc επιτροπή που θα συσταθεί μετά τις αρχές της Ουάσιγκτον, περίπου 25 χρόνια μετά τη συμφωνία για τις αρχές αυτές[52].
Σύμφωνα μάλιστα με το από Ιούνιο 2024 ενημερωτικό δελτίο Υπουργείο Εσωτερικών - FDHA Ομοσπονδιακό Γραφείο Πολιτισμού, τα καθήκοντα της Επιτροπής συνίστανται στην παροχή συμβουλών προς το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο και την Ομοσπονδιακή Διοίκηση σε θέματα που αφορούν την λεηλατημένη τέχνη γενικά και προς την Ελβετική Συνομοσπονδία, σε σχέση με την ιστορικά πολιτιστική κληρονομιά που ανήκει στην Ελβετική Συνομοσπονδία. Η επιτροπή εκδίδει μη δεσμευτικές συστάσεις σε μεμονωμένες περιπτώσεις ιστορικά σημαντικών πολιτιστικών αγαθών κατόπιν αιτήματος. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί επίσης να συντάσσει μη δεσμευτικές συστάσεις γενικού χαρακτήρα. Οι αιτούντες μπορεί να είναι ιδιώτες, όπως θύματα του εθνικοσοσιαλισμού και οι κληρονόμοι τους ή ιδρύματα ή οι χορηγοί τους, ή, στην περίπτωση θυμάτων από αποικιοκρατικά πλαίσια, οι θιγόμενες κοινωνίες προέλευσης και οι διάδοχες κοινωνίες ή τα διάδοχα κράτη τους.
vi. Η γερμανική Beratende Kommission
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία είχε την ευθύνη της αποκατάστασης των έργων τέχνης, που είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί. Η διαδικασία αυτή διακρίθηκε σε εξωτερική (επαναπατρισμός έργων σε άλλες χώρες) και εσωτερική επιστροφή (αποκατάσταση εντός της Γερμανίας). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) ανέπτυξε νομοθετικά μέτρα για την αποζημίωση των θυμάτων, όπως ο Bundesrückerstattungsgesetz (1957), ενώ μετά την ενοποίηση, η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) ενεπλάκη στη διαδικασία αποκατάστασης.
Το 1999, η γερμανική κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές υπέγραψαν την Κοινή Διακήρυξη (Gemeinsame Erklärung), η οποία προέβλεπε τη δημιουργία της Διαδικτυακής Βάσης Δεδομένων Χαμένης Τέχνης (Lost Art Database).
Μετέπειτα, το 2003 συστάθηκε η Beratende Kommission[53] ως εθνικός φορέας διαμεσολάβησης για υποθέσεις διεκδίκησης πολιτιστικών αγαθών που είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί μεταξύ 1933-1945. Η Επιτροπή παρεμβαίνει όταν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε αυτήν, αλλά οι αποφάσεις της δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Για την υποβολή αιτήματος οι ενδιαφερόμενοι απευθύνονται στο German Lost Art Foundation, το οποίο διαχειρίζεται τις διαδικασίες αποκατάστασης από το 2015. Η Επιτροπή αξιολογεί κάθε υπόθεση βασιζόμενη στις αρχές των Δηλώσεων της Ουάσινγκτον και του Τερεζίν, καθώς και στις κατευθυντήριες γραμμές του Handreichung[54]. Από το 2016, η Beratende Kommission αποτελείται από δέκα μέλη, τα οποία διορίζονται από τον Ομοσπονδιακό Επίτροπο για τον Πολιτισμό και τα ΜΜΕ (BKM), με τη σύμφωνη γνώμη της Διάσκεψης Υπουργών Παιδείας και Πολιτισμού (KMK) και των τοπικών αρχών. H τελευταία της υπόθεση τον Οκτώβριο του 2024 αφορούσε την υπόθεση των κληρονόμων του George Grosz κατά της Freie Hansestadt Bremen αναφορικά με την επιστροφή των πινάκων Pompe Funèbre (1928)[55] και Stillleben mit Okarina, Fisch und Muschel (1931) του George Grosz στους κληρονόμους του, όπου η επιτροπή εισηγήθηκε αρνητικά[56].
Το άρθρο 11 της Διακήρυξης της Ουάσινγκτον για την επιστροφή των ναζιστικά λεηλατημένων έργων τέχνης προτρέπει τις χώρες να υιοθετήσουν δίκαιους και διαφανείς μηχανισμούς για την επίλυση διεκδικήσεων σε περιπτώσεις έργων με αμφισβητούμενη προέλευση. Οι επιτροπές που έχουν συσταθεί στις ανωτέρω χώρες, λειτουργούν ως τέτοιοι μηχανισμοί εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, προσφέροντας μια εξωδικαστική και συχνά μη δεσμευτική διαδικασία για την αποκατάσταση των θυμάτων. Ειδικότερα, η Γαλλική επιτροπή παρέχει μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις, αλλά ο τελικός λόγος ανήκει στον Πρωθυπουργό. Η Βρετανική επιτροπή, πάλι, δεσμεύεται από ηθικές αρχές και όχι νομικές διατάξεις, αλλά οι αποφάσεις της γίνονται πάντα αποδεκτές από την κυβέρνηση. Όσον αφορά τις αποφάσεις της Ολλανδικής επιτροπής αυτές είναι δεσμευτικές μόνο για ιδιωτικές υποθέσεις. Τέλος, αναφορικά με τη Γερμανική επιτροπή, οι αποφάσεις της είναι μη δεσμευτικές και η προσφυγή σε αυτές εθελοντική. Συνολικά οι επιτροπές παρέχουν εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, μειώνοντας την ανάγκη για μακροχρόνιες δικαστικές διαδικασίες. Ωστόσο, οι μη δεσμευτικές αποφάσεις και οι διαφορετικές προσεγγίσεις κάθε χώρας δημιουργούν ασυνέπειες στην εφαρμογή των αρχών της Διακήρυξης, καθιστώντας την αποτελεσματικότητα των επιτροπών ζήτημα προς συζήτηση.
Μια ιδιαίτερη υπόθεση που απασχόλησε την επιτροπή είναι αυτή των Κληρονόμων Grawi κατά της Πόλης του Ντίσελντορφ, η οποία αφορά τον πίνακα “Foxes” του Max Leon Flemming[57], ο οποίος βρισκόταν στην κατοχή του Εβραίου επιχειρηματία Richard Grawi, ο οποίος υπέστη συστηματικές διώξεις, κρατήθηκε για αρκετές εβδομάδες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Sachsenhausen από όπου εν συνεχεία τον Απρίλιο του 1939 μετανάστευσε στο Σαντιάγο της Χιλής. Η επίμαχη μεταβίβαση του έργου, μέσω πώλησης, έλαβε χώρα το 1939 υπό συνθήκες αναγκαστικής αποξένωσης. Το κρίσιμο ζήτημα το οποίο εξέτασε η επιτροπή είναι κατά πόσον η εν λόγω πώληση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκποίηση, αποτέλεσμα της εθνικοσοσιαλιστικής δίωξης, ή ως πραγματική πώληση που διέπεται από το αστικό δίκαιο και έλαβε χώρα εκτός της εθνικοσοσιαλιστικής σφαίρας επιρροής. Στην εξέταση του ζητήματος η επιτροπή διαπίστωσε ότι η πώληση του έργου από τον Richard Grawi δεν αποτελούσε πράξη ελεύθερης βούλησης, αλλά οικονομικά εξαναγκασμένη ενέργεια στο πλαίσιο προετοιμασίας της φυγής του από τη ναζιστική Γερμανία με αποτέλεσμα ο χαρακτήρας της μεταβίβασης να μην συνάδει με συνήθη εμπορική συναλλαγή, ανεξάρτητα από τον τόπο και την τιμή πώλησης που επιτεύχθηκε, καθώς ήταν άμεση συνέπεια της φυλάκισης του Grawi στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και της επακόλουθης φυγής του. H εν λόγω περίπτωση εντάσσεται στις περιπτώσεις που αφορούν τα λεγόμενα "περιουσιακά στοιχεία σε φυγή" (Fluchtgut). Σύμφωνα με την επιτροπή, υπήρχε τόσο στενή σχέση μεταξύ δίωξης, διαφυγής και πώλησης, ώστε ο αντίκτυπος της πρώτης συνεχίζει να επηρεάζει την τελευταία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Beratende Kommission συνέστησε την επιστροφή του έργου τέχνης στους κληρονόμους του Richard Grawi, κρίνουσα ότι η απώλεια του έργου ήταν άμεσο αποτέλεσμα της ναζιστικής πολιτικής καταπίεσης, η κατοχή του έργου από δημόσιο φορέα παραβιάζει τις δεσμεύσεις της Γερμανίας για ιστορική και ηθική δικαίωση των θυμάτων και ότι η αποκατάσταση επιβάλλεται όχι νομικώς, αλλά εξ υπαγορεύσεως ιστορικής ευθύνης και ηθικής αρχής. Μάλιστα, το δημοτικό συμβούλιο του Ντίσελντορφ αποφάσισε να ακολουθήσει τη σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής και να επιστρέψει τον πίνακα στους κληρονόμους του Grawi στις 11 Ιανουαρίου 2022, συμμορφούμενο έτσι και με τη σύσταση της συμβουλευτικής επιτροπής.
Σε μία άλλη υπόθεση, η συμβουλευτική επιτροπή κλήθηκε να γνωμοδοτήσει επί της διεκδικήσεως που άσκησαν οι νόμιμοι κληρονόμοι του Dr. Max Rudenberg, Εβραίου συλλέκτη και πωλητή έργων τέχνης από το Αννόβερο, για την επιστροφή του πίνακα “The Windmill” του Karl Schmidt-Rottluff[58]. Μεταξύ 1938 και 1939 ο Rüdenberg και η σύζυγός του Margarethe αναγκάστηκαν να πουλήσουν τη συλλογή τους για να μπορέσουν να πληρώσουν τον λεγόμενο "Φόρο Εβραϊκής Περιουσίας" (Judenvermögensabgabe). Θεωρείται ότι τότε πουλήθηκε και το εν λόγω έργο. Το 1939 ο Bernhard Sprengel απέκτησε το έργο από τον έμπορο τέχνης Erich Pfeiffer στο Ανόβερο και το 1969 ο πρώτος το δώρισε στην πόλη του Ανόβερο. Το 2013 οι απόγονοι του Rüdenberg απαίτησαν το έργο από το δήμο. Η επιτροπή δέχθηκε ότι η απώλεια του έργου ήταν αποτέλεσμα καταναγκασμού λόγω των ναζιστικών διώξεων, χωρίς εξέταση του αν υπήρξε ρητή πράξη αναγκαστικής πώλησης ή δήμευσης, δημιουργώντας μια prima-facie απόδειξη τεκμηρίωσης της σχέσης αιτιότητας μεταξύ της απώλειας (πολιτιστικών) αγαθών και της ναζιστικής νομοθεσίας. Μάλιστα, στην εν λόγω υπόθεση δεν μπορούσε να αποδειχθεί ούτε η απόκτηση του πίνακα για τη συλλογή Rüdenberg, ούτε η πώλησή του στη δεκαετία του 1930 λόγω των ναζιστικών διακρίσεων. Βάσει των ανωτέρω, η επιτροπή εισηγήθηκε την επιστροφή του έργου στους κληρονόμους του Dr. Rudenberg, υιοθετώντας ερμηνεία που υπερβαίνει το αυστηρά εμπράγματο δίκαιο και στηρίζεται σε κριτήρια ηθικής αποκατάστασης και ιστορικής δικαιοσύνης. Το δημοτικό συμβούλιο του Ανόβερο, εν συνεχεία, συμμορφώθηκε με τη σύσταση επιστρέφοντας το έργο στις 27 Ιουνίου 2017.
VI. Μια αποτίμηση της εφαρμογής της Διακήρυξης της Ουάσινγκτον του 1998 και οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στη Γερμανία
Η εφαρμογή των Αρχών της Ουάσιγκτον σε εθνικό επίπεδο μπορεί να χαρακτηριστεί ως δύσκολη και ατελής, καθώς οι χώρες θα πρέπει να υιοθετήσουν κατάλληλους μηχανισμούς προκειμένου αυτές να ευοδωθούν. Μάλιστα, στο γενικό σύνολο των χωρών που υιοθέτησαν τις εν λόγω αρχές[59], μόνο λίγες χώρες έχουν υιοθετήσει διαδικασίες ως εναλλακτικά μέσα για τη διευκόλυνση της αποκατάστασης επιστροφής ή έχουν συστήσει εθνικές επιτροπές επιφορτισμένες με την εκπόνηση συστάσεων που θα εξετάζουν τις αξιώσεις και θα συμβάλλουν στην εξεύρεση δίκαιων και ισότιμων λύσεων. Άξιο αναφοράς είναι ότι μεγάλη μερίδα χωρών δεν έχει προωθήσει αρκετές και από τις υπόλοιπες αρχές. Χαρακτηριστικός της κατάστασης σήμερα αναφορικά με την υιοθέτηση και ενσωμάτωση των αρχών της Ουάσινγκτον του 1998 είναι ο κάτωθι πίνακας αντλημένος από την έκθεση του 2024 της WJRO (World Jewish Restitution Organisation)[60].


Πηγή: Holocaust-Era Looted Cultural Property: A Current Worldwide Overview, 5 March 2024, σ. 12-13, διαθέσιμο σε https://art.claimscon.org/wp-content/uploads/2024/03/4-March-2024-Holocaust-Era-Looted-Cultural-Property-A-Current-Worldwide-Overview.pdf (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025)
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και για τις λίγες δυτικοευρωπαϊκές χώρες που έχουν συστήσει τέτοιες επιτροπές και θεωρούνται πρωτοπόρες στην εξεύρεση λειτουργικών εθνικών τρόπων αντιμετώπισης των ναζιστικών λεηλατημένων έργων τέχνης, αυτό δεν σημαίνει ότι ο τρόπος αυτός επιτρέπει απαραίτητα στους αιτούντες να υποβάλλουν επιτυχείς αιτήσεις. Παρόλο που οι εκπρόσωποι των επιτροπών επιστροφής του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και των Κάτω Χωρών συμφώνησαν το 2017 να δημιουργήσουν μια μόνιμη ομάδα εργασίας για την προώθηση στενότερης συνεργασίας και καλύτερης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των επιτροπών[61], οι πρακτικές και τα συμπεράσματά τους αποκλίνουν και ενίοτε δεν συνάδουν μεταξύ τους.
Τα ερωτήματα είναι πολλά: θα πρέπει η σύγκληση της επιτροπής να αποτελεί μονομερή ενέργεια ή θα πρέπει τόσο ο αιτών, όσο και ο σημερινός κάτοχος να συμφωνήσουν να συγκαλέσουν την επιτροπή για την επίλυση της διαφοράς; Θα πρέπει οι επιτροπές αυτές να επικεντρώνονται σε «συμβουλευτικές» συστάσεις ή οι «αποφάσεις» τους θα πρέπει να είναι και νομικά δεσμευτικές; Θα πρέπει οι επιτροπές να εκδικάζουν μόνο διαφορές που αφορούν δημόσιες συλλογές και μουσεία ή θα πρέπει να έχουν λόγο που αφορούν διαφορές μεταξύ διεκδικητών και ιδιωτών συλλεκτών;
Επιπλέον και ανεξάρτητα από τη διαδικασία, μπορεί να υπάρχουν μερικές φορές σημαντικές διαφορές και στις προσεγγίσεις μεταξύ των εθνικών επιτροπών. Το 2013 για παράδειγμα, οι Κάτω Χώρες εισήγαγαν το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο λεγόμενο τεστ «εξισορρόπησης των συμφερόντων» κατά τη λήψη απόφασης επί μιας αξίωσης, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω στην υπόθεση Christ and the Samaritan Woman at the Well, κάτι το οποίο σημαίνει ότι ένα έργο τέχνης έπρεπε να σταθμιστεί έναντι του συμφέροντος οποιουδήποτε ολλανδικού μουσείου να διατηρήσει το εν λόγω έργο τέχνης[62]. Μετά από πολλές επικρίσεις, η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε[63].
Εν μέσω όλων αυτών των συζητήσεων, τον Μάρτιο του 2024 η Γερμανία ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει να αντικαταστήσει τη Συμβουλευτική Επιτροπή της με ένα δικαστήριο, το οποίο περιέγραψε ως "Schiedsgerichtsbarkeit". Καθώς η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε εξουσία λήψης νομικά εκτελεστών αποφάσεων, ανακοινώθηκε η πρόθεση να αφαιρεθεί εντελώς η Συμβουλευτική Επιτροπή και να δημιουργηθούν για τις εν λόγω αξιώσεις διαιτητικά δικαστήρια[64], το καθένα από τα οποία θα αποτελείται από δύο ιστορικούς και τρεις δικηγόρους[65]. Η πρωτοβουλία αυτή της γερμανικής κυβέρνησης αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας στους κληρονόμους των Εβραίων συλλεκτών, προκειμένου να μπορέσουν να πάρουν πίσω έργα τέχνης που είχαν λεηλατηθεί από τους Ναζί δημιουργώντας ένα δεσμευτικό διαιτητικό δικαστήριο για την εκδίκαση των αιτημάτων τους. Το νέο αυτό σώμα, το οποίο αντικαθιστά τη συμβουλευτική επιτροπή, παρέχει τη δυνατότητα κατάθεσης αγωγής χωρίς τη συναίνεση του σημερινού κατόχου του έργου τέχνης, την οποία απαιτούσε η προηγούμενη λειτουργία της συμβουλευτικής επιτροπής[66].
Επιπλέον τούτου και στα πλαίσια του γενικότερου αναβρασμού των συζητήσεων στη Γερμανία για την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου διεκδίκησης της λεηλατημένης στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο τέχνης, εισήχθη το 2024 το νέο γερμανικό νομοσχέδιο με τίτλο “Gesetzentwurf zur erleichterten Durchsetzung der Rückgabe von NS-verfolgungsbedingt entzogenem Kulturgut” (Νόμος για τη διευκόλυνση της επιβολής της επιστροφής των πολιτιστικών αγαθών που κατασχέθηκαν λόγω ναζιστικών διώξεων)[67], εισάγοντας τροποποιήσεις στο γερμανικό Αστικό Κώδικα (BGB), τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPO), καθώς και στο Νόμο περί Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών (KGSG). Το νομοσχέδιο ακολουθεί και ενισχύει τις Αρχές της Ουάσινγκτον του 1998, οι οποίες αποτέλεσαν ορόσημο στη διεθνή προσπάθεια για την επιστροφή των ναζιστικά λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών. Συγκεκριμένα, ο νόμος εφαρμόζει και ενισχύει: 1) τον εντοπισμό των λεηλατημένων έργων τέχνης (το άρθρο 48α KGSG υποχρεώνει τους κατόχους να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την προέλευση των πολιτιστικών αγαθών)[68], 2) τη διαφάνεια και πρόσβαση στα αρχεία (ορίζεται ότι όλες οι σχετικές πληροφορίες πρέπει να είναι προσβάσιμες στους δικαιούχους), 3) τις δίκαιες λύσεις για τους δικαιούχους (το άρθρο 214 BGB επιτρέπει την παραγραφή μόνο αν ο κάτοχος απέκτησε καλόπιστα το έργο τέχνης, προστατεύοντας έτσι τους νόμιμους ιδιοκτήτες[69]) και, ειδικότερα, 4) τους εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών (ADR).
Ιδιαίτερης σημασίας για το ζήτημα της μεθόδου επίλυσης των σχετικών αγωγών είναι η τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ZPO) και του άρθρου 23a ZPO, καθώς ο νόμος καθιερώνει ένα ειδικό δικαστήριο με έδρα τη Φρανκφούρτη, το οποίο θα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τις διαφορές που αφορούν τη διεκδίκηση λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών, αναφέροντας ότι «Οι αγωγές για την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που κατασχέθηκαν λόγω ναζιστικών διώξεων μπορούν να ασκηθούν στη Φρανκφούρτη, ανεξαρτήτως της τοποθεσίας του αντικειμένου» (άρθρο 23a ZPO)[70]. Αυτό το άρθρο εισήχθη ως μέρος των προσπαθειών της Γερμανίας να αντιμετωπίσει το ιστορικό βάρος της ναζιστικής περιόδου και να διευκολύνει τη διεκδίκηση πολιτιστικών αγαθών, που αφαιρέθηκαν από θύματα του καθεστώτος. Σύμφωνα με το άρθρο 23α ZPO, η Φρανκφούρτη στο Μάιν ορίζεται ως ο ειδικός τόπος δικαιοδοσίας για τέτοιες υποθέσεις, κάτι που σημαίνει ότι οι αγωγές που αφορούν την επιστροφή τέτοιων πολιτιστικών αγαθών μπορούν να ασκούνται εκεί. Αυτή η ρύθμιση έχει ως στόχο να δημιουργήσει μια κεντρική και εξειδικευμένη δικαστική αρχή που θα έχει την εμπειρία και την ευαισθησία να χειριστεί τέτοιες πολύπλοκες και ιστορικά ευαίσθητες υποθέσεις. Επιπλέον, το άρθρο 48α του KGSG-E (Kulturgutschutzgesetz - Νόμος για την Προστασία Πολιτιστικών Αγαθών) αναφέρεται σε αξιώσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με την προέλευση και την ιστορία των πολιτιστικών αγαθών. Αυτό είναι σημαντικό για την εξέταση των αξιώσεων επιστροφής, καθώς η διαφάνεια και η διαθεσιμότητα πληροφοριών είναι κρίσιμες για την επίλυση τέτοιων υποθέσεων. Η εισαγωγή αυτών των διατάξεων αντανακλά τη δέσμευση της Γερμανίας να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της ναζιστικής περιόδου και να διευκολύνει τη δικαιοσύνη για τα θύματα και τους απογόνους τους.
Το νέο γερμανικό νομοσχέδιο είναι ένα σημαντικό βήμα προς την αποκατάσταση των αδικιών που προκάλεσε το ναζιστικό καθεστώς σε συνδυασμό με την σκοπούμενη δημιουργία του διαιτητικού δικαστηρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προταθείσες λύσεις αποτελούν πανάκεια. Αυτό που πρέπει σε κάθε περίπτωση να επισημάνουμε είναι ότι ο δημόσιος διάλογος για τα ζητήματα της λεηλατημένης τέχνης είναι έντονος και, αρχής γενομένης της Διακήρυξης της Ουάσινγκτον, ο δικονομικός- διαδικαστικός τρόπος μέσα από τον οποίο ο διάλογος αυτός λαμβάνει «σάρκα και οστά» μετεξελίσσεται αναζητώντας όχι μόνο επιμέρους ειδικές λύσεις, αλλά τη μόνιμη και συνεχή ενσωμάτωση των αρχών της Ουάσινγκτον σε μια κουλτούρα ευθύνης και μνήμης.
Ο ρόλος των επιτροπών που έχουν συσταθεί στις επιμέρους χώρες, σε συμφωνία με το άρθρο 11 της Διακήρυξης της Ουάσινγκτον, υπήρξε κομβικός ως μια αρχή για την ενσωμάτωση των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφοράς στα ζητήματα των πολιτιστικών αγαθών. Η μη δεσμευτικότητα ωστόσο των συστάσεών τους και ο μη υποχρεωτικός χαρακτήρας τους δημιουργεί ζητήματα ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Στο σημείο αυτό η ανάδυση πιο δεσμευτικών νέων μορφωμάτων επίλυσης διαφορών στον τομέα αυτό, όπως η προταθείσα διαιτησία, αναμένεται να εισφέρει πολλά. Η εμπιστευτικότητα που συνοδεύει τη διαιτησία ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης των εν λόγω πολιτιστικών διαφορών, αποτέλεσμα λεηλατήσεων, είναι κομβική, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων του χώρου, με τις ιστορικές προεκτάσεις και ευαισθησίες που εμφανίζει, των διαφορετικών εμπλεκομένων μερών (ιδιώτες, κράτη και μουσεία), αλλά και της σχέσης του με το δίκαιο του πολέμου.
[1]. Η ERR διατηρούσε ένα κεντρικό αποθετήριο στο Jeu de Paumes. Αν και έγινε το πιο γνωστό επίσημο πρακτορείο συλλογής, εν μέρει επειδή εκεί εργαζόταν η γαλλίδα ηρωίδα Rose Valland, η ERR δεν ήταν σε καμία περίπτωση η μόνη ναζιστική οργάνωση που προσπαθούσε να καταγράψει και να ελέγξει την κατασχεθείσα τέχνη, καθώς οι Ναζί έκλεβαν τέχνη και άλλα πολιτιστικά αγαθά από τους δικούς τους Γερμανοεβραίους και από τους πολίτες κάθε κατεχόμενης χώρας. Ήδη από το 1933, πριν από την κατάκτηση της Γαλλίας και την επακόλουθη ίδρυση της ERR, οι πολιτικά νικηφόροι Ναζί είχαν συστήσει μια πολύ ευρεία οργάνωση με έδρα τη Γερμανία, την Reichskinlturkamnes ("RKK"), την οποία διοικούσε ο διαβόητος Joseph Goebbels και η οποία είχε σκοπό να ρυθμίσει όλες τις μορφές πολιτιστικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης, του κινηματογράφου και του Τύπου. Αργότερα, καθώς οι δυνάμεις τους κατέκλυζαν τη Δυτική Ευρώπη, οι Ναζί δημιούργησαν άλλες ομάδες λεηλασίας, όπως η "Dienststelle Muhlmann", που κάλυπτε τις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο και η Sonderauftrag Linz, η οποία επικεντρώθηκε στη λεηλασία έργων τέχνης για το Fuhrermuseum. Κατά ανάλογο τρόπο, ορισμένα μέλη των ναζιστικών δυνάμεων συγκροτήθηκαν ως "Τάγμα Von Ribbentrop" και επιφορτίστηκαν με την επιδρομή σε βιβλιοθήκες στις κατεχόμενες χώρες και τη λεηλασία μιας μεγάλης ποικιλίας αντικειμένων. Τέλος, μια οργάνωση που διοικείτο από έναν ιστορικό τέχνης είχε την τιμή να συλλέγει πολύτιμα έργα για το προαναφερθέν Fuhrermuseum βλ. Donald S. Burris Keynote: Restoration of a Culture: A California Lawyer's Lengthy Quest to Restitute Nazi-Looted Art Quest to Restitute Nazi-Looted Art, σ. 279-288, διαθέσιμοσεhttps://scholarship.law.unc.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2076&context=ncilj/ (τελευταίαπρόσβαση 15.03. 2025).
[2]. Holocaust-Era Looted Cultural Property: A Worldwide Overview, 2024, σ. 5, διαθέσιμοσεhttps:// art.claimscon.org/wp-content/uploads/2024/03/11-March -2024-Holocaust-Era-Looted-Cultural-Property-A-Current-Worldwide-Overview.pdf (τελευταίαπρόσβαση 15.3.2025); Α. Rothfeld, Nazi Looted Art: The Holocaust Records Preservation Project, 34 Prologue Mag., Summer 2002, Vol. 34, No. 2, διαθέσιμο σεhttps://www. archives.gov/publications/prologue/2002/summer/nazi-looted-art-1.html (τελευταίαπρόσβαση 15.03. 2025).
[3]. E. Τροβά, Η πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης, Έννοια και Περιεχόμενο, 2018, σ. 96-97.
[4]. Διαθέσιμη σε https://www.unesco.org/en/legal-affairs/convention-protection-cultural-property-event-armed-conflict-regulations-execution-convention? hub=415/ (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[5]. Διαθέσιμη σε https://www.unesco.org/en/fight-illicit-trafficking/about (τελευταία πρόσβαση 15.03. 2025).
[6]. Final Act of the United Nations Monetary and Financial Conference, Bretton Woods, New Hampshire, 1-22 July 1944, Enemy Assets and Looted property, διαθέσιμοσεhttps://timeline.worldbank.org/content/ dam/sites/timeline/docs/migrated/event01-brettonwoods -finalact-1849790.pdf (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025).
[7]. Διαθέσιμεςσεhttps://icom.museum/en/ressource /icom-recommendations-concerning-the-return-of-works-of-art-belonging-to-jewish-owners/ (τελευταίαπρόσβαση 10.03.2025) .
[8]. Resolution 1205 of the Parliamentary Assembly of the Council of Europe of November 1999, διαθέσιμησεhttps://assembly.coe.int/nw/xml/XRef/Xref-XML2HT ML-en.asp?fileid=16726&lang=en (τελευταίαπρόσβαση10.03.2025).
[9]. E. Τροβά, Η πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης, Έννοια και Περιεχόμενο, 2018, σ. 356-357, η διακήρυξη διαθέσιμη σε https://www.lootedartcommis sion.com/vilnius-forum (τελευταία πρόσβαση 10.03. 2025).
[10]. Διαθέσιμησεhttps://wjro.org.il/cms/assets/up loads/2019/06/terezin_declaration.pdf (τελευταίαπρόσβαση10.03.2025); Α. Bandle & S Theurich, Alternative Dispute Resolution and Art-Law: A New Research Project of the Geneva Art-Law Centre, Journal of International Commercial Law and Technology, volume 6, number 1, 2011, σ. 32.
[11]. European Parliament Resolution and Report of Committee on Legal Affairs and the internal Market, November 2003, διαθέσιμασεhttps://www.lootedart commission.com/european-union (τελευταίαπρόσβαση10.03.2025).
[12]. Joint Declaration of the European Commission and the Czech EU Presidency, 29 June 2009, διαθέσιμοσεhttps://www.lootedartcommission.com/NPNLJV15 496 (τελευταία πρόσβαση 10.03.2025).
[13].Washington Conference Principles on Nazi-Confiscated Art, Released in connection with the Washington Conference on Holocaust-Era Assets, Washington D.C. (December 3, 1998), διαθέσιμοσεhttps://www. state.gov/washington-conference-princi ples-on-nazi-confiscated-art/ (τελευταίαπρόσβαση10.03.2025); A. Chechi, The settlement of International Cultural Heritage Disputes, Oxford University Press 2014, σ. 45. Μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών ήταν και η Ελλάδα, η οποία στο κείμενο των θέσεων της εστίασε στα εξής θέματα: α) Στο «αναγκαστικό δάνειο» της χώρας προς το Γερμανικό κράτος κατά τη διάρκεια της κατοχής, β) στο αίτημα επαναπατρισμού της αρχειακής συλλογής της Εβραϊκής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, καθώς και γ) στις λοιπές απώλειες της εβραϊκής κοινότητας, κυρίως στην καταστροφή του Εβραϊκού Νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, στη λεηλασία κοινοτικών εβραϊκών βιβλιοθηκών καθώς και την αρπαγή του χρυσού των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης (βλ. Ο. Λιναρδάτου, Υφαρπαγή και καταστροφή πολιτιστικών αγαθών από τις γερμανικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Νομικές και Ηθικές Διαστάσεις, ΠερΔικ 3/21. 383-397 καιειδικότερασ. 389 και 390).
[14].Best Practices for the Washington Conference Principles on Nazi-Confiscated Art, March 5 2024, διαθέσιμο σεhttps://www.lootedartcommission.com/WJ AJFL10202 (τελευταία πρόσβαση 10.03.2025).
[15]. “Ιn developing a consensus on non-binding principles to assist in resolving issues relating to Nazi-confiscated art, the Conference recognizes that among participating nations there are differing legal systems and that countries act within the context of their own laws.
Art that had been confiscated by the Nazis and not subsequently restituted should be identified.
Relevant records and archives should be open and accessible to researchers, in accordance with the guidelines of the International Council on Archives.
Resources and personnel should be made available to facilitate the identification of all art that had been confiscated by the Nazis and not subsequently restituted.
In establishing that a work of art had been confiscated by the Nazis and not subsequently restituted, consideration should be given to unavoidable gaps or ambiguities in the provenance in light of the passage of time and the circumstances of the Holocaust era.
Every effort should be made to publicize art that is found to have been confiscated by the Nazis and not subsequently restituted in order to locate its pre-War owners or their heirs.
Efforts should be made to establish a central registry of such information.
Pre-War owners and their heirs should be encouraged to come forward and make known their claims to art that was confiscated by the Nazis and not subsequently restituted.
If the pre-War owners of art that is found to have been confiscated by the Nazis and not subsequently restituted, or their heirs, can be identified, steps should be taken expeditiously to achieve a just and fair solution, recognizing this may vary according to the facts and circumstances surrounding a specific case.
If the pre-War owners of art that is found to have been confiscated by the Nazis, or their heirs, can not be identified, steps should be taken expeditiously to achieve a just and fair solution.
Commissions or other bodies established to identify art that was confiscated by the Nazis and to assist in addressing ownership issues should have a balanced membership.
Nations are encouraged to develop national processes to implement these principles, particularly as they relate to alternative dispute resolution mechanisms for resolving ownership issues.”
[16]. A. Chechi, The settlement of International Cultural Heritage Disputes, Oxford University Press 2014, σ. 76.
[17]. “[…] the Assembly encourages co-operation in this question of non-governmental organizations … such encouragement extends to the exploration and evolution of out-of-court forms of dispute resolution such as mediation and expert determination” (clause 16).
[18]. Best Practices for the Washington Conference Principles on Nazi-Confiscated Art, March 5 2024, διαθέσιμο σεhttps://www.lootedartcommission.com/WJ AJFL10202 (τελευταία πρόσβαση 10.03.2025)
[19]. “[T]he statute of limitation has been, in my view, the single most effective weapon wielded by possessors to prevent—or at least delay—claimants seeking the recovery of Nazi looted art, looted antiquities, and other stolen art and cultural property from reaching the merits of their claims.” L. M Kaye, Litigation in Cultural Property: A General Overview σε Marc-André Renold, Alessandro Chechi and Anne Laure Bandle (eds), Resolving Disputes in Cultural Property (Schultess 2012), σ. 7, χαρακτηριστικόπαράδειγμααποτελείηυπόθεση Western Prelacy of the Armenian Apostolic Church of America v Getty Museum (βλ. Nare G Aleksanyan, "Canon Tables-Western Prelacy of the Armenian Apostolic Church of America and J. Paul Getty Museum", διαθέσιμοσεhttps://plone.unige.ch/art-adr/cases-affaires/canon-tab les-2013-western-prelacy-of-the-armenian-apostolic-church-ofamerica-and-j-paul-getty-museum (τελευταίαπρόσβαση 13.03.2025), όπουηΑρμενικήΑποστολικήΕκκλησίατηςΑμερικήςκίνησεδικαστικήδιαδικασίακατάτουΜουσείου Getty γιαναεπιτύχειτηνεπιστροφήτωνπινακίδωντωνΕυαγγελίων. Η προθεσμία παραγραφής δημιούργησε σημαντικές δυσκολίες στους διαδίκους. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας της Καλιφόρνιας, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα, είχε επεκτείνει την παραγραφή που ισχύει για τις αξιώσεις ανάκτησης έργων τέχνης που εγείρονται κατά μουσείων από τρία έτη σε έξι έτη. Ωστόσο η συνταγματικότητα του νόμου αμφισβητήθηκε σε άλλη εκκρεμή υπόθεση ενώπιον του Ninth Circuit. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο διέταξε την αναστολή της διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση του ζητήματος από το Ninth Circuit. Εν τω μεταξύ, τα μέρη προχώρησαν σε διαμεσολάβηση, αλλά δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε ικανοποιητική συμφωνία. Τελικά, τα μέρη συμβιβάστηκαν πριν από την επανάληψη της δικαστικής διαδικασίας και παραιτήθηκαν από τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου.
[20]. L. Nicolazzi, Trois tableaux spoliés—Héritiers Oppenheimer, van Doorn, Soepkez et France, διαθέσιμο σε https://plone.unige.ch/art-adr/cases-affaires/trois-tableaux-spolies-2013-heritiers-oppenheimer-van-doorn -soepkez-et-france/ (τελευταία πρόσβαση 10.03.2025)
[21]. N. Palmer, Spoliation and Holocaust-Related Cultural Objects: 12 Arts Antiquity and Law 1, 8 (2007) - E. I. Gegas, Note, International Arbitration and the Resolution of Cultural Property Disputes: navigating the Stormy Waters Surrounding Cultural Property, 13 Ohio St. J. on Disp. Resolu., 1997, σ. 129, 156.
[22]. M. Shehade, K. Fouseki and K. Walker Tubb, Alternative Dispute Resolution in Cultural Property Disputes: Merging Theory and Practice, 23 Intl J of Cultural P, 2016, σ. 343 επ., 351.
[23]. Μ. Renold, Cross-border restitution claims of art looted in armed conflicts and wars and alternatives to court litigations, Policy Department C: Citizen’s Rights and Constitutional Affairs, European Parliament, 2016, σ. 36. Υπό την αιγίδα της UNESCO, λειτουργεί σήμερα και η Επιτροπή Διαμεσολάβησης για την Επιστροφή Πολιτιστικών Αγαθών (Committee for Promoting the Return of Cultural Property to its Countries of Origin or its Restitution in case of Illicit -ICRCP) ως διακυβερνητική επιτροπή ανεξάρτητη από τη Σύμβαση του 1970, η οποία είναι γνωμοδοτικό όργανο και οι αποφάσεις της δεν έχουν νομική δεσμευτικότητα. Αποτελείται από εκπροσώπους των 22 μελών της UNESCO που εκλέγονται για μία τετραετία.
[24]. M. Cornu / M.A Renold, New Developments in the Restitution of Cultural Property: Alternative Means of Dispute Resolution, International Journal of Cultural Property, Volume 17, Issue 01, February 2010, σ. 1 επ., Q. Bryne-Sutton, Arbitration and Mediation in Art-Related Disputes, Arbitration International, Vol. 14, 1998, σ. 447 επ.
[25]. Ε. Τροβά, Η πολιτιστική διαιτησία και διαμεσολάβηση. Από τη διεθνή διπλωματία στην παγίωση διαιτητικής επίλυσης πολιτιστικών διαφορών, Διαιτ 3/2019. 229-273.
[26]. N. Aleksanyan, Canon Tables-Western Prelacy of the Armenian Apostolic Church of America and J. Paul Getty Museum, διαθέσιμοσεhttps://plone.unige. ch/art-adr/cases-affaires/canon-tables-2013-western-prelacy-of-the-armenian-apostolic-church-of-america-and-j-paul-getty-museum (τελευταίαπρόσβαση 15.3. 2025); βλ. αναλυτικάκαιυποσημείωση 30.
[27]. P. Karrer (ed), Glossary of Arbitration and ADR Terms and Abbreviations (4th edn, Swiss Arbitration Association 2009), σ. 20.
[28]. C. Roodt, State Courts or ADR In Nazi-Era Art disputes: a choice more apparent than real, σ. 432-433, διαθέσιμοσεhttps://www.academia.edu/32088964/ STATE_COURTS_OR_ADR_IN_NAZI_ERA_ART_DISPUTES_A_CHOICE_MORE_APPARENT_THAN_REAL (τελευταίαπρόσβαση 04.01.2025).
[29]. C. Roodt, State Courts or ADR In Nazi-Era Art disputes: a choice more apparent than real, σ. 438, διαθέσιμοσεhttps://www.academia.edu/32088964/STATE _COURTS_OR_ADR_IN_NAZI_ERA_ART_DISPUTES_A_CHOICE_MORE_APPARENT_THAN_REAL (τελευταίαπρόσβαση 04.01.2025).
[30]. Διαθέσιμησεhttps://www.civs.gouv.fr/, επίσης A. Lugoboni, Alternative Dispute Resolution Mechanisms for Nazi-looted Art: the European Panels, σελ. 7, διαθέσιμοσεhttps://www.dispoc.unisi.it/sites/st10/fi les/allegatiparagrafo/07-06-2021/lugoboni_wpspcd_1. 2021.pdf (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025).
[31]. Id A. Lugoboni, σ. 8-9.
[32]. Διαθέσιμησεhttps://provenienzforschung.gv. at/en/commission-for-provenance-research/commis sion -publication-series/ (τελευταίαπρόσβαση 05.04.2025).
[33]. Διαθέσιμοσεhttps://plone.unige.ch/art-adr/ca ses-affaires/6-klimt-paintings-2013-maria-altmann-and-austria/fiche-2013-six-peintures-de-klimt-2013-maria-altmann-et-autriche/view (τελευταίαπρόσβαση 05.04. 2025).
[34]. Id A. Lugoboni, σ. 9.
[35]. Διαθέσιμο σε https://www.civs.gouv.fr/ (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[36]. Id A. Lugoboni, σ. 10.
[37]. Id A. Lugoboni, σ. 11.
[38]. D.S Burris, From Tragedy to Triumph in the Pursuit of Looted Art: Altmann, Benningson, Portrait of Wally, Von Saher and Their Progeny, 2016 John Marshall Review of Intellectual Property Law 394 15(3) σ. 427-430, διαθέσιμοσεhttps://repository.law.uic.edu /ripl/vol15/iss3/2/ (τελευταίαπρόσβαση 05.04.2024).
[39]. Διαθέσιμοσεhttps://www.civs.gouv.fr/restitu tion-du-pissaro-seine-vue-du-pont-neuf-au-fond-louv re-cooperation-reussie?language_content_entity=fr (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025).
[40]. Διαθέσιμοσεhttps://www.gov.uk/government/ groups/spoliation-advisory-panel (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025)
[41]. Διαθέσιμηπληροφόρησησεhttps://www.gov. uk/government/groups/spoliation-advisory-panel (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025)
[42]. Διαθέσιμηπληροφόρησησεhttps://www.gov. uk/government/groups/spoliation-advisory-panel# current-claims (τελευταία πρόσβαση15.03.2025)
[43]. Επρόκειτογιαταέργα The Holy Family του Niccolo dell’Abbate, An Allegory on Poetic Inspiration with Mercury and Apollo του Nicholas Blakey, Virgin and Infant Christ, adored by St Elizabeth and the Infant St John του Martin Johann Schmidt και St Dorothy with the Christ Child by School του Martin Schöngauer.
[44]. Διαθέσιμησεhttps://plone.unige.ch/art-adr/ca ses-affaires/case-4-old-master-drawings-2013-feldmann-heirs -and-the-british-museum/report-of-the-spoliation-adviso ry-panel-in-respect-of-four-drawings-now-in-the-posses sion-of-the-british-museum-27-april-2006/view (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025).
[45]. Διαθέσιμο σε https://www.restitutiecommissie. nl/ (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[46]. Διαθέσιμο σε https://www.restitutiecommissie. nl/en/recommendations/ (τελευταία πρόσβαση 15.03. 2025).
[47]. Διαθέσιμο σε https://plone.unige.ch/art-adr/cases-affaires/christ-and-the-samaritan-woman-2013-gross-eisenstadt-heirs-and-museum-de-fundatie (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[48]. Διαθέσιμο σε https://www.restitutiecommissie. nl/en/recommendation/albert-stern/ (τελευταία πρόσβαση 03.04.2025).
[49]. Διαθέσιμο σε https://www.restitutiecommissie. nl/en/recommendation/van-praag/ (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[50]. Το αίτημα αρχικά περιελάμβανε τα εξής 3 έργα: 1) De ontdekte schijndeugd: de geveinsde droefheid van Geertruy (1734 ή 1745) του Cornelis Troost; 2) De ontdekte schijndeugd: de ontdekking van Volkert in de mand (1734 ή 1735) του Cornelis Troost; 3) Vechtende kaartspelers (πίνακας άγνωστου καλλιτέχνη).
[51]. Διαθέσιμο σε https://lootedart.com/news.php ?r=WDE5YV749371 (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[52]. Διαθέσιμο σε https://www.admin.ch/gov/de/ start/dokumentation/medienmitteilungen.msg-id-988 18.html (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[53]. Διαθέσιμο σε https://www.beratende-kommission.de/de (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[54]. Διαθέσιμο σε https://www.lootedart.com/N3Q AOY796801 (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[55]. Διαθέσιμο σε http://alfredflechtheim.com/en/ works/pompe-funebre/ (τελευταία πρόσβαση 15.03. 2025).
[56]. Διαθέσιμο σε https://www.beratende-kommission.de/media/pages/empfehlungen/grosz-freie-hansestadt-bremen/de3770f188-1730286890/24-10-30-recommendation-grosz-freie-hansestadt-bremen.pdf/ (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[57]. Διαθέσιμο σε https://plone.unige.ch/art-adr/cases-affaires/foxes-2013-grawi-heirs-v-city-of-dusseldorf-1/case-note-2013-foxes-2013-grawi-heirs-v-city-of-dusseldorf/view (τελευταία πρόσβαση 03.04.2025).
[58]. Διαθέσιμοσεhttps://plone.unige.ch/art-adr/cases-affaires/the-windmill-2013-rudenberg-heirs-v-city -of-hannover/case-note-2013-three-grosz-paintings-2013 -grosz-heirs-v-museum-of-modern-art/view (τελευταίαπρόσβαση 03.04.2025).
[59]. Σήμεραανέρχονταισε 47 χώρες, βλ. https:// art.claimscon.org/wp-content/uploads/2024/03/11-March-2024-Holocaust-Era-Looted-Cultural-Property-A-Current-Worldwide-Overview.pdf, σελ. 6 (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025).
[60]. Ο εν λόγω οργανισμός εκπροσωπεί τον παγκόσμιο Εβραϊσμό στην επιδίωξη διεκδίκησης της ανάκτησης των εβραϊκών περιουσιών στην Ευρώπη.
[61]. Διαθέσιμοσεhttps://www.gov.uk/government /groups/spoliation-advisory-panel#spoliation-conference-action-plan (τελευταίαπρόσβαση15.03. 2025).
[62]. Διαθέσιμο σε https://www.lootedart.com/ news. php?r=TE2MRV184021 (τελευταία πρόσβαση 15.03. 2025).
[63]. Διαθέσιμοσεhttps://www.nytimes.com/2020/ 12/07/arts/netherlands-looted-art-report.html (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025).
[64]. Διαθέσιμηπληροφόρησησεhttps://www.dw. com/en/nazi-looted-art-will-arbitration-tribunals-help-with-restitution/a-71538858 (τελευταίαπρόσβαση15.03.2025).
[65]. Idem.
[66]. Βλ. https://itsartlaw.org/2024/08/09/navigating-new-grounds-on-the-nazi-looted-art-restitution-field-swiss-commission-and-german-arbitration-tribunal/ (τελευταία πρόσβαση 26.03.2025).
[67]. Διαθέσιμο σε https://dserver.bundestag.de/btd/ 20/132/2013258.pdf (τελευταία πρόσβαση 15.03.2025).
[68]. «Όποιος διαθέτει στην αγορά πολιτιστικά αγαθά των οποίων ο ιδιοκτήτης τα έχασε λόγω ναζιστικών διώξεων, υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες για την προέλευσή τους, καθώς και για τις προηγούμενες αγοραπωλησίες τους» (άρθρο 48α KGSG).
[69]. «Το δικαίωμα άρνησης εκτέλεσης λόγω παραγραφής ισχύει μόνο εάν ο αντίδικος απέκτησε το αντικείμενο καλόπιστα» (άρθρο 214 BGB).
[70]. «Ειδικός τόπος δικαιοδοσίας για αιτήσεις επιστροφής πολιτιστικών αγαθών που κατασχέθηκαν ως αποτέλεσμα των ναζιστικών διώξεων: οι αγωγές που αφορούν αξιώσεις του ιδιοκτήτη για την επιστροφή κινητού αντικειμένου που αποτελεί πολιτιστικό αγαθό σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 αριθ. 10 του νόμου περί προστασίας πολιτιστικών αγαθών και του οποίου ιδιοκτήτης έχασε την κατοχή κατά την περίοδο από τις 30 Ιανουαρίου 1933 έως το τέλος της 8ης Μαΐου 1945 λόγω της δίωξής του για φυλετικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους ή ως θύμα λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού μπορούν ασκηθούν στη Φρανκφούρτη - αυτό ισχύει επίσης για αξιώσεις παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 48α του νόμου περί προστασίας πολιτιστικών αγαθών».